— Εἶμαι 17άρης, μὰ τιμῶ τὰ Λύκεια
«Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην,
τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186... ἐκάθησα
μόνος
ὁλομόναχος ἔξω τοῦ ναΐσκου...»
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης,
«Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», (1906)
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
«Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου»,
Παναθήναια 15-30, 6 (1906) 138.
Ἦταν ὄντως 17άρης
τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ σωτηρίου
ἔτους 1975. Ἐταλαντεύετο ὅμως μεταξὺ δύο ἐρώτων του: τῆς στρογγυλῆς θεᾶς, τῆς
ποδοσφαίρας καὶ τῆς μελοποιημένης ποιήσεως. Ἀποφάσισε, τελικά, νὰ τὸ ρισκάρει
καὶ νὰ τὰ οἰκονομήσει ἐπὶ τὸ συναμφότερον. Ἀπὸ τὴν μία, τὸ ἀπόγευμα, στὶς 5
μ.μ. εἶχε συνάντηση, ὡς ποδοσφαιριστής, μὲ τὴν ὁμάδα του, στὸ ξερό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων·
ὅλοι οἱ ἀγωνιστικοὶ χῶροι τῆς ἐποχῆς ξεροὶ ἦσαν, μὲ ἄμμο οἰκοδομική. Ἀπὸ τὴν ἄλλη,
τὸ βράδυ στὶς 9 μ.μ., σκόπευε, ἐπιθυμοῦσε διακαῶς, νὰ βρεθεῖ στὸ γήπεδο
Καραϊσκάκη, στὴ συναυλία τοῦ Μίκη Θεοδωράκη μὲ τὸ Canto
General, ποιητικὸ ἔργο τοῦ Πάμπλο Νερούδα.
Ὁ Μίκης, ἀναζητώντας ἕνα σύγχρονο
καὶ βαθειὰ ἀνθρώπινο κείμενο, μὲ πνοὴ ἀνάλογη γιὰ τὶς ἀνάγκες ἑνὸς λαϊκοῦ ὁρατόριου,
κατέληξε νὰ μελοποιήσει, ἁπαράμιλλα, τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Χιλιανοῦ ποιητὴ Π. Νερούδα, τὸ «Canto
General».
| Στάδιο Καραϊσκάκη, «Κάντο Χενεράλ», Τετάρτη, 13 Αὐγούστου 1975. |
Ποδοσφαιρικὰ γήπεδα ἀμφότερα: στὸ ἕνα ἀγώνας στὸ πεδίο τῆς ποδοσφαιρικῆς τιμῆς, στὸ ἄλλο τιμητική, προνομιακὴ μετοχὴ σὲ ἕνα σπουδαῖο πολιτισμικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀπήχηση καὶ στὴν ἡμεδαπὴ καὶ στὴν ἀλλοδαπή.
Εἶχε
προηγηθεῖ ἡ πρωϊνὴ θητεία του στὴ Β΄ Λαϊκὴ Ἀγορὰ Ἀθηνῶν, στοῦ Γκύζη, στὴν ὁδὸ
Λομβάρδου, κοντὰ στὸν Ἅγ. Ἐλευθέριο. Ὡς σχολάζων μαθητὴς θερινῶν σχολικῶν
διακοπῶν κατῆλθε νὰ συνδράμει, κατὰ τὶς δυνάμεις του καὶ ὡς ἱερὴ διακονία, τοὺς
ἐκεῖ ἐργαζόμενους στὴν φλογισμένη ἄσφαλτο γονεῖς του.
Ἀφόρητη
ζέστη, καύσωνας δυνατὸς ἐπικρατοῦσε στὴν Ἀθήνα τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἄπνοια. Ὁ Αἴολος
θαρρεῖς καὶ εἶχε φυλακίσει στοὺς ἀσκούς του ὅλους τοὺς ἀνέμους.
Ο
ἥλιος ἔψηνε ψωμί.
Στὸ
γήπεδο, ὅπου ἡ ποδοσφαιρικὴ συνάντηση, ὅπως ἔγραφε ὁ Μωραϊτίδης σὲ περασμένους
χρόνους:
«Ὁ Ἥφαιστος, λαβὼν καιρόν, ἤρχισε,
πλέον μὲ τὰ οὐράνια φυσερά του, θεὸς σιδηρουργός, νὰ πνέῃ πῦρ καὶ φλόγα ἐπὶ τῆς
γῆς, κατασκευάζων, τίς οἶδε, τίνος ἥρωος τὴν πανοπλίαν».
Ὅμως ὁ ἀγώνας ἔγινε.
Ἡ λαχτάρα γιὰ τὸ ἄθλημα νίκησε τὴν ἀφόρτη ζέστη. Τὸ βουλιμικὸ πάθος γιὰ τὸ
ποδόσφαιρο κέρδισε κατὰ κράτος τὸν καύσωνα. Ἡ νεότης, ὡς ἄλλη θεά, νίκησε τὴν
τάξη τῆς φύσεως. Δὲν ἦταν δὰ καὶ «Μή μου ἅπτου». Ἀγαποῦσε δὲ τὸ ποδόσφαιρο «ἐμμανῶς
καὶ διαπύρως, ὡς δαιμόνιον κατοικῶν εἰς τὴν σάρκαν του», ποὺ θὰ ἔλεγε κι ὁ
Παπαδιαμάντης. Μόνο δύο-τρεῖς ποδοσφαιριστὲς ἐγκατέλειψαν τὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο,
λόγῳ καύσωνος, πρὶν ἀπὸ τὴ λήξη, ἐγγὺς ὅμως μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ 90λέπτου. Μὲ
τὸ σφύριγμα τῆς λήξης καταιονισμὸς ὕδατος ἀπὸ ὑδατοδεξαμενή –κοινῶς ντεπόζιτο‒
τοῦ χώρου δρόσισε τοὺς καταπονημένους σχεδὸν θερμόπληκτους παῖκτες. Ἦταν ὄντως ἀπόλαυση,
δρόσος ἀμύθητος.
Ἀπὸ τὰ πρόχειρα ἀποδυτήρια τοῦ γηπέδου ἐξῆλθε κάθιδρος ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνδορφίνες στὰ ὕψη. Ξεκίνησε γιὰ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, αὐτὴ τῆς μελοποιημένης ποίησης, στὸ Στάδιο Καραϊσκάκη. Ἀνυπομονοῦσε νὰ ἰδεῖ τὸν Μίκη πάλι. Πρὸ 2-3 μηνῶν τὸν εἶχε ἰδεῖ ξανὰ στὸ γήπεδο τοῦ Ἀχαρναϊκοῦ. Πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Μῆτσο τὸν Θεοδώρου, πωλητὴ λαϊκῶν ἀγορῶν καὶ ὥρα του καλή, στὸν ὁποῖο παραδόξως ἄρεσε ἡ μουσικὴ τοῦ Μίκη. Ἔτσι, διέθεσε τὸ μέσον μεταφορᾶς μας, ποὺ ἦταν ἕνα φορτηγό του ὀπωροκηπευτικῶν φορτωμένο μὲ καρπούζια γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Τὸν Μίκη συνόδευε λιτὴ λαϊκὴ ὀρχήστρα μὲ τὸν Πέτρο Πανδῆ, τὸν Γιάννη Διδίλη, τὸν Λάκη Καρνέζη καὶ τὸ Κώστα Παπαδόπουλο σὲ συναυλία ποὺ διοργάνωσε μιὰ κίνηση πολιτιστικὴ τῆς ἐποχῆς, ἡ ΠΑ.ΠΟ.Κ. (Πανελλήνια Πολιτιστικὴ Κίνηση) στὴν ὁποία πρωτοστατοῦσε ὁ Θεοδωράκης.
Ὁ
ΗΣΑΠ δὲν τὸν πρόδωσε καὶ ἔγκαιρα ἔφτασε στὸ Στάδιο Καραϊσκάκη· κοσμοσυρροή, μὲ ἕνα ἐκστασιασμένο καὶ βαθειὰ
συγκινημένο κοινό.
Ὑπερπλῆρες
τὸ γήπεδο καὶ ἐνθουσιασμὸς ἀνείπωτος. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, ὅποιος θέλει
μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ σχετικὸ βιντεάκι στὸ you-tube. Ἄραγε, σήμερα μὲ τὶς τόσες
προσλαμβάνουσες παραστάσεις καὶ τὰ τόσα μέσα, ποιούς μπορεῖ νὰ συγκινήσει καὶ νὰ
ἐνθουσιάσει, ὅπως τότε, μιὰ συναυλία μὲ τὸ «Κάντο Χενεράλ» ἢ ἀνάλογο ἔργο; Ποιό
Στάδιο θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει, μὲ νέους στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία θεατές,
νὰ παρακολουθοῦν μιὰ τέτοια μουσικοποιητικὴ παράσταση; Καὶ τί ἀπέγινε, ὅλη ἡ
γενιὰ ἐκείνη ποὺ μετεῖχε σὲ γεγονότα καὶ δραστηριότητες ὅπως αὐτὴ τοῦ «Κάντο
Χενεράλ». Τί δρόμους πῆρε; Τί πορεία ἀκολούθησε καὶ πῶς τὸ σήμερα κατέληξε σὲ
τόση πολιτιστικὴ αὐχμηρότητα; Οἱ γενιὲς ἐξαϋλώνονται, λησμονιοῦνται καὶ λησμονοῦν
ἄραγε;
Μὲ
τὴν εἴσοδο στὸ γήπεδο Καραϊσκάκη δὲν μπόρεσε ‒ὁ ποδοσφαιρικὸς πειρασμὸς τὸν ἔκαμε
νὰ παρασπονδήσει‒ νὰ μὴν σκεφθεῖ ὅτι ἐδῶ, ἡ προσφιλὴς ὁμάδα του, ὁ
Παναθηναϊκός, πρὶν τρία χρόνια ἔπαιξε τὸν πρῶτο τελικὸ διηπειρωτικοῦ κυπέλλου μὲ
τὴν Νασιονὰλ Οὐρουγουάης.
Αὐτὸ
παρενθετικά, γιὰ λίγες στιγμές. Μετά, ἐπανῆλθε στὸ πνεῦμα τῆς συναυλίας, στὸ
δαιμόνιο τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Ἡ νύχτα εἶχε κάτι τὸ μυστηριῶδες καὶ
θελκτικό. Θύμιζε μύηση σὲ ἱερὴ τελετουργία, μὲ ἱερουργό, μὲ μυσταγωγὸ ἀνεπανάληπτο
τὸν συνθέτη. Σολίστ ἦσαν δύο στενοὶ
συνεργάτες τοῦ Μίκη, δύο ἐκπληκτικοὶ τραγουδιστές, πού στὸ ἔργο αὐτὸ τοὺς
προσφέρθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ παρουσιάσουν τὸ εὖρος καὶ τὴ δύναμη τοῦ ταλέντου
τους, ἡ Μαρία Φαραντούρη καὶ ὁ Πέτρος Πανδής. Στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου συνέπραξε
ἀκόμη ἡ 100μελὴς Ἐθνική Χορωδία τῆς Γαλλίας, τὸ συγκρότημα «Κρουστὰ τοῦ
Στρασβούργου» καὶ ἡ λαϊκὴ ὀρχήστρα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη· ὅλα ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ
ἴδιου τοῦ συνθέτη.
Ἦταν μιὰ ὁμαδικὴ γιορτή. Ὅλα ἔμοιαζαν ὀνειρικά.
Ἀκόμη καὶ σήμερα ἔχει μπροστά του τὶς φωνὲς καὶ τὶς ἐκφράσεις τῶν καλλιτεχνῶν ἀλλὰ
καὶ τοῦ πλήθους. Ἄραγε τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ὤθησε ἕναν 17ετὴ μαθητὴ νὰ ἔχει τὴν ἐπιθυμία
νὰ παραστεῖ σὲ ἕνα τέτοιου περιεχομένου γεγονός; Ποιὰ δύναμη ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν
φώτισε νὰ βρεθεῖ, μὲ ἐπιλογή του, σὲ ἕναν τέτοιο χῶρο γιὰ ἕνα τέτοιο γεγονός; Νὰ γευτεῖ τοὺς ἡδονικοὺς αὐτοὺς καρποὺς τῆς
μουσικῆς καὶ τῆς ποιήσεως; Νομίζω ἡ μαθητεία του στὰ παρεξηγημένα καὶ ἀπαξιωμένα
σχολεῖα τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως εἶχαν σπουδαίους δασκάλους ποὺ ἐνέπνεαν τοὺς
μαθητές τους καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν σὲ πιὸ πνευματικὲς ἀτραπούς: νὰ μεγαλώνουν μὲ
βιβλία, μὲ κινηματογράφο, μὲ μουσικές, μὲ τὸν πολιτισμὸ τοῦ χαρτιοῦ καὶ τῆς
μουσικῆς καλλιέργειας, μακρυὰ δὲ ἀπὸ ἀλαζονικὲς συμπεριφορὲς καὶ πρακτικές, ἀντιθέτως,
δεκτικοὶ σὲ πνευματικὲς προκλήσεις. Ἦταν, ὅμως, θαρρῶ καὶ ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα
τῶν καιρῶν ἐκείνων μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς δικτατορίας τῶν συνταγματαρχῶν ἀλλὰ
καὶ τῆς τραγωδίας τῆς Κύπρου, ποὺ ἀπαιτοῦσαν, καθὼς οἱ καιροὶ ἄλλαζαν ροῦχα, ἕνα
νέο βάπτισμα σὲ μιὰ κολυμβήθρα μὲ ὕδατα πνευματικά, μὲ ἀξίες, ἰδανικὰ καὶ ὄνειρα.
Ἔτσι, μετὰ τὸ τέλος τῆς συναυλίας εἶπε εἰς ἑαυτόν:
— Εἶμαι 17άρης, μὰ τιμῶ τὰ Λύκεια
Ὄχι ὅπως ὁ 16άρης τοῦ Σαββόπουλου!
Ὁ
Μίκης Θεοδωράκης συγκλονιστικός. Ἐδέσποζε καὶ τῶν μουσικῶν καὶ τῶν θεατῶν. Νόμιζες
ὅτι δὲν πατοῦσε στὸ ἔδαφος καὶ πὼς μὲ τὰ χέρια του ὀρθάνοιχτα ἀγκάλιαζε ὅλους
τοὺς καλλιτέχνες, ὅλο τὸ πλῆθος, ὅλο τὸ Στάδιο, ποὺ ἔχει τὴν τιμὴ νὰ εἶναι
φερώνυμο ἑνὸς ἱστορικοῦ θρύλου, τοῦ ἀρχιστράτηγγου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τοῦ
Γεωργίου Καραϊσκάκη, τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Μὲ δικαιολογημένη ὑπερηφάνεια, λοιπόν,
μπορεῖ νὰ λέει:
—Ἤμουν
κι ἐγὼ ἐκεῖ!
Καὶ τὸ ἀξιοπερίεργο
εἶναι πὼς οἱ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴ μοναδικὴ αὐτὴ παρουσία του στὴ μουσικοποιητικὴ
βραδυὰ τοῦ «Κάντο Χενεράλ», ἀντί νὰ ἀδυνατίζουν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ‒κι ἂς ἔχει ἐπέλθει αὐτὸς
σαρωτικός‒
ἀντὶ νὰ ξεθωρίαζουν, ἀντὶ νὰ γλυστήσουν στὴ σκοτεινὴ χώρα τῆς λησμονιᾶς, εἶναι ἀκόμη
ζωντανές: εἶναι ζώσα μνήμη, ποὺ διακρατεῖ ἀκόμη τὴν ἰκμάδα καὶ τὴ δροσιὰ ἐκείνων
τῶν στιγμῶν, ἀλλὰ καὶ ἕναν νοσταλγικὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ μιὰ περίοδο ποὺ ἔχει
λήξει ὁριστικά. Οἱ πρωταγωνιστές της ἢ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ ἢ πιὰ δὲν μποροῦν νὰ
λειτουργήσουν σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ἔχει ἄλλες προτεραιότητες
πλέον, πολὺ πιὸ ἐπιφανειακές, ἐφήμερες καὶ μὲ ἄλλους ρυθμούς. Καὶ οἱ ἐπίγονοι δὲν
μπόρεσαν νὰ διατηρήσουν μία καλλιέργεια τῆς καθημερινότητας ἱκανὴ νὰ μνημειώνει
τὰ συναισθήματα καὶ συμβάντα: γιὰ νὰ βρεθοῦν οἱ γραπτοὶ καὶ ἄγραφοι ἐκεῖνοι κώδικες
ποὺ θὰ ὁδηγήσουν, ὄχι σὲ ἀπόπειρες ἀναστύλωσης τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ σὲ νέα καὶ
ἀνώτερα «Κάντο Χενεράλ»· νέες πνευματικὲς παρακαταθῆκες γιὰ μιὰ κοινωνία ἐλευθερίας
ὅπου τὰ ὄνειρα μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν.
Περὶ
τὸ 2000 περίπου, ἐνῶ βρισκόταν σὲ σταθμὸ τοῦ ΗΣΑΠ, εἶδε, στὴ στάση «Βικτώρια»,
νὰ εἰσέρχεται στὸν συρμὸ ἕνας σχετικὰ μετρίου ἀναστήματος ἐπιβάτης μὲ
καστανόγκριζα μακρυὰ μαλλιά. Τὸν ἀναγνώρισε. Ἦταν ὁ Πέτρος Πανδῆς. Ἡ ἀνάκληση μνήμης
λειτούργησε. Ἡ φλόγα τῆς μνήμης ἄναψε. Ἡ ἀκένωτη δεξαμενὴ τῆς μνήμης πότισε μὲ ἀναμνήσεις
τὴ σκέψη του. Θυμήθηκε τὴν ἱστορικὴ συναυλία τῆς 13ης Αὐγούστου 1975. Εἶχε ἐγγραφεῖ
στὴν κυτταρική του μνήμη ἀνεξίτηλα. Ἀπόρησε, πῶς ἡ μεγαλειώδης καὶ συγκλονιστικὴ
αὐτὴ φωνὴ ἔβγαινε ἀπὸ αὐτὸν τὸν μᾶλλον μικρόσωμο ἐπιβάτη τοῦ τραίνου, ὁ ὁποῖος
τότε, στὸ στάδιο Καραϊσκάκη, τοῦ φαινόταν θεόρατος. Καί, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς
φωνῆς του ἀλλὰ καὶ τοῦ γοητευτικοῦ μυστηρίου τῆς βραδυᾶς ἐκείνης, βίωσε πάλι τὰ
ἴδια συναισθήματα. Ὁ Πέτρος Πανδῆς χάθηκε σιγὰ-σιγὰ στὸν συνωστισμὸ τῶν ἐπιβατῶν
τῆς γραμμῆς· δὲν χάθηκαν ὅμως ἡ μαγευτικὴ παρουσία καὶ ἡ συμμετοχή του στὸ «Κάντο
Χενεράλ». Τέλος, θυμήθηκε καὶ τὸν ποδοσφαιρικὸ ἀγώνα ποὺ προηγήθηκε καὶ στὸν ὁποῖο
μετεῖχε ὑπὸ φρικώδη ζέστη, ὅταν ὅλα ἐν Ἀθήναις ἔκαιαν καὶ ἔβραζαν, καὶ
ψιθύρισε:
—Ἤμουν
τότες ἐκεῖ, 17άρης, ἀπὸ τὰ τιμημένα Λύκεια.· ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, ἀπὸ τὰ Ἑξατάξια
Γυμνάσια μὲ τοὺς ὑπέροχους ἡρωϊκοὺς δασκάλους τους.
* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας,τῶν Γρεβενῶν, φ. 1130, 1.8.2025, σ. 15-16.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου