Στὴ Σαμαρίνα, τὴν ἀετοφωληὰ τῆς Πίνδου*
Πέρασαν, ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1908, πάνω ἀπὸ τὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας στὸν τόπο καταγωγῆς τους, τὴ Σαμαρίνα· ὅταν ἀκόμη ἡ περιοχὴ ἦταν ὑπὸ Τουρκικὴ διοίκηση. Μὲ ὁδηγὸ καλὴ συντροφιὰ ἀπὸ τὴν Κοζάνη καὶ τὰ Γρεβενά, ‒φίλους συμποτικούς, συζητητικοὺς καὶ καλόγνωμους‒ βρεθήκαμε, στὸ τέλος Ἀπριλίου, ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ἕνα Πάσχα ἀλα-Γκρέκα τοῦ 2025, στὰ ἴχνη τῆς πορείας τῶν παλαιῶν ἐκείνων Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας. Μὲ ἄλλον τρόπο ὅμως, μὲ τὰ νέα μέσα μεταφορᾶς καὶ ἐπικοινωνίας: μὲ γρήγορα αὐτοκίνητα σὲ δρόμους ταχείας κυκλοφορίας καὶ φορητὰ τηλέφωνα.ἐπικοινωνίας, μὲ Google maps καὶ ἄλλα τερπνά. Ἡ διαδρομὴ στὸ πολύχρωμο ἀνοιξιάτικο ἠπειρωτικὸ τοπεῖο ἦταν ἀπολαυστική. Συνεχεῖς οἱ στάσεις προκειμένου νὰ ἀπολαύσουμε τὸ ὑπέροχο τῆς διαδρομῆς. Κορυφαία στιγμή, ἡ πιὸ γοητευτική, ἦταν, ὅταν ἀπὸ τὴν ἔναντι τῆς Σαμαρίνας πλαγιὰ ἀντικρύσαμε, ξαπλωμένη σὲ πινδικὸ τοπεῖο, τὴν ὡραία Σαμαρίνα· πλαγιασμένη σὲ παραδείσιο πινδικὸ τόπο, ὡς ἄλλη ὡραία κοιμωμένη Σαμαρίνα. Θέαμα ἀπερίγραπτης, ἀρρήτου φυσικῆς καλλονῆς. Μεγαλοπρεπὴς εὐάρεστος, ἰδεώδης, ὀνειρώδης θέα. Βυθίζεται κανεὶς σὲ σκέψεις καὶ ρεμβασμούς. «Ἓν εἶδος κράματος κομψῆς καὶ λεπτῆς καλλονῆς» ἡ Σαμαρίνα.
Ἡ ἄνοιξη εἶχε ἐπανέλθει καὶ ἐφέτος, ὅπως ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, μὲ τόση παραγωγὴ καὶ τόση καλλονή· μὲ ἕνα εἶδος ποιητικῆς ἐμφάνισης, σὰν ὀνειρικὴ ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ λίγο, περνώντας τὸν ὅμορο τῆς κώμης ποταμό, βρεθήκαμε στὴν περικαλλή, στολισμένη μὲ τὰ θέλγητρά της πλατεία τῆς Σαμαρίνας. Ἐκεῖ εἴχαμε τὴν τύχη νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ ὁ καθηγητὴς Κώστας Ντίνας, καλὸς φίλος καὶ συναντιλήπτωρ, ἐκ Σαμαρίνης ὁρμώμενος, ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ χώματα, ὁ ὁποῖος πλέον διαμένει στὴν Κοζάνη, ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ μικρή του πατρίδα, τὴ Σαμαρίνα. Ὁ χρόνος περιορισμένος, ἀλλὰ προλάβαμε, σὲ μιὰ σύντομη περιήγηση στὴν πόλη, νὰ θαυμάσουμε τὴν ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ δένδρο, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ φύεται ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ, ἐξέρχεται δὲ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ ἱεροῦ μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸν οὐρανό. Δυστυχῶς, γιὰ λόγους ἀνεξαρτήτους τῆς θελήσεώς μας, δὲν βρέθηκε τρόπος νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἐμβληματικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν κλειστός. Ὁ ἐπισκέπτης ἀπορεῖ πῶς δὲν ἔχει βρεθεῖ τρόπος, ἀπὸ τοπικοὺς φορεῖς ἔστω, ὥστε ὁ ναὸς-κόσμημα τοῦ τόπου νὰ εἶναι ἐπισκέψιμος γιὰ τοὺς περιηγητές. Ὁ ὁμολογουμένως ἐντυπωσιακὸς μητροπολιτικὸς ναὸς τῆς Σαμαρίνας χτίστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. Μαζὶ μὲ τὸν ναὸ σώζεται ὁ ἐπιβλητικὸς πύργος τοῦ κωδωνοστασίου.
Ἔναντι τοῦ ναοῦ δεσπόζει καὶ ἐντυπωσιάζει τὸν ἐπισκέπτη τὸ κτίριο τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου Σαμαρίνης. Χτισμένο τὸ 1931, διαθέτει κοινὸ αὔλειο χῶρο μὲ τὸν ναό. Αὐτὸ σηματοδοτεῖ ὅτι, τοὐλάχιστον στὰ χρόνια ἐκεῖνα, Ἐκκλησία καὶ Παιδεία ἦσαν ἀλληλένδετα σὲ μιὰ κοινὴ πορεία καὶ διαδρομή. Στὸν ἴδιο χῶρο καὶ τὸ «ἡρῶον» τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος πεσόντων, ποὺ ὑπενθυμίζει καὶ τιμᾶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Σαμαριναίων γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Εἴδαμε, ἀκόμη, σὲ ἕνα σημεῖο τῆς πόλης, τὴν προτομὴ τοῦ καπετὰν-Ἀρκούδα, τοῦ Σαμαριναίου ἀγωνιστὴ Γεωργίου Ἀλιμπιντάτου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε μαχόμενος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ἐναντίον τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ρουμανιζόντων, στὸ Δίλοφο (Μορίχοβο) τὴν 1η Αὐγούστου 1906. Τὸ ἔργο (2016) εἶναι δωρεὰ τῆς Χάϊδως Ἀγορογιάννη-Βουτσᾶ. Σύμφωνα μὲ περιγραφὲς καὶ εἰκόνες τῆς ἐποχῆς, ὁ καπετὰν-Ἀρκούδας ἦταν ἕνας λεβεντόκορμος ἄνδρας 40-45 ἐτῶν, μὲ μαύρη φουστανέλλα, μαῦρο πουκάμισο καὶ φουντωτὰ μαῦρα τσαρούχια, προκαλοῦσε δὲ τὸ δέος μὲ τὴν κορμοστασιά του.
Σὲ ἄλλη θέση, στὴ Σαμαρίνα, ὑφίσταται μνημειακοῦ τύπου λιθανάγλυφη σύνθεση ποὺ παραπέμπει στὸν θρύλο τῶν Σαμαριναίων ὑπερασπιστῶν τῆς ἱερᾶς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου καὶ τὴν ἡρωϊκὴ Ἔξοδο τῆς 10ης Ἀπριλίου 1826. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ τὸ γνωστὸ δημοτικὸ τραγούδι «Παιδιὰ τῆς Σαμαρίνας». Τὸ ἔργο (1999) εἶναι χορηγεία τῶν ἐν Γρεβενοῖς Σαμαριναίων καὶ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν δημιουργό του «Ι.Π.» (=Ἰωάννης Παπατζήκας).
Μετὰ τὴν περιήγηση ἀκολούθησε γεῦμα στὴν μεγάλη πλατεία τῆς πόλης μὲ τά, ὁμογουμένως, τερψιλαρύγγια φημισμένα τοπικὰ ἐδέσματα τῆς Σαμαρίνας: «Σφαχτὰ καὶ σπληνάντερα καὶ κοκορέτσια καὶ κρασοβόλια ἄφθονα». Ὁ τόπος εἶχε μυρωδιὲς καὶ μιὰ δροσούλα ἀνοιξιάτικη ποὺ δὲν ξανάγινε· σὰν ἁγιασμός. Χαρὰ σὲ ὅποιον ξέρει νὰ γυρίζῃ στὸν κόσμο, σὲ τόπους σὰν αὐτόν.

Ζωγραφικὸς πίνακας Σαμαρίνας
ἀπὸ τὸν Σαμαριναίϊκῆς καταγωγῆς Δημήτρη Γιολδάση
(Βουνέσι Ἀγράφων 1897 - Καρδίτσα 1993)
Ἀποχαιρετώντας,
τὴν πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὡραία Σαμαρίνα καὶ τοὺς φιλόξενους Σαμαριναίους
θεωρήσαμε αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη ὡς ἀναγνωριστικὴ μόνον: ὡς ὑπόσχεση, ὡς
προαναγγελία νέας ἐπισκέψης γιὰ νὰ γνωρίσουμε καλλίτερα τοὺς φανεροὺς ἀλλὰ καὶ
κρυφοὺς θησαυρούς της, ὅπως οἱ τόποι ποὺ ἀναφέρονται στὴν παλαιὰ ἐπίσκεψη τῶν
Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας: ὁ πευκώνας «Κινέτο» μὲ τὴν πηγή της ὅπου οἱ Σαμαριναῖοι
τῆς Καρδίτσας συνάντησαν τοὺς πρώτους συγχωριανούς τους ἢ ἡ θέση «Γέφυρα» (la
Doále Kétri), στὶς «Δύο
πέτρες», τὸν τόπο ὅπου οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρίνας ἀποχαιρετοῦσαν ἢ ὑποδέχονταν
τοὺς ξενιτεμένους, καὶ ὅπου κατὰ τὴν παράδοση οἱ πέτρες μεγάλωναν καθὼς
ποτίζονταν μὲ δάκρυα (πέτρες τῶν δακρύων).
Τέλος, ὡς σὲ ξυπνητὸ ὄνειρο, μᾶς ἐφάνη ὅτι εἴδαμε τὴν ἄφιξη στὴ Σαμαρίνα τοῦ μακεδονομάχου ὁπλαρχηγοῦ, τοῦ καπετὰν Τσεκούρα, μὲ τὴν ὁμάδα του, τοὺς ἀγωνιστὲς γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ τόπου, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιωδῶς εἶχαν γίνει δεκτοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαριναίους. Μᾶς φάνηκε ὅτι μᾶς κατευόδωνε ὅσο ἀναχωρούσαμε ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα καὶ τὴν περιοχή της· ἀλλά, καὶ σὰν νὰ μᾶς καλοῦσε νὰ ἐπισκεφτοῦμε καὶ πάλι τὴν ὡραία «κόρη τῆς Πίνδου» γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ὁποίας ἀγωνίστηκε σὲ δύσκολους καιρούς.





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου