Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΗ ἢ ΚΟΥΤΣΟΠΑΝΟΥ

 

« [...] αἱ μυλόπετραι ἐγύριζον μετ᾽ ἰλιγγιώδους ταχύτητος ἀλέθουσαι τὸν σῖτον, καὶ ἡ φτερωτὴ κάτωθεν εἰς τὴν ἐκβολὴν τοῦ νεροῦ ἐστρέφετο γοργῶς τέμνουσα εἰς μυρίας ἰριδωτὰς ἀργυρόχρους διαθλάσεις τὸ ὕδωρ [...] ».

                                                 

                                                Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,

                                               «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», (1893) 

Ὁ ὑδρόμυλος  τοῦ Θεοδώρου Παν. Παρθένη, ὅπως σὲ προηγούμενη ἀνάρτησή μας, φαίνεται νὰ λειτουργεῖ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ 1905 μὲ ἰδιοκτήτη τὸν πατέρα του, τὸν Παναγιώτη Παρθένη, ὅπως καταχωρίζεται στὸν ἐμπορικὸ ὁδηγὸ Ἰγγλέση τοῦ 1905-6.

1. Θεόδωρος Παν. Παρθένης 2. Κωνσταντῖνος Παν. Παρθένης 3. Σωτήρης Παν. Παρθένης 4. Ὄλγα (Χαλιμούρδα) συζ. Παν. Παρθένη 5. Μανθία Παν. Παρθένη 6. Εὐαγγελία μητέρα Παν. Παρθένη 7. Παναγιώτης Ἰωαν. Παρθένης 8. Ἀναστασία Παν. Παρθένη. Ἡ φωτογραφία ἐλήφθη περὶ τὸ 1920 καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μυλωθροῦ Παναγιώτη Ἰωαν. Παρθένη ἀπουσιάζει ὁ πρωτότοκος γιός του, Ἰωάννης. 

Ἐντὸς τοῦ μύλου.
Ἡ μυλόπετρα.
(φωτο.
Σπύρου Ἀριστ. Τσιώλη,
+ 13. 1. 2013) 



Ὁ Παναγώτης Ἰωαν. Παρθένης (περ. 1885- 1952) κατοικοῦσε λίγο πιὸ πάνω  ἀπὸ τὸν ὑδρόμυλο – στὸν δρόμο ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ «Δένδρος» τῶν Μ. Βραγγιανῶν πρὸς τὸ Τρίδενδρο (τέως Βελισδόνι)‒ μὲ τὴν σύζυγό του Ὄλγα Χαλιμούρδα καὶ τὴν μητέρα του Εὐαγγελία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ τοποθεσία ἔλαβε τὸ τοπωνύμιο «Βαγγελίνα». Τὸ ζεῦγος Παναγιώτη καὶ Ὄλγας Παρθένη ἀπέκτησε ἕξη παιδιά: τὸν Θεόδωρο (1906-1999), τὸν Κώστα, τὸν Ἰωάννη, τὴν Μανθία, τὸν Σωτήρη καὶ τὴν Ἀναστασία. Στὸν ἴδιο ἐμπορικὸ ὁδηγὸ τοῦ 1905-6, ἀναφέρονται στὰ Βραγγιανὰ ὡς ἰδιοκτῆτες ἀλευρομύλων οἱ: Κραβαρίτης Χ., Χαλιμπουρδᾶς <Χαλιμούρδας> Χ., Χαλιμπουρδᾶς <Χαλιμούρδας> Γ. καὶ ὡς ἰδιοκτῆτες ὑδρομύλων, οἱ: Παρθένης Βασίλειος καὶ Παρθένης Δ. Ἐπίσης στὸν ἴδιο ἐμπορικὸ ὁδηγὸ ἀναφέρονται -στὰ Βραγκ(γ)ιανὰ- ὡς καφεπῶλαι οἱ: Δημητρίου Λ. καὶ Σινητουρᾶς Δ. καὶ ὡς σιδηρουργὸς ὁ Παρθένης Β. (Μπούκας).

Βραγκ<γ>ιανά. Ὁδηγὸς
Ἰγγλέση 1905-6. 

Τὸν ὑδρόμυλο παρέλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα του ὁ Θεόδωρος  καὶ συνέχισε τὴν λειτουργία του μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του Χαρίκλεια (1911-2003), μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980. Τὸ σημεῖο ἀπὸ ὅπου ἔφερνε καὶ τροφοδοῦσε μὲ ἄφθονο νερὸ τὸν μύλο, ἡ λεγόμενη   «δέση», ἦταν κοντὰ στὸ γεφύρι τοῦ Δένδρου, ποὺ βρίσκεται στὴ σμίξη τοῦ Βραγγιανίτη ποταμοῦ μὲ τὸν Τροβατιανό.
Ἡ ''δέση''.
(φωτο.
Σπύρου Ἀριστ. Τσιώλη,
+ 13. 1. 2013) 

Ἐντυπωσιακὴ ἦταν ἡ εἰκόνα μὲ τὰ ἁπλωμένα μάλλινα ὑφασμένα κλινοσκεπάσματα καὶ στρωσίδια, ποὺ σχημάτιζαν ἕνα πολύχρωμο χαλὶ καθὼς στέγνωναν ἁπλωμένα στὶς πεζοῦλες, τὶς φράχτες καὶ τὶς λάκκες, πέριξ τοῦ μύλου καὶ τῆς κατοικίας τοῦ Θεοδ. Παρθένη, τοῦ μυλωθροῦ.

  Μία ὑπέροχη περιγραφὴ τοῦ μύλου αὐτοῦ καὶ τοῦ ζεύγους τοῦ μυλωνᾶ καὶ τῆς συζύγου του καταθέτει ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς Tim Salmon σὲ ταξιδιωτικό του χρονικὸ γιὰ τὰ Ἄγραφα στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Ὁ καλὸς φίλος καὶ ὑποστηρικτὴς τῶν Ἀγράφων μὲ μεθοδικότητα καὶ λεπτομερεῖς περιγραφές, ποὺ ὄχι μόνο δὲν κουράζουν ἀλλὰ γοητεύουν τὸν ἀναγνώστη καὶ συγκινοῦν ὅσους πρόλαβαν καὶ ἔζησαν τὸ λυκόφως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, σκιαγραφεῖ στιγμιότυπα καὶ καταχωρίζει ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις γιὰ τὴ διαβίωση μὲ ὅρους αὐτάρκειας στὶς ὀρεινὲς κοινωνίες, στὰ μέρη τῶν δυσπρόσιτων Ἀγράφων, μὲ τὰ ἀποτομώτατα καὶ ἀμφίκρημνα βουνά τους.

"Κρεμασμένα ἀπὸ τὴ μπάρα κατὰ μῆκος τῆς πρόσοψης
 τῆς πεζούλας βρίσκονταν μία σειρὰ ἀπὸ χαλιά,
ὅλα φωτεινὰ καὶ χνουδωτὰ
ἀπὸ τὸ πρόσφατο σφυροκόπημά τους μέσα στὸ νερό".
(φωτο. Παναγιώτη Θεοδ. Παρθένη)

  
Tim Salmon περιγράφει τὴν ἐπίσκεψή του στὸν ὑδρόμυλο τοῦ Θόδωρου Παρθένη ‒μὲ τὸ παρωνύμιο Κουτσοπάνος‒ καὶ τὴ γνωριμία του μὲ τὸν μυλωνᾶ καὶ τὴ σύζυγό του. Πολὺ εὔστοχα τὰ σχόλιά του, ‒μὲ λογοτεχνικὴ χάρη γραμμένα‒, γιὰ τὸ κῦμα τῆς ἐσωτερικῆς μετανάστευσης (ἐποχιακῆς καὶ μόνιμης) ποὺ ἀλλάζει ριζικά, ἀλλὰ καὶ ὁριστικά, τὸν τρόπο ποὺ θὰ λειτουργοῦν πλέον οἱ ὀρεινὲς κοινωνίες. Πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε ποὺ κατέθεσε αὐτὲς τὶς σκέψεις του ὁ Tim Salmon. Τὸ 1995 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Lycabettus Press κυκλοφορεῖται τὸ βιβλίο του μὲ τίτλο «Τhe Unwritten Places» καί, ὁ ἀναγνώστης διαπιστώνει ὅτι ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς καὶ φίλος τῶν Ἀγράφων σὲ ὅλα ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ:

 

« [...] Μόλις πέρασα τὴ γωνία βρίσκονταν ὁ μύλος γιὰ τὸν ὁποῖο μοῦ εἶχαν πεῖ. Βρίσκονταν σὲ μία πεζούλα ἐννιὰ μὲ δέκα μέτρα πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ μονοπάτι, περιτριγυρισμένος ἀπὸ δέντρα. Ὁ θόρυβος τοῦ νεροῦ ποὺ ἔπεφτε κάτω σὲ ἕναν κωνικὸ ἀγωγὸ ἦταν τρομερός. Ἦταν αὐτὸ ποὺ τώρα ξέρω πὼς λέγεται ντιστρέλα, μία μέθοδος ἐπεξεργασίας τοῦ φρεσκοϋφασμένου μαλλιοῦ.

Ἡ ''κάλανη''.
(φωτο.
Σπύρου Ἀριστ. Τσιώλη,
+ 13. 1. 2013) 

Δὲν μποροῦσα νὰ δῶ κανέναν, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ ἀποφάσισα νὰ πάω νὰ ρίξω μία ματιά. Τὰ σκαλοπάτια ἦταν καλυμμένα ἀπὸ μία κληματίδα. Κρεμασμένα ἀπὸ τὴ μπάρα κατὰ μῆκος τῆς πρόσοψης τῆς πεζούλας βρίσκονταν μία σειρὰ ἀπὸ χαλιά, ὅλα φωτεινὰ καὶ χνουδωτὰ ἀπὸ τὸ πρόσφατο σφυροκόπημά τους μέσα στὸ νερό. Στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς πεζούλας ἡ ἐξωτερικὴ πόρτα μίας παράγκας ἔχασκε ἀνοιχτὴ ἀποκαλύπτοντας ἕνα ἡλικιωμένο ζευγάρι πάνω ἀπὸ μία φωτιά. Ὁ ἄνδρας βγῆκε ἔξω νὰ μὲ χαιρετίσει, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὴ μαυροφορεμένη του σύζυγο καὶ μὲ κάλεσαν νὰ καθίσω. Ἦταν πολὺ εὐγενικοὶ καὶ φιλικοί. Ἦταν ὅλο "παιδί μου" αὐτὸ καὶ "ἀγόρι μου"  τ' ἄλλο. Ἡ εὐγένειά τους φαινόταν ἀπολύτως εἰλικρινής· ἔνιωσα σὰν νὰ μοῦ εἶχε δοθεῖ μία εὐλογία, γιατί δὲν ἤμουν παρὰ ἕνας τυχαῖος περαστικὸς ἀπὸ τὶς ζωές τους.

Ἡ ἡλικιωμένη κυρία μοῦ ἔφερε ἕνα ποτήρι τσίπουρο, νερὸ καὶ ἕνα γλυκό. Ὁ ἄντρας της μοῦ εἶπε πὼς ἔφτιαχναν φλοκάτες (μαλλιαρὲς μάλλινες κουβέρτες καὶ χαλιά) ἀλλὰ πὼς καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι ἔφερναν τὰ δικά τους  μάλλινα γιὰ  νὰ τὰ πλύνουν καὶ νὰ τὰ ξάσουν, ὅπως οἱ γυναῖκες ποὺ εἶχα δεῖ στὸ μονοπάτι. Ἀλλὰ δὲν ἄλεθαν ἀλεύρι πλέον· αὐτὸ τὸ ἔφερναν ἕτοιμο τώρα πιά.

Πάνω στὴν μπάρα κρεμόντουσαν δυὸ κάππες ἀπὸ φυσικὸ γκρίζο κατσικίσιο μαλλὶ γιὰ νὰ στεγνώσουν. Εἶχαν φτιαχτεῖ κατὰ παραγγελία δυὸ βοσκῶν οἱ ὁποῖοι εἶχαν προμηθεύσει  τὸ δικό τους μαλλί. Τοὺς ρώτησα ἂν μποροῦσαν νὰ φτιάξουν μία καὶ γιὰ μένα. Ναί, εἶπαν ἀλλὰ τὸ ζήτημα ἦταν νὰ προμηθευτοῦν τὸ σωστὸ  εἶδος μαλλιοῦ. Ὁ μύλος ἦταν τρομερὰ ἀπομονωμένος καὶ ἐξ αἰτίας τῆς θέσης του καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ βουητοῦ τοῦ νεροῦ. Ἀναρωτήθηκα πῶς τὸ ἡλικιωμένο ζευγάρι τὰ ἔβγαζε πέρα σὲ αὐτὸ τὸ μοναχικὸ μέρος τὸν χειμώνα. Ἀλλὰ πλέον μόνο τὸ καλοκαίρι περνοῦσαν στὰ Ἄγραφα· ξεχειμώνιαζαν στὴν Ἀθήνα....».

                                                                    Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Σημ.: ἡ ἀνακοίνωση θὰ δημοσιευθεῖ στὸ ἑπόμενο φ. 90 τῆς ἐφημερίδας ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ, Ἀπρ.-Μάιος- Ἰούν. 2022.

2 σχόλια: