Γιὰ τὸ ἑορταστικὸ τριήμερο 4, 5 καὶ 6 Δεκεμβρίου, ἑορτὲς τῆς ἁγ. Βαρβάρας, τοῦ ἁγίου Σάββα καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου ἀντιστοίχως, ἀρθρογραφεῖ στὶς 6 Δεκεμβρίου 1901 στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη ὁ συνεργάτης της Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης μὲ τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο «Ὁ Tαξειδιώτης». Τὴν ἴδια ἐποχὴ πρέπει νὰ εἶχε ταξιδέψει στὸ «μεγαλοπρεπές» -ὅπως τὸ χαρακτηρίζει- Καρπενήσι, σὲ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι τεσσάρων ἡμερῶν.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
Νικολοβάρβαρα, ἡ ἀληθεστέρα ζωγραφιὰ τοῦ χειμῶνος*
Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης (1850-1929). Σύγχρονο
(2020) σχέδιο μὲ μολύβι σὲ χαρτί. Ἔργον Ἴριδας
(=Σπυριδούλας Γούτσου), μαθήτριας
Β΄ Λυκείου. |
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) στὶς 6 Δεκεμβρίου 1901 δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις χρονογράφημα, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὶς ἑορτὲς τῆς ἁγίας Βαρβάρας καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὁ καιρὸς τὴ χρονιὰ ἐκείνη δὲν θυμίζει τὸν συνήθη χειμωνιάτικο καιρὸ αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, μὲ βροχὲς χιόνια καὶ θύελλες, ἀλλὰ εἶναι σχετικὰ ἤπιος. Πράγματι, ὅπως σημειώνεται στὸ μετεωρολογικὸ δελτίο τοῦ Ἀστεροσκοπείου τῆς 4ης Δεκ. 1901, στὴν Ἀθήνα ἡ μεγίστη θερμοκρασία εἶναι 17,5 β. καὶ ἡ ἐλαχίστη 11,9. Οἱ ἄνεμοι εἶναι νότιοι μέτριοι ἕως ἰσχυροί, ὁ οὐρανὸς νεφελώδης ἐνῶ ἡ ὑγρασία μέτρια. Ἔτσι, δὲν ἐπαληθεύεται αὐτὴν τὴν χρονιὰ ὁ παροιμιακός, παραδοσιακὸς στίχος, ὅπως μᾶς τὸν παραδίδει ὁ Α. Μ.:
Ἅη-Βαρβάρα
βαρβαρώνει κι’
Ἅης-Σάββας
σαββανώνει
Ἅης-Νικόλας παραχώνει
Ὁ Α. Μ. ἐκκλησιάζεται
στὸν πανηγυρίζοντα ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ἱστορικὸ ναὸ τῆς εὐρύτερης
περιοχῆς τοῦ Ἐλαιῶνος. Ἐνδεχομένως, βρίσκεται στὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὴν ἀγρυπνία τῆς
Ἁγίας.
Ἀναφέρει παρουσία πλήθους προσκυνητῶν καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ στὸν αὔλειο χῶρο, μεταξὺ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἀθενεῖς ἀναμένοντες ἀπὸ τὴν Μεγαλομάρτυρα νὰ κάμῃ τὸ θαῦμα της. Συνέβη δέ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἀκολουθίας, στὴν ὁποία προεξάρχει ὁ ἱερεὺς παπα-Μανουσόπουλος, ‒ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ‒ νὰ γεννήσει μία ἐπίτοκος καὶ οἱ προσκυνητὲς νὰ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτίσουν τὸ νεογέννητο παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῆς μητέρας.
Ὁ παλαιὸς ναὸς τῆς Ἁγία Βαρβάρας μὲ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα. |
Ἡ
λεχὼ ἦταν ἀπὸ τὴν πολυμελῆ ὁμάδα τῶν ἐκ Πειραιῶς προσκυνητῶν οἱ ὁποῖοι κάθε χρόνο
προσέρχονται γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας, καθὼς σὲ προγενέστερους
χρόνους εἶχε θαυματουργήσει στὸν Πειραιᾶ. Τὸ θαῦμα τοποθετεῖται περὶ τὸ 1893 καὶ ἀποδόθηκε
σὲ παράκληση ποὺ τέλεσαν σὲ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας οἱ Πειραιῶτες καὶ τὸ Λύκειον
‘‘Ὁ Πλάτων’’, τὸ πλέον δὲ ὀνομαστὸ ἐν Πειραιεῖ ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα τῆς ἐποχῆς· ἔργο
τοῦ Δυτικομακεδόνα, παιδαγωγοῦ καὶ διδασκάλου Ζήση Ἀγραφιώτη (Κοζάνη 1856-
Πειραιᾶς 1936), μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα. Τὸ σχολεῖο δὲ εἶχε
καθιερώσει, μὲ πανηγυρικὸ μάλιστα χαρακτῆρα, ὡς ἐτήσια θρησκευτικὴ ἑορτή του, τὴν
4η Δεκεμβρίου, ἡμέρα τιμῆς τῆς μνήμης τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Προφορικὴ διήγηση ἀναφέρει
πὼς ἔτσι τερματίστηκε μιὰ μακρὰ περίοδος ἀνομβρίας, μὲ βροχὴ τριῶν ἡμερῶν.
Λέγεται μάλιστα πὼς ἡ καθιέρωση ὀφείλεται σὲ πρωτοβουλία καὶ προτροπὴ τοῦ ἰδίου
τοῦ Ζήση Ἀγραφιώτη. Μάλιστα οἱ μαθητές, μὲ δαπάνες τους, μὲ ἔρανο ποὺ
πραγματοποίησαν, μερίμνησαν καὶ φιλοτεχνήθηκε εἰκόνα τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τὴν ὁποία ἀφιέρωσαν,
στὶς 4 Δεκεμβρίου 1899, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου
Σπυρίδωνος τοῦ πολιούχου τοῦ Πειραιῶς.
Ὅπως
ἀναφέρεται στὸν Πειραϊκὸ Τύπο τῆς ἐποχῆς γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας
Βαρβάρας:
Πολλαὶ οἰκογένειαι σήμερον ἐξέδραμον λίαν πρωῒ εἰς τὸν παρὰ τὴν τοποθεσίαν Δαφνὶ ναὸν τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἔνθα κόσμος πολὺς συρρέει καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν σήμερον. Ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγ. Βαρβάρας προσφέρονται πλεῖστα ἀναθήματα, τῆς εἰκόνος θεωρουμένης θαυματουργοῦ.
Μὲ τὸ τέλος τῆς
πανηγύρεως οἱ προσκυνητὲς σταματοῦν προσκυνηματικὰ στὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Σάββα,
ποὺ πανηγυρίζει τὴν ἑπομένη. Βρίσκεται
στὴν Ἱερὰ Ὁδό, στὴ συμβολή της μὲ τὴν ὁδὸ Ἁγίας Ἄννης. Αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε
τοὺς κατοίκους τοῦ Ἐλαιώνα τῆς Ἀθήνας στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καὶ κατὰ τὸ
πρῶτο μισὸ τοῦ 20ου αἰ., ἀποτελοῦσε τὴν πνευματικὴ κυψέλη καὶ
καταφυγὴ τῶν ἀγροτῶν γύρω ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Βοτανικοῦ.
Τέλος,
στὸ χρονογράφημά του αὐτὸ ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρεται στὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας
δημοσιεύσεως τοῦ χρονογραφήματός του, τῆς 6ης Δεκεμβρίου, ὅταν τιμᾶται
ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τοῦ θαυματουργοῦ. Ὁ Α. Μ. χαρακτηρίζει
τὴν ἑορτὴ ὡς:
φαιδροτέρα ἑορτὴ τῆς θαλασσινῆς Ἑλλάδος
τὸν
δὲ ἅγιον Νικόλαον, ὡς:
τὸν ἐξόχως θαλασσινὸν ἅγιον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν σεπτὴν εἰκόνα ὅλα φέρουν μετὰ σεβασμοῦ
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 6.12.1901, σ. 1.
«Ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶνε ἡ τρυφερωτέρα τῶν
νησιωτικῶν ἑορτῶν. Δὲν ὑπάρχει σχεδὸν οἰκία ἐν τῇ νήσῳ νὰ μὴ ἔχῃ καὶ ἕνα
ναύτην, καὶ δὲν ὑπάρχει ναύτης νὰ μὴ ὀνομάζεται Νικόλαος. Ἐννοεῖται τώρα ποία εὐχάριστος
κίνησις ἐν τῷ χωρίῳ θὰ προσημαίνῃ τὴν ἡμέραν τῆς παραμονῆς, τὴν φθάνουσαν
πανήγυριν, ὅτε οἱ ἑορτάζοντες οἶκοι ἁμιλλῶνται εἰς τὴν καθαριότητα καὶ τὴν
καθόλου διάταξιν τῶν πραγμάτων, δι᾿ ὧν θὰ φανερώσωσιν ὅτι ἐορτάζουσι.
Παρῆλθεν ἤδη ἡ
μεσημβρία. Οἱ ἱερεῖς καλοενδεδυμένοι καὶ πρόσχαροι μετέβαινον εἰς τοὺς ναοὺς ἐνωρὶς
διὰ τὸν ἑσπερινόν. Αἱ γυναῖκες ἐπέστρεφον ἤδη ἀπὸ τοὺς κλιβάνους, κομίζουσαι μὲ
χαρὰν τὰ ἑτοιμασθέντα μεγάλα ἐκεῖνα πρόσφορα, τὰ ὁποῖα μετὰ τόσης ἰδιαιτέρας
προσοχῆς καὶ δεξιότητος ζυμωθέντα, εἶτα δὲ ψηθέντα, ἅμα σημάναντος τοῦ Ἑσπερινοῦ,
θὰ κομισθῶσιν εἰς τὸν ναόν. Αἱ κόραι ἄσπρισαν ἤδη καὶ τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, ἔρριψαν
διὰ τὴν ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων λάσπην χονδρὸν σκουτί, ἀπὸ ἐκεῖνα ἐντὸς τῶν ὁποίων
θλίβουσι τὰς ἐλαίας εἰς τὰ ἐλαιοπιεστήρια, καὶ εἰσῆλθον νὰ διασκευάσωσιν ἑορταστικῶς
καὶ τὰς αἰθούσας. Ἀργότερον ἀκόμη αἱ μητέρες, ἀποκτήσασαι καλὴ μοῖρα τὸ
πολυάσχολον ἐκεῖνο τῆς πενθερᾶς ὕφος, φαιδραὶ ὥστε νὰ γελῶσι σχεδόν,
καμαρώνουσαι ὥστε νὰ βαδίζωσι σιγὰ-σιγά, ἐκόμιζον ἀπὸ τοὺς κλιβάνους πάλιν ἐπὶ
παμμεγίστων σινίων τοὺς μπακλαβάδες, τὰ εὐώδη χορταστικὰ ἐκεῖνα νησιωτικὰ
γλυκύσματα, προωρισμένα «γιὰ τὸν γαμπρό», ὅστις εἰς ὅλα τα ταξείδια καὶ εἰς ὅλας
τὰς τρικυμίας ὀνειρεύεται αὐτὴν τὴν εὐφρόσυνον ἡμέραν, ὅτε, ἀρραβωνισμένος, νὰ
εὑρεθῆ εἰς τὴν νῆσον του καὶ νὰ εἴπῃ εὐχαριστημένος εἰς τὴν γραίαν μητέρα του,
δακρύουσαν ἐκ τῆς χαρᾶς: «φᾶγε, μάννα, μπακλαβᾶ ἀπὸ τὴν νύφη». Ὁλόκληρον τὸ
χωρίον εὑρίσκετο εἰς αὐτὴν τὴν ἀτελεύτητον προετοιμασίαν τῆς ἑορτῆς, ὅτε
νομίζει τις ὅτι ὅλα τα ἔχει καὶ ὅλα λείπουν καὶ μόνον ὁ πράκτωρ τῆς ἀτμοπλοϊκῆς,
ὑψηλὸς καὶ ξηραγγινός τις διοπτροφόρος, ἀναιβοκατέβαινεν εἰς τὴν παραλίαν,
διότι περιεμένετο τὸ καθυστερῆσαν ἀτμοπλοῖον».
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ
Ἐὰν τὸ χαρακτηριστικὸν πράγματός τινος εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δίδει τὴν χάριν καὶ τὴν ὠμορφιὰ εἰς ἓν πρᾶγμα, τότε ἠμπορεῖ νὰ εἴπωμεν ὅτι τὰ Νικολοβάρβαρα ἦλθαν ἐφέτος εἰς τὴν πόλιν μας χωρὶς ὠμορφιὰ καὶ χωρὶς χάριν, διότι ἀντὶ μὲ καταιγίδας καὶ χιονοβολάς, ἀντὶ μὲ θυέλλας καὶ ναυάγια ἦλθαν μὲ μίαν γλυκύτητα, μὲ μίαν ἠπιότητα, τὴν ὁποίαν μόνον εἰς φθινοπωρινὰς ἡμέρας παρατηρεῖ κανείς. Ὁ οὐρανὸς συννεφιασμένος μὲν πάντοτε, χωρὶς ἥλιον καὶ χωρὶς ἀκτῖνας ἀλλὰ μίαν εὐάρεστον θερμότητα ἀποστέλλει εἰς τὴν γῆν, πρασινοβολοῦσαν μὲ τοὺς λαχανοκήπους της καὶ τὰ φυέντα σανά της. Οἱ ἄνεμοι ἐσίγησαν ὁλοτελῶς καὶ μία τερπνὴ νηνεμία ξεθαρρεύει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, χωρὶς ἐπανωφόρια, ἐξέρχωνται εἰς περιπάτους, ἐνθυμίζοντας πολὺ τὴν φθινοπωρινὴν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὥραν. Ἐν ᾧ ἡ παράδοσις τὰ ἐζωγράφισεν, ὅπως καὶ εἶναι, τὰ Νικολοβάρβαρα, μὲ ὅλους τοὺς ἀγρίους χρωματισμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους περιβάλλουσι τὴν φύσιν αἱ δειναὶ καταιγίδες, ὁποῦ παρακολουθοῦν πάντοτε τὸν καιρὸν αὐτόν, τὴν καρδίαν τοῦ χειμῶνος:
Ἅη-Βαρβάρα
βαρβαρώνει κι’
Ἅης-Σάββας
σαββανώνει
Ἅης-Νικόλας
παραχώνει
Οὕτω
χαρακτηρίζει ἡ παράδοσις τὰ Νικολοβάρβαρα, μὲ αὐτὴν τὴν ἀγρίαν χάριν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν παγερὰν τοῦ
θανάτου εἰκόνα. Εἶναι ἡ ἀληθεστέρα ζωγραφιὰ τοῦ χειμῶνος, τὴν ὁποία ἐπέτυχε νὰ
γράψῃ ζωγράφος, παραστήσας τὸν χειμῶνα, ὅπως καὶ εἶναι, ὅταν ἔλθῃ μὲ ὅλην τὴν ἀγρίαν
του καὶ παγωμένην χάριν, κρύος σαβανωτὴς τῆς φύσεως.
*
Ἀκόμη
πηγαίνει κόσμος εἰς τὴν Ἁγίαν Βαρβάραν, ἔξω εἰς τὴν θαυματουργὸν μεγαλομάρτυρα,
ἡ ὁποία συγκινεῖ τοὺς χριστιανοὺς πάντοτε μὲ τὸ ἔξοχον καὶ θεῖον κάλλος τῆς ψυχῆς
της, ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ πατρός της σφαγιασθεῖσα, καὶ μὲ τὰ θαύματά της τὰ ἐξακουστά.
Ἐφέτος χιλιάδες κόσμος ἠγρύπνησαν πανοικεὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν της.
Τὸ προαύλιον ἦτο πλῆρες προσκυνητῶν,
μέσα εἰς τὸν ναὸν ἦτο ἀδύνατον νὰ εἰσέλθῃ κανείς, γεμᾶτος ἀπὸ διαφόρους ἀσθενεῖς
κατακειμένους ἐπὶ τοῦ ἐδάφους παμπόλλους. Εἰς τὰς τρεῖς εἰκόνας τῆς ἁγίας ἔκαιον
ἀκοίμητοι λαμπάδες καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἐψάλλοντο παρακλήσεις ὑπὸ τῶν δύο ἐφημερίων
της. Τὴν λειτουργίαν ἐλάμπρυνεν ὁ παπα-Μανουσόπουλος μὲ τὴν πομπώδη ἀπαγγελίαν
του καὶ τὸ σεβάσμιον παράστημά του. Κατ’ αὐτὴν συνέβη αἴφνης νὰ γεννήσῃ γυνή
τις, μεταξὺ τῶν προσκυνητῶν ἐκ Πειραιῶς προσελθοῦσα μετ’ ἄλλων γνωστῶν της
γυναικῶν καὶ ἔγινε τότε πολὺς φαιδρὸς θόρυβος
καὶ χαριεστάτη ταραχὴ μέσα εἰς τὸ πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, ὁποῦ ἤθελον ἀμέσως
νὰ τὸ βαπτίσουν τὸ βρέφος, ἐνῷ ἡ λεχὼ ἠρνεῖτο.
— Νὰ τὸ βαπτίσωμεν τώρα, κυρά!
— Ὄχι. Δὲν θέλω νὰ τὸ βαπτίσω τὸ
παιδί μου. Θὰ πάγω στὸ σπίτι μου νὰ σαραντίσω πρῶτα!...
Τὸ ἐπεισόδιον τοῦτο ἐγέννησεν ἀλησμόνητον
φαιδρότητα εἰς τὴν ἐφετεινὴν πανήγυριν τῆς ἁγίας Βαρβάρας.
**
Ἀπὸ
τὴν Ἁγίαν Βαρβάραν φεύγοντες οἱ προσκυνηταί, μετὰ τὴν πανήγυριν, ἐσταματοῦσαν εἰς
τὸ τερπότατον ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, παρὰ τὴν Ἱερὰν ὁδόν, ὅπου ἑορτάζετο
χθὲς ἡ μνήμη του μετὰ πολλῆς εὐλαβείας καὶ τάξεως.
***
Σήμερον δὲ εἶναι ἡ φαιδροτέρα ἑορτὴ τῆς θαλασσινῆς Ἑλλάδος ἡ ὁποία μὲ τόσην δόξαν καὶ τόσην θαυμαστὴν αἴγλην περιβάλλει τὸν ἅγιον Νικόλαον, τὸν ἐξόχως θαλασσινὸν ἅγιον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν σεπτὴν εἰκόνα ὅλα φέρουν μετὰ σεβασμοῦ, ἐν τῷ πρυμναίῳ, ἀποδίδοντα βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην εἰς τὸν πολιὸν τῶν Μυρίων Ἱεράρχην, ὅστις ἀκούραστος πάντοτε τρέχει καλούμενος καὶ προφθάνει πανταχοῦ, ὅταν ἡ ἀδυσώπητος τρικυμία ἀφαιρῇ πᾶσαν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν θαλαττεύοντα. Διὰ τοῦτο σήμερον τὰς λευκοτέρας προσφορὰς θὰ κομίσουν εἰς τοὺς ναοὺς αἱ εὐσεβεῖς νησιωτοποῦλαι καὶ τὰ μεγαλυτέρας λαμπάδας θ’ ἀνάψουν εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἱεράρχου τὰ ναυτόπουλα, σχολάζοντα σήμερον, ὅπου κι ἂν εἶναι, καὶ τρέχοντα νὰ ἀνακαλύψουν μίαν ἐκκλησίτσαν κ’ ἕνα ἅγιον Νικόλαον μέσα εἰς ὅλην πνευματικὴν ἀκαταστασίαν, ἥτις τοὺς χρόνους αὐτοὺς σαλεύει τὰ πάντα...
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 6.12.1901, σ.1. |
Ὁ Ταξειδιώτης
*Πολλὲς εὐχαριστίες, γιὰ τὴν
βοήθειά του, στὸν ἐφημέριο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίας Βαρβάρας Ἀττικῆς, π. Νικόλαο
Γκάτσεβις.
**Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 897/4.12.2020, σ. 17-18.
Καὶ τί δὲ θυμᾶσαι...Τὰ χονδρὰ σκουτιά, ποὺ ἀναφέρει ὁ Μ., στὸ χωριό μου τὰ λέγαμε "τσουπιά" κι ἦταν ὄντως χοντρά, άλλὰ καὶ βαρειά...Ἅμα χαλοῦσαν,τρόνονταν δηλ.ἂπὸ τὴ χρήση, τότε τὰ πάιρνανε ἀπὸ τὶς καλλιάγριες καὶ τὰ κάνανε τὰ σημερινὰ "πατάκια"...Ὑπέροχα π.κ
ΑπάντησηΔιαγραφή