Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

"SHAKESPEARE IN LOVE", ἐν ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ

 

Στοῦ Σαιξπήρου τὸ κονάκι

κάτω, στὸ Γιαχνὶ-σοκάκι

«Ἡ ἀλήθεια φαίνεται, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει

λέγει ὁ θεῖος Σαιξπῆρος»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1909.

 

Ὁ μπάρμπα-Πύπης, ὁ ἁπλὸς Ἰταλοκερκυραῖος φίλος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη,  κατέβαινε τὸ Πάσχα πεζὸς στὸν Πειραιᾶ, ἔχοντας, κάθε χρόνο, ὡς  συνήθεια εὐσεβείας, τὴν Ἀνάσταση νὰ ἐκκλησιάζεται στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, τὸν φερώνυμό του ναό, καὶ ὄχι σὲ ἄλλη  ἐκκλησία· νὰ κάνει Πάσχα ρωμέϊκο, νὰ κάνει Πάσχα ἀλὰ Γκρέκα, νὰ γευθεῖ τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἑλληνικῆς. Παρὰ λίγο, μιὰ χρονιά, νὰ βρεθεῖ κι ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί του, ἀλλὰ δὲν δέχθηκε τὴν πρόταση τοῦ γηραιοῦ καὶ κοσμογυρισμένου φίλου του καθὼς συνήθιζε, ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, νὰ ἑορτάζει τὸ Ἅγιον Πάσχα ἐκτὸς τοῦ Ἄστεως.

Πλησιάζοντας στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὴ γωνία Κολοκοτρώνη καὶ Σωτῆρος Διός, ἴσως νὰ εἶδε τὴν ἐπιγραφὴ «Λύκειον Ζήση Ἀγραφιώτου, "Ὁ Πλάτων"». Πιθανόν, συνάντησε τὸν Δυτικομακεδόνα ἐκπαιδευτικὸ τοῦ Πειραιᾶ καὶ στὸν Ναό, στὴν Ἀναστάσιμη λειτουργία, καθὼς ἐκεῖ ἐκκλησιαζόταν αὐτὸς καὶ τὸ Σχολεῖο του, τὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰ.

Πρὶν εἰσέλθει στὸν ναό ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ ἀδιέξοδο δρομάκι, ἕνα μικρὸ σοκάκι ποὺ κατέληγε τυφλὰ στὸν ναό. Αὐτὸς ὁ δρομίσκος ἦταν τὸ θρυλικὸ «Γιαχνὶ σοκάκι» τῶν μετέπειτα ἐτῶν· στέκι ἀνθρώπων τοῦ μόχθου καὶ τῆς ἐργασίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ περιθωρίου καὶ μία ἀπὸ τὶς κυψέλες τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ, ποὺ σκέπαζε μὲ τὴ θαλπωρή του ὁ Ἅγιος. Πολὺ λίγοι γνωρίζουν σήμερα αὐτὸ τὸ μικρὸ δρομάκι, ποὺ κρύβει συμβάντα καὶ ἱστορίες  οἱ ὁποῖες τὸ σημάδεψαν. Στὶς μέρες μας,  μετὰ τόσα ἔτη, τὸ σοκάκι βρίσκεται ἀκόμη ἐκεῖ. Ὁ δρόμος, τυφλὸ σοκάκι ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ "μὴν βγαίνει", τὸ ἀδιέξοδον τοῦ δρόμου, ἔχει ὡς ἔξοδο τὴν εἴσοδο στὸν ναὸ ἀπ’ τὸν ὁποῖο σήμερα ὀνοματοδοτεῖται ὡς ὁδὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος. Καθόλου ἀδιέξοδο, λοιπόν, δὲν εἶναι καθὼς ἡ ἔξοδος εἶναι εἴσοδος στὸν Πολιοῦχο· il santo Spiridion ha fatto questo caso.

 

Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος Πειραιῶς,
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.

 Ἡ παλαιότερη ὀνομασία «Γιαχνὶ σοκάκι» ὀφειλόταν στὰ πολλὰ μαγειρεῖα-ἑστιατόριά τoυ ποὺ ἵδρυσαν Μικρασιάτες καὶ Κωνσταντινουπολίτες. Τὸ "γιαχνί" παραπέμπει στὶς ὀσμές, τὶς γεύσεις καὶ τὰ εἴδη τῶν φαγητῶν τῶν μαγειρείων. Σήμερα, ἐνῶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ἐξακολουθεῖ νὰ βάζει μιὰ χριστιανικὴ στοργικὴ σφραγίδα στὸ μικρὸ στενὸ σοκάκι, οἱ ἀνατολίτικες γιαχνὶ μυρωδιὲς ἀπουσιάζουν· ἤ, μᾶλλον, ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ διάσημου Ἐλισαβετιανοῦ τροβαδούρου, στὴν ἐρωτευμένη κινηματογραφικὴ  ἐκδοχή του. Τὸ μουσικὸ ἑστιατόριο "SHAKESPEARE IN LOVE", ‒ἐγκατεστημένο στὸ δρομάκι τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος στὸν Πειραιά, σὲ πετρόχτιστο κτίσμα τοῦ 1897‒ βάζει μιὰ κοσμοπολίτικη, θεατρική, μουσικὴ καὶ γευστικὴ σφραγίδα καὶ ταυτότητα στὸν τόπο· μὲ τὴ συμβολὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγίστου ‒ἀμέσως μετὰ τὸν Ὅμηρο‒ τῶν δραματικῶν ἁπάντων τῶν ἐθνῶν καὶ ἁπάντων τῶν αἰώνων. Ὁ χῶρος, ποὺ μιμεῖται μὲ ἐπιτυχία ἄλλες ἐποχές, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν μεγάλο Ἐλισαβετιανὸ ποιητὴ καὶ τὸ ἔργο του, ταξιδεύει τὸν ἐπισκέπτη σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ τόπους. Ἡ δὲ φιλόκαλος ἀπομίμηση γίνεται μὲ περίκομψα στολίσματα καὶ κατὰ τὸν ἀπαράμιλλον τρόπο τῶν μελισσῶν: ποὺ ἵπτανται ἀπὸ ἕνα ἄνθος σὲ ἄλλο ἄνθος ἐκμιζῶσαι τὸν μελιτώδη χυμόν, τὸν ὁποῖο κατεργάζονται μέσα στὸ ἴδιο τους τὸ σῶμα καὶ τὸν ἐναποθέτουν στὶς κήρινες κυψέλες μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε δὲν μπορεῖ κανείς, μὲ μιὰ πρώτη ματιά, οὔτε νὰ πιθανολογήσει ὅτι τὸ μέλι εἶναι προϊὸν ἀνθολογήσεως, οὔτε ἀπὸ ποιὰ ἄνθη ἔχει γίνει ἡ ἀπομύζηση.

W. Shakespeare (1654- 1616)
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης 
(1850-1929)
Γάντι θὰ τοῦ πήγαινε τοῦ μπάρμπα-Πύπη, τοῦ κοσμογυρισμένου Ἰταλοκερκυραίου, νὰ διέτριβε σὲ τόπο ρομαντικῆς σαιξπηρολατρίας. Εἶχε ὑπ’ ὄψιν του, διαβάζοντας σχετικὴ ἀνακοίνωση  στὸ Μὴ Χάνεσαι  τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τοῦ λόγιου ἐκδότη καὶ ἀναμορφωτὴ ‒πρὸς τὸ τέλος τοπυ 19ου αἰ.‒ τοῦ Ἑλληνικοῦ Τύπου, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπολίτης ἐκδότης, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1880, μὲ ἀτμόπλοιο ἀπὸ τὸν Πειραιά, θὰ πήγαινε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένου γέρο-Πύπη, τὴν Κέρκυρα, μὲ  τὴν πρόθεση νὰ παρακολουθήσει σαιξπηρικὴ παράσταση:

«Παραλαβὼν τὸν ἰδιαίτερόν του γραμματέα, τὸν Μάριον, ἀνεχώρησε πανηγυρικῶς εἰς περιοδείαν μέχρι Κερκύρας, μαθὼν ὅτι τὸ Ἑσπέρας ἐπρόκειτο νὰ παρασταθῇ ἐν τῷ "Ἀπόλλωνι" ὁ "Ὀθέλλος"».

Ἄφησε δὲ ὡς ἀντικαταστάτες στὴ διεύθυνση τοῦ Μὴ Χάνεσαι: τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τὸν Γεώργιο Δροσίνη, τὸν Ἀριστείδη Ρούκη καὶ τὸν Δημήτρο Κόκκο.

Μοναδικὸς κι ἀνεπανάληπτος Σαιξμπηρολάτρης ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης. Γνώριζε ἀπὸ στήθους τὰ ἔργα τοῦ Σαίξπηρ, σὲ γλώσσα σαιξπηρικὴ τῆς ἐποχῆς τοῦ βρετανοῦ τροβαδούρου, εἶχε δὲ  βαπτίσει τὰ παιδιά του μὲ ὀνόματα ἡρώων καὶ ἡρωΐδων τῶν ἔργων τοῦ Σαίξπηρ. Μάλιστα, διατηροῦσε τὸ σαιξπηρικὸ λογοτεχνικὸ-δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο, «Καλιμπάν», μὲ τὸ ὁποῖο δημοσίευε στὸν Τύπο. Τὸν δὲ συνεργάτη καὶ φίλο του, τὸν σκιαθίτη Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη τὸν σχολίαζε ὡς:

«χαρίεντα κομψευόμενο μὲ λάμποντας ὀφθαλμοὺς καὶ βαθέα ὡραῖα χαρακτηριστικά, εἰς ἃ οἱ φίλοι του ἔβλεπον μεγάλην ὁμοιότητα μορφῆς μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ  Σ α ί ξ π η ρ...».

Καὶ ὄντως ‒ἀλήθεια κι ἀλήθεια!‒ ὑπάρχει φυσιογνωμικὴ ὁμοιότης. Ἄλλωστε σαιξπηρολάτρης ἦταν καὶ ὁ Μωραϊτίδης, καθὼς εἶχε κατηγορηθεῖ  κατ’ ἐπανάληψιν «ἐπὶ σαιξπηρισμῷ» ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς τῶν θεατρικῶν του ἔργων. Καὶ αὐτός, μαζὶ καὶ μὲ τὸν Γαβριηλίδη καὶ τὸν φιλόμουσο γελαστό, ὅπου ὅλα παρ’ αὐτῷ ἐμειδίων, γέρο-Πύπη, ἀλλὰ καὶ τὸν Ζήση Ἀγραφιώτη τὸν Κοζανίτη παιδαγωγό, ‒ὅλοι ἀποτροπιαζόμενοι τοὺς φαύλους, μὴ ἀγαπῶντες τὴν κακολογίαν, ὑποπίνοντες καὶ διηγούμενοι πολλὰ ‒ θὰ ἦσαν καλὴ συντροφιὰ στὸ σαιξπηρίζον στέκι τοῦ σοκακίου, μεταιωριζόμενοι ὑπεράνω  τῆς καθημερινῆς τύρβης καὶ τῆς πεζῆς πραγματικότητος καὶ ἀναφωνοῦντες:

Τoo beer or not too beer? Τhat’s the question.

Καὶ ὁ γνωστὸς γιὰ τὸ χαριτολογικὸ καὶ φιλοπαίγμον πνεῦμα του Ἀλέξ. Μωραϊτίδης, παίρνοντας τὸν λόγο δηλώνει:

Τwo beers!!

Ἀλλά, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τότε ὁ νῦν σαιξπηρικὸς τόπος ἑστίασης καὶ ἐλισαβετιανῆς ψυχαγωγίας, θὰ μποροῦσαν νὰ καθήσουν στό, ἀπ’ τὰ 1912 καὶ μετά, φημισμένο  μαγειρεῖο τοῦ ναυτικοῦ μπάρμπα-Κώστα Παπαϊωάννου, ἀπ’ τὶς Ράχες τοῦ Καρπενησιώτικου Τυμφρηστοῦ, τοῦ μετέπειτα Στυλιδιώτη  καπετάνιου, ὅπου ἔπινε τὸν ρητινίτη του ὁ ρεμπέτης Γιῶργος Μπάτης ἄδοντας:

 «Κλάψε τοὺς μάγκες τοὺς παλιοὺς
μέσ’ στὸ Γιαχνὶ σοκάκι
ποὺ τὰ δερβίσια φόραγαν
ἀνάριχτο σακάκι».

Πολλὰ θὰ κουβέντιαζε ὁ Μωραϊτίδης μὲ τὸν  μπάρμπα-Κώστα τὸν Βελουχιώτη γιὰ τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του στὰ 1901, χειμώνα καιρό, μὲ χιόνια στὸ Καρπενήσι, ὅπου στὶς Ράχες Τυμφηστοῦ, «οἱ τροχοὶ τῆς ἁμάξης τριζοκοποῦσιν ἐπὶ τῆς χιόνος»· γιὰ τὴ διαμονή του στὸ χάνι τοῦ Φώτη Παπαρούπα, στὴν Κάψη, στὶς Ράχες Τυμφρηστοῦ, μὲ τὴν  ξακουστὴ ἀχνιστὴ φασουλάδα του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐξίσου περιπετειώδη ἀποβίβαση τοῦ Μωραϊτίδη ἀπὸ τὸ ἀτμόπλοιο «Ἤπειρος» στὴ Στυλίδα, τὸ ἐπίνειο τοῦ Καρπενησίου, μὲ τὶς Στυλιδιώτικες βάρκες μὲ τοὺς ἰδιόρρυθμους  Στυλιδιῶτες βαρκάρηδες.

Καὶ σήμερα στὸ μικρὸ στενὸ σοκάκι, σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο μὲ τὴ θεατρικότητα, μὲ τὴν προσεγμένη ἀτμόσφαιρα ἐποχῆς, μὲ τὴν μοντέρνα ἀλλὰ μὲ κλασσική προσέγγιση  αἰσθητική, ὅπου συχνάζουν νέοι καὶ νέες, νεάζοντες «μισότριβοι» καὶ νεάζουσες «μισότριβες», συναντᾶς καὶ σαιξπηροφάντες, παπαδιαμαντολογοῦντες, μωραϊτιδολάτρεις, ἀλλά ‒πῶς ὄχι;‒ κι Ἀγραφιῶτες· ὅλοι σὲ βεγγέρα σαιξπηρική, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἀμυήτους, μὴ γνωρίζοντες ἀπ’ αὐτά.

 Oἱ λειτουργοὶ τοῦ χώρου, ὡς ἄλλοι σαιξπηρικοὶ τύποι, διακρατοῦν ἴχνη σαιξπηρικῶν ἡρώων καὶ ἡρωΐδων. Ἡ Πόπη Γ. ὡς ἄλλη Ὀφηλία καὶ ὁ Λευτέρης Μ. ὡς ἄλλος Ὀθέλλος, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη καὶ τὴν καλή τους τὴν καρδιά, φροντίζουν νὰ ξυπνήσουν κάθε ρομαντικὴ διάθεση μὲ σαιξπηρικὰ σονέτα στοὺς τοίχους, ἀπὸ τὴν  ὑψηλὴ κλασσικὴ τέχνη τοῦ Σαίξπηρ· μὲ τὰ φωτιστικὰ τοῦ χώρου νὰ παραπέμπουν σὲ σκηνὴ σαιξπηρικῆς θεατρικῆς παράστασης ἄλλων ἐποχῶν ἐνῷ, τὰ ἰδεώδη τῆς γαστρονομίας ἐδέσματα, τέρπουν σώματα καὶ ψυχές. Ὅλα ὑπὸ τὸ θάλπος –τοὐλάχιστον τὸ εἰκαστικό, ἀλλὰ ὄχι μόνον τοῦ λαμπροφωτισμένου πολιούχου ναοῦ τοῦ Πειραιῶς, τοῦ πάλαι ποτε Πόρτο-Λεόνε. Τὸ δὲ θαλασσινὸ ἀεράκι, ἡ αὔρα ἀπ’ τὰ γλαυκὰ τοῦ Σαρωνικοῦ νερά, ὁ μπάτης ἀπ’ τὸ πέλαγος τοῦ Σαρωνικοῦ κυκλοφορεῖ κι αὐτὸς διακριτικὰ στὸ μικρὸ στενὸ Γουϊλιαμιανὸ δρομάκι, τὴν ὁδὸ  Ἁγ. Σπυρίδωνος, καὶ φιλεύει ὅλους, ὅσοι προθύμως τὶς δέχονται, δροσιὲς καὶ ὀσμὲς ὑπερευλογημένες κι ἀναψυκτικές.

Ντῖνος Ἀγραφιώτης

 Σημ: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ τῶν Γρεβενῶν, φ. 934, 3.9.2021, σ. 15-16

   

  

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου