Ὁ Ζαχαρίας
Παπαντωνίου καὶ τὸ ἰωβηλαῖον τοῦ ἰατροῦ Ἀποστόλου Μαυρογένη, ἀγωνιστοῦ τοῦ ’21.
Καὶ πέθαιναν οἱ ἀγωνισταὶ
ἐδῶ μέσα
στὰ παλιοκκλήσια ἀπὸ
τὴν ταλαιπωρία
κι᾿ ἀπὸ τὸν βαρὺ
χειμώνα
(Γ. Μακρυγιάννης, Ἀπομνημονεύματα)
Ὁ Καρπενησιώτης λόγιος Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877 - Ἀθήνα 1940), μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ ‒ἐκ πατρός‒ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων, εἶχε τὴν ἰδαίτερη, τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ γνωρίσει προσωπικὰ καὶ νὰ συνομιλήσει ἐπὶ συνεντεύξει, ὡς δημοσιογράφος, μὲ τὸν τελευταῖο ἐπιζώντα ἀγωνιστὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, τὸν στρατιωτικὸ ἰατρὸ Ἀπόστολο Μαυρογένη (Πάρος 1892 - Ἀθήνα 1906). Ἡ συνομιλία τοῦ γηραιοῦ ‒ἡλικίας 107 ἐτῶν‒ ἀγωνιστοῦ μὲ τὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ τῆς 17 Ἰαν. 1904 μὲ τίτλο «107 χρόνια» καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Ζ.Π.
Ἀπόστολος Μαυρογένης (Πάρος 1792-Ἀθήνα 1906), Παναθήναια 147 (1906) 95. |
Ἡ συνάντηση πραγματοποιεῖται τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1904 στὴν Ἀθήνα στὴν ὁδὸ Μεθώνης 10, ὅπου κατοικοῦσε ὁ «πρῶτος στρατιωτικὸς ἰατρὸς τῆς ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, γεννηθεὶς εἰς τὰ 1797» ὅπως δηλώνει ὁ Z. Παπαντωνίου. Παρὰ τὰ προβλήματα ὑγείας ‒κυρίως μὲ τὴν ὅρασή του‒ ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Ἀπόστολος Μαυρογένης, καὶ παρὰ τὴν ἡλικία τῶν 107 ἐτῶν, δέχεται καὶ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα τοῦ Ζ.Π. Τοῦ δηλώνει πὼς ἦλθε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1826, ἀφοῦ εἶχε σπουδάσει Ἰατρικὴ στὴν Ἰταλία, μαζὶ μὲ Ἰταλοὺς φίλους του γιὰ νὰ πολεμήσουν στὸ πλευρὸ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων:
« — Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τοῦ εὐτυχοῦς ἰωβηλαίου σας νὰ μοῦ
κάμετε τὴν τιμὴν νὰ ἀκούσω ὀλίγας βιογραφικὰς σημειώσεις ἀπὸ τὸν ἴδιον. Πότε ἤλθατε
εἰς τὴν Ἑλλάδα;
—Τὸ 1826.
— Μόνος;
—Μὲ
ἑπτὰ Ἰταλούς. Εἰς τὴν Ἰταλίαν εἶχα τελειώσει τότε τὰς ἰατρικάς μου σπουδάς. Ἐπήγαμεν
εἰς τὴν Φλωρεντίαν καὶ ἀγοράσαμεν δίκαννα. Ἐπρομηθεύθημεν πολεμοφόδια καὶ ἤλθαμεν».
Ἀναφερόμενος
μάλιστα στοὺς στόχους τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21
ἀναφέρει:
«Ὁ λόγος περὶ τῆς ἐπαναστάσεως.
— Ἐπολεμούσαμεν, εἶπε, τοὺς Τούρκους χωρὶς οὔτε ἰδέα
νὰ μᾶς ἔλθῃ ποτὲ ὅτι ἡ Ἑλλὰς πράγματι θὰ ἐλευθερωθῇ. Ἐλέγαμεν μόνον "ποῦ
ξέρεις τί μπορεῖ νὰ γίνῃ"».
Δηλώνει τὴ συμμετοχή του στὶς ἱστορικὲς
μάχες των Δερβενακίων καὶ τῆς Βέργας καὶ ἀργότερα τοῦ Κουτσελίου, στὴν ὁποία μαχόμενος
ἔχασε ἕνα δάκτυλό του. Ἐπιδεικνύει στὸν Ζ.Π. τὸ πιστοποιητικὸ συμμετοχῆς του στὶς
μάχες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος. Ἀκόμη, παραθέτει κάποιο περιστατικὸ μονομαχίας
του, στὴ Μεθώνη τῆς Μεσσηνίας,
μὲ Γάλλο ἀξιωματικό, ὁ ὁποῖος συμπεριφέρθηκε ἀγενῶς στὴ σύζυγό του.
Καταθέτει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἔκρυθμη
κατάσταση ποὺ ἐπικτρατεῖ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ στὴ Ἑλλάδα, ἐνῶ κρίνει πὼς ὁ κυμερνήτης
Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν ἐμμέσως θύμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ περιβάλλοντός του, δηλαδὴ τῶν συμβούλων καὶ
συνεργατῶν του:
«Περὶ
τοῦ Καποδίστρια ἔχει τὴν ἰδέαν ὅτι τὸν ἔφαγεν ἡ τάσις του πρὸς τὸ κόμμα. Ἡ
καταφορὰ τῶν Μαυρομιχαλαίων ἐναντίον του δὲν ὠφείλετο εἰς αὐτὸν τόσον, ὅσον εἰς
τὴν κακὴν ἀντίληψιν τῶν Καποδιστριακῶν. Ὁ διοικητὴς τοῦ Ναυπλίου –λέγει‒ μὲ ἐκάλεσε
μίαν ἡμέραν καὶ μὲ ἐπέπληξε, διότι ἐπῆγα εἰς τὴν Μάνην νὰ θεραπεύσω τὴν
πάσχουσαν σύζυγον τοῦ Πετρόμπεη».
Στὸ τέλος τοῦ χρονογραφήματός του ὁ
Παπαντωνίου παραθέτει κάποια ἀνεκδοτολογικοῦ περιεχομένου στιγμιότυπα ἀπὸ τὴ ζωὴ
τοῦ ὑπέργηρου ἀγωνιστοῦ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21.
Σκρίπ, 12.1.1904, σ.1.
Λίγες μέρες ἐνωρίτερα στὶς 12 Ἰαν.
1904 ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου εἶχε πάλι ἀρθρογραφήσει στὴν ἐφημ. Σκρίπ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν
τοῦ ’21. Στὸ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Ἀγωνισταί» καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ πάλι
Ζ.Π. ἀναφέρει ἕνα ἄλλο περιστατικὸ συνάντησής του μὲ ἀγωνιστὴ τοῦ ’21, στὴν Ἄμφισσα,
περὶ τὸ 1890, ὅπου διέμενε ὡς μαθητὴς ὁ Παπαντωνίου μὲ τὴν οἰκογένειά του, λόγω
μεταθέσεως τοῦ δασκάλου πατέρα του Λάμπρου Παπαντωνίου:
Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940). Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτὶ. Σύγχρονο (2021) ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό. |
«Εἶδα πρὸ 15 ἐτῶν εἰς τὴν Ἄμφισσαν τὸν ἐπιζῶντα
συναγωνιστὴν τοῦ Ἀντρούτσου, ἕνα ἀπὸ τὰ παλληκάρια ποὺ εἶχε κλεισθῇ στὸ χάνι.
Ἔτυχε νὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὸ τυπογραφεῖον τῆς Ἀμφίσσης
τὸ ἕνα καὶ μοναδικόν, παραπλεύρως χειροκινήτου πιεστηρίου, ὅταν ἔξαφνα περνοῦσε
ὁ Γέρος ἀπέξω. Κἄποιος τότε τὸν ἐφώναξε καὶ ἐμπῆκε μέσα κτυπῶν τὴν βακτηρίαν
του. Ἦτο ἕνα ἐρείπιον 95 ἐτῶν. Ἀλλὰ τὰ μάτια του ἔλαμπαν μὲ ἕνα φῶς ἰσχυρότατον.
Ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς τὸν ἠρώτησεν ἀφελέστατα πῶς ἔγιναν αὐτὰ ποῦ ἔγιναν στὸ χάνι τῆς
Γραβιᾶς. Ὁ γέρος ἀπήντησε καταπίνων:
—Ἔ, παιδί μου! Ἐκεῖ γενότανε ἄντρας κι ὁ πλέον
φοβιτσιάρης.
Ἡ
ἀπάντησις ἐσμίκρυνε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὰ μάτια μας τὸν γέρον, διότι ἦτο ἀδύνατον
νὰ ἐννοήσωμεν τὸ μέγεθος τῆς μετριοφροσύνης τοῦ ἐνδόξου ἀνθρώπου».
Στὸ
ἴδιο ἄρθρο ἀναφέρει πάλι τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη καὶ τὴν παρουσία του στὴν πόλη
τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου συναντοῦσε τὸν παλαιὸ θαλλερὸ ἀκόμη ἀγωνιστὴ ἰατρὸ νὰ περιπατεῖ
ἄσημος καὶ ταπεινὸς στοὺς δρόμους τῆς Πρωτευούσης :
«Ἀκριβῶς
μίαν τοιαύτην παιδικὴν ἀπορίαν ἔχω ὅταν βλέπω εἰς τοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν νὰ
περιφέρεται μὲ τόσην ἀσημότητα καὶ ταπεινωσύνην ὁ ἀγωνιστὴς Μαυρογένης. Ὁ γηραιὸς
ἀγωνιστὴς δὲν θέλει νὰ ἔχῃ τὴν δόξαν ἀκινήτου προσκυνηταρίου. Ἀπεναντίας κινεῖται
ὅσον ἠμπορεῖ, φραγκοφορεμένος ὡς ἡμεῖς, ἄνθρωπος τῆς τύρβης καὶ τοῦ κόσμου, ἀναβαίνων
συχνὰ εἰς τὸ τράμ –φαντασθῆτε ἄνθρωπος τοῦ ’21 εἰς τὸ τρὰμ τῶν Ἀθηνῶν! Κατὰ τὰς
τελευταίας ἐκλογὰς ἐπῆγεν εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ ἐψήφισε, μόνος του χωρὶς συνοδόν.
Εἰς τὴν θύραν μάλιστα τοῦ ἐκλογικοῦ τμήματος κάποιος
ρωμῃὸς ψηφοφόρος, ἀγνοῶν μὲ ποῖον ψηφίζει μαζί, τὸν ἔσπρωξε μὲ τοὺς ἀγκῶνας
φωνάζων:
— Ὢχ ἀδελφέ, γέρο, μᾶς ἐσκότισες!
— Ἄϊντε νὰ χαθῇς ἀπὸ κεῖ, ἐφώναξε κάποιος κύριος ἀναγνωρίσας τὸν Μαυρογένην. Αὐτὸς ὁ γέρος σοῦ ἔδωκε τὸ σφαιρίδιον ποὺ κρατεῖς, καὶ τὸν προϋπολογισμὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖον αὔριον θὰ πάρῃς μισθό».
Νέον Ἄστυ, 9. 11. 1906, σ. 1. |
Ὁ
Ἀπόστολος Μαυριογένης πεθαίνει στὶς 7 Νοεβρίου 1906. Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ἦταν
πλέον συνδιευθυντής, μαζὶ μὲ τὸν νομικὸ
καὶ δημοσιογράφο Γ. Βουτσινᾶ (Λευκάδα 1874 - Ἀθήνα 1938), τῆς ἐφημερίδας Τὸ Ἄστυ, ὅπου στὶς 9 Νοεμβρίου 1906 ἐπαναδημοσιεύεται
ἀνωνύμως ἡ συνέντευξη τοῦ Ζ.Π. μὲ τὸν τελευταῖο ἀγωνιστὴ τοῦ 21, τὸν «Μαθουσάλα
καὶ γίγαντα τῆς μακροβιότητος», ὅπως ἀποκαλεῖται, ‒προφανῶς ἀπὸ τὸν Παπαντωνίου‒
στὸ μικρὸ εἰσαγωγικὸ
ποὺ προτάσσσεται ῆς ἐπαναδημοσίευσης:
«Ἀθηναῖος δημοσιογράφος εἰς τὰ 1904, ὅταν ὁ κηδευθεὶς
χθὲς ἀγωνιστὴς Μαυρογένης ἑώρταζε τὴν 108ην ἐπέτειον τῆς γεννήσεώς
του, μετέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἐπιζῶντος Μαθουσάλα καὶ ἔλαβε μαζί του τὴν
κατωτέρω συνέντευξιν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος γίγας τῆς μακροβιότητος ὁμιλεῖ καὶ
διηγεῖται τὴν ζωήν του. Ἀναδημοσιεύομεν σήμερον ὡς δίδον μίαν εἰκόνα τῆς ζωῆς
τοῦ γέροντος τὸ ἄρθρον ἐκεῖνο, τὸ γραφὲν πρὸ δύο ἐτῶν».
Ἡ
ἐξόδιος ἀκολουθία τοῦ Ἀπόστολου
Μαυρογένη ψάλλεται τὴν ἑπομένη, στὶς 8 Νοε. 1906, στὸν ἱ. ν. Ἁγίου Νικολάου
Πευκακίων. Ὅπως, ὅμως φαίνεται ἀπὸ δημοσιεύματα τοῦ Τύπου, ἡ Πολιτεία καὶ οἱ ἐπίσημοι
φορεῖς ἀπουσίασαν ἐκκωφαντικά· ἔνδειξη ἀπαξίωσης τῆς προσφορᾶς τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν
στὸν Ἀγώνα. Χαρακτηριστικά, σὲ ἄρθρο μὲ πικρῆς εἰρωνίας περιεχόμενο τῆς ἐφ. Τὸ Ἄστυ, τῆς 10ης Νοε. 1906,
ποὺ ἂν καὶ ἀνυπόγραφο θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ στὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου, ὡς ἐκ τῶν
διευθυντῶν τῆς Ἐφημερίδος, ἀναφέρεται:Τὸ Ἄστυ, 10.11.1906, σ. 1
«Εἰς τὴν κηδείαν τοῦ ἀγωνιστοῦ, τοῦ ἀνωτέρου ἀξιωματικοῦ,
τοῦ ἀρχαιοτέρου στρατιωτικοῦ ἰατροῦ Ἀποστόλου Μαυρογένη ἐμετρήθησαν:
Στέφανοι 0,
Ἐπίσημοι 0,
Ἀξιωματικοὶ 3 ½,
Παράσημα 2.
Δὲν σημειώνομεν καὶ ἓν (ἀριθ. 1)δυστύχημα τὸ ὁποῖον συνέβη. Οἱ
περισυλλεχθέντες 10 ½ στρατιῶται οἱ ἀποτελέσαντες τὸ σύνταγμα τὸ λαβὸν μέρος εἰς
τὴν κηδείαν, ἔχασαν τὸν δρόμον. Ἐσκαρφάλωσαν λοιπὸν εἰς τὸν Λυκαβητὸν, ἔπειτα
κατέβηκαν πρὸς τὴν Ἀκαδημίαν, εἰσῆλθον εἰς τὴν ὁδὸν Σκουφᾶ καὶ ἐκεῖ ἀκούσαντες
ψαλμῳδίας διηυθύνθησαν πρὸς τὸν ναὸν τοῦ
ἁγίου Νικολάου. Ἐὰν δὲν εὕρισκον ἐκεῖ τὸν νεκρὸν θὰ διηυθύνοντο εἰς τὸ Νεκροταφεῖον.
Καὶ ἐὰν δὲν ἦτο καὶ ἐκεῖ θὰ ἐπεφυλάσσοντο νὰ ἀποδώσουν τὰς τιμὰς εἰς τὴν
Δευτέραν Παρουσίαν.
Εὐτυχῶς
εἰς τὸ μεταξὺ ὁ ἀείμνηστος Μαυρογένης ὁ ὁποῖος ἔζησε ἑκατὸν ἑπτὰ ἔτη διὰ νὰ ἰδῇ
καὶ τὴν τελευταίαν διοργάνωσιν τοῦ στρατοῦ, εἶχε διευθυνθῇ μόνος του καὶ χωρὶς
στρατιώτας εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον καὶ τοὺς ἐπερίμενε ἐκεῖ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι
θὰ ἔλθουν. Καὶ οἱ στρατιῶται ‒ὅπως εἴπαμεν ἤδη‒ ἦλθον διὰ νὰ μὴ διαψεύσουν τὴν
τελευταίαν αὐτὴν αἰσιοδοξίαν ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφόρους ἀνοησίας, μεταξὺ
τῶν ὁποίων μία ἦτο νὰ σπάσῃ τὸ χέρι του στὰ Δερβενάκια, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ τὸ διατηρήσῃ
ὑγιές, νὰ γίνῃ ταμίας, νὰ σηκώσῃ ὁλόκληρον τὸ ταμεῖον ὅτε εἰς τὴν κηδείαν του θὰ
ἦσαν:
Στέφανοι 227,
Ἐπίσημοι 632,
Παράσημα 3.
Ὡρισμένως ὁ μακαρίτης Μαυρογένης εἰς τὰ Δερβενάκια ἔχασε
ὄχι τὸ χέρι του ἀλλὰ τὸ κεφάλι του».
Ἐμπρός, 8.11.1906, σ. 2. |
Ἀντίθετα, ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς,
σχεδὸν στὸ σύνολό του, τίμησε ἰδιαίτερα, μὲ πολλὰ μεταθανάτια δημοσιεύματα καὶ
νεκρολογίες,
τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη –καὶ στὸ πρόσωπό του, ὡς τελευταίου ἐκ τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν
τῆς Παλλιγενεσίας,
καὶ ὅλους τοὺς ἀγωνιστές‒
γιὰ τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του στὴν Πατρίδα καὶ τὸ Γένος.
Ἡ
Ἀκρόπολις δύο ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατο
τοῦ Ἀπόστολου Μαυρογένη σὲ σχετικὸ ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο «Ὁ τελευταῖος ἀγωνιστὴς Ἀπόστολος
Μαυρογένης, Ἀντισυνταγματάρχης τῆς Φάλαγγος» ἀναφέρεται στὴν ἀποστροφή του στὶς
τιμητικὲς διακρίσεις καὶ στὴν προσήλωσή του στὰ ἑλληνικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα ἀλλὰ καὶ
στὴν καλὴ φυσική του κατάσταση, τὴν
σωματικὴ ἀκμαιότητά του μέχρι τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του:
«...Πρὸς
τὰ παράσημα ἐδείκνυε ἰδιαιτέραν ἀποστροφήν, διότι ἔλεγεν ὅτι τὸ παράσημον τοῦ ἀγῶνος
δὲν συγκρίνεται μὲ κανὲν ἄλλο. Καίτοι ἐβίωσεν εἰς ἐποχὴν πόρρω ἀπέχουσαν τῆς ἐποχῆς
του, ἐν τοσούτῳ δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἀπομακρυνθῇ ποσῶς ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῆς ἐποχῆς
του. Ὡμίλει τὴν γλῶσσάν του ὅπου κι ἂν εὑρίσκετο... Μέχρι τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ βίου του διετήρη
μίαν ἀκμαιότητα πρωτοφανῆ καὶ ἀξιοθαύμαστον, ἥτις ἐνεθύμιζε ἄλλην ἐποχὴν καὶ ἄλλον
κόσμον ἐξλέξαντα φῶς διὰ παντός.
Ὁ Μαυρογένης μέχρι πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἀκόμη ἔκαμνε
πεζῇ τὸν γύρον τῆς Ἀκροπόλεως».
Σκρίπ, 8.11.1906, σ. 2. |
Tὸ Σκρὶπ τὴν ἑπομένη τοῦ θανάτου του, στὶς 8 Νοε. 1906, σὲ ἀνώνυμο ἄρθρο μὲ τίτλο «Ὁ θάνατος τοῦ Ἀποστόλου Μαυρογένους. Βίος 114 ἐτῶν», πέραν τῶν ἄλλων, ἐξαίρει καὶ τὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο τοῦ γηραιοῦ ἐκλιπόντος, μὲ τὶς ὑγειονομικὲς θέσεις ποὺ κατέλαβε στὸ νέο ἑλληνικὸ Κράτος ἀλλὰ καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο:
«Τὸ ἐπιστημονικὸν ἔργον του
Ὡς
ὑγειονομικὸς ἀξιωματικὸς διέπρεψεν, ἐχρημάτισε δὲ κατόπιν ἐπὶ 45 ἔτη ὑγειονόμος
Πειραιῶς.
Ὑπῆρξε
μέλος τῆς ἐνεργοῦ φάλαγγος τοῦ Ὄθωνος, ἧς ἦτο συνταγματάρχης, ἔφθασε δὲ εἰς τὸν
βαθμὸν ἀρχιάτρου, ὅτε καὶ ἀπεστρατεύθη.
Ἔκτοτε ἰδιωτεύων
κατεγίνετο εἰς τὴν συγγραφὴν ἐπιστημονικῶν βιβλίων, ἀνακαλύψας καὶ τὴν
σηπεδονώδη εὐλογίαν, εἶχε δὲ διαρκὲς παράπονον, ὅτι αἱ ἑκάστοτε κυβερνήσεις ἐδείκνυον
πρὸς αὐτὸν ἀστοργίαν. Ἀποθνήσκων διετήρει πλήρεις τὰς αἰσθήσεις του μέχρι τῆς
τελευταίας στιγμῆς, ὅτε ὄρθιος ἔκλινε πρός τινα ἕδραν τὴν κεφαλὴν καὶ παρέδωκεν
τὸ πνεῦμα, περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τὸν υἱόν του κ. Μαυρογένην, ἀπόστρατον ἀρχίατρον,
τὰς θυγατέρας του καὶ τοὺς ἐγγονούς του».
Τὸ Ἐμπρός,, στὶς 8 Νοε. 1906, σὲ δημοσίευμα μὲ τίτλο «Ὁ θάνατοςτου ἀγωνιστοῦ
Ἀπόστολου Μαυρογένη» ἐπισημαίνει, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀφήσει τὴν Εὐρώπη,
τὶς σπουδές του, τὴ σταδιοδρομία του καὶ
νὰ ἔλθει στὴ Ἑλλάδα μὲ ἔνοπλο σῶμα ἀπὸ ἑπτὰ Ἰταλοὺς ἐθελοντὲς στὸν ὑπὲρ τῆς Ἀνεξαρτησίας
ἀγώνα. Δηλώνεται ἐπίσης ἡ στενὴ συνεργασία τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη μὲ τὸν Θ. Κολοκοτρώνη
καὶ τὸν Γ. Καραϊσκάκη:
Καιροί, 8.11. 1906, σ.2. |
«Ἡ μεγάλη ἡμέρα τοῦ ’21 εἶχεν ἀνατείλει, ἡ ἰδέα τῆς ἀνεξαρτησίας εἶχεν ὡριμάσει πλέον καὶ ἡ σημαία αὐτῆς ἐκυμάτιζεν ἐπὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἐδίστασε οὐδὲ στιγμήν. Ρίπτει μακρὰν τὰ βιβλία του, λαμβάνει μεθ’ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἐνθουσιώδεις νέους φίλους του, τέκνα εὐγενῶν οἰκογενειῶν τῆς Ἰταλίας καὶ μετὰ μικρὸν συναντᾶται ἐπὶ τῶν ὀρέων τῆς Πελοποννήσου μετὰ τῶν ἀπίστων, τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, πρὸς οὓς μάχεται μετὰ τῶν συναδέλφων του ὡς λέων. Ἡ ἐποχὴ αὕτη κατέχει τὰς καλλιτέρας σελίδας τοῦ βίου του.
Διαδοχικῶς γνωρίζεται καὶ γίνεται ἀχώριστος φίλος τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ ἄλλων μεγάλων πρωτεργατῶν τῆς γιγαντομαχίας ἐκείνης τοῦ 1821. Καὶ πότε δράττει τὸ καρυοφύλλι καὶ μάχεται παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν ἡρώων ἐκείνων καὶ πότε λαμβάνει τὰ χειρουργικά του ἐργαλεῖα διὰ νὰ ἐπιρράψῃ ἢ νὰ ἐπιδέσῃ τὰ τραύματα τῶν συμπολεμιστῶν του...»
Ἡ Ἑστία τῆς 8ης Νοε. 1906, σὲ ἀρθρογράφημα μὲ τίτλο «Ἀπόστολος
Μαυρογένης», σχολιάζει τὴν περιγραφή, διὰ στόματος Ἀποστόλου Μαυρογένη, τῶν μαχῶν
καὶ τῶν γεγονότων τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἐνῶ σημειώνει γιὰ τὶς συνθῆκες τοῦ
θανάτου του, ὅτι ἐκοιμήθη αἰφνιδίως ἀλλὰ ἡσύχως:
Ἑστία, 8.11.1906, σ. 2. |
«Ἀπὸ τὰ τελευταῖα λείψανα τοῦ μεγάλου Ἀγῶνος, μία ἱστορία τῶν ἐνδόξων ἐθνικῶν γεγονότων, ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης ἐκοιμήθη χθὲς τὸν ὕπνον τοῦ δικαίου εἰς ἡλικίαν 114 ἐτῶν.
Ὅλοι οἱ ἐν Ἀθήναις ἐνθυμοῦνται τὸν σεβαστὸν γέροντα,
ὅστις μέχρις ἐσχάτων ἐφαίνετο μόνος εἰς τὰς ὁδοὺς ἀκμαῖος καὶ ζωηρὸς παρ’ ὅλην
τὴν ἐκ τῆς ἡλικίας πάθησιν τῶν ὀφθαλμῶν. Πολλοὶ ἤκουσαν ἐκ τοῦ στόματός του
ζωηρὰς περιγραφὰς τῶν γεγονότων τῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Μαυρογένης ὑπῆρξε
σύντροφος καὶ στρατιώτης τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη.... Ὁ θάνατός του ἐπῆλθεν
αἰφνίδιος καὶ ἥσυχος ὅπως τὸ σβύσιμον λυχνίας, τῆς ὁποίας ἐξέλιπε τὸ ἔλαιον»
Ἡ ἐφημερίδα Καιροί, στὶς 8 Νοε. 1906, σὲ δημοσίευμα μὲ τίτλο «Ὁ θάνατος τοῦ ἀγωνιστοῦ
Μαυρογένη», ἀποκαλύπτει τὸ σοβαρὸ ἀτύχημα ποὺ εἶχε ὁ Ἀπ. Μαυρογένης κατὰ τὴ
διάρκεια τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων τοῦ 1906, ‒ τὴν γνωστὴ ὡς "Μεσοολυμπιάδα
1906", ποὺ διεξήχθη στὴν Ἀθήνα ἀπὸ 22 Ἀπρ.1906 ἕως 2 Μαΐου 1906‒ γεγονὸς
ποὺ κατὰ τὸν ἀνώνυμο συντάκτη τοῦ δημοσιεύματος ἐπιδείνωσε τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας
του:
«Ὁ γηραιὸς ἀγωνιστὴς καὶ μὲ ὅλα του τὰ ἔτη ταῦτα θὰ ἔζη
ἐπὶ πολὺ ἴσως ἀκόμη, ἐὰν δὲν ὑφίστατο σοβαρότατον ἀτύχημα κατὰ τοὺς τελευταίους
Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας, πεσῶν ἔκ τινος κλίμακος. Ἐκ τοῦ κατάγματος τὸ ὁποῖον ὑπέστη
τότε δὲν ἠδυνήθη πλέον νὰ ἀναλάβῃ τελείως.
Ἐν τούτοις ὁ θαλερὸς πρεσβύτης μέχρι τῆς χθὲς καὶ
δύο ὥρας πρὸ τοῦ θανάτου του ἀκόμη, ἦτο ὄρθιος καὶ περιπάτει.
Ὁ μεγαλύτερος υἱὸς τοῦ μεταστάντος εἶναι ἐπίατρος ἐν
ἀποστρατείᾳ, καὶ ἡλικίας περίπου 70 ἐτῶν».
Πάλι οἱ Καιροί, τὴν ἑπομένη, στὶς 9 Νοε. 1906, μὲ τὸ χρονογράφημα «Εὐθανασία»
ποὺ ὑπογράφει μὲ τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο
«Φίλεας Φόγγ» ‒ποὺ
παραπέμπει σὲ ἥρωα τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Ἰουλίου Βὲρν «Ὁ Γύρος τοῦ Κόσμου σὲ
80 ἡμέρες»‒
ὁ δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, λογοτέχνης καὶ βιογράφος
σημαντικῶν ἱστορικῶν προσωπικοτήτων Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ἀθήνα
1871-1923), σχολιάζει τὴ μακροβιότητα καὶ τὴν καλὴ φυσικὴ ἀσκητικὴ ἐμφάνιση τοῦ
Ἀπ. Μαυρογένη:
«Ὁσάκις ἐπερνοῦσεν πλησίον μου, ἴσιος, ὀστεώδης, ἀπηλλαγμένος
ἀπὸ κάθε περιττὴν σάρκα, μουρμουρίζων ἕνα τραγούδι τῆς ἐποχῆς του, μοῦ ἐφαίνετο
ὅτι ἐπερνοῦσε μία διαβεβαίωσις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πεθαίνει, ὅτι ἔχομεν
διεστραμμένην τὴν ἰδέαν τῆς φθορᾶς εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον.
Κἄποτε ὡμιλοῦσα μὲ τὸν Μαυρογένη εἰς ἕνα καφενεδάκι
τῆς Νεαπόλεως, ὅταν ἐπέρασε μία κηδεία. Μέσα εἰς τὸ φέρετρον ἦτο ἐξηπλωμένος ἕνας
νεώτατος ἄνθρωπος, μόλις ἔχων τὸ ἕνα πέμπτον τῆς ἡλικίας τοῦ συνομιλητοῦ μου. Ὁ
Μαυρογένης ἐσηκώθη καὶ ἔβγαλε τὸ καπέλλο του. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ Μαυρογένης
δὲν ἐχαιρετοῦσε τὸν νεκρόν, ὅπως ἔκαμνα ἐγώ.
Ἐχαιρετοῦσε τὸν θάνατον. Καὶ ὁ θάνατος ἐπερνοῦσε
μακρυά του ἀπὸ τὸ ἄλλο πεζοδρόμιον».
Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁ Γεώργιος
Τσοκόπουλος χρονογραφεῖ γιὰ τὸν Ἀπόστολο
Μαυρογένη καὶ στὸ Νέον Ἀστυ, τοῦ ὁποίου
ἦταν ἀρχισυντάκτης. Στὸ ἄρθρο του μὲ
τίτλο «Ὁ παπποῦς», ποὺ τὸ ὑπογράφει ὡς Γ.Τ.,
ἀνακηρύσσει τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη «παπποῦ ὅλων τῶν Ἑλλήνων» καὶ ἀναφέρεται
ἐκτενῶς στὸ μυστήριο τῆς μακρόβιότητός του· στὸ γεγονὸς πὼς γεννήθηκε, ἔζησε καὶ
ἐκοιμήθη σὲ τρεῖς διαφορετικοὺς αἰῶνες :
«Ἀπέθανε ὁ γέρος, ὁ ὁποῖος ὡρισμένως ἦτο ὁ παπποῦς ὅλων
τῶν Ἑλλήνων. Ἐστέκετο ἀκόμη μεταξύ μας χάρις εἰς τὸν μυστηριώδη νόμον, ὁ ὁποῖος
κρατεῖ ὄρθιον τὸ Θησεῖον, τὸν Λυκαβηττὸν ἢ τὸν πλάτανον τῆς Κηφισσιᾶς. Τὸ
βέβαιον εἶναι ὅτι οἱ γονεῖς του τὸν κατεσκεύασαν εἰς μίαν ἐποχὴν ποὺ ὅ,τι κι ἂν
ἔκαμναν οἱ ἄνθρωποι, ἔμψυχον ἢ ἄψυχον τὸ ἔκαμναν τέλειον καὶ προωρισμένον νὰ
περιφρονήσῃ τὰ χρόνια.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ ὁ Μαυρογένης ἔβαλε τὴν πρώτην
κραυγὴν, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος χαιρετᾶ τὸ φῶς, ἕως τώρα γενεαὶ ὁλόκληραι ἐξωντώθησαν,
καὶ ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα ἀθροίσματα ἀνθρώπων δὲν ἔμεινε οὔτε μιὰ χοῦφτα χῶμα. Ἂν ἡ γῆ
ἐχόρταινε ἀπὸ τὰς σάρκας ποὺ τρώγει –ἀκούραστον σαρκοφάγον εἰς τὴν φύσιν–
βεβαίως θὰ εἶχε χορτάσῃ ἀπὸ τὴν τροφὴν ποὺ τῆς στέλνει ἡ ἀνθρωπότης διαρκῶς.
Μόνον ὁ Μαυρογένης ἐπερνοῦσε βραδὺς τὸν δρόμον του ἀπέναντι τῶν ἄλλων ὅλων ποὺ ἔτρεχαν
βιαστικοὶ νὰ ζητήσουν τὴν αἰώνιον ἡσυχίαν. Καὶ τρεῖς αἰῶνες, ὡς τρεῖς Μάγοι βιβλικοί,
ἐπέρασαν ἐμπρός του, τὸν εἶδαν μὲ ἀπορίαν καὶ τὸν ἄφησαν. Εἶναι κἄτι τι νὰ
ξεψυχίσουν δύο αἰῶνες ἐμπρὸς εἰς ἕνα ἄνθρωπον καὶ ὁ ἀνθρωπος ν’ἀκούσῃ τὴν
μωρουδιακὴν κραυγὴν τρίτου αἰῶνος γεννωμένου ἐμπρός του».
Νέον Ἄστυ, 9.11.1906, σ. 2.
Ἐπίσης, πάλι στὸ Νέον Ἀστυ, τὴν ἴδια ἡμερομηνία ‒9 Νοε.
1906‒ ἄλλος ἀρθρογράφος μὲ τὸ ψευδώνυμο Α. (ἴσως ὁ Παῦλος Νιρβάνας) ἀναφερόμενος,
σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Πῶς ἐκηδεύθη», στὴ κηδεία τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη καυτηριάζει,
μὲ εἰρωνικὴ διάθεση, τὴν ἀπουσία τῆς
Πολιτείας καὶ τῶν ἐπισήμων φορέων της ἀπὸ
τὴν κηδεία τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη, καὶ τὴν ἀντιπαραβάλλει μὲ τὴν αἴγλη τῆς ἐπισημότητας
τῆς κηδείας ἑνὸς ἁπλοῦ Ἄγγλου ναύτη ποὺ μετεῖχε στὴ ναυμαχία τοπυ
Ναυαρίνου:
«Μεγαλοπρεπῶς καὶ μὲ πᾶσαν τὴν ἐπιβαλλομένη ἐπίδειξιν
ἐκηδεύθη χθὲς ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης,ὁ ἀρχαιότερος ἀπόστρατος ἀξιωματικὸς τοῦ
στρατοῦ, ὁ ἀρχαιότερος Ἕλλην ἐπιστήμων, ὁ ἀρχαιότερος ἄνθρωπος.
Ἔλειπαν ἀπὸ τὴν κηδείαν: Ὁ ὑπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν
τῆς Ἑλλάδος. Ὅλοι οἱ 637.822 στρατηγοὶ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπρόκειτο
νὰ προστεθοῦν καὶ πέντε ἀκόμη. Ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ πλὴν ἑνὸς ἀνθυπασπιστοῦ,
φιλοτιμώτατα ἀκολουθήσαντος ἕως τὸ νεκροταφεῖον. Ὅλοι οἱ τρατιωτικοὶ ἰατροί. Ὅλοι
οἱ πολιτευόμενοι Ἀττικῆς. Τὰ ἐνενῆντα ἐννέα ἑκατοστὰ ἑνὸς συντάγματος, τοῦ ὁποίου
ἓν ἑκατοστόν, εἰκοσιοκτὼ ἄνδρες, ἀπέδωκαν τὰς ἐπικηδείους τιμάς. Τέταρτος ἀξιωματικός,
ζητηθεὶς διὰ νὰ κρατήσῃ τὴν τετάρτην ταινίαν τοῦ φερέτρου δὲν ὑπῆρχε καὶ
παρεκλήθη ἕνας ταγματάρχης τοῦ οἰκονομικοῦ, ὁ ὁποῖος εὐτυχῶς ἐδέχθη, διότι ἄλλως
ἡ τετάρτη ταινία θὰ ἐσύρετο κατὰ γῆς.
Ἀπέθανε πέρυσιν εἰς τὴν Ἀγγλίαν ἕνας ἀπόμαχος, ὁ ὁποῖος
εἰς τὴν ναυμαχίαν τοῦ Ναυαρίνου ἔλαβε μέρος ὡς ἁπλοῦς ναύτης. Τὴν κηδείαν του ἠκολούθησεν
ὅλον τὰ ἀγγλικὸν ναυαρχεῖον, ὁ δὲ ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν, περιοδεύων δι’ ἐκλογικὰς
ἐνεργείας, διέκοψε τὸ ταξεῖδι του, ἀνέβαλεν ἓν συλλαλητήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο
ὰ ὁμιλήσῃ, κι ἔσπευσε ν’ἀκολουθήσῃ τὴν κηδείαν.
Ἰδοὺ οἱ Ἄγγλοι καὶ ἰδοὺ οἱ Ἕλληνες».
Παναθήναια, 157 (1906) 95.
Τέλος, στὰ Παναθήναια τοῦ 1906 [Παναθήναια 147 (1906) 95] δημοσιεύεται, μὲ ἀφορμὴ τὸν θάνατο τοῦ Ἀπ.
Μαυρογένη, χρονογράφημα μὲ τίτλο «Ὁ τελευταῖος τῶν ἀγωνιστῶν». Ὑπογράφεται μὲ τὸ
λογοτεχνικὸ ψευδώνυμο «Κηφισσός» ποὺ παραπέμπει στὸν Πέτρο Ζητουνιάτη (Λειβαδιὰ
1875-Ἀθήνα 1909), δημοσιογράφο καὶ λογοτέχνη μὲ σοσιαλιστικὲς ἀρχὲς καὶ ἰδέες. Τὸ χρονογράφημα ἀναδεικνύει τὰ ὄνειρα,
τὰ ἰδανικὰ ποὺ ἐνέπνευσε καὶ ἐξέθρεψε, ἰδιαίτερα στοὺς νέους, ὁ Ἀπ. Μαυρογένης μὲ
τὸ ἀγωνιστικὸ ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιστημονικό του παράδειγμα:
«Δὲν ἠξεύρω ἂν ὁ Μαυρογένης ὅστις ἦτο καὶ ἰατρός, ἦτο
κάτοχος τῶν μυστηριωδῶν βοτάνων ποὺ
παρατείνουν τὴν ζωήν. Ὁ ὀργανισμός του ὅμως κἄτι θὰ εἶχεν ἀπὸ τὴν αἰωνίαν
νεότητα τῆς φύσεως, ὅπως ἡ ψυχή του ἐνέκλειε κἄτι ἀπὸ τὰ ὄνειρα τῶν μεγάλων. Καὶ
τώρα ποὺ ἔφυγεν ὑπὸ τὴν γῆν βλέπω ὅτι ἐξηφανίσθη μαζί του μία μεγαλειότης εἰς ἐνιαυτοὺς
καὶ εἰς ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα τὰ πάναγνα ποὺ ἐστύλωσαν τὴν νέαν δόξαν τῆς Ἑλλάδος.
Τὸ ὄνειρον ποὺ ἦτο ζωὴ καὶ θάνατος μαζί.
Αὐτὴν τὴν ὀπτασίαν τῆς μεγάλης ζωῆς καὶ τοῦ μεγάλου
θανάτου μοῦ παρουσίαζεν ἡ φυσιογνωμία τοῦ Μαυρογένη. Τῆς ζωῆς ἐπάνω εἰς τὰ Ἑλληνικὰ
Βουνὰ καὶ τοῦ θανάτου μέσα εἰς τὰς κλιτύας των. Τὸ ἰδανικὸν αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ
πρέπει νὰ νοσταλγοῦν τὰ Ἑλληνόπουλα, ποὺ τὴν ἔβλεπα ζωντανὴν ἐμπρός μου ὁσάκις
συναντοῦσα στὸν δρόμον τὸν Μαυρογένην.
Μὲ
τὸν θάνατόν του τώρα ἆρα γε νὰ ἐσβέσθη ἡ ἁρμονία τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐδόνει τὰ ψυχάς
μας; Ἀλλοίμονον, δὲν θέλω νὰ τὸ πιστεύσω. Τὸ τραγούδι τῶν ἡρώων δὲν χάνεται εἰς
τὸν ὠκεανὸν τῆς ζωῆς. Ἐσβέσθησαν οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ κἄπου θὰ μείνῃ τὸ ὄνειρόν
των. Εἰς κἄποιαν μυστικὴν γωνίαν τῶν ψυχῶν μας θὰ ἐνεστάλαξαν τὸ ἄρωμα τῶν μύρτων
καὶ τῶν ὑψηλῶν ἰδεῶν ποὺ ἀνέθρεψαν τὰς ἰδικάς των».
Ἀκρόπολις, 9.11.1906, σ. 4.
Ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης, ποὺ γεννήθηκε
στὴ Πάρο τὸ 1797 (κατ’ ἄλλους τὸ 1792), εἶχε ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ
τὴν ὀνομαστή, ἱστορική, μὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια, οἰκογένεια τῶν Μαυρογένηδων,
τὸ παρελθὸν τῆς ὁποίας ἀνάγεται στὸ Βυζάντιο. Σπούδασε Ἰατρικὴ στὴν Πίζα τῆς Ἰταλίας.
Ἐρχόμενος στὴν Ἑλλάδα τὸ 1826, μὲ Ἰταλοὺς συντρόφους του, προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες
του στὴν Ἑλλάδα τόσον ὡς ἰατρὸς ὅσο καὶ ὡς μαχόμενος στὴν πρώτη γραμμή τῶν
πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων. Διορίστηκε ἐπὶ Καποδίστρια ὡς
πρῶτος στρατιωτικὸς ἰατρός, ἔλαβε τιμητικὴ σύνταξη ἐπὶ βασιλείας τοῦ Ὄθωνος καὶ
παρασημοφορήθηκε ἀπὸ τὸν Γεώργιο Α΄. Συγγενής του ἦταν καὶ ἡ γνωστὴ ἡρωΐδα τῆς Ἐπαναστάσεως,
Μαντὼ Μαυρογένους.
Εἶχε τὴν τύχη, τὸ σπάνιο καὶ μοναδικὸ προνόμιο, νὰ ζήσει σὲ τρεῖς αἰῶνες, τὸν 18ο, τὸν 19ο καὶ τὸν 20ο!
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας [τῶν Γρεβενῶν]
φ. 943, 5.11.2021, σ.15-17 / φ.
944, 12.11.2021, σ. 15-17
φ. 945, 19.11.2021, σ. 15-18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου