Κωνσταντῖνος
Σπ. Τσιώλης
Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου: ὁ "ἀπρόοπτος ἀρματωλὸς" Παῦλος Μελᾶς
Δὲν εἶσαι ἠχὼ τοῦ κόσμου αὐτοῦ...
Π. (=Ζαχαρίας
Παπαντωνίου), «Παῦλος Μελᾶς», ἐφ.
Σκρίπ, 22.10.1904
Στὸν
Θεόδωρο Εὐ. Παντούλα
|
Παῦλος
Μελᾶς,
ἐφ. Σκρίπ, 19.10.1904, σ. 1.
|
Τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς
ἀκοίμητης κανδήλας τῆς μνήμης καὶ τοῦ μηνύματος τῆς ἡρωϊκῆς θυσίας τοῦ Παύλου
Μελᾶ, στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1904, στὴ Στάτιστα τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας (νῦν Μελᾶς),
φαίνεται πὼς συγκλόνισε τὸν λόγιο Καρπενησιώτη Ζαχαρία Παπαντωνίου, τοῦ ὁποίου
συμβαίνει, τὸ 2020, νὰ τιμῶνται τὰ ὀγδόντα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του (†1 Φεβ. 1940). Ὅπως
σημειώνει ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος γιὰ τὸν Παῦλο Μελᾶ:
«Ὑπάρχει
ἀκόμη ὁ τάφος του καὶ τὸ καντήλι του ποὺ δείχνει στὸν νυκτερινὸ διαβάτη τὸ
δρόμο καλύτερα ἀπὸ τὴν ξαστεριά, σωστὰ τὸ εἶπε ὁ Παπαντωνίου».
|
Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου. |
Ὅμως, συμβαίνει ἐπίσης
νὰ συμπληρώνονται ἑκατὸν πενῆντα ἔτη ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Παύλου Μελᾶ (29 Μαρτίου
1870), τῆς σεμνῆς, εὐγενικῆς ψυχῆς τοῦ πεσόντος ἐν Μακεδονίᾳ ἀνθυπολοχαγοῦ. Ἐπέτειος,
ποὺ πάντα σχεδὸν "περνάει στὰ μουγγά", ὅπως σχολιάζει ὁ Θεόδωρος
Παντούλας.
Τὴν
Παρασκευὴ 22α Ὀκτωβρίου 1904, στὰ ἐννιάμερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ
Παύλου Μελᾶ, ὁ Ζ. Παπαντωνίου δημοσιεύει στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφ. «Σκρίπ», μὲ
τὴν ὑπογραφὴ "Π", τὸ πολὺ γνωστὸ ποίημά του «Παῦλος Μελᾶς». Τὸ
ποίημα καταχωρίζεται δίπλα σὲ ὁλοσέλιδο σχέδιο τοῦ Παύλου Μελᾶ, καὶ ἀναπτύσσεται σὲ ἕξη τετράστιχες στροφὲς καὶ καταλήγει:
«Καλὸ ταξεῖδι,...
ἐσὺ ἀνεβαίνεις Ὤμορφε μεσ᾿ τό χορό
τῶν ἴσκιων,
ποὺ κάνουν τόπο νὰ διαβῇς οἱ γέροι Ἀρματωλοί…»
|
Σχέδιο τοῦ Παύλου Μελᾶ
μὲ τὸ ποιήμα
τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου,
ἐφ. Σκρίπ, 22.10.1904.
|
Τὴν ἑπομένη, 23η Ὀκτ. 1904, μὲ ἀφορμὴ τὸ τελεσθὲν στὴν Ἀθήνα
μνημόσυνο γιὰ τὸν Παῦλο Μελᾶ, σχολιάζει μὲ χρονογράφημά του ἐπικριτικὰ τὴν
διάθεση αὐτοπροβολῆς μὲ τὴν ὁποία προσῆλθαν στὸ μνημόσυνο πολλοὶ φορεῖς καὶ
σωματεῖα, ὅλων ἐπιθυμούντων, παρὰ τὴν ἀπόφαση τῆς οἰκογένειας Μελᾶ καὶ τῶν
διοργανωτῶν νὰ μὴν ἐκφωνηθοῦν ἐπιμνημόσυνοι λόγοι, παρὰ μόνο τὸ ποίημα τοῦ Ἀριστοτέλη
Προβελέγγιου:
«Ὁ σεμνὸς ἥρως, ὁ ὁποῖος ἐμνημονεύθη
χθές, ἄνθρωπος μισήσας τὸν θόρυβον ὅσον καὶ τὸν Βούλγαρον, θὰ εἶχε τὴν αὐτὴν ἀτυχίαν
ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐστηρὰ ἐπίβλεψις. Φαντασθῆτε ὅτι οἱ ἑκατὸ πρόεδροι σωματείων οἱ
καταθέσαντες στέφανον ἤθελαν καὶ νὰ προσφωνήσουν. Ὑπῆρχον ἄλλοι δ ι α τ α χ θ έ
ν τ ε ς ἀπὸ σωματεῖα ἢ ὁμίλους νὰ ἐκφωνήσουν λόγους, ἐπέμενον δὲ νὰ τὸ κάμουν ἐπειδὴ
εἶχον ἐντολήν. Διὰ τῶν γραμμῶν τῶν ἐφημερίδων ἀνέγνωσα τρομερὸν πόλεμον, ὁ ὁποῖος
διεξήχθη διὰ νὰ ἀποσοβηθῇ τοιαύτη ἀσέβεια. Ὑπάρχει καὶ ἡ λεπτομέρεια, ὅτι οἱ
διοργανωταὶ τοῦ μνημοσύνου ἐζήτησαν τὴν
συνδρομὴ τοῦ διευθυντοῦ τῆς ἀστυνομίας. Ἔγινε δηλαδὴ πάλη, καὶ πάλη δυνατή, κατὰ
τῶν ρητόρων, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέλους ἠναγκάσθησαν νὰ ἀφήσουν τὴν τελετὴν ἤρεμον».
Τὸ χρονογράφημα τὸ
δημοσιεύει στὴν πρώτη σελίδας τῆς ἐφημερίδας «Σκρίπ», μὲ
τὴν ὁποία συνεργαζόταν τότε ὁ Ζ. Παπαντωνίου, μὲ
τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο «Φωνογράφος», ἕνα ἀπὸ τὰ δημοσιογραφικά του
ψευδώνυμα.
Δημοσιεύεται στὴ στήλη «Ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις» μὲ τὸν τίτλο «Οἱ ἀπρόσκλητοι».
|
Ἐφ. Σκρίπ, 23.10.1904, σ.1. |
Μὲ
διάθεση λεπτῆς εἰρωνίας σχολιάζει τὸ πάθος αὐτοπροβολῆς, παρὰ τὴνδιάθεση τιμῆς
τῆς μνήμης τοῦ Π. Μελᾶ, ἀπὸ πρόσωπα καὶ φορεῖς τοῦ τόπου, καὶ καταλήγει:
«Εἴθε νὰ ἐννοήσωμεν ὅτι ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τὴν ψυχὴν
ἐμνημονεύσαμεν χθές, ἦτος ἕνας ἐπαναστάτης κατ’ αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἀναμφιβόλως
δὲ ἐπεθύμει νὰ ὀλιγοστεύσουν οἱ ρήτορες, διότι μόνον ἐκεῖ ὁποῦ ὀλιγοστεύουν αὐτοί,
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν ἐλπίδες ζωῆς».
|
Ἐφ. Σκρίπ, 23.10.1904, σ.1. |
Ἀκόμη, ὁ Ζ.
Παπαντωνίου, στὴν περιοδικὴ ἔκδοση «Παναθήναια», στὶς 31 Ὀκτ. 1904 δημοσιεύει ἄλλο
χρονογράφημά του γιὰ τὸν Παῦλο Μελᾶ μὲ τίτλο «Λόγοι καὶ ἀντίλογοι». Τὸ
χρονογράφημα τὸ δημοσιεύει μὲ ἄλλο δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο, τὸ «Χάρης Ἡμερινός».
|
Παναθήναια 9 (31.10.1904) 57 |
Πραγματεύεται, σὲ συνέχεια τοῦ τελευταίου στίχου τοῦ ποιήματός του «Παῦλος Μελᾶς»:
«...ποὺ
κάνουν τόπο νὰ διαβῇς οἱ γέροι Ἀρματωλοί…»,
τὴν ἀνάγκη ἑνὸς
νέου ἀρματωλισμοῦ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας:
«Φαίνεται
ἀλήθεια ὄνειρον καὶ ὅμως ἡ ἐποχὴ τοῦ ἀρματωλισμοῦ προβάλλει τραχεῖα καὶ ἐποποιός.
Τὸ βουνὸ ἐπανέρχεται. Αἱ φυλαὶ παλαίουν μὲ τὰ παλαιά των ὅπλα, τὸ μαχαῖρι, τὸ
τσεκούρι, τὸν λίθον, καὶ ἡ παραφωνία τῶν Μάουζερ, τῶν κρεμασμένων ἐπὶ τῶν
βουλγαρικῶν ὤμων, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀλλάξῃ τὴν ὅλην ἀρματωλικὴν μορφὴν τοῦ ἀγῶνος».
Ἑνὸς ἀρματωλισμοῦ ὅμως, ποὺ θὰ
πολεμᾶ κατὰ τῶν νοσηρῶν φαινομένων τῆς ἀπραξίας καὶ τῆς κενῆς ρητορείας τῶν Ἑλλήνων,
ὅπως ἔπραξε μὲ τὴ δράση του καὶ τὴ θυσιαστική του πορεία, ὁ «ἀπρόοπτος ἀρματωλός»,
ὅπως ἀποκαλεῖ τὸν Παῦλο Μελᾶ:
«Χρειάζεται αἰφνιδία ἀλλαγὴ τῶν κυττάρων τοῦ αἵματος
διὰ νὰ τὸν ἐννοήσωμεν, τὸν ἀπρόοπτον ἀρματωλόν. Ἔπεσεν ἐμπρός μας ὡς
πολυσύνθετον αἴνιγμα. Εἶναι δυσκολονόητος ὅσον ἕνας ἀρματωλός, ὅσον ἕνας Ἕλλην
ποὺ δὲν μᾶς ὁμοιάζει, ποὺ δὲν μᾶς ἀνέχεται, ποὺ δὲν ἦτο μεταξύ μας. Ὁ
μεγαλύτερός του ὕμνος δὲν εἶναι ἡ συμπάθεια καὶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ. Εἶναι ἡ ἔκπληξις
ποὺ ἐγέννησεν ὁ θάνατός του. Καὶ τὸ ἀνακριβέστερον ποὺ ἐλέχθη δι αὐτὰ εἶναι ὅτι
ἐπολέμησεν τοὺς Βουλγάρους, ἐνῶ ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπολέμησεν ἡμᾶς».
Ἀκόμη, συνεχίζει, μὲ τὴν μεγάλη ἐπαναστατικὴ
ἀνατροπὴ ποὺ ἔκαμε ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁ ἱππότης αὐτὸς τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, ὁ ὁποῖος
καίτοι θὰ μποροῦσε νὰ ζεῖ στὴν μακαριότητα τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν Ἀθηνῶν ‒ἀμέριμνος
καὶ εὐτυχής, ἀπολαύων πάσης τρυφῆς καὶ ἡδονῆς‒ μὲ τὸ ὕψιστον παράδειγμα τοῦ ἡρωϊσμοῦ,
τῆς αὐτοθυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεώς του προτίμησε νὰ ἀνταλλάξει τὶς ἀπολαύσεις
τοῦ ἥρεμου βίου μὲ τοὺς κινδύνους μιᾶς ἀνταρτικῆς ἐκστρατείας:
«Αἱ κοινωνίαι γεννῶνται ὅταν ἕνας ἀποσπασθῇ ἀπὸ μίαν
δυσάρεστον σύμπνοιαν, ἀπὸ μίαν κακὴν ὁμοιομορφίαν καὶ ἀρχίσῃ νὰ λέγῃ ἀντίθετα
πρὸς αὐτήν. Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἀπεσπάσθη καὶ εἶπε πρὸς ὅλους ἡμᾶς τὰ ἀντίθετα. Τὸν
βλέπομεν παραδόξως ὅπως ὁ ἀρχαῖος χορὸς τὸν ὑποκριτήν. Ἀλλὰ θὰ τὸν ἀκολουθήσουν
καὶ ἄλλοι».
|
Παναθήναια 9 (31.10.1904) 58. |
Τέλος,
καταλήγει, χαιρετίζοντας τὴν αἰώνια αἴγλη καὶ δόξα τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ Ἕλληνα ἀξιωματικοῦ, ποὺ ταρακούνησε ὑπέρμετρα
τὴν Ἑλληνικὴ ψυχή, μὲ τὴν ἀτομικὴ, μυστικὴ, ἀφανῆ, ἐν ἀποκρύφῳ ἐνέργειά του, ἡ ὁποία
τὸν ὁδήγησε στὴ θυσία του γιὰ τὴν πατρίδα σὲ ἡλικία μόλις 34 ἐτῶν:
«Χαῖρε
ἀρματωλέ, χαῖρε πολεμιστὰ τῶν κυρίως ἀδελφῶν μας, τῶν ἀδελφῶν μας Ἑλλήνων. Ἡ
δόξα σου εἶναι ὅτι ἐστράφης κατὰ τῶν Ἀθηνῶν».
Τὰ δύο αὐτὰ χρονογραφήματα τοῦ Ζ. Παπαντωνίου,
τοῦ κοσμοπολίτη τοῦ Καρπενησιοῦ, γιὰ τὸν Παῦλο Μελᾶ, ἔχουν τὰ χαρακτηριστικὰ
γνωρίσματα τοῦ τρόπου ποὺ χρονογραφεῖ, τόσον ὅσον ἀφορᾶ τὸ ὕφος καὶ τὴν τεχνικὴ
ἀλλὰ καὶ τὴ γλώσσα, τὴ θεματική, τὶς πηγὲς ἔμπνευσης, τὴν ὁπτικὴ προσέγγιση τῶν
θεμάτων. Ἡ σάτιρα, ἡ λεπτὴ εἰρωνία, ἡ καλοζυγισμένη ἐξομολογητικὴ σκέψη, ὁ
λυρισμὸς καὶ ἡ ποιητικότητα, ἡ ὑγιὴς πατριωτικὴ κρίση, μὲ εὔστοχες παρατηρήσεις
γιὰ τὴν πολιτική, κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, συνθέτουν ἕναν
λόγο γοητευτικὸ ποὺ καλλιεργεῖ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀναγνώστη, τὴ
σκέψη του, τὸ πνεῦμα του.
|
Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Ζ. Παπαντωνίου |
Ἡ
καθαρότητα τοῦ λόγου του, ἡ ἀνιδιοτελὴς προσέγγιση τῆς μορφῆς καὶ τῆς δράσης, τοῦ ἀρχοντόπουλου
τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Παύλου Μελᾶ, ἀπὸ τὴν γραφίδα τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου, μαρτυροῦν
τὸν ἀνυπότακτο, τὸν ἀνεξάρτητο καὶ ἐλευθερόφρονα χαρακτῆρα τοῦ Ρουμελιώτη
λογίου· ἴσως διακρατοῦν στοιχεῖα τῆς καταγωγῆς του ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα, τὸ
λίκνο τοῦ ἀρματωλισμοῦ.
ΕΚΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
|
Χρωμολιθογραφία,
A. Θωμαΐδου, Ἱστορία τοῦ Παύλου Μελᾶ (Μικὲ Ζέζα),
Τυπ.
Δράκου Παπαδημητρίου,
Ἀθήνα 1905,
Ὀπισθόφυλλο,
[ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο Γιάννη Μάκκα].
|
«ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ
Παρθενικέ,
ποὺ χαίρεσαι τὴν ὑψηλὴ γαλήνη
καὶ
πλάγιασες κρυφός,
δὲ θὰ
μπορέσῃ ἡ σκέψι μας νά ᾿ρθῇ νὰ σὲ κυττάξῃ,
καθὼς
κοιμᾶσαι γελαστὸς μέσα σὲ τόσο φῶς.
Φέγγει
τὴ νύχτα ἡ ξαστεριὰ στοὺς δρόμους τοὺς μεγάλους,
μήπως
ὁ πλάνος, ποὔρχεται, διαβάτης τοὺς εὑρῇ,
ἀλλὰ
καλλίτερα ὁδηγεῖ ἕνα καντήλι τάφου,
ποὺ ὁ
σκοτωμένος τἄναψε καὶ μᾶς ἀκαρτερεῖ.
Θὰ ᾿ρθῇ
ὁ Ἀϊτὸς ὁποῦ γυρνᾷ κατὰ τὸ μεσονύχτιτΤὰ
λαβωμένα ἁπλώνοντας ἀπάνω σου φτερὰ
καὶ
θά γυρέψῃ ἀνασασμὸ καὶ θὰ γυρέψῃ μῖσος
ἀπ’
τὸ κορμί σου γιὰ νὰ βγοῦν σὰν ἄνθη αἱματηρά.
Τὴν ὥρα
ποὺ στὸ χῶμά σου φέρνουν τὸ «Χαῖρε» οἱ σκλάβοι
καὶ
μπήγουν ὅρκους τὰ σπαθιά στὴ γῆς, ἂς σταλαχτῇ
σὲ
λήκυθον τὸ δάκρυ των νὰ πιῇ ἡ Ψυχὴ τοῦ Γένους,
Χάρου
φαρμάκι νὰ γενῇ καὶ νὰ σ᾿ ἐγδικηθῇ.
Δὲν εἶσαι ἠχὼ
τοῦ κόσμου αὐτοῦ, εἶσαι ἡ καθάρια στάλα
τῶν
μακαρίων, ποὺ στῆς σκλαβιᾶς τὸ ἀπόκρυφο σκολειὸ
μὲ τὸ Ψαλτήρι
ἐθέριεψαν καὶ τὸ χρυσὸ στεφάνι
τῆς
Ὑπερμάχου ἐφίλησαν, καὶ πᾶν στὸ μακελειό.
Καλὸ
ταξεῖδι! Ἔσπειρες τὸ μῖσος καὶ προσμένεις.
Κι’ ἐνῷ
βουβὴ σὲ μύρεται, σὲ χαίρεται ἡ φυλή,
ἐσὺ ἀνεβαίνεις
Ὤμορφε μεσ᾿ τό χορό τῶν ἴσκιων,
ποὺ κάνουν
τόπο νὰ διαβῇς οἱ γέροι Ἀρματωλοί…»
*
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
Οἱ
ἀπρόσκλητοι
Εἰς τὰς ἑορτὰς οἱ ἀπρόσκλητοι εἶναι
ὀλίγοι. Εἰς τὰς θλιβερὰς τελετὰς εἶναι περισσότεροι. Διὰ τοῦτο σήμερον δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ ἐννοηθῇ οὔτε κηδεία χωρὶς ἀστυνομίαν. Εἰς τοῦ μακαρίτου Παράσχου τὴν
κηδείαν ἐξεφώνησαν ἐπιτάφιον λόγον ὑπὲρ τοὺς δέκα, ἐχρειάσθη δὲ ν’ ἀναφθοῦν
μεγάλαι λαμπάδες εἰς τὸ μνημεῖον Τοσίτσα, διὰ ν’ ἀναγιγνώσκουν οἱ ρήτορες τὰ
χειρόγραφά των, ἐνῷ εἶχε πέσει πυκνότατον σκότος καὶ οἱ ἀκροαταὶ ἐπερίμενον
περίεργοι νὰ ἰδοῦν, ἂν ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς θὰ εὕρῃ ἐπὶ τέλους ἀνάπαυσιν. Ἐνθυμοῦμαι
τότε, ὅτι κάποιος δὲν ἠρκέσθη μόμον ν’ ἀπαγγείλῃ τὸ ὑπερπεντακοσίων στίχων
ποίημά του ἀλλὰ ἐκτὸς τοῦ ἰδικοῦ του ποιήματος, ἀπήγγειλε καὶ ὁλοκλήρους
σελίδας ἐκ τῶν τόμων τοῦ ἀειμνήστου ποιητοῦ.
Ὁ σεμνὸς ἥρως, ὁ ὁποῖος
ἐμνημονεύθη χθές, ἄνθρωπος μισήσας τὸν θόρυβον ὅσον καὶ τὸν Βούλγαρον, θὰ εἶχε
τὴν αὐτὴν ἀτυχίαν ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐστηρὰ ἐπίβλεψις. Φαντασθῆτε ὅτι οἱ ἑκατὸ
πρόεδροι σωματείων οἱ καταθέσαντες στέφανον ἤθελαν καὶ νὰ προσφωνήσουν. Ὑπῆρχον
ἄλλοι δ ι α τ α χ θ έ ν τ ε ς ἀπὸ σωματεῖα ἢ ὁμίλους νὰ ἐκφωνήσουν λόγους, ἐπέμενον
δὲ νὰ τὸ κάμουν ἐπειδὴ εἶχον ἐντολήν. Διὰ τῶν γραμμῶν τῶν ἐφημερίδων ἀνέγνωσα
τρομερὸν πόλεμον, ὁ ὁποῖος διεξήχθη διὰ νὰ ἀποσοβηθῇ τοιαύτη ἀσέβεια. Ὑπάρχει
καὶ ἡ λεπτομέρεια, ὅτι οἱ διοργανωταὶ τοῦ
μνημοσύνου ἐζήτησαν τὴν συνδρομὴ τοῦ διευθυντοῦ τῆς ἀστυνομίας. Ἔγινε δηλαδὴ
πάλη, καὶ πάλη δυνατή, κατὰ τῶν ρητόρων, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέλους ἠναγκάσθησαν νὰ ἀφήσουν
τὴν τελετὴν ἤρεμον. Ἀλλ’αὐτὴ ἡ ἐπιμονή των, ἡ κάθοδος αὐτὴ μυρίων ἀνθρώπων
ζητούντων νὰ ταράξουν ἕνα πένθος, εἶναι ἀπελπιστικὸν φαινόμενον. Οἱ λαοὶ ἀκουσίως
εἰς τοιαύτας περιστάσεις ἐκδηλώνουν ὅ,τι ἔχουν· ἂν ἔχουν δύναμιν ἢ ἂν ἔχουν ἀδυναμίαν.
Ἡ δύναμις εἶναι ἡ ἐργασία , ἡ ἀδυναμία εἶναι ἡ ρητορεία. Ὁ λόγος βέβαια ὑπῆρξεν
δύναμις ὅταν ἀνέτρεπε τυρανννίας, τὰς αὐλάς, τὰς στρατοκρατίας. Ἀλλ’ ὅταν ἐπανέρχεται
εἰς τὰ κράτη καὶ τοὺς λαούς, τοὺς ὁποίους ἐδημιούργησεν ἤδη ἐλευθέρους, ἡ μορφή
του εἶναι νοσηρά, καὶ ὁμοιάζει πρὸς κῦμα καθαροῦ ἀέρος, τὸ ὁποῖον διερχόμενον ἀπὸ
τοὺς δρόμους ὑψώνει κονιορτόν. Τὴν αὐτὴν δύναμιν ποὺ ἀνέτρεψε τυραννίαν ἄλλοτε,
τὴν χειρίζεται σήμερον ἕνας ἀνθρωπίσκος διὰ νὰ κάμῃ μίαν ἔνοχον ἀπεργίαν, ἢ ἕνα
ἔγκλημα κατὰ τῆς τάξεως. Παραπλεύρως αὐτοῦ ὑπάρχουν οἱ πάσχοντες ἁπλῶς ἀπὸ τὴν
μανίαν τοῦ λόγου, καὶ θεωροῦντας ὡς ἁπλὴν εὐκολία γλώσσης, τὸ πολυσύνθετον αὐτὸ
ὅπλον. Ἀπὸ αὐτοὺς ὑποφέρει ἡ Ἑλλάς. Ὁ κοινοβουλευτισμός, νόσος τὴν ὁποίαν δὲν ἐφαντάσθη
ὁ ἀθῶος πατριώτης Καλλέργης, ὅταν ἐζήτει
τὸ Σύνταγμα ἀπὸ τὸν δακρύοντα βασιλέα, κατέστησε καὶ τὸν λόγον συνταγματικὴν ἐλευθερίαν.
Σήμερον δὲν ὑπάρχει Ἕλλην ποὺ νὰ μὴν ἀγορεύῃ. Εἶναι εἰς τὸ αἷμά μας πλέον ἡ
δίψα τοῦ λόγου. Ὅταν δὲν τὸν ἀκούομεν, τὸν ἀπαγγέλλομεν ἡμεῖς. Ὅταν δὲν εἴμεθα ὑποψήφιοι,
τὸν βγάζομεν ὑπὲρ ἄλλου ὑποψηφίου. Κατὰ τὴν ἐποχήν τοῦ πολέμου, ἐπήγαινες εἰς τὸ
Σύνταγμα, λόγος, ἐπήγαινες εἰς τὰ προπύλαια τῆς Βουλῆς, λόγος, ἐπήγαινες εἰς τὴν
Ὁμόνοιαν, λόγος, ἐπήγαινες εἰς τὸ σπίτι σου νὰ κλάψῃς διὰ τὴν ὑποχώρησιν, λόγος
ἀπ’ ἔξω.
— Δράξατε τὰ ὅπλα. Ἔλεγεν ὁ ρήτωρ.
Καὶ αὐτὸς δὲν τὰ ἔδραττε.
Εἰς τὸ αἷμα μας ἐχύθη
πλέον ὁ κοινοβουλευτισμός, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ποὺ πρέπει νὰ ἐννοηθῇ, τὴν
καταστρεπτικὴν παντὸς ἔργου ἔννοιαν, διότι τέτοιον κοινοβουλευτισμὸν ἔχομεν εἰς
τὴν Ἑλλάδα. Ὅταν ἀκούετε ἀνθρώπους ποὺ λέγουν ὅτι δὲν ἦτο ὥρα Συντάγματος, τὸ
’43, ποτὲ νὰ μὴν τοὺς κυττάζετε ἀγρίως. Αὐτοὶ λέγουν μίαν ἀλήθειαν, μελετῶντες
τὰ σημερινὰ πράγματα. Καὶ τῶν σημερινῶν πραγμάτων ἐκδήλωσις εἶναι ὅτι οἱ
ρήτορες ἔστησαν πόλεμον κατὰ τῶν διοργανωτῶν τοῦ χθεσινοῦ μνημοσύνου, ἐπιμένοντες
νὰ ὁμιλήσουν. Τί νὰ ὁμιλήσουν καὶ τί νὰ εἰποῦν; Ὅταν δὲν ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ πάρῃς
ὅπλον καὶ νὰ πᾷς νὰ σκοτωθῇς ‒ἐὰν παραδέχεσαι πατρίδα‒ τὰ λοιπὰ εἶναι ἀστεῖα.
Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἀστεῖα εἶναι καὶ τραγικὰ ὅταν τὰ βλέπει ξένος. Πολλὰ
πράγματα ἐδίδαξεν ὁ ἀλησμόνητος Παῦλος Μελᾶς, ὁ ἀριστοκράτης ‒κατ’ οὐσίαν ὄχι
κατὰ μονὸκλ ἀριστοκράτης‒ καὶ εἴθε νὰ μελετήσωμεν βαθύτερα τὸν θάνατόν του. Ἐὰν
ἦτο δυνατὸν ν’ἀκουσθῇ ἡ φωνή μου θὰ ἔλεγα πρὸς τοὺς παρελάσαντες διὰ μουσικῆς
μετὰ τὸ μνημόσυνο, ἐνθουσιώδεις ἀνθρώπους καὶ ἐπευφημήσαντας τὸν οἶκον Μελᾶ, νὰ
σκεφθοῦν πρὶν ταράξουν κατὰ τοιοῦτον τρόπον τὸν λυπημένον οἶκον. Ἀλλ’ εἶναι ἀδύνατον
νὰ προΐδῃ κανεὶς τὰς συνεπείας μιᾶς τελετῆς. Ἐδῶ παρ’ ὀλιγον νὰ κάμουν
μνημόσυνον ἰδιαίτερον ὅλα τὰ σωματεῖα, διὰ νὰ φανοῦν ὅλα, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ
φανῇ κανεὶς εἰς τοιαύτην περίστασιν. Συγχρόνως ἐθεώρησεν καθῆκόν του ἕκαστος Ἕλλην
νὰ γράψῃ τὸ ποίημά του. Τόσον δὲ αἱ Τέχναι ἐθεωρήθησαν εὔκολοι εἰς τὸ νὰ ὑπηρετήσουν
τὴν περίστασιν, ὥστε δὲν ἐνθυμοῦμαι ποῦ ἐψηφίσθη νὰ γίνῃ καὶ ἐμβατήριον ὑπὸ τὸν
τίτλον «σώσωμεν τὴν Μακεδονίαν», ὡσὰν νὰ ἐχρειάζοντο καὶ ἄλλα ἐμβατήρια.
Ἡ μόνη εὐχήν τὴν ὁποίαν
ἀπευθύνω εἶναι ἡ ἑξῆς:
"Εἴθε νὰ ἐννοήσωμεν ὅτι ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τὴν ψυχὴν
ἐμνημονεύσαμεν χθές, ἦτος ἕνας ἐπαναστάτης κατ’ αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἀναμφιβόλως
δὲ ἐπεθύμει νὰ ὀλιγοστεύσουν οἱ ρήτορες, διότι μόνον ἐκεῖ ὁποῦ ὀλιγοστεύουν αὐτοί,
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν ἐλπίδες ζωῆς".
Φωνογράφος
**
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ
Ὁ
ἀρματωλισμὸς τὸν ὁποῖον μοιραίως ἐγέννησεν ὁ ἀγὼν τῶν φυλῶν εἰς τὴν Μακεδονίαν,
ὡρισμένως εἶναι μία ἐποχὴ ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ ἐπανέλθῃ. Ὑπάρχει μία παλαιὰ ἰδέα ὅτι
εἶναι ἀδύνατον νὰ προσοικειωθῇ μὲ τὸν πόλεμον κράτος, τοῦ ὁποίου ἡ μεθόριος
γραμμὴ δὲν εἶναι διαρκῶς ἀναμμένη. Οἱ λαοὶ πρέπει νὰ ἀκούουν ὅπλον εἰς τὰ
σύνορά των, ἀνάπτον κατὰ διαλείμματα καὶ οὐδέποτε σβύνον, ὅπως οἱ φάροι τῶν
θαλασσῶν. Ὁ
ἀντάρτης, ἡ πρώτη μορφὴ τοῦ πολέμου, παραμένει ὡς στοιχεῖον χρήσιμον εἰς τὴν ἐποχὴν
αὐτὴν ὅπου ὁ πόλεμος κατήντησε ψυχρὰ καὶ ὑπολογισμένη χειρουργικὴ πράξις.
Διπλωματικῶς εἶναι μία ζημία διὰ τὰ κράτη, ἀλλὰ πραγματικῶς αὐτὰ εἶναι ὁ ὀροφύλαξ
τῶν φυλῶν. Ποῖον κράτος, ἀκόμη καὶ τὸ ἐπιστημονικώτερα ὡπλισμένον, δὲν θὰ ἐπόθει
ὀλίγον ἀρματωλισμὸν εἰς τὰ σύνορά του; Τὰ πράγματα διὰ τὴν Ἑλλάδα ἐστράφησαν
κατὰ τόσον παράδοξον τρόπον, ὥστε εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ζητήσῃ τοὺς
παλαιούς της φίλους, τοὺς ἀρματωλούς, καὶ νὰ ἐπιχειρήσῃ ὁλόκληρον ἀνεπίσημον
πόλεμον μὲ φουστανέλλαν. Φαίνεται ἀλήθεια ὄνειρον καὶ ὅμως ἡ ἐποχὴ τοῦ ἀρματωλισμοῦ
προβάλλει τραχεῖα καὶ ἐποποιός. Τὸ βουνὸ ἐπανέρχεται. Αἱ φυλαὶ παλαίουν μὲ τὰ
παλαιά των ὅπλα, τὸ μαχαῖρι, τὸ τσεκούρι, τὸν λίθον, καὶ ἡ παραφωνία τῶν
Μάουζερ, τῶν κρεμασμένων ἐπὶ τῶν βουλγαρικῶν ὤμων, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀλλάξῃ τὴν ὅλην
ἀρματωλικὴν μορφὴν τοῦ ἀγῶνος.
Εἶναι φυσικὸν ὅτι παλαιαὶ ἐποχαί,
ποὺ μᾶς καταλαμβάνουν τόσο αἰφνίδια, εὑρίσκουν τὰς σημερινὰς κοινωνίας ἀνετοίμους
νὰ τὰς ἀντικρύσουν. Ὁ ἀρματωλισμὸς θέλει νὰ ξαναεύρῃ τὰς παλαιάς του ἀγαπημένας
συνθήκας, τὴν παρθενίαν τῶν λαῶν, τὸ μῖσος, τὴν Μεγάλην Ἰδέαν τῶν Ἑλλήνων. Καὶ ἐδῶ
ὅπου τελευταίως ὁ λαὸς ἀγοράζει λαχεῖον διὰ νὰ κάμῃ Μάουζερ, ταχυβόλα, θωρηκτὰ
‒ὅλαι αἱ λέξεις τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ διαβήτου‒ ἐστράφη αἰφνιδίως καὶ εἶδε τὸν ἀνθυπολοχαγὸν
τοῦ πυροβολικοῦ, τὸν ἀπόστολον τῆς νέας στρατιωτικῆς ἐπιστήμης, φονευμένον ἐπάνω
εἰς τοὺς βράχους μὲ στολὴν ἀρματωλοῦ. Ὁ νεκρὸς αὐτός, ντυμένος μίαν παλαιὰν ἐποχήν,
ἦτο ὁ πρόδρομος καὶ τὸ ἐξύπνημα. Καὶ χρειάζεται αἰφνιδία ἀλλαγὴ τῶν κυττάρων τοῦ
αἵματος διὰ νὰ τὸν ἐννοήσωμεν, τὸν ἀπρόοπτον ἀρματωλόν. Ἔπεσεν ἐμπρός μας ὡς
πολυσύνθετον αἴνιγμα. Εἶναι δυσκολονόητος ὅσον ἕνας ἀρματωλός, ὅσον ἕνας Ἕλλην
ποὺ δὲν μᾶς ὁμοιάζει, ποὺ δὲν μᾶς ἀνέχεται, ποὺ δὲν ἦτο μεταξύ μας. Ὁ
μεγαλύτερός του ὕμνος δὲν εἶναι ἡ συμπάθεια καὶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ. Εἶναι ἡ ἔκπληξις
ποὺ ἐγέννησεν ὁ θάνατός του. Καὶ τὸ ἀνακριβέστερον ποὺ ἐλέχθη δι αὐτὰ εἶναι ὅτι
ἐπολέμησεν τοὺς Βουλγάρους, ἐνῶ ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπολέμησεν ἡμᾶς.
Πρὶν τὸν ὀνομάσω πολεμιστήν, ὅπως
ἦτο, ἀρματωλὸν ὅπως ἦτο, θέλω νὰ τὸν βλέπω εἰς ὡραιοτέραν μορφήν, Ἕλληνα πολεμοῦντα
Ἕλληνας τῆς ρητορείας καὶ τῆς ἀπραξίας. Ὑπῆρξε κοινωνικὸς ἐπαναστάτης. Εἰς τὴν
κατάστασιν ποὺ εἴμεθα, τὸ αἱματηρὸν ράπισμα τοῦ Παύλου Μελᾶ ἦτο ἀπὸ τὰς τολμηρὰς
φυσιοθεραπείας ποὺ ἐπιβάλλονται εἰς νευρικῶς χαλαρωμένους ὀργανισμούς. Ἔχει τὴν
ψυχολογίαν της ὅλη ἡ παταγώδης ὑποδοχὴ ποὺ ἔκαμεν ὁ λαὸς εἰς αὐτὸν τὸν θάνατον.
Μολονότι τὰ μνημόσυνα ποὺ ἔγιναν ἦταν θόρυβος, κτύπος κροτάλων ρητορικῶν ,
πράγματα ποὺ ὁ Μελᾶς ἀπέθανεν ἀκριβῶς διὰ νὰ μὴ τὰ ἀκούῃ, ἀλλ’ εἶχον εἰς τὸ
βάθος τὸν χαιρετισμὸν τοῦ λαοῦ, διότι ἕνας ἀπὸ τὴν ὀλιγαρχίαν τῶν Ἀθηνῶν ἀπέθανεν
διὰ τὴν ἑλληνικὴν ἰδέαν. Πολλοὶ λόγοι ὑπῆρχον διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ ὁ ἀριστοκράτης
Μελᾶς.
Ὁ ἥλιος τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ὁ
λαμπρότερος τοῦ κόσμου, καὶ ὑπὸ κανέναν ἄλλον ἥλιον δὲν ἀναδίδουν τόσην λάμψιν τὰ ἀραβικὰ ἄλογα
μιᾶς ἁμάξης ποὺ πηγαίνει βραδέως πρὸς τὸ
Φάληρον διὰ τῆς λεωφόρου Συγγροῦ. Ἐδῶ εἶναι τόσον δικαιολογημενη ἡ εἰρήνη! Εἶναι
τόσον φυσικὸν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν αὐτὸν νὰ μὴ
σκέπτεται κανεὶς διὰ πόλεμον! Ἄχ, μακαριότης τῆς Ἀττικῆς, διὰ πόσας
παραλείψεις, διὰ πόσας δραπετεύσεις ἀπὸ καθήκοντα, διὰ πόσας ἀναισθησίας, δὲν ἀπολογεῖσαι
ἐπαρκῶς... Εἰπέ μας Ἀττικὸν φῶς, ποὺ βρέχεις τὴν λήθην, δὲν εἶναι ἔγκλημα νὰ σὲ
στερηθῇ κανείς; Ἐπιθυμῶ νὰ ἀπολογηθῇς ὑπὲρ ὅλων τῶν ἀδυναμιῶν. Ἐπιθυμῶ νὰ μοῦ εἴπῃς
ὅτι ἦτο ἀπαραίτητος διὰ τὰς Ἀθήνας μία πλουτοκρατία. Ὅτι τρώγουσα τὰ ἑκατομμύριά
της, ὅπως τὰ τρώγει, κάμνει ἔργον σοφόν. Ὅτι μὴ λογαριάζουσα κανένα, φυλήν, ἔθνος,
κράτος, λαόν, κάμνει ἔργον θαυμάσιον. Ὅτι νομίζουσα πὼς κάμνει τὴν δουλειά της,
ἐὰν προεδρεύσῃ ἢ γραμματεύσῃ εἰς κανὲν νοσοκομεῖον, καλῶς νομίζει. Ὅτι μασσῶσα
Γαλλικὰ ἡ χαριτόβρυτος, ἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζονται, εἰς τὸν δρόμον, εἰς τὴν πλατεῖαν,
καλῶς κάμνει καὶ τὰ μασσᾷ. Ὅτι ἀγράμματος καὶ ἀμόρφωτος καὶ ἀνίδεος
παραμένουσα, τίποτε μὴ ἐπηρεάζουσα, τίποτε μὴ προσπαθοῦσα νὰ ἐξυπνήσῃ εἰς αὐτὸν
τὸν πρόστυχον λαὸν ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐκάθησε, κανὲν αἴσθημα ὡραίου ἢ ὁρμὴν
πολέμου, ὅτι εἶναι μοναδικὴ κοινωνικὴ τάξις εἰς τὸν κόσμον. Ὅτι θέλουσα καὶ ὑπὸ
τοὺς ὅρους αὐτοὺς νὰ λέγεται καὶ ἀριστοκρατία, ζητεῖ πρᾶγμα φυσικὸν καὶ
νόμιμον. Καὶ ὅτι ὁ ἀριστοκράτης Παῦλος Μελᾶς, ὁ ὁποῖος τὴν ἐρράπισεν, ὑπῆρξεν ἐγκληματίας
κατὰ τοῦ ἡδονικοῦ φωτὸς τῶν Ἀθηνῶν...
Οὐδέποτε εἶδα ὡραιότερον ἐγκληματίαν.
Τὸ ράσπισμά του θὰ φθάσῃ παντοῦ. Ὅλαι αἱ κοινωνικαὶ τάξεις θὰ τὸ αἰσθανθοῦν, ἀλλ’ ἐκεῖνοι εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη ἦσαν ἐκεῖνοι
μὲ τοὺς ὁποίους ἔζησεν, ἐμεγάλωσεν, ἠνδρώθη, προσποιητὸς φίλος, προσποιητὸς
σύντροφος τῶν βερνικωμένων, ἀλλὰ κατόπιν ταχύτατα καὶ ἀποτόμως ἐπαναστάτης. Ἡ ἀρχαία
τραγωδία ἐγεννήθη ὅταν ἕνας ἀπεσπάσθη ἐκ τοῦ χοροῦ καὶ ἤρχισε νὰ λέγῃ ἀντίθετα
πρὸς αὐτόν. Αἱ κοινωνίαι γεννῶνται ὅταν ἕνας ἀποσπασθῇ ἀπὸ μίαν δυσάρεστον
σύμπνοιαν, ἀπὸ μίαν κακὴν ὁμοιομορφίαν καὶ ἀρχίσῃ νὰλέγῃ ἀντίθετα πρὸς αὐτήν. Ὁ
Παῦλος Μελᾶς ἀπεσπάσθη καὶ εἶπε πρὸς ὅλους ἡμᾶς τὰ ἀντίθετα. Τὸν βλέπομεν
παραδόξως ὅπως ὁ ἀρχαῖος χορὸς τὸν ὑποκριτήν. Ἀλλὰ θὰ τὸν ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι.
Χαῖρε ἀρματωλέ, χαῖρε πολεμιστὰ τῶν κυρίως ἀδελφῶν μας, τῶν ἀδελφῶν μας Ἑλλήνων.
Ἡ δόξα σου εἶναι ὅτι ἐστράφης κατὰ τῶν Ἀθηνῶν.
ΧΑΡΗΣ
ΗΜΕΡΙΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου