Ὁ Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης, ἕνα μῆνα περίπου πρὶν ταξιδέψει στὸ Καρπενῆσι, ἐπισκέπτεται τὸν Ἐλαιώνα τῶν Ἀθηνῶν καὶ καταγράφει τὶς ἐντυπώσεις του, τὴν 1η Νοε. 1901 στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις»
τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη
Εἰς τὸν ἐλαιῶνα!
«Πόσον ἀπροόπτως καὶ πόσον ἀποτόμως
μεταβάλλονται τὰ ἐν τῷ κόσμῳ!»
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Ἡ θειὰ Μυγδαλίτσα
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος,
1850-1929),
γεννημένος σὲ ἕνα νησὶ ὅπου ἡ ἐλαιοκαρπία καθόριζε την οἰκονομική, κοινωνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ζωὴ τῆς τοπικῆς κοινωνίας,
‒ἀκόμη
δὲ καὶ τὴν φυσικὴ παρουσία τῶν κατοίκων‒ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν καταγράψει
μὲ τὴν πέννα του τὴν ἐλιά· σύμβολο γαλήνης,
εἰρήνης, εὐφορίας, ἀθανασίας, προστασίας, γονιμότητας: θεϊκὸ δῶρο πίστης καὶ
λατρείας, δέντρο τοῦ καλοῦ συνδεδεμένο μὲ τὴν ἀναγέννηση, τὸ φῶς, τὴν πίστη καὶ
τὶς ἁγνότερες λαϊκὲς παραδόσεις.
|
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Σύγχρονο
(2019) ζωγραφικὸ ἔργο τοῦ Κώστα Λάβδα |
Τὸ λάδι καὶ
ἡ ἐλιὰ ἔχουν ἀπασχολήσει τὴν λογοτεχνία ἐν γένει,
τὰ δὲ διηγήματα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη (Α.Μ.) ἐλαιοκρατοῦνται,
καθὼς τὸ ἔλαιον τὸ σεπτὸν μυρώνει τὶς
σελίδες καὶ τοὺς ἥρωες τῶν διηγημάτων του, οἱ ὁποῖοι στίλποντες, λαδωμένοι,
παρελαύνουν ζωντανεμένοι ἀριστοτεχνικά ἀπὸ τὴ γραφίδα του, μὲ προσέγγιση βιωματική. Ὅπως, ἐνδεικτικά, στὸ διήγημα «Τὰ βακούφικα», ὅπου λογοτεχνικὸ
εὕρημα τοῦ Α.Μ. γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ διηγήματός του ἀποτελεῖ ἡ ἀγορὰ ἀπὸ τὸν
μπάρμπα-Δήμα, σὲ δημοπρασία, καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ ἐπαχθῆ δανεισμό ‒παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἤδη ἦταν ὁ ἴδιος κάτοχος λαμπρῶν
ἐλαιώνων‒ δύο ἐλαιώνων τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους: ἀνάθημα,
τιμαλφὲς τάξιμον, ἀφιέρωμα στὸν Θεό. Ἡ προσβολὴ τοῦ ἱεροῦ ‘‘τιμωρεῖται’’ μὲ
ἀφορία τῶν ἐλαιώνων, χρεοκοπία τοῦ ἀγοραστῆ τοῦ βακούφικου κτήματος, καὶ τέλος
τὸν θάνατό του:
«Ὁ μακαρίτης ὁ Μπάρμπα-Δήμας ἦτο
κύριος δύο λαμπρῶν ἐλαιώνων λίαν προσοδοφόρων, τόσον προσοδοφόρων, ὥστε εἰς
κάθε ἐσοδείαν τοῦ ἐλαιοκαρποῦ μὲ τὴν λαδωμένην βράκαν του καταγινόμενος εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον
ἔλεγεν ἐξ ἀγαλλιάσεως:
—Ὄξω φτώχια, κυρὰ Ζωίτσα! Καὶ ἐκρότει
θλίβων τὸν ἀντίχειρα καὶ μεσοδάκτυλον ὡς κάμνουν οἱ σύροντες τὸν χορόν.
Ἀλλ᾿ ἔχων ἀκράτητον πρὸς τὴν
καλλιέργειαν τῆς γῆς ἐπιθυμίαν, δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατήσῃ ἑαυτοῦ, ὅταν ἐπωλοῦντο τὰ
μοναστηριακά. Καὶ ἀκούων τὴν πρόσκλησιν τοῦ κήρυκος: ‘‘ἔχει ἄλλος’’, προσῆλθε
παρὰ τὴν τράπεζαν τῆς πωλήσεως, προσέθηκε εἰς τὴν τελευταίαν προσφορὰν ποσόν τι
ὑπέρτερον καὶ κατεκυρώθησαν ἐπ᾿ ὀνόματί του δύο μεγάλοι ἐλαιῶνες τοῦ Ἁγίου
Χαραλάμπους.
—Τώρα νὰ ἴδῃς λάδια, κυρὰ Ζωίτσα! ἔλεγεν».
|
Ἐλιά, ἔργο ζωγραφικὸ (2018) ἀπὸ τὴν Μαριάννα
Τριανταφυλλίδη |
Καὶ
στὸ διήγημα «Χρυσῆ καδένα», ἀναφέρεται ἡ ἀφορία τῶν ἐλαιοδένδρων ὡς αἰτία τῶν
περιπετειῶν τοῦ ἥρωα τοῦ διηγήματος, τοῦ Λαλεμήτρου, ἀλευροπώλη τῆς Σκιάθου:
«Πλήν,
μετὰ τὰ ἔτη τῆς εὐφορίας, ἦλθον ἔτη συνεχῆ ἀφορίας καὶ δυστυχίας. Τὸ ἔργον τῆς ἐλαίας
συνεχῶς ἐψεύδετο εἰς τὴν νῆσον ἐκείνην. Ἤνθιζον καλῶς αἱ ἐλαῖαι, κατάλευκοι τὸν
Μάιον, ὡς χιονισμέναι, ἔδενεν ὁ καρπὸς εὔελπις, ἀλλ᾿ ἕνας λίβας αἴφνης, πνέων
τακτικῶς τὸν Ἰούλιον, κατέκαιεν αὐτόν.
Τότε,
εἰς τὸν καιρὸν αὐτὸν τῆς δυστυχίας, ἦτο εὐτυχὴς ὁ καπετὰν-Κονόμος, προκηρύττων
διὰ τοῦ κήρυκος:
—Μιάμιση
ὀκὰ ἀλεῦρι, δύο ὀκάδες λάδι!
Κ᾿
ἐφώναζε καὶ ὁ ἴδιος μὲ πατρικὴν προστασίαν:
—Νὰ
φάγῃ ἡ φτώχεια, παιδιά! Νὰ σχωρνᾶνε τὰ πεθαμένα».
Ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ
ἐκφραζόταν καὶ στὴ Σκιάθο, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοση, μὲ
τὴν προσφορὰ ἐλαίου ἀπὸ τοὺς πιστοὺς στοὺς ναούς, στὴν ὑπηρεσία τῆς Θείας
Λατρείας. Στὸ διήγημα, «Σὲ μιὰ Παράκλησι» σημειώνει γιὰ τὸ λάδι ποὺ προσφερόταν
στὴν Παναγία τὴ Λημνιά:
«Τρία
μεγάλα πιθάρια εἶχαν χωμένα οἱ ἐπίτροποι ὣς τὸν λαιμὸν εἰς τὸ ὑπόγειον διὰ τὸ
προσφερόμενον λάδι τῆς Παναγίας τῆς Λημνιᾶς, τῆς ὁποίας ἡ κανδήλα ἦτο ἀκοίμητος...»
Ἕνα ἀπὸ τὰ διακονήματα τοῦ ἐπιτρόπου
τῆς ἐνορίας, στοὺς ναοὺς τοῦ νησιοῦ, ἦταν ἡ φροντίδα καὶ μέριμνά του γιὰ τὴν
προμήθεια τοῦ ἐλαίου ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τοῦ ναοῦ. Ὁ ὁμώνυμος
ἥρωας τοῦ διηγήματός του «Ὁ κὺρ-Μανωλάκης» χαρακτηρίζεται γιὰ τὴ χαρισματικὴ ἱκανότητά
του νὰ συλλέγει χρήματα ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες γιὰ τὴν ἐξοικονόμηση τοῦ λαδιοῦ τοῦ
ναοῦ:
«Καὶ ὁ κὺρ-Μανωλάκης μὲ τὴν φέσαν
του τὴν ὑψηλὴν ὑπερηφάνως περιέφερε τὸν δίσκον, ἀσημένιον, ἀπαστράπτοντα, ἀπαγγέλλων
μετὰ στόμφου πανηγυρικοῦ:
—Τὸ λάδι τῆς ἐκκλησίας! Βοήθειά
σας!
Καὶ ἀντήχει ἡ φωνή του καθαρὰ καὶ εὔηχος
ὡς ἀπαραίτητος τοῦ ναοῦ ψαλμῳδία:
— Τὸ λάδι τῆς ἐκκλησίας! Βοήθειά
σας!
Καὶ ὅταν ἄδειαζε τὸν δίσκον ἐντὸς
τοῦ σύρτου του ἐν τῷ παγκαρίῳ, ὁ κρότος ἐκεῖνος τῶν ἀναριθμήτων δεκαρῶν τὸν ηὔφραινε
μακαρίως, ὡς εἰ ἐπληροῦτο κερμάτων τὸ πουγγίον του.
Αἱ εἰσπράξεις ηὔξησαν καταπληκτικῶς.
Ἔχουν δίκαιον ὅσοι λέγουν ὅτι ὁ φιλάργυρος ὡς τίποτε ἄλλο δὲν χρησιμεύει παρὰ ὡς
ἐπίτροπος ἐκκλησίας. Εἰς τὴν περιφορὰν τοῦ δίσκου δὲν τοῦ διέφευγε κανεὶς τῶν ἐκκλησιαζομένων.
Εἰς δύο-τρεῖς φιλαργύρους, οἵτινες, ὅταν ἐπλησίαζεν ὁ δίσκος, ἔκαμνον πὼς κοιμῶνται,
παρουσίαζε κατ᾿ ἐπανάληψιν τὸν ἀργυροῦν δίσκον φωνάζων δυνατώτερα:
— Τὸ λάδι τῆς ἐκκλησίας!
Ἕως οὗ τοὺς ἠνάγκαζεν ἐξ ἐντροπῆς νὰ
δώσουν τὸν ὀβολόν των.
Μόνον ὁ γέρο-Μασῶνος, ἀπόστρατός τις
ναύτης, μόνον ἐκεῖνος τοῦ ἐγλύτωνε πάντοτε.
Πονηρὸς γέρων αὐτός, μόλις ἐννόει ὅτι
ἐπλησίαζεν ἡ περιφορὰ τοῦ δίσκου, προσεποιεῖτο ὅτι κατελαμβάνετο ὑπὸ βηχὸς καὶ ἐξήρχετο
τοῦ ναοῦ».
Στὸ διήγημά
του «Βαρυχειμωνιά» τὸ λογοτεχνικὸ εὕρημα γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο πλέκεται ἡ διήγηση
εἶναι ἡ καταστροφὴ τῶν ἐλαιοδένδρων ἀπὸ τὴν ὑπεβολικὴ χιονόπτωση. Σὲ ἕνα
ἐπεισόδιο τοῦ διηγήματος ἀναφέρεται στὶς ζημιὲς τῶν ἐλαιώνων ἀπὸ τὰ κοπάδια τῶν
κτηνοτρόφων τῆς Σκιάθου, ἐπισημαίνοντας πὼς μὲ διάφορα δοσίματα πρὸς τὶς δικαστικὲς
ἀρχὲς οἱ κτηνοτρόφοι ἀπέφευγαν τὶς ἀποζημιώσεις.
|
Ἄποψη τῆς Ἀθήνας ἀπὸ
τὸν Ἐλαιώνα (1817-1817). Ὑδατογραφία τοῦ William
Page. Ἀθήνα, Μουσεῖο
Μπενάκη. |
Δὲν παραλείπει ὅμως νὰ σημειώσει
πὼς αὐτὴ ἡ ζημιὰ εἶναι μερικὴ καὶ
ἀποκαθίσταται, καθὼς τὰ ἐλαιοδένδρα ἔχουν ὡς φυσικὴ ἰδιότητά τους νὰ ἀναβλαστάνουν:
«Καὶ ὁ μπάρμπα Σταῦρος ἔγινε τοιοῦτος, ἀφοῦ
προηγουμένως εἶδε πολλὰς τσαντίλας νὰ πέσουν καὶ νὰ καταπλακώσουν τὰς μηνύσεις
του· διὰ τοῦτο τώρα ἐπροτίμα νὰ καταπλακώνουν τὸν στόμαχόν του, ἐνόσῳ πάντοτε εἰς
τὰ χωρία θὰ ὑπάρχουν παλιόιδες νοστιμευόμεναι τὰ τρυφερὰ θηλιάσματα καὶ εἰρηνοδίκαι
ἀγαπῶντες τὰ γαλακτώδη τῆς ποίμνης δῶρα.
— Γιὰ τ᾿ καλὴ χρονιά, κολλήγα, ἐξηκολούθησεν ὁ ποιμήν.
Ἐμεῖς πάντα σὲ καταπατοῦμε.
— Ὄχι ἐμένα, διέκοψεν ὁ μπάρμπα Σταῦρος, τὸν ἐλαιῶνα
μου. Ἂς εἶναι· δὲν πειράζει. Ἀφήσανε τοὐλάχιστον τὶς κουτσοῦρες τὰ γίδια;
Ἦτο καὶ ἀστεῖος ὁ γέρων.
— Ἂς εἶναι! ἐξηκολούθησεν. Ὅσο καὶ ἂν φᾶνε τὰ πράματα,
θ᾿ ἀπομείνουν πάντα οἱ ρίζες. Καὶ θὰ ξαναβλαστήσουν».
Ἀλλά,
κορυφαῖο, ἴσως τὸ πιὸ ἐλαιοβριθὲς ἑλληνικὸ διήγημα, εἶναι ἡ μικρὴ νουβέλλα του «Ὁ δεκατιστής»· μέσα στὰ πέντε κορυφαῖα
τῶν διηγημάτων του,
μὲ κοινωνικὸ λαογραφικὸ καὶ σωτηριολογικὸ
περιεχόμενο. Ἐκεῖ περιγράφεται ὁ κύκλος τοῦ ἐλαίου τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
1.11.1901, σ.1. |
Ἀπὸ τὸν
ἀνθὸ τῶν ἐλαιοδένδρων μέχρι τὴν παραγωγὴ ἐλαίου στὰ ἐλαιοτριβεῖα,
καθὼς καὶ τὴ φορολόγησή του μὲ τὴν μορφὴ τῆς διὰ δημοπρασίας ἐνοικιάσεως τοῦ
φόρου ἀπὸ τὸν λεγόμενο ‘‘Δεκατιστή’’. Θεωρεῖται, κατὰ τὸν Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο,
«Τὸ κατ’ ἐξοχὴν λαδερὸ ‒ἤ, τολμηρότερα, λαδάδικο‒ διήγημα τῆς νεοελληνικῆς
λογοτεχνίας».
«ἀποθησαυρίζει
πολλὰ καὶ ἱκανὰ στοιχεῖα τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, ποὺ σήμερα ἔχουν χαθεῖ. Ὡστόσο,
μέρες ποὺ εἶναι, καλὸ εἶναι νὰ τὸ προσεγγίσουμε δίνοντας ἔμφαση στὸ γεγονὸς τῆς
Ὀρθόδοξης πνευματικότητος, ἡ ὁποία καὶ σπονδυλώνει τὸ διήγημα, προσφέροντας ὡς
προτεραιότητα τὸ σωτηριολογικὸ μήνυμα τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ συνακόλουθα τῆς
προσωπικῆς ἀναγέννησης τοῦ καθενός μας».
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
1.11.1901, σ.1. |
Τὸ λάδι εἶναι, ἴσως, τὸ πλέον
βασικὸ προϊὸν τῆς Σκιαθίτικης γῆς τὴν ἐποχὴ τοῦ Μωραϊτίδη καὶ μιὰ σεβαστὴ πηγὴ ἐσόδων
γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἔτσι, κινεῖ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν θηρευτῶν τοῦ εὔκολου
καὶ ἄνευ καμάτου πορισμοῦ κέρδους, τοὺς κερδοσκόπους τῆς ἐποχῆς, ποὺ μὲ
διάφορες νομότυπες, προσχηματικὲς μεθόδους καρπώνονται τοὺς κόπους τῶν νησιωτῶν. Μία τέτοια περίπτωση ἦταν καὶ ὁ ἥρωας
τοῦ διηγήματος, ὁ κὺρ-Δημάκης, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸν τρόπο νὰ μεθοδεύει τὴ
διαδικασία τῆς πλειοδοσίας τοῦ φόρου ἐλαιοκάρπου, νὰ
εἶναι πάντα αὐτὸς ποὺ τὸν εἰσπράττει:
«Ἦτο ὁ δεκατιστής.
Οὕτως ἐπωνόμαζον πλέον οἱ νησιῶται
τὸν κὺρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον εἰς τὴν παρουσίαν του, ὥστε ἂν ἠφανίζετο
καμμίαν ἡμέραν, ἐφρόνουν ὅτι θὰ ἠφανίζετο μετ’αὐτοῦ καὶ ἡ εὐφορία τῶν ἐλαιῶν. Αὐτὸς
πρῶτος, καὶ πρὸ τῆς ἀνθίσεως ἀκόμη, ὅτε μόλις ἐσχηματίζετο ὁ κάλυξ τὸν Ἀπρίλιον,
ἔφερεν εἰς τὸ χωρίον τὴν εἴδησιν:
—Δείξανε οἱ ἐλιές!
Αὐτὸς πρῶτος πάλιν ἀνέπνεε τὰ πρῶτα
ἀρώματα τοῦ λευκοῦ ἀστερίνου ἄνθους, ἀνοίξαντος πλέον, κ᾿ ἐκόμιζε τὴν
χαρμόσυνον εἴδησιν εἰς τὸ χωρίον κρατῶν συνάμα καὶ μικρὸν κλωνίον διηνθισμένον,
ὡς ζωγραφιστόν, μᾶλλον εὔελπις καὶ ἀπὸ τὴν περιστερὰν ἐκείνην τῆς Κιβωτοῦ.
—Ἀνοίξανε οἱ ἐλιές!
Ἔκτοτε δὲν ἔπαυε παρακολουθῶν τὴν
ἀνάπτυξιν καὶ τὴν ὑγείαν τοῦ ἄνθους καθ᾿ ὅλα τὰ ἐπικίνδυνα στάδια, ὡς ἰατρός, ἐξετάζων
ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὰς σταφυλὰς τῶν ἀνθυλλίων, μὴ σχηματισθῇ σκώληξ καὶ ἔξαφνα
μεταβληθῶσιν εἰς κεκονιαμένην ἀράχνην, μὴ τὰ καύσῃ ὁ λίβας, πνέων ἀπὸ τῆς
Θεσσαλίας ὡς ἀπὸ φούρνου, μὴ τὰ μαδήσῃ ὁ ὑετός, ὅτε τέλος πάντων ἠκούετο ἑσπέραν
τινὰ διαλαλῶν, κῆρυξ εὐάγγελος:
—Δέσανε οἱ ἐλιές!
Πλὴν πόσα στάδια ἀκόμη, στάδια
φόβου κι᾿ ἐλπίδος, παλμῶν καὶ ἀγρυπνιῶν, καὶ τῆς σταφίδος ἐπιφοβωτέρων, ἔχει νὰ
διέλθῃ ὁ μικκύλος ἐκεῖνος καρπός, ἕως οὗ ἀναπτυχθῇ τελείως, ἕως οὗ γίνῃ
καταπράσινος διὰ στούμπισμα ‒τ᾿ Ἁιλιᾶ στούμπα ἐλιά‒ ἕως οὗ γίνῃ εὐώδης χαμάδα, ἕως
οὗ μαυρίσῃ ὡς τῆς ὡραίας Ματῶς ἡ γλυκειὰ ἐλίτσα, ἕως οὗ γίνῃ ἔλαιον ‒ὦ χαρά!‒ ἕως
οὗ σωθῇ ἀπὸ τοὺς δεκατιστὰς καὶ ριφθῇ εὐῶδες καὶ διαυγὲς εἰς τῆς Σαραφθίας τὸν
περιπόθητον καμψάκην! Εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ στάδια, ὁ φοβερὸς δεκατιστής, μυθικὸς
Κένταυρος, ἀχώριστος τοῦ ὀναρίου του, παρηκολούθει τὸν ἐλαιοκαρπόν, φέρων εἰς
τοὺς νησιώτας ἐπιμελῶς τὰς εἰδήσεις του».
Ἀλλὰ καὶ στὰ ταξιδιωτικά του περιγράφει
μὲ ζωντάνια τοὺς ἐλαιῶνες τοῦ νησιοῦ του, τῆς Σκιάθου, ὅλη τὴν διαδιακασία τῆς
συλλογῆς τοῦ ἐλαιοκάρπου, τῆς μεταφορᾶς του μέχρι τῶν ἐλαιοτριβείων, καθὼς καὶ
τὰ ἔθιμα ποὺ τὴν συνοδεύουν:
«Αἱ
ἐργάτιδες, ὅλαι χαροπαί, ὡς νὰ εἶναι θυγατέρες του, σπεύδουν εἰς τὴν ἐλαφρὰν
καὶ μονότονον ἐργασίαν. Μίαν-μίαν συνάζουν τὶς ἐλιές, γεμίζουσαι τὴν ποδιάν
των. Μὲ τὴν ποδιάν των ἔπειτα γεμίζουν τὰ καλάθια καὶ τ’ ἀδειάζουν ἕνα-ἕνα εἰς
τὰ σακκιά, μεγάλα καὶ ὑψηλά, τὰ ὁποῖα ὁ γέρο-Δῆμος φορτόνων εἰς τὰ ζῷα του
παραδίδει εἰς τοὺς παραγυιούς του νὰ τὰ μεταφέρουν εἰς τὰ ἐλαιοτριβεία του,
ἐλαιοτριβεῖα μὲ τ’ ὄνομα. Τοῦ γέρο-Δήμου οἱ ταλιάγραις ... τὰ ἐλαιοτριβεῖα τοῦ
μεγαλοκτηματίου τοῦ χωριοῦ, ὅπου ἕνας παραγυιὸς ὑπὸ τὸ ἰσχυρὸν φῶς γιγαντιαίου
κρεμαστοῦ λύχνου ἀνέμενε νὰ τὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὰς πολυδαιδάλους ἀποθήκας, νὰ ἐκφορτώσουν
τὸν ἐλαιοκαρπὸν. Καὶ τὴν αὐγὴν θὰ ἀπέλθωσι πάλιν εἰς ἄλλους ἐλαιῶνας τοῦ
γερο-Δήμου νὰ κομίσωσιν ἄλλα φορτία, ἄλλον ἐλαιοκαρπὸν συναγμένον ἐν σπουδῇ, μὴ
ἔμβῃ ὁ Σποριᾶς, μὲ ἀνεμόβροχα...».
Ὁ Α.Μ. ἀρθρογραφεῖ γιὰ τοὺς ἐλαιῶνες
ἀκόμη κι ὅταν παροικεῖ ἐκτὸς Σκιάθου, ὅπως στὴν ἐλαιοκατάφορτη, ἐλαιωνοβριθῆ
Ἀττικὴ γῆ, ποὺ μὲ τὰ χρονογραφήματά του ἀθανάτισε καὶ φωτογράφισε λογοτεχνικὰ
στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ., στὰ ἔντυπα μὲ
τὰ ὁποῖα συνεργαζόταν.
|
Ὁ παλαιὸς ναὸς τοῦ Προφήτου Δανιὴλ
τὴν ἐποχὴ
τῆς ἐπίσκεψης (1847 ) τοῦ Paul
Durand. Σχέδιο
Σταύρου Οἰκονομίδη.
|
Τὸν Ὀκτώβριο
τοῦ 1901 φαίνεται πὼς ὁ Α.Μ. ἀφίχθη μὲ ἅμαξα στὴν ἱστορικὴ περιοχὴ τοῦ Ἐλαιώνα
τῆς Ἀττικῆς καὶ τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1901 καταθέτει τὶς ἐντυπώσεις
του στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη μὲ τὴν ὁποία τότε
συνεργαζόταν. Τὸ
ἄρθρο του μὲ τίτλο «Εἰς τὸν ἐλαιῶνα» δημοσιεύεται στὴν πρώτη σελίδα στὴ στήλη
«Ἐπισκέψεις καὶ περίπατοι», καὶ τὸ ὑπογράφει μὲ τὸ σύνηθες δημοσιογραφικό του
ψευδώνυμο, «Ὁ ταξειδιώτης».
|
Ὁ σύγχρονος ναὸς τοῦ Προφήτου Δανιήλ, στὸν ὁποῖο
ἱερουργεῖ καὶ προΐσταται ὁ εὐρυτάνας ἱερεύς, π. Σπυρίδων Δ. Παπασπύρου |
Ὁ Ἐλαιώνας
τῶν Ἀθηνῶν ἢ Λόγγος, ὅπως ἦταν ἡ δημώδης ὀνομασία του μέχρι τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ
20ου αἰ., ἦταν ἕνα χῶρος ποὺ ἐκτείνονταν σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ
Λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς: ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ τὸ
Φάληρο μέχρι τὴν Πάρνηθα καὶ τὴν Πεντέλη καὶ ἀπὸ τὸν Ὑμηττὸ μέχρι τὸ Ὄρος
Αἰγάλεω. Ἕνα τμῆμα του, ὁ κυρίως Ἐλαιώνας ἢ κυρίως Λόγγος, ποὺ περιλαμβάνει τὸν
χῶρο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ὁδὸ μέχρι τὸ Φάληρο καὶ ὁδοῦ Πειραιῶς δεξιά, εἶναι αὐτὸς στὸν
ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ περιηγεῖται ὁ Α.Μ. Ἀφορμὴ γιὰ τὸ ἄρθρο του εἶναι ἡ διαπίστωση,
ἀπὸ τὸν Μωραϊτίδη, ‒ὁ ὁποῖος φαίνεται
πὼς εἶχε περιηγηθεῖ ἀρκετὲς φορὲς στὸν χῶρο καὶ στὸ παρελθὸν‒, τοῦ γεγονότος πὼς ἡ περιοχὴ ἀρχίζει νὰ ἀλλάζει
χαρακτήρα, ἀποελαιοποιεῖται
καὶ δημιουργεῖται μὲ τὴν κοπὴ τῶν ἐλαιοδένδρων
ἀλλαγὴ χρήσης τῆς γῆς μὲ τὴν ἐπέκταση
τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
Τὸ γεγονὸς θλίβει τὸν Μωραϊτίδη, καθὼς διαπιστώνει πὼς χάνεται ἡ πανάρχαια,
ζωτικὴ γιὰ τὴν πόλη καὶ τοὺς κατοίκους της
καλλιέργια τῆς ἐλιᾶς μὲ τὴν ὁποία εἶχε συνδέσει καὶ τὴν προσωπική του
ζωὴ στὸ νησί τῆς Σκιάθου.
|
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἐλαιῶνος, τὴν δεύτερη δεκαετία
τοῦ 20ου αἰ., ὅπως ἐνδεχομένως τὸν γνώρισε ὁ Μωραϊτίδης. Πηγή: https://www.taathinaika.gr |
Τὸ ἄρθρο
δημοσιεύεται σὲ τέσσερις μικρὲς παραγράφους. Στὴν πρώτη παράγραφο ὁ Α.Μ. κάνει
μία ἱστορικὴ ἀναφορὰ στὴν καταστροφὴ τοῦ Ἐλαιῶνα, μὲ τὴν κοπὴ τῶν ἐλαιοδένδρων ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Σύλα, προκειμένου νὰ κατασκευάσει πολιορκητικὲς μηχανὲς γιὰ
τὴν κατάληψη τῆς πόλεως Ἀθηνῶν. Ὅμως, μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν, οἱ κομμένοι
κορμοὶ τῶν δένδρων ξαναβλάστησαν καὶ μετὰ ἀπὸ κάποιο εὔλογο χρονικὸ διάστημα ὁ
Ἐλαιώνας ἐπανῆλθε στὴν προτέρα κατάσταση καὶ καλλίτερη. Ἐπίσης σημειώνει τὴν
μυθολογικὴ ἀναφορὰ στὴ δημιουργία τοῦ Ἐλαιῶνος
τῶν Ἀθηνῶν, ὡς ἔργο ποὺ ἔχει τὴν ἔναρξή του ἀπὸ
τὰ χέρια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς.
|
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἡ Ἱερὰ Ὁδὸς
καὶ καφενεῖα-μαγαζιὰ ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν ἐργαζομένου
|
Ἀκολουθεῖ
ἀναδρομὴ σὲ παλαιότερες ἐπισκέψεις του στὸν χῶρο, ὅταν ἐσώζετο ὅλος σχεδὸν ὁ
ἱστορικὸς Ἐλαιώνας ἐνῶ τώρα τὴ θέση τῶν ἐλαιοδένδρων ἔχουν καταλάβει
λαχανόκηποι καὶ νεόκτιστα οἰκοδομήματα,
ἐνῶ ἀναφέρεται καὶ στὴν ἱερὰ ὀρθόδοξη παράδοση ποὺ θέλει τὴν ἐλιὰ νὰ εὐλογήθηκε
ἀπὸ τὴν Παναγία, νὰ μὴν ξηρανθεῖ ποτέ, ἐπειδὴ θέρμανε μὲ τὰ ξύλα της τὸν Χριστὸ
στὸ σπήλαιο τῆς Γέννησής Του.
|
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Σάββα, σήμερα. |
Ὁ Α.Μ. μὲ
τὴ γραφίδα του ζωγραφεῖ λογοτεχνικὰ μιὰν σκηνὴ μὲ τὸν ἐπισκέπτη τοῦ χώρου τοῦ
Ἐλαιώνα νὰ παρατηρεῖ γοητευμένος τὸ ἐξαίσιο θέαμα τῶν μαρμάρων τῆς Ἀκροπόλεως
ὅπως αὐτὰ φαίνονται καὶ τονίζονται χρωματικὰ μέσα ἀπὸ τὰ λευκωπὰ φύλα τῶν
ἐλαιοδένδρων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς χρυσίζουσες ἀκτίνες τοῦ δύωντος ἡλίου. Μία
ὀνειρικὴ κατὰ τὸν ἀρθρογράφο εἰκόνα, ποὺ χάνεται πλέον μαζὶ μὲ τὴν κοπὴ τῶν ἐλαιοδένδρων
καὶ τὴν ἀνέγερση στὴ θέση τους οἰκοδομημάτων.
Ἀκολούθως
τονίζει τὴν ἀξία τοῦ ἐλαιολάδου γιὰ τὴν ὑγεία καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὶς χαμηλὲς
εἰσοδηματικὰ τάξεις, τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν πρόσβαση σὲ ἄλλου εἴδους
θρεπτικῆς ἀξίας τρόφιμα. Παραπέμπει δὲ στὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυίδ:
«Τὰ γόνατά μου ἠσθένησαν
ἀπὸ νηστείας καὶ ἡ σάρξ μου ἠλλοιώθη δι᾿ ἔλαιον»
ποὺ φανερώνει τὴν δυναμωτική, εὐεργετικὴ τοῦ
σώματος χρήση τοῦ ἐλαιολάδου.
|
Δύο ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα σωζόμενα σήμερα ἐλαιόδενδρα ἀπὸ
τὸν Ἐλαιώνα, ὄπισθεν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σάββα. |
Ἀναφέρεται
στὴ σημαντικὴ μείωση τῶν ἐλαιοτριβείων,ποὺ
ἄλλοτε λειτουργοῦσαν
στὴν περιοχή,
ἀπότοκο τῆς μειώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐλαιοδένδρων.
Ἐντὸς τοῦ Ἐλαιῶνος σώζονταν καὶ πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα.
Ὁ Α.Μ. μνημονεύει τὸ ναΰδριο τοῦ Προφήτου Δανιήλ,
καθὼς καὶ ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Σάββα,γύρω
ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναπτύχθηκαν οἱ ὁμώνυμές τους συνοικίες χαμηλῶν εἰσοδηματικῶν στρωμάτων.
Τὰ ἐλαιοτριβεῖα εἶχαν ὡς τόπο ἐναπόθεσης τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἐλαιοτριψείας τὸν
παρακείμενο Κηφισσὸ ποταμό, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει στὸν Σαρωνικὸ κόλπο.Συνακόλουθο τῆς μείωσης τῆς ἐλαιοπαραγωγῆς ἦταν ἡ ἐλάττωση καὶ ἄλλων συναφῶν
δραστηριοτήτων (καφενεῖα, νυκτερινὰ παντοπωλεῖα,) ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ στὴν
περιοχὴ γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸ ἀνθρώπινο δυναμικὸ ποὺ ἀπασχολοῦσε ἡ διαδικασία
τῆς συλλογῆς τοῦ ἐλαιοκάρπου, τῆς μεταφορᾶς του σὲ ἀποθηκευτικοὺς χώρους καὶ
στὴν κοπιώδη διαδικασία τῆς ἔκθλιψης καὶ παραγωγῆς τοῦ ἐλαιολάδου στὰ
ἐλαιοτριβεῖα.
|
Ὁ ἐλαιοτρίβης, σὲ παλαιὸ ἐλαιοτριβεῖο
τῆς Σκοπέλου.
Φωτό: π. Κωνσταντῖνος Ν.
Καλλιανός.
|
Δὲν παύει νὰ
ὰναφέρει καὶ τὴν δεκάτη, τὸν φόρο τοῦ ἐλαιολάδου,
ποὺ ἀνελάμβανε κατόπιν δημοπρασίας νὰ συλλέξει ὁ λεγόμενος ‘‘δεκατιστής’’ γιὰ
ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων, τὸν προαναφερθέντα κὺρ-Δημάκη στὴν Σκιάθο, ἔχει ἀφιερώσει τὸ
πολὺ γνωστὸ καὶ ἀπὸ καλλίτερα τῶν διηγημάτων του: «Ὁ δεκατιστής». Καταγράφει
ἀκόμη τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τοὺς εὐώδεις, εὔγεστους λουκουμάδες, καὶ τὶς
τηγανίτες ποὺ ἐψήνοντο γιὰ τοὺς ἐργάτες τῶν ἐλαιοτριβείων, τοὺς ταλιαγρίτες,
καὶ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία τους: αὐτῶν καὶ τῶν ζώων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὰ
ἐλαιοτριβεῖα. Κάθε
κτηματίας εἶχε δική του ἀποθήκη γιὰ τὶς ἐλιὲς καὶ τὸ λάδι, πολλὰ δὲ κάρα
ὑπῆρχαν στὴν περιοχὴ γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν ὅλης αὐτῆς τῆς
διαδικασίας, ἀπὸ τοὺς πλακιῶτες μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ ἀρβανίτικη τοπικὴ
ἐνδυμασία.
|
Πλατεία Ἐλαιοτριβείων, σήμερα, στὴ συμβολὴ
τῶν λεωφόρων Κων/πόλεως καὶ Ἀθηνῶν καὶ
τῆς ὁδοῦ Σερρῶν.
Κακῶς, ἀπὸ τὶς Δημοτικὲς Ὑπηρεσίες, δὲν ἔχει τοποθετηθεῖ
σχετικὴ πινακίδα μὲ τὸ ὄνομα τῆς πλατείας.
|
Μὲ ἀπογοήτευση
γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ Ἐλαιῶνα καὶ τοὺς ρυθμοὺς τῆς κοπῆς ἐλαιοδένδρων
καταλήγει:
«Οὕτω
παρέρχοντοι τὰ ἐγκόσμια ὅλα, ἄνθρωποι καὶ ξύλα»
* * * * * * * * * * * * * *
KEIMENO (EKΔΟΣΗ)
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ*
— Εἰς τὸν ἐλαιῶνα!
Μετ᾿
ὀλίγον ἀκόμη, ἐμβαίνοντες εἰς μίαν
ἅμαξαν πρὸς περίπατον, δὲν θὰ λέγωμεν πλέον:
— Εἰς τὸν ἐλαιῶνα!
Ὁ
ἐλαιὼν τῆς Ἀττικῆς ὁ περίφημος,
δύο ἕως τώρα εὗρεν ἐχθρούς του: Τὸν Σύλαν, τὸν Ρωμαῖον ἐκεῖνον τότε καὶ αὐτὴν τὴν
πόλιν τώρα. Καὶ ὁ μὲν Ρωμαῖος δικτάτωρ ἔκοψε τὰ ἱερὰ δένδρα, ἵνα διὰ τῶν κορμῶν
αὐτῶν σχηματίσῃ πολιορκητικὰς μηχανάς, πολιορκῶν τότε τὸ ἀρχαῖον ἄστυ, ἀλλὰ τὰ
δένδρα πάλιν κατόπιν ἀνεβλάστησαν θαλερώτερα.Ἡ πόλις ὅμως, σήμερον, ἐπεκταθεῖσα
καθ᾿ ὅλας τὰς διευθύνσεις πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἀναγκάσασα τοὺς ἰθαγενεῖς κατόχους νὰ
μεταβάλωσι τοὺς ἐλαιῶνάς των εἰς οἰκόπεδα, ἐξηφάνισε διὰ παντὸς ἓν ἐκ τῶν ὡραιοτέρων
στολισμάτων τῶν Ἀθηνῶν μας, αἵτινες ἐφημίζοντο,
ὅτι παρὰ τῆς Ἀθηνᾶς λαβοῦσαι τὸ ἱερὸν δένδρον, διέσωζον κατὰ διαδοχὴν αὐτὸ
πληθύνουσαι καὶ αὐξάνουσαι.
*
— Εἰς τὸν ἐλαιῶνα!
Ποῦ ἐκεῖνοι οἱ χρόνοι, ὅτε ἐμβαίνων
εἰς μίαν ἅμαξαν ἐξήρχεσο πρὸς τὸν Ἅγιον Σάββαν, ὅπου τὰ γηραιότερα δένδρα, μὲ
τοὺς γιγαντοσώμους ἐκείνους κορμούς των τοὺς μαύρους καὶ σκοτεινούς, οἱ ὁποῖοι ἐφημίζοντο
ὅτι ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Μαρίας εἶχον τὴν καταγωγήν των, συγκεχυμένης τῆς ἀναβλαστήσεώς
των μέσα εἰς τὰ σκότη αἰωνοβίων
παραδόσεων. Ὑπερηφάνως ὑψοῦντο τὰ κλωνάριά
των καὶ ὡς πλατύνεται ἡ διάθεσις τοῦ ἀνοικτοκάρδου ἐνθρώπου, ἡπλοῦτο ἡ
σκιά των εὐρύκυκλος καὶ δροσερά, ἁλῶνι τρισμέγιστον. Εἰς τὴν θέσιν τῶν σεπτῶν ἐκείνων κορμῶν ἀνηγέρθησαν τώρα οἰκοδομήματα,
ἢ ἐφυτεύθησαν λαχανόκηποι.
**
Καὶ οὕτω ἀπώλετο διὰ
παντὸς καὶ μία πραγματική, μία ἁπτὴ φασμαγορία, νὰ θεωρῇς ὑπὸ τὰ μεσοβλαστήματα
τῶν κλαδίων των τὰ πορφυρόχρυσα λείψανα τῆς Ἀκροπόλεως, ὡς μίαν γραφὴν αἰωρουμένην
ἀπὸ τοῦ στερεώματος, τεμάχιον, θαρρεῖς, ἀποκρυσταλλωθὲν ἀπὸ τὰ ξανθὰ τῆς δύσεως
κύματα.
***
Ὅλαι αὐταὶ αἱ εἰκόνες γαλήνιαι καὶ
εἰρηνικαί, ὡς εἶνε γαλήνιος καὶ εἰρηνικὴ ἡ σκιὰ τῆς ἐλαίας, μοῦ ἦλθον εἰς τὴν
ψυχὴν ὅταν προχθὲς ἐσταμάτησα ὀλίγον, περιπατῶν παρὰ τὸν Ἅγιον Δανιήλ, ἔξω εἰς
τὰ ἐλαιοτριβεῖα. Εἶνε ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη τώρα τῆς ἐκθλίψεως τοῦ ἐλαίου, τοῦ
ζωτικοῦ αὐτοῦ ρευστοῦ, ἄνευ τοῦ ὁποίου ἀλλοιοῦται ἡ σὰρξ τοῦ πτωχοῦ λαοῦ, τοῦ μὴ
δυναμένου νὰ φθάσῃ μέχρι τοῦ βουτύρου, ὡς ἠλλοιώθη ἡ σὰρξ τοῦ Προφητάνακτος, ὅστις
νηστεύων διὰ τὸ ἁμάρτημά του ἔψαλλε:
—Τὰ γόνατά μου ἠσθένησαν ἀπὸ
νηστείας καὶ ἡ σάρξ μου ἠλλοιώθη δι᾿ ἔλαιον.
****
Πέντε μόνον ἐλαιοτριβεῖα ἐργάζονται
τώρα ἀντὶ τῶν τόσων ἄλλοτε, ἀπὸ τὰ νερὰ τῶν ὁποίων ἐμαύριζεν ὅλου τοῦ Κηφισσοῦ
τὸ ρεῦμα μέχρι Κολοκυνθοῦς καὶ Φαλήρου, καὶ ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῆς καιομένης εἰς
τοὺς πυραύνους των πυρήνας, ἐμοσχοβόλει ὅλη ἡ ἐξοχὴ τηγανίταις, ἄρρωμα
χειμερινόν.
Πέντε μόνον ἐλαιοτριβεῖα εἰς τὸν Ἅγιον
Δανιήλ, ὅσα δὲν θὰ ἤρκουν ἄλλοτε οὔτε δι᾿
ἕνα μόνον ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους νοικοκυραίους. Ποῦ τώρα εἰς τὴν ἐλαιομύριστον
ἐκείνην γειτονίαν, ὅπου θαρρεῖς ἐψήνοντο ὅλων τῶν Ἀθηνῶν οἱ λουκουμάδες, ποῦ
πλέον τὰ τόσα καφενεῖα καὶ νυκτοπωλεῖα, ὅπου ἀφίνοντες πρὸς στιγμὴν
τὸν ἐργάτην οἱ ταγιαγρῖται ἔτρεχαν
νὰ πιοῦν ἕνα θερμαντικόν, διὰ ν᾿ ἀρχίσουν τὸ μεσονύκτιον στάμμα, ἀφοῦ ἐμέτρησε
πλέον τῆς ἑσπέρας τὸ ἔλαιον, ὁ ἄγρυπνος δεκατιστής. Καὶ ποῦ πλέον τὸ τραγουδάκι
τοῦ ἐλαιοτρίβου, ὅστις νυσταλέος σήμερον, μόλις ἔχων ὄρεξιν νὰ περιέλθῃ, μίαν
γύραν τὸ ‘‘λιοτρίβι’’, σἂν ἀγγαρευμένος κτυπᾷ τὸ ὀστεῶδες ψοφάλογον, ἀνοίγων τὸ
στόμά του ὄχι διὰ νὰ τραγουδήσῃ, ἀλλὰ διὰ νὰ χασμηθῇ. Οὔτε οἱ σωροὶ τοῦ ἐλαιοκαρποῦ
πλέον οἱ μυθώδεις, δι’οὓς κάθε κτηματίας εἶχεν ἰδίαν ἀποθήκην, οὔτε ἡ
συγκέντρωσις ἐκεῖ τῶν κάρρων, οὐδὲ αἱ γραφικαὶ τοῦ πλακιώτου γραμμαὶ μὲ τὴν εὔζωνον
γεράνιαν ἀμφίεσίν του. Σήμερον καὶ ὁ τελευταῖος ἀπομείνας ἐλαιοκτηματίας, ἀφοῦ
συνάξῃ διὰ τελευταίαν φορὰν τὸν καρπὸν τοῦ ἐλαιῶνός του, κόπτει τὰ δένδρα πωλῶν
ὡς καυσόξυλα τοὺς κορμούς των διὰ τὰς θερμάστρας καὶ ἐμφανιζόμενος τὴν ἄλλην ἡμέραν
εἰς τὸ δημοπρατήριον κάτοχος ἑνὸς μεγάλου οἰκοπέδου.
Οὕτω παρέρχοντοι τὰ ἐγκόσμια ὅλα,
ἄνθρωποι καὶ ξύλα.
Ὁ ταξειδιώτης
* Στὴ μεταγραφὴ τοῦ ἄρθρου τοῦ Α.Μ.
δαιτηρεῖται ἡ ὀρθογραφία στὴ δημοσίευσή του στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις».
«Ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον
κορυφαῖα μνημεῖα τοῦ Ἕλληνος λόγου, στὰ ὁποῖα συναντᾶται ἡ λαογραφία, ἡ
κοινωνιολογικὴ θεώρηση τῆς Σκιάθου τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ., ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη
πνευματικὴ ζωή, εἶναι καὶ τὸ διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, ‘‘Ὁ δεκατιστής’’».·
βλ. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, «Ἡ Χαρμολύπη τῶν Χριστουγέννων, ἤ, διαβάζοντας τό διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη
‘‘Ὁ δεκατιστής’’», http://www.parathemata.com/2014/12/blog-post_8.html.
«Τὴν ἴδια χρονικὴ
περίοδο, τὸ ἀρδευτικὸ σύστημα, ποὺ χρησιμοποιοῦσε τὸ νερὸ τοῦ Κηφισοῦ ποταμοῦ, ἐπέτρεψε
τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῆς ἀγροτικῆς παραγωγῆς στὸν ἐλαιώνα, δηλαδὴ τὴν ἀμπελοκαλλιέργεια
καὶ ἀκόμα περισσότερο τοὺς λαχανόκηπους (ποὺ παρήγαγαν ντομάτες, μελιτζάνες,
λάχανα κ.ἄ.). Μέχρι τὸ 1922 ἡ διαδικασία αὐτὴ ὁδήγησε στὴ σταδιακὴ συρρίκνωση
τοῦ ἐλαιώνα καὶ στὴν ἀντικατάσταση πολλῶν ἐλαιοδένδρων ἀπὸ λαχανόκηπους. Δὲν εἶναι
ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι ἡ κεντρικὴ Λαχαναγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, βρίσκεται ἀπὸ τὸ 1959 στὸν
Ἅγιο Ἰωάννη Ρέντη, στὸ νότιο τμῆμα τοῦ Ἐλαιώνα». https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php/ARCH47.pdf.
Ἡ πλέον λογοτεχνικὰ ἄρτια, θαυμαστὴ περιγραφὴ λειτουργίας ἐλαιοτριβείου
κατατίθεται ἀπὸ τὸν Α.Μ. στὸ διήγημά του «Ὁ δεκατιστής»:
«Ὁ ἀρχιεργάτης, μὲ λαδωμένον ὑαλίζοντα ὡς βαύκαλιν ὑψηλὸν
κοῦκκον καὶ ρυπαρὰν ποδιάν, ἁπτόμενος ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ τοῦ μοχλοῦ ‒τῆς μακρᾶς
δρυίνης μανέλλας‒ τῆς περιστρεφούσης τὸν κοχλιώδη σιδηροῦν ἄτρακτον, μόνον ἵνα
διευθύνῃ τὴν κίνησιν, ἐνῷ τρεῖς ἄλλοι νεανίαι ὡς λαδωμένοι ποντικοί, ἀκτένιστοι,
χασμώμενοι, μόλις ἐγερθέντες ‒ἡ πρωινὴ φρουρά‒ ἐντὸς τῆς ὁμίχλης, παραπλεύρως τῆς
μηχανῆς, περιέστρεφον ἐπιμόχθως τὸν ἀργάτην
τὸν προσέλκοντα τὸν μοχλόν, τὴν παχεῖαν μανέλλαν, διὰ χονδροῦ καραβοσχοίνου
περιελισσομένου περὶ αὐτόν. Καὶ ἠκούοντο οἱ τριγμοὶ τοῦ ἀτράκτου, κοχλιουμένου ἐντὸς
τοῦ ὄγκου τοῦ δρυίνου βουρδουναρίου, ὅπερ ὡς ἀρχαῖον δωρικὸν ἐπιστύλιον, μὲ
σιδηροὺς κρίκους περιεσφιγμένον, ἐπιστεγάζει τοὺς δύο κίονας τῆς ἐλαιοθλιπτικῆς
μηχανῆς, τριγμοὶ φοβεροὶ ὡς μυκηθμοὶ σφαζομένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγμοὶ
ραγιζομένης αἰωνοβίου δρυός, νὰ πέσῃ νὰ θραυσθῇ. Καὶ ὁ ἄτρακτος κατήρχετο ὁλονὲν
συστρεφόμενος ἐν τῷ κοχλίᾳ, συνθλίβων, πιέζων τὰς ὑπ᾿ αὐτὸν τριχίνας πάνας, εἰκοσιτέσσαρας
τὸν ἀριθμόν, κ᾿ ἔρρεεν ἀπὸ τῶν ἀραιῶν πλεγμάτων αὐτῶν στάγδην τὸ ἔλαιον, ὕδατι
θερμῷ, ἀνάμικτον. Καὶ ὅσον συνεθλίβετο τὸ εἰς τὰς πάνας ἔνδον περιτυλιγμένον
λάμα ‒ἡ πολτώδης μᾶζα τῶν συντριβεισῶν ἐλαιῶν‒ τόσον αἱ σταγόνες μετεβάλλοντο εἰς
ἐλαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, ἀναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγὰς ἐν
τῷ φωτί, τῆς ἀπὸ τοῦ ἐπιστυλίου κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες καὶ
πληροῦντες τὰ κοῖλα χείλη τοῦ τετραγώνου βάθρου τῆς μηχανῆς, ἔλαιον ἀχνίζον, ὡς
τὸ αἷμα εἰς τοὺς βωμοὺς τῶν ἀρχαίων, εἰσρέον εἰς τὴν βαθεῖαν κοπάναν, δρυίνην
τετράγωνον λεκάνην.
—Φόρτε! ἐκέλευσεν ὁ ἀρχιεργάτης, ὅταν
συνεπληρώθη ἡ μία στροφὴ τοῦ ἀτράκτου, ἐκταθέντος τοῦ σχοινίου τοῦ μοχλοῦ. Οἱ
νεανίαι ἔπαυσαν τότε νὰ στρέφωνται, ἀνέκυψαν. Εἷς ἐξ αὐτῶν ἀποτυλίσσει τὸ περὶ
τὸν ἀργάτην σχοινίον, περιστρέφων αὐτὸν διὰ ταχείας κινήσεως ὡς σβούραν, ὁ δὲ ἀρχιεργάτης
ἐκβαλὼν τὸν μοχλόν, τὴν μανέλλαν, ἔθηκεν ἤδη αὐτὴν εἰς τὴν ἄλλην ὀπὴν τοῦ ἀτράκτου,
ἵνα πάλιν ἀρχίσῃ νέα στροφὴ αὐτοῦ μετὰ φοβερωτέρου τριγμοῦ ὅλης τῆς μηχανῆς,
τριγμοῦ καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν πλοίου. (....)
Αἱ πυρῆναι, ‒τὰ λείψανα τῶν ἐκθλιβομένων
ἐλαιῶν‒, δι᾿ ὧν καίωνται τῶν ἐλαιοτριβείων οἱ πύραυνοι, ἐξέπεμπον φλόγας ὡς
κάμινος, αἵτινες ἀδηφάγοι πύρινοι γλῶσσαι, περιεζώννυον τὴν τεραστίαν χύτραν,
μεγαλυτέραν καὶ τῆς τοῦ μαγειρείου τοῦ ρωσικοῦ μοναστηρίου, ἐν ᾗ βράζει τὸ ὕδωρ,
τὸ χρησιμεῦον, ἵνα βρέχωνται αἱ πάναι, καὶ μὴ ἀπομένῃ ἐν αὐταῖς ἔλαιον ἄθλιπτον.
Ἐγγὺς ἐκεῖ, παιδίον ὑπηρετικὸν ἤντλει ὕδωρ φρεάτιον διὰ σιδηρᾶς ἀντλίας, πληροῦν
τὴν φοβερὰν χύτραν καὶ συγχρόνως ἐσώρευεν ὑπ᾿ αὐτὴν πυρῆνας, ἐνῷ αἱ φλόγες
κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν ὅλον τὸν πύραυνον.
(....)
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην θόρυβος ἠκούσθη
κάτω εἰς τὴν κατέναντι γωνίαν τοῦ ἐλαιοτριβείου, ὅπου περιεστρέφετο ὁ λίθος, ὁ
συνθλίβων τὰς ἐλαίας καὶ μεταποιῶν αὐτὰς εἰς λάμα. Εἶχεν ἀρχίσει τὴν ἐργασίαν
του ὁ Νικόλας ὁ Κοψαχείλης, διὰ τρομακτικῶν φωνῶν διευθύνων τὸν ἡμίονόν του,
κυλίοντα τὸ μάρμαρον καὶ συνάμα διὰ τοῦ σιδηροῦ πτύου ὠθῶν ὑπ᾿ αὐτὸ τὰς ἐλαίας.
—Ἄ!
ἐκραύγαζεν ὁ Κοψαχείλης, μὲ κομμένον τὸ ἄνω χεῖλος, ἄδων συνάμα τὴν ‘‘Γιαννούλαν’’
... ἐνῷ τὸ μάρμαρον κυλιόμενον ἐτσάκιζε θλιβερῶς τὰς μαύρας ἐλαίας, ριφθείσας ἐκεῖ
πλυμένας, καθαρᾶς».· Μωραϊτίδης, Διηγήματα,
«Ὁ δεκατιστής», τ. Β΄, σ. 101-105.
Γιὰ τὸν ἦχο ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν ἔκθλιψη τῶν ἐλαιῶν
ὁ γνωστὸς ἀθηναιογράφος Τίμος Μωραϊτίνης, ὁ ὁποῖος παραδόξως συχνὰ συγχέεται τὸν
Μωραϊτίδη [βλ. Ντῖνος Ἀγραφιώτης (=Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης),
«Μωραϊτίνδης», Ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 842/28.9.2019, σ. 16-18. σὲ
χρονογραφήματά του γράφει: «Ὅταν συνῆλθε ὁ ἀμελὴς ἐραστὴς ἦτο πλέον ἀργά. Αἱ
σιαγόνες τοῦ ὄνου συνεθλίβουσαι καὶ τὸ τελευταῖον ἄνθος ἐκ τοῦ ἀθώου δείγματος
τοῦ ἔρωτός του ἐθορύβουν ὡς μαρμάρινος τροχὸς ἐλαιοτριβείου»· Τῖμος, «2 Μαΐου»,
ἐφ. Ἐμπρός, 2.5.1901, σ.1. · «Καί, τί
εἶναι ἀκόμη ὁ συζητητής; Ἡ γλῶσσα ἡ καταρρίπτουσα τὸ ρεκὸρ πάσης ταχύτητος. Τὸ
στόμα τὸ ἀλέθον ὡς ἀτμόμυλος τὰς λέξεις. Αἱ δύο ὀδοντοστοιχίαι αἱ συντρίβουσαι
τὰ μέρη τοῦ λόγου. Τὸ ἐλαιοτριβεῖον καὶ τὸ πιεστήριον»· Τμς, «Οἱ συζητηταί», ἐφ.
Ἐμπρός, 17.10. 1903, σ. 1.
Γενικὰ γιὰ τὸν φόρο τῆς «δεκάτης»
μετεπαναστατικὰ καὶ τὴν ἀντικατάστασή του, βλ. Μάνος Περάκης, «Ἡ ἀντικατάσταση
τῆς δεκάτης ἀπὸ τὸν φόρο ἀροτριώντων ζώων. Ἡ πρώτη φορολογικὴ ἀλλαγὴ τοῦ
Χαριλάου Τρικούπη», Ὁ Χαρίλαος Τρικούπης
καὶ ἡ ἐποχή του. Πολιτικὲς ἐπιδιώξεις καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες, ἐπιμ. Καίτη Ἀρώνη-Τσίχλη,
Λύντια Τρίχα, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2000, σ. 275-289, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται
πώς: «Ἡ δεκάτη, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸ φορολογικὸ σύστημα καὶ
διατηρήθηκε μέχρι τὸ 1880, ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν φόρο ἀροτριώντων κτηνῶν στὰ
1880 ἀπὸ τὸν Χαρίλαο Τρικούπη(σ. 275)... Ὁ Κουμουνδοῦρος εἶχε εἰσαγάγει τὸν
Δεκέμβριο τοῦ 1877 νόμο ποὺ ἄλλαξε τὸν τρόπο πληρωμῆς τῆς δεκάτης στὸ δημόσιο.
Μὲ τὸν νόμο ΧΞΗ΄ προβλεπόταν γιὰ τοὺς ἐνοικιαστὲς τῆς δεκάτης ἡ προκαταβολὴ ἐνοικίου
σὲ μετρητά (σ. 280)... Μὲ τὴν κατάργηση τῆς δεκάτης ἐξαλείφτηκε αὐτόματα τὸ σῶμα
τῶν ἐνοικιαστῶν ποὺ κερδοσκοποῦσε σὲ βάρος τῶν ἀγροτῶν καὶ τοῦ κράτους (σ.
283). Ἀκόμη, εἰδικότερα, γιὰ τὸν φόρο ἐλαιολάδου καὶ τὴν ἐξέλιξή του ἀπὸ τὸ 1822
μέχρι τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰ. βλ. Α. Δ. Σίδερι, Γεωργικὴ φορολογία, Τύποις Κ. Σ.
Παπαδόγιαννη, Ἀθήνα 1930, σ. 7-10 (Εἰσαγωγή)
καὶ 22-30 στὸ κεφάλαιο «Φορολογία ἐλαίου καὶ ἐλαιῶν», ὅπου ἐπισημαίνεται
πώς: «Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις... ὥρισε τὴν δεκάτην εἰς εἶδος ὡς γενικὸν φόρον...
Δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες ἐνοικιαστὲς τῶν φόρων δὲν ἐδείχθησαν καλλίτεροι τῶν
Τούρκων... ἡ ἀποδεκάτωσις αὕτη τῶν γεωργικῶν προϊόντων ἦτο βαρεία, τοῦ φορολογουμένου μὴ δυναμένου νὰ
συγκομίσῃ τοὺς καρπούς του ἄνευ ἀδείας τοῦ ἐνοικιαστοῦ, εἰς ὃν κατέβαλε τὸν
φόρον εἰς εἶδος καὶ ἦτο ὑποχρεωμένος νὰ τὸν μεταφέρῃ εἰς τὰς ἀποθήκας του (σ.
8)... Τὴν κρατοῦσαν φορολογικὴν νομοθεσίαν ‘‘ἐλαιοδεκάτη’’ διετήρησε ὁ νόμος ΒΠ
1892» ὡς «ἐλαιοδεκάτη διὰ τὸ ἔλαιον τῆς
παλαιᾶς Ἑλλάδος, πλὴν Ἑπτανήσου, ὅπου ἐξηκολούθησε ἡ εἰς τὰ τελωνεῖα κατὰ τὴν ἐξαγωγὴν φορολογία (σ. 9)». Ἐπίσης στὸ διάταγμα: «Περὶ τῆς φορολογίας
τῶν προϊόντων τῆς γῆς διὰ τὸ ἔτος 1835» (ΕτΚ
αρ. 15- 11/5/1835), ὁριζόταν, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ἑξῆς: «Ὁ φόρος διὰ τὰ
ἐλαιόδενδρα ἀποδίδεται εἰς ἔλαιον μετρούμενον εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα»· Ἡ ‘‘Δεκάτη’’ - Ὁ
πρῶτος φόρος τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους, 14 Ὀκτώβριος 2017, Μικρὰ Κατάστιχα
- Ἡ ἱστορία τῆς Λογιστικῆς καὶ τῆς φορολογίας. https://www.taxheaven.gr/news/37245/h-dekath-o-prwtos-foros-toy-neoellhnikoy-kratoys.
Γεράνιο=σκοῦρο γαλάζιο. Ἐδῶ παραπέμπει στὴ
χαρακτηριστικὴ καὶ ἀπὸ χρωματικῆς ἀπόψεως ἐνδυμασία τῶν ἀρβανιτῶν, κατοίκων τῆς
συνοικίας Πλάκα τῶν Ἀθηνῶν.· «Ὁ Πολυδεύκης ἐν τῷ Ὀνομαστικῷ του ἀναφέρει
‘‘ἐσθῆτα ἀερίνην’’, τὸ χρῶμα δηλοῦν τοῦ ἀέρος ἔχουσαν, ἤτοι κυανῆν, ἣν οἱ
παλαιότεροι πάπυροι ἀεροειδῆ καλοῦσι. Τὸ χρῶμα τοῦτο, τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο παρόμοιον,
ἂν μὴ τὸ αὐτό, πρὸς τὸ γερανὸν καὶ τὸ βένετον ἢ καλάϊνον», βλ. Φαίδων
Κουκουλές, Βυζαντινῶν βίος καὶ πολιτισμός, ἐκδ. Παπαζήση, τ. Β ΙΙ, σ. 36. Ἀκόμη βλ. sarantakos.wordpress.com/2019/01/04/mirivilis/, ὅπου δηλοῦται πὼς «Γεράνιος ἢ γερανιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει γαλάζιο
χρῶμα, ἂν καὶ κατὰ περίπτωση τὸ βρίσκουμε νὰ σημαίνει ἄλλοτε ἀνοιχτὸ γαλάζιο
καὶ ἄλλοτε βαθυγάλαζο, λουλακί, ... Λέξη σχεδὸν πανελλήνια, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
τὸ βυζαντινὸ ἐπίθετο «γεράνιος» καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «γεράνιον». Ὅπως
λέει ἡ παροιμία, Ἡ θάλασσα εἶναι γερανή,
μ’ ἄνεμος τὴ μαυρίζει: γιὰ τοὺς φιλήσυχους ποὺ ἄλλοι τοὺς
ἐξοργίζουν.·Ἑλληνικὴ Ἱστορία καὶ Προΐστορία, Ἡ ἀρβανίτικη ἐνδυμασία τῆς Ἀττικῆς»,[https://www.facebook.com/hdiaxronikiistoriatonellinon/posts/301190333574336/], ὅπου σημειώνεται: «Τὸ σταυρωτὸ μπλὲ σκοῦρο
(‘‘λουλακί’’) γιλέκο καὶ τὸ ἴδιο χρῶμα ἡ ‘‘φουρφούλα’’».
Κωνσταντῖνος
Σπ. Τσιώλης
Πρώτη δημοσίευση στὰ
ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ τῶν Γρεβενῶν, φ. 855, Παρασκευὴ 27 Δεκ. 2019, σ.
11-18.
Ἄρτιο, ὑπέροχο καὶ ὅ, τι ἔπρεπε-χρονιάρες μέρες που εἶναι-νὰ μνημονευτεῖ καὶ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος τῆς Σκιάθου Ἀλέξανδρος...π.κ
ΑπάντησηΔιαγραφή