Εἰς
ἕνα γῦρον ὁποῦ ἐκάμαμεν μὲ τὸ ποδήλατον, εἰς ὅλην τὴν πόλιν
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ποδηλατεῖ στὴν Ἀθήνα τὰ
Χριστούγεννα τοῦ 1901
|
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
σύγχρονο σχέδιο (2017)
ὑπὸ Σπ.
Σιατούφη. |
Τὸ ἑορταστικὸ διήμερο 25-26 Δεκεμβρίου
τῶν Χριστουγένων τοῦ ἔτους 1901, ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929) περιηγεῖται, μὲ ποδήλατο ‒ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει‒ στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες τῶν
Ἀθηνῶν καταγράφοντας καὶ σχολιάζοντας τὰ δρώμενα τῆς Ἑορτῆς. Ὁ Μωραϊτίδης ἔχει ἐπιστρέψει
πρὸ ἡμερῶν ἀπὸ τὸ πολυήμερο, κοπιαστικὸ ταξίδι του στὸ Καρπενήσι μέσα ἀπὸ
χιονισμένα ἐλατοδάση καὶ τὸ ψύχος τοῦ χιονώδους καιροῦ τῶν Ἀθηνῶν θὰ τοῦ
φαντάζει κουφόβραση σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνο τοῦ Καρπενησιοῦ καὶ τῶν ράχεων τοῦ Τυμφρηστοῦ.
Τὶς ἐντυπώσεις του ὁ Μωραϊτίδης τὶς δημοσιεύει σὲ ‒ἀβιβλιογράφητο ἄρθρο του‒ στὴ 2η σελίδα τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις» στὶς 28 Δεκεμβρίου τοῦ 1901,
στὴ στήλη «ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ», μὲ τίτλο «ΔΥΟ ΗΜΕΡΑΙ» καὶ μὲ τὴν
ὑπογραφὴ «Ὁ ταξειδιώτης», ποὺ εἶναι τὸ σύνηθες δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 7124 / 28. 12. 1901, σ. 2.
|
Μὲ ζωντανὲς περιγραφές, λογοτεχνικὴ γραφὴ καὶ ἠθογραφικὴ
διάθεση καταγράφει τὸν τρόπο τέλεσης τῶν Ἀκολουθιῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ
στέκεται ἰδιαίτερα στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Κυριακῆς στὴν ὁδὸ Ἀθηνᾶς καὶ τὸν κατανυκτικὸ
καὶ ὑποβλητικὸ χαρακτῆρα μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖται ἡ ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας Ἀκολουθία τῶν
Χριστουγέννων:
|
Ι. Ν. Ἁγ. Κυριακῆς ὁδοῦ
Ἀθηνᾶς.
|
Εἰς τὴν ἁγίαν
Κυριακὴν ὅμως ἡ Ἀκολουθία εἶχεν ἀρχίσει ἐνωρίτερον, τὴν 4ην πρωϊνὴν ὥραν.
Ἦτο δὲ λίαν κατανυκτικόν, διερχόμενος τὴν ὁδὸν Ἀθηνᾶς νὰ βλέπῃς ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸν
ναΐσκον, μέσα εἰς τὸ βαθὺ τοῦ ὄρθρου σκότος, ἓν μέγα μανουάλιον καταυγάζον μὲ ἀναρίθμητα
κηράκια καὶ ν᾿ ἀκούῃς τὸν ὕμνον τῆς ἑορτῆς.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 7124 / 28. 12. 1901, σ. 2.
|
Δηλώνει
πὼς τὸ πλέον καταναλώσιμο προϊὸν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ὁ ρητινίτης οἶνος, τὸ
ρετσινάτο:
Τὸ
περισσότερον πρᾶγμα, ὁποῦ ἐξοδεύεται περισσότερον εἰς τὰς Ἀθήνας … εἶναι τὸ ἀθάνατον ρετσινᾶτο.
Περιηγεῖται
ποδηλ
|
Ποδηλάτες
στὴν Ἀκρόπολη.Ἀρχὲς
20ου αἰ.
|
Ποδηλάτες στὴν Ἀκρόπολη.
Ἀρχὲς 20ου αἰ.
ατώντας στοὺς δρόμους τοῦ Ψυρρῆ, τοῦ Ἁγίου Φιλίππου καὶ τῆς Νεαπόλεως καὶ
περιγράφει τὴν πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπικρατεῖ, ἐνῷ στέκεται ξεχωριστὰ σὲ ἕνα
εὔθυμο περιστατικὸ κοντὰ στὴ βρύση «τοῦ Τάτση», στὴ σημερινὴ ὁδὸ Τάκη:
…εἰς ἕνα γῦρον ὁποῦ ἐκάμαμεν μὲ τὸ
ποδήλατον … τὸ φαιδρότερον ἐπεισόδιον δι᾿ ἐμὲ ἦτο μία ἅμαξα, ἐκεῖ παρὰ τοῦ
Τάτση τὴν βρύση.
καθὼς
καὶ σὲ ἕνα δυσάρεστο καὶ θλιβερὸ περιστατικὸ αὐτοκτονίας καρκινοπαθοῦς σὲ
πηγάδι τῆς ὁδοῦ Καποδιστρίου, ὅπου καὶ κατοικοῦσε ὁ Μωραϊτίδης στὰ τελευταῖα τοὐλάχστον
χρόνια τῆς διαμονῆς του στὴν Ἀθήνα:
Τὸ
δὲ θλιβερώτερον διεδραματίσθη περὶ τὴν ὁδὸν Καποδιστρίου, ὁποὺ μία γυναῖκα
πάσχουσα ἀπὸ καρκίνον ἔπεσε εἰς τὸ πηγάδι τῆς κατοικίας της νὰ πνίξῃ ἐκεῖ τὸν
πόνον της.
Ἀκόμη,
ἀναφέρεται στὴν συνοικία Χριστοκοπίδου μὲ τὸν ὁμώνυμο ναὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, κατ᾿ ἔθος, πανηγυρίζει ὄχι στὶς 25 ἀλλὰ στὶς 26 Δεκεμβρίου ὅταν ἑορτάζεται ἡ Σύναξις
τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ, παρακολουθεῖ τὸν λαμπρὸ ἑσπερινὸ τῆς πανηγύρεως καὶ
κατονομάζει τὸν πρωτοψάλτη τοῦ Ναοῦ Ι. Δούκα. Ὁ Ναός, ὁ ὁποῖος βρίσκόταν ὑπὸ κατασκευὴν καὶ
λειτουργοῦσε ὡς ξύλινος, μετὰ τὴν Ἐπανάσταση εἶχε χρησιμεύσει ὡς ἕδρα τοῦ Ἀρείου
Πάγου. Ἐγκαινιάζεται ὡς γνωστὸν ἔνδεκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1912. Στὸν Ναὸ
πιθανολογεῖται πὼς ἐκκλησιάζοταν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος
1851-1911), τὴν ἐποχὴ ποὺ διέμενε στὴν περιοχή, ἐνῶ μὲ πρωτοβουλία του φέρεται πὼς ἔχει ἁγιογραφηθεῖ στὸ βόρειο
κλῖτος τοιχογραφία τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Ἑλισσαίου:
ὅσοι ηὐτύχησαν νὰ διέρχωνται ἀπὸ τὴν συνοικίαν τὴν πενιχρὰν τοῦ Χριστοκοπίδιου καὶ
ἤκουσαν τὴν καμπανίτσαν τοῦ ξυλίνου ναοῦ, … εἰσῆλθον καὶ ἠκροάσθησαν ἕνα λαμπρὸν
ἑσπερινὸν … ἀπὸ τὸν καλὸν πρωτοψάλτην τὸν τελειόφοιτον τῆς φιλολογίας κ. Ι.
Δούκαν, ….Ἡ ἐκκλησία αὔτη τιμᾶται μὲ τὴν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ πανηγυρίζει
πάντοτε τὴ δευτέραν ἡμέραν, ὅτε ἑορτάζεται
ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
|
Ι. Ν. Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (
Χριστοκοπίδου) Ἀθηνῶν. |
Ἀκολούθως,
ἐνθυμεῖται τὸ Σκιαθίτο ἔθιμο τῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆ
Γαλακτοτροφοῦσας, αὐτὴν τὴν ἡμέρα στὴ Σκιάθο, καὶ καταχωρίζει τοὺς στίχους ποὺ ἔψαλλαν
τὰ μικρὰ παιδιὰ τὴς Σκιάθου. Ἐπίσης, μᾶς παραδίδει καὶ τὶς καιρικὲς συνθῆκες ποὺ
ἐπικρατοῦσαν ἐκεῖνο τὸ διήμερο στὴν Ἀττική:
Ὁ χιονώδης χθὲς
καιρὸς ὅπου ὅλην τὴν ἡμέραν ἐχιόνιζεν εἰς ὅλα τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς βουνά, ἐπέτεινεν
τὸ ψῦχος ἀρκετὰ ἐν τῇ πόλει.
|
Ἀθήνα 1901. Πλατεία
Συντάγματος.
|
Τέλος,
σχολιάζει τὴν ἑπομένη τοῦ διημέρου ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου ὡς ἐνδιάμεσο στάδιο
οἰκονομικῆς αὐτοσυγκράτησης τῶν Ἀθηναίων προκειμένου νὰ ἑορτάσουν τὴν
Πρωτοχρονιά:
ὁ λαὸς … ἂν καὶ εἶχεν διάθεσιν ἀγαθὴν νὰ τιμήσῃ
ἀρκούντως καὶ τὸν Ἅγιον Στέφανον, ἀλλὰ ὑπείκων εἰς τὴν ἀνάγκην τὴν κατεπείγουσαν
νὰ ἐξοικονομήσῃ λ ε φ τ ὰ [ἡ ἀραιογράφηση τοῦ Μωραϊτίδη] διὰ τὴν προεγγίζουσαν Πρωτοχρονιάν.
Ὁ
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος τῆς Σκιάθου καὶ τριτεξαδελφός
του, ὁ Παπαδιαμάντης συνήθιζαν νὰ δημοσιεύουν Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, κάθε
χρόνο, στὸν Ἀθηναϊκὸ Τύπο. Τὸ 1901, ὅμως, ἀμφότεροι δὲν τὸ ἔπραξαν πρὸς ἀπογοήτευσιν
τῶν ἀναγνωστῶν τους. Αὐτὸ ἐπισημαίνει ὁ Καρπενησιώτης λόγιος καὶ μετέπειτα Ἀκαδημαϊκὸς,
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877- Ἀθήνα 1940), σὲ μία ἐπίσης, μεταχριστουγεννιάτικη
ἐπιφυλλίδα του, ἀνάλογη μὲ αὐτὴν τοῦ Μωραϊτίδη, στὴν ἐφ. «Σκρίπ» στὶς 27
Δεκεμβρίου 1901 μὲ τίτλο, «ΠΩΣ ΕΠΕΡΑΣΑΜΕΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ». Μὲ χαριτολογικὴ
διάθεση ὁ νεαρὸς τότε Ζ. Παπαντωνίου, ὁ ὁποῖος
διατηροῦσε φιλικὴ σχέση μὲ τοὺς δύο Σκιαθίους λογοτέχνες καὶ δησοσίευσε εὐμενεῖς
κρίσεις γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὴν προσφορά τους τόσο ὅσο ἦσαν ἐν ζωῇ ὅσον καὶ μετὰ
θάνατον, σημειώνει σχετικά:
Ἐσυνειθίζετο
ἕως πέρυσι ἀπαραβάτως νὰ γίνεται μία ἐπιθεώρησις τῆς Χριστουγεννιάτικης
φιλολογίας, ἡ ὁποία ἀφθόνως ἐφύτρωνεν εἰς τὰς ἐφημερίδας.
Ἐφέτος,
μῶκο! Ἡ Χριστουγεννιάτικη φιλολογία ἐξηράνθη μετὰ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ
Μωραϊτίδη. Διὰ πρώτην φορὰν οἱ δύο αὐτοὶ σεβάσμιοι δημιουργοὶ τῆς ἑορτῆς, ὕστερον ἀπὸ τόσα ἔτη, δὲν ἔγραψαν
διήγημα. Μᾶς κατέστρεψαν ὅλην τὴν ποίησιν. Μέγα μέρος συμπολιτῶν μας ἔκαμνε τὰ
Χριστούγεννά του εἰς τὰς θάλασσας καὶ τὰς ἀκτὰς τῆς Σκιάθου μαζὶ μὲ τοὺς
καταλαμπωμένους ἀπὸ παράδοξον αἴγλην ἥρωάς των.
Αὐτὸ
δὲν ἰχύει πλήρως καθὼς τὴν μεθεπομένη τῆς δημοσιεύσεως τοῦ χρονικοῦ τοῦ
Μωραϊτίδη δημοσιεύει ὁ ἴδιος, μὲ τὸ ἴδιο ψευδώνυμο, σὲ δύο συνέχειες στὶς 30 καὶ
31 Δεκεμβρίου 1901 στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις», ‒παρὰ τὴν παρέλευση τῆς ἑορτῆς τῶν
Χριστουγέννων‒ τὸ (Χριστουγεννιάτικο) διήγημά του «Παλατιανὰ Χριστούγεννα».
Ἀλλά,
καὶ ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου, ὁ Ἀγραφιώτης αὐτὸς ἀπαράμιλλος τεχνίτης τῆς γραφῆς, ὑπῆρξε ποδηλάτης ἀλλὰ ὄχι τόσον δεινὸς ὅσον ὁ
Μωραϊτίδης.
|
Ἐφ. Σκρίπ,
φ. 9721 / 6. 3. 1905, σ. 1.
|
Ὅπως δηλώνει σὲ χρονογράφημά του στὶς 6 Μαρτ. 1905 στὴν ἐφ.
«Σκρίπ», μὲ τίτλο «ΠΟΔΗΛΑΤΑ … ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ» καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Ζ. Π., στὰ 1901 ἀσκοῦνταν
στὴν ποδηλασία στὴν πλατεία τῆς (νῦν Παλαιᾶς) Βουλῆς. «Θύματα» τῆς ἀσκήσεως του,
ὅπως μὲ χαρίεντα λόγον σημειώνει, ἦσαν δύο δένδρα τῆς πλατείας:
|
Ἡ παλαιὰ Βουλὴ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.
Διακρίνονται τὰ δύο δένδρα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου στὸ χρονογράφημά
του, ἐπὶ τῶν ὁποίων κατέπιπτε κάμνοντας μαθήματα ποδηλασίας. |
Διὰ
νὰ εἶναι τὸ θέαμα τελείως Ρωμαίικον πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι καὶ ἐγὼ ὁ ὁποῖος
καυτηριάζω τὴν ἀποστροφὴν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸ ποδήλατον ἔχω ν᾿ ἀναβῶ εἰς τοιοῦτον
μηχάνημα τοὐλάχιστον τέσσαρα ἔτη. Τὰ πρῶτα μαθήματα τὰ ἔλαβα εἰς τὴν πλατείαν τῆς
Βουλῆς, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δύο δένδρα, τὰ ὁποῖα ἀληθῶς εἶναι αἰωνόβια, ἀφοῦ δὲν
κατωρθώσαμε μὲ τὰς τόσας ἐπανειλημμένας συγκρούσεις μαζύ των νὰ ξερριζώσω.
Τότε
ἦτο ἐποχὴ ποδηλατικὴ ἀκόμη. Μόλις τότε ἐμάνθανε ποδήλατον ὁ συνάδελφός μου κ.
Β., ὁ ὁποῖος ἐπὶ τέλους μετὰ 15 ἡμερῶν ἄσκησιν ἐντὸς τοῦ περιβόλου τῆς Βουλῆς, ἀποφάσισε
θριαμβευτικῶς προπεμπόμενος νὰ ἐξέλθῃ καὶ εἰς τὴν πόλιν, ἰδὼν δὲ ἕνα ἁμάξι εἰς
τὴν Ὁμόνοιαν κατέβη ἀπὸ τὸ ποδήλατον εἰς τὸ Σύνταγμα. Τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἐποχὴν
καὶ ὁ συνάδελφος κ. Ε. ἤρχισε νὰ μανθάνῃ τὸ χαριέστερον ποδήλατον τοῦ κόσμου,
δηλαδὴ κατώρθωνε νὰ ἀνεβαίνῃ καὶ νὰ ποδηλατῇ, ἀλλὰ δὲν ἤξευρε νὰ κατεβαίνῃ καὶ ἔμενε
κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς ἐπὶ μιᾶς ρόδας ζητῶν βοήθειαν καὶ
τὰ βιβλία του τὰ ὁποῖα εἶχαν πέσει καθ᾿ ὁδόν. Τότε δὲ ἀκριβῶς ἦτο ἡ ἐποχὴ κατὰ
τὴν ὁποίαν καὶ ὁ ὑποφαινόμενος, παρακολουθήσας μίαν ποδηλατικὴν ἐκδρομὴν ἔφθασεν
εἰς τὴν Βουλιαγμένην πεζὸς καὶ ἱππευόμενος παρὰ τοῦ ποδηλάτου του. Ποία ἐποχή!
Δυστυχῶς παρῆλθεν ὅπως τὰ ρόδα καὶ ἡ συμμαχία τῆς Ἀμπατζίας. Μίαν φορὰν μόνον ἐμφανίζονται
τὰ ὡραῖα πράγματα. Μίαν φορὰν ἦλθε δοὺξ εἰς τὸ Φάληρον καὶ ἐπῆρεν ἑλληνίδα, οὔτε
θὰ ἔλθῃ πλέον ἄλλος διὰ νὰ πάρῃ ἄλλην. Ἐν τούτοις ἡ σημερινὴ ἐκδρομὴ τῆς
Ποδηλατικῆς μοῦ γεννᾷ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπακολουθήσῃ καὶ δευτέρα. Ἀρχίζω να ὀνειροπολῶ
ὅτι θὰ εὕρω καὶ ἐγὼ σύντροφον νὰ ποδηλατήσωμεν ὁμοῦ μέχρι Πατησίων. Ὑπάρχει
τοιοῦτος ἄνθρωπος πλέον; Ἂς δημοσιεύσω μίαν εἰδοποίησιν.
Εἰδοποίησις:
«Ζητεῖται ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος νὰ μὴ νομίζῃ ὅτι τὸ ποδήλατον εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὸ καφφενεῖον, νὰ
δέχεται δὲ νὰ κινήσῃ τοῦς δύο πόδας του ἐπὶ ποδηλάτου, τοὐλάχιστον τοὺς δύο».
|
Διαφημιστικὴ
καταχώριση γιὰ ποδήλατα,
Ἐφ. Σκρίπ, φ. 2243 / 14. 11. 1901, σ. 2.
|
Ἡ
ἀπουσία τοῦ «καθιερωμένου» Χριστουγεννιάτικου διηγήματος στὰ 1901 ἀπὸ τοὺς
Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη ἀναφέρεται καὶ στὸ πρωτοσέλιδο ἄρθρο τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις»
τῆς 25ης Δεκεμβρίου 1901, μὲ τίτλο «ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ» ὅπου
κατὰ τὸν ἀρθρογράφο, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ἄβες Ἀλώμ», τοῦ ζητεῖται ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα
του Χριστουγεννιάτικο διήγημα.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 7122 / 25. 12. 1901, σ. 1.
|
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 7122 / 25. 12. 1901, σ. 1.
|
Ἐκεῖ ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τοὺς Μωραϊτίδη καὶ
Παπαδιαμάντη:
Διήγημα τῶν
Χριστουγέννων. Δύο εἶναι οἱ κατ᾿ ἐξοχὴν Χριστουγεννιάτικοι διηγηματογράφοι. Ἂν
εἶχα τοῦ κ. Ἀ. Μωραϊτίδου τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν παρατήρησιν θὰ μετεφερόμην ἀμέσως
εἰς τὸ νησάκι ποὺ γλυκοχαιρετᾷ ἀφρισμένον τὸ κῦμα ὡσὰν νὰ τοῦ φέρῃ χαιρετισμοὺς
ψηλὰ ἀπὸ τὴν Ἑπτάλοφον διὰ νὰ φάγουν μὲ περισσοτέραν ὄρεξιν τὸ ροδίζον ὡς παρειὰ
ἐντροπαλῆς νυφούλας χριστόψωμον. Θὰ ἔγραφον διὰ τὸν καλὸν ἐκεῖνον καὶ κοιλαρᾶν ἡγούμενον
ποὺ ἔτρωγε ἐλῃὲς ἀπὸ τὶς πράσινες τὶς παστωμένες τόσες ἑβδομάδες τώρα διὰ νὰ
γευθῇ τὴν γαλοποῦλαν ποὺ ἐκόμιζεν ὁ ὑποτακτικὸς ὁ καθάριος καὶ εὐλαβής, ὁ πίνων
δροσερὸν νεράκι ἀπὸ τοῦ ἁγιάσματος τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου τοῦ θαυματουργοῦ καὶ
θερμὸν οἶνον ἀπὸ τὸ κελλάριον τοῦ κοινοβίου. Νὰ εἶχα τοὐλάχιστον τοῦ Ἀ.
Παπαδιαμάντη τὸν μυστικισμὸν καὶ τὴν ψυχολογίαν καὶ τὴν παραστατικότητα! Τί ὡραῖα
ποὺ θὰ περιέγραφα τὴν σκηνὴν τῆς ἐξόδου ἀπὸ τοὺς ναοὺς ὄρθρου βαθέως ὅταν τὸ
Μαριγάκι τῆς Ἀνέζως κι᾿ ὁ Σταυράκης τοῦ Καλαπόδη κυττάζονται μὲ τόσην
τρυφερότητα ἐνῷ ὁ ἐνωματάρχης παρέκει, ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν λαθρεμπόρων τῆς
ἀκτῆς στρίβει τὸν ἀρειμάνιον μύστακά του ὡσεὶ νὰ διατάσσῃ τὰ βλέμματα:
—Ἀτενῶς! ἀπαγορεύεται
τὸ λαθρεμπόριον!....
Στὸ
ἴδιο δημοσίευμά του ὁ Ζ. Παπαντωνίου, μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ἄλλος»,
ἀναφερόμενος στὴν κατανάλωση οἰνοπνευματοδῶν ποτῶν τὰ Χριστούγεννα, δηλώνει
σκωπτικά, ἀντίθετα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Μωραϊτίδη, πὼς κυριαρχεῖ ἡ κατανάλωση
μπύρας ἡ ὁποία «νικᾷ κατὰ κράτος» τὴν ξανθὴν ρετσίνα στὴν προτίμηση τῶν Ἀθηναίων:
Τεραστία
κατανάλωση μπύρας ἔγινε τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων. Ἐκεῖ στὰ Χαυτεῖα ἐνόμιζες
ὅτι ὁ κόσμος εἶχε κολλήσει τὰ χείλη του εἰς τὴν κάνουλαν τῶν ζυθοβαρέλων καὶ ἐρρόφα.
Ὅλα τὰ τραπέζια περιερρέοντο ἀπὸ ἀφρούς. Ὅσῳ πηγαίνομεν καὶ γινόμεθα Γερμανοὶ εἰς
τὴν μπυροποσίαν. Τὸ βασίλειον τῆς ξανθῆς ρετσίνας κλονίζεται.
|
Ἐφ. Σκρίπ,
φ. 2287 / 27. 12. 1901, σ. 1. |
Ἡ ἐπιφυλλίδα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη
λειτουργεῖ ὡς μία σημαντικὴ γραπτὴ πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὴν κοινωνική, οἰκονομικὴ
καὶ θρησκευτικὴ ζωὴ στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδας στὴν ἀρχὴ τοῦ 20ου αἰώνα.
Ὅλο τὸ ἄρθρο, ποὺ δὲν ἔχει ἐκδοθεῖ σὲ δημοσιευμένα ἔργα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη,
μεταγραμμένο ἀπὸ τὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις», ἔχει ὡς ἑξῆς:
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΝ
ΚΙΝΗΣΙΝ
ΔΥΟ ΗΜΕΡΑΙ
Εἰς τὰς ἐκκλησίας.
— Ἓν ἔθιμον ἀθηναϊκόν. — Ἡ Χριστουγεννιάτικη λειτουργία. — Ἕνας εἱρμὸς Ἰωάννου
τοῦ Δαμασκηνοῦ. — Τί ἐξοδεύεται εἰς τὰς Ἀθήνας περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. —
Αἱ Ἁμαξοδρομίαι. — Δύο ἐπεισόδια. Ἓν φαιδρὸν καὶ ἓν θλιβερόν. Ὁ Χριστοκοπίδης.
— Ἡ Παναγία ἡ Γαλακτοτροφοῦσα. — Τὸ
χιόνι.
Μὲ εἰρηνικὴν φαιδρότητα παρῆλθον
αἱ δύο ἡμέραι τῶν Χριστουγέννων, καθ᾿ ἃς ἡ οἰκογενειακὴ ἑστία, τὸ ἱερὸν τοῦ ἑλληνικοῦ
κόσμου ἄδυτον, συνεκέντρωσεν ἐν θερμότητι ἀδιαπτώτῳ ὅλην τὴν χαρὰν τοῦ μικροῦ
κόσμου καὶ ὅλην τὴν ματαιόσχολον φλυαρίαν τοῦ μεγάλου.
*
Ἡ ἑορταστικὴ Ἀκολουθία τῆς
πανηγύρεως ἐψάλη μετὰ πολλῆς λαμπρότητος εἰς ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, ἐν
συρροῇ πυκνῇ κόσμου. Εἰς πολλοὺς τῶν ναῶν, μὲ ὅλας τὰς δύο λειτουργίας ἡ
σύναξις τῶν πιστῶν ἦτο ἀσφυκτική, μὲ ὅλας δὲ τὰς προτροπάς τινων, νὰ φέρουν αἱ
μητέρες τὰ μικρὰ παιδάκια
νὰ κοινωνήσσουν ἀπὸ τὴν Παραμονή, ἵνα μὴ διαταράσσηται, ἐν τῇ Ἑορτῇ, διὰ τῶν φωνῶν των, ἡ
σεμνότης τῆς Ἀκολουθίας, τὸ ἔθιμον τοῦτο, τὸ γνησίως ἀθηναϊκόν, ἐτηρήθη κι᾿ ἐφέτος
κ᾿ ἔβλεπες τὴν αὐγὴν τὰς μητέρας νὰ σπεύδουν εἰς τὰς Ἐκκλησίας μὲ χαράν,
βαστάζουσαι εἰς τὰς ἀγκάλας των τὰ μικρά των, ἐνῷ οἱ ἄνδρες των ἔσυρον ἀπὸ τὸ
χέρι τὰ μεγαλύτερα.
*
Κατὰ διαταγὴν τῆς διοικούσης Ἐπισκοπικῆς
Ἐπιτροπῆς, οἱ ναοὶ τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν ἤρχισαν νὰ σημαίνωσι τὴν 5ην
πρωϊνὴν ὥραν, τῆς πόλεως οὔσης βυθισμένης εἰς γενικὴ σκοτίαν καὶ μόνον εἰς τὰς
κεντρικὰς πλατείας ἡμιφωτιζόντων μερικῶν φανῶν καὶ περὶ τὴν ἀγοράν, ἥτις, οἰκτρὸν
θέαμα, εἶχεν χάσει ὅλην τὴν λαμπρότητα τῆς Παραμονῆς, ἰδίως τὸ τμῆμα τῶν πτηνῶν,
ἦτο γυμνὸν ὅλως, πωληθέντων πάντων τῶν ἀνηρτημένων πουλερικῶν.
*
Εἰς τὴν ἁγίαν Κυριακὴν ὅμως ἡ Ἀκολουθία
εἶχε ἀρχίσει ἐνωρίτερον, τὴν 4ην πρωϊνὴν ὥραν. Ἦτο δὲ λίαν
κατανυκτικόν, διερχόμενος τὴν ὁδὸν Ἀθηνᾶς νὰ βλέπῃς ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸν ναΐσκον,
μέσα εἰς τὸ βαθὺ τοῦ ὄρθρου σκότος, ἓν μέγα μανουάλιον καταυγάζον μὲ ἀναρίθμητα
κηράκια καὶ ν᾿ ἀκούῃς τὸν ὕμνον τῆς ἑορτῆς, τὸν περίφημον τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀντηχοῦντα
ἀπὸ τὸν μικρὸν ἐκεῖνον ναΐσκον, τὴν κατανυκτικὴν ἐκείνην ὥραν:
Ἐκ νυκτὸς ἔργων ἐσκοτισμένης
πλάνης
ἱλασμὸν ἡμῖν, Χριστέ, τοῖς ἐγρηγόρως
νῦν σοι τελοῦσιν ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ
ἔλθοις πορίζων εὐχερῇ τε τὴν
τρίβον,
καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες εὕροιμεν
κλέος.
*
Μετὰ
μεσημβρίαν ὅπως ἀπεδείχθη, εἰς ἕνα γῦρον ὁποῦ ἐκάμαμεν μὲ τὸ ποδήλατον, εἰς ὅλην
τὴν πόλιν, ὅτι τὸ περισσότερον πρᾶγμα, ὁποῦ ἐξοδεύεται περισσότερον εἰς τὰς Ἀθήνας
δὲν εἶναι οὔτε τὰ ἀρνάκια , οὔτε αἱ
γαλοποῦλαι, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ οἱ λουκουμάδες, ἀλλ᾿ εἶναι τὸ ἀθάνατον ρετσινᾶτο. Τὰς
ὥρας καθ᾿ ἃς ἐπετρέπτο νὰ μένουν ἀνοικτὰ τὰ παντοπωλεῖα καὶ τὰ οἰνοπωλεῖα, ἔβλεπες
ἀναριθμήτους ὁμίλους, παρέας-παρέας, ἀνθρώπων τῆς ἐργατικῆς τάξεως, ἄλλους νὰ ἀναβαίνουν
ἀπὸ τὰ ὑπόγεια καὶ ἄλλους νὰ καταβαίνουν εἰς αὐτά. Τὰ ἡμιάνοικτα, μὲ τὴν μισὴν
πόρταν παντοπωλεῖα, ἦσαν γεμάτα εὐθυμούντων
κωμαστῶν, αἱ δὲ ἅμαξαι διέσχιζον τὰς στενωποὺς τοῦ Ψυρρῆ καὶ τοῦ ἁγίου Φιλίππου
φέρουσαι σωροὺς ἑορταστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἄσματα, μὲ ὄργανα, μὲ φωνὲς, μὲ
κραυγάς, μὲ χαιρετισμούς, μὲ ποικίλα τέλος ἀναφωνήματα διέχυνον χαρὰν εἰς ὅλην
τὴν πόλιν, ἐνῷ εἰς τὴν εὐρυάγυιαν Νεάπολιν γυναῖκες καὶ νεάνιδες τῆς λαϊκῆς
τάξεως, παρὰ τὰς εἰσόδους τῶν οἰκιῶν των καθήμεναι, ἔβλεπον μὲ ἀρκετὸν χασομέρι
καὶ ἀρκετὴν ἀπόλαυσιν τὰς παρελαυνούσας ἁμάξας, μὲ τὴν φυσαρμόνικαν, ἀφοῦ
προηγουμένως ἐφρόντισαν μὲ τὸ ραχάτι των νὰ ἑτοιμάσουν τὸ καπαμαδάκι τοῦ
δείπνου των.
*
Τὸ
φαιδρότερον ἐπεισόδιον δι᾿ ἐμὲ ἦτο μία ἅμαξα, ἐκεῖ παρὰ τοῦ Τάτση τὴν βρύση, διὰ
τῆς ὁποίας μεσῆλιξ πατὴρ ἔκαμνε τὸν περίπατόν του τὸν χριστουγεννιάτικον, ἄδων
μεγαλοφώνως καὶ ἔχων ἀπέναντί του τὰ δύο τέκνα του, καθήμενα εἰς τὸ καλὸν μέρος
τῆς ἁμάξης, δύο μικρὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα πολὺ διασκέδαζον μὲ τοῦ εὐθυμοῦντας ἰδίως
τῶν πεζοδρομίων, οἵτινες τρικλίζοντες, δυό-δύο χειροκρατούμενοι, ἔβγαινον ἀπὸ ἕν
ὑπόγειον, ἵνα κατέλθουν εἰς ἄλλο χαιρετίζοντες μὲ σαλευομένας φωνάς:
-Ἔτσι πάντα, Κίτσο μου! Πάντα
τέτοια!
*
Τὸ δὲ θλιβερώτερον διεδραματίσθη
περὶ τὴν ὁδὸν Καποδιστρίου, ὁποὺ μία γυναῖκα πάσχουσα ἀπὸ καρκίνον ἔπεσε εἰς τὸ
πηγάδι τῆς κατοικίας της νὰ πνίξῃ ἐκεῖ τὸν πόνον της, καὶ ἔπλεε κάτω εἰς τὸ ὕδωρ
τοῦ φρέατος, ἕως οὗ εὑρέθη σχοινίον μετὰ πολλὴν ἔρευναν, ἀπὸ τὸ γειτονικὸ
μπακαλάκι, τὸ ὁποῖον πρώτην φορὰν ἐχρησίμευσε οὐχὶ διὰ κρέμασμα, ἀλλὰ τὸ ὁποῖον
ἐν τούτοις δὲν κατώρθωσε νὰ δώσῃ ζωὴν εἰς τὴν αὐτοκτονήσασαν, ἥτις ἀνεσύρθη
μέν, ἀλλ᾿ μετ᾿ ὀλίγον ἀπέθανεν καὶ ἐτάφη.
*
Τὴν
6ην ὥραν τὸ βράδυ τῆς ἑορτῆς, ὅσοι ηὐτύχησαν νὰ διέρχωνται ἀπὸ τὴν συνοικίαν τὴν πενιχρὰν τοῦ Χριστοκοπίδου καὶ ἤκουσαν
τὴν καμπανίτσαν τοῦ ξυλίνου ναοῦ, τοῦ παναρχαίου καὶ ἐξόχως τιμωμένου ἐν τῇ
συνοικίᾳ ταύτῃ ναοῦ τοῦ Χριστοῦ, ὅστις τώρα μόλις τέλος πάντων κτίζεται ἐν καλῷ
σχεδίῳ διὰ συνεισφορῶν τῶν Ἀθηναίων, εἰσῆλθον καὶ ἠκροάσθησαν ἕνα λαμπρὸν ἑσπερινὸν
καὶ ἕνα περίφημον «Θεοτόκε Παρθένε» ἀπὸ τὸν καλὸν πρωτοψάλτην τὸν τελειόφοιτον
τῆς φιλολογίας κ. Ι. Δούκαν, ὅστις ἔχων περὶ ἑαυτὸν καὶ χορὸν ὑπηχοῦντα
κατέθελξε τοὺς ὀλίγους εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τάξιμον κάθε χρόνον νὰ
προσκυνοῦν εἰς τὴν ἀρχαίαν αὐτὴν ἐκκλησίαν.Ἡ ἐκκλησία αὔτη τιμᾶται μὲ τὴν
Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ πανηγυρίζει πάντοτε τὴ δευτέραν ἡμέραν, ὅτε ἑορτάζεται ἡ Σύναξις τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ἀφθόρως τεκούσης τὸν Χριστόν. Καὶ ἡ ἀφήγησις αὔτη τώρα
μοῦ φέρει εἰς τὴν ἐνθύμησιν τὴν ὡραίαν ἑορτὴν τῆς πατρίδος μου, αὐτὴν τὴν ἰδίαν,
καθ᾿ ἣν συνήθως τίθεται εἰς προσκύνησιν ἡ εἰκὼν τῆς Παναγίας ἡ ἐπονομαζομένη
Γαλακτοτροφοῦσα, ὡς θηλάζουσα τρυφερῶς ἐν ταῖς ἀγκάλαις της τὸ θεῖον βρέφος, ὅτε
καὶ τὰ παιδία τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους χρόνους ἔψαλλον τοὺ ἑπομένους γλυκυτάτους
πρὸς τὴν Δέσποιναν τοῦ κόσμου στίχους:
Δέποινα
πάντων Δέσποινα
Καὶ
πάντων ὑπερτέρα
Καὶ
πάντων ὑπερέχουσα
Τῶν
ἄνω στρατευμάτων.
Ἔκτεινον
χεῖρα κραταιὰν
Καὶ
σκέπασον τὸν κόσμον.
Ὅλον
τὸν κόσμον σκέπασον
τῇ
κραταιᾷ σου σκέπῃ·
τοὺς
ἱεροὺς εὐλόγησον
τοὺς
σοὶ ἱερουργοῦντας,
τοὺς
μοναχοὺς συμπάθησον
τοὺς
σὲ παρακαλοῦντας.
Ὅταν
καθίσῃ ὁ Κριτὴς
κρῖναι
τὴν Οἰκουμένην
τότε
ἡμᾶς βοήθησον
Δέσποινα
Παναγία
*
Ὁ χιονώδης χθὲς καιρὸς ὅπου ὅλην
τὴν ἡμέραν ἐχιόνιζεν εἰς ὅλα τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς βουνά, ἐπέτεινεν τὸ ψῦχος ἀρκετὰ
ἐν τῇ πόλει, ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ ψυχράνῃ τὴν θερμότητα τῆς ἑορτῆς, τοὐναντίον εἰς ὅλας
τὰς συνοικίας ἀνήφθησαν τόσαι θερμάστραι, ὅσα εἶναι τὰ ὑπόγεια ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀνεδίδετο
μία […] τοῦ μόνου κατὰ τοῦ ψύχους ἀντιφαρμάκου.
Διὰ τοῦτο καθ᾿ ὅλην τὴν νύκτα
σχεδὸν ἀντήχουν τὰ ἄσματα τὰ παροίκια, τὰ ὁποῖα οἱ χριστουγεννιάτικοι κωμασταὶ
διέσπειραν εἰς τὰ τέσσερα ἄκρα τῆς πόλεως, ἄλλοι μὲν ἀπερχόμενοι εἰς τὰς οἰκίας
των ἐκ τῶν ὑπογείων, ἄλλοι δὲ ἐκ τῶν φιλικῶν οἰκιῶν, ἐν ταῖς ὁποίαις ηὐθύμησαν.
Χθὲς δὲ τέλος, μετὰ μίαν καλὴν ἀνάπαυσιν,
πολὺ βραδέως καὶ μὲ πολλὴν ἀνορεξίαν ἐπανήρχισεν ὁ λαὸς τὰς ἐργασίας του, ἂν καὶ
εἶχεν διάθεσιν ἀγαθὴν νὰ τιμήσῃ ἀρκούντως καὶ τὸν Ἅγιον Στέφανον, ἀλλὰ ὑπείκων
εἰς τὴν ἀνάγκην τὴν κατεπείγουσαν νὰ ἐξοικονομήσῃ λ ε φ τ ὰ διὰ τὴν
προεγγίζουσνα Πρωτοχρονιάν, [δὲν]
ἐπεδόθη εἰς νέον νυχτέρι, ἀναλαβὼν ἀρκετὲς δυνάμεις ἀπὸ τὴν [διή]μερον αὐτὴν ἄνεσιν.
Ὁ
ταξειδιώτης»
*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ.
«ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» τῶν Γρεβενῶν, φ. 755, στὶς 22 Δεκ. 2017.
**Μὲ [ ] τὰ δυσανάγνωστα μέρη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠ.
ΤΣΙΩΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου