Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
«Δέκα χιλιάδες
ἄνθρωποι ἠρραβωνίζοντο τὴν ἀθανασίαν»
Ὁ Στέφανος Γρανίτσας καὶ οἱ "πολιορκισμένοι" τοῦ Μεσολογγίου
Ἀναμφίβολα, τὸ
πλέον δραματικό, τὸ πιὸ συνταρακτικὸ γεγονὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21 εἶναι ἡ ἡρωϊκὴ
Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸ Μεσολόγγι νὰ γίνει σύμβολο
θυσιαστικῆς ὑπέρβασης τοῦ θανάτου. Οἱ πολιορκημένοι προτιμοῦν νὰ θυσιάσουν τὸ ἀγαθὸ
τῆς ζωῆς γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐλευθερίας τῆς ψυχῆς. Ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο, μὲ τὸ μέγεθος τῆς θυσίας τῶν πολιορκημένων,
μὲ τὴν αὐτοθυσία, τὸ πεῖσμα, τὴν ἀντίσταση, τὴν πρωτόγνωρη ψυχική τους ἀντοχή,
εἶχε διεθνῆ ἀπήχηση καὶ συγκίνησε ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ κόσμο.
Στέφανος Γρανίτσας.
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί.
Σύγγρονο (2020) ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό
Ὁ
Ἀγραφιώτης λόγιος δημοσιογράφος καὶ νομικὸς Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915), μὲ ἰδιαίτερη
καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τῆς
θρυλικῆς Ἐξόδου τοῦ Μεσολογγίου (10 Ἀπριλίου 1926), ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφημερίδα Χρόνος στὶς 14 Ἀπριλίου 1907 γιὰ τὸ κορυφαῖο αὐτὸ γεγονὸς τῆς Ἐπανάστασης,
ποὺ εἶχε καταλυτικὴ συμβολὴ στὴ δικαίωση τῶν ἀγώνων τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων.
Ὁ Γρανίτσας σὲ ἡλικία μόλις 27 ἐτῶν διατελεῖ ὑποδιευθυντὴς τῆς ἐφημερίδας Χρόνος καὶ ἐκ τῶν κυρίων ἀρθρογράφων
της. Τὸ χρονογράφημά του γιὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου τὸ βασίζει στὸ γνωστὸ ἐμβληματικὸ
ποιητικὸ ἔργο τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι». Τὸ ἄρθρο, ποὺ
τιτλοφορεῖται «Οἱ "Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι"» καὶ τὸ ὑπογράφει μὲ τὰ ἀρχικὰ
τοῦ ὀνοματεπωνύμου του Σ.Γ., εἶναι ὑμνητικὸ τῆς ὁμαδικῆς θυσιαστικῆς ἐνέργειας τῶν πολιορκημένων τῆς Ἱερᾶς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου.
Ὁ
Σ.Γ. ἀξιολογεῖ ὡς τὰ κορυφαῖα, ὡς τὰ πλέον θρυλικὰ γεγονότα τῆς μακραίωνης
πορείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης καὶ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου.
Θεωρεῖ τὴν ἡρωϊκὴ Ἔξοδο, τὴν ἀπόφαση αὐτοθυσίας
χιλιάδων ἀνθρώπων, ὡς μιὰ νίκη τῆς ἠθικῆς θέλησης ἔναντι τῶν φυσικῶν ἐναντιοτήτων,
ὡς ἕνα γεγονὸς μοναδικό, κυριολεκτικά, στὴν Ἱστορία.
Ἐπισημαίνει,
ὅτι μόνο ὁ Διονύσιος Σολωμὸς κατάφερε, μὲ τὴν ποίησή του, μὲ τὸ ἔργο του «Ἐλεύθεροι
πολιορκημένοι», νὰ ἀποδώσει τὸ μέγεθος τοῦ μεγαλείου τῆς ἡρωϊκῆς Ἐξόδου. Παραθέτει
στίχους ἀπὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ ἔργο τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ὁποίους περιγράφει τὸ
δράμα τῶν πολιορκημένων: τὴν πάλη τους ἀνάμεσα στὴν μεγάλη ἀξία τῆς ζωῆς καὶ τὴ
σκλαβιά, ἡ ὁποία καταργεῖ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος καὶ τὴν ἠθικὴ ἐλευθερία
του.
Οἱ
ἡρωϊκοὶ πολιορκημένοι, μὲ τὴν Ἔξοδο, ἐπιτυγχάνουν ἕναν ἠθικὸ θρίαμβο, μιὰν ἐλευθερία
διὰ τοῦ θανάτου. Παρὰ τὴ διακοπὴ τῶν δεσμῶν μὲ τὴ ζωὴ καὶ παρὰ τὴν καταστροφὴ
κατακτοῦν ὡς ὑπέρτατο ἀγαθὸ τὴν ἠθικὴ ἀνεξαρτησία.
ΚΕΙΜΕΝΟ*
Ἐφ. Χρόνος, φ. 1285/16.4.1907, σ. 1.
«OI
"ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ"
Καὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ
πολεμῶντας
ἐσκεπάσανε τὴ γῆ
πάνου εἰς τἅρματα
βροντῶντας
Μὲ τὸ ἐλεύθερο
κορμί.
Σολωμός
Δύο συμβάντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ
ἐρωτεύθη τόσο πολὺ ὁ Θρύλος. Τὴν πτῶσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἔξοδον τοῦ
Μεσολογγίου. Καὶ διὰ τὰ μεσάνυκτα τῆς 10ης Ἀπριλίου τοῦ 1826 ζῇ εἰς
τὴν Ρoύμελην
μία παράδοσις ὁμοία μὲ τοὺς ὡραίους μύθους τῆς Ἁλώσεως: ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐγέμισε
τέρατα καὶ σημεῖα. Ἕνα τόσον τρομακτικὸν πλαίσιον ἐταίριαζεν εἰς τὴν νύκτα τοῦ
Λαζάρου τοῦ 1826:
Νύχτα γεμάτη θαύματα
νύχτα σπαρμένη μάγια.
Κἄτι γιγάντειον, ἀπίστευτον,
μυθικὸν ἐγεννᾶτο αὐτὴν τὴν νύκτα. Δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι ἠρραβωνίζοντο τὴν ἀθανασίαν
εἰς μίαν ἀνταμωμένην φεγγοβολὴν τῆς πλέον ὑπερόχου θυσίας. Εἶναι πολὺ κοινὸν τὸ
θέαμα τῶν ἀτομικῶν θυσιῶν. Ἀλλά, δέσμη δέκα χιλιάδων ἀνθρώπων –κατὰ τὰ
δύο-τρίτα γυναικοπαίδων‒
βαδιζόντων τόσον ἀπτοήτως πρὸς τὸν ὑπερήφανον θάνατον, χωρὶς μίαν παραφωνίαν εἰς
τὸν ὕμνον τῆς θυσίας, εἶναι φαινόμενον, ὅμοιον πρὸς τὸ ὁποῖον οὔτε εἰς τὴν
μυθολογίαν ἠμπορεῖ νὰ ζητῇ κανείς.
Μόνον
ὁ Σολωμὸς ἤγγισε τὸ μεγαλεῖον αὐτῶν τῶν ψυχῶν καὶ μόνον ἀναμέσον τῶν γραμμῶν τοῦ
ἀναγλύφου του, τὸ ὁποῖον ἐβάπτισεν "ἐ λ ε ύ θ ε ρ ο ι π ο λ ι ο ρ κ η μ έ ν ο ι", ἠμποροῦμεν νὰ
διαισθανθῶμεν τὴν ὡραιότητα τοῦ Παρθενῶνος αὐτοῦ τῆς ἀνθρωπίνης θυσίας, ὁ ὁποῖος
λέγεται Πολιορκία καὶ Ἔξοδος τοῦ
Μεσολογγίου. Ἐπάνω εἰς τὴν πλέον καλήν της ὥρα ἐσκέπαζεν ἡ Ἄνοιξις τὸ
Μεσολόγγιον, ὅταν:
Στεριὰ τὸ ζώνει ὁ Κιουταχῆς
καὶ θάλασσα ὁ ’Μπραΐμης.
Καὶ μὲ ἕνα ὕμνον
πρὸς τὴν ὡραιότητα τῶν ἐαρινῶν αὐτῶν ὡρῶν ἀνοίγει ὁ Σολωμὸς τὸν ὕμνον πρὸς τοὺς
πολιορκημένους:
Μάγεμμα ἡ φύσις κι’ ὄνειρο
στὴν ὠμορφιὰ καὶ χάρι,
ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση
καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται,
μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει,
ὅποιος πεθαίνει σήμερα,
χίλιες φορὲς πεθαίνει...
Καὶ ἐνῷ ἐνορχηστρώνεται
γύρῳ εἰς τοὺς πολιορκημένους ἡ πλέον αἰχμαλωτιστικὴ μουσικὴ τῆς Φύσεως καὶ ἀπειλεῖ
νὰ ἐξυπνήσῃ εἰς τὴν ψυχήν των τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ζωήν, κἄποιος πολέμαρχος
σαλπίζει πρόσκλησιν Συμβουλίου:
Κ’
ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα
μεσουρανὶς πετιέται,
γέλοιο
στὸ σκόρπιο στράτευμα,
σφοδρὸ γεννοβολιέται.
Καὶ
μὲ χαρούμενη πνοὴ
τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ’
ἀράθυμο, τὸ δυνατὸ
κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο·
βαρῶντας
γύρῳ ὁλόγυρα,
ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν
ὤμορφο τρικύμισε
καὶ ξάστερον ἀέρα...
Ὅταν ὁ σαλπιγκτὴς ἔπαυσε
νὰ σαλπίζῃ, μυριόφωνος χύνεται ἡ πληροφορία εἰς τὴν πόλιν, ὅτι ὁ ἐχθρικὸς
στόλος ἔρχεται. Ἕως ἐκείνην τὴν στιγμὴν μία ἐλπὶς ὀλιγώστευε τῶν πολιορκημένων
τὰ μαρτύρια καὶ τὴν τρομερὰν πεῖναν, πεῖναν, ὥστε ὅταν:
ἐκάθισε,
κελάϊδισε γλυκόφωνο πουλάκι
ἡ μαύρη μάνα τὸ φθονεῖ
πῶς εὗρε ἕνα σπειράκι...
Καὶ ἦτο ἡ ἐλπὶς αὐτή,
ὅτι εἰς τὰ νερά, ὅπου τώρα καθρεπτίζεται ὁ ἐχθρικὸς στόλος, θὰ ἐπρόφθαναν νὰ ἔλθουν
τὰ φιλικὰ καράβια διὰ νὰ συντρίψουν τὸν κλοιόν, ὁ ὁποῖος τοὺς ζώνει πανταχόθεν.
Ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν ἦλθεν ὁ ἐχθρικὸς στόλος καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν αἱ προτάσεις τῆς ἀλλαξοπιστίας.
Ἀλλὰ
τὸ Μεσολόγγι:
Εἶν’
ἱερὸ προσκυνητάρι
καὶ
δὲν θέλει πατηθῆ
ἀπὸ
βάρβαρο ποδάρι
πάρεξ
ὅταν χαλαστῇ...
Οἱ πρόκριτοι, οἱ ἥρωες
καὶ τὰ γυναικόπαιδα ἀνταμώνονται διὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ ν’ ἀποφασίσουν:
Στὰ
μάτια καὶ τὸ πρόσωπο
φαίνονται
οἱ στοχασμοί τους
Τοὺς
λέει μεγάλα καὶ πολλὰ
ἡ
τρίσβαθη ψυχή τους.
Ἀγάπη
κι’ ἔρωτας καλοῦ
τὰ
σπλάχνα τους τινάζουν
Τὰ
σπλάχνα τους κ’ ἡ θάλασσα
ποτὲ
δὲν ἡσυχάζουν...
Καὶ ἡ ἀπόφασις ἡ μεγάλη συλλαμβάνεται. Αἱ γυναῖκες,
ὅσαι δὲν ἠμποροῦν ν’ ἀκολουθήσουν τοὺς ἄνδρας των, μίαν παράκλησιν ἔχουν νὰ
κάμουν πρὸς αὐτούς:
Νὰ
κάμουν μαζὶ εἰς τὸ σπήλαιον τὴν ὑστερνὴν δέησιν.
Ἡ
δέησις γίνεται καὶ οἱ Μεσολογγῖται βαδίζουν πρὸς τὴν τάφρον, ἐν μέσῳ μιᾶς στρατιᾶς
τραγῳδιῶν. Ἐδῶ μία μητέρα εὐλογεῖ τὸ δρόμον τοῦ παιδιοῦ της, παρέκει μία ἐρωμένη
δίδει τὸ γκόλφι της εἰς τὸν καλόν της καὶ ἔπειτα ὅλαι μαζὶ καίουν τὰ κρεββάτια
μὲ ὅ,τι πολυτιμότερον ἔχουν.
Καὶ
ἐνῷ ἐδῶ γίνεται ὁ "ὑστερνὸς χαιρετισμὸς καὶ θρῆνος", πρὸ τῆς τάφρου ἀναμένουν
οἱ μάρτυρες τὴν ὥραν τῆς Ἐξόδου:
Μνήσθητι, Κύριε, εἶναι κοντά,
Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!...
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ...
Οἱ ἥρωες τώρα
δίνουν καὶ παίρνουν τὸν θάνατον μὲ τοὺς πολιορκητάς. Κ ι’ ὅ π ο υ
ἡ β ο υ λ ή τ ο υ ς
σ υ φ ο ρ ά κ ι’ ὅ π ο υ
τ ὸ π ό δ ι Χ ά ρ ο ς...
Χάρος
ἐδῶ ὅπου φεύγουν αὐτοὶ ὑπὸ τὸν εὔμορφον ἀέρα τῆς ἀνδρείας καὶ Χάρος ἐκεῖ ὅπου τὰ
γυναικόπαιδα καὶ οἱ γέροι κυκλώνουν τὸν Χρῖστον Καψάλην... Ἀλλὰ Χάρος, τὸν ὁποῖον:
Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε
κι ἡ γῆ χειροκροτοῦσε....
....................................
Σ.Γ.»
*Τὸ κείμενο καταχωρίζεται ὅπως ἀκριβῶς
δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Χρόνος,
στὴν πρώτη σελίδα, τὸ Σάββατον 14 Ἀπριλίου 1907. Ἐπαναδημοσιεύται, χωρὶς
σχόλια, ἀπὸ τὸν Μάρκο Γκιόλια, στὰ Ἅπαντα
Στέφανου Γρανίτσα (ἐκδ. Τυμφρηστός, Ἀθήνα 1970, σ. 295-297), ἀλλὰ μὲ πολλὲς
ἀλλαγὲς τύπων τῆς καθαρεύουσας στὴ δημοτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου