Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) λίγες μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὸ θρυλικὸ ταξίδι του στὸ Καρπενήσι στὴ διάρκεια τοῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901, θυμᾶται μὲ νοσταγικὴ διάθεση τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1862 ‒ὅταν ἦταν μαθητὴς τοῦ Βαρβακείου‒ καὶ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ δὲν διατηροῦνται πλέον τώρα (1901) ποὺ ἀρθρογραφεῖ.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
Παραμύθιον Χριστουγεννιάτικον,
δυσκολομνημόνευτον.
Πτωχὸν μαθητοῦδι τοῦ Βαρβακείου ἤμουν.
Τὸ ἑορταστικὸ χρονογράφημα, ποὺ ἀναπτύσσεται καὶ καλλιεργεῖται συστηματικὰ στὸν Ἀθηναϊκὸ Τύπο στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. ἔχει ὡς θεράποντες πολλοὺς ἐγκύρους λογίους τῆς ἐποχῆς μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929). Ὁ Σκιαθίτης αὐτὸς λόγιος καὶ δημοσιογράφος, ἐμφανίζεται ὡς ἐκ τῶν πρωτοπόρων τοῦ ταξιδιωτικοῦ χρονογραφήματος· ἑνὸς εἴδους ποὺ συνδυάζει τὸν σχολιασμό ‒μὲ λογοτεχνικὴ περιγραφή‒ τοῦ ἐπικαίρου καὶ τοῦ ἐφημέρου τῶν γεγονότων, μετὰ ἀπὸ ἐπισκέψεις σὲ διάφορους τόπους καὶ περιοχές. Μάλιστα, στὰ χρονογραφήματα αὐτὰ χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ ἀνάλογο καὶ γνωστότερο ἐκ τῶν δημοσιογραφικῶν του ψευδωνύμων, «Ὁ Ταξειδιώτης», δηλωτικὸ τοῦ χαρακτῆρα καὶ τοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν δημοσιευμάτων.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Σχέδιο τοῦ Νίκου Κεφαλληνιάδη. |
Στὸ φύλλο τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901 τῆς ἐφημερίδας Ἀκρόπολις τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη ὁ Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης δημοσιεύει ‒ὡς
«Ὁ Ταξειδιώτης»‒
χρονογράφημά του, τὸ ὁποῖο τιτλοφορεῖται
«Ἀθηναϊκὰ Χριστούγεννα. Ἀπὸ τριάντα χρόνια». Πραγματεύεται τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ
τὸν τρόπο ποὺ ἑορτάζονταν τὰ Χριστούγεννα στὴν Ἀθήνα τοῦ 1862, ὅταν μαθητὴς ὁ ἴδιος τοῦ
Βαρβακείου διέμενε στοὺς Ἀέρηδες, στὴν Πλάκα κοντὰ στὸν ναὸ τῶν Παμμεγίστων
Ταξιαρχῶν:
Πτωχὸν μαθητοῦδι τοῦ Βαρβακείου ἤμουν
καὶ εἶχα συμμαθητὰς μερικοὺς παρηκμακότας ἀπὸ τὴν ἐνθουσιώδη νεότητα τῶν ’62
‒καλῶς κακῶς, δὲν γνωρίζω‒ ἐνθουσιασμένην ὅμως καλά... Εἰς τὸ δωμάτιόν μου τὸ ἐρημικόν,
ἐκεῖ στοὺς Ἀέρηδες, ἠγρύπνουν πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναμένων τὴν εὐλογημένην ὥραν
τῆς κωδωνοκρουσίας.
Αὐτὴ
εἶναι μιὰ πρώτη μαρτυρία περὶ τῆς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία ὁ Α.Μ. ἦλθε στὴν Ἀθήνα
καὶ μαθήτευσε στὸ Βαρβάκειο. Στὸν αὐτοβιογραφικό του πρόλογο τοῦ πρώτου τόμου τῆς
σειρᾶς τῶν ταξιδιωτικῶν του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα» ἐμφανίζει ἑαυτὸν ὡς ἀπόφοιτο
τοῦ Βαρβακείου στὰ 1872.
«Τὸ
ἔτος 1872... ἐγὼ ἔφηβος, ἐπάνω εἰς τὶς χαρές μου, μετέβαινον μίαν ὡραίαν
φθινοπωρινὴν πρωΐαν εἰς τὸ Ἐθνικὸν Πανεπιστήμιον ὡσὰν ἕνας νικητής, κρατῶν ὑψηλά,
ὡς σημαίαν, τὸ ἀπολυτήριόν μου ἐκ τοῦ Α΄ Γυμνασίου Ἀθηνῶν, τοῦ σημερινοῦ
Βαρβακείου, γεμᾶτος ἀπὸ εὐχαρίστησιν».
Πρὸς ἔρευναν εἶναι ἂν ἡ μαθητεία του στὸ
Βαρβάκειο διήρκεσε δέκα χρόνια, ἢ ἐνδεχομένως ὑπῆρξαν κάποια διαστήματα διακοπῆς
τῆς μαθητείας του στὸ Α΄ Γυμνάσιον τῶν Ἀθηνῶν.
Τοὺς
Ἀέρηδες τῆς Πλάκας, τὸν ἀρχικὸ τόπο διαμονῆς του στὴν Ἀθήνα, ἀναφέρει ὁ Α.Μ. στὸ
ἐκτενὲς διήγημά του «Τὸ τάξιμον» ὅπου δηλώνει ὅτι:
«Εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ περίοπτον αὐτὴν τοποθεσίαν, ἠγείρετο ἄλλοτε –πρὸ ἡμίσεος καὶ πλέον αἰῶνος– μέγα ἀρχοντόσπιτον, τοῦ κὺρ-Λάμπρου τὸ σπίτι, κραταιοῦ ἄρχοντος τοῦ τόπου, πολλάκις χρηματίσαντος ἐπὶ πρώτης βασιλείας βουλευτοῦ, καὶ δίς, νομίζω ὑπουργοῦ. Λιθόστρωτος κλιμακωτὴ ὁδός, ἔφερεν ἀπὸ τοὺς Ἀέρηδες κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν αὔλειον τοῦ οἴκου του μὲ τὸ βαρὺ σιδηροῦν ρόπτρον της».
Ἐπίσης, στὸ
διήγημά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» σημειώνει
πὼς διέμενε κοντὰ στὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στοὺς Ἀέρηδες:
«Μοῦ ἐφάνη ὅτι δὲν ἔκαμα Χριστούγεννα ἐκεῖνο τὸ ἔτος... Κατὰ τὸ ἔθος, ἐκοιμήθην ἐνωρίς, τὴν παραμονήν, καὶ περὶ τὴν δευτέραν ὥραν, μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐγερθείς, ἀνέμενα ν’ ἀκούσω τὸν κώδωνα οῦ γειτονικοῦ μου ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν, στοὺς Ἀέρηδες ‒ἕνα γλυκύτατον ἀργυρόηχον κώδωνα».
Ὁ Α.Μ. μὲ ἀφορμὴ τὴν
ἀπογοήτευσή του ἀπὸ τὴν ἔκπτωση τῆς θρησκευτικῆς ἀλλὰ καὶ παραδοσιακῆς
διάστασης τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων ‒τῆς διαφθορᾶς τοῦ Ἑλληνικοῦ
βίου, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ‒ στὴν Ἀθήνα, στὸ ξεκίνημα τοῦ 20ου
αἰ., ἀναπολεῖ τὰ Χριστούγεννα
παλαιοτέρων δεκαετιῶν. Ἀρχικὰ δηλώνει πὼς ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἀλλάζει, κάθε
χρονιά, ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ συνακόλουθη ἀπάλειψη τῶν παραδόσεων
ποὺ τὸν συνοδέυουν, παρομοιάζεται μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος τοῦ φιδιοῦ, τὸ ὁποῖο
δέρμα μετὰ τὴν ἀπόρριψή του τὸ παρασύρει ὁ ἄνεμος καὶ βρίσκεται καταρρακωμένο
καὶ τρυπημένο ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τοὺς θάμνους:
Ἡ διήγησις δὲν εἶναι καὶ τόσον
κομψή, γραφομένη ἔτσι στὸ φτερό, καὶ ὁμοιάζουσα πολὺ μὲ τὸ δέρμα τοῦ ὄφεως τὸ
παλαιόν, τὸ φηκάρι του, ὅπως τὸ λέγει ὁ λαός, τὸ κείμενον ἐν μέσῳ θαμνώδους ἀποσκαφῆς,
ἔξω στ’ ἀμπέλια τοῦ Γουδιοῦ ἢ ἐπάνω κανενὸς πετροσωροῦ, τεφρὸν καὶ τρυπημένον ἐδῶ
κι ἐκεῖ, μὲ τὰς φολίδας του τὰς στιλπνὰς ξεβαφείσας, εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ βορρᾶ
ἀφημένον.
Ἡ Ἀθήνα τοῦ 1862 μέσα ἀπὸ τὸν φακὸ τοῦ Jakob August Lorent [https://antikleidi.com/2012/07/30/athens-1862]. |
Ἀναφέρεται στὸ ἑστιατόριο-ξενοδοχεῖο
«Παντὸς Ἔθνους» ὅπου σιτιζόταν τότε καὶ σημειώνει πὼς ὁ κατάλογος τῶν φαγητῶν
περιελάμβανε, ὅλο τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγένων, σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου νηστήσιμα
λαδερὰ φαγητά. Μόνο γιὰ τοὺς ἀσθενεῖςὑπῆρχαν
δυό-τρία μὴ νηστήσιμα:
Εἰς τὸ φιλάνθρωπον ξενοδοχεῖον
«Παντὸς Ἔθνους» ὅλον τὸ Σαρανταήμερον ἡ λίστα ἀπετελεῖτο ἀπὸ λαδερὰ φαγητά ‒μὲ συγχωρεῖς,
σύγχρονος νεολαία‒ τὰ ὁποῖα διόλου
δὲν ἔβλαψαν οὔτε τὸν νοῦν μας τότε, οὔτε
τὴν ὑγείαν μας.
Κάτω-κάτω δὲ τῆς λίστας τῆς ἀφελοῦς ὑπῆρχον καὶ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά,
κανένα βραστό, ἢ κανένα ψητὸ διὰ τοὺς ἀσθενεῖς
Στὴ σίτισή του στὸ «Παντὸς Ἔθνους» καὶ στὸν μπάρμπα-Ἀναστάση,
τὸν διευθυντή του, ἀναφέρεται ὁ Α.Μ., καὶ μάλιστα ἐν ἐκτάσει, στὸν αὐτοβιογραφικό
του πρόλογο στὸν Α΄τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα»:
«Ἡ παρτίδα
μου τότε ἄρχισε νὰ αὐξάνῃ ἐπικινδύνως εἰς τὸ φοιτητικὸν ξενοδοχεῖον τοῦ
Καλαμιώτη "Παντὸς Ἔθνους" ἂν καὶ ἡ μερίδα τοῦ ψητοῦ, τοῦ πλέον ἀκριβοῦ
φαγητοῦ, εἶχε 40 λεπτὰ μόνον... Ὁ ἀγαθὸς διευθυντής του, ὁ καλώτατος μπαρμπ’-Ἀναστάσης,
...εἶδεν ὅτι ἡ παρτίδα μου ἐξωγκώθη παρὰ πολύ, ὅπως συνήθως ἐξογκώνονται τὰ
χρέη — μὲ ἔβλετε μὲ κάποιαν δυσφορίαν..... Μὲ ὅλα ὅμως αὐτὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ μοῦ
παρέχῃ τὴν πίστωσιν. ...
Καὶ μοῦ
παρουσίαζεν ἕνα μακρὺ - μακρὺ ὡσάν σανίδα, ἕνα μαυρισμένον καὶ μουχλιασμένον
κατάστιχον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον κατ’ ἀλφαβητικὴν τάξιν ὑπῆρχαν γραμμένα τὰ ὀνόματα
ὅλων τῶν μακαρίων δαιτυμόνων, οἱ ὁποῖοι εἶχον τὴν εὐτυχίαν νὰ τρώγουν καὶ νὰ ...
γράφουν. Καὶ ἦσαν ὅλοι σχεδὸν φοιτηταὶ τῶν διαφόρων Σχολῶν, ἐκ διαφόρων ἐπαρχιῶν
τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἐξωτερικοῦ».
Ὅλο τὸ Σαρανταήμερο τῶν
Χριστουγέννων τὰ κρεοπωλεῖα εἶναι κλειστὰ καὶ μόνο στὴν Κεντρικὴ Ἀγορὰ μποροῦν ἀλλοεθνεῖς
καὶ ἀλλόθρησκοι νὰ προμηθευτοῦν κρέατα. Τὰ νηστήσιμα φαγητὰ καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀγαπημένη
του «φασουλάδα», ἦσαν νοστιμώτατα, ἐνῶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ποὺ ἀρθρογραφεῖ δύσκολα
βρίσκει κανεὶς νηστήσιμα. Καὶ ἂν σὲ κάποια ἄσημα, ταπεινὰ μαγειρεῖα βρῆ
σαρακοστιανὰ αὐτὰ εἶναι ἄνοστα, ἄγευστα καὶ κακομαγειρεμένα:
Τὰ κρεοπωλεῖα τῶν συνοικιῶν ὅλα ἔκλειον
τότε καθ’ ὅλον τὸ Σαρανταήμερον... καὶ μόνον εἰς τὴν Κεντρικὴν Ἀγορὰν ἐπωλοῦντο
κρέατα διὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους. ...Εἶναι ἀδύνατον
νὰ ἐπιτύχω σήμερον μίαν φασουλάδα πεπασμένην μὲ τὴν εὐωδίαν ἐκείνην τῆς Ἑλληνικῆς
ἁγνότητος τῶν περασμένων χρόνων,.. Σήμερον καὶ ἂν εὕρω, εἰς κανὲν ἀπόμακρον
λαϊκὸν μαγειρεῖον ἢ εἰς κανὲν ὑπόγειον, κανένα λαδερὸ φαγητόν, σπανάκι μὲ ρύζι
π. χ. θὰ εἶναι ἄγευστον καὶ ἄνοπτον.
Πάντως, τὴν πιὸ ξακουστὴ "φασουλάδα"
εἶχε σίγουρα γευθεῖ ὁ Α.Μ. στὸ θρυλικὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπές, ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ,
Καρπενήσι, στὶς ἀρχὲς Δεκ. τοῦ 1901, στὸ
χάνι τοῦ Φώτη Παπαρούπα τοῦ χωριοῦ Κάψη Τυμφρηστοῦ:
«Ἐφθάσαμεν
εἰς τὸ χωρίον Κάψι ὅου ἀνεπαύθημεν ἐπὶ μικρὸν εἰς τὸ πρῶτον εὑρεθὲν χάνι. Ὑπῆρχε
θερμοτάτη φασουλάδα καὶ καλὸ κρασί».
Τὴν δὲ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων
ὅλος ὁ κατάλογος τοῦ ἑστιατορίου ἦταν ἀποκλειστικὰ μὲ νηστήσιμα λαδερά, ἀκόμη δὲ
καὶ ἀλάδωτα:
Ὅταν δὲ ἤρχετο τέλος ἡ περιπόθητη
Παραμονή, ἀφῃροῦντο ἀπὸ τὴν λίσταν καὶ ἐκεῖνα τὰ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, ὁποῦ
ἦσαν διὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἦτο ἡ καϋμένη ὅλη ἀπάνω ἕως κάτω μέρος μὲν μὲ
λαδερά, μέρος δὲ μὲ ἀλάδωτα.
[Σ.σ.: κάθε σύγκριση μὲ τὰ
σημερινὰ λεγόμενα "ρεβεγιόν" καὶ τὸν περὶ αὐτῶν θόρυβο εἶναι περιττὴ
καὶ μᾶλλον ἀνοίκεια].
Τόσον δὲ εἶχαν ἐπικρατήσει
οἱ νεωτερισμοὶ καὶ οἱ ξενισμοὶ ‒καταστρεπτικοὶ ἠθῶν
καὶ ἐθίμων‒
στὴν Ἀθήνα στὸ ξεκίνημα τοῦ 20ου αἰ. ὥστε, κατὰ τὸν Ἀλ. Μωραϊτίδη, θὰ
ἔπρεπε κάποιος νὰ διαθέτει τὴν θρασύτητα τοῦ ὁμηρικοῦ ἥρωα Θερσίτη γιὰ νὰ ζητήσει
νηστήσιμο φαγητὸ σὲ ἑστιατόριο τῶν Ἀθηνῶν καὶ νὰ γίνει θῦμα περιπαικτικῶν καὶ ἀπαξιωτικῶν
σχολίων:
Ἐν γένει δέ,
σήμερον, νὰ φάγῃ κανεὶς νηστήσιμα εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ καλὰ λεγόμενα ξενοδοχεῖα,
χρειάζεται νὰ ἔχει τὴν ἀναίδειαν τοῦ ὁμηρικοῦ Θερσίτου, ὥστε νὰ μὴ κοκκινίσῃ, ἔστω
καὶ ἐν μέσῳ τῶν περιφρονητικῶν βλεμμάτων τῶν συνανακειμένων.
Μάλιστα, ὁ Α.Μ. παρομοιάζει τὰ
σαρκαστικὰ βλέμματα τῶν συνδαιτημόνων ὅποιου ἐπιλέξει νηστήσιμα μὲ τὰ
"βέλη" ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀντίοχος μοναχὸς Πανδέκτης‒ στὴν Εὐχή του, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται
στὰ Ἀπόδειπνα:
«... σβέσον τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, τὰ καθ᾿ ἡμῶν δολίως κινούμενα»
Τὰ
παιδιὰ βίωναν τὰ Χριστούγεννα σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τους, μὲ τὰ κάλαντα νὰ ψάλλονται
παραδοσιακὰ καὶ οἱ οἰκοδεσπότες νὰ ὑποδέχονται μὲ χαρὰ τοὺς παιδικοὺς τραγουδιστὲς
τῶν Χριστουγέννων, ἐνῶ οἱ οἰκογενειάρχες προμηθεύονταν τὰ Χριστουγεννιάτικα δῶρα
τῶν παιδιῶν τους ἀπὸ τὴν ἀγορὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀναβρυτηρίου, τὰ λεγόμενα καὶ Παλαιὰ Χαυτεῖα, ποὺ
βρισκόταν στὸ πλάτωμα τοῦ δρόμου ἐπὶ
τῆς ὁδοῦ Μητροπόλεως καὶ Αἰόλου. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα ἀνεστραμένο Κορινθιακὸ
κιονόκρανο ποὺ λειτουργοῦσε ὡς ἀναβρυτήριο (συντριβάνι). Ἀπέναντι βρισκόταν ἡ
ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τὸ Καθολικὸ ποὺ ἦταν ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀθήνας
μεταξὺ 1701 καὶ 1827, ὅταν καταστράφηκε ἀπὸ Τούρκους:
... μέχρι τοῦ
μακαρίου ἐκείνου οἰκογενειάρχου, ὅστις ἐπήγαινε μὲ τὰ παιδάκια του εἰς τὸ Ἀναβρυτήριον,
νὰ τοὺς ἀγοράσει καπελλάκια καὶ ’πανωφοράκια καὶ παπουτσάκια ἐξεχύνετο ἡ πνευματικὴ
χαρὰ χειροπιαστή. Ἀπὸ νωρίς, τὸ βράδυ, ἐκελαειδοῦσαν ἀπὸ τοὺς ὕμνους τὰ σπίτια
τῆς πόλεως, ...ἔβλεπες τότε τοὺς τραγουδιστάς, τὰ ἐντροπαλὰ παιδάκια τῶν χρόνων
ἐκείνων, ν’ ἀναβαίνουν ἐπάνω, εἰς τὰ μενδέρια καταμεσῆς τὰ ἐντόπια καὶ μ’ εὐλάβειαν
ζηλευτὴν νὰ λέγουν ὁλόκληρον τὸ τραγούδι τὸ λαϊκόν.
Στὸ Ἀναβρυτήριο,
βρισκόταν καὶ ὁ φοῦρνος τοῦ γέρο-Μίχα, ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο τοποθετεῖται ἡ δράση
στὸ διήγημά τοῦ Α.Μ. «Ἱστορία μιᾶς τυρόπιττας», στὸ ὁποῖο συμπρωταγωνιτοῦν οἱ
δύο Ἀλέξανδροι, Παπαδιαμάντης καὶ
Μωραϊτίδης:
«Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὸ σιωπηλὸν καὶ ἔρημον σχεδὸν σήμερον Ἀναβρυτήριον ἦτο τὸ κέντρον τῶν
Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ γύρω ὑπῆρχαν τὰ πλουσιώτερα ἐμπορικὰ καὶ τὰ χρυσοχοεῖα, ἐκεῖ τὰ
μεγάλα φεσοποιεῖα καὶ ραφεῖα τῶν χρυσοκεντήτων τῆς ἐθνικῆς ἐνδυμασίας εἰδῶν, τὰ
ξενοδοχεῖα καὶ παντοπωλεῖα, ἐν οἷς τὸ μέγα καὶ πολυσύχναστον τοῦ Παναγιωταρᾶ.
Κένρον δι’ ὅλων αὐτῶν ἦτο ἡ Ὡραία Ἑλλὰς εἰς τὴν διασταύρωσιν τῶν ὁδῶν Αἰόλου καὶ Ἑρμοῦ...
Ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν λάμψιν αὐτὴν καὶ τὴν κίνησιν τῆς Πρωτευούσης ἦτο ὁ φοῦρνος τοῦ
γέρο–Μίχα. Μὲ τ’ ὄνομα μιὰ φορὰ ἐκεῖνα τὰ χρόνια».
Ἐπίσης, τὸ Ἀναβρυτήριον,
ὡς τόπο λειτουργίας τῶν φεσοποιείων τῆς Ἀθήνας,
ἀναφέρει καὶ ὁ τριτεξάδελφός του Ἀλ. Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του
«Μεγαλείων ὀψώνια»:
«Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Ληξούρι, ὁ Ἰακωβᾶτος τοῦ εἶχεν
ἀγοράσει ἀπὸ τὰ φεσοποιεῖα, τὰ σωζόμενα τότε ἐν Ἀθήναις παρὰ τὸ Ἀναβρυτήριον, ἕνα
φέσι καὶ τοῦ τὸ προσέφερε»
Ἀθήνα, Ἀέρηδες, 1854. Λίγα χρόνια πρὸ τῆς
διαμονῆς τοῦ Ἀλεξ. Μωραϊτίδη ὡς μαθητῆ τοῦ Βαρβακείου
[https://gr.pinterest.com/pin/308004061993782300/].
Ἀκόμη, ὁ
Α.Μ. ἐκφράζει τὸ εὔλογο παράπονό του, πὼς ἐνῶ οἱ Δυτικοὶ τοῦ τόπου τῆς
Πρωτευούσης τηροῦν τὰ ἔθιμα καὶ διατηροῦν τὶς παραδόσεις τους στοὺς τρόπους
ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων, οἱ Ἀθηναῖοι
παραλείπουν τὴν τήρηση τῶν ἐθίμων τους, τὰ ὁποῖα τόσον ἀρέσουν ἀκόμη καὶ στοὺς
ἀλλοεθνεῖς· ὁπότε ἐμφατικὰ δηλώνει:
Ζητοῦμεν
συγγνώμην, ὦ πάροικοί μας δυτικοί, ὅπου σεῖς μὲν διατηρεῖτε, ἐν μέσῳ ἡμῶν τῶν
Σχισματικῶν, ὡς μᾶς ἀποκαλεῖτε, τὰ ἔθιμά σας, ἡμεῖς, δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πατρίδι μας
τὰ ἐλησμονήσαμεν, ὡς νὰ ἠλευθερώθη ἐπίτηδες ἡ μικρὰ Ἑλλάς, ἵνα τόσον ταχέως
λησμονήσῃ τὰ ἔθιμά της τὰ εὔμορφα, τὰ ὁποῖα καὶ οἱ ξένοι αὐτοὶ χαίρονται καὶ
μόνον ἡμεῖς δὲν ἐστάθημεν ἄξιοι νὰ τὰ χαρῶμεν.
Ὁ Μωραϊτίδης ἐπισημαίνει
μὲ ἔμφαση τὸ γεγονὸς τῆς κατάργησης ‒τῆς
ἀπὸ βαθέος ὄρθρου‒,
τῆς τρίτης πρωϊνῆς, ὡς ἔναρξης τῆς Ἀκολουθίας τῶν Χριστουγέννων, μὲ τὶς καμπάνες
τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ἐνοριῶν τῶν Ἀθηνῶν νὰ ἠχοῦν
ὅλες μαζί. Ἀντιθέτως, στὰ Χριστούγεννα τῶν
τελευταίων χρόνων ἡ Ἀκολουθία δὲν ἔχει πλέον τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἀγρυπνίας ἀλλὰ
τελεῖται τὸ πρωῒ τῆς ἡμέρας τῶν
Χριστουγέννων χάνοντας πλέον τὴ γοητεία καὶ τὴν κατάνυξη τῆς νυκτερινῆς Ἀκολουθίας.
Ἀθρόα δὲ ἦταν ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν σὲ περασμένα Χριστούγεννα, καὶ μάλιστα μὲ
ὁποιεσδήποτε καιρικὲς συνθῆκες. Μεγαλύτερη δὲ προσέλευση πιστῶν παρατηρεῖτο στὴν
Ἁγία Εἰρήνη τῆς ὁδοῦ Αἰόλου καὶ στὸν Ἅγιο Νικόλαο Ραγκαβᾶ Πλάκας. Μετὰ τὸ τέλος
τῆς Ἀκολουθίας οἱ πιστοὶ ἀπολαμβάνουν γλυκίσματα στοὺς φούρνους τῆς περιοχῆς τοῦ
Ἀναβρυτηρίου. Φοιτητές, μαθητὲς καὶ ξένοι
παίρνουν τὸ πρωϊνό τους γεῦμα στὰ ἑστιατόρια-ξενοδοχεῖα τῶν Ἀθηνῶν:
Ἡ ἀκολουθία τῶν
Χριστουγέννων τότε ἐψάλλετο ὄρθρου βαθέος ... Εἰς τὸ δωμάτιόν μου τὸ ἐρημικόν, ἐκεῖ
στοὺς Ἀέρηδες, ἠγρύπνουν πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναμένων τὴν εὐλογημένην ὥραν τῆς
κωδωνοκρουσίας, ὅτε θὰ ἦτο ἡ Τρίτη ὥρα ἡ πρωϊνή, ἤκουον τῷ ὄντι μίαν γλυκυτάτην
καὶ μελῳδικὴν κωδωνοκρουσίαν, συγχρόνως ἀπὸ ὅλα τὰ κωδωνοστάσια τῶν ναῶν τῆς
πόλεως, ἀναγγέλλουσαν τόσον νύκτα, ἀλλὰ τόσον γλυκὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος...
Χειμὼν ἦτο; ὑετὸς ἦτο; ἐγόγγυζε τὸ ἀνεμοβρόχι τοῦ Γρεκολεβάντη; ἐχιονοβολοῦσεν ὁ
Μαΐστρος εἰς τὸν Ὑμηττὸν αὐτόν; Κανείς, κανεὶς δὲν ἠμποδίζετο νὰ ἐξέλθῃ τὴν ὥραν
ἐκείνην... Εἰς τὴν ἁγίαν Εἰρήνην καὶ εἰς τὸ Μοναστηράκι ἐγίνετο τότε ἡ
μεγαλυτέρα συγκέντρωσις Χριστιανῶν, καὶ εἰς τὸν Ραγκαβᾶν ἐπάνω. Ὅταν δὲ ἐτελείωνεν
ἡ θεία λειτουργία, θὰ ἦτο ὥρα Πέμπτη πρωϊνή, οἱ φοῦρνοι ὅλοι τοῦ Ἀναβρυτηρίου,
τῶν παλαιῶν δηλαδὴ Χαυτείων, ἦσαν πέρα-πέρα ἀνοικτοὶ ... Τὰ ξενοδοχεῖα τοῦ
μέρους τούτου ἀνοικτὰ ἐκείνην τὴν ὥραν ἕτοιμα, ἐπληροῦντο πάραυτα ἀπὸ ξένους,
μαθητὰς καὶ φοιτητάς, οἱ ὁποῖοι ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Εἰρήνην καὶ τοὺς ἄλλους
πέριξ ναούς, ἑώρταζον τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν τῆς Ὀρθοδοξίας τελοῦντες ἐν εὐφροσύνῃ
τὸ ἑωθινὸν δεῖπνον των.
Στὸ
ζήτημα τῆς κατάργησης τῆν νυκτερινῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρεται
ὁ Α. Μ. στὰ διηγήματά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» καὶ «Ἡ ἱστορία μιᾶς
τυρόπιττας» σημειώνοντας ἀντιστοίχως:
«Διαταγῇ τοῦ νέου Μητροπολίτου εἶχε καταργηθῆ ἡ
νυκτερινὴ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων διὰ παντός... Ἀπεφάσισεν ὁ νέος
Μητροπολίτης, Θεὸς σχωρέσ᾿ τονε — ἕνας ὠχρὸς δεσπότης ὡς νεκρός, μ᾿ ἐσβεσμένην ὄψιν
ὡς ὄψιν νεκροῦ, καὶ μὲ πλέον ἐσβεσμένην φωνήν, ὡς φωνὴν νεκροῦ. Βεβαίως καὶ μὲ
νεκρὰν τὴν καρδίαν... Ἔχανε τὸ μεγαλεῖον της μετεβάλλετο εἰς συνήθη Κυριακῆς
λειτουργίαν. Τὸ ὑψηλὸν ἐκεῖνο τῆς Ε´ ὠδῆς, τὸ ἐκ τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου·
"Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμεν σε" τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ μπρός ἡ ἡμέρα
κ᾿ ἔχανεν οὕτως ὅλην του ὄρθρου τὴν μυστικὴν εὐωδίαν».
Καί:
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἡ λαμπρὰ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων ἦτο νυκτερινὴ καὶ ἐδῶ καὶ παντοῦ. Ἤρχιζεν εἰς τὰς 2 τὴν νύκτα καὶ ἔληγεν εἰς τὰς 5. Ὄρθρου βαθέος. Καὶ εἶχε πολὺ τὸ κατανυκτικόν, πολὺ τὸ ἐξαρτικόν, καὶ πολὺ τὸ ἐπιβάλλον ἡ θεσπεσία αὐτὴ τῆς ὀρθοδοξίας ἑορτή»
Ὁ νέος
Μητροπολίτης, ποὺ ἀναφέρει ὁ Α.Μ. ἐνδεχομένως εἶναι ὁ Γερμανὸς Β΄ Καλλιγᾶς ὁ ὁποῖος
ἐνθρονίζεται στὶς 7 Ἰουλίου 1889 καὶ πεθαίνει στὶς 30 Ἰαν. 1896. Τὸ διήγημα
«Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» δημοσιεύεται τὸ 1898 καὶ ὁ Α.Μ. ἀναφέρει πὼς ὁ
Μητροπολίτης ποὺ ἀποφάσισε τὴν κατάργηση ἔχει ἤδη κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ, ὁπότε τὰ δρώμενα τοῦ διηγήματος
λαμβάνουν χώραν, ἴσως, τὸ 1889. Χαρακτηριστικά, γιὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν
Χριστουγέννων τοῦ 1889 ‒ἔτος
ἐκλογῆς τοῦ νέου Μητροπολίτη‒
στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις στὶς 24 Δεκ. 1889,
στὴ στήλη «Ἀθῆναι-Πειραιεύς» ἀναφέρεται:
Σήμερον ὁ Ἑσπερινὸς ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ ἄρχεται εἰς τὰς 3 ½ μ.μ. χοροστατοῦντος τοῦ σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, ἡ δὲ Ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων, ἡ τρυφερά, ἡ συγκινητική, ἡ γαλήνιος καὶ ψυχωφελὴς ἄρχεται αὔριον τὸ πρωΐ εἰς τὰς 5, κατὰ τὰ χαράγματα περίπου. Τὴν θείαν λειτουργίαν θὰ τελέσῃ ὁ Σ. Μητροπολίτης.
Ὁ Γ. Βαλέτας στὸν
6ο τόμο τῶν Ἁπάντων του γιὰ
τὸν Παπαδιαμάντη ἀναφέρει, χωρὶς νὰ παραθέτει τὴν ἀνάλογη πηγή, ὅτι ἡ διαταγὴ
τοῦ Μητροπολίτη εἶναι τοῦ ἔτους 1892:
«Θ λ ι μ έ ν α
Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α. Κατὰ τὸ 1892 ἡ Μητρόπολη ἔβγαλε διαταγὴ νὰ μὴ
χτυποῦν τὴ νύχτα οἱ καμπᾶνες τῶν Χριστουγέννων. Εἶχε καταργηθῆ ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία
τῆς ἑορτῆς. Καὶ οἱ ἀγρυπνιστὲς βρέθηκαν στὸν δρόμο. Οἱ πόρτες τοῦ παρεκκλησιοῦ ἦταν
κλειστές. "Ὄχι πιὰ ἐκκλησίες μέσα στὰ σκότη! Μὲ τὸν ἥλιον! Αἱ κατακόμβαι δὲν
ὑπάρχουν πλέον!...", ἔλεγαν οἱ νεωτεριστές».
Ἂν ἰσχύει ἡ χρονολογία ποὺ παραθέτει ὁ Βαλέτας, παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ἦταν τὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Γερμανοῦ Β΄ Καλλιγᾶ, τότε τὸ διήγημα τοῦ Μωραϊτίδη πραγματεύεται τὰ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1892.
Ἴσως,
ὅμως, νὰ πρόκειται γιὰ τὸν προκάτοχό του Προκόπιο Γεωργιάδη, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευσε
ἀπὸ τὸ 1874 ἕως τὸ 1889, ὁπότε ὁ Α. Μ. τοποθετεῖ τὸ διήγημα του τὸ πρῶτο ἔτος ἀρχιερατίας
τοῦ Προκοπίου, στὰ 1874, ὅταν ἦταν φοιτητὴς φιλολογίας.
.
Τὸ ἐξαιρετικὰ μεγάλο κτίριο ἀριστερὰ τῆς φωτογραφίας εἶναι τὸ
Βαρβάκειο Λύκειο, τὸ ἐκπαιδευτήριο ὅπου φοιτοῦσε ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης, τὸ ὁποῖο κατεδαφίστηκε τὴ δεκαετία τοῦ 1940,
κατὰ τὰ Δεκεμβριανά. Βρίσκεται στὶς σκαλωσιές, στὸ οἰκοδομικό τετράγωνο: Ἀθηνᾶς
– Ἁρμοδίου – Σωκράτους καὶ Ἀριστογείτονος, ἄρα ἡ φωτογραφία τραβήχτηκε μέσα στὸ
διάστημα 1858-59, 3-4 χρόνια πρὸ τῆς
φοιτήσεως τοῦ Μωραϊτίδη. [Recueil
de photographies d’ Athènes et ses antiquités, offert au prince impérial·https://1-2.gr/2020/05/21/mia-protofanhs-fotografia-ths-metaothomanikhs-athhnas/].
Στὸν
ἐπίλογο τοῦ δημοσιεύματός του ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευση
του, καθὼς μόνον οἱ ράφτες, οἱ τσαγκάρηδες καὶ οἱ κουρεῖς ἀγρυπνοῦν τὴν παραμονὴ
τῶν Χριστουγέννων, κι αὐτοὶ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν περιποίηση τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης
τῶν πολιτῶν· προσθέτει δέ, χαριτολογικά, πὼς ἀγρυπνοῦν καὶ τὰ χαρτοπαίγνια, συμπληρώνοντας σαρκαστικὰ πὼς αὐτὰ ἀγρυπνοῦν ὅλον
τὸν χρόνο. Ἀντίθετα, ἀναφέρει ὅτι πιστοὶ καὶ ἱερωμένοι κοιμοῦνται, μὲ κλειστοὺς
τοὺς ναούς, ἐνῶ γεννᾶται:
Ὁ Βασιλεὺς τῶν Βασιλευόντων, ἵνα πλουτίσῃ ἐμέ, τὸν οἰκτρῶς
πτωχεύσαντα εἰς ὅλα, καὶ εἰς τὰ ἔθιμα ἀκόμη.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἐφ.
Ἀκρόπολις, 24.12.1901, σ. 1.
ΑΘΗΝΑΪΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τοῦ
φειδιοῦ τὸ φηκάρι. — Ἡ νεολαία τοῦ ’62.
—Λίστα σαρακοστινὴ καὶ λίστα πασχαλινή. — Ἡ περιφρόνηση τῆς Φασουλάδας. — Ἡ χαρὰ
τῶν παλαιῶν Ἀθηνῶν. — Ἡ νυκτερινὴ Ἀκολουθία. — Ξενοδοχεῖα καὶ φοῦρνοι. — Τί
λέγει τὸ τραγούδι. — Ποῖοι σήμερον ἀγρυπνοῦν καὶ ποῖοι κοιμοῦνται.
Ἡ
περιφορὰ τῶν ἐτῶν ἡ ἀδιάκοπος, καὶ ὁ ἐπίμοχθος βαργετισμὸς τοῦ Ἕλληνος πρὸς τὰ ἔθιμά
του, ὅστις ἀλλάζει αὐτά, ὅπως ἀλλάζει τὸ καπέλλο του, μὲ ἀναγκάζει σήμερον ὡς
παραμύθιον νὰ διηγοῦμαι εἰς τοὺς συγχρόνους
μου τὸ πῶς ἑορτάζοντο ἄλλοτε τὰ Χριστούγεννα ἐν Ἀθήναις, πρὸ ἡμίσεος αἰῶνος.
Παραμύθιον δυσκολομνημόνευτον, τὸ ὁποῖον θὰ φανῇ παράξενον εἰς κάθε σοβαρὸν ἱστορικόν,
ὅστις ἀκούσας θὰ ἐρωτήσῃ:
— Λοιπόν, σεῖς οἱ Ἀθηναῖοι τόσον
γλήγορα ἐθάψατε τὰ ἔθιμά σας μέσα εἰς τὴν σκιὰν τῶν μύθων;
— Ὅπως πηγαίνομεν, σοφέ μου ἱστορικέ,
θὰ καταντήσῃ ν’ ἀλλάζωμεν αὐτὰ σὰν τὸ φίδι τὸ δέρμα του, κάθε χρόνο...
Ἐν τούτοις λάβετε τὸν κόπον νὰ
διαβάσετε, πῶς ἑωρτάζοντο τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν ἀγαπητήν σας πόλιν καὶ θὰ
μείνετε πολὺ εὐχαριστημένοι μὲ τὸ γοῦστο
τῶν προγόνων σας, ὥστε νὰ ἔχητε τὸ δικαίωμα καὶ νὰ καυχᾶσθε δι αὐτό.... Ἡ
διήγησις δὲν εἶναι καὶ τόσον κομψή, γραφομένη ἔτσι στὸ φτερό, καὶ ὁμοιάζουσα
πολὺ μὲ τὸ δέρμα τοῦ ὄφεως τὸ παλαιόν, τὸ φηκάρι του, ὅπως τὸ λέγει ὁ λαός, τὸ
κείμενον ἐν μέσῳ θαμνώδους ἀποσκαφῆς, ἔξω στ’ ἀμπέλια τοῦ Γουδιοῦ ἢ ἐπάνω κανενὸς
πετροσωροῦ, τεφρὸν καὶ τρυπημένον ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὲ τὰς φολίδας του τὰς στιλπνὰς
ξεβαφείσας, εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ βορρᾶ ἀφημένον, τοῦ ἀνέμου τοῦ ξενικοῦ, ὅστις
πνέων τόσον βιαίως ἀπὸ γῆς ὀθνείας ἐπαπειλεῖ
ὡς σκύβαλον νὰ συναρπάσῃ ἐπάνω εἰς τὰς πτέρυγας τὰς καταστρεπτικὰς καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάμνησιν ἀκόμη τῆς ὡραίας μας ἑλληνικῆς
αὐτῆς ἑορτῆς, ἥτις τεφρὰ καὶ ξεβαμμένη κεῖται ἐπὶ τῶν ἐθνικῶν ἐρειπίων μας ἔξω
εἰς τὰς ἀποσκαφάς, ἐν μέσῳ ἀκανθῶν καὶ ἐμφυέντων ζιζανίων, ὡς τοῦ φιδιοῦ τὸ
φηκάρι...
Πτωχὸν μαθητοῦδι τοῦ Βαρβακείου ἤμουν
καὶ εἶχα συμμαθητὰς μερικοὺς παρηκμακότας ἀπὸ τὴν ἐνθουσιώδη νεότητα τῶν ’62
‒καλῶς κακῶς, δὲν γνωρίζω‒ ἐνθουσιασμένην ὅμως καλά. Εἰς τὸ φιλάνθρωπον
ξενοδοχεῖον «Παντὸς Ἔθνους» ὅλον τὸ Σαρανταήμερον ἡ λίστα ἀπετελεῖτο ἀπὸ λαδερὰ
φαγητά ‒μὲ συγχωρεῖς, σύγχρονος νεολαία‒
τὰ ὁποῖα διόλου δὲν ἔβλαψαν οὔτε τὸν νοῦν
μας τότε, οὔτε τὴν ὑγείαν μας. Κάτω-κάτω δὲ τῆς λίστας τῆς ἀφελοῦς ὑπῆρχον καὶ
δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, κανένα βραστό, ἢ κανένα ψητὸ διὰ τοὺς ἀσθενεῖς.
Μὲ συγχωρεῖτε ὅσοι τώρα θυμώνετε ἀμέσως,
καὶ μάλιστα οἱ ρασοφόροι, ἂν δὲν εὕρετε καμμία Τετράδη ἢ Παρασκευὴ κανένα καλὸ
στιφάδο στὰ Χαυτεῖα. Τὰ κρεοπωλεῖα τῶν συνοικιῶν ὅλα ἔκλειον τότε καθ’ ὅλον τὸ
Σαρανταήμερον, ἵνα ἀνοίξουν τὴν Παραμονήν, ἀγνώριστα ἀπὸ τὴν καθαριότητα, καὶ
μόνον εἰς τὴν Κεντρικὴν Ἀγορὰν ἐπωλοῦντο κρέατα διὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους. Καὶ τί εὔμορφα ὁποῦ ἐμαγειρεύοντο
τὰ καϋμένα τὰ λαδερὰ τότε! Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχω σήμερον μίαν φασουλάδα
πεπασμένην μὲ τὴν εὐωδίαν ἐκείνην τῆς Ἑλληνικῆς ἁγνότητος τῶν περασμένων
χρόνων, ἡ ὁποία τόσον καίει σήμερον, φαίνεται, σὰν τὸ κόκκινο πιπέρι. Σήμερον
καὶ ἂν εὕρω, εἰς κανὲν ἀπόμακρον λαϊκὸν μαγειρεῖον ἢ εἰς κανὲν ὑπόγειον, κανένα
λαδερὸ φαγητόν, σπανάκι μὲ ρύζι π. χ. θὰ εἶναι ἄγευστον καὶ ἄνοπτον, φέρον ἐπάνω
του ἀντὶ πεπέρεως ὅλην τὴν ἄχνην τοῦ μιάσματος τῆς διαφθορᾶς τοῦ Ἑλληνικοῦ
βίου, ἂν δ’ εἰς κανὲν καλλίτερον ξενοδοχεῖον ἐπιτύχω τι νηστήσιμον, θὰ εἶναι
πάλιν περιφρονημένον σὰν παραπεταμένον ἔδεσμα διὰ τοὺς κύνας, ὥστε νὰ ἐντρέπεται
κανεὶς καὶ νὰ τὸ παραγγείλῃ. Ἐν γένει δέ, σήμερον, νὰ φάγῃ κανεὶς νηστήσιμα εἰς
κανὲν ἀπὸ τὰ καλὰ λεγόμενα ξενοδοχεῖα, χρειάζεται νὰ ἔχει τὴν ἀναίδειαν τοῦ ὁμηρικοῦ
Θερσίτου, ὥστε νὰ μὴ κοκκινίσῃ, ἔστω καὶ ἐν μέσῳ τῶν περιφρονητικῶν βλεμμάτων τῶν
συνανακειμένων, τὰ ὁποῖα σὰν βέλη τῶν Ψαλμῶν πεπυρωμένα θὰ πίπτουν ἐπάνω του.
Ὅταν δὲ ἤρχετο τέλος ἡ περιπόθητη
Παραμονή, ἀφῃροῦντο ἀπὸ τὴν λίσταν καὶ ἐκεῖνα τὰ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, ὁποῦ
ἦσαν διὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἦτο ἡ καϋμένη ὅλη ἀπάνω ἕως κάτω μέρος μὲν μὲ
λαδερά, μέρος δὲ μὲ ἀλάδωτα, ὅλως διόλου ταχινερὰ γλυκύβραστα. Νὰ ἐβλέπατε
τότε, ὦ σύγχρονοι, μὲ πόσην ὄρεξιν ἔτρωγε ἡ νεολαία τοῦ ’62 τὰ νηστήσιμα ἐκεῖνα
δεῖπνά της! Νὰ ἐβλέπατε, μὲ πόσην ἀκόμη μείζονα ὄρεξιν ἀνέμενε νὰ ἔλθῃ ἡ αὐριανὴ
ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ὀσφραινομένη τὴν ἀσπρινθεῖσαν κουζίνα τῶν ξενοδοχείων,
καὶ ἀνυπόμονος νὰ ἄγῃ τὸ ἑορταστικόν της κρεατινὸν πρόγευμα τὴν αὐγήν, ἐν χαρᾷ
καὶ ἀγαλλιάσει, αἰσθανομένη πράγματι τὸν ἀγγελικὸν ὕμνον:
— Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς
εἰρήνη· ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
Τὸ βράδυ-βράδυ τῆς ποθεινῆς ἐκείνης
Παραμονῆς ἡ χαρὰ τόσον ἐπληθύνετο, τόσον ἐπλημμυροῦσεν ἡ ἀληθὴς τῶν Ἰώνων
σοφιστῶν εὐθυμία, ὥστε ἀθρόα ἐξεχύνετο ἀπὸ τὰ μάτια, ἀπὸ τὰς παρειάς, ἀπὸ τὸ
βάδισμα, ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Ἀπὸ
τοῦ κρεοπώλου, ὅστις, νεολουσμένος καὶ μὲ λάμπουσαν τὴν νεροτρόχιστον μάχαιρά
του, ἔκοπτε τὸ χοιρινόν, μέχρι τοῦ μακαρίου ἐκείνου οἰκογενειάρχου, ὅστις ἐπήγαινε
μὲ τὰ παιδάκια του εἰς τὸ Ἀναβρυτήριον, νὰ τοὺς ἀγοράσει καπελλάκια καὶ
’πανωφοράκια καὶ παπουτσάκια ἐξεχύνετο ἡ πνευματικὴ χαρὰ χειροπιαστή. Ἀπὸ
νωρίς, τὸ βράδυ, ἐκελαειδοῦσαν ἀπὸ τοὺς ὕμνους τὰ σπίτια τῆς πόλεως, ὄχι σὰν
τώρα, ὁποῦ πολλοὶ δὲν καταδέχονται ν’ ἀνεβάσουν ἐπάνω τοὺς τραγουδοῦντας τὰ
Χριστούγεννα, οἱ ὁποῖοι κάτω ἀπὸ τὴν αὐλὴν ἀπαγγέλλουν δυὸ-τρεῖς μόνον στίχους
παίζοντες ἔπειτα πόλκα-μαζούρκα, σὰν νὰ εἶναι ἀποκριές, ἀλλ’ ἔβλεπες τότε τοὺς
τραγουδιστάς, τὰ ἐντροπαλὰ παιδάκια τῶν χρόνων ἐκείνων, ν’ἀναβαίνουν ἐπάνω, εἰς
τὰ μενδέρια καταμεσῆς τὰ ἐντόπια καὶ μ’ εὐλάβειαν ζηλευτὴν νὰ λέγουν ὁλόκληρον
τὸ τραγούδι τὸ λαϊκόν.
Ὁ πατὴρ ἤθελε τότε μὲ χαρὰν κομίσει
τὸ βράδυ, τὸ κρεατινὸν ὀψώνιον ἐν θριάμβῳ εἰσάγων αὐτὸ εἰς τὸν νηστεύοντα τέως
οἶκόν του καὶ κατακτητικῶς, ἐν πομπῇ, ἤθελε τὸ ἀποκρεμάσει εἰς μέρος καταφανές,
παραλαβοῦσα ἡ αἰδήμων νοικοκυροπούλα τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἐνῷ τώρα ἠμπορεῖς μὲν νὰ ἴδῃς ἀφθονώτερον
τὸν πτηνικὸν φαγητόκοσμον καὶ πάμπολλα τὰ ἀρνάκια τοῦ γάλακτος, μόνον ἀπὸ τὴν
συνήθειαν τῆς ἁπλῆς γαστριμαργίας ἀθροιζόμενα εἰς τὴν ἀγοράν, ἀλλ’ ἠμπορεῖς ν’ ἀκούσῃς
καὶ τοῦτο τὸ ψυχρόν:
— Μὴ ψωνίσῃς, καϋμένε, σήμερα
κρέας. Ψὲς φάγαμε! Πάρε σήμερα κανένα ψάρι. Ἤ, νὰ σοῦ πῶ, καλλίτερα λίγα
ρεβίθια. Ἐπεθύμησα σήμερα λίγα ρεβίθια καλά....
Ἐπιθυμία καταστρεπτικὴ ἠθῶν καὶ ἐθίμων!
...
Ἡ ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων
τότε ἐψάλλετο ὄρθρου βαθέος. — Ζητοῦμεν συγγνώμην, ὦ πάροικοί μας δυτικοί, ὅπου
σεῖς μὲν διατηρεῖτε, ἐν μέσῳ ἡμῶν τῶν Σχισματικῶν, ὡς μᾶς ἀποκαλεῖτε, τὰ ἔθιμά
σας, ἡμεῖς, δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πατρίδι μας τὰ ἐλησμονήσαμεν, ὡς νὰ ἠλευθερώθῃ ἐπίτηδες
ἡ μικρὰ Ἑλλάς, ἵνα τόσον ταχέως λησμονήσῃ τὰ ἔθιμά της τὰ εὔμορφα, τὰ ὁποῖα καὶ
οἱ ξένοι αὐτοὶ χαίρονται καὶ μόνον ἡμεῖς δὲν ἐστάθημεν ἄξιοι νὰ τὰ χαρῶμεν. Μᾶς
συγχωρεῖς καὶ σύ, ὦ δοῦλε Ἑλληνισμέ, ὅπου μέσα εἰς τὴν καθέδραν τοῦ δολίου
κατακτητοῦ, ἀλλὰ [καὶ] μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Γένους, διατηρεῖς τὰ Πάτρια
τόσον εὐλαβῶς. Ἤμουν μαθητάριον τοῦ Βαρβακείου ‒σᾶς εἶπα‒. Εἰς τὸ δωμάτιόν μου
τὸ ἐρημικόν, ἐκεῖ στοὺς Ἀέρηδες, ἠγρύπνουν πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναμένων τὴν
εὐλογημένην ὥραν τῆς κωδωνοκρουσίας, ὅτε θὰ ἦτο ἡ Τρίτη ὥρα ἡ πρωϊνή, ἤκουον τῷ
ὄντι μίαν γλυκυτάτην καὶ μελῳδικὴν κωδωνοκρουσίαν, συγχρόνως ἀπὸ ὅλα τὰ
κωδωνοστάσια τῶν ναῶν τῆς πόλεως, ἀναγγέλλουσαν τόσον νύκτα, ἀλλὰ τόσον γλυκὰ τὴν
Γένννησιν τοῦ Σωτῆρος. Ἡ πόλις τότε ἐξετείνετο μέχρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς κ’ ἔβλεπες
τὴν ὥραν ἐκείνην, ὁποῦ ἔλαμπεν εἰς τὸ στερέωμα ὁ ἔναστρος οὐρανός, πρὶν ἀκόμη
χαράξῃ ἡ αὐγή, ἔβλεπες ὅλην τὴν πόλιν στολισμένην νὰ προσέρχεται εἰς τὴν ὄρθριον
ὡραίαν Ἀκολουθίαν σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις. Χειμὼν ἦτο; ὑετὸς ἦτο; ἐγόγγυζε τὸ ἀνεμοβρόχι
τοῦ Γρεκολεβάντη; ἐχιονοβολοῦσεν ὁ Μαΐστρος εἰς τὸν Ὑμηττὸν αὐτόν; Κανείς, κανεὶς
δὲν ἠμποδίζετο νὰ ἐξέλθῃ τὴν ὥραν ἐκείνην. Αἱ γερόντισσαι μάλιστα, διέδιδον
μεταξὺ τῶν νεωτέρων ὅτι εἶναι καλὸς οἰωνὸς νὰ χιονισθοῦν ὀλίγον τὰ τρυφερὰ
προσωπάκια, νὰ συνειθίσουν καλά, ὥστε εἰς τὴν παραμικρὰν κακουχίαν νὰ μὴν
ρίπτουν ἀμέσως τὴν ἑλληνικὴν ἀσπίδα, τὰ ὡραῖα Πάτρια, σὰν καμμιὰν ἄχρηστον
καραβάναν.
— Νὰ σκονιστοῦνε κομμάτι, ζυιόκα
μου, τὰ τλυγελὰ τὰ μουτλάκια σου!...
Εἰς τὴν ἁγίαν Εἰρήνην καὶ εἰς τὸ
Μοναστηράκι ἐγίνετο τότε ἡ μεγαλυτέρα συγκέντρωσις Χριστιανῶν, καὶ εἰς τὸν
Ραγκαβᾶν ἐπάνω. Ὅταν δὲ ἐτελείωνεν ἡ θεία λειτουργία, θὰ ἦτο ὥρα Πέμπτη πρωϊνή,
οἱ φοῦρνοι ὅλοι τοῦ Ἀναβρυτηρίου, τῶν παλαιῶν δηλαδὴ Χαυτείων, ἦσαν πέρα-πέρα ἀνοικτοὶ καὶ ἤκουες τὴν αὐγὴν τὰς χαρμοσύνους καὶ ὀρεκτικὰς
προσκλήσεις τῶν πωλητῶν τῆς μπουγάτσας καὶ τῶν λουκουμάδων, τὰ ὁποῖα τότε
κατεσκευάζοντο εἰς τοὺς φούρνους, σὰν φαιδρὰ μουσουργήματα ἑωθινοῦ ὡραίου:
— Ζεστοὶ-καφτοί!
— Μπουγάτσα τοῦ Καράκιοΐ!
— Ὁρίστε κύριοι!
— Ζεστοὶ-καφτοί!
Τὰ ξενοδοχεῖα τοῦ μέρους τούτου ἀνοικτὰ
ἐκείνην τὴν ὥραν ἕτοιμα, ἐπληροῦντο πάραυτα ἀπὸ ξένους, μαθητὰς καὶ φοιτητάς, οἱ
ὁποῖοι ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Εἰρήνην καὶ τοὺς ἄλλους πέριξ ναούς, ἑώρταζον
τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν τῆς Ὀρθοδοξίας τελοῦντες ἐν εὐφροσύνῃ τὸ ἑωθινὸν δεῖπνόν
των, ὅπερ καὶ ὅλη ἡ πόλις ὁμοίως ἐχαιρέτιζε, τὴν αὐτὴν ὥραν, μετὰ εἰρηνικῆς χαρᾶς
ἐφαρμόζουσα τὸ τοῦ ᾄσματος, πέρα-πέρα:
Καὶ ὅταν ἐπιστρέψητε
εἰς τὸ ἀρχοντικό σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε,
βάλτε τὸ φαγητό σας
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε,
γευθῆτε, εὐφρανθῆτε....
*
Σήμερον, ὦ ἀναγνῶσται μου...
σήμερον ‒τὰ βλέπετε μὲ τὰ μάτια σας‒ ἀπὸ ὅλην τὴν φαιδρὰν αὐτὴν νυκτερινὴν
κίνησιν τῆς θελκτικῆς νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων δὲν ἔμεινε τίποτε ἄλλο παρὰ
μόνον οἱ φραγκορράπται καὶ οἱ τσαγκάρηδες οἱ ὁποῖοι νυκτερεύουν καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν
θὰ πάγουν, οἱ πτωχοί, οὐδὲ εἰς τὴν ἡμερινὴν λειτουργίαν, καὶ τὰ κουρεῖα, τὰ ὁποῖα
ὅλην τὴν νύκτα λάμπουν ἐργαζόμενα ὣς τὸ πρωΐ, μὲ μαλλιά, τὰ ὁποῖα κόπτουν, μὲ
κεφάλια, τὰ ὁποῖα λούζουν, μὲ πετσέτες, τὰς ὁποίας στεγνώνουν ἔξω, εἰς τὴν
νυκτερινὴν ἀτμοσφαῖραν καὶ μὲ νερὰ τὰ ὁποῖα χύνουν εἰς τὰ πεζοδρόμια. Ἀγρυπνοῦν
ἀκόμη τὴν νύκτα αὐτὴν τὰ χαρτοπαίγνια. Πλὴν αὐτὰ ἀγρυπνοῦν ὅλας τὰς νύκτας τοῦ ἔτους.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι κοιμοῦνται καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ναοί. Καὶ τὴν ὥραν ἀκριβῶς ἐκείνην,
ὅπου ἐν πενιχρῷ σπηλαίῳ ταπεινὰ καὶ πτωχικὰ ἐγεννᾶτο ὁ Βασιλεὺς τῶν Βασιλευόντων, ἵνα πλουτίσῃ ἐμέ, τὸν οἰκτρῶς
πτωχεύσαντα εἰς ὅλα, καὶ εἰς τὰ ἔθιμα ἀκόμη.
Ὁ
Ταξειδιώτης
*
Πρώτη
ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς
Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 900 / 25.12.2020, σ. 13-16.
Σταλαγμὸς εὐφροσύνης τὸ κέιμενο. Ιδίως στοὺς καιρούς μας, ὅπου αὐτὲς οἱ εἰκόνες χάθηκαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήἈλήθεια,κανένας δὲν εὐαισθητοποιεῖται, ὥστε νὰ μὴ μείνουν αὐτὰ τὰ ἀθανατα γραπτὰ μόνο ἀναρτημένα στὸ Διαδίκτυο ἤ δημοσιευμένα στὰ Χ.Δ. Μ; Χάθηκαν τὰ βιβλια; Καὶ τοῦ χρόνου, Κώστα π.κ
Εὐχαριστοῦμε π.κ. πολὺ μᾶς στηρίζει ὁ λόγος. Γιὰ τὸ περὶ βιβλίων ἐλπίζουμε σὺν Θεῷ νὰ γίνει ὅταν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέψουν. Εἶναι καὶ ἰδική μας ἐπιθυμία. Πρὸς τὸ παρὸν χάριτας εὐγνωμοσύνης ὀφείλουμε στὰ ἱστορικὰ ΧΔΜ τῶν Γρεβενῶν ποὺ ἀνιδιοτελῶς -πρὸς δόξαν Θεοῦ- μᾶς φιλοξενοῦν.
ΑπάντησηΔιαγραφή