Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου κι ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος τοῦ θεάτρου σκιῶν
Στὸ παιδίον νέον, Γεώργιο Νεκτ. Μαμαλοῦγκο,
ἐπὶ τοῖς ὀνομαστηρίοις του, 3.5.2021
Ἡ πλέον ἐμβληματικὴ μορφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ θεάτρου τῶν σκιῶν εἶναι, ἴσως, ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος. Εἶναι ἀρχικὴ σύλληψη τοῦ καραγκιοζοπαίκτη Μίμαρου (=Δημήτριος Σαρδούνης ἢ Σαρντούνης, Πάτρα 1859-1912) ἀλλὰ ἔμπνευση τελειοποιημένη καὶ καθιερωμένη ἀπὸ τὸν μαθητή του Ἰωάννη Ρούλια (Καρβασαρᾶς Ἀκαρνανίας 1868-Ἀθήνα 8 Μαρτίου 1905) στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ 19ου αἰ. Παραπέμπει σὲ Ἀγραφιώτη κτηνοτρόφο ποὺ ξεχειμάζει στὰ μέρη τῆς Ἀκαρνανίας καὶ εἶναι ἀγαπητὸς καὶ προσφιλὴς γιὰ τὸν χαρακτῆρα του στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς ἀλλὰ καὶ πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τοὺς δημιουργοὺς τοῦ θεάτρου σκιῶν. Ὁ φουστανελλᾶς Μπάρμπα-Γιῶργος, μὲ λαϊκὴ ἁπλότητα, μὲ βουνίσια λεβεντιά, μὲ ἀπροσποίητη ντομπροσύνη καὶ ἀφέλεια, μὲ φωνὴ βροντώδη καὶ Ἀγραφιώτικη προφορά, μὲ μιὰ πρωτόγονη ποιμενικὴ ἀθυροστομία καὶ μὲ τὴν εὐζωνικὴ σωματική του ρώμη, παρουσιάζεται ὡς τιμωρὸς τοῦ κακοῦ καὶ κυρίως τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς ἐξουσίας. Ἐμφανίζεται ὡς θεῖος τοῦ Καραγκιόζη, τοῦ βασικοῦ πρωταγωνιστικοῦ προσώπου τοῦ θεάτρου σκιῶν, καὶ εἰσάγεται σ’αὐτὸ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀντιρροπηθεῖ ἡ πληθώρα τῶν ἀνατολίτικων χαρακτήρων, συμπεριφορῶν καὶ ἄλλων στοιχείων τοῦ θεάτρου σκιῶν, μὲ ἕναν ἐκπρόσωπο τῆς ἑλληνικῆς λεβεντιᾶς, τῆς ἁγνῆς βουνίσιας ρουμελιώτικης παλληκαροσύνης, τὸν Μπάρμπα-Γιῶργο.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Μολύβι σὲ χαρτί. Σύγχρονο (2021) ἔργο τοῦ Κ. Ντιό |
Ὁ
Καρπενησιώτης λόγιος καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου, γοητεύεται ἀπὸ τὴν
παρουσία τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου στοὺς ἥρωες τοῦ θεάτρου σκιῶν καὶ μὲ ἀφορμὴ τὸν
θάνατο τοῦ Γιάννη Ρούλια, τοῦ ἠθοποιοῦ -καραγκιοζοπαίκτη ποὺ καθιέρωσε τὸν Μπάρμπα-Γιῶργο
ὡς πανελλήνιο σκηνικὸ ἥρωα, χρονογραφεῖ στὶς 20 Μαρτίου 1905 στὴν ἐφημερίδα Σκρὶπ μὲ ἄρθρο του, τὸ ὁποῖο φέρει τὸν τίτλο «Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος». Τὸ δημοσίευμά
του, τὸ ὁποῖο θεωρεῖται ἐκ τῶν κορυφαίων στὴν ἱστορία τοῦ θεάτρου τῶν σκιῶν, τὸ
ὑπογράφει, ὅπως τὸ συνήθιζε ὡς χρονογράφος, μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνοματεπωνύμου
του, ὡς Ζ.Π.
Ὁ Ζ.Π. σημειώνει ὅτι ἡ εἴδηση τοῦ
θανάτου τοῦ Ἰ. Ρούλια ‒ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία μὲ τὴν ταφή του‒ πέρασε
σχεδὸν ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸ Ἀθηναϊκὸ κοινό, ποὺ παρακουλούθησε καὶ ψυχαγωγήθηκε
γιὰ κάποια χρόνια μὲ τὶς παραστάσεις του στὴν Πρωτεύουσα. Θεωρεῖ μάλιστα πὼς
περισότερο ἔκλαψε γιὰ τὸν θάνατό του ὁ ἄψυχος ἥρωάς του «Μπάρμπα-Γιῶργος», ὁ ὁποῖος,
παρ’ ὅτι ἄψυχος, παραμένει ζωντανός, ζεῖ καὶ βασιλέυει καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
δημιουργοῦ του. Ὁ ἴδιος, ὅμως, ὁ Ζ.Π. δηλώνει πὼς θέλει μὲ τὸ χρονογράφημά του
νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ οὐσιαστικοῦ δημιουργοῦ τοῦ «Μπάρμπα-Γιώργου» καὶ τοῦ ἔργου του:
«Πέθανε ὁ Ρούλιας καὶ ἔπειτα; Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος
μένει..... Ἀλλὰ ἀφοῦ εἶναι βέβαιον ὅτι τὰ ἄψυχα κλαίουν, τὸ τενεκεδένιο ἢ
χάρτινον ἐκεῖνο πλάσμα τοῦ ξυνογαλατᾶ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ θλιμμένον..... Ἡ ἱστορία,
τοὐλάχιστον αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς ἡμέρας ποὺ γράφομεν ἡμεῖς, δὲν ἠμπορεῖ ν’ ἀφήσῃ ἀπαρατήρητον
ἕνα τέτοιον θάνατον...»
Ὁ Ζ.Π. μᾶς
παραδίδει τὴν πληροφορία πὼς σύμφωνα μὲ προφορικὲς μαρτυρίες ὁ Ρούλιας εἶχε
καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Καρπενήσι. Στὸ τέλος ὅμως τοῦ ἄρθρου του, σὲ ὑστερόγραφο,
διορθώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Ρούλια, καθὼς παραθέτει τὴν πληροφορία τοῦ ἀγρινιώτη
λογίου Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (Ἀγρίνιο 1868 –Μπρίντιζι Ἰταλίας 1920) ‒ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε ὡς ὑφιστάμενό
του στρατιώτη ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς ἔφερδρος ἀνθυπολοχαγός‒ πὼς κατήγετο ἀπὸ τὸν Βάλτο τῆς Ἀκαρνανίας.
Ὄντως, ὁ Κ. Χατζόπουλος ὡς συνομήλικος τοῦ Ρούλια καὶ μὲ κοινὴ Αἰτωλοακαρνανικὴ
καταγωγή, συνυπηρετοῦν ταυτόχρονα τὴν στρατιωτική τους θητεία, ὁ πρῶτος ὡς ἔφεδρος
Ἀνθυπολοχαγὸς καὶ ὁ Ρούλιας ὡς εὔζωνας καὶ ὑπασπιστής του, συμφώνως μὲ μαρτυρία
τοῦ Ἰω. Κονδυλάκη σὲ συνομιλία του μὲ τὸν Κ. Χατζόπουλο (Ἀκτήμων [=Ἰω.
Κονδυλάκης], «Ὁ Καραγκιόζης», Ἐμπρός,
14.8.1904). Μάλιστα ὁ Κ. Χατζόπουλος διηγεῖται στὸν Κονδυλάκη πὼς ἔγινε μετὰ τὴν
ἀπόλυσή του διάσημος μὲ τὸν Μπάρμπα-Γιῶργο του. Ὅπως δηλώνει χαρακτηριστικά, ἔγινε
ὁ «Ὁ Κονκλὲν τοῦ Καραγκιόζ-μπερντέ», παρομοιάζοντάς τον μὲ τὸν φημισμένο τότε
Γάλλο κωμικὸ ἠθοποιό, Benoit Constant Coquelin (1841-1909).
Ἐφ. Σκρίπ, 20.3.1905. |
Σχολιάζοντας χαριτολογικὰ τὰ περὶ τῆς καταγωγῆς τοῦ Ρούλια, ὁ Ζ.Π. δηλώνει, ὅτι οἱ τυχὸν ἔριδες περὶ τῆς καταγωγῆς ἑνὸς σπουδαίου δημιουργοῦ δικαιολογοῦνται καθὼς ὀφείλονται στὴ μεγάλη ἀξία τοῦ ἔργου του:
«Ὁ Ρούλιας μίαν μόνον λεπτομέρειαν τῆς ζωῆς του μᾶς ἄφησεν·
ὅτι κατήγετο ἀπὸ τὸ Καρπενῆσι....ὁ μεταφραστὴς τοῦ ''Φάουστ'' κ. Κ. Χατζόπουλος, ὁ
ὁποῖος μοῦ ἔκαμε μίαν παρατήρησιν. Κατ’ αὐτὸν ὁ Ρούλιας δὲν κατήγετο ἀπὸ τὸ Καρπενῆσι,
ἀλλὰ ἀπ’ τὸν Βάλτον, καθὼς γνωρίζει καὶ ἀπ’ τὴν ἐποχὴν τῆς θητείας του, ὅταν ὡς ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς
τὸν εἶχε στρατιώτην..... Ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι περίεργον ἂν διὰ τὴν καταγωγὴν ἑνὸς
τέτοιου ἀνθρώπου ἀρχίζουν νὰ ἐρίζουν αἱ πόλεις».
Πράγματι, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ ληξιαρχικὴ
πράξη ἀποβιώσεώς του, τὴν ὁποία δημοσίευσε ὁ Ἀναστάσιος Κούζης (βλ. Ἀναστάσιος
Κούζης, Ἰωάννης Ρούλιας. Ὁ διδάσκαλος τῶν
Καραγκιοζοπαικτῶν 1868-1905 καὶ τὸ Ἀθηναϊκὸ
θέατρο σκιῶν, Ἀθήνα 2020, σ. 15-18) ὁ Ἰωάννης Ρούλιας πεθαίνει στὴν Ἀθήνα, τὴν Τρίτη 8 Μαρτίου 1905, σὲ ἡλικία 37 ἐτῶν. Ὡς
τόπος γεννήσεώς του σημειώνεται ὁ Καρβασαρᾶς Βάλτου τῆς Ἀκαρνανίας, ὁπότε κρίνεται
ὡς ἀληθὴς καὶ πλήρως ἀξιόπιστη ἡ
μαρτυρία τοῦ Κ. Χατζόπουλου.
Παρὰ
τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Ζ.Π. ὁ θάνατος τοῦ Ρούλια δὲν πέρασε τελείως ἀπαρατήρητος. Ὁ Ἀθηναϊκὸς
Τύπος τῆς ἐποχῆς (Οἱ Καιροί, Τὸ Ἄστυ, ἡ Ἑστία, ἀκόμη καὶ ἡ ἱστορικὴ Ἀκρόπολις τοῦ Γαβριηλίδη) σχολίασε τὴν ἀπώλειά
του δηλώνοντας ἐμφατικὰ πὼς αὐτὸς ἦταν ποὺ εἰσήγαγε στὸν κόσμο τοῦ θεάτρου σκιῶν
τὸν τσέλιγκα «Μπάρμπα-Γιῶργο», αὐτὸς ποὺ καθιέρωσε ὡς νέο πρόσωπο τὸν τύπο τοῦ
Μπάρμπα-Γιώργου τόσον ἐπιτυχημένα ὥστε ταυτίστηκε μαζί του ὡς ὁ "Ρούλιας Μπάρμπα-Γιῶργος",
αὐτὸς ὁ ὁποῖος ὡς θιασάρχης τοῦ χαρτίνου
θεάτρου ἔφερε μὲ τὶς ἀριστοτεχνικὲς παραστάσεις του στὸ παριλίσσιο
θεατρίδιό του, τὸ "Στάδιο", ἀνθρώπους ὅλων τῶν τάξεων γιὰ νὰ
ψυχαγωγηθοῦν μὲ τὸν "Ρούλια Μπάρμπα-Γιῶργο": τὸν θρυλικὸ ἱππότη τῶν ‘‘ξυγκοκεριῶν’’, τὸν φόβο καὶ τὸν
τρόμο τῶν χαρτίνων... ἠθοποιῶν τοῦ Καραγκιόζη, αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν γκλίτσα του καὶ τὴν μαλαμοκαπνισμένη
πιστόλα του χρίστηκε ἀπ’ τὸν
δημιουργό του, ὡς ὁ ἀμείλικτος διώκτης τοῦ Πασᾶ καὶ τοῦ Βεληγκέκα»
(Κούζης, 18-20)
Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος τοῦ Ρούλια, Καραγκιοζολόγιον 1 (2016) 10 |
.
Στὸ
κυρίως σῶμα τοῦ δημοσιεύματός του ὁ Ζ.Π. σκιαγραφεῖ τὴ μορφὴ καὶ τὸν συμβολισμὸ
τῆς παρουσίας τοῦ «Μπάρμπα-Γιώργου» στὸ θέατρο σκιῶν καὶ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Ἀκαρνάνας
δημιουργός του ἐνέταξε τὸν ἥρωά του στοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ θεάτρου τοῦ
Καραγκιόζη. Σημειώνει, ὅτι ὁ ὀρεσίβιος φουστανελλᾶς ἥρωας, ὡς ἄλλο ἀνθρώπινο
βουνὸ τοῦ θεάτρου σκιῶν, γεννήθηκε στὴ
σκέψη τοῦ Ρούλια γιατὶ τὸν ἀναζητοῦσε ἡ Ἑλληνικὴ ψυχή. Ἤθελε ἕναν σκηνικὸ ἥρωα ἐλεγκτὴ
καὶ τιμωρὸ τῶν αὐθαιρεσιῶν, τῆς βίας καὶ τῶν ἀπειλῶν τῆς ἐξουσίας (εὐθεία
παραπομπὴ στὴν ὠμὴ βία τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας), προστάτη τῶν Ρωμηῶν, τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀδυνάμων, ποὺ νὰ παραπέμπει
σὲ ἀγωνιστικὴ μορφὴ τοῦ ’21. Κι ὁ Ρούλιας
μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ σοφία του τὸν δημιούργησε: μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς συνήθειές του
ἀλλὰ καὶ τὰ χαρίσματα ἑνὸς αὐθεντικοῦ δυναμικοῦ ὀρεσίβιου Ρουμελιώτη, ὁ ὁποῖος
μὲ τὸ τραγούδι του καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὸν συνοδεύουν, τὴν ἐνδυμασία του καὶ τὰ ἐξαρτήματά
της, μὲ τὸ παροιμιῶδες Ρουμελιώτικο γλωσσικό του ἰδίωμα ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μὲ τὴ λεβέντικη
στάση του ἀπέναντι στοὺς Δυτικούς, τοὺς ἐξ Ἑσπερίας «Φρίγους», γεννοῦσε αἰσθήματα
πατριωτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, αἰσιοδοξίας καὶ ἀνάτασης στοὺς θεατές:
«Τί ἐστὶ Μπαρμπα-Γιῶργος; Κύριοι, ὅλα τὰ πράγματα
θέλουν κριτικήν. Ἀλλ’ ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος, βουνὸ ἀνθρώπινον, δὲν θέλει κριτικήν.
Εἶναι ποίησις καὶ θέλει λαὸν γιὰ νὰ τὸν κρίνῃ. Ὁ Ρούλιας ἀποθνήσκων δὲν ἀπελογήθη
πῶς καὶ γιατὶ τὸν ἐδημιούργησεν. Τὰ αὐθόρμητα δὲν λογοδοτοῦν. Ἕνα εἶναι
βέβαιον· πὼς ὁ Μπάρμπα –Γιῶργος, πάνοπλος μὲ τὴν πλατυστομίαν του ἀναπηδήσας ἀπὸ
τὸ κεφάλι τοῦ πλάνητος αὐτοῦ, ἦτο ἀνάγκη τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς.
... Ἦτο τραγουδιστής. Ἦτο νταῆς. Ἦτο Δὸν Ζουάν. Ἦτο ἕλλην
πάτριος. Ἦτο καὶ λύτης αἰνιγμάτων.
... Καὶ κατέβαινεν ὁ φουστανελλᾶς, μόνον πρὸ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
πολιτισμοῦ τρέμων, πάντα ὅμως τὰ ἄλλα ἀπειλῶν, τὸν Βεληγκέκα, τὴν ἰσχὺν τῆς
βίας, καταδιώκων. Ὁ Ρούλιας τέτοιον εἰλικρινῆ πλατύστομον ἄνθρωπον δὲν τὸν ἔκαμε
Πελοποννήσιον. Τὸν ἔκαμε Ρουμελιώτην. Ἦτο καὶ εἰς τοῦτο σοφὸς γνώστης τῶν
πραγμάτων».
Ὁ Ἰ. Ρούλιας ὡς καραγκιοζοπαίκτης, Ἡμερολόγιον Σκόκου (1910) 142. |
Στὸ τέλος τοῦ
χρονογραφήματός του, μὲ συγκίνηση καὶ σεβασμὸ στὸ ἔργο του, ἀποχαιρετᾶ τὸν
Ρουμελιώτη ἄνθρωπο τοῦ λαοῦ, τὸν καραγκιοζοπαίκτη Ι. Ρούλια:
«Πόσοι θάνατοι εἶναι περισσότερον ἀσήμαντοι ἀπὸ τὸν
δικό σου, φτωχὲ ἠθογράφε, δυστυχισμένε δημιουργέ, ἄνθρωπε τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐλέγεσο
Ρούλιας!
Ὥρα καλή».
Ὁ Ζ.Π. καὶ σὲ ἄλλα
προγενέστερα δημοσιεύματά του ἀναφέρεται στὸν «Μπάρμπα-Γιῶργο», τὸν Ρουμελιώτη ἥρωα
τῶν παραστάσεων τοῦ Ρούλια καὶ ὄχι μόνον, καθὼς καθιερώθηκε πολὺ σύντομα ὡς ἐκ
τῶν πρωταγωνιστῶν καὶ ἄλλων καραγκιοζοπαικτῶν τῆς ἐποχῆς. Σὲ δημοσίευμά του στὸ
Σκρίπ τῆς 6ης Ἰουνίου 1901,
στὴ στήλη του
«Σκέψεις ρωμηοῦ», τὸ ὁποῖο ὑπογράφει μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ἄλλος»,
ἀναφέρεται στὴν ἐπικράτηση ἀκόμη καὶ ἐπὶ τοῦ Καραγκιόζη, τοῦ βασικοῦ ἕως τότε
πρωταγωνιστῆ τοῦ θεατρου σκιῶν, ὡς
δημοφιλέστερη αὐτοῦ σκηνικὴ μορφή. Ὁ ἀφελὴς γεροβλάχος «Μπάρμπα-Γιῶργος»
κυριαρχεῖ· μὲ τὸν Καραγκιόζη νὰ εἶναι σὲ δεύτερο πλάνο, ὡς ξεθωριασμένος τύπος κουτοπόνηρου
Ἀνατολίτη. Ὁ «Μπάρμπα-Γιῶργος» συγκινεῖ καλλιτεχνικά, ἀλλά, κυρίως ἀντιπροσωπεύει
θαυμάσια ὁλόκληρες πλευρὲς τῆς ἑλληνικῆς ψυχοσύνθεσης:
«Ὁ Καραγκιόζης χάνει ὁριστικῶς τὴν λάμψιν του.... Ἡ
δημοτικωτέρα ἐκ τῶν σκιῶν, αἱ ὁποῖαι κινοῦνται εἰς τὸ πανίον, εἶναι ἤδη ὁ "Μπάρμπα-Γιῶργος",... Ἀποτελεῖ τὴν ἀψογωτέραν ἠθογραφίαν Ρουμελιώτου...
ἔξοχον γαλατᾶν, ἀντιπροσωπεύοντα ὁλόκληρον μέρος τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς... Ἀπέναντι
τοῦ τύπου αὐτοῦ ὁ Καραγκιόζης παραμένει ξεθωριασμένος τύπος Ἀνατολίτη
βαγαπόντη. Δὲν χρησιμεύει πλέον παρὰ ὡς βοηθητικὸν πρόσωπον».
Ἀκόμη, πάλι στὸ Σκρίπ, στὶς 18 Ἰουν. 1901, στὴν στήλη «Σκέψεις
ρωμηοῦ» καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ ἄλλος» ἐμφανίζει τὸν «Μπάρμπα-Γιῶργο» τοῦ Ρούλια
στὸν γνωστὸ ὑπαίθριο θεατρικὸ χῶρο «Στάδιο», ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Παναθηναϊκὸ Στάδιο,
στὴν ὄχθη τοῦ Ἰλισσοῦ, ὡς λύτη αἰνιγμάτων Αἰγυπτίας βασιλίσσης:
«Ὁ
Μπαρμπα-Γιῶργος τοῦ Σταδίου προχθές, ἐκλήθη ὑπὸ τοῦ Βεληγκέκα νὰ λύσῃ τὰ φοβερὰ
αἰνίγματα τὰ ὁποῖα τοῦ προέτεινε μία Αἰγυπτία βασίλισσα, ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ
φυλακισθῇ ἂν δὲν εὕρῃ τὰς καταλλήλους λύσεις...»
Ἐφ. Ἐμπρός, 13.7.1899.
Ἡ
πρώτη ἐμφάνιση τοῦ «Μπάρμπα-Γιώργου» σὲ θεατρικὴ σκηνὴ τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸν Ἰ. Ρούλια
τοποθετεῖται τὸ καλοκαίρι τοῦ 1894, στὴν Πλατεία Ἀνεξαρτησίας (νῦν Πλατεία
Βάθη) ὅπου ὁ "Ρούλιας
Μπάρμπα-Γιῶργος", εὔζωνος ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, ἔκανε τριῶν εἰδῶν φωνές (Κούζης, 49). Τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου
στὴν Ἀθήνα βεβαιώνει κι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κ. Χατζόπουλου, ὁ λόγιος δημοσιογράφος
Δημήτριος Χατζόπουλος (1872-1936), ὁ γνωστὸς καὶ ὡς «Μποέμ», σὲ ἄρθρο του στὴν ἐφ. Ἐμπρὸς τῆς 26 Σεπτ. 1898, μὲ
τίτλο «Ὁ Καραγκιόζης τοῦ Σταδίου», ὅπου μὲ τὸ ψευδώνυμο «–μ» σημειώνει:
«Οὕτω
ἀπό τινος καιροῦ νέος ἑλληνικώτατος τύπος προσετέθη εἰς τὸν Καραγκιόζην, ὁ
περίφημος φουστανελλᾶς "Μπάρμπα-Γιώργους",
ὁ μὲ τὴν γκλίτσαν καὶ τὸ χαντζάρι "γιὰ νὰ κλαδεύῃ μύτις κι αὐτιά",
Μπάρμπα-Πατσᾶς, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ εἰρωνικῶς
ὁ Καραγκιόζης»
Κατὰ τὸν Κώστα Ψυχραιμία
τὸ χρονογράφημα τοῦ Δημ. Χατζόπουλου περιλαμβάνει: «μιὰ πλήρη, εὐστροφότατη
περιγραφὴ (ἴσως ἡ πρώτη) τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου στὸ Θέατρο Σκιῶν» [Κ.Ψ., «Ὁ "Μπάρμπα
Γιώργους" τοῦ Ρούλια», Καραγκιοζολόγιον
7 (2020) 6-9]. Ὁ Ἀναστάσιος Κούζης διατυπώνει κάποιες σκέψεις σχετικὰ μὲ τὴν
ταυτότητα τοῦ προσώπου, ὁ ὁποῖος ὡς «-μ» ὑπογράφει τὸ ἄρθρο (βλ. Ἀναστάσιος
Κούζης, «Περὶ τῆς πατρότητος τοῦ δημοσιεύματος "Ὁ Καραγκιόζης τοῦ Σταδίου"
τῆς 26ης Σεπτ. 1898», Ὁ Καραγκιόζης μας,
146 (2020) 32-35.
Ὁ
Μπάρμπα-Γιῶργος κατὰ τὸν Κώστα Μπίρη [Κώστας Μπίρης, «Ὁ Καραγκιόζης. Ἑλληνικὸ
Λαϊκὸ Θέατρο», Νέα Ἑστία 661
(1952) 3-67] παραπέμπει
σὲ ὑπαρκτὸ πρόσωπο, δηλ. κτηνοτρόφο, τσέλιγκα ἀπὸ τ’ Ἄγραφα ποὺ κατέβαινε στὴν Ἀκαρνανία
καὶ εἶχε γίνει στόχος τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ γέλιου ἀπὸ τοὺς Κατουνιῶτες. Γιὰ τὸν Ρούλια
σημειώνει πὼς λόγῳ τῆς καταγωγῆς του ἀπὸ τὸν Καρβασαρᾶ ἤξερε καὶ τοὺς Ρουμελιῶτες
τῶν Ἀγράφων καθὼς ἡ γενέτειρά του ἦταν τὸ ἐπίνειόν τους. Μάλιστα, ὁ Χρῆστος
Χαρίδημος (1895-1970) ὑποστήριζε πὼς πρότυπο τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου ὑπῆρξε ὁ
πατέρας τοῦ Ι. Ρούλια, ὁ Γιώργης (Κούζης, 78).
Ἀντίθετα,
ὁ Βαγγέλης Γαλάνης, σὲ σχετικὴ περὶ τὸν Ρούλια καὶ τὸν Μπάρμπα-Γιῶργο μελέτη του, θεωρεῖ πώς, «ὁ Ἰω. Ρούλιας
παρέλαβε τὸν τύπο τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου ἀπὸ μιὰ παλαιότερη ὁμάδα καραγκιοζοπαικτῶν
ποὺ πιθανὸν τὸν χρησιμοποιοῦσε ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1880. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀρχικῆς
προέλευσης τοῦ τύπου φτάνει ὡς τοὺς καραγκιοζοπαῖκτες τῆς Ἠπείρου καὶ πιθανῶς ἀντανακλᾶ
οὐσιαστικὲς ἀπόπειρες ἐξελληνισμοῦ τοῦ Ὀθωμανικοῦ θεάτρου σκιῶν» [Βαγγέλης
Γαλάνης, «Ὁ Γιάννης Ρούλιας καὶ ὁ τύπος τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου...», Παράβασις 9 (2009) 49-59]
Τὴ συμβολὴ τοῦ Ζ.Π. στὴν ἀνάδειξη
τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἰω. Ρούλια ὡς καλλιτέχνη τοῦ θεάτρου σκιῶν, ἰδιαιτέρως
δὲ στὴν καθιέρωση τοῦ πλέον δημοφιλοῦς ἥρωα του τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου μὲ τὰ ἀθάνατα
κλέφτικα τραγούδια του, ἀναφέρει δημοσίευμα τῆς ἐφημ. Ἑστία τῆς 9ης Αὐγ. 1907 μὲ τίτλο «Ὁ Καραγκιόζης» ὅπου ὁ ψευδωνυμοῦχος
ὡς «κς» χρονογράφος της ἐπισημαίνει:
«Ὁ Ρούλιας τὸν ὁποῖον ἀπηθανάτισεν ὁ Παπαντωνίου, ἀπετόλμησε
νὰ εἰσαγάγῃ πρὸς συμπλήρωσιν τῶν δρώντων προσώπων καὶ τὸν Μπάρμπαγιῶργον, ὁ ὁποῖος κατήντησεν ἤδη ἀπαραίτητος τύπος κάθε
Καραγκιόζη. Θὰ περάσῃ καμμιὰ γενεὰ διὰ νὰ προστεθῇ κάτι νέον, μεμονωμένως
πάντοτε ἀπὸ κάποιον καλλιτέχνην αὐτοδίδακτον τῶν λαϊκῶν στρωμάτων... Ἰδιαίτερον
χαρακτηριστικὸν ὅλων σχεδὸν τῶν ἡρώων τοῦ Καραγκιόζη εἶναι ὅτι τὴν πρώτην ἐμφάνισιν των στὴν σκηνὴν
τὴν κάμνουν τραγουδοῦντες. Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος τραγουδεῖ πάντοτε ἀθάνατα κλέφτικα
τραγούδια σύμφωνα μὲ τὴν σύλληψιν τοῦ δαιμονίου Ρούλια... Εἶναι καὶ αὐτὸ
χαρακτηριστικὸν τῆς ἐμφύτου φιλομουσίας τοῦ Ἕλληνος, μὴ ἐννοοῦντος ἐξ ἐνστίκτου θέατρον χωρὶς μουσικήν..»
Ὁ
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων, τίμησε
μὲ τὸν δημόσιο λόγο του στὶς ἐφημερίδες τοῦ τέλους τοῦ 19ου καὶ τῶν ἀρχῶν
τοῦ 20ου αἰ., τὸν ἠθοποιὸ τοῦ θεάτρου τῶν σκιῶν Ἰωάννη Ρούλια τὸν ἐμπνευστὴ
καὶ δημιουργὸ τοῦ σκηνικοῦ χάρτινου Μπάρμπα-Γιώργου μὲ "καταγωγὴ" ἐπίσης
ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, τὸν τιμωρὸ τοῦ κακοῦ καὶ τῆς βίας, ἕναν βουνίσιο Ρομπὲν τῶν Δασῶν,
ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομά του ὡς «Ὁ Μπάρμπα- Γιῶργος»
ἀκόμη καὶ στὸ θρυλικὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ» τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο τοῦ Τουρκικοῦ
στόλου. Στὶς 26 Φεβρ. 1913 στὴν ἐφ. Ἑστία,
ὁ λόγιος δημοσιογράφος Παῦλος Νιρβάνας, ἀπὸ τὴ Σκόπελο τῶν Β. Σποράδων, σὲ
χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Αἱ περιπολίαι»
γράφει σχετικά:
«Τὰ
μάτια μας τέσσερα στὰ Στενά! Ἡ μεγάλη ὑστερικὴ ποὺ εἶναι ἡ Ἁρμάδα, πιθανὸν νὰ ἔχῃ
πάλι τὰ νεῦρα της σήμερα καὶ πρέπει νὰ εἰδοποιηθεῖ ἐγκαίρως ὁ "Μπάρμπα-Γιῶργος".
Ὅπως ὅλαι αἱ ὑστερικαὶ τοῦ εἴδους της, ἔχει καὶ αὐτὴ τὸν μάστορή της, ποὺ τῆς
δαμάζει τὰ νεῦρα μοναχὰ μὲ τὴν παρουσία του»
Μάλιστα,
σώζεται μαρτυρία Ἰταλοῦ δημοσιογράφου (Κούζης, 218-9) πὼς ὁ Ναύαρχος
Κουντουριώτης ἐπέτρεψε ‒πρὸς
ἀναψυχὴν τῶν ἡρωϊκῶν ναυτῶν του‒
τὴν παράσταση θεάτρου σκιῶν στὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ», ὅπου ἕνας ὑπέροχος, ρωμαλέος,
τολμηρὸς Μπάρμπα-Γιῶργος ἐξερχόμενος μὲ
τὸ βουνίσιο του τραγούδι στὴ σκηνὴ τοῦ θρυλικοῦ θωρηκτοῦ, κατακομμάτιασε τὸν
Βεληγκέκα, ὅπως τὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ» κατενίκησε
καὶ κατεδίωξε τὸν Τουρκικὸ στόλο. Ὁ δημοσιογράφος τῆς ἐφ. Καιροί, Γ. Μαραγκόπουλος γράφει στὶς 26 Φεβρ. 1913:
«Οἱ
δύο ἀξιομνημόνευτοι καταδιώξεις τοῦ
Τουρκικοῦ στόλου ὑπὸ τοῦ "Ἀβέρωφ" ἤξιζαν ἓν βραβεῖον. Καὶ τὸ βραβεῖον
ἐξεπήδησεν αὐθόρμητον ἀπὸ τὰ πληρώματα τὰ ὁποῖα τώρα τὸ ὀνομάζουν "Ἀβέρωφ...Μπαρμπαγιῶργο", μικρὰ τροποποίησις ἂν ἐνθυμηθῇ κανεὶς ὅτι τὸ καταδρομικόν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ θωρηκτοῦ του καλεῖται
"Γεώργιος Ἀβέρωφ"....Οἱ ναῦται εἶδον ἀνανεωθεῖσαν διὰ τοῦ πλοίου του ἐπὶ
τῆς μεγάλης σκηνογραφίας τοῦ Αἰγαίου τὴν
λαϊκὴν παράστασιν τοῦ ἐλευθέρου Ἕλληνος ὅστις προσφεύγει εἰς βοήθειαν τοῦ
καταπιεζομένου Ἕλληνος, τοῦ Μπαρμπαγεώργου ποὺ δέρνει τὸν Βεληγκέκα καὶ
σκοτώνει τὴν δράκοντα».
Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος τοῦ Νικόλα,
Καραγκιοζολόγιον 1 (2016) 20.
Τὸ
Θέατρο Σκιῶν ἐμπλουτίστηκε μὲ τὸν τύπο τοῦ Μπάρμπα-Γιώργου, τοῦ ἀγαθοῦ ἥρωα
τιμωροῦ κάθε καταδυναστευομένου, ποὺ καθιερώθηκε μὲ μεγάλο κύρος καὶ
δημοτικότητα, καὶ σχεδὸν ταυτίστηκε μ’αὐτό. Ἦταν μιὰ καινοτόμος ἰδέα ποὺ
γέννησε ὁ Ἰωάννης Ρούλιας, ἀπ’ τὶς κορυφαῖες μορφὲς τῶν ἠθοποιῶν τοῦ Θεάτρου
Σκιῶν, ἡ ὁποία ἄγγιξε εὐαίσθητες χορδὲς τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, ὅπως αὐτὴν τοῦ
Ζαχαρία Παπαντωνίου.
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΣΚΡΙΠ 20. 3. 1905
«ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ
Ὁ Ρούλιας, ὁ ἄνθρωπος
ποὺ ἔπαιζε τὸν Καραγκιόζην, ἀλλὰ καὶ τὸν συνεπλήρωσε, δημιουργήσας τὸν
Μπαρμπα-Γιῶργον, ἐκηδεύθη μὲ ὅλην τὴν συνειθισμένην εἰς τὰς κηδείας τῶν
δημιουργῶν ἀσημότητα. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Πλάκας, τοῦ Βατραχονησιοῦ, τῶν Ἀέρηδων, τῆς Γαργαρέττας ποὺ ἐγέλασαν τρικυμιωδῶς ἐξ αἰτίας του, κανεὶς βέβαια δὲν ἔκλαψε. Πέθανε ὁ
Ρούλιας καὶ ἔπειτα; Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος μένει. Οἱ δημιουργοὶ ἂς πεθαίνουν, οἱ ἥρωες
μόνον νὰ ζοῦν. Καὶ βέβαια ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος ζῇ, μολονότι πέθανε ὁ Ρούλιας. Ἀλλὰ
ἀφοῦ εἶναι βέβαιον ὅτι τὰ ἄψυχα κλαίουν, τὸ τενεκεδένιο ἢ χάρτινον ἐκεῖνο
πλάσμα τοῦ ξυνογαλατᾶ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ θλιμμένον. Οἱ δημιουργοὶ εἶναι
σπάνιοι, ὅπως οἱ πρωτομάρτυρες, οἱ δὲ μιμηταί, οἱ ἀναπαραγωγοί, οἱ βιομήχανοι εἶναι
πολλοί. Ἡ ἱστορία, τοὐλάχιστον αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς ἡμέρας ποὺ γράφομεν ἡμεῖς, δὲν
ἠμπορεῖ ν’ ἀφήσῃ ἀπαρατήρητον ἕνα τέτοιον θάνατον. Τοὐλάχιστον θόρυβον νὰ κάμῃ
γύρω σ’ αὐτόν, καὶ φτάνει.
Ὁ
Ρούλιας μίαν μόνον λεπτομέρειαν τῆς ζωῆς του μᾶς ἄφησεν· ὅτι κατήγετο ἀπὸ τὸ
Καρπενῆσι. Ἦλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας νὰ κάμῃ τὸν Καραγκιόζην ‒τοῦτο δὲν εἶναι περίεργον διὰ τὸν
πολυσύνθετον ἐκεῖνον λαὸν τῆς Εὐρυτανίας‒
ἀλλὰ δὲν ἦλθε μόνος. Ἦλθε διπλός. Ἔφερε μαζί του ἀπὸ τὸ Βελούχι ἕνα τεράστιον
φουστανελλᾶ. Τί ἐστὶ Μπάρμπα-Γιῶργος; Κύριοι, ὅλα τὰ πράγματα θέλουν κριτικήν. Ἀλλ’
ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος, βουνὸ ἀνθρώπινον, δὲν θέλει κριτικήν. Εἶναι ποίησις καὶ
θέλει λαὸν γιὰ νὰ τὸν κρίνῃ. Ὁ Ρούλιας ἀποθνήσκων δὲν ἀπελογήθη πῶς καὶ γιατὶ τὸν
ἐδημιούργησεν. Τὰ αὐθόρμητα δὲν λογοδοτοῦν. Ἕνα εἶναι βέβαιον· πὼς ὁ Μπάρμπα
–Γιῶργος, πάνοπλος μὲ τὴν πλατυστομίαν του ἀναπηδήσας ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ
πλάνητος αὐτοῦ, ἦτο ἀνάγκη τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς.
Ὁ
Μπαρμπα-Γιῶργος ἀνέβηκεν εἰς τὸ φωτισμένον πανὶ τῆς σκηνῆς τοῦ Καραγκιόζη γιὰ νὰ
πολεμήσῃ τὸν Βεληγκέκαν. Γιὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Ἀλβανόν, νὰ κτυπήσῃ τὴν αὐθαιρεσίαν,
νὰ προστατεύσῃ τοὺς ἀδυνάτους, τὸν Καραγκιόζην, τὸν Χατζαϊβάτην, τὸν Φρίγον. Ἡ
σκηνὴ ἦτο πτωχή. Ὑπῆρχε μία Βία κυριαρχοῦσα, ὁ Βεληγκέκας, καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἡ ἀντίδρασις.
Ἡ ἀντίδρασις ἔπρεπε νὰ γεννηθῇ. Καὶ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀντίδρασις ὄχι ἀπὸ τὸν ἀρχαῖον
κόσμον βγαλμένη, ὄχι Κίμων, ὄχι Μέγας Ἀλέξανδρος, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν μετὰ τὸ ’21
ζωήν, ἀπὸ τὸ σήμερον, ἀπὸ τὴν στάνην, ἀπὸ τὴν Ρούμελη. Νὰ εἶναι Μπάρμπα-Γιῶργος.
Ἕνα βράδυ αἰφνιδίως τὸ κοινὸν ποὺ εἶναι συνειθισμένον νὰ βλέπῃ τὰ πάντα καὶ τοὺς
πάντας ἀπειλουμένους ἢ δερνομένους ἀπὸ τὸν χατζαροβριθῆ Ἀλβανόν, εἶδεν αἰφνιδίως
ἐνώπιόν του ἓνα τεράστιον φουστανελλᾶν. Τὸ φῶς τοῦ λύχνου τὸν ἐμεγέθυνε, ἡ σκιὰ
ἦτο τρομερά. Ὁ ὄγκος αὐτὸς ἔπρεπεν ἐπιτέλους νὰ ἐξηγηθῇ, τί διάβολο ἦτο; Ἦτο
λόφος, βράχος, βουνό, ἄνθρωπος;
Καὶ
ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος ἐξηγήθη ἀρχίσας ἀμέσως νὰ τραγουδῇ:
Ὀρὲ
τοὺ λὲν
τοὺ
λὲν οἱ κοῦκοι στὰ βουνὰ
κι
οἱ πέρδικες στὰ πλάγια
τοὺ
λέει κι οὑ πετρουκότσυφας
στὰ
κλέφτικα λημέρια
Τὸ
ἀκαταλληλότερον, ἂν καὶ πολύστροφον, ὄργανον διὰ νὰ συνοδεύῃ νεοελληνικὸν
τραγούδι, τὸ κλαρίνο, ἐβοήθει τὴν φωνὴν τοῦ γαλατᾶ. Συνώδευε τὸ ἱστορικόν, τὸ ἐρωτικόν,
τὸ ἱπποτικόν, τὸ ἀραβικόν, τὸ καϊμακλήδικο λαοῦτο. Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος ἐξηκολούθει:
Κι
οὑ Κωσταντῆς δὲν πέρασι
νὰ
πάῃ κὰ τὶς κουμπάρις...
Ἔπειτα ὁ
φουστανελλᾶς, τελειώνοντας κάθε στροφήν, ἤρχισε νὰ πηδᾷ ἀκούων τὰ βιολιά, ὅπως ὁ
κότσυφας τραγουδεῖ ἀκούων τὸ νερό.
—Ὄπ!
—Ὄπουτα!
—Χάϊ!
—
Ἄϊντι μάννα μ’!
Κι ἔπειτα ἄρχισαν
καὶ τὰ πόδια τοῦ λαοῦ νὰ κινοῦνται μὲ τὸν ρωμαίϊκον ρυθμόν, ἡ καρδιά του νὰ
σκιρτᾷ, ὁ πόθος τοῦ ἀρνιοῦ τῆς σούβλας νὰ τοῦ κεντᾷ τὸ στομάχι. Ἂν ὁ Μπαρμπα-Γιῶργος
εἶχεν αὐτὴν μόνον τὴν ἁπλὴν ὄψιν δὲν θὰ ἦτο πρόσωπον ἐνδιαφέρον. Ἀλλὰ δὲν εἶχεν
μόνον αὐτήν. Ἦτο τραγουδιστής. Ἦτο νταῆς. Ἦτο Δὸν Ζουάν. Ἦτο ἕλλην πάτριος. Ἦτο
καὶ λύτης αἰνιγμάτων.
Κατὰ
τύχην συνήντησε τὴν Βασίλισσα, τὴν ἀνατολικὴν ἐκείνην μέγαιραν μὲ τὴν ἀνδρικὴν
φωνήν. Ἡ Βασίλισσα, ἀλλόκοτον κρᾶμα εὐρωπαϊσμοῦ καῖ ἀνατολισμοῦ, τοῦ ἔκανε
ρεβεράνς. Ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος ὑπεκλίνετο, κατὰ μίμησιν τῆς βασίλισσας, καὶ ἐπειδὴ
ἠναγκάζετο ἀπαντῶν εἰς πολλὰς ὑποκλίσεις νὰ ὑποκλίνεται ἐπανειλημμένως, ἔλεγε
συγχρόνως μὲ τὰς κινήσεις.
—Τήρα,
τήρα, τήρα π’ νὰ τ’ πάρ’ οὑ διάουλους τοὺν πατέρα τήρα. Τήρα τ’ διαόλ’ τσ’ ἰβρουπέους,
τί ἧβραν τήρα.
Ἔπειτα ἡ βασίλισσα
τοῦ ἔθετε τὸ τρομερὸν αἴνιγμα, τὸ ὁποῖον ὅσοι δὲν ἔλυον ἐφυλακίζοντο αὐθορεί.
—
Εἰς μίαν πόλιν εἰσῆλθον λῃσταὶ καὶ οἱ λῃσταὶ ἐκατοίκησαν, ἡ δὲ πόλις ἔφυγεν ἀπ’
τὰ παράθυρα.
Ὁ
Μπάρμπα-Γιῶργος, ὁ ὁποῖος διὰ νὰ λύσῃ τὸ αἴνιγμα εἶχε κατεβῇ ἀπὸ τὸν Τυμφρηστὸν
μαζὶ μὲ τὰ πρόβατά του, ἐσκέπτετο βαθέως. Ἡ ζωή του ἐκινδύνευε. Ἀλλὰ μήπως ἐσκέπτετο
τὴν ζωήν; Ἡ εὐφυΐα του ἔπρεπε νὰ μὴν ἀποθάνῃ. Καὶ ἂν ἔλυε τὸ αἴνιγμα ἐθριάμβευε
μὲ τὴν εὐφυΐαν του, ἂν δὲν τὸ ἔλυεν, ἔτρεπεν εἰς φυγὴν τὸν Βεληγκέκαν, ὁ ὁποῖος
ἤρχετο νὰ τὸν συλλάβῃ καὶ ἐθριάμβευε μὲ τὴν θεὰν Βίαν. Ὁ Ρούλιας ἐν τούτοις ἦτο
σατανικός. Ἦτο εὐλαβέστατος εἰς τὰς λεπτομερείας. Αἱ σκιαί του ἤθελε νὰ ἔχουν
καὶ φῶς: Κιαροσκοῦρο! Διὰ τοῦτο πολλάκις ποὺ ἐκτύπα ὁ Βεληγκέκας τὸν Μπαρμπα-Γιῶργον
εἰς τὰ μοῦτρα μὲ τὸ τσεκοῦρι, ὁ Μπαρμπα-Γιῶργος δὲν ἠμύνετο, ἀλλ’ ἔφτυνε κάτω
καὶ ἐκύτταζε τὸ πτύελον, λέγων:
—Ἔφτσα
αἷμα; Ἂν ἔφτσα αἷμα σ’ πῆρ’ οὑ διάουλους τὸν πατέρα, θὰ φὶβγς ἀποὺ δῶ.
Τέλος πάντων δὲν ἐλύετο
τὸ ζήτημα ἂν ἔφτυσεν αἷμα ἢ μή.
Ἡ
κάθοδός του ἀπὸ τὴν στάνην ἦτο πανηγυρική. Ἡ δὲ περιγραφὴ τῶν εἰδῶν, ἀντικειμένων,
καὶ μπιχλιμπιδίων τῆς τουαλέττας του εἶχε κάτι ἐκ τοῦ ὁμηρικοῦ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως.
Ὅπως τὸ κατάλληλον μοτίβο προαναγγέλλει τὴν εἴσοδον τῶν ἡρώων εἰς τὸ μελόδραμα,
ἀγαλλιαστικὸς ἦχος κουδουνιῶν κυπριῶν γιδοπροβάτων καὶ μανδροσκύλων γαύγισμα
προανήγγελλε τὴν κάθοδον τοῦ ξυνογαλᾶ. Μετὰ τοῦτο ἠκούετο ἡ φωνή του πρὸς τὸν ἀνεψιόν
του Καραγκιόζην, ζητοῦντος νὰ τοῦ φέρῃ:
—
Τ’φστανέλλα μὶ τσ’ πιντακόσις μάννις. Τ’σκούφια μ’ τ’κιντ’μένη π’ τ’ ν’ ἀγόρασα
ἰνιὰ δικάρις στοὺ παγκίρ. Τ’ν ταμπακέρα μ’τν ἀσ’μένια, τ’ν τσατσάρα μ’, τοὺ
καθριφτάκ’, ντ’μαντέκα μ’ γιὰ τοὺ μ’στάκ’, τ’ν καραμπουγιά, (Ἐβάφετο ἆρά γε; Θὰ
ἦτο τρομερόν!) Τ’ν ἀγκλίτσα μ’, τοὺ ζουνάρι μ’, τ’ς βουδέτις μ’, τσ’ σκάλτσις μ’, τὰ τσαρούχια μ’ μὶ τ’φούντα,
τ’ν καπνουσακκούλα μ’ κὶ τοὺ καλαμπουκόφ’λου, τ’ν ἴσκα μ’, τοὺν πριόβουλου.
Ὦ ἠθογραφία, ὦ ἀκρίβεια χαρακτηρισμοῦ, ὦ δύναμις λαϊκή, ἀπὸ ποῦ βγαίνεις; Οὕτω
προαναγγελλόμενος, οὕτω βροντῶν διὰ περιγραφικῆς ἐκτυφλωτικῆς ἀναγγελίας, διὰ
μουσικῆς κουδουνιῶν προβάτων, κατέβαινεν ὁ ἀθάνατος τρόμον σπείρων εἰς τὸν ἀποδιοπομπαῖον
φρίγον ὅστις, μόνον τὸ σιλάχι του ἀναλογιζόμενος ἔτρεμε, κράζων:
—
Ὁ γαλατᾶς μωρέεεες! Ἐκειὸς ὁ ξυνογαλᾶς ὁπὤχει ἕνα μπαλκόνι στὴν κοιλιά του!
Καὶ
κατέβαινεν ὁ φουστανελλᾶς, μόνον πρὸ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ τρέμων, πάντα ὅμως
τὰ ἄλλα ἀπειλῶν, τὸν Βεληγκέκα, τὴν ἰσχὺν τῆς βίας, καταδιώκων. Ὁ Ρούλιας
τέτοιον εἰλικρινῆ πλατύστομον ἄνθρωπον δὲν τὸν ἔκαμε Πελοποννήσιον. Τὸν ἔκαμε
Ρουμελιώτην. Ἦτο καὶ εἰς τοῦτο σοφὸς γνώστης τῶν πραγμάτων.
Πόσοι
θάνατοι εἶναι περισσότερον ἀσήμαντοι ἀπὸ τὸν δικό σου, φτωχὲ ἠθογράφε,
δυστυχισμένε δημιουργέ, ἄνθρωπε τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐλέγεσο Ρούλιας!
Ὥρα καλή.
Ζ. Π.
Υ.Γ.
Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἔτυχε νὰ σκύψῃ εἰς τὰ χειρόγραφά μου ὁ μεταφραστὴς τοῦ ''Φάουστ'' κ. Κ. Χατζόπουλος, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκαμε μίαν παρατήρησιν. Κατ’ αὐτὸν ὁ
Ρούλιας δὲν κατήγετο ἀπὸ τὸ Καρπενῆσι, ἀλλὰ ἀπ’ τὸν Βάλτον, καθὼς γνωρίζει καὶ ἀπ’
τὴν ἐποχὴν τῆς θητείας του, ὅταν ὡς ἔφεδρος
ἀνθυπολοχαγὸς τὸν εἶχε στρατιώτην. Πολὺ θὰ λυπηθῶ ἂν ἡ πληροφορία του ἀποδειχθῇ
ἀκριβής! Θὰ ἦτο καλλίτερα ὁ Ρούλιας νὰ κατήγετο ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὸ Καρπενῆσι,
ὅπως πολλοὶ μ’ ἐβεβαίωσαν. Ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι περίεργον ἂν διὰ τὴν καταγωγὴν ἑνὸς
τέτοιου ἀνθρώπου ἀρχίζουν νὰ ἐρίζουν αἱ πόλεις.
Π.»
ΣΚΡΙΠ 6. 6. 1901
«ΣΚΕΨΕΙΣ
ΡΩΜΗΟΥ
...
Ὁ Καραγκιόζης
χάνει ὁριστικῶς τὴν λάμψιν του. Δὲν εἶναι αὐτὸς πλέον ὁ ἥρως τῆς ἐκ πανίου σκηνῆς,
ἡ ὁποία φαιδρύνει τὰς Ἀττικὰς νύκτας εἰς μίαν ἀκτὴν τοῦ Ἰλισσοῦ. Ἡ δημοτικωτέρα
ἐκ τῶν σκιῶν, αἱ ὁποῖαι κινοῦνται εἰς τὸ πανίον, εἶναι ἤδη ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος, ὁ
ἀφελὴς γεροβλάχος.
Τὸ
πρόσωπον αὐτὸ ἐνεφανίσθη εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Καραγκιόζη μόλις πρὸ δύο ἐτῶν. Ἀλλὰ
ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐπίνοιαν τοῦ ποιητοῦ του, τέλειον. Ἀποτελεῖ τὴν ἀψογωτέραν ἠθογραφίαν
Ρουμελιώτου. Δὲν γνωρίζω τὸν ποιητήν του, καὶ ἤθελα νὰ τὸν γνωρίζω διότι ἔχει
δικαιώματα ἐπὶ τῆς Ἑλληνικῆς σκηνῆς. Νομίζω ὅμως ὅτι εἶναι ὁ σήμερον παίζων παρὰ
τὸν Ἰλισσόν. Πῶς κατώρθωσε νὰ σπουδάσῃ ὄχι μόνον τοὺς ὀρεινωτέρους καὶ ἁγνοτέρους
φθόγγους τῆς Ρουμελιώτης διαλέκτου, ἀλλὰ τὰ κρυπτόμενα ὑπὸ τὴν διάλεκτον αὐτὴν
θαυμάσια, καὶ πῶς ἐδημιούργησεν αὐτὸν τὸν ἔξοχον γαλατᾶν, τὸν ἀντιπροσωπεύοντα ὁλόκληρον
μέρος τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς, εἶναι θαῦμα. Ἀπέναντι τοῦ τύπου αὐτοῦ ὁ Καραγκιόζης
παραμένει ξεθωριασμένος τύπος Ἀνατολίτη βαγαπόντη. Δὲν χρησιμεύει πλέον παρὰ ὡς
βοηθητικὸν πρόσωπον. Θριαμβεύει μόνον ὁ Μπάρμπα-Γιῶργος, καὶ σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὁ
ξυνογαλᾶς αὐτὸς μοῦ δίδει τὴν συγκίνησιν
καλλιτεχνικῆς δημιουργίας.
Ὁ ἄλλος»
ΣΚΡΙΠ 18. 6. 1901
«ΣΚΕΨΕΙΣ
ΡΩΜΗΟΥ
Ὁ
Μπάρμπα-Γιῶργος τοῦ Σταδίου προχθές, ἐκλήθη ὑπὸ τοῦ Βεληγκέκα νὰ λύσῃ τὰ φοβερὰ
αἰνίγματα τὰ ὁποῖα τοῦ προέτεινε μία Αἰγυπτία βασίλισσα, ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ
φυλακισθῇ ἂν δὲν εὕρῃ τὰς καταλλήλους λύσεις. Ἡ βασίλισσα τοῦ προέτεινε τὸ αἴνιγμα
«Εἶμαι νῆσος τοῦ Αἰγαίου, ἂν τὴν κεφαλήν μου κόψῃς κτλ.» ὁ δὲ γηραιὸς ξυνογαλᾶς ἐξαγριωθεὶς ἐφώναξε.
— Οὐρ ἰφημιρίδα μ’τὤκαμες ἰδῶ, Σκρὶπ μ’ τὤκαμες;
Συγγνώμην,
μπάρμπα, ἡμεῖς δὲ ἐδημοσιεύσαμεν ποτὲ αἰνίγματα.
Ὁ ἄλλος»
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
** Εὐχαριστίες πολλὲς γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά τους, στὸν Νικόλα Δημητριάδη καὶ τὸν Ἀναστάσιο Κούζη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου