Κωνσταντῖνος Σπ.
Τσιώλης
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης: Τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς
...ὕμνος
ὑψηλὸς καὶ τρυφερὸς συνάμα
|
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης
(1850-1929) |
Ἀπὸ
τοὺς πλέον "δημοφιλεῖς" ὕμνους τῆς ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μουσικῆς
θεωρεῖται τὸ λεγόμενο «Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς»· τὸ
δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, τὸ ὁποῖο ψάλλεται τὸ
βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης. Αὐτὸ
μαρτυροῦν καὶ οἱ πολλὲς χειρόγραφες καὶ ἔντυπες ἐκδόσεις τοῦ περιφήμου αὐτοῦ ἰδιομέλου.
Ἡ ἀμεσότητα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἁπλότητα ἔκφρασης καὶ τὴ δραματικὴ κορύφωση ἀποτελοῦν
τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τοῦ τροπαρίου.
|
Ἐφ. Ἀθῆναι, φ. 157/14.3.1904, σ.1.
|
Ὁ λόγιος σκιαθίτης Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
(Σκιάθος 1850-1929), ὅπως φαίνεται σὲ σχετικὸ χρονογράφημά του, ἀκροᾶται τὸ τροπάριο
τῆς Κασσιανῆς τὸ βράδυ τῆς Μεγ. Τρίτης, 23 Μαρτίου 1904, ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Τσώκλη, ‒γνωστὸ
καὶ ὡς διευθυντὴ καὶ ἐκδότη τοῦ μουσικοῦ περιοδικοῦ «Φόρμιγξ»‒
ἱεροψάλτη στὸν ἱστορικὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων
Ἀθηνῶν, τὸν
ὁποῖο καὶ συγχαίρει γιὰ τὴν ψαλτικὴ ἀπόδοση τοῦ ὕμνου:
«συνεχάρημεν χθὲς
ἡμεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι μεθ’ ἡμῶν ἐν οἷς καὶ
καθηγηταὶ τῆς Θεολογίας τὸν ἱεροψάλτην τῶν Ἁγίων Θεοδώρων κ. Ἰ. Τσώκλην,
διευθυντὴν τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος "Φόρμιγγος"»
Ὁ Α.Μ. τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
βρίκεται πρὸς τὸ τέλος τῆς δεύτερης καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς τρίτης ἀπὸ τὶς ἑτερόκλητες
φάσεις τῆς δημιουργικῆς ζωῆς του. Ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστο καθηγητὴ φιλολογίας,
σχολάρχη, διηγηματογράφο καὶ ταξιδευτῆ, περνᾶ προοδευτικὰ στὴ μοναχικὴ ζωή, αὐτὴν
τοῦ ἐρημίτη τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ καταλήξει, μὲ τὴ χειροτονία του στὴ Σκιάθο, τοὺς
τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς του, ὡς μοναχὸς Ἀνδρόνικος.
Τὸ
χρονογράφημα δημοσιεύεται στὴν ἐφημερίδα «Ἀθῆναι», στὴν πρώτη σελίδα, στὴ στήλη
"Χριστιανικαὶ Ὁμιλίαι" καὶ τίτλο «Τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς», τὴν
Μεγ. Τετάρτη, 24 Μαρτίου 1904· τὸ
ὑπογράφει δὲ ὡς "Α. Μωραϊτίδης".
|
Ἐφ. Ἀθῆναι, φ. 157/14. 3. 1904, σ.1 |
Σημειώνει ὅτι ὁ Τσώκλης ἔψαλε τὴν τοῦ Θεοδώρου Φωκαέως, τὴν μουσικῶς σύντομη, ἔκδοση
τοῦ τροπαρίου:
«...ὅστις
ἐν μέσῳ ἐκλεκτοῦ ἐκκλησιάσματος τῆς ἀριστοκρατίας μᾶς τὸ ἐξετέλεσεν εἰς τὸ
γνήσιον βυζαντινὸν μέλος, σύντομον μὲν διότι ἔψαλε τὸ τοῦ Φωκαέως»
Ὁ
Α.Μ. σχολιάζει τὰ ποιητικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ὕμνου καὶ τὰ ἀνάγει στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
ποίηση, ἐνῶ τοποθετεῖ καὶ λειτουργικὰ τὸ τροπάριο στὴν Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου:
«Εἶναι
ὄντως τὸ "Κύριε
ἡ ἐν πολλαῖς.. ",
ὕμνος ὑψηλὸς καὶ τρυφερὸς συνάμα, ὅστις, ἐνῷ προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ἑλληνικὴν
χορικήν, ἐνέχει καὶ στροφὰς Εὐριπιδείου κομμοῦ... Ψάλλεται πάντοτε
εἰς τὸ τέλος, καὶ εἶναι ὁ τελευταῖος ὕμνος τῆς ἀκολουθίας, τεθεὶς ἐπὶ τούτῳ,
θαρρεῖς, ἵνα ἀφήνῃ ἀνεξαλείπτως τοῦ τελευταίου Νυμφίου τὰς τρυφερὰς ἐντυπώσεις»
Ἰωάννης Θ. Τσώκλης
[http://psalmodia.blogspot.com/2013/12/blog-post.html] |
Ὁ Μωραϊτίδης ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὸ ἐπίπεδο
τῆς ἱεροψαλτικῆς, τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς
στὴν Ἀθήνα, ἐνῶ ἐπαινεῖ τὸ ἀντίστοιχο τῶν ἄλλων πόλεων τῆς διασπορᾶς τοῦ
Ἑλληνισμοῦ (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη):
«Εἰς τὰς ἄλλας
μεγάλας πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, ὡς τὴν Σμύρνην, καὶ ἰδίως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν,
ἡ ἐκτέλεσις, τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς ἀποτελεῖ πανηγυρικὸν συμβάν»
Ἀκόμη,
σημειώνει τὴν πλέον παραδοσιακὰ κλασικὴ ἐκτέλεση τοῦ τροπαρίου, τὴν ἀργή, αὐτὴν
τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου,
διαρκείας 20 λεπτῶν, ἐνῶ ἀναφέρεται καὶ σὲ ἐκτέλεση διαρκείας 23
λεπτῶν(!) τοῦ Ἀλτιπαρμάκη, ἀριστεροῦ
ἱεροψάλτη τῆς Παναγίας τοῦ Πέραν Κωνσταντινουπόλεως,
θεωρεῖ δὲ ὅτι αὐτὸς ὁ ὕμνος ψάλλεται πάντα ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ ψάλτη· κατὰ
παράδοσιν:
«...τὸ ἀργόν, τοῦ
Πέτρου Λαμπαδαρίου λεγόμενον, διαρκεῖ 20 λεπτά. Ἡ παράδοσις ὅμως περιέσωσεν ἐκ
τῶν τελευταίων χρόνων, ὅτι τὸ ρεκὸρ τῆς διαρκείας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔφτασεν ὁ
Ἀλτὶ ‒Παρμάκης, ὅστις ἵνα τὸ ἐκτελέσῃ ἐχρειάζετο 23 λεπτὰ τῆς ὥρας. Ἦτο δὲ ὁ Ἀλτὶ-Παρμάκης
ἀριστερὸς τῆς Παναγίας τοῦ Πέραν, διότι τὸ τροπάριον τοῦτο ἀνήκει πάντοτε εἰς τὸν
ἀριστερὸν χορόν»
Ὁ
Α.Μ. ὁλοκληρώνει τὸ θρησκευτικὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς,
τονίζοντας τὴν ἀξία τῆς παραδοσιακῆς ψαλτικῆς ἀποδόσεώς του ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτες, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰω. Τσώκλη στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὁ ὁποῖος:
«τὸ
ἐξετέλεσεν... μὲ ὅλον τὸ ἄρωμα τῆς ἐθνικῆς μας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὸν ὁποῖον
θὰ συνέχαιρε καὶ αὐτὴ ἡ βυζαντινὴ Καλογραῖα».
|
Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς. Μέλος παρὰ
Π. Π. Φωκαέως κατὰ μίμησιν Πέτρου Λαμπαδαρίου
τοῦ Πελοποννησίου· Θεοδώρου Φωκαέως,
Ταμεῖον Ἀνθολογίας, τ. Α΄, Κωνσταντινούπολις 1869, σ. 279.
|
Ἀλλὰ
καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 1851-1911), κατηρτισμένος, ὅπως
φαίνεται, ψάλτης τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς ὁ ἴδιος, σὲ
σειρὰ θρησκευτικῶν ἄρθρων του δημοσιευμένα στὸν Ἀθηναϊκὸ τύπο ἀπὸ τὸ 1874 ἕως
καὶ τὸ 1900, σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καὶ συγκεκριμένα
τὴν Μ. Τρίτη καὶ Μ. Τετάρτη δὲν παύει νὰ
ἀναφέρεται στὴν ἰδιαίτερη γοητεία καὶ δημοφιλία τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς. Ὑποστηρίζει
μετὰ πάθους τὸ μέλος τὸ Βυζαντινό, ἀντικρούοντας τὴν πολυφωνία καὶ τὴν ὀθωμανικὴ
προέλευση τοῦ πατρίου ψαλτικοῦ ὕφους, τὸ ὁποῖο συνδυάζει τὸν ρυθμὸ τῶν στίχων μὲ
τὴν χάρι τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ
Βυζαντινοῦ μέλους. Τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ 1877, τὴν Μεγάλη Τετάρτη,
στὴν ἐφημ. «Ἐφημερίς», γράφει:
|
Θεόδωρος
Φωκαεύς.
[Ταμεῖον Ἀνθολογίας,
τ. Α΄, Κωνσταντινούπολις 1869].
|
«Ἐξέχουσι
δὲ προπάντων τὰ ἐν τοῖς «Αἴνοις» ψαλόμενα εἰς τρυφερώτατον ἦχον, καὶ τούτων πάλιν
ὑπερέχει διὰ τὴν ἱστορικήν του μάλιστα ἀξίαν τὸ διάσημον τῆς Κασσιανῆς
τροπάριον, γνωστὸν τοῖς πᾶσι , ... Τὸ μεγαλοπρεπὲς τοῦτο τροπάριον εἶναι ποίημα
τῆς Κασσιανῆς ἢ Κασσίας ἢ Εἰκασίας».
Πάλι,
ἀναφερόμενος στὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, τὴ Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1881 στὴν ἐφημ. «Ἐφημερίς»
σημειώνει:
«Ἐξέχει δὲ τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς "Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα
γυνή....". Ἦτο ἡ Κασσιανὴ κόρη ὡραία καὶ εὐγενὴς καὶ ποιήτρια, ἁποτυχοῦσα
νὰ συζευχθῇ τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλον ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα. Ἡμέραν τινὰ ἔγραφεν
ἐν τῷ κελλίῳ της τὸ τροπάριον αὐτό. Ἀκούει κρότον βημάτων καὶ φεύγει· εἰσέρχεται
ὁ Θεόφιλος καὶ ἀναγιγνώσκει τὸ τροπάριον ἀτελείωτον μέχρι τῶν λέξεων "ἀποσμήξω
(τοὺς πόδας) πάλιν τοῖς κεφαλῆς μου
βοστρύχοις"· λαμβάνει τὸν κάλαμον καὶ προστίθησιν· "ὧν(ποδῶν) ἐν τῷ
Παραδείσῳ Εὔα κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη", κτλ. Μέχρι τέλους
τοῦ τροπαρίου. Δυστυχῶς τοῦτο δὲν ψάλλεται παντοῦ, ὡς δεῖ, κατανυκτικῶς, ἀλλὰ
φωναῖς ἀτάκτοις!!»
|
Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς
στὸ ἀργὸ μέλος τοῦ
Πέτρου Λαμπαδαρίου τοῦ Πελοποννησίου·
Γ. Ραιδεστηνός,
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς,
Κωνσταντινούπολις 1884, σ. 108.
|
Ἐπιμένει
δὲ κάθε χρόνο σχεδὸν ὁ Παπαδιαμάντης νὰ ἀναφέρεται ξεχωριστὰ στὸ τροπάριο τῆς
Κασσιανῆς καὶ τὴν ποιήτριά του.
Εἶναι
ἄλλωστε γνωστόν, ὅτι ὁ Α.Μ. ‒ψάλτης καὶ ὑμνογράφος ὁ ἴδιος‒
ἦταν μαζὶ μὲ τὸν τριτεξάδελφό του Ἀλέξανδρο
Παπαδιαμάντη, οἱ ἱεροψάλτες τῶν Ἀγρυπνιῶν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου κοντὰ στὴν
ἀρχαία Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν· ὁ δὲ Μωραϊτίδης ἦταν πάντα ὁ ἀριστερὸς ψάλτης.
ΕΚΔΟΣΗ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑΙ
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Τὸ
περίφημον τροπάριον τῆς Κασσιανῆς ἔχει ἱστορίαν, τὴν ὁποίαν καθηγίασεν ἡ γηραιὰ
παράδοσις πλέον, καὶ ὅταν θὰ ἔλθῃ ἡ σειρά του, κατὰ τὰς νυκτερινὰς αὐτὰς
συνάξεις τῶν Νυμφίων, οἱ ναοὶ πληροῦνται πιστῶν καὶ μάλιστα τοῦ ἐκλεκτοῦ
κόσμου, διότι ὁ λαὸς ἐργάζεται ἀκόμη, αἱ δὲ συνάξεις του αἱ λαϊκαὶ ἀρχίζουν
κυρίως ἀπὸ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια.
Εἶναι ὄντως τὸ «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς...»
ὕμνος ὑψηλὸς καὶ τρυφερὸς συνάμα, ὅστις, ἐνῷ προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ἑλληνικὴν
χορικήν, ἐνέχει καὶ στροφὰς Εὐριπιδείου κομμοῦ, αἱ ὁποῖαι εἰς τὸ στόμα τῆς
Μυροφόρου Πόρνης λαμβάνουσιν ὅλον τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἕνας θρῆνος
γυναικὸς ἁμαρτωλῆς, ἥτις ἐν σκότει διατελοῦσα συνέτριψε τὸ πολύτιμον ἀλάβαστρον.
Ἀλλὰ καὶ οἱ μουσικοδιδάσκαλοι οἱ
βυζαντινοί, ὁποῦ τὸ ἐτόνισαν τῆς Κασσιανῆς τὸ τροπάριον, προσεπάθησαν νὰ φανῶσιν
ἐφάμιλλοι πρὸς τὴν ἔνθεον Καλογραῖαν, ἀποδώσαντες μὲ τοὺς φθόγγους τῆς μουσικῆς
ὅλον τὸ πάθος καὶ τὴν τρυφερότητα ὁποῦ εἶχον αἱ λέξεις τῆς ποιήσεως.
*
Ψάλλεται πάντοτε εἰς τὸ τέλος, καὶ
εἶναι ὁ τελευταῖος ὕμνος τῆς ἀκολουθίας, τεθεὶς ἐπὶ τούτῳ, θαρρεῖς, ἵνα ἀφήνῃ ἀνεξαλείπτως
τοῦ τελευταίου Νυμφίου τὰς τρυφερὰς ἐντυπώσεις. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην μία ἱερὰ
σιγὴ ἐπικρατεῖ εἰς τὸν ναὸν μεταξὺ τοῦ πληρώματος. Ὅλοι ἀτενίζουν πρὸς τοὺς
ψάλτας συνενουμένους καὶ τοὺς δύο εἰς τὰ δεξιά, διότι ἀδύνατον εἷς καὶ μόνος
λάρυγξ νὰ ἐξαρκέσῃ εἰς τοὺς ὑψηλοὺς τόνους τοῦ ὕμνου. Οἱ πλεῖστοι ἐξάγουν τὰ ὡρολόγια
σημειόνοντες τὴν στιγμὴν τῆς ἐνάρξεως, ἵνα κρίνωσιν ἐκ τῆς διαρκείας τὴν καλὴν ἢ
κακὴν ἐκτέλεσιν. Διότι οἱ ἱεροψάλται κατέχουσιν ἓν μυστήριον τῆς μουσικῆς, μὲ τὸ
ὁποῖον ἠμποροῦν νὰ ἐπιτυγχάνουν πάντοτε, περικόπτοντες τὰ μακρὰ καὶ ὑψηλὰ κῶλα.
*
Παρ’ ἡμῖν, ἐννοεῖται, δὲν πρέπει
νὰ ὑπάρχουν καὶ μεγάλαι ἀπαιτήσεις, εἰς πόλιν ὅπου ὅ,τι κατορθωθῇ, ὀφείλεται εἰς
τὸν ζῆλον μόνον καὶ τὴν εὐλάβειαν πρὸς τὴν ἱερὰν τέχνην ἑκάστου ψάλτου. Εἰς τὰς
ἄλλας μεγάλας πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, ὡς τὴν Σμύρνην, καὶ ἰδίως εἰς τὴν
Κωνσταντινούπολιν, ἡ ἐκτέλεσις ‒ἂς μεταχειρισθῶμεν τῆς ἐξωτερικῆς μουσικῆς ὅρον‒
τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς ἀποτελεῖ πανηγυρικὸν συμβάν. Τὴν ἐπαύριον δὲ θὰ
γίνεται λόγος πανταχοῦ, εἰς αἰθούσας καὶ ἀγοράς, περὶ τοῦ εἰς ποίαν ἐκκλησίαν ἐψάλη
καλλίτερα καὶ τίνος ψάλτου ἡ μελῳδία διήρκησε περισσότερον χρόνον.
Συνήθως ὅταν ψαλῇ τὸ ἀργόν, τοῦ
Πέτρου Λαμπαδαρίου λεγόμενον, διαρκεῖ 20 λεπτά. Ἡ παράδοσις ὅμως περιέσωσεν ἐκ
τῶν τελευταίων χρόνων, ὅτι τὸ ρεκὸρ τῆς διαρκείας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔφτασεν ὁ
Ἀλτὶ ‒Παρμάκης ὀνομασθεὶς οὕτω διότι ἦτο ἑξαδάκτυλος‒ ὅστις ἵνα τὸ ἐκτελέσῃ ἐχρειάζετο
23 λεπτὰ τῆς ὥρας. Ἦτο δὲ ὁ Ἀλτὶ-Παρμάκης ἀριστερὸς τῆς Παναγίας τοῦ Πέραν,
διότι τὸ τροπάριον τοῦτο ἀνήκει πάντοτε εἰς τὸν ἀριστερὸν χορόν.
*
|
Ὁ ἱστορικὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ., ὅπου ἔψαλε
ὁ Ἰωάννης Θ. Τσώκλης τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς στὶς 23.3 1904 |
Ἐν τούτοις συνεχάρημεν χθὲς ἡμεῖς
καὶ πολλοὶ ἄλλοι μεθ’ ἡμῶν
ἐν οἷς καὶ καθηγηταὶ τῆς Θεολογίας τὸν ἱεροψάλτην τῶν Ἁγίων Θεοδώρων κ. Ἰ.
Τσώκλην, διευθυντὴν τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος «Φόρμιγγος», ὅστις ἐν μέσῳ ἐκλεκτοῦ
ἐκκλησιάσματος τῆς ἀριστοκρατίας μᾶς τὸ ἐξετέλεσεν εἰς τὸ γνήσιον βυζαντινὸν
μέλος, σύντομον μὲν διότι ἔψαλε τὸ τοῦ Φωκαέως, ὅστις ἔχει συντάμει τὸ τοῦ
Πέτρου, διαρκέσαν 13 μόνον λεπτά, ἀλλὰ χωρὶς τὴν παραμικρὰν κoύρασιν, καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰν
χασμῳδίαν, μὲ ὅλον τὸ ἄρωμα τῆς ἐθνικῆς μας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὸν ὁποῖον
θὰ συνέχαιρε καὶ αὐτὴ ἡ βυζαντινὴ Καλογραῖα.
Α. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ
. Εἰς τὰ Ἀπόστιχα
τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Δόξα, καὶ νῦν. Ἦχος πλ. δ´.
Ποίημα Κασσιανῆς μοναχῆς.
«Κύριε,
ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα
τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει, Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ
μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι
μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί
μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου
κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς
κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν
μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην
παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
. «Ὁ Ἰωάννης Θ.
Τσώκλης εἶχε σπουδάσει μαθηματικὰ καὶ ἦταν ψάλτης στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων»·
βλ. Ρωμανοῦ, Ἐθνικῆς Μουσικῆς Περιήγησις,
σ. 17. ὅπου στὴ σημείωση 27
δηλώνεται πὼς ἐλάχιστες βιογραφικὲς πληροφορίες σώζονται γι’ αὐτόν καθὼς «Ἂν καὶ
ἐγκαινιάζει στήλη βιογραφιῶν τῶν συνεργατῶν τῆς Φόρμιγγος γιὰ τὸν ἑαυτόν του δὲν παρέχει καμμία πληροφορία», ἐνῶ τὸν
Νοέμβριο τοῦ 1921, σὲ ἀνυπόγραφο σχόλιο στὸ περιοδικὸ Μουσικὴ Ἑπιθεώρησις ἀναφέρεται «ὁ ἀπὸ ἱκανῶν ἐτῶν ἐν μακαριστοῖς ἀναπαυόμενος
Ἰω. Θ. Τσώκλης».
. Σχετικὰ μὲ τὴν
ψαλτικὴ ἐπάρκεια τοῦ Παπαδιαμάντη, Βλ. Ἄγγελος Γ. Μαντᾶς, «Ὁ "αὐτοδίδακτος"
καὶ "ἰδιόρρυθμος" ψάλτης Ἀλ. Παπαδιαμάντης», Νέα Ἑστία 1604 (1994) 589-597, Ἀνάτυπο
5-14, ὅπου στὶς σελ. 13-14 ἀναφέρει ὅτι: «Ἡ σύμπτωση τῆς Μ. Τετάρτης δὲν εἶναι
τυχαία. Ὡς γνωστὸν στὸν ὄρθρο τῆς Μ. Τετάρτης (ὁ ὁποῖος σήμερα ψάλλεται τὴ Μ.
Τρίτη τὸ βράδι) περιλαμβάνεται τὸ περίφημο "τροπάριο τῆς Κασσιανῆς",
τὸ ὁποῖο κατ’ ἐξοχὴν διεκδικοῦσαν ‒καὶ διεκδικοῦν μέχρι σήμερα – οἱ εὐρωπαϊκὲς
χορωδίες».
.
«Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις» (1887), Ἐφημερίς,
30 Μαρτ-4 Ἀπριλίου 1887, [Μεγάλη Τρίτη].
«Τῶν
Ἀποστίχων Δοξαστικὸν εἶναι τὸ περιλάλητον ἰδιόμελον τῆς Κασσιανῆς
μοναχῆς "Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή... ", ὅπερ οἱ
πολλοὶ τῶν ἐν Ἀθήναις ψαλτῶν καλῶς ἐν γένει φιλοτιμοῦνται νὰ μέλπωσιν, ὡς καὶ πᾶν
ὅ,τι ἀπὸ διφθέρας ψάλλουσιν. Τὰ ποιητικώτατα ὅμως καὶ μελῳδικώτατα τριῴδια τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ, δὲν ἠξίωσαν ποτὲ νὰ μελετήσωσιν,
ἀταλαιπώρως ἔχοντες καὶ ὀλιγώρως πρὸς τοιαῦτα. Ἐν γένει δὲ τοῦ Τυπικοῦ δὲν τηροῦνται
αὐστηρῶς ἐν Ἀθήναις»· Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, τ. Ε΄ σ. 99.·
«Ἡ
Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις», Ἀκρόπολις, 29
Μαρτ. -4 Ἀπρ. 1892, [Μεγάλη Τετάρτη].
«Μεγίστης
καὶ δικαίας φήμης ἀπολαύει τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς, τὸ δοξαστικὸν δηλ. τῶν ἀποστίχων
τῶν Αἴνων, ἤτοι ἡ κατακλεὶς τοῦ ὄρθρου τῆς
Μεγάλης Τετάρτης. Ψάλλεται δὲ ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους, καὶ οἱ πιστοὶ δὲν
χορταίνουν νὰ τὸ ἀκούωσι, μετροῦντες πολλοὶ διὰ τῶν ὡρολογίων των πόσην ὥραν θὰ
διαρκέσῃ».· Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα,
τ.
Ε΄, σ. 174-175, 383.·
«Ἡ
Ἑβδομὰς τῶν Παθῶν ἐν Ἀθήναις», Ἀκρόπολις,
21-26 Μαρτ. 1893, [Μ. Τετάρτη].
«Περὶ δὲ τὸ τέλος τῆς ὅλης ἀκολουθίας ψάλλεται
ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ πλῆρες βαθείας ποιήσεως ἐκκλησιαστικῆς τροπάριον τῆς
Κασσιανῆς, τὸ εὐωδέστερον ἴσως ἄνθος τῆς Βυζαντίδος μούσης, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ Δοξαστικὸν τῶν ἀποστίχων τῶν Αἴνων, ἤτοι
ἡ κατακλεὶς τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Καὶ ἐν τούτοις οἱ μᾶλλον
πεπωρωμένοι, οἱ ἀπαρνηθέντες ἐξ ἕξεως ἢ ὑπὸ ὑλιστικῶν ἀρχῶν τὴν ἐκκλησίαν, οἱ ἀποβαλόντες
πᾶν θρησκευτικὸν αἴσθημα, κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐξαιρετικῶς προσέρχονται τοῖς
Ναοῖς, ὅπως ἀκροασθῶσι τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς καὶ ἀντλήσωσιν ἐκ τῆς ὑψίστης
μεταμελείας τὸ θεῖον δίδαγμα».· Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ Λάβαρον. Ἀνέκδοτες παπαδιαμαντικὲς σελίδες ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο Ἀποστόλου
Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1989, σ. 55-56.
Σημ.: Πολλὲς εὐχαριστίες ξεχωριστὰ στὸ Δημήτρη Σκρέκα γιὰ τὴν βοήθειά του στὴν παροῦσα μελέτη, ἀλλὰ καὶ στὸν π. Νεκτάριο Μαμαλοῦγκο καὶ τὸν μοναχὸ π. Πατάπιο Καυσοκαλυβίτη.
*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ. "Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας'' τῶν Γρεβενῶν, φ. 868, 10.4.2020, σ. 11-14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου