Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

ΣΤΕΦ. ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ ΚΑΙ Π. ΜΕΛΑΣ

 


Ὁ Στέφανος Γρανίτσας θρηνεῖ τὸν Παῦλο Μελᾶ
*

Ψυχὴ ἁγία, ἡ ὁποία ἀνέστησες

ὅλους τοὺς θρύλλους

καὶ τὰ τραγούδια τῆς Μακεδονίας 

Ἡ αὐτοθυσιαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Παύλου Μελᾶ (Μασσαλία 1870 - Στάτιστα Καστοριᾶς 13 Ὀκτωβρίου 1904), νὰ μεταβεῖ στὴ Μακεδονία γιὰ νὰ ὀργανώσει τὸν ἀπελευθερωτικὸ Μακεδονικὸ ἀγώνα, τῆς ὁποίας ἀποκορύφωμα ἦταν ὁ ἡρωϊκὸς θάνατός του, συγκλόνισε καὶ τὸν χαρισματικὸ  Ἀγραφιώτη δημοσιογράφο, λογοτέχνη Στέφανο Γρανίτσα (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880 - Ἀθήνα 13 Σεπ. 1915). Ὁ Γρανίτσας ἦταν τότε, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, ὑποδιευθυντὴς μιᾶς ἀπὸ τὶς πλέον ἔγκυρες ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν, τὴν ἐφημερίδα Χρόνος τοῦ Κωστῆ Χαιρόπουλου, ὁ ὁποῖος εἶχε μακεδονικὴ καταγωγὴ καὶ τὸ ἔντυπό του διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν νεώτερη πολιτικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος.

Παῦλος Μελᾶς. Σχέδιο τοῦ Παύλου Μελᾶ 

ἀπὸ τὸ βιβλίο: Α. Θωμαΐδου,

 'Ἱστορία Παύλου Μελᾶ (Μικὲ Ζέζα), 1905. 

Ἐπιχρωματισμὸς ἀπὸ τὸν Σπύρο Σιατούφη.


Λίγες μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Π. Μελᾶ ὁ Γρανίτσας ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφ. Χρόνος γι’ αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ  γιὰ τὸν Ελληνισμὸ γεγονός. Τὸ χρονογράφημά του, μὲ τίτλο «Ὁ ἐξιλεωτής», δημοσιεύεται στὶς 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904 στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας, στὴ στήλη «Καθημεριναὶ σελίδες» καὶ τὸ ὑπογράφει μὲ τὸ ὄνομά του, «Σ. Γρανίτσας». Τονίζει ὅτι μὲ τὴν θυσία του ὁ Μελᾶς ἐξιλεώνει ὅλη τὴν γενιὰ ἐκείνη τῶν Ἑλλήνων ποὺ μένουν ἄπραγοι στὸ Μακεδονικὸ ζήτημα καὶ περιορίζονται μόνο στὸ νὰ δημοσιεύουν πύρινα ἄρθρα ἢ νὰ ἐκφωνοῦν δραματικοὺς λόγους γιὰ τὴν ὑπόδουλη  Μακεδονία. Ἀναφωνεῖ ὁ Στ. Γρανίτσας:
 

Εἶσαι ὁ ἐξιλεωτὴς μιᾶς κοινωνίας καλαμαράδων καὶ φωνακλάδων!

 

Στέφανος Γρανίτσας. Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί. Σύγχρονο (2020) ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό.

Τὴν στάση αὐτὴ τοῦ Ἀγραφιώτη δημοσιογράφου καὶ πολιτικοῦ ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ἀργότερα μὲ τὴ δράση του τὸ 1912-13 στὸ μέτωπο τῆς Ἠπείρου στὴν ἔναρξη τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων. Ἂν καὶ ὡς βουλευτὴς τοὺ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου θὰ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ παραμείνει στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ἐν τούτοις, ἀναλόγως πράττων, κατατάσσεται  ἐθελουσίως στὸ συγκροτηθὲν «Μικτὸν  Ἠπειρωτικὸν στράτευμα» γνωστὸ καὶ ὡς «Φάλαγξ Μπότσαρη»  ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ του Δημητρίου Νότη Μπότσαρη. Ὁ ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς Στ. Γρανίτσας, ὡς ἐπικεφαλῆς μονάδας αὐτοῦ τοῦ εὐζωνικοῦ σώματος, μὲ τὶς δράσεις του τὶς ἐπιχειρησιακές, συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν εὐόδωση τοῦ σκοποῦ τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν Ἰωαννίνων, τῆς σηματικότερης μάχης τοῦ τότε Ἑλληνικοῦ Βασιλείου μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία:

 

Ἀπὸ τὰς Ἀθήνας χαιρετίζομεν μὲ συγκίνησιν ἕνα εὐγενῆ πολεμιστὴν  τῶν Ἠπειρωτικῶν βουνῶν: τὸν Στέφανον Γρανίτσαν. Μόλις ἤναψε τὸ τουφέκι ἐπάνω εἰς τὰ σύνορα, ἡ ψυχὴ τοῦ Ρουμελιώτου ἐξύπνησε  καὶ ὁ καλὸς Στέφανος ἀφῆκε καὶ Βουλὴν καὶ νόμους καὶ ποιήματα καὶ λαογραφίαν καὶ ἐχάθη. Ποῦ ἐπήγαινε; Ἄγνωστον. Πάντως εἰς τὸν πόλεμον. Τώρα μᾶς δίδει τὴν πρώτην εἴδησίν του. Ἐπικεφαλῆς ἀνταρτικοῦ σώματος, εἰσέβαλε νικηφόρος εἰς τὴν Μανωλιάσαν  τῆς Ἠπείρου, ἀφοῦ ἐπὶ ἕνα μῆνα σχεδὸν ἐμάχετο μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του εἰς τὰ Ἠπειρωτικὰ βουνά. Εἰς τὸν εὐγενῆ αὐτὸν συνάδελφον  καὶ καλὸν φίλον δὲν ἔχομεν νὰ εὐχηθῶμεν παρὰ μόνον ἡ νίκη νὰ θέσῃ τὴν τελευταίαν σελίδα τῆς Ἠπειρωτικῆς ἐποποιΐας, εἰς τὴν γραφὴν τῆς ὁποίας συμμετέχει ἐκ τῶν πρώτων [ἐφ. Πατρίς, 9.11.1912, σ.1]. 

Μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα φιλοπατρίας, ἡρωϊσμὸ καὶ ἱκανότητες στρατιωτικοῦ ἡγέτη, ἀφοῦ ὑπέστη τὶς κακουχίες καὶ ὅλη τὴν σκληρότητα τοῦ ἠπειρωτικοῦ ἀγώνα,  ἐπέτυχε σὲ σημαντικὲς γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ πλευρὰ ἀποστολές, κρίσιμες γιὰ τὴν ἔκβαση τοῦ ἀγώνα τῆς τὴν ἀπελευθέρωσης τῆς Ἠπείρου· καὶ εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ στὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων στὶς 21 Φεβ. 1913.

Ἐφ. Πατρίς, φ. 0784/9.11.1912, σ.1

Ἦταν μάλιστα καὶ στὴν ὁμάδα ἐκείνων, ποὺ μετὰ τὴν ἀπευθέρωση τῆς Ἠπείρου μερίμνησε γιὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ νεκροῦ Λορέντζου Μαβίλη, ὁμοτέχνου του ἥρωος πεσόντος στὸ Δρίσκο στὶς 29 Νοεμβρίου 1912.

Ἀρματωλική, λοιπόν, ὅπως καὶ ἐκείνη τοῦ Μελᾶ, ἡ δράση τοῦ Στ. Γρανίτσα, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νὰ συνδυάσει τὰ ἰδεολογικὰ φιλελεύθερα πολιτικά του φρονήματα μὲ τὴ στρατιωτικὴ δράση, στὴν πρώτη γραμμὴ μάλιστα τῶν μαχῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου καὶ τὴν ἐδαφικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ δράση του ἦταν ἀπότοκη τοῦ Ἀγραφιώτικου ἀρματολισμοῦ τοῦ τόπου καταγωγῆς του, τῶν προγονικῶν ριζῶν του (ὁ παπποῦς του Νίκος ἀλλὰ καὶ ὁ πρόγονός του Βασίλης  Γρανίτσας ἦταν ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 συμπολεμιστὲς τοῦ Καραϊσκάκη) ἀλλὰ καὶ τῆς παιδείας του, στὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης τῶν Σχολῶν τῶν Ἀγράφων, ποὺ διατήρησαν ζωντανὴ τὴν Ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ὅπως σημειώνει ὁ ἐκδότης τῆς ἐφ. Πατρίς, Σπυρίδων Σίμος:

 

Ὁ Γρανίτσας ζωσμένος τὸ σπαθί του καὶ καβαλικευμένος ἐπάνω στὴν ἀρματωλικὴ παράδοση, ποὺ βύζαξεν εἰς τὴν Εὐρυτανία, θὰ ἔβγαιναε πάλιν εἰς τὰ σύνορα ὅπως κατέλαβε στὰ 1912 τὸ Σοῦλι. Ἀφῆκε μάρμαρον τότε τὴν Βουλὴν καὶ ἔτρεξεν ἐκεῖ ποὺ τὸν ἤφερεν ἡ καρδιὰ καὶ ἡ φαντασία. Ἀρχηγὸς ἀνατρτικοῦ σώματος, ὅπως ὁ ποιητὴς τῆς ὡραίας καὶ ἀνεκδότου ἐκείνης ἐποποιΐας του, ἡ ὁποία ἔμεινε μόνον εἰς τὰ χαρτιά του καὶ ἴσως νὰ χαθῇ. [ἐφ. Πατρίς, 14.9.1915]

 

Καὶ ἡ θητεία του στὴν πολιτικὴ ἦταν ἐπιτυχημένη καὶ ἂν δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ ζωὴ σὲ ἡλίκία μόλις 35 ἐτῶν θὰ εἶχε προσφέρει περισσότερα ἀπὸ τὴ θέση του ὡς βουλευτῆ στὴν πολιτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου. Ὅπως εἶχε γραφεῖ στὸν τύπο:

 

Εἷς ἐκ τῶν ἀσφαλεστέρων ὑποψηφίων τοῦ Κράτους ἀνήκων εἰς τὸν ἰσχυρότατον μικτὸν συνδυασμὸν Αἰτωλοακαρνανίας εἶναι καὶ ὁ Στ. Γρανίτσας. Δημοσιογράφος ἐκ τῶν καλλιτέρων καὶ γνωστοτέρων ἐν Ἀθήναις, ὑποδιευθυντὴς τοῦ «Χρόνου». Νέος πολιτευτὴς γεμάτος ψυχικὴν ῥώμην καὶ φέρων πλήρη τὰ στοιχεῖα  τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς σεμνότητος, προσόντων, τὰ ὁποῖα πρέπει κυρίως νὰ διακρίνουν κάθε πολιτικόν. [ἐφ. Ἐμπρὸς 3.8. 1910]

Ἐφ. Χρόνος, ὅπου καταχωρίζεται
ὡς ὑπεύθυνος καὶ ὑποδιευθυντής της
ὁ Στέφανος Γρανίτσας. 

  

Ὁ Γρανίτσας παρομοιάζει τὴ θυσία τοῦ Π. Μελᾶ μὲ ἐκείνη τοῦ Κόδρου τοῦ βασιλιά τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη του ἀπὸ τὴν κατάληψη, γιὰ νὰ παραμείνει ἐλεύθερη κατὰ  τὸν χρησμὸ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν, ἔπρεπε νὰ θυσιάσει ἑαυτόν· καὶ τὸ ἔκαμε:

 

Ποῖος θὰ ψάλλῃ τὴν ἀφαντάστως ὑπέροχον αὐτοθυσίαν αὐτοῦ τοῦ νέου Κόδρου, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ αἵματός του βαπτίζει εἰς ἕνα λουτρὸν ἀναγεννήσεως, εἰς ἕνα λουτρὸν νέας ζωῆς τὴν ψυχορραγοῦσαν Ἐθνικὴν Ψυχήν, διασαλπίζων ὅτι ζῇ ἀκόμη ἡ Ελλάς... 

Στὸ χρονογράφημά του ὁ Στέφ. Γρανίτσας  ἀναφέρει προσωπικὴ συνάντησή του μὲ τὸν Π. Μελᾶ, λίγο πρὶν αὐτὸς ἀναχωρήσει γιὰ τὴ Μακεδονία,  καὶ δημοσιοποιεῖ τοὐλάχιστον σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ Μακεδονικὸ ζήτημα τὰ ὅσα ἐλέχθησαν γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ  ἀπὸ τὸν ἡρωϊκὸ ἀνθυπολοχαγὸ τῆς Μακεδονίας. Ὁ Π. Μελᾶς, κατὰ τὸν Γρανίτσα, ζητεῖ θυσίες αἱματηρὲς στὸν χῶρο τῆς Μακεδονίας ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες γιὰ νὰ γίνει ἡ Μακεδονία προσωπικὴ ὑπόθεση ὅλων: 


Πρέπει νὰ πέσῃ ἐκεῖ ὁ ἀδελφός σου, νὰ ταφῇ ὁ ἀδελφός μου, τὸ παιδὶ τοῦ ἑνός, ὁ πατέρας, ὁ ἐξάδελφος, ὁ θεῖος, ὁ συγγενὴς τοῦ ἄλλου, νὰ χύσωμεν αἷμα ἰδικόν μας, νὰ συλλογιζώμεθα καὶ νὰ κλαίωμεν ἐκεῖ ἐπάνω ἀνθρώπους ἰδικούς μας, διὰ νὰ γεννηθῇ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ λαοῦ μία Μακεδονία ἰδική του..

 

Ἀκόμη, ἀναφέρει ἐπίσκεψή του στὴν οἰκία Δραγούμη, τοῦ πενθεροῦ τοῦ Π. Μελᾶ, Στέφανου Δραγούμη καὶ τοῦ Ἴωνος Δραγούμη ἀδελφοῦ τῆς μαρτυρικῆς συζύγου του Ναταλίας, προκειμένου νὰ διαπιστώσει ἂν εἶναι ἀληθὴς ἡ φήμη περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Μελᾶ. Ἐκεῖ ὁ θυρωρὸς βεβαιώνει τὴν εἴδηση, καὶ Μακεδόνας τοῦ ὁποίου ὁ ἀδελφὸς πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Μελᾶ στὴ Μακεδονία δηλώνει πὼς θὰ προτιμοῦσε στὴ θέση τοῦ Μελᾶ νὰ ἦταν ὁ ἀδελφός του: 


— Καὶ ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου, ἐρωτᾷ κάποιος παρατυχών.

— Μὲ τὸν κὺρ Παῦλο εἶναι στὴ Μακεδονία!...Εἴμαστε Μακεδόνες ἡμεῖς  καὶ ὅταν ἄκουσε ὁ ἀδελφός μου πὼς βγαίνει ὁ κὺρ Παῦλος στὴν Μακεδονία τὸν ἀκολούθησε... Δὲν ἔπαιρνε καλλίτερα τὸ βόλι τὸν ἀδελφό μου ποὺ πῆγε καὶ βρῆκε τὸν κὺρ Παῦλο, ποὺ θὰ λύτρωνε τὴν πατρίδα μας.

 

Ἡ θυσία τοῦ Π. Μελᾶ ἀποτέλεσε παρακαταθήκη ἀγωνιστικὴ γιὰ τὸν κατὰ δέκα ἔτη μικρότερό του Στέφανο Γρανίτσα,  τὸν Ἀγραφιώτη λόγιο καὶ πολιτικό, τὸν κατὰ τὸν Παῦλο Νιρβάνα:

 

 ... ἄσπιλον,χαρακτήρα μὲ τὴν θερμὴν καρδίαν τοῦ φίλου, ποὺ ἦταν πλασμένη νὰ πάλλῃ μόνον τοὺς παλμοὺς τῶν εὐγενικῶν ρυθμῶν. [ἐφ. Ἑστία, 15.91915]

Ἐφ. Χρόνος, φ. 392/20.10.1915, σ. 1

 

Ἀναφερόμενος μάλιστα στὴ  αἱματηρὴ αὐτὴ σπονδὴ ποὺ πότισε τὸ χῶμα τῆς Μακεδονίας ὁ Γρανίτσας δηλώνει :

 

Ὦ αἷμα  ἅγιον τὸ ὁποῖον ἔρχεσαι νὰ ἀναστήσῃς πεθαμένα ὄνειρα καὶ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν φωτεινὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς!

 

Τὸ 2020 εἶναι ἔτος ἐπετειακὸ γιὰ τὸν Παῦλο Μελᾶ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Στέφανο Γρανίτσα καθὼς συμπληρώνονται 150 καὶ 140 χρόνια, ἀντιστοίχως ἀπὸ τὴ γέννησή τους. Τὸ κοινὸ χαρακτηροιστικό τους γνώρισμα ἦταν ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη τους γιὰ τὴς Πατρίδα, γιὰ τοὺς πέραν τῶν τότε ὁρίων τοῦ Ἑλληνικοῦ βασιλείου ἀλύτρωτους ἀδελφούς. Δὲν δίστασαν, νέοι ὄντες, νὰ ἀφήσουν θέσεις, ὀφφίκια, ἀνέσεις καὶ νὰ τρέξουν στὸ κάλεσμα τῶν ἀλύτρωτων περιοχῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ· τῆς Μακεδονίας ὁ Μελᾶς καὶ τῆς Ἠπείρου ὁ Γρανίτσας. Ἐκπλήρωσαν εὐόρκως τὸ καθῆκον τους καὶ ὡς πολίτες καὶ ὡς στρατιῶτες τῆς Πατρίδος, σημαιοφόροι μιᾶς Ἰδέας στὴν ὁποία κατέθεσαν τὴ νεότητά τους, τὴν εὐτυχία τους, τὴ ζωή τους στὸν βωμὸ τῆς Πατρίδος· ὁ δὲ Π. Μελᾶς, μὲ τὸν θάνατό του, παρέδωσε γιὰ πάντα τὴ ζωή του στὴ Μακεδονία. Ἡ ἀπελευθέρωση δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει καὶ καὶ γιὰ τὶς δύο αὐτὲς περιοχές, καὶ ἡ Ἑλλάδα, στὴν πορεία γιὰ τὴν ἐδαφικὴ ὁλοκλήρωσή της, ἀπὸ ἕνα μικρὸ ἀδύναμο κράτος γίνεται μιὰ ὑπολογίσημη κρατικὴ ὀντότητα.

Ἐφ. Χρόνος, φ. 392/20.10.1904, σ. 1.


ΕΚΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ

Ο ΕΞΙΛΕΩΤΗΣ

Τί νὰ πρωτοειπῇ κανεὶς διὰ τὸν Παῦλον Μελᾶν ‒δὲν εὑρίσκω κανὲν ἐπίθετον ἀντάξιόν του‒ καὶ τί νὰ πρωτοκλάψῃ εἰς τὸν θάνατόν του, τὸν ὑπέροχον θάνατόν του, ὁ ὁποῖος ἐστεφάνωσε προχθὲς ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους τῆς Μακεδονίας, μίαν ζωὴν ὡραίων ὀνείρων, ὀνείρων τὰ ὁποῖα ἀντιφεγγίζουν καὶ ἠχολογοῦν τὴν ψυχὴν μιᾶς Ἑλλάδος, Ἑλλάδος τὴν ὁποίαν ὅλοι ἐνομίζομεν ὅτι ἀπέθανε...

Τί νὰ πρωτοειπῇ κανεὶς διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐπάνω εἰς τὸ ἀνθοβόλημα τῶν τριάκοντα χρόνων του, λακτίζει μίαν ζωὴν εὐτυχίας, ἐγκαταλείπων μίαν ἰδεώδη σύζυγον,  ποδοπατῶν δόξαν, πλούτη, εὐμάρειαν, ἀπολαύσεις, καὶ ζώνεται τὴν πανοπλίαν τοῦ ἀρματωλοῦ ἀθορύβως, σιωπηλῶς, μὲ τὴν βεβαιότητα ἑνὸς ἀγρίου θανάτου καὶ χωρὶς κανένα ὑπολογισμὸ ὑστεροφημίας!...

Ποῖος θὰ ψάλλῃ τὴν ἀφαντάστως ὑπέροχον αὐτοθυσίαν αὐτοῦ τοῦ νέου Κόδρου, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ αἵματός του βαπτίζει εἰς ἕνα λουτρὸν ἀναγεννήσεως, εἰς ἕνα λουτρὸν νέας ζωῆς τὴν ψυχορραγοῦσαν Ἐθνικὴν Ψυχήν, διασαλπίζων ὅτι ζῇ ἀκόμη ἡ Ελλάς...

 

***

Μοῦ φαίνεται πὼς τὸν ἀκούω αὐτὴν τὴν στιγμὴν νὰ μοῦ λέγῃ ὅσα μοῦ ἔλεγε πρὸ ὀλίγων μηνῶν εἰς ὁδὸν τῆς Κηφισσιᾶς.

—Ἡ Μακεδονία, μοῦ ἔλεγεν, εἶναι ἐξ αἵματος ἑλληνική, ἀλλὰ διὰ τὴν σύγχρονον Ἑλλάδα εἶναι μόνον ἱστορικῶς τοιαύτη. Διὰ νὰ γίνῃ καὶ δι’ ἡμᾶς πραγματικῶς τοιαύτη, πρέπει νὰ ριζοβολήσῃ ἡ Μακεδονία εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ λαοῦ, ὅπως ἡ Κρήτη. Διὰ νὰ γίνῃ δὲ αὐτό,  πρέπει νὰ χυθῇ αἷμα, αἷμα... αἷμα ἰδικόν μας. Πρέπει νὰ πέσῃ ἐκεῖ ὁ ἀδελφός σου, νὰ ταφῇ ὁ ἀδελφός μου, τὸ παιδὶ τοῦ ἑνός, ὁ πατέρας, ὁ ἐξάδελφος, ὁ θεῖος, ὁ συγγενὴς τοῦ ἄλλου, νὰ χύσωμεν αἷμα ἰδικόν μας, νὰ συλλογιζώμεθα καὶ νὰ κλαίωμεν ἐκεῖ ἐπάνω ἀνθρώπους ἰδικούς μας, διὰ νὰ γεννηθῇ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ λαοῦ μία Μακεδονία ἰδική του....μία Μακεδονία, ἡ ὁποία νὰ εἶναι, ὅπως ἡ Κρήτη, τὸ ὄνειρόν του, ἡ σκέψις του, τὸ αἴσθημά του, ἡ κουβέντα του...

 

***

Τὸν ἀκούω ἀκόμη νὰ μοῦ λέγῃ αὐτὰ καὶ ἐνθυμοῦμαι τὸν Παῦλον Μελᾶν, τὸν ὁποῖον ὑπὸ τὰς ἀστραπὰς τῶν ὀφθαλμῶν του ὠνειρεύθην ὅτι θὰ ἀκούσω μίαν ἡμέραν, τὴν ὁποίαν ἐφανταζόμην μακρυνὴν καὶ ἡ ὁποία ἦτο μία ὥρα τῆς χθές, ἡ ὥρα καθ’ ἣν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς οἰκίας τοῦ κ. Δραγούμη εἶδα τὴν ἑξῆς σκηνὴν μεταξὺ Μακεδόνος καὶ θυρωροῦ:

— Εἶναι ἀληθὲς πὼς σκοτώθηκεν ὁ κὺρ Παῦλος;

— Ἀλήθεια τοῦ ἀπαντᾶ ὁ θυρωρός.

— Ἄχ, κακὸ ποὺ μᾶς ηὗρε!... Δὲν ἔπαιρνε τὸν ἀδελφόν μου καλλίτερα!...

— Καὶ ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου, ἐρωτᾷ κάποιος παρατυχών.

— Μὲ τὸν κὺρ Παῦλο εἶναι στὴ Μακεδονία!...Εἴμαστε Μακεδόνες ἡμεῖς  καὶ ὅταν ἄκουσε ὁ ἀδελφός μου πὼς βγαίνει ὁ κὺρ Παῦλος στὴν Μακεδονία τὸν ἀκολούθησε... Δὲν ἔπαιρνε καλλίτερα τὸ βόλι τὸν ἀδελφό μου ποὺ πῆγε καὶ βρῆκε τὸν κὺρ Παῦλο, ποὺ θὰ λύτρωνε τὴν πατρίδα μας.

Ἐγιγαντώθη εἰς τὴν ψυχήν των λυτρωτὴς τῆς πατρίδος των!

 

***

Καὶ ἔγινε προχθὲς εἰς τὴν Στάτισταν.

Ἀφοῦ ἐνεθάρρυνε, ἐνίσχυσε, ἐπαρηγόρησε δώσας εἰς τοὺς τρομαγμένους τὴν γαλήνη, εἰς τοὺς πλανωμένους εἰς τὰ βουνὰ τὴν ἑστίαν των, εἰς τὰς συζύγους τοὺς συζύγους των, εἰς τοὺς ἀπελπισμένους τὴν ἐλπίδα, ἥλιος εἰς τὸ σκότος, ἀπέθανε χθὲς ἀνεγείρας διὰ τοῦ αἵματός του, ὅπως ὠνειρεύετο, εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ λαοῦ ὡς ἰδικήν του τὴν Μακεδονίαν. Ὦ αἷμα  ἅγιον τὸ ὁποῖον ἔρχεσαι νὰ ἀναστήσῃς πεθαμένα ὄνειρα καὶ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν φωτεινὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς!

 

***

Προσπαθῶ νὰ φαντασθῶ τὴν σκηνὴν τοῦ θανάτου του καὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Πόσον ὡραῖος θὰ ἦτο, ὡραῖος ὡσὰν ἀρχαῖος Ἕλλην καὶ τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ἐξέπνεε, καὶ τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ἐν μέσῳ τῶν θρήνων καὶ τῶν κοπετῶν τῶν ἁπλοϊκῶν χωρικῶν, κατεβιβάζετο ὑπὸ τὸ σκότος εἰς τὸν τάφον. Τί ἀνταξία ψαλμῳδία τῶν ὀνείρων του καὶ τοῦ θανάτου του, τὰ δάκρυα καὶ οἱ γόοι τῶν χωρικῶν ἐνταφιαζόντων τὸν λυτρωτήν των! Πόσον ἀντάξιος τῆς ἀνεπιδείκτου, τῆς μετριοφρονεστάτης ἐκείνης ζωῆς καὶ τοῦ μεγαλείου τῆς αὐτοθυσίας του, ὁ ἀπέρριτος ἐκεῖνος τάφος τὸν ὁποῖον οὔτε σταυρὸς σημειώνει οὔτε κανδήλα φωτίζει τώρα.

Ὡσὰν νὰ τὸν παρήγγειλε τὴν τελευταίαν στιγμήν του, ὅπως ὁ ἀρματωλὸς τοῦ δημοτικοῦ ἄσματος:

 

«Γιὰ σκάψετε τὸ μνῆμά μου σὲ μιὰ ψηλὴ ραχούλα

Νἆναι ψηλό, νἆναι πλατύ, νἄχει δυὸ παραθύρια

Νὰ στέκω ὀρθὸς νὰ πολεμῶ καὶ δίπλα νὰ γεμίζω».

 

***

Ψυχὴ ἁγία, ἡ ὁποία ἀνέστησες ὅλους τοὺς θρύλλους καὶ τὰ τραγούδια τῆς Μακεδονίας! Τρισένδοξον ὄνομα τὸ ὁποῖον θὰ ὑμνολογοῦν, ὅσον ζοῦν, τὰ βουνὰ καὶ οἱ κάμποι τῆς Μακεδονίας. Πόσον εἶναι μικρὸν τὸ στόμα μας διὰ νὰ σὲ ἀναφέρῃ. Δὲν εἶσαι μόνον ὁ λυτρωτὴς τῶν χωρικῶν οἱ ὁποῖοι σὲ θρηνοῦν εἰς τὰ καλύβιά των, δὲν εἶσαι ὁ δωρητὴς τῆς παρηγορίας εἰς αὐτοὺς καὶ τῆς ἐλπίδος τῆς ζωῆς εἰς ἡμᾶς. Εἶσαι ὁ ἐξιλεωτὴς μιᾶς κοινωνίας καλαμαράδων καὶ φωνακλάδων!

Σ. Γρανίτσας

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης   

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν φ. 890, 16.10.2020,σ. 13-18 καὶ στὸ περιοδικὸ '' ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΩΤΙΚΑ'' τ. 8, Ἰουλ. -  Δεκ. 2020.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου