Στὶς
5 Ἰουλίου τοῦ 2019, στὸ βιβλιοπωλεῖο «ἄπειρος Χώρα», παρουσιάστηκε ἡ συλλογὴ
διηγημάτων τοῦ Θεόδωρου Ε. Παντούλα «Ὁλοῦθε ξένος». Καλὸς καὶ πιστὸς φίλος τῶν Ἀγράφων
καὶ τῶν Ἀγραφιωτῶν ὁ συγγραφέας, ζήτησε τὴ συμμετοχή μας, τοῦ ἱστολογίου ellinomouseionagrafon.blogspot.com,
στὴν
παρουσίαση τοῦ βιβλίου τὴν ὁποία δημοσιεύουμε κι ἐδῶ.
Θεόδωρος
Παντούλας
Ὁλοῦθε ξένος
Ἐκδόσεις manifesto,
Ἀθήνα, Μάϊος 2019
Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Θόδωρο Παντούλα
ποὺ μοῦ πρότεινε, τιμητικὰ γιὰ μένα βέβαια, νὰ μὲ συμπεριλάβει στὴν τράπεζα τῆς
παρουσίασης τοῦ βιβλίου του. Ἀκόμη πιὸ τιμητικὸ καθὼς ἡ παρουσίαση τοῦ «Ὁλοῦθε
ξένος» γίνεται μαζὶ μὲ τοὺς Θανάση
Παπαθανασίου καὶ Βασίλη Ζηλάκο. Τὸν
Θανάση Παπαθανασίου τὸν γνώρισα ἐξ ἀκοῆς ὅταν εἶχα ἀκούσει πρὶν χρόνια μία
πράγματι ὑπέροχη ραδιοφωνικὴ παρουσίαση ἑνὸς βιβλίου
τοῦ Jonh Blair γιὰ
τὴν κυρὰ τῆς Ὀξφόρδης, τὴν Ἁγία Φραϊτζγουαϊντ καὶ νὰ πού, ἐλέῳ Παντούλᾳ,
βρίσκομαι ἐδῶ δίπλα του. Τὸν Βασίλη Ζηλάκο δὲν τὸν γνώριζα. Ὅταν περνοῦσα
ἀπὸ τὴ Διδότου, πολλὲς φορὲς χάζευα τὴ βιτρίνα ἀπ’ τὸ ‘‘Κουκούτσι’’ μὲ τὶς πολὺ
προσεγμένες ἐκδόσεις. Συναντηθήκαμε ὅμως πέρυσι, ὅλως παραδόξως, στὰ μακρινὰ
Γρεβενὰ στὴ συντροφιὰ τοῦ Θόδωρου Π. καὶ τώρα ἐδῶ μὲ τὸ «Ὁλοῦθε ξένος» πάλι ἐλέῳ Παντούλᾳ. Δὲν ἔχω ἐμπειρία παρουσιάσεων βιβλίων και οὔτε καὶ μοῦ
πάει· δὲν τὰ πολυκαταφέρνω κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον. Ἴσως θὰ μοῦ εἶναι πιὸ εὔκολο
νὰ βρῶ τὴν ἀγνοούμενη «Δούλα» τοῦ Παπαδιαμάντη παρὰ νὰ κάνω μία οὐσιαστικὴ
παρουσίαση βιβλίου καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκα. Ἀλλὰ ὁ Παντούλας ἔχει ἕναν ἰδιαίτερα
γοητευτικὸ τρόπο ‒ποὺ
εἰλικρινὰ τὸν θαυμάζω‒
νὰ σὲ πείθει μὲ τὸν τρόπο του καὶ νὰ ἐκμαιεύει τὴ συναίνεση στὸ ὅποιο αἴτημά του.
|
Ἐξ ἀριστερῶν: Θ. Παντούλας, Θ. Παπαθανασίου,
Β. Ζηλάκος, Κ. Τσιώλης |
Ἔτσι,
μοῦ ζήτησε νὰ φέρω ἀεράκι Ἀγραφιώτικο
καί δροσιὰ Καρπενησιώτικη στὴ
παρουσίαση τοῦ βιβλίου του· ζέστα πολὺ προβλεπόταν. Πῶς νὰ τοῦ ἀρνηθεῖς, ὅταν
μάλιστα διαβάζεις τὸ βιβλίο καὶ νοιώθεις πὼς μοσχοβολάει ρίγανη καὶ τσάι του
βουνοῦ; Ἀλλὰ ὄχι μόνο αὐτά. Τὸ βιβλίο σὲ
ταξιδεύει ἀπὸ τὴν ἐκκωφαντικὴ ἡσυχία τοῦ βουνοῦ στὴν πολύβουη πόλη, ἀπ’ τὰ ὄρη
στὰ πέλαγα, σὲ διάφορες ἱστορικὲς περιόδους, σὲ συναισθήματα καὶ αἰσθήματα ὁμολογημένα
κι ἀνομολόγητα, σὲ καϋμοὺς καὶ πάθη, σὲ χαρές, λύπες καὶ χαρμολύπες· νοσταλγός,
μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς ἐπιθυμίας ἐπιστροφῆς στὸν πρῶτο τύπο, δηλ. ἑνὸς τρόπου ζωῆς
μὲ ἄλλες ἀξίες, ἀλλὰ καὶ ρεαλιστικὴ ἀντιμετώπιση ‒καὶ παραδοχὴ χωρὶς ἀποδοχή‒, τοῦ τρόπου καὶ τοῦ τόπου βιοτῆς
μὲ τὶς σημερινὲς ἀξιακὲς κλίμακες.
Ὅμως, γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, εἶχα καὶ μιὰ
μορφὴ ἰδιοτέλειας στὴν ἀποδοχὴ τῆς
πρότασης: Ζηλεύω τὸν τρόπο ποὺ γράφει ὁ Παντούλας· αὐτὸ τὸ δωρικότροπο, σπαρταριστὸ λογοτεχνικὸ ἰδίωμα ποὺ
ἂν καὶ συντοπίτης, ὅπως πολὺ τιμητικὰ μὲ ἀποκαλεῖ, ‒ἐγὼ ἀπ’ τ’ Ἄγραφα κι αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, τὰ Βόρεια Ἄγραφα δηλαδή‒, οὔτε νὰ
τὸ γράψω οὔτε νὰ τὸ μιλήσω εἶμαι ἱκανός. Ὅπως εἶχα εἰπεῖ καὶ μιὰν ἄλλην φορά, οἱ
πολλὲς δεκαετίες μου στὸ Κλεινὸν Ἄστυ καὶ στὰ παράλια τοῦ νότιου Εὐβοϊκοῦ,
μετάλλαξαν, ἄμβλυναν ἢ καὶ ἐξαφάνισαν ἐκεῖνες τὶς ὀρεινοτεχθεῖσες ἐσωτερικὲς δυνάμεις
καὶ παραμέτρους ποὺ ὁδηγοῦν τὴ σκέψη, καὶ
τὴ γραφίδα κατ’
ἐπέκτασιν, νὰ ἐκφέρει
λόγο καὶ γραφὴ Ἠπειρώτικη. Λόγο λοιπόν,
τὸν ὁποῖο ἀφοῦ δὲν καταφέρνω νὰ γράψω εἶπα ἂς κάνω ἔστω μία προσπάθεια νὰ τὸν
παρουσιάσω. Ἄλλωστε, σκέφτηκα, ἡ μισὴ ντροπὴ θὰ εἶναι δική μου· ἡ ἄλλη τοῦ
Θόδωρου ποὺ μὲ πρότεινε.
Ὅμως
θὲς ἡ πὼς ἡ πρόταση ‒ὅπως, ἄλλωστε, πολὺ τὸ συνηθίζει ὁ Θόδωρος‒ ἔγινε χρονικὰ
πολὺ κοντὰ στὴν παρουσίαση, θὲς οἱ πολλὲς μέριμνες, θὲς ὁ Μωραϊτίδης (ἔτος
Μωραϊτίδη γάρ) ἔφτανε ἡ μέρα παρουσιάσεως καὶ δὲν εἶχα κάμει κάτι. Ἔκατσα μιὰ-δυὸ
φορὲς ἀλλὰ μὲ ἔπιασε τὸ σύνδρομο τῆς λευκῆς σελίδας. Κοιτοῦσα τὸ laptop
ἀλλὰ τὰ δάκτυλα δὲν ἀκολουθοῦσαν.
Εἶχα
κολλήσει κατὰ πῶς λένε. Τὰ χρονικὰ ὅρια ἀσφυκτικά: καρδιὰ τοῦ Θέρους, 4η Ἰουλίου,
ἄπειρος χώρα, ὁλοῦθε ξένος, Θεόδωρος Παντούλας, παραμονές. Εἶχα καὶ τὸν φόβο μὴν ἔλθει κι ὁ κυρ Νίκος καὶ
θὰ αἰσθανόμουν πολὺ ἀμήχανα στὸ παράδοξο σχῆμα: νὰ ὁμιλῶ ἐγώ κι αὐτός ἀκούει....
Σκέφτηκα,
μήπως καλλίτερα, ἀφοῦ πέραν πάσης ἀμφιβολίας μὲ ἐπάρκεια θὰ ἐκάλυπταν τὴν
παρουσίαση ὁ κ. Παπαθανασίου κι ὁ κ. Ζηλάκος νὰ ἔλεγα κάτι γιὰ τὸν Μπάρμπα-δήμαρχο
τοῦ Μωραϊτίδη, ποὺ τὸ κατέχω κάπως. Ἔχουν
μὲ τὸ ‘‘Ὁλοῦθε ξένος’’: κοινὸ ἐκδότη,
κοινὴ ἡμέρα καὶ ἔτος κυκλοφορίας, ἀμφότερα κατὰ δήλωσιν τοῦ Θ. Π. μνημονιακά.
Καὶ στὸ ‘‘Ὁλοῦθε ξένος’’ ἔχω βάλει καὶ λίγο τὸ χεράκι μου: κάμαμε τὸν
πολυτονισμὸ στὸ πολυτονιστήρι τῆς κ. Στέλλας Μπ., καὶ στὸ word
ἀκόμη ἔκανα ὁλονυχτὶς
κάποιες μικροεπεμβάσεις καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὸ δεῖ ‒κατὰ προσταγήν του καθὼς ἤμασταν
χρονικὰ σὲ κατάσταση deadline‒ ὁ
Θόδωρος· τὸ πρωϊ ἔπρεπε νὰ τυπωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Μπάρμπα-Δήμαρχο γιὰ νὰ ὁδεύσουν ἔγκαιρα
μαζὶ στὴ μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη.
Τότε
σκέφτηκα, 4 Ἰουλίου παραμονὴ παρουσιάσεως, ἕνα τέχνασμα. Θὰ κάνω ὅ,τι ὁ
Παντούλας τὰ Σαββατοκύριακα. Θὰ πάω ν’ ἁρμυρίσω τὸ βιβλίο. Μπορεῖ τὸ θαλασσινὸ ἀεράκι
νὰ βοηθήσει. Εἶχα διαλέξει καὶ τὰ 3 διηγήματα στὰ ὁποῖα σκόπευα ν’ ἀναφερθῶ. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα μιὰ ὑποχρέωση ποὺ ἔχει σχέση μὲ
κύματα, ἀλλὰ κύματα τῆς ἐργασιακῆς θαλάσσης, πῆρα τὸν δρόμο γιὰ οἰκεῖα μέρη στὰ παράλια τοῦ
Ν. Εὐβοϊκοῦ. Ζήτησα καὶ τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια: ἤγουν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου καὶ λογιωτάτου ὁμηριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καὶ ὄχι πάσης Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ Εὐρίπου καὶ Πορθμοῦ, ἔνθα διακονεῖ καὶ ὁ Θ. Π., Μιχαὴλ Χωνιάτου τοῦ Ἀκομινάτου: τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ ὑστεροβυζαντινοῦ λογίου,
ποὺ εἶχε διατρίψει σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Καὶ μακαρίζω τοὺς ἀειμνήστους δασκάλους
μου στὰ τόσο συκοφαντημένα σχολεῖα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70 ποὺ μοῦ ἔδωσαν
τὰ στοιχειώδη γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὸν διαβάζω. Δὲν μπορεῖ λέω· ἐδῶ βοήθησε καὶ
πήραμε τὸ EURO
τέτοια μέρα πρὶν
15 χρονια, ἐμένα δὲν θὰ βοηθοῦσε ποὺ κάθε χρόνο τὸν εὐλαβοῦμαι καὶ τὸν τιμῶ δεόντως;
Τὸ
καλοκαίρι στὰ ντουζένια του. Ἔχει παραλάβει ‒ὡς ἔρος-θέρος‒ γιὰ τὰ καλὰ ἀπὸ τὸν Μάϊο τὰ σκῆπτρα
καὶ κραδαίνει διακαιωματικὰ τὸ ἐν ὑπερακμῇ δρέπανόν του. Ἔκατσα βλέποντας ἀπ’ τὴν
μιὰ πλευρὰ τὴ θάλασσα τοῦ Εὐβοϊκοῦ κι ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸ βλέμμα κατὰ τὴν Πίνδο. Βοήθησε καὶ τὸ ἀεράκι καὶ ἡ ὀσμὴ
ἅλμης ἰωδίου αὔρας θαλασσινῆς. Σκέφτηκα
καὶ γιὰ τσίπουρο ποὺ προτείνει, συνήθως, σ’αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ Θόδωρος, ἀλλὰ
λειτούργησε ἡ λογικὴ ‒ἦταν
ἄλλωστε καὶ παραμονὴ τῆς ἐπετείου τοῦ παραλόγου‒ γιατὶ ἐνδεχομένως οὔτε κἂν
θὰ ἐπέστρεφα· πόσο μᾶλλον γιὰ νὰ γράψω. Ἔτσι
μὲ τοῦτα καὶ μὲ κεῖνα κάτι κατάφερα νὰ ‘‘σομπολιάσω’’ ποὺ λέμε στ’ Ἀγραφιώτικα.
|
Τὸ ὀπισθόφυλλο. |
Ξεκινῶ ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο μου:
«Ἡ συνάντηση».
Θαυμάζω, πῶς σὲ τόσο μικρὴ φόρμα
κατάφερε νὰ χωρέσει τόσα πολλά. Οἱ 428 μόνο λέξεις, μᾶς πᾶνε στὴ Ἤπειρο, στὶς γειτονιὲς τοῦ Λεκανοπεδίου, στὴν Κύπρο, στὶς ΗΠΑ, ὁλοῦθε. Παρὰ τὴν πικρὴ γεύση ποὺ ἀφήνουν
τὰ διηγήματά του τὰ διανθίζει καὶ μὲ
χαριτολογικὰ στοιχεῖα. π. χ. Ὁ Βαρνάβας ἥρωας ἀφηγητὴς τοῦ διηγήματος
δηλώνει:
«Τό ’χα πάρει ἀπόφαση ὅτι μὲ τὸ ὕψος
μου δὲν μὲ περίμενε καμιὰ σοβαρὴ σταδιοδρομία καλαθοσφαιριστῆ».
Λεπτὴ εἰρωνεία ποὺ μπορεῖ νὰ
σκεφθεῖ κάποιος πὼς εἶναι σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴ φυσικὴ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ
Θόδωρου, ἡ ὁποία κάλλιστα παραπέμπει σὲ καλαθοσφαιριστή.
«Ἔμενα στοῦ Ζωγράφου πέντε χρόνια. Ἐκεῖ
ἔμεναν κι ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ μέρη μου ποὺ ἔρχονταν στὴν πρωτεύουσα γιὰ
σπουδές ἢ γιὰ δουλειά. Ὁ φούρναρης Ἠπειρώτης, ὁ ψιλικατζὴς Ἠπειρώτης κι ὁ
σουβλατζὴς Ἠπειρώτης. Ἐκεῖ δούλευα τά βράδια.»
Ἀγαπητὲ
Θεόδωρε, νὰ προσθέσω: κι ὁ λαϊκατζὴς Ἀγραφιώτης· ἐπὶ τὸ λογιώτερον, πωλητὴς
λαϊκῶν ἀγορῶν. Οἱ γονεῖς μου, ἀμφότεροι Ἀγραφιῶτες,
κάθε Δευτέρα εἶχαν ὡς πωληταὶ λαϊκῶν ἀγορῶν
πάγκο στοῦ Ζωγράφου. Παλιὰ ἦταν χωμάτινη ἁλάνα. Τώρα ἀσφαλτώθηκε· νὰ μὴν
πληγώνονται τὰ γόνατα καὶ σπάνε τὰ τακούνια ἀπ’ τὶς γόβες στιλέτο. Πήγαινα κι ἐγώ,
ὅταν ἤμουν φοιτητής, τὰ καλοκαίρια μὲ τὰ πεπόνια ἀπ’ τὸ Τυχερὸ Θράκης, γιατὶ ἡ
Σχολὴ ἦταν πολὺ κοντά μὲ πρόθεση νὰ τοὺς δώσω μιὰ ἀνάσα βοήθειας.
Σκληρὸ
ἀλλὰ τίμιο πεζοδρόμιο.
Συμπληρώνω:
κι ὁ φοιτητὴς Ἀγραφιώτης!
Γιὰ τὴν ἡρωΐδα, ὁ ἀφηγητὴς ἀναφέρει:
«Ἦταν ἡ μόνη ποὺ δὲν ἔκανε ἀπολύτως
τίποτα γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι γυμνάστρια... Πλούσια ὄχι νεόπλουτη».
Εὐφυές
εὕρημα τοῦ συγγραφέα . Χαρακτηρίζει, καὶ προκρίνει ὡς στοιχεῖο γοητείας της τὸ
μὴ ἐπιφαινόμενο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κρατοῦσα λατρεία τοῦ φαίνεσθαι.
Συνεχίζει:
«Μὲ τὴ Μυρτὼ ξαναβρεθήκαμε στὸ facebook»
«ξαναβρεθήκαμε
στό facebook»· θὰ μποροῦε να εἶναι και ὁ τίτλος τοῦ διηγήματος. Ἴσως, ἄλλος
τίτλος ποὺ θά πρότεινα: τὸ «Μύρτιλον» ὁ γνωστὸς καρπὸς μὲ τὶς ἀντιοξειδοτικὲς ἰδιότητες,
ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ καὶ ὡς ἐλιξήριο τῆς νεότητος. Τὰ δίκτυα κοινωνικῆς
δικτύωσης στὴν ὑπηρεσία τῶν σχέσεων; Ἐπὶ τῷ καλῷ; Ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς προβληματίζει κάπως:
«Τὸ ἁπλῶς λεγόμενον κακόν, οὐ πάντως κακόν∙ ἀλλὰ πρός τι μὲν
κακόν, πρός τι οὐ κακόν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ἁπλῶς λεγόμενον καλόν, οὐ πάντως καλόν∙
ἀλλὰ πρός τι μὲν καλόν, πρός τι δὲ οὐ καλόν».
«ὁ χωρισμός μας τῆς εἶχε στοιχίσει
τρία χρόνια ψυχοθεραπείας κι ἕναν σκασμὸ χρήματα.»
Σκέφτηκα, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ σκασμὸς
τὰ χρήματα; ἡ γυνὴ θὰ ὑπέφερε μεγάλως·
ἴσως γιὰ πάντα.
«Θὰ τὰ ποῦμε ὅταν
ξανακατέβω στὴν Ἀθήνα».
Εἶναι ἡ τριτελευταία πρόταση τοῦ
διηγήματος. Ἂν τελειωνε ἐδῶ τὸ διήγημα θὰ
ἦταν ἁπλὰ ἕνα συμπαθὲς διηγηματάκι. Ἐδῶ, ὅμως, κάνει τὴ μεγάλη ἀνατροπὴ ὁ ὁλοῦθε ξένος (Θ.Π.)· εἰσάγει τὸ εὕρημα
ποὺ δίδει ταυτότητα, σφραγίζει, ὁλοκληρώνει τέλεια, ἀπογειώνει τὸ διήγημα:
«Φεύγοντας τὴν
ἄκουσα νὰ λέει στὸν γυιό της ‘‘δὲν εἶσαι ἐντάξει, Βαρνάβα’’. Στρίβοντας, ὅπου βρῆκα,
σκέφθηκα ὅτι δὲν
ὑπάρχει λόγος νὰ
μάθει ὅτι τὴν
κόρη μου τὴ
λένε Μυρτώ»
Τὰ
δύο αὐτὰ ὀνόματα, Μυρτὼ καὶ Βαρνάβας, λειτουργοῦν ὡς σφραγίδα ἀθανασίας, ὡς βάμμα ἰωδίου ποὺ
καίει-τσούζει ὅταν τίθεται στὸ τραῦμα, ἐπουλώνει, καὶ παρὰ τὴν οὐλὴ ποὺ ἀφήνει,
ἀθανατίζει,: ἰώδιο ἀθανασίας ὅπως εἶναι τὰ διηγήματα τοῦ Θεόδωρου Παντούλα, καθὼς
ἔγραψε ὁ καλὸς φίλος ποιητὴς Ἀντώνης Παπαβασιλείου ἐκ Γρεβενῶν.
Τολμῶ
νὰ δηλώσω ‒γνώμη
ἀδαοῦς‒
πὼς ὡς σύλληψη καὶ σὲ πολὺ πιὸ συνεπτυγμένη
ἀνάπτυξη εἶναι ἕνα εἶδος «Ἔρωτας στὰ χιόνια»· ἀλλὰ Παντούλα ὅμως. Χωρὶς τὸ
τραγικὸ τέλος τοῦ παπαδιαμάντειου ἥρωα.
Θὰ
ἦταν παράλειψή μου ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθῶ στὸ διήγημα ποὺ μοῦ ἔκαμε τὴν μεγάλη
τιμὴ ὡς συντοπίτη νὰ μοῦ ἀφιερώσει ὁ Θ. Π. Τὸ « Ὁ ξάδελφος»
Ἡ
καλὴ φίλη, ἡ φιλόλογος Μαντὼ Μαλάμου περιγράφει αὐτὴ τὴν κατάσταση ὡς «Ἡ ἀθέατη
τραγωδία τῆς αὐτάρκειας», μὲ ἀφορμὴ ἀνάλογες τραγωδίες ποὺ περιγράφονται στὰ
διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη «Μὲ τὸν πεζοβόλο» καὶ «Δασκαλομάνα» καὶ συνεχίζει ἡ
Μαντὼ Μαλάμου: «Ὅσο διαρκεῖ ἡ πανήγυρις τοῦ παρόντος βίου νὰ βιώνουμε τὴν Ἀγάπη
στὸ πρόσωπο τοῦ Πλησίον τοῦ διπλανοῦ μας
τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου ποὺ ἡ ζωὴ ἔχει φέρει κοντά μας». Τὸ κατάλαβε ὁ Ξάδελφος ὅταν ἤθελε νὰ ξαγορευτεῖ. Ἂν
τὸ γνώριζε νωρίτερα δὲν θ’ ἀρνιόταν τὸ παιδί του τὴν κρίσιμη στιγμή.
Ἀλλὰ
καὶ «Ὁ Δεκαπενταύγουστος» εἶναι συγκλονιστικός. Μέσα ἀπ’ τὰ πάθη τῆς περιαλγοῦς
μητέρας,
τῆς Περεκλάκαινας, μέσα
ἀπὸ μιὰ ζωὴ ἐντὸς τοῦ πένθους περνᾶ ὅλη ἡ σύγχρονη ἑλληνικὴ ἱστορία ἀπὸ πρὶν τὸν
Πόλεμο μέχρι τὶς μέρες μας. Σὲ τέσσερις σελίδες μόνο.
Στ’
Ἄγραφα, στὴ γενέτειρα τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, σώζεται τὸ τοπωνύμιο «Τὸ μνῆμα τ’
Ξένου». Στὰ 1808 οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου βρῆκαν ἀκέφαλο νεκρὸ σὲ ἕνα μικρὸ ξέφωτο
στὸ δάσος. Ἐκεῖ, μὲ εὐλάβεια χριστιανικὴ ἔθαψαν τὸ σῶμα καὶ ἀπέδωσαν τὸ σημεῖο
μὲ αὐτὸ τὸ τοπωνύμιο. Ὁλοῦθε ὁ ξένος λοιπόν· καὶ στ’ Ἄγραφα ἔχει ἀκόμη καὶ δικό του ταφικὸ μνημεῖο μὲ
τοπωνύμιο. Τώρα βέβαια στὴν ἐποχή μας, μὲ
τὴν ἀλόγιστη ἐγκατάσταση ἀνεμογεννητριῶν στ’ Ἄγραφα, σὲ τόπους χαρακτηρισμένους
ὡς ἰδιαιτέρου φυσικοῦ κάλλους, κινδυνεύουν οἱ Ἀγραφιῶτες νὰ βρεθοῦν ξένοι καὶ στὸν
τοπο τους.
Κατὰ
τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ (Robert Burns):
Ἡ καρδιὰ του (συγγραφέα) εἶναι στὰ ψηλώματα, ἡ καρδιά του δὲν εἶναι
ἐδῶ. Ἡ φυσικὴ του παρουσία ὅμως, ναί, εἶναι ἐδῶ κι ὁλοῦθε. Ὁλοῦθε κερνᾶ, ὡς γλυκαντικά, τὰ διηγήματά του γιὰ νὰ
μὴν πικρίζουν οἱ μέρες τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ καταπότια γιατρειᾶς καὶ καταλλαγῆς ποὺ
περιδιαβαίνοντας τὴν ἱστορία, τοὺς τόπους καὶ τοὺς τρόπους, προσπαθοῦν νὰ γειάνουν, νὰ καταπραΰνουν τὶς πληγές, τὰ
πάθια καὶ τοὺς καϋμοὺς τοῦ κόσμου.
Τέλος,
εὔχομαι στὸν Θόδωρο νὰ συνεχίσει νὰ παρανομεῖ καὶ νὰ ὑπέρπαρανομεῖ κατὰ τὸν
τρόπο ποὺ δηλώνει στὸ ὑστερόγραφό του· γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ τὰ ἄλλα εἰς ὑγείαν ποὺ εἶναι καὶ ἡ καταληκτήρια φράση του,.
Ἔρρωσο, Θεόδωρε Παντούλα.
Βριλήσσια, «ἄπειρος χώρα», 5 Ἰουλίου
[ἄνευ ἐπετειακῶν κροκοδειλίων δακρύων...]
τοῦ μνημονιακοῦ ἔτους 2019 καὶ τοῦ μνημονιακοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνος.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου