Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

IΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ

 

π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, Ἱστορικὴ περιήγηση στὴν Χώρα τῆς Σκοπέλου. Βηματίζοντας μὲ νοσταλγία στὸν τόπο καὶ τὴν ἱστορία του,[Κέντρο Μελετῶν Νήσου Σκοπέλου], Ἰούλ. 2020, σ. 90. 

 «...κατήγοντο πράγματι ἀπὸ τὴν Σκόπελον, τὴν νῆσον ἐκείνην ἥτις ἐξασκεῖ γλυκεῖαν μαγείαν ἐφ’ ὅλων τῶν τέκνων της καὶ μεταβάλλει εἰς φανατισμὸν τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Κοκκώνα θάλασσα» 


Ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς κι ὅλες τὶς θρησκεῖες συνδέουν τὴ διαδικασία τῆς δημιουργίας μὲ τὴν ἔννοια τοῦ θείου, ἔννοια ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στὸ ἱερό, τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ κάθε τόπου. Θεία πράξη λοιπὸν εἶναι αὐτὴ τῆς δημιουργίας. Ὅταν δὲ ὁ δημιουργὸς εἶναι διάκονος  τοῦ θείου, λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ἡ γέννηση ἑνὸς πνευματικοῦ ἔργου φέρει πνοὴ θείας γαλήνης. Ἐμπνέεται καὶ συντίθεται μὲ ἐντελῶς ἐσωτερικὲς διαδιακασίες, ἀνασηκώνοντας δὲ τὸ πέπλο ποὺ καλύπτει τὸν μόχθο τῆς δημιουργίας εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε ἕνα τοπίο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὡς ἱερουργός, λειτουργικὸς ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνοριτῶν του ὁ ἱερέας τῆς Σκοπέλου π. Κωνσταντῖνος Καλλιανὸς ἐπιχειρεῖ, μὲ τὸ νέο του πνευματικὸ πόνημα, μιὰν ἱστορικὴ περιήγηση στὴν Χώρα τῆς Σκοπέλου μὲ σκοπό, ὅπως δηλώνει στὴν εἰσαγωγικὴ προσημείωσή του:

«Οἱ μελλοντικοὶ μελετητὲς νὰ ἐπισημάνουν καὶ νὰ ἐμπλουτίσουν τὶς τυχὸν ἐλλείψεις»

Θεωρεῖ δὲ ὅτι: 

«ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα εἶναι ἕνα μεγάλο ψηφιδωτὸ ποὺ καλεῖται νὰ τὸ συμπληρώσει ὁ κάθε καλοπροαίρετος καὶ ἔντιμος ἐρευνητής»

Τὸ πόνημά του, καρπὸς τριῶν δεκαετιῶν ἔρευνας καὶ δημοσιευμάτων γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Σκοπέλου, ἀπευθύνεται κατὰ πρῶτον στοὺς συμπολίτες του· γιὰ νὰ γνωρίσουν πολλὰ καὶ ἄγνωστα στοιχεῖα ἀπὸ ἀδημοσίευτες καὶ ἀθησαύριστες γραπτὲς πηγές, γιὰ τὴν Χώρα Σκοπέλου μέχρι τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ, τὴν  κατὰ τὸν Κ. Ζ. Λιβανόν:

«Λίαν πεπυκνωμένην πόλιν»

ἡ ὁποία στὰ 1815 κατὰ τὸν Ἀργύρη Φιλιππίδη  εἶχε:

«Περὶ τὰ χίλια σπίτια ὅλα ἀσβεστωμένα» 

Τὸ ἔργο του αὐτὸ ἀπευθύνεται φυσικὰ καὶ στοὺς ἐπισκέπτες, τοὺς περιηγητὲς τῆς γενέτειράς του νήσου: γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς Χώρας τῆς ναυτικῆς νήσου Σκοπέλου καὶ   τῶν ἀνθρώπων της· νὰ κάμουν ἕνα ταξίδι νοερὸ στὸν παρελθόντα χρόνο τοῦ τόπου ποὺ συνδέεται μὲ τὸν παρόντα ἀλλὰ καὶ τὸν μέλλοντα χρόνο, καθὼς ὁ παρελθὸν χρόνος καὶ ὁ παρὸν εἶναι παρόντες ‒μὲ ἕναν δικό τους τρόπο‒ στὸν μέλλοντα χρόνο.


Ἡ περιήγηση ξεκινᾶ μὲ τὴν παραλία, τὸ λιμάνι καὶ τοὺς ταρσανάδες καθὼς ἡ ναυτοσύνη τῆς Σκοπέλου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ἰδιαίτερα στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ νησὶ  νὰ ζήσει ἐποχὲς ἀκμῆς τῆς ἐμποτικῆς ναυτιλίας  μὲ ἀποτέλεσμα  ἕνα ὑψηλὸ πολιτιστικὸ καὶ κοινωνικοοικονομικὸ ἐπίπεδο. Οἱ φημισμένοι καραβομαραγκοὶ τοῦ ταρσανᾶ τῆς παραλίας δόξασαν καὶ πλούτισαν τὴν πόλη τῆς Σκοπέλου. Ὁ κυματοθραύστης στὰ 1856 δημιούργησε  ἕνα ἀσφαλὲς λιμάνι γιὰ τὴν πόλη. Ἐκεῖ, στὸ, λιμάνι στὴν παραλία βρισκόταν καὶ τὸ πρῶτο ἡλιακὸ ρολόι. Τὰ ἀναπαυστικὰ καφενεῖα τοῦ παρελθόντος, τὸ ἱστορικὸ «Ποτόκιον» μὲ τὸ Σιναϊτικὸ μετόχιον τοῦ Ἁγίου Σάββα κοντὰ στὸ παλιὸ λιμάνι, τὸ παλιὸ γεφύρι μὲ τὴν ἀναμνηστικὴ στήλη τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Ρηγίνου, τὰ ἐργαστήρια κεραμοποιίας, ὁ μὴ σωζόμενος παλαιὸς ἀνεμόμυλος καὶ τὰ μποστάνια τῶν Σκοπελιτῶν, τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς Λιβαδίωτισσας  μὲ τὸ θαυματουργὸ νερό, ἡ Λαγόβρυση καὶ τὰ βαφεῖα καὶ τέλος τὸ Λοιμοκαθαρτήριο ἀποτελοῦν σημεῖα ἱστορικῆς καὶ πολιτιστικῆς μνήμης τῆς παραλιακῆς ζώνης τῆς πόλεως.

Ἀκολουθεῖ ἡ μεγαλύτερη ἑνότητα τοῦ βιβλίου ποὺ ἀφορᾶ τὶς  συνοικίες-ἐνορίες τῆς Χώρας. Ὁ πόλη κατὰ τὴν ὀρθόδοξη κοινοτικὴ παράδοση ἦταν ὀργανωμένη σὲ συνοικίες μὲ λειτουργικό, λατρευτικὸ  ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸ κέντρο τοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς ἀπὸ τοὺς  ὁποίους ὀνοματοδοτοῦνται. Πρώτη ἡ συνοικία τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὅπου γίνονταν οἱ ἐκλογὴ ἀντιπροσώπων γιὰ τὶς Ἐθνοσυνελεύσεις καὶ ὁ Φραγγομαχαλᾶς ὅπου διέμενε ὁ Λατίνος ἐπίσκοπος ἐπὶ Γκίζη. Ἀκολουθεῖ ἡ συνοικία τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου μὲ τὸ ὀνομαστὸ ἐργαστήριο τῶν Γαλατσάνων ζωγράφων. Στὴ συνοικία ἔμεινε ἐξόριστος καὶ ὁ Ἴων Δραγούμης. Νοτιώτερα εἶναι ἡ συνοικία τῆς Ἐλευθερώτριας μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο καὶ τὸ Ἀγροκήπιο Σκοπέλου. Στὸν συνοικισμὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Κήπων εἶχε φιλοξενηθεῖ τὸ πρῶτο μετὰ τὴν Ἐπανάσταση σχολεῖο. Ἀκολουθοῦν οἱ ἱστορικὲς συνοικίες Παναγίας τοῦ παπα-Μελετίου, τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τῆς ἐνορίας τῆς Φανερωμένης στὴν  πλατεία τῆς ὁποίας ἐκφωνήθηκε, τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τοῦ 1821, ὁ ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας λόγος τοῦ Θεόφιλου Καΐρη.  Ἕπεται ἡ συνοικία «Σοφαδάκια», ἡ παλαιὰ κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως ποὺ διακρατεῖ τὴν αἴγλη ἔνδοξου παρελθόντος καὶ ἱστορικῶν παραδόσεων, ἡ συνοικία τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Συνάδων μὲ τὸν περικαλλῆ ναό της καὶ τὰ ὀνομαστὰ ἀρχοντικά της καὶ ἡ συνοικία Πηγαδάκι–Τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὅπου σύχναζε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ὅταν μαθήτευε στὴ Σκόπελο. Στην συνοικία τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος κατοικοῦσαν τὰ εἰσοδηματικῶς χαμηλὰ μέλη ἐκ τῶν Σκοπελιτῶν τῆς Χώρας. Τέλος ἡ καταθέση ἱστορικῶν στοιχείων γιὰ τὴν πόλη ὁλοκληρώνεται μὲ  τὸ Κάστρο καὶ τὶς ἐνορίες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῆς Παναγίας στὸ Πύργο καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὸ Κάστρο, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ οἰκία τῆς ἱστορικῆς οἰκογένειας Δαπόντε.

Στὸ βιβλίο περιλαμβάνεται καὶ παράρτημα ὅπου, ἀπὸ ἀρχειακὲς πηγές, δημοσιεύονται: τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου, ἡ Γεωργικὴ Ἑταιρεία Σκοπέλου, ἡ ἵδρυση τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίου Μιχαὴλ Συνάδων, καὶ ἡ ἵδρυση τοῦ Ἱ. Ν. Παναγίας Φανερωμένης.   

Μέσα ἀπὸ τὶς ἐνενῆντα σελίδες τοῦ τόμου ὁ ἀναγνώστης πλοηγεῖται, μὲ  αὔρα ἀπὸ δροσερὰ θαλασσινὰ  μελετεμάκια ἀπ’ τὶς Β. Σποράδες, στὴν Σκόπελο ἄλλων ἐποχῶν καὶ ἀνθρώπων ποὺ δόξασαν τὸν τόπο καὶ τὰ θέλγητρά του. Οἱ Σκοπελίτες μὲ τὸν μόχθο καὶ τὸν κόπο τους, μὲ τὸν εὐάρεστο ἐκεῖνο  θόρυβο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐργασίας,  παρέδωσαν στοὺς νεοτέρους ἕνα νησὶ ἐν ὑπερακμῇ ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ. Ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ χώματα,  στὸ περιθώριο τῶν ἱερατικῶν του καθηκόντων, μακριὰ ἀπὸ τὴν τύρβη διπλωμάτων καὶ θέσεων,  ἀναζήτησε καὶ κατέγραψε μὲ ἐπάρκεια ἐπιστημονική, πολύτιμες μαρτυρίες ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τοῦ τόπου του: πολύτιμοι ὑποθῆκαι,  ἀνεκτίμητες εὐεργετικὲς παρακαταθῆκες γιὰ τοὺς ἐπιγενομένους.

Ἡ ἀναζήτηση καὶ ἡ γνώση τῶν γραπτῶν καὶ προφορικῶν πηγῶν, ἡ ἔρευνα καὶ ἡ συγγραφή, εἶναι  διδικασίες ποὺ ἐνθουσιάζουν τὸν διάκονο καὶ δημιουργό τους καὶ τὸν ὁδηγοῦν, ἔστω καὶ ἀσυνείδητα,  πέραν ἀπὸ τὰ γήϊνα· ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ αἰωνιότητα, ὅπου σαρκικοί, ὑλόφρονες καὶ νωθροὶ  ἄνθρωποι δὲν δύνανται νὰ ἀνέλθωσιν.

                                                                                                          Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου