Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΑΛΕΞ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ ΤΟΥ 1881.


[Ὁ σκιαθίτης λόγιος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος1850-1929), κατακαλόκαιρο, τὸν Ἰούλιο 1881, εἴκοσι χρόνια πρὶν ταξιδέψει στὸ Καρπενήσι μέσῳ Στυλίδος, μᾶς ‘‘ταξιδεύει’’ στὸ δροσιστικὸ προάστιο τοῦ Φαλήρου, ‘‘τοὺς Ἑλληνικοὺς Παρισίους μας’’ ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ,  καὶ τὰ θέλγητρά του].  

Εἰς τοὺς ἑλληνικοὺς Παρισίους μας*
Ὅσο τὸν κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει[1]
Ὅπως φαίνεται στὰ δημοσιεύματα τοῦ  Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη (Σκιάθος 1850-1929), εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ πόσο ἔχει γοητευτεῖ ἀπὸ τὸ Φάληρο καὶ τὰ θέλγητρά του.

Ἀλέξανδρος Δημ. Μωραϊτίδης
(Σκιάθος
, 1850-1929). 
Ἕνα ἔτος μετά, τὸ χρονογράφημά του τῆς 20ης  Ἰουλίου 1880 μὲ τίτλο «Τὸ Φάληρον»
, στὸ πολιτικοσατυρικὸ ἔντυπο «Μὴ Χάνεσαι» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, ἀρθρογραφεῖ πάλι γιὰ τὸ Φάληρο στὸ ἴδιο ἔντυπο στὶς 9 Ἰουλίου 1881 στὴ στήλη ποὺ διατηρεῖ μὲ τὸν τίκλο «Ἀττικαὶ νύκτες».[2] Τὸ ἄρθρο του σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ἄτιτλο καὶ τὸ ὑπογράφει μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο, «Σφίξγ».[3] Αὐτὴ τὴ φορὰ ἐμφανίζεται ἐξαιρετικὰ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τῆς φυσιογνωμίας τοῦ προνομιακοῦ ἐξοχικοῦ προαστίου τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία γίνεται μὲ πρωτοβουλίες, τοῦ δημαρχεύοντος τότε Παρασκευαϊδη,[4] καθὼς  καὶ τοῦ νέου ἐπενδυτὴ ποὺ ἔχει ἐμφανιστεῖ στὴν περιοχή, τοῦ ὁμογενοῦς Γεωργίου Κατσίμπαλη ποὺ ἐπιχερεῖ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Φαλήρου  μὲ ἕνα εἶδος ἀνάπλασης  μὲ χρηματοοικονομικοὺς ὅμως ὅρους.
Τὸ Νέο Φάληρο τὸ 1881·
 Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο Πειραιᾶ. 
Διακρίνονται τὸ ξενοδοχεῖο «Μέγα», 
συμφερόντων Γ. Κατσίμπαλη
 καὶ τὸ Θέατρο τοῦ Φαλήρου,
 ποὺ ἐπίσης περιῆλθε στὴν ἐκμετάλευσή του  τὸ 1884.
Ἀναπολεῖ τὸ Φάληρο τὸ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν (1875) ὅταν νεαρὸς φοιτητὴς ἀκόμη,[5] ἀπολαμβάνει, μὲ πολὺ λιγότερα χρήματα, τὶς ὀμορφιὲς καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ θαλασσινοῦ  αὐτοῦ συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιᾶ,[6] καθὼς καὶ τῶν ψυχαγωγικῶν ἐκδηλώσεων καὶ  δραστηριοτήτων ποὺ πραγματοποιοῦνται στὸν χῶρο:
Εἶναι δυνατὸν τώρα ἐνθυμούμενος, ὦ νέε τοῦ ’75,[7] τὰς ἀθώας τοῦ Φαλήρου διασκεδάσεις, νὰ μὴν θρηνήσῃς διὰ τὴν ἱδρυθεῖσαν ἐκεῖ ἀηδῆ πολυτέλειαν; Ἓν Φάληρον εἴχομεν, καὶ αὐτὸ οἱ ὁμογενεῖς μας τὸ κατέκτησαν, καὶ εἰσήγαγον ἓν τῷ ἅμα τοὺς χρηματολογικοὺς νόμους των.
Ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης 31 ἐτῶν ὅταν δημοσιεύει τὸ ἄρθρο του βρίσκεται στὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἐξωστρεφῆ πρώτη,[8] «θορυβώδη, νεανική, κοσμική, γελῶσα περίοδο τῆς ζωῆς του»,[9] στὴν δεύτερη περίοδο, τὴν καθηγητικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν περιηγητικὴ μὲ τὴν λογοτεχνικὴ καταγραφὴ τῶν ἐντυπώσεών του. Ἔχει ὁλοκληρώσει ἔστω καὶ μὲ καθυστέρηση τὶς σπουδές του, καὶ ἔχει διορισθεῖ προσφάτως, τὸ φθινόπωρο τοῦ 1880, ἐκπαιδευτικὸς στὴ Μέση Ἐκπαίδευση.[10] Ἡ σκέψη του καὶ ἡ γραφή του εἶναι πιὸ ὥριμη καὶ πιὸ σύνθετη καὶ  ἔτσι, ἴσως, ἐξηγεῖται ἡ κριτικὰ ἔντονη ἀντίδρασή του στὴ ἀλλαγὴ ‘‘χρήσης’’τοῦ παραδεισίου ἐξοχικοῦ Φαλήρου.
Σφίγξ, «Ἀττικαὶ νύκτες»,
Ἐφ. Μὴ
Xάνεσαι, φ. 175 / 9.7. 1881, σ. 5.

Στὴ σχετικὴ δημοπρασία ποὺ παγματοποιήθηκε γιὰ τὴν ἐκμετάλευση τοῦ χώρου πλειοδότησε ὁ Γ. Κατσίμπαλης,[11] ἔναντι τῶν ἰδιοκτητῶν ξενοδοχείων Δανιὴλ καὶ Ξένου, μὲ ὑψηλό μάλιστα τίμημα, μιᾶς καὶ φαίνετο πὼς ὁ Κατσίμπαλης ἦταν μεγάλης οἰκονομικῆς ἐπιφανείας:

Ἡ μάχη ἐδόθη ἐν τῇ δημοπρασίᾳ ὑπὸ τῶν ὁμογενῶν, ἡγουμένου Κατσίμπαλη καὶ ταχυδρόμου, καὶ ὑπὸ τῶν ἑλλήνων, ἡγουμένων Δανιὴλ καὶ Ξύδη τῶν ξενοδόχων ...Τέλος, 30.000 χρυσίου κατέπνιξαν τὸ ἰθαγενὲς στοιχεῖον καὶ ὁ Κατσίμπαλης νικητὴς ἐγκατέστη εἰς τὸ χρυσοῦν αὐτοῦ βασίλειον.

Ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρει πὼς ὁ Κατσίμπαλης καθόρισε συγκεκριμένες, ἐνδεχομένως κατὰ τὰ Εὐρωπαϊκὰ πρότυπα, ὧρες ἑστιάσεως, ἐνῶ ἐπιχείρησε, μᾶλλον δίχως ἰδιαίτερη ἐπιτυχία, νὰ φωτιστεῖ ὁ τόπος μὲ ἠλεκτρικοὺς λαμπτῆρες. 
Σφίγξ, «Ἀττικαὶ νύκτες»,
Ἐφ. Μὴ Xάνεσαι,
φ. 175 / 9.7. 1881, σ. 6.

Ὁ ἀρθρογράφος χρησιμοποιεῖ βαρύτατους χαρακηρισμοὺς ἀλλὰ καὶ λεπτὴ εἰρωνία γιὰ τὸν νέο ἐπενδυτῆ καὶ τὸ ἔργο του, ὁ ὁποῖος ὅπως σημειοῖ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐν ἀλλοδαπῇ ὁμογένεια:[12]

Ὁ ἀπάνθρωπος κατακτητής, ἵνα τὸ καταπλήξῃ, ἐφώτισε τὴν θαλασσόβρεκτον πλατεῖάν του διὰ δώδεκα φανῶν ἠλεκτρικοῦ φωτὸς καὶ ἔδωκεν ὄψιν κοιμητηρίου εἰς τὴν ζωοδότειραν ἐκείνην διαμονήν.

Στὸ ὀνομαστὸ ξενοδοχεῖο «Μέγα Ξενοδοχεῖον τοῦ Φαλήρου»,[13] τοῦ ὁποίου ὁ Γ. Κατσίμπαλης ἀνέλαβε τὴ διαχείριση, μετὰ δέκα χρόνια, θὰ ἀναπτυχθεῖ μὲ μορφὴ προβλήτα ἡ θρυλικὴ κοσμικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ «Ἐξέδρα» γιὰ τὴν ὁποία ἔγραψε ἐπαίνους ὁ Μωραϊτίδης στὸ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Θαλασσινὴ ἀναψυχή», στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» στὶς 14 Ἰουν.  1902.[14] 
Ἐφ. Μὴ Χάνεσαι, 12.6.1880, σ. 4.
Διαφημιστικὴ καταχώριση.
Οἱ ξενοδόχοι Δανιὴλ καὶ Ξύδης,
ποὺ συμμετεῖχαν στὴν δημοπρασία
γιὰ τὶς ἐγκαταστάσεις τοῦ Φαλήρου,
ὅπου τελικὰ κέρδισε ὁ Γ. Κατσίμπαλης.

Ἡ ἀντίστοιχη ὅμως αὔξηση τῆς τιμῆς τῶν ὑπηρεσιῶν ποὺ προσφέρονται στὸν χῶρο ἀναψυχῆς τοῦ Φαλήρου, ἔκανε τὸ δημοφιλὲς προάστειο προσιτὸ μόνον σὲ ὅσους εἶχαν ἄνεση οἰκονομική:

Ἡμεῖς δὲ οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι εἰς τὰ Ὀλύμπια εὑρίσκομεν τὴν παρηγορίαν μας. Ἐκεῖ ἡ πολύφωτος πλατεία μὲ τὸν μέγαν ἐν μέσῳ διάδρομον μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ὑποδουλωθὲν Φάληρον, ἀπωτέρα δὲ ἡ εὐρεία τοῦ Σαρωνικοῦ κόλπου θάλασσα μᾶς φέρει τὸν θαλασσινὸν ἀέρα ἐλεύθερον καὶ ζωτικόν,

Ὁ ἀπόλυτος αὐτὸς ἐκχρηματισμὸς τῆς ψυχαγωγίας, ποὺ προσφερόταν  στὴν περιοχή, δυσαρεστεῖ ἔντονα τὸν Μωραϊτίδη καὶ ἀναγκάζεται, στὴν κάθοδό του πρὸς τὸ Φάληρο, νὰ περιορίζεται στὴν ἐπίσκεψή του, πρὸς ἀναψυχήν, στὰ Ὀλύμπια,[15] ἕναν χῶρο κοντὰ στὴ  περιοχή, ὅπου κάποιος δύναται ἔστω καὶ ἀπὸ κάποια ἀπόσταση νὰ ἀπολαύσει τὶς χάρες τοῦ Φαληρικοῦ τοπίου.
Σφίγξ, «Ἀττικαὶ νύκτες»,
Ἐφ. Μὴ χάνεσαι, 5.7.1881, σ. 6.
Ὁ Μωραϊτίδης περιγράφει
τὴν κάθοδό του στὰ Ὀλύμπια τοῦ Φαλήρου.

Τελικά, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἐν ἀγανακτήσει ἀναφωνεῖ:

Βλέπετε τώρα μὲ τὰ χρήματά σας, χρυσοκάνθαροι, ὁμιλεῖτε μὲ τὰ χρήματά σας, περιπατεῖτε μὲ τὰ χρήματά σας, ἀγαπᾶτε μὲ τὰ χρήματά σας, τρώγετε  μὲ τὰ χρήματά σας.
Σφίγξ, «Ἀττικαὶ νύκτες»,
Ἐφ. Μὴ χάνεσαι, 5.7.1881, σ. 7.
Ὁ Μωραϊτίδης ὁραματίζεται φανταστικὴ
κάθοδο τοῦ Χατζῆ Ἐμὶν Ἀγᾶ
‒τοῦ Ὀθωμανοῦ διοικητῆ
ποὺ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν Ἄρτα (24.6.1881)
στὴν Ἑλληνικὴ Διοίκηση‒
στὰ Ὀλύμπια τοῦ Φαλήρου.
Διακρίνουμε τὸν εἰρηνόφιλο
καὶ ἀντιπολεμικὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη.











ΑΤΤΙΚΑΙ ΝΥΚΤΕΣ
8 Ἰουλίου 1881.
Ἔχετε ἰδέαν τινὰ περὶ Φαλήρου; Ὄχι. Ἀλλ’ οὔτε δύναμαι ἐγὼ νὰ σᾶς δώσω καμμίαν. Διότι αἱ περὶ τῆς θερινῆς ταύτης διαμονῆς ἰδέαι σχηματίζονται, γεννῶνται ἐπὶ τόπου, ὡς τὰ λιπαρὰ σπανάκια, τὰ ὁποῖα δὲν φύονται εἰς πάντα τόπον. Ἀκολουθῶν κατὰ γράμμα τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἰάγου Παρασκευαΐδου πρέπει νὰ βάλῃς καὶ νὰ ξαναβάλῃς χρήματα εἰς τὸ πουγγί σου  καὶ νὰ κατέλθῃς εἰς τοὺς ἑλληνικοὺς Παρισίους μας· ἐκεῖ δὲ πλέον εἶσαι ἐλεύθερος νὰ διευθύνῃς τοὺς φακοὺς τῶν ὀφθαλμῶν σου κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, τὸ λογικόν σου καθ’ ὅλους τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς  καὶ ἐκ τῶν δύο αὐτῶν δεδομένων νὰ ἐξαγάγῃς τὸ συμπέρασμά σου, τὸ ὁποῖον θὰ εἶναι εἴτε καθόλου καταφατικὸν, εἴτε καθόλου ἀποφατικόν. Τὸ ἐπὶ μέρους δὲν χωρεῖ ἐκεῖ.
—Ἀλλὰ ἡμεῖς, κυρία Σφίγξ, δὲν γνωρίζομεν λογικήν. Βγάλε μας ἓν συμπέρασμα.
*
*     *
Λοιπὸν ἀκούσατε, ἄλογα ὄντα. Ἐν Φαλήρῳ βλέπεις χρήματα, ὁμιλεῖς χρήματα, περιπατεῖς χρήματα, ἐρωτεύεσαι χρήματα, τρώγεις χρήματα.
Λογικὴ καὶ μὲ μίαν φράσιν ὅλα αὐτά: ‘‘Σοῦ τρώγουν χρήματα’’!


*
*     *

Ποῦ εἶσαι, Φάληρον τοῦ ’75! (Ὅσον θέλω νὰ ἀποφύγω τὴν ἐλεγείαν, τόσο μὲ ἀναγκάζουν αἱ περιστάσεις νὰ ὑποχωρῶ). Εἶναι δυνατὸν τώρα ἐνθυμούμενος, ὦ νέε τοῦ ’75, τὰς ἀθώας τοῦ Φαλήρου διασκεδάσεις, νὰ μὴν θρηνήσῃς διὰ τὴν ἱδρυθεῖσαν ἐκεῖ ἀηδῆ πολυτέλειαν; Ἓν Φάληρον εἴχομεν, καὶ αὐτὸ οἱ ὁμογενεῖς μας τὸ κατέκτησαν, καὶ εἰσήγαγον ἓν τῷ ἅμα τοὺς χρηματολογικοὺς νόμους των.
Ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νὰ διηγηθῶμεν τὰ τῆς κατακτήσεως διότι εἶναι τραγικώτατα.
Ἡ μάχη ἐδόθη ἐν τῇ δημοπρασίᾳ ὑπὸ τῶν ὁμογενῶν, ἡγουμένου Κατσίμπαλη καὶ ταχυδρόμου, καὶ ὑπὸ τῶν ἑλλήνων, ἡγουμένων Δανιὴλ καὶ Ξύδη τῶν ξενοδόχων. Ἡ μάχη ἐγένετο κρατερά. Ἐπρόκειτο περὶ ἰθαγένειας καὶ περὶ ξενισμοῦ. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας διήρκει ὁ περὶ τῶν ὅλων ἀγών.
Ὁ χρυσὸς ἀντήχει προκλητικώτατος. Τέλος 30.000 χρυσίου κατέπνιξαν τὸ ἰθαγενὲς στοιχεῖον καὶ ὁ Κατσίμπαλης νικητὴς ἐγκατέστη εἰς τὸ χρυσοῦν αὐτοῦ βασίλειον. Ἀπὸ τῆς οἰκτρᾶς ἥττης τῶν Δανιὴλ καὶ συντροφία χρονολογεῖται ἡ κατάκτησις. Ἔκτοτε σύμβολον τοῦ νέου βασιλείου εἶναι τὸ χρῆμα. Ἔκτοτε διὰ νὰ βλέπῃς ἐν Φαλήρῳ πρέπει νὰ ἔχῃς χρήματα. Διὰ νὰ ὁμιλῃς πρέπει νὰ ἔχῃς χρήματα, διὰ νὰ ἀγαπήσῃς πρέπει νὰ ἔχῃς χρήματα, διὰ νὰ φάγῃς πρέπει νὰ ἔχῃς χρήματα.
Ἡ λογική. Καὶ μὲ μίαν φράσιν ὅλα αὐτά: διὰ νὰ φαγωθῇς πρέπει νὰ ἔχεις χρήματα.


*
*     *

Ἀλλ’ ὁ κατακτητὴς Κατσίμπαλης νομίζετε, ὅτι ἐσταμάτησεν ἕως αὐτοῦ; Ὄχι. Ἵνα ἐπιδείξῃ τὴν τοῦ ὡραίου Φαλήρου κυριαρχίαν του ἐκήρυξε τὰ ἑξῆς:
—«Ἠμπορεῖ νὰ εἶσαι Κροῖσος, δὲν ἠμπορεῖς νὰ φάγῃς οὔτε προτῄτερα οὔτε ἀργότερα ἀπὸ τὴν ἑβδόμην ὥραν».
Καὶ τὴν καταπίεσιν αὐτὴν τὴν κατέπιον οἱ ἡττηθέντες καὶ ἔκτοτε τὸ περιπαθὲς Φάληρον, περιπαθέστερον καὶ τῆς μᾶλλον περιπαθοῦς ἐρωμένης, στενάζει ὑπὸ τοὺς ὄνυχας τοῦ ἀγρίου κατακτητοῦ. Εἰς μάτην κατὰ τὰς σεληνοφεγγεῖς νύκτας ἱκετεύει διὰ τῶν ἀπείρων καλλονῶν του, ἃς ἡ κατάκτησις γλυκυτέρας κατέστησεν. Εἰς μάτην κατὰ τὰς ἀσελήνους νύκτας χύνει ἄφθονα δάκρυα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα ἄστρα τοῦ γλαυκοῦ οὐρανοῦ του. Ὁ ἀπάνθρωπος κατακτητής, ἵνα τὸ καταπλήξῃ, ἐφώτισε τὴν θαλασσόβρεκτον πλατεῖάν του διὰ δώδεκα φανῶν ἠλεκτρικοῦ φωτὸς καὶ ἔδωκεν ὄψιν κοιμητηρίου εἰς τὴν ζωοδότειραν ἐκείνην διαμονήν, ἐν ᾗ ὥσπερ βρυκόλακες τώρα ἀνεβοκαταιβαίνουσι κομπάζοντες μὲ τὰ πρασινοκίτρινα μοῦτρά των οἱ ὁμογενεῖς.
Βλέπετε τώρα μὲ τὰ χρήματά σας, χρυσοκάνθαροι, ὁμιλεῖτε μὲ τὰ χρήματά σας, περιπατεῖτε μὲ τὰ χρήματά σας, ἀγαπᾶτε μὲ τὰ χρήματά σας, τρώγετε  μὲ τὰ χρήματά σας.
Λογική. Καὶ μὲ μίαν φράσιν ὅλα αὐτά: φαγωθῆτε μὲ τὰ χρήματά σας!

*
*     *

Ἡμεῖς δὲ οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι εἰς τὰ Ὀλύμπια εὑρίσκομεν τὴν παρηγορίαν μας. Ἐκεῖ ἡ πολύφωτος πλατεία μὲ τὸν μέγαν ἐν μέσῳ διάδρομον μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ὑποδουλωθὲν Φάληρον, ἀπωτέρα δὲ ἡ εὐρεία τοῦ Σαρωνικοῦ κόλπου θάλασσα μᾶς φέρει τὸν θαλασσινὸν ἀέρα ἐλεύθερον καὶ ζωτικόν, ἐνῷ ἄνω ὁ γλαυκὸς τῆς Ἀττικῆς μας οὐρανὸς δὲν ἠξεύρει μὲ πόσα λαμπρὰ ἄστρα νὰ μᾶς εὐχαριστήσῃ καὶ μᾶς παρουσίασε καὶ κομήτην ἀκόμα.
Ἐκεῖ δύνασαι νὰ βλέπῃς καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃς χρήματα. Δύνασαι νὰ περιπατῇς, νὰ ὁμιλῇς καὶ χωρις νὰ ἔχῃς χρήματα, δύνασαι νὰ ἀγαπᾷς καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ χρήματα, καὶ τὸ καλλίτερον, δύνασαι νὰ φάγῃς καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃς χρήματα.
λογική. Καὶ μὲ μίαν φράσιν ὅλα αὐτά: ‘‘κανεὶς δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ σὲ φάγῃ ἐκεῖ, διότι δὲν ἔχεις χρήματα’’.
Σφίγξ.



[1] Σχόλιο τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, γιὰ τὴν ἀνάγνωση ἔργων τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη· Ὁμόπλουν πλοῖον. 5 κείμενα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, φιλ. ἐπιμ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Γνώση καὶ Στιγμή, Ἀθήνα 1990,  σ. 10.
[2] Σφίγξ, «Ἀττικαὶ νύκτες», Ἐφ. Μὴ Xάνεσαι, φ. 175 / 9.7.1881, σ. 5-6· ἐπίσης, τὸν προηγούμενο χρόνο, στὶς 14 Αὐγούστου 1880, στὸ «Μὴ Χάνεσαι», στὴν στήλη του «Φρέσκα-Φρέσκα» γράφει γιὰ τὶς καιρικὲς συνθῆκες στὸ Φάληρο τὴν Τρίτη 12 Αὐγούστου 1880: Τὴν Τρίτην τὸ ἑσπέρας ἡ θάλασσα τοῦ Φαλήρου προσεβλήθη ὑπὸ σουτσιάδος. Ἀκριβῶς μία ταινία, ἡ ταινία ἐν ἧ γίνονται τὰ λουτρὰ εἶχε τὸ ἄχαρι ἐκεῖνο χρῶμα ὅπερ ἐν Ἀθήναις ἐγένετο πλέον τὸ ἔννατον χρῶμα τοῦ φωτός, ὀνομασθὲν πρότερον μὲν κυριακῆτις νῦν δὲ σουτσιάς. Ἐκολυμβούσαμεν, μᾶς ἐφαίνετο ἐντὸς λίμνης ἐκ κονιορτοῦ ῥευστοῦ.  Ἆ κύριε Μπάτη, ἐννοοῦμεν νὰ φυσᾷς ἀλλὰ ὄχι καὶ νὰ μᾶς γεμίζῃς τὸ στόμα λάσπην. · Σφίγξ, «Φρέσκα-Φρέσκα»,  Ἐφ.  Μὴ Χάνεσαι, 14.8.1880, σ. 2.
[3] Γιὰ τὰ ψευδώνυμα που χρησιμοποιοῦσε ὁ Μωραϊτίδης, βλ. Ροδάνθη Βαλερᾶ - Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ διηγηματογραφικοῦ του ἔργου, ἐκδ. Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1996,  σ. 240.
[4] Ἐνδεχομένως πρόκειται γιὰ τὸν Φιλοποίμενα Παρασκευαΐδη, τὸν ὁποῖο, σὲ σημείωμα ποὺ δημοσιεύεται στὴν ἐφημερίδα «Νέα Ἐφημερίς» στὶς 18 Νοε. 1885, ὁ Ἑρ. Σλῆμαν παροτρύνει νὰ φυτεύσει στὸ Φάληρο εὐκαλύπτους γιὰ νὰ τὸ καταστήσει ὑγιεινότερον ὡς τόπο διαμονῆς ἀλλὰ καὶ ἐπισκέψεως: «Ὄχι πλέον μόνον διὰ τὰ ἀρχαῖα ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ Νέον Φάληρον ἔπεμψε πρὸς τὸν κ. Φιλ. Παρασκευαϊδη ἐπὶ ἐπισκεπτηρίου του τὴν ἑξῆς σημείωσιν: ‘‘Θερμῶς παρακαλῶ νὰ φυτεύσητε εἰς Φάληρον νῦν πολλοὺς εὐκαλύπτους· τὰ γὰρ δένδρα ταῦτα ἀπορροφῶσι τὰ κακὰς ἐξατμίσεις ὥστε οὐδέποτε ὑπάρχει πυρετὸς ἔνθα ὑπάρχει εὐκάλυπτος. Δύνασαι ἀγοράζειν αὐτοὺς ἐν τῷ βοτανικῷ κήπῳ, 50 λεπτὰ τὸν ἕνα’’. Πραγματικῶς ἂν ἡ συμβουλὴ αὕτη τοῦ κ. Σλῆμαν ἐξετελεῖτο ἤδη πᾶν μίασμα ἤθελεν ἐκλίπει ἐν τῷ ὡραίῳ ἁλιπέδῳ καὶ τώρα θὰ ἤνθει τὸ Φάληρον».· Ἀνώνυμος, «Ὁ κ. Σλῆμαν καὶ διὰ τὰ νέα», Ἐφ. Νέα Ἐφημερίς, 18.11.1884, σ. 3. Ὁ Φ. Παρασκευαϊδης συμμετεῖχε, μὲ ἄλλους, στὴν ἐπιτροπὴ ποὺ συγκροτήθηκε γιὰ νὰ ἐπιμεληθεῖ τὸ ἀνέβασμα τοῦ θεατρικοῦ ἔργου τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη, «Ἡ Καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν».· Ἀρετὴ Βασιλείου, Τρυγὼν ἡ φιλέρημος, [Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης], Ἡράκλειο 2015, σ. 371. Τὸν Φ. Παρασκευαΐδη ἀναφέρει μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ ὡς «τελευταῖον μὴ τρελλὸν Ἕλληνα» χαριτολογικὸ ἄρθρο θεατρικῆς κριτικῆς, στὸ «Μὴ Χάνεσαι» τῆς 5ης Ἰουνίου 1880 μὲ τίτλο, «Φάληρον. Οἱ γάμοι τῆς Γιαννούλας-Οἱ Καρβουνιάρηδες» ποὺ ὑπογράφεται ψευδωνυμικῶς ὡς «Ἀθηναῖος; Θεὸς φυλάξοι!»: «Ἂν πρόκειται νὰ λάβῃ ποτε πέτρινον ἔνδυμα ἡ ὑπὸ τοῦ κ. Ζαΐμη ὡς μεγάλη περὶ Ἀθηναίων ἀνακηρυχθεῖσα ἰδέα τοῦ κ. Δρομοκαΐτου πρὸς σύστασιν Σωφρονιστηρίου, ἂς μοὶ ἐπιτρέψουν ὁ ἀρχιτέκτων κ. Θεοφιλᾶς ἢ ὁ φρενολόγος κ. Γεωργαντᾶς νὰ προτείνω ὡς τόπον ἱδρύσεως φρενοκομείου τὸ Φάληρον. Ἐκεῖ μόνον δύναται νὰ δικαιώσῃ τὸ ὄνομά του: Σωφρονιστήριον, ὅταν μάλιστα βασιλέα αὐτοῦ ἀναγορεύσωμεν τὸν τελευταῖον μὴ τρελλὸν Ἕλληνα, Φιλοποίμενα Παρασκευαΐδην». · Ἀθηναῖος; Θεὸς φυλάξοι!, «Φάληρον. Οἱ γάμοι τῆς Γιαννούλας-Οἱ Καρβουνιάρηδες», Ἐφ. Μή Χάνεσαι, 5.6.1880, σ. 3. Ἴσως, ὅμως, νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ὡς δήμαρχο τοῦ τόπου ὀνοματίζει ὁ Μωραϊτίδης ὡς κ. Παρασκευαΐδη στὸ δημοσίευμά του «Τὸ Φάληρον» τῆς 20ης Ἰουλιου 1880 στὸ «Μὴ Χάνεσαι», ὁπότε μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν ἐπὶ εἰκοσαετία δημαρχικὸ πάρεδρο Μιχαὴλ Δ. Παρασκευαΐδη (1853-1909) ποὺ ἄσκησε ἐπανειλημμένα καθήκοντα δημάρχου ἀντικαθιστώντας τὸν ἐπιτυχημένο δήμαρχο Πειραιῶς Τρύφωνα Μουτζόπουλο.· Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «Εἰς ἕνα βαγόνι τρίτης θέσεως τοῦ ‘‘Μὴ Χάνεσαι’’», Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 835, 26.7.2019, σ. 15-16· Γιάννης Χατζημανωλάκης, Οἱ Δήμαρχοι τοῦ νεότερου Πειραιᾶ, Κορυδαλλὸς 1999, σ. 173.
[5] Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1874 διακόπτει τὴ φοίτησή του στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ δημοσιογραφία, ἐνῶ τὸν Σεπτ. τοῦ 1875 ἐπανεγγράφεται στὴ Σχολή· Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος. Λεύκωμα Μωραϊτίδη, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 53, 56.
[6] Μὲ Β.Δ. τῆς 15ης Νοε. 1876, ἡ συνοικία τοῦ Φαλήρου  ἀναγνωρίζεται ὡς συνοικισμός.· Νίκος Μέλιος - Εὐαγγελία Μπαφούνη, Νέο Φάληρο.Φωτογραφικὸ ὁδοιπορικό, [ΕΛΑΪΣ ΑΕ & Ἰνστιτοῦτο μελέτης τῆς Τοπικῆς Ἱστορίας τῶν ἐπιχειρήσεων (ΙΜΤΙΙΕ)], ΝέοΦάληρο 1998, σ. 12.
[7] Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1875 δημοσιεύει στὸ «Ἀττικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ δισέκτου ἔτους 1876» μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ἀ.Μωραϊτίδης» τὸ ποίημά του μὲ τίτλο ‘‘Ρούυ-Βλάς’’, ὅπου ἀναφέρει γιὰ τὸ Φάληρο:
«Ἡ Μουσικὴ ἠχεῖ γλυκεία / εἰς τὰ φαληρικὰ πεδία. / Ὑψώθη ἡ αὐλαία πλέον / κι ἰδοὺ μελόδραμα ὡραῖον. / Τὸ πᾶν τοὺς φθόγγους ἀκροᾶται / μόνος ὁ δάσκαλος κοιμᾶται  .... Πόσας ἐλπίδας ἡ σελήνη / μὲ δίδει. Πόσο μὲ φαιδρύνει / τὸ ψᾶλλον κῦμα τοῦ Φαλήρου / πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ ἀπείρου / καὶ τῆς νυκτὸς ἡ ἡρεμία πόσο μου φαίνεται ἁγία ....».· Εἰρηναῖος Ἀσώπιος, «Ἀττικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ δισέκτου ἔτους 1876», Ἀθῆναι 1875, σ. 125.· Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος. Λεύκωμα Μωραϊτίδη, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 66.                                       
                                                                         

[8] Αὐτό, παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς «στὰ χρόνια τῆς νεότητός του, τὰ πρῶτα του ἀκούσματα ἦταν συνδεδεμένα μὲ τοὺς πνευματικούς του προγόνους, τοὺς Κολλυβάδες, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται καὶ κτίζουν στῆς Ἀγαλιανοῦς τὸ ρέμα τὸ περίφημο νέο μοναστήρι, τὴν Εὐαγγελίστρια»· Κων. Ν. Καλλιανός, Μωραϊτίδεια Α΄. Μικρὰ μελετήματα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ἐκδ. Τῆνος, χ.χ., σ. 40.
[9] Βλ. Νικόλαος Ι. Ζαγανιάρης, «Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Μία πεντηκονταετία», Σκιάθος 17 (1980) 32-33.
[10] Βλ. Χ. Β. Χειμώνας, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, [Ἀναπτυξιακὴ Σκιάθου Α.Ε.], σ. 60, ὅπου παρουσιάζεται ὁ Μωραϊτίδης ὡς Καθηγητής.
[11] «Ὁ Κατσίμπαλης, στὴν ἀρχὴ τῆς δεκαετίας τοῦ 80, ἔχει κάνει σύμβαση μὲ τὴν Ἑταιρεία Σιδηροδρόμων σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἐκμισθώνεται σ’ αὐτὸν τὸ Μέγα Ξενοδοχεῖον τοῦ Φαλήρου Grand Hôtel de Phalère καὶ τὸ 1884 τὸ Θέατρο Φαλήρου»·  Opera and the Greek World during 19th century, [Ionian University, Music Department, Hellenic Music Research Lab], Corfu 2019, σ. 44. Σημειώνεται πὼς οἱ ὑψηλὲς τιμὲς στὶς θεατρικὲς παραστάσεις ποὺ ἐπέβαλε ὁ Κατσίμπαλης εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν μειωμένη προσέλευση μὲ συνέπεια  ἀργότερα νὰ ἀναγκασθεῖ σὲ μείωση τῆς τιμῆς τῶν εἰσιτηρίων· βλ., στὸ ἴδιο,  σ. 56.
[12] Πράγματι, ἡ προσπάθεια ἠλεκροδότησης στὴν περιοχή: «συναντᾶ μεγάλες δυσχέρειες λόγῳ ἔλλειψης ἐξειδικευμένων τεχνητῶν».· Μέλιος - Μπαφούνη, Νέο Φάληρο, σ. 12. «Τὸ ἠλεκτρικὸν φῶς τοῦ Φαλήρου δοκιμασθὲν ἐπανειλημμένως ἀπεδείχθη ὅτι ἐπέτυχε μετρίως»· Ἐφ. Σφαίρα, 8.6.1881, σ. 2.
[13] «Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, τὸ σύνολο τῶν ἐγκαταστάσεων τῆς Ἑταιρείας Σιδηροδρόμων φέρεται νὰ ἐκμισθώθηκε στὸν Γ. Κατσίμπαλη γιὰ μία περίπου ὀκταετία» https://mlp-blo-g-spot.blogspot.com/2013/11/HotelDePhalere.html, 21.8.2019.
[14] Βλ. Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «Ἀμύθητος τέρψις κύματος καὶ δροσιᾶς», Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 830 / 21.6.2019, σ. 15-16.
[15] Γιὰ τὰ Ὀλύμπια, χῶρο πολιτισμοῦ, ἀθλητισμοῦ καὶ γενικότερης ψυχαγωγίας καὶ τὴ μελέτη ἐγκατάστασής τους στὸ φαληρικὸ πεδίο, βλ. Λύσανδρος Καυτατζόγλου, Τὰ Ὀλύπια ἐν Φαλήρῳ και τὸ νῦν μεταρρυθμιζόμενον Ζάππειον, Ἀθῆναι 1880, ὅπου μεταξὺ ἄλλων σημειώνεται: «Τίς δ’ ἆρα οὗτος ὁ πρὸς νέαν Ἄλτιν τόπος εἰς σύστασιν τῶν Ὀλυμπίων Ζαππείων; Βεβαίως ἡ ἀνεύρεσις αὐτοῦ πρὸς μὴ τυφλοὺς οὐ χρῄζει χρησμοδοτήματος τῆς δελφικῆς Πυθίας· διότι τοῖς πᾶσιν εἶναι γνωστὴ ἡ περίβλεπτος καὶ γραφικὴ φαληρικὴ πεδιάς, μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Ἀθηνῶν κειμένη, οὖσα σχεδὸν παρεμφερὴς τῇ τῆς Ἄλτεως  τῶν Ὀλυμπίων τοποθεσίᾳ ... Πρὸς μεσημβρίαν ὁρίζεται ὑπὸ τῆς εὐρείας καὶ χαριεστάτης φαληρικῆς παραλίας, ἐξωραϊζομένης διὰ νέων καὶ τερπνῶν οἰκοδομῶν, καὶ ζωογονουμένης ὑπὸ τοῦ σιδηροδρόμου, ὅστις διηνεκῶς μεταφέρει τοὺς φοιτῶντας ἐξ Ἀθηνῶν καὶ Πειραιῶς πρὸς ἀπόλαυσιν τῶν θαλασσίων λουτρῶν, τῆς θαλασσίου αὔρας καὶ τῶν θεατρικῶν παραστάσεων ...Ἐν Ἀθήναις τῇ 20 Δεκεμβρίου 1879. Λύσανδρος Καυτατζόγλου».
Στὰ Ὀλύμπια κάνει ἀναφορὰ ὁ Μωραϊτίδης καὶ σὲ προγεγέστερο δημοσίευμά του στὸ «Μὴ Χάνεσαι», στὶς 5 Ἰουλίου 1881 στὴ στήλη του «Ἀττικαὶ νύκτες», ὅπου ἀναφέρεται στὴν παράδοση τῆς Καρδίτσας καὶ τῆς Ἄρτας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ σημειώνει μεταξὺ ἄλλων: «Τί μελτεμάκι... Καὶ τώρα ποῦ μὲ ὁδηγεῖς, δροσερόν μελτεμάκι; Εἰς τὰ Ὀλύμπια! Εἰς τὰ Ὀλύμπια. Ἐκεῖ ὁ κόσμος, ἐκεῖ ἡ ζωὴ ἐκεῖ ἡ χαρά. Γελᾶτε τρυφᾶτε μὲ τοῦ καιροῦ τὰ δῶρα, ἐνόσῳ ἐξακολουθεῖ ἡ ἀναίμακτος κατάληψις. Διότι δὲν γνωρίζομεν τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Μία τρέλα ἔρχεται εἰς τὸν Χατζῆ Ἐμὶν καὶ μᾶς χαλνᾶ ὅλα τὰ σχέδια. Γελᾶτε τρυφᾶται. Ὁ πρευσβευτὴς τῆς Ἀγγλίας κ. Φόρδ σᾶς βλέπει ἀοράτως καὶ γράφει πρός τὸν ἐξοχώτατον Γράμβιλ: ‘‘Εἶχε δίκαιον ὁ κ. Κόρβετ νὰ σᾶς γράφῃ, ὅτι ὁ κ. Κουμουνδοῦρος συνεκάλει τὴν ἐφεδρείαν διὰ νὰ συγκρατήσῃ τὴν πλειοψηφίαν. Ὁ κ. Κουμουνδοῦρος ὁ εὐφυέστερος τῶν πολιτικῶν. Ἐλᾶτε ἐξοχώτατε εἰς τὰ Ὀλύμπια, νὰ ἰδῆτε τὸν φιλοπόλεμον λαὸν τῶν Ἀθηνῶν πῶς διασκεδάζει, μὴ φροντίζων παντάπασι περὶ πολιτικῶν καὶ πολιτικῆς. Θὰ μὲ εἴπητε ἴσως, ‘‘Ἀλλὰ ὁ κ. Τρικούπης ὁ κραυγάζων ὑπὲρ τῆς ταχείας συγκαλέσεως τῆς Βουλῆς δὲν γνωρίζει μὲ τί λαὸν ἔχει νὰ κάμῃ;’’. Καὶ οἱ δύο ἐξοψώτατε γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὸν λαόν. Ἀλλ’ ὁ μὲν ἐκάλει τὴν ἐφεδρείαν διὰ νὰ συγκρατήσῃ τὴν κυβερνητικὴν πλειοψηφίαν, ὁ δὲ κραυγάζει ὑπὲρ τῆς Βουλῆς καὶ τῶν δικαιωμάτων της διὰ νὰ συγκρατήσῃ τὴν ἀντικυβερνητικὴν πλειοψηφίαν.
Καὶ τώρα μοῦ ἔρχονται αἱμοχαρεῖς σκέψεις. Ἤθελα νὰ παρῆγεν ἔξαψιν εἰς τὸν Χατζῆ-Ἐμὶν ὁ καύσων τοῦ Ἰουλίου καὶ νὰ εἰσήρχετο οὗτος εἰς τὸ Κράτος καὶ νὰ ἤρχετο εἰς τὰ Ὀλύμπια καὶ νὰ ἐθέριζεν ὅλους τοὺς ἄρρενας, ἐκτὸς ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος ἤμουν ἐξ ἀρχῆς κατὰ τοῦ πολέμου. Τότε, τί χαρὰ, θὰ ἔμενα μόνος καὶ θὰ ἐπλησίαζα ἀφόβως τὴν πολυπόθητον τράπεζαν περὶ ἣν συγκροτεῖται ἀπογεματιανὴ φαιδρά, ὡς ἡ δροσιὰ τῆς νυκτός, χαρίεσσα ὡς τὸ θέαμα  τοῦ σεληνοφεγγοῦς ὁρίζοντος τῆς Ἀττικῆς. Τί γέλοια, τί εὐφυΐαι, καὶ τὶ κρυφομιλήματα περὶ τὴν τράπεζαν ἐκείνην. Ἀλλὰ τὰ κρυφομιλήματά σας ἡ ‘‘Σφίγξ’’, ἡ μυστηριώδης ‘‘Σφίγξ’’, τὰ ἤκουσεν ὦ φαιδρὰ ὁμήγυρις. Ἐγελούσατε κρυφὰ δι’ ἕνα κύριον, ὅστις νύχτα-μεσάνυχτα ἐνεφανίσθη προχθὲς εἰς τὰ  Ὀλύμπια μὲ τὴν καλοκαιρινὴν ὀμβρέλλαν του»· Σφίγξ, «Ἀττικαὶ νύκτες», Ἐφ. Μὴ χάνεσαι, 5.7.1881, σ. 6-7.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
*Πρώτη δημοσίευση στὰ «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρεβενῶν, φ. 838 / 30.8.2019, σ. 15-18.

1 σχόλιο:

  1. Χαίρεσαι νὰ τὰ διαβαζεις αὐτὰ τὰ κέιμενα...Ὁμορφογραμμένα, χαριτωμένα μὲ γνησια Ἑλληνικά, μὲ νόημα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕνα λεπτὸ χιοῦμορ, ποὺ ντυνει τὸ λογο μὲ ἐξαισιο τρόπο, ἀρχοντικὸ θὰ ἔλεγα...π.κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή