Ζήτω ἡ Ἐπανάσταση!
«Τὸν
Μάρτη τοῦ 1895 ὁ θεῖος μου ὁ Γιῶργος Ἀγραφιώτης
μὲ μίλησε κρυφὰ καὶ μὲ εἶπε ὅτι στὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἦταν στὶς 25
τοῦ Μάρτη, εἶχαν γιορτὴ στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν Ἑπανάσταση καὶ τὴν Ἀπελευθέρωση ἀπὸ
τοὺς Τούρκους. Θὰ πήγαιναν μιὰ παρέα μὲ ἄλογα στὸ βουνὸ πίσω ἀπ’τὸ Σώποτο, τὸ
Σμάθ’κο, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ κανόνια ποὺ ρίχναν οἱ Ἕλληνες στὴν Κέρκυρα τὴν ἡμέρα
ἐκείνη, ὅταν ἔβγαινε ὁ ἥλιος. Φύγαμε μιὰ ὥρα πρὶν τὸ ξημέρωμα, πήγαμε στὸ
Σώποτο καὶ ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος κάναμε ὅλοι ἡσυχία ν’ἀκούσουμε. Ἐγὼ δὲν ἄκουσα
τίποτα, ἕνας ἢ δύο εἶπαν ὅτι κάτι ἄκουσαν, ἀλλὰ καθὼς φυσοῦσε λίγος βοριᾶς ὁ ἀχὸς
ἔφευγε καὶ δὲν ἀκούσαμε τίποτε. Γυρίσαμε στὸ σπίτι καὶ ἡ Μάνα μου μᾶς εἶδε
στεναχωρημένους, κράτησε τὸν ἀδελφό της γιὰ φαῒ καὶ εἶπε:
— Σήμερα εἶναι Εὐαγγελισμὸςκαὶ χαρὰ μεγάλη, ἐμεῖς θὰ φᾶμε ψάρι.
Τὶς ἄλλες μέρες νήστευαν.
Σ’ἕνα μῆνα, στὶς 23 τοῦ Ἀπρίλη, τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, πήγαμε ξανὰ μὲ τὸν θεῖο μου καὶ ἄλλους στὸ Σμάθ’κο ψηλά, ἀπ’ ὅπου φαίνονταν ὁλόκληρη ἡ Πίνδος ἀνάμεσα στὸ Σινιάτσικο καὶ τὸ Μπούρινο. Μόλις βγῆκε ὁ ἥλιος, καθὼς φυσοῦσε κι ἀνοιξιάτικο ἀεράκι ἀπὸ τὴν Πίνδο πρὸς τὰ ἐμᾶς, ἀκούσαμε καθαρὰ τὰ κανόνια ποὺ βροντοῦσαν ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, ἑκατὸν πενῆντα χιλιόμετρα εὐθεία γραμμῆς, γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδος. Ἀκούγονταν ἀρκετὰ καθαρὰ καὶ μετρήσαμε τέσσερις, πέντε, ἕξι, ὀκτὼ κανονιὲς καὶ ὕστερα ὅλοι μαζὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν ζήτω ἡ Ελλάδα, ζήτω ἡ Ἐπανάσταση, ζήτω ὁ βασιλιᾶς Γεώργιος καὶ γινόταν τόση φασαρία ποῦ δὲν ἄκουγες πλέον τὰ κανόνια. Ὅταν σταμάτησαν νὰ φωνάζουν καὶ ἡσύχασαν ὅλοι, ἕνας ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ὅλοι τὸν ἤξεραν ἐκτὸς ἀπὸ μένα. Καθὼς ντρεπόμουνα, γιὰ νὰ μὴν μὲ πάρουν χαμπάρι, ὅτι δὲν τραγουδοῦσα, ἐγὼ ἄνοιγα τὸ στόμα μου κάνοντας πὼς τραγουδάω.
Γυρίσαμε στὴν Κοζάνη ὅλοι εὐχαριστημένοι.Ἐμεῖς μὲ τὸν θεῖο μου τὸν Γιῶργο Ἀγραφιώτη τραβήξαμε κατὰ τὴ
Ζαμάρα γιὰ νὰ πᾶμε στὰ Μεσκιάθ’κα. Σὰ φτάσαμε στὸ σπίτι, ὁ θεῖος μου μὲ εἶπε
χοντροκέφαλο, ὅτι τὸν ἔκανα ρεζίλι ποῦ δὲν ἤξερα τον Ἐθνικὸ Ὕμνο καὶ ἀμέσως
κάθησε καὶ μοῦ τὸν ἔμαθε. Ἡ μάνα μου μὲ δικαιολόγησε στὸν ἀδελφό της, λέγοντα ὅτι
τὸ παιδὶ ἦταν στὴ Ρουμανία καὶ δὲν πῆγε στὸ
σχολεῖο στὶς τελευταῖες τάξεις, γιατὶ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο τῆς Ἑλλάδας τὸν
μάθαιναν τὰ παιδιὰ τῆς σκλαβωμένης
Κοζάνης στὶς τελευταῖες τάξεις τοῦ σχολείου.Ἐγὼ μέχρι τὸ βράδυ τραγουδοῦσα
συνέχεια τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο, ποὺ τὸν ἔμαθα στὰ δέκαέξι χρόνια».
Ὁ
γιὸς τῆς Μπουζίτσας Ἀγραφιώτη, Πάικος
Δελιαλῆς (Κοζάνη1878-1958)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου