Μ
ω ρ α ϊ τ ί νδ η ς *
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
πάντα μονάχος.
Μόνο τὸ ἔργο του
τὸν δικαιώνει καὶ
τοῦ δίνει τὴ
συντροφιὰ τοῦ πλησίον».
[Σταυράκιος Κοσμᾶς (=Ν.Γ.Π.),
«Νεκρολογία εἰς Μιλτιάδη Σαράντη
Πεντζίκη»,
Τρίτο
Μάτι 1 (1935) 29]
|
Ὁ
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης κι ὁ Τίμος Μωραϊτίνης,
δίπλα-δίπλα στὸ «Ἐθνικὸ Ἡμερολόγιο» τοῦ Σκόκκου τοῦ 1910, στὴ
σελ. 25.
|
Ἦταν
Τετάρτη, ἡλιολαμπὲς πρωϊνὸ τῆς Διακαινησίμου τοῦ σωτηρίου –οὐ μὴν ἀλλὰ καί, κατὰ
Παντούλα, μνημονιακοῦ– ἔτους 90 μ.Μ. (μετὰ Μωραϊτίδην). Μεστωμένος ἐκ μέθης
Μωραϊτιδικῆς ‒ἐπρόκειτο νὰ ἐκδοθεῖ ἀπ’ τὸ
manifesto «Ὁ
Μπάρμπα-δήμαρχος» γάρ‒ κατῆλθε σὲ κεντρικὴ τοῦ Λεκανοπεδίου βιβλιοθήκη γιὰ νὰ ἐπισκοπήσει,
νὰ ψαύσει τὴν πρώτη δημοσίευση τοῦ διηγήματος σὲ τόμο μὲ διηγήματα τοῦ Μωραϊτίδη·
αὐτὴν ποὺ ἐπιμελήθηκε, ἰδίοις ὄμμασιν, ὁ Μωραϊτίδης. Εἶχε πάντα, ὡς ἐρευνητικὴ
διαστροφή, τὴν ἐπὶ τὰς πηγὰς ἀναζήτηση. Ὁ ἐξωτερικὸς χῶρος,κάπως παρακμιακός. Ἀλλὰ
καὶ στὰ ἐνδότερα ἔβλεπες ἕνα εἶδος παραίτησης, παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀναζήτηση
στὸ Google ἔδειχνε
ἀξιόλογο καὶ σημαντικὸ περιεχόμενο. Μάλιστα, παρὰ τὴν ὑπὸ τοῦ νόμου ἀπαγόρευση,
ἀντὶ ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς ἐκράτυνε στὸν χῶρο ἡ ὀσμὴ τοῦ ‘‘ἐλευθέρου
σκοπευτοῦ’’: ἤγουν ὁ καπνός ἐκ
σιγαρέτων, ὁ ὁποῖος θηρεύει κάθε χρόνο
700-800 ἀθῶα-ἀνυποψίαστα πλάσματα, πίπτοντα θύματα τῆς θηλιᾶς του. Ζήτησε τὸν δεύτερο
τόμο ἀπὸ τὰ διηγήματα τοῦ Μωραϊτίδη τῶν ἐκδόσεων Ι. Σιδέρη, ὅπου δημοσιεύεται γιὰ
πρώτη φορὰ σὲ τόμο «Ὁ Μπάρμπα‒δήμαρχος». Ἡ εὐγενεστάτη ὑπάλληλος τὸν πληροφόρησε
πὼς γιὰ λόγους συντήρησης τοῦ συστήματος ἡ ἠλεκτρονικὴ ἀναζήτηση δὲν ἦταν ἐφικτή.
Προθυμοποιήθηκε ὅμως νὰ προσπαθήσει μὲ τὴν παλαιά, τὴν δοκιμασμένη μέθοδο τῆς ἐπιρράφειας
ἔρευνας.
|
Τίμος Μωραϊτίνης, Ἅπαντα, ἐπιμελείᾳ Μαρίας συζ. Τίμου Μωραϊτίνη. |
Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἐπανῆλθε· ὅμως
μὲ τὸν τρίτο τόμο ἀνὰ χεῖρας:
—Αὐτὸ
βρῆκα, εἶπε. Σᾶς κάνει; ρώτησε.
Δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ τόμος ποὺ ἤθελε.
—Νὰ
κάνω μιὰ δεύτερη προσπάθεια εἶπε μὲ ἐμφανῆ προθυμία. Λογικά, κάπου κοντὰ θὰ εἶναι
κι ἄλλοι.
Πράγματι,
ἀποσύρθηκε κάποια ὥρα καὶ μετ’ ὀλίγον ἐπανῆλθε γελῶσα καὶ εἶπε:
—Βρῆκα
κάτι πολὺ καλλίτερο!
Ἀπόρησε.
—Δηλαδή;
—Βρῆκα
τὰ «Ἅπαντά» του. Εἶναι σὲ ἑπτὰ τόμους! Νὰ σᾶς τὰ φέρω;
Ἔμεινε κόκκαλο. Ἤνοιξε μεγαλωστὶ τὰ ὄμματα! Κόντεψε νὰ χάσει τὰ πασχάλια. Κι ἦσαν Φρέσκα-Φρέσκα. Μιὰ παράλογη σκέψη πέρασε ἀπ’τὸ μυαλό του:
—Λὲς
ὁ Ἁπαντολάτρης Γ. Βαλέτας νὰ εἶχε ἐκδόσει κάτι ἐν κρυπτῷ;
—Καθῆστε
στὸ ἀναγνωστήριο νὰ σᾶς τὰ φέρω γιατὶ ἔχουν καὶ κάποιο βάρος, τοῦ εἶπε.
Ἦλθεν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ τὴν εὐχαριστήσει ἀλλὰ στὸ πνεῦμα
του τὸ μεθυσμένο ἀπὸ τὴν ἀναγγελία περὶ ὕπαρξης καὶ μάλιστα ἑπτατόμου Ἁπάντων
τοῦ Μωραϊτίδη συνέχεε τὶς λέξεις· ὄχι καὶ τὶς ἔννοιες ὅμως.
Κάθησε,
μὰ σ’ ἀναμμένα κάρβουνα περιέργειας καὶ ἀναμονῆς. Σκέφτηκε νὰ στείλει ἕνα
σχετικὸ μήνυμα στὸν κ. Α.Ν.Π., τὸν ἐν Αὐλαῖς τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἀλλὰ ἐπικράτησε
μιὰ πιὸ συγκρατημένη ἀπόφαση γιὰ ψύχραιμη στάση ἀναμονῆς.
|
Ὁδὸς Τίμου Μωραϊτίνη |
Ἡ
πρόθυμη βιβλιοθηκονόμος ἔφερε τοὺς ἑπτὰ τόμους καὶ τοὺς ἄφησε στὴν ἀναγνωστικὴ τράπεζα.
Εὐχαρίστησε νοηματικά, μὲ κίνηση τῆς κεφαλῆς. Πῆρε τὸν πρῶτο τόμο καὶ διάβασε, ἐν
ἀπογοητεύσει: «Ἅ π α ν τ α Τ ί μ ο υ Μ ω ρ α ϊ τ ί ν η». Τί σοῦ κάνει ἕνα ἀθῶο ν στὴ θέση ἑνὸς πράου δ. Ν., Δ., .λοιπὸν (ἀλλὰ καὶ Τ., ἐκ τοῦ Τίμος!). Τί σοῦ κάνει ἕνα ἐνρινικὸ
στὴ θέση ἑνὸς ὀδοντικοῦ. Ἀλλωστε, εἶναι τόσο μικρὴ ἡ ἀπόσταση ρινὸς καὶ ὀδόντων.
Ἓν ἰγμόρειον ἄντρον ἀπόστασις!
|
Ὁδοὶ Τίμου Μωραϊτίνη
στὸ Λεκανοπέδιο Ἀττικῆς.
|
Παρὰ
ταῦτα, δὲν τὰ παράτησε· εἶπε ἀπὸ ἐντροπή, μιᾶς ἔκαμε ἡ συμπαθὴς ὑπάλληλος τὸν
κόπο νὰ τοῦ τὰ φέρει, νὰ ρίξει μιὰ ματιὰ στὸ ἑπτάτομον. Ἔζησαν κοινὴ ἐποχή στὴν Ἀθήνα καὶ Ἀθηναιογράφοι
ἀμφότεροι. Ἀνάλωσε ἀρκετὸ χρόνο ξεφυλλίσματος τῶν «Ἁπάντων Τίμου Μωραϊτίνη», ἀλλὰ
οὔτε μία ἔμμεση ἔστω ἀναφορὰ στὸν Μωραϊτίδη. Μόνο γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη μιὰ μικρὴ
ἀναφορὰ ὡς τυρβάζοντα, μαζὶ μὲ τὸν Μαλακάση, τὸν, Βλαχογιάννη, τὸν ἀγραφιώτη Ζ. Παπαντωνίου κ. ἄ.,
στὴ Δεξαμενή, ὅπου ἦταν κατὰ τὸν Μωραϊτίνη «ἡ ὑπαίθριος Ἀκαδημία τῶν λογοτεχνῶν
καὶ τῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης».
|
Ὁδὸς Ἀλ. Μωραϊτίδη. |
Ἴσως,
μὲ κάποια διασταλτικὴ προσέγγιση τῆς σχέσης τους (Μωραϊτίδη-Μωραϊτίνη), θὰ ἦταν
δυνατὸ νὰ θεωρηθεῖ, ὡς κοινὸ στοιχεῖο, ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸ Νέο Φάληρο τῆς ἐποχῆς,
ποὺ κι ὁ Μωραϊτίδης ὕμνησε μὲ σειρὰ χρονογραφημάτων του κι ὁ Μωραϊτίνης ἐπίσης,
ἀκόμη ὅμως καὶ ποιητικά:
Ὦ νύχτες τοῦ
καλοκαιριοῦ
στὴν ἀμμουδιὰ στρωμένες
τοῦ Φαλήρου.
Ποιά μάγισσα σᾶς
κέντησε
Στὸ φῶς τ’ ἀχνὸ τοῦ
φεγγαριοῦ
Στὴν ἄχνη ἑνὸς ὀνείρου;
Ἔφυγεν ἐκεῖθεν. Γιὰ νὰ εὕρει παρηγορίαν πῆγε σὲ ἄλλη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη, σὲ ἱστορικὸ ἐμβληματικὸ
κτίριο. Ὁ θυρωρὸς στὴν εἴσοδο εὐγενικὰ τὸν ἐνημερώνει:
—Εἶναι
κλειστὴ ἡ Βιβλιοθήκη. Θὰ ἀνοίξει πάλι τὴ Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ.
Ἀφελῶς,
ρώτησε χαμηλοφώνως φόβῳ μὴν ἀγριέψει
τὸν φύλακα:
—Γιὰ
ποιόν λόγο; Σήμερα δὲν εἶναι κάποια ἀργία.
—Ἔτσι
μὲ ἐνημέρωσαν νὰ λέω, ἀπάντησε.
Κατάλαβε.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν στὸν στρατό: ἄδεια ἀπ’ τὴ σημαία!
Δὲν ηὗρε οὔτε ἐδῶ
παρηγορίαν. Πῆρε
τὸν δρόμο πρὸς μέσο δημόσιας μεταφορᾶς, ἔφτασε στὸ H. Jazz του καὶ ἐπανῆλθε οἴκαδε, στὸ ἐργαστήριό
του.
Ἄρχισε,
ἀπὸ περιέργεια,
νὰ ἐρευνᾶ λίγο τὸ ζήτημα μὲ τὶς μηχανὲς ἀναζήτησης τοῦ διαδικτύου. Αὐτὲς τοὐλάχιστον
δὲν ἀργοῦν ἐκ προθέσεως. Βρῆκε, ἂς εἶναι καλὰ ἡ anemi, τὸν Β΄ τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν τοῦ
Μωραϊτίδη ἀπ’τὶς ἐκδόσεις Σιδέρη. Δὲν τὸν ἔψαυσε· ὅμως παραμυθητικῶς τὸν ἐπισκόπησε
δεόντως. Εἶδε τὸ διήγημα στὴν τελευταία μορφή του, ὅπως τὸ ἐνέκρινε ἡ ‘‘τρυγὼν ἡ
φιλέρημος’’, ὁ ‘‘Σφίγξ’’ τοῦ «Μὴ Χάνεσαι».
Ἀκόμη,
παρατήρησε σὲ τόμο ‒ὄχι πολὺ παλαιό (2008)‒ ὁδηγὸ χάρτη ὁδῶν τοῦ Λεκανοπεδίου: ἑπτὰ
καταχωρήσεις ὁδῶν Μωραϊτίνη, καμμία Μωραϊτίδη! Καλά, ἀποδεκτὴ ἡ ἧττα ἀπ’ τὸν
Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὸν Μωραϊτίνη τόσο βαριὰ ἧττα; Μάλιστα, τὸ ἕβδομο
τέρμα μπῆκε στὶς καθυστερήσεις καθὼς ἦταν, ὁδὸς Μωραϊτίνη Ἀ.(ριστείδη). Ἀκόμη
καὶ τὸ Ἀγραφιωτόπληκτο Καματερό, κοντὰ στὸ καφὲ ‘‘Εὐρυτανία’’ μάλιστα, σώζει ‒ἄκουσον!ἄκουσον‒!
ὁδὸ Τίμου Μωραϊτίνη. Ἐσχάτως, ἡ μηχανὴ ἀναζήτησης ‘‘ἔβγαλε’’, ἐπιτέλους, ὁδὸ
Μωραϊτίδη στὸν Δῆμο Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς καὶ ἐν μέρει, κάπως σώθηκε ἡ τιμὴ
τοῦ Λεκανοπεδίου.
|
Τίμος Μωραϊτίδης! |
Πλέον
αὐτῶν, σὲ ἔκδοση ὀνομαστοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου καὶ συγγραφέα, ἐν ἔτει 2007, εἶδε νὰ γράφεται, σὲ τρεῖς γραμμές,
γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη:
«Ὁ
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ... Γιὰ μερικοὺς μῆνες διέμεινε μὲ τὸν ἐξάδελφό του, τὸν
Τίμο Μωραϊτίδη, στὸ Ἅγιον Ὄρος κι ὕστερα
γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀλλ’ ἀπαξίωσε νὰ ὁλοκληρώσει
τὶς σπουδές του».
Τόσα λάθη σὲ τρεῖς μόνο γραμμές, εἶναι σίγουρα
μεγάλη ἐπίδοση! ...· καὶ δὲν ἦταν ἡ πρώτη ἔκδοση. Ἦταν, φεῦ, ἡ τρίτη. Σώζει τὴν κατάσταση, τὰ προσχήματα, ὁ
ἐπίλογος:
«
‘‘Δὲν ὑπάρχει οὐρανὸς χωρὶς ἀστέρια, οὔτε κείμενο χωρὶς λάθη’’ λέει ἡ παροιμία,
ἀλλὰ πάντως:.. Scio me hominem esse, et errare potuisse;
ne autem errarem, sedulο curavi»...,
Ναί, σωστά, ἀλλὰ μέχρι ποιά ἔκδοση;
Καὶ ἕπεται συνέχεια.
|
«Ἀλέξανδρος-Τίμος Μωραϊτίνης»!
|
Σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο καὶ ἱστορικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο
εἶδε βιογραφικὸ τοῦ Μωραϊτίνη μὲ
φωτογραφία τοῦ Μωραϊτίδη! Καὶ νὰ εἶχαν κάποια φυσιογνωμικὴ ὁμοιότητα,
χαλάλι· ἀλλὰ κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον: καμμία σχέση. Μόνο στὸ «Ἐθνικὸ Ἡμερολόγιο»
τοῦ Σκόκκου τοῦ 1910 σώζονται στὴ σελ. 25 οἱ φωτογραφίες τους δίπλα-δίπλα καὶ
στὴ σελ. 30, πάλι δίπλα-δίπλα, τὰ σύντομα βιογραφικά τους· ἐδῶ νίκησε ὁ
Μωραϊτίδης μὲ 8-5: 8 γραμμὲς τὸ βιογραφικὸ τοῦ Μωραϊτίδη, 5 τοῦ Μωραϊτίνη!
|
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940) |
Ὅμως
κι ἄλλος Ἀγραφιώτης, λόγιος καὶ Ἀκαδημαϊκὸς αὐτός, ἔπεσε ‘‘θῦμα’’ αὐτῆς τῆς ‒ἐξ ἀγνοίας μᾶλλον‒ παρανάγνωσης τοῦ ὀνόματος Μωραϊτίδης. Ὁ καλὸς στοιχειοθέτης τοῦ
«Σκρίπ» τῆς 7ης Ἰουλίου 1900 ‒ἐκ
παραδρομῆς;‒
μετέβαλε τὸ Μ ω ρ α ϊ τ ί δ η ς τοῦ Καρπενησιώτη Ζαχαρία Παπαντωνίου (‘‘Ζ.Π.’’)
σὲ Μ ω ρ α ϊ τ ί ν η τοῦ «Σκρίπ».
|
Ζ.Π., «Σκέψεις Ρωμηοῦ.
Αἱ ἡμέραι τῶν Παθῶν»,
Ἐφ. Σκρίπ, φ. 1664/7.4.1900, σ.1.
|
Ἔτσι, στὸ χρονογράφημά του «Σκέψεις Ρωμηοῦ,
(Αἱ ἡμέραι τῶν παθῶν)» ποὺ δημοσιεύεται πρωτοσέλιδα στὸ «Σκρίπ» τῆς 7
ης
Ἀπρ. 1900, μεταξὺ ἄλλων,
γράφεται:
«...Καὶ
σήμερον κινδυνεύουν νὰ μείνουν μόνοι βυζαντινομανεῖς ὁ κ. Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κ. Μωραϊτίνης, οἱ
δύο ἀσκηταὶ διηγηματογράφοι μας».
Νὰ
τὸν ἐσχόλασε ἄραγε τὸν στοιχειοθέτη ὁ Ε. Κουσουλάκος; Πάντως, ἑκατὸν δέκα
χρόνια ἀργότερα, στὰ «Παπαδιαμαντικὰ Τετράδια» τῆς πρωτοχρονιᾶς τοῦ 2010, ὁ ἐπιμελητής
τους Ν.Δ.Τ. φροντίζει καὶ δι ἀστερίσκου διορθώνει τὸ λάθος τοῦ στοιχειοθέτη!
Ἦλθε
τὸ δρεπανηφόρον θέρος, ἦλθε
κι ὁ Δεκαπενταύγουστος..
«Αὔγουστος εἶν’ ὁ ρεμβασμὸς τοῦ Σκιαθίτη
κι οἱ ἀναμνήσεις ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ Πανορμίτη»
ἔμελπε ἕνας ἐπίσης ὄνομα καὶ πρᾶγμα
Θαλασσινός· κι αὐτὸς μετὰ στεναγμοῦ
προσέθηκεν:
«Αὔγουστος εἶν’ τὸ Φάληρο τοῦ ‘‘Σφίγξ’’
καὶ στὸν Ἀσέληνο μιὰ πεπρωμένη νύξ».
Καὶ
ὁ Αὔγουστος ἔφθινεν. Ὁ «Ταξειδιώτης» εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ πρὸ ἐνενῆντα ἐτῶν.
Εἶπε νὰ ταξιδέψει προσκυνηματικῶς σὲ τόπο ποὺ σφράγισε καὶ ἀθανάτισε μὲ τὴ
γραφίδα του· νὰ τιμήσει ‒μὲ
ἕναν τρόπον τινα βιωματικὸ τρόπο‒ κατὰ μόνας, τὴ μνήμη του. Ἀναλογίστηκε πὼς οἱ
«Τρεῖς Μποῦκες» θὰ ἦταν ἰδανικὸς προορισμός· στ’ἀκρογιάλι τους κεῖται κι ὁ Ἄγγλος
ποιητής, ὁ ὡραιότερος Ἄγγλος τῆς ἐποχῆς του. Τράβηξε στὰ νότια, στὸ ἄγονο μέρος
τῆς νήσου, πρὸς τὸν Κόχυλα, ἀπ’ ὅπου κατὰ πρῶτον τὶς ἐπισκόπησε, σὰν ἀπὸ DRONE.
|
Οἱ «Τρεῖς Μποῦκες» ἀπ’τὸν Κόχυλα. |
Θαῦμα, ἄρρητη εἰκόνα θαλασσίου κόλπου ἀπαραμίλλου κάλλους· δὲ ἦταν
δυνατὸν νὰ μὴν εἰσοδεύσει ἐντός του. Ἐπιβιβάστηκε
στὸ «Ἀπόλλων» τοῦ Γ. Ψαριώτη, καλὸν καὶ εὐλίμενον διὰ τοὺς κόλπους πλοιάριον,
καὶ εἰσῆλθε ἀπ’ τὴν «Πρώτη Μπούκα» μεταξὺ Πλατειᾶς καὶ ξηρᾶς. Ἀεράκι τοῦ βουνοῦ
πρωϊνὸ μέσα στὸν σωστικὸ κόλπο. Τὸ ξύλινο καραβάκι, ἀφοῦ διῆλθε καμαρωτὸ τὸν
σωτήριο τῆς Σκύρου φυσικὸ λιμένα ἐπισκοπῆσαν τὴ «Δεύτερη Μπούκα» μεταξὺ Πλατειᾶς
καὶ Δεσπότου, ἐξῆλθε τῆς Τρίτης Μπούκας μεταξὺ Δεσπότου καὶ ξηρᾶς. Ἀπὸ ποιά
Μπούκα ἄραγε νὰ εἰσῆλθε ἡ τρικάταρτος «Σκιάθος» τοῦ καπετὰν-Φώκα; Ἔξω στὸ
πέλαγος οἱ ἐτησίαι εἶχαν σηκώσει ὀγκώδη γιὰ τὴν ἐποχὴ κύματα μεγάλα κι ἀφρισμένα·
ὄχι ὅμως καὶ ξύδι νὰ πετᾷ σπίθες.
|
Πρὸς τὴν ἔξοδο ἀπὸ
τὴν "Τρίτη Μπούκα". |
Μέσα
στὸν κόλπο ἀπ’ τὶς «Μποῦκες» ἕνα μικρὸ σαγανίδιον μονάχα, ἐνῶ τὸ θαλασσάκι ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ κτυποῦσε στὴν ἀκρογιαλιά.
Κάτι γνώριζε ὁ καπετὰν-Φώκας καὶ ἀγκυροβόλησε ἐκεῖ τὸ θάλασσοδαρμένο,
θαλασσοπνιγμένο ξυλάρμενο μπάρκο του, κι ἔκανε Χριστούγεννα στὶς «Τρεῖς Μποῦκες».
—Τὸ
πιὸ προστατευμένο φυσικὸ λιμάνι τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ἀποκάλυψε ὁ καπετάν- Ψαριώτης.
Δὲν
εἶδε δικτάδικα πλοιάρια ν’ ἁλιεύουν ἀστακοὺς
καὶ ψάρια. Δὲν ἦταν ἡ ὥρα.
|
Τὸ ταφικὸ μνημεῖο τοῦ Rupert Brooke |
Ἀπὸ μακριὰ διέκρινε στὴν πετρώδη ἐλαιοβριθῆ ἀκτὴ τὸ
ταφικὸ σῆμα τοῦ Brooke,
ποὺ εἶχε προσκυνήσει τὴν προηγουμένη.
|
Τὸ ἀκρογιάλι στὶς "Τρεῖς Μποῦκες" ὅπου διακρίνεται (μὲ βέλος) λευκάζων ὁ τάφος τοῦ R. Brooke. |
—‘‘Κάνει
κάθε χρόνο Χριστούγεννα’’, ‒μόνος
του‒,
στ’ ἀκρογιάλι ἀπ’ τὶς «Τρεῖς Μποῦκες»....ψιθύρισε.
|
Ὁ καπετὰν Ψαριώτης κερνᾶ
"τ' ἀποσταμένο"
ἀπ' τὸν Κοσκινᾶ Καρδίτσης
(τοῦ Παπαδιαμάντη)
|
Στὴν
ἔξοδο ὁ καπετὰν Γ. Ψαριώτης ἔβαλε ‒ἄνευ
τὸ ‘‘ἡ προαίρεσις δίδου’’‒
κρυερὸν τσίπουρο ἀπ’ τὸν Κοσκινᾶ τοῦ Παπαδιαμάντη, συνοδείᾳ θαλασσινῶν ἐδεσμάτων·
δὲν χάνονται τὰ ὡραῖα Ἑλληνικὰ ἔθιμα φιλοξενείας.
—Πῆγες
τὸν Αὔγουστο στὰ Παπαδιαμάντεια 2019 στὸν Κοσκινᾶ; τὸν ρώτησε.
—Δὲν
πῆγα ἂν καὶ εἶναι ἀρκετὰ κοντὰ στ’ Ἄγραφα, ἀπήντησε.
—
Ἔχασα τὴ μεγάλη εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσω τὴν ἡδύλαλο Γωγὼ Τσάμπα, ὄχι ἐντελῶς
τζάμπα, ἀλλὰ μόλις μὲ τρία εὐρώ, τοῦ ἦλθε νὰ συμπληρώσει, ἀλλὰ ἀπὸ διάκριση δὲν
τὸ ἔκαμε. Δὲν ἀντέχεται οὔτε ὡς σκέψη. Ἀντιμάχεται ὁ στεναγμὸς τῶν πενήτων τὸ
«ξεσηκωτικόν» τῆς ἀοιδοῦ.
Ἔρευσε
ἄφθονο τ’ ‘‘ἀποσταμένο’’ ποὺ ἂν καὶ ‘‘καμίνι’’ δρόσιζε, ἀνάσταινε τὰ σπλάχνα. Φράγκοι
πολλοὶ στὸ «Ἀπόλλων»· οἱ πλείονες, ἀλλὰ ἀπὸ
τὴν καλωσύνην των ἑόρταζον μαζί μας. Καϊριστὴς οὐδείς! Στὸν Δεσπότη, στὴν ἀναχώρηση,
στὴν ἐπιστροφή πρὸς τὴν ἀσφαλέστατη εὐρύχωρη καὶ ἀναπαυτικὴ Λιναριά, προσφορὰ ἀστακῶν μετὰ ζυμαρικοῦ ἐκ τῆς
κατ’ ἐξοχὴν ἀστακοφόρου νήσου καὶ ἄλλα εὔγευστα μαλάκια καθὼς καὶ ἀλύπιος οἶνος
ἀπὸ τὸ γονιμώτατον καὶ κατάρρυτον ἀπὸ ἄφονα ὕδατα μέρος τῆς νήσου: τὸ ἀπέραντο
Λαυρεωτικὸ μετόχι.
Τὴν
ἑπομένη ἄνοδος ἀπὸ παραλίας εἰς τὴν θαυμαστῇ
γραφικῇ ἐν ἐξελίξει ἐπὶ βράχου μέχρι τῆς Ἀκροπόλως ἐρειδομένη πόλη τοῦ Ἁγ.
Γεωργίου. Σταθμὸς ἀπαραίτητος τὸ «Μουσεῖο Φαλτάϊτς», στὴ Βιγλατορία τῆς πόλης:
μπαλκόνι στὸ Αἰγαῖο καὶ τὸν Πολιτισμό. Ἀλλά, ἡ ἐπίσκεψη στὸν μουσειακὸ χῶρο
ἀποκάλυψε κι ἄλλον εἰσοδισμὸ τοῦ ρομαντικοῦ πατέρα τῆς νεοελληνικῆς κωμωδίας σὲ
‘‘χωράφια’’ μωραϊτιδικά.
Τὰ προπλάσματα τῶν προτομῶν
Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίνη
στὸ «Μουσεῖο Φαλτάϊτς» στὴ Σκύρο.
|
Σὲ αἴθουσά του τὸ Μουσεῖο σταλίζει μεγαλοπρεπῶς τὰ προπλάσματα
‒ἔργα τῆς γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντῆ‒
τῶν προτομῶν τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίνη· ὄχι τοῦ τριτεξαδέλφου του
Μωραϊτίδη ὅπως ἴσως εὐλογοφανῶς θὰ ὑπέθετέ τις. Ἰσοϋψὴς καὶ μεγαλοπρεπὴς ‒ὡς πρὸς τὶς προτομὲς φυσικά‒
ἵσταται ὁ Τίμος
Μωραϊτίνης μὲ τὸν Ἀλέξ. Παπαδιαμάντη. Ὁ «Ἐντόπιος» πουθενά. Ὁ «Αἰωνίως ὁ ἴδιος»,
ὁ «Οὔτις», ὁ «Προσκυνητής», ὁ ψάλτης τοῦ ἀριστεροῦ ἀναλογίου τοῦ Ἁγ. Ἐλισσαίου
εἶχε ὑποκατασταθεῖ, τρόπον τινα, ἀπὸ τὸν Τίμο Μωραϊτίνη τῆς γλύπτριας Λουκίας
Γεωργαντῆ, ἀπ’ τὸν «Περίεγο» τῆς Ἐφημερίς.
Ὁ
Ντῖνος εἶπε, καίτοι ὁ ὁμώνυμός του ‒ὁ
φίλος τοῦ Ν.Δ.Τ.‒
δὲν τὸ συνήθιζε, εἶπε νὰ σύρει αὐτὲς τὶς
‘‘συμπτώσεις’’ σὲ γραμμές. Ἔξω ὁ γκιώνης θρηνοῦσε ὑπέροχα καὶ τὸ μπουγαρίνι του
ἀνέδιδε ἄρωμα εὐωδίας ὄψιμου θέρους. Ἐνῶ
πληκτρολογοῦσε τοῦ ἦλθε εἰδοποίηση στὸ κανάλι του στὸ You Tube: new LP release from Taylor Swift. Πάτησε τὸ Holly
ground in the Live Lounge
from BBC.
Σ’αὐτό,
ηὗρε κάποια παρηγορία γιὰ τὴν ‘‘ἧττα’’ τοῦ «Σφίγξ».
Ντῖνος Ἀγραφιώτης
*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ. «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρέβενῶν, φ.
842 / 27.9.2019, σ. 16-18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου