Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΡ. ΤΣΙΩΛΗ (1922-1985)


Ἄλλο νερό
Μνήμη Παναγιώτη Ἀρ. Τσιώλη
(1922-1985, γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του

π᾿ τὰ μέρη ὅπου τὸ καλοκαίρι παραθερίζει ὁ χειμώνας,  μικρὸ παιδί, λιανοπαίδι καὶ κατὰ τὸ δέμας καὶ κατὰ τοὺς χρόνους, βρέθηκε στὶς παρυφὲς τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως. Τὸ εἶχε παραγγελιὰ ὁ μπαρμπα-Πᾶνος, ὁ καὶ ὡς «Ποσειδώνας» καίτοι Ἀγραφιώτης ψευδωνυμοῦχος· ἕνεκα τοῦ παραστήματος καὶ τῆς ἐπιβλητικότητος τῆς μορφῆς.
—Πᾶρε τὰ παιδιὰ καὶ κατέβα στὴν Ἀθήνα γρήγορα, παράγγειλε στὴ νύφη του.
Κλήση σωτηρίας. Εἶχε γνωρίσει γιὰ τὰ καλὰ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τότε, τὸ κακοβίωτον τοῦ τόπου.
Ἦταν καὶ οἱ ἐμμονὲς τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀκολούθησε ‒ἤθελε δὲν ἤθελε‒ κι ὁ ἀδελφός.
Περνώντας ἀπ᾿ τὸν Μαλιακὸ εἶδε πρώτη φορὰ θάλασσα. Δὲν εἶχε δεῖ οὔτε σὲ φωτογραφία. Ποῦ τέτοια χλιδή; Χρῶμα μπλὲ ρουά. Ἀπόρησε. Δὲν ρώτησε ὅμως ἀπὸ ἐγωϊστικὴ ἐγκράτεια, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα τὸν κατακλύζει. Ἄλλες φορὲς σωστικὰ ‒μᾶλλον τὶς περισσότερες‒  ἄλλες πάλι ὄχι.
Ὅλα τὰ ἔβλεπε πρώτη φορά, ἀλλὰ σκεπτόταν μὲ ὅρους Ἀγράφων, ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Τὰ ἠλεκτροφόρα σύρματα τῆς ΔΕΗ π.χ. τὰ ἔβλεπε ὡς ἁπλῶστρες γιὰ ροῦχα! Οὔτε ἠλεκτρικὸ φῶς εἶχε ποτὲ ἀντικρύσει. Πῶς φτάνουν τόσο ψηλὰ οἱ γυναῖκες κι’ ἁπλώνουν σκέφτηκε! Καὶ ποῦ συχνοβγάζουνε τὰ ροῦχα; Δὲν ἔβλεπε κρῆνες. Πάλι ἡ ἐγωϊστικὴ ἐγκράτεια τὸν ἔσωσε ἀπὸ βεβαία φαιδροποίηση.
Ἦλθε τὸ πρῶτο καλοκαίρι. Ζέστα. Διαφορετική. Κατάλαβε γιὰ τὰ καλά, πὼς ἐδῶ δὲν παραθερίζει ὁ χειμώνας. Διακοπές; Ἄγνωστη λέξη παρ᾿ Ἀγράφοις. Πέρασαν χρόνια γιὰ νὰ ‘‘γνωρίσει’’ τὸ περιεχόμενό της. Ἡ καθημερινότητα τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ ποτὲ δὲν ἄλλαζε· μόνον ἐπαναλαμβανόταν. Ἦλθε ὁ Αὔγουστος κι ὁ Δεκαπενταύγουστος. Γιόρταζε κι᾿ ὁ μπάρμπα «Ποσειδώνας».
—Θὰ πάρω τ᾿ ἀνήψια μου καὶ θὰ τὰ πάω στὴ θάλασσα νὰ δροσιστοῦν εἶπε τὴν ἡμὲρα τῆς Παναγίας.
—Ἀνεβεῖτε στὴ καρότσα. Πᾶμε στὸν Ἅλιμο.
Εἶχε ἕνα τρίκυκλο μὲ τετράγωνη καρότσα γιὰ νὰ κουβαλᾶ τὰ σύνεργα καὶ τὰ ἐμπορεύματα τῆς δουλειᾶς του. Τότες μᾶς φάνταζε ὡς 4Χ4 τῆς ἐποχῆς. Στάλιζε κάτωθεν ἀειθαλοῦς, λεπτοφυοῦς, κρεμοκλαδοῦς πιπεριᾶς. Τὸ ‘‘πείραζε’’ κάποτε-κάποτε, ἔτσι γιὰ παιχνίδι ποὺ δὲν εἶχε. Τὸν ταξίδευε ἔτσι νοερά. Μάλωνε ὁ θεῖος, μὴν τοῦ χαλάσει τὸ πολύτιμότατο ἐργαλεῖο τῆς δουλειᾶς του, ἀλλά, κυρίως, καὶ νὰ μὴν  συμβεῖ  κανένα ἀτύχημα στὸν ἀνεψιό του.
Πηδήξαμε ἐπάνω. Εἶχε στρωμένη καὶ μιὰ παχειὰ κουβέρτα γιὰ να μὴν μᾶς τραυματίζουν οἱ ἀναταράξεις καὶ οἱ κραδασμοὶ τοῦ δρόμου. Πρώτη φορὰ θὰ πήγαινε σὲ αἰγιαλό. Γέλια, πειράγματα, σχόλια καὶ ἡ βαριὰ μυρωδιὰ του καυσίμου μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ θόρυβο τοῦ κινητήρα τοῦ τρικύκλου ἦταν ἡ συνοδεία τῆς διαδρομῆς. Ἀπὸ τότε ὅταν ὀσφραίνεται κάτι ἀνάλογο νομίζει πὼς ὀσμίζεται ἰώδιο καὶ γεύεται ἅλμη θαλάσσης…
Ἕνα ἐρώτημα μόνο κατέτρωγε τὸν νοῦν του σὲ ὅλο τὸν δρόμο. Πῶς γίνεται νὰ μποῦν στὸ θαλασσινὸ νερὸ καὶ νὰ μὴν μουσκέψουν. Νὰ μὴν βραχοῦν. Εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ παιδαγραφιώτικο ἐφαντάζετο τὸ θαλασσινὸ νερὸ ὡς «ἄλλο νερό», ποὺ μπαίνεις, δροσίζεσαι ἀλλὰ ἐξέρχεσαι στεγνός! Ἔβλεπε στὴ μικρὴ πατρίδα του πὼς ὅταν ἔβρεχε τὸ καλοκαίρι κανεὶς δὲν καθόταν νὰ βραχεῖ γιὰ νὰ δροσιστεῖ. Σκέφτηκε λοιπὸν πὼς τὸ γαλανὸ αὐτὸ νερὸ ἔχει ἀδιαβροχικὲς ἰδιότητες γιὰ τοὺς χρῆστες του.
Ἔφτασαν στὴ θάλασσα. Θάλασσα γαλανή, εὐρεῖα. Τὸν ἐντυπωσίασε καὶ ἡ τόση ‘‘ἀποκαλυπτικότητα’’ τῶν σωμάτων· πρᾶγμα ἀδιανότητο στὰ μέρη του. Κόσμος πολύς. Εἶδε, παρατήρησε τοὺς ἐξερχομένους καὶ κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν «ἄλλο νερό». Τὸ ἀντιλήφθηκε κι᾿ ὅταν εἰσῆλθε δειλῶς κι ὁ ἴδιος. Κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο δὲν δυσκολεύτηκε καὶ νὰ κολυμπήσει. Λὲς κι ἦταν γραμμένο στὸ DΝΑ του. Ἐπλύθη, ἐδροσίσθη, ἔπαιξε μὲ τὴ θάλασσα. Κολυμπίδια σὲ «ἄλλο νερό». Κι᾿ ὅμως, ναί, ἦταν «ἄλλο νερό». Μπορεῖ τὸ νερὸ τῆς Φοντάνας νὰ δρόσιζε τὰ σωθικὰ τοῦ διαβάτη:
Ἴζεό μοι πάρα ὢ ξένε….
πίε δὲ νάματος τοῦδε τοῦ ἀκηρασίου…,
ὅμως  τὸ θαλασσόνερο δροσίζει καὶ διηθεῖ τὸ σῶμα ἅπαν, ἀλλὰ καὶ παραμυθεῖ  μὲ τοῦ ἰωδίου τὴν ὀσμὴ καὶ μὲ τὴ γεύση τῆς ἅλμης· καὶ μὲ τὰ παίγνια μὲ τὰ κύματα.
Ὁ «Ποσειδώνας», εὐαίσθητος καθ᾿ ὅλα, ἦλθε ἕνα χειμωνιάτικο πρωϊνὸ τοῦ ’85, καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ τὸν ἀποχαιρέτησε γιὰ τελευταία φορά. Ἔφυγε σιωπηλά, καί, μόνος του ‘‘ταξίδεψε’’ πρὸς τοὺς οὐρανούς.
Ντῖνος Ἀγραφιώτης


1 σχόλιο: