Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ: «ΑΝΕΥΡΕΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΑΤΡΙΩΤΗ»

 

Στὶς 31 Αὐγούστου 2025, στὸ Ναύπλιο, στὴν πλατεία Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὸ πλαίσιο τοῦ «Φεστιβὰλ Ἀκροναυπλίας 2025», παρουσιάστηκε τὸ ἔργο τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα: «Ἀνεύρετη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια σὲ ἄγνωστο πατριώτη», σὲ παραγγελία τοῦ Θοδωρῆ Γκόνη. Ἡ σκηνοθετικὴ ἐπιμέλεια ἦταν τῆς Ἐλπίδας Σκούφαλου· μὲ ἑρμηνεία ἀπὸ τὴν Ρένη Πιττακῆ καὶ μουσικὴ συνοδεία τοῦ Ἀλέκου Βρέτου.

«Ἀνεύρετη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια σὲ ἄγνωστο πατριώτη 

Ἡ ἀλήθεια εἶναι, σεβαστέ μου φίλε, πὼς δὲν μὲ γνώρισε κανείς. Δὲν μὲ εἶδε κάν. Ἀφανῆ καθὼς θὰ ξέρεις τὰ φαντάσματα. Κανεὶς στὸ πέρασμά μου δὲν στράφηκε νὰ μὲ κοιτάξει ξαφνιασμένος, παραξενεμένος, μπορεῖ καὶ τρομαγμένος. Καὶ κανένας βέβαια δὲν μοῦ δώρισε βλέμμα σεβαστικὸ ἢ βλέμμα λύπης καὶ συμπόνιας. Κανένα χέρι σπλαχνικὸ δὲν μὲ ἀκούμπησε, δὲν τόλμησε ν’ ἀγγίξει τὶς πληγές μου.

Μά, θὰ μὲ ρωτήσεις. Ἔχουν πληγὲς τὰ φαντάσματα; Ναί, ποτὲ δὲν παύουν νὰ ματώνουν οἱ ψυχές. Εἶδα πολλὰ στὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη, ξέρω. Ἕνα θὰ πῶ μονάχα. Εἶδα τὴν κεφαλὴ τοῦ ἥρωα ποὺ καυχιέστε νὰ τὸν λέτε πρόγονό σας συντριμμένη ἀπὸ τὶς πέτρες τῆς βαριᾶς ἀδικίας, τάχα ὅτι πρόδωσε τοὺς Ἕλληνες καὶ πληρώθηκε τὴν ἀτιμία του μὲ τρωαδίτικο χρυσάφι. Ἀκόμα αἱμορροεῖ.

Ἀμέτρητοι οἱ ἀδικοσκοτωμένοι, ἔχουμε τὴ δική μας ἐντάφια συντροφιά. Ἔτσι ἔτυχε νὰ δῶ πολλὲς φορές, ἀκόμα βλέπω, μιὰ γερόντισσα ἀγαθὴ νὰ παρηγορεῖ τὸν Παλαμήδη, γι’ αὐτὸν μιλῶ, τὸν παμπάλαιο ἥρωα τῆς πόλης σας. Ἡ Ἀντίκλεια ἦταν, τοῦ Ὀδυσσέα ἡ μάνα, βασίλισσα τῆς Ἰθάκης. Τὸν σπλαχνίστηκε τὸν λιθοβολημένο, μαζεύει τὸ αἷμα του μ’ ἕνα χρυσὸ μαντίλι, τοῦ τραγουδάει μοιρολόγια, νὰ γαληνέψει ἡ ψυχή του. Τάχα νὰ ἐκμυστηρεύτηκε ποτὲ στὸν γιό της ὅτι σπορέας του ἦταν ὁ δαιμόνιος Σίσυφος, ὄχι ὁ ἀγαθὸς Λαέρτης; Ρωτᾶς γιὰ τὸν Σίσυφο; Πάντα στὸν βαρύτατο βράχο του καὶ στὴν ὀλισθηρὴ πλαγιά του. Ἀφιερωμένος. Μὲ πεῖσμα ἅγιο. Λέω θὰ τὸν νικήσει τελικὰ τὸν Δία.

Κι ἐσὺ ἀκόμα, ἄγνωστέ μου φίλε, ποὺ ἦρθες στὰ ὄνειρά μου, ὄνειρα τοῦ Κάτω Κόσμου, ἀπέραντα καὶ ἀπέθαντα, καὶ μὲ κάλεσες νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν πόλη σου, νὰ δῶ καὶ νὰ μετρήσω, ἢ καλύτερα νὰ μετρηθῶ μὲ τὴ μνήμη μου, κοντὰ δυὸ αἰῶνες μετὰ τὸ φονικό, διπλό, μαχαίρι καὶ πιστόλι, γιὰ σιγουριά, δὲν μ’ ἔνιωσες νὰ φτάνω. Δὲν μὲ ἀναγνώρισες. Δὲν ἄκουσες νὰ σοῦ χτυπῶ τὸ ρόπτρο. Δὲν ἄνοιξες τὴν πόρτα σου νὰ μπῶ.

Ἀπ’ τὸ παράθυρό σου μπῆκα, τό ’χες ὀρθάνοιχτο νὰ σὲ δροσίζει ἡ θάλασσα. Τέλειωνε ὁ Σεπτέμβριος μὰ ἡ ζέστη θερινή, βαριά. Τοῦ Ἰουλίου. Δὲν τὴ θυμόμουν ἔτσι στὸν καιρό μου. Θά ’ναι κι αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ κατάλαβα πὼς ἄλλαξαν. Ἢ χάλασαν. Δὲν εἶμαι ἀκόμα βέβαιος γιὰ τὸ ρῆμα. Μὲς στὰ πολλά, πάντως, ἀλλάξατε καὶ τὸ ἡμερολόγιο. Τὸ 1923 γείρατε νὰ κοιμηθεῖτε μιὰ Τετάρτη, 15 τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, καὶ ξυπνήσατε τὴν Πέμπτη 1η Μαρτίου.

Ποῦ χάθηκαν ἀλήθεια οἱ δύο ἑβδομάδες; Ποῦ πάει ὁ χρόνος ὅταν περνάει καὶ φεύγει; Δὲν ἔχω ἀπάντηση, γιατὶ δὲν ἔχω ἐρώτημα. Τέτοια δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν ἐδῶ κάτω, στὶς αἰώνιες μονές. Ὡστόσο, γιὰ νὰ συνεννογιόμαστε τουλάχιστον σ’ αὐτὸ οἱ δυό μας, δὲν εἶναι τέλη Σεπτεμβρίου τώρα ποὺ ξαναβρίσκομαι στὸ Ναύπλιο. Ἀρχὲς Ὀκτωβρίου εἶναι. Ὅπως καὶ τότε. Ἔτος 1831.

Μεταξύ μας, οὔτε καὶ γιὰ τὰ ἑλληνικά μου εἶμαι βέβαιος. Στὰ ἑλληνικὰ τῆς λογιοσύνης, κι ὅταν ἀκόμα ἤμουν ἀνάμεσα στοὺς ζωντανούς, δὲν ἀρίστευα. Τό ’χαμε οἱ Κερκυραῖοι τῆς τάξης μου αὐτό. Οἱ εὐγενεῖς. Ἰταλοὶ οἱ δάσκαλοί μας, τὰ ἰταλικὰ μαθαίναμε καλά. Ἔμαθα βέβαια νὰ μιλάω ἄπταιστα καὶ τὰ γαλλικά, αὐτὰ ἦταν βλέπεις ἡ γλώσσα τῆς διπλωματίας. Ἀλλὰ γιὰ τὰ ἑλληνικά μου, τῆς λογιοσύνης τὰ ἑλληνικά, χρειάστηκε νὰ κοπιάσουν πολὺ οἱ δάσκαλοί μου στὴ Ρωσία. Ὁ μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιος, πατέρας μου πνευματικός, καὶ ὁ γραμματέας μου, ὁ Δημήτριος Μόστρας, ἀπέραντη ἡ βιβλιοθήκη του, τὴ ζήλευα. Εἶχα περάσει πιὰ τὰ τριάντα. Δὲν ἦταν εὔκολο νὰ στρωθῶ σὲ διαβάσματα, νὰ ἀποστηθίσω κανόνες καὶ ἐξαιρέσεις. Τοὺς πολλοὺς κανόνες καὶ τὶς πάμπολλες ἐξαιρέσεις.

Πολύγλωσσος, ναί. Στὰ ρωσικὰ ὁ βίος μου στὴν ἐπικράτεια τοῦ τσάρου, στὰ γαλλικὰ ἡ δουλειά μου, στὰ ἰταλικὰ πολλὲς ἀπὸ τὶς πρῶτες μνῆμες τοῦ νησιοῦ μου. Καὶ στὰ ἑλληνικά, πάντα στὰ ἑλληνικά, οἱ ἀγωνίες μου καὶ τὰ ὄνειρά μου. Ὅπου κι ἂν βρισκόμουν. Στὰ κοινὰ ἑλληνικά, τὰ ἁπλά, πῶς ἀλλιῶς νὰ τὰ ὀνοματίσω.

Νά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ μιλοῦσα καὶ μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς δασκάλους μου ἀμέσως μόλις τέλειωνε ἡ ὥρα τοῦ μαθήματος, μὰ καὶ μὲ τοὺς Φαναριῶτες μου, Ἀλέξανδρο Στούρτζα καὶ Ἰακωβάκη Ρίζο Νερουλό, καὶ μὲ τὸν συμπατριώτη μου τὸν Ἀνδρέα Μουστοξύδη. Σὰν κι αὐτὰ ποὺ ἄνοιγαν τὴν καρδιά μου ἢ πλήγωναν βαθιὰ τὸν νοῦ μου ὅποτε, στὴν Αἴγινα ἢ στὸ Ναύπλιο, στὴν Τρίπολη κι ὅπου ἀλλοῦ, ἔστηνα κουβέντα μὲ ἀνθρώπους λαϊκούς, γέροντες ἢ παλικάρια, δίχως παράσημα νὰ βαραίνουν τὸ στῆθος τους καὶ τὸ μυαλό τους, γιὰ νὰ μάθω ἀπὸ στόμα ἀπονήρευτο κάτι ἀπ’ τὴν ἀλήθεια τοῦ τόπου μας. Καὶ σὰν αὐτὰ ποὺ προσπαθῶ νὰ σύρω τώρα πάνω σὲ ἄφαντο χαρτί, δίχως κὰν νὰ κινῶ τὸ χέρι μου.

Μὲ φράκο ἢ καὶ χλαμύδα ἡ γλώσσα στὰ γραφτά μας, μὲ φουστανέλα ἢ βράκα στὶς κουβέντες μας; Ἄλλη ἡ ὁμιλία κι ἄλλη ἡ γραφή; Δὲν τὴν κατάλαβα ποτέ μου αὐτὴν τὴ θεατρικὴ διανομή, αὐτὸν τὸν διχασμό.

Τὸ πρῶτο ποὺ ἔψαξα νὰ βρῶ ἐδῶ στὴν πόλη σου, ἡ ματαιοδοξία δὲν μᾶς ἀφήνει στὴν ἡσυχία μας οὔτε καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μάρμαρο, ἦταν ἂν περίσσεψε μάρμαρο γιὰ νὰ μοῦ στήσετε ἀνδριάντα. Τὸν βρῆκα εὔκολα. Στὴν πλατεία μὲ τ’ ὄνομά μου. Μεσήλικος, στὸ φυσικό μου μπόι, στὰ εὐρωπαϊκὰ ντυμένος, νὰ κρατάω τὰ γάντια μου στ’ ἀριστερό μου χέρι, τὸ δεξὶ ν’ ἀκουμπάει σὲ κορμὸ βελανιδιᾶς, κομμένον πλὴν μὲ φρέσκα βλαστάρια νὰ ζωηρεύουν πάνω του, σημάδι ἀναγέννησης.

Ἔθνος συμβόλων εἴμαστε. Στὴν ἀναγέννηση ἐλπίζοντας κι ἐγώ, πρόσταξα τὸ 1828 νὰ κοπεῖ νέο νόμισμα, δικό μας, ἑλληνικό, ἀσημένιο, νὰ πολεμήσει τοὺς τούρκικους παράδες καὶ τὰ γρόσια, καθὼς καὶ τὰ ἰσπανικὰ δίστηλα. Καὶ διάλεξα νὰ εἰκονίζεται στὴ μιά του ὄψη δάφνινο στεφάνι καὶ στὴν ἄλλη ὁ φοίνικας, τὸ φτερωτὸ τῶν θρύλων ποὺ ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴν τέφρα του. Τὸ ἴδιο ποὺ εἶχε διαλέξει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης σὰν σύμβολο τοῦ Ἱεροῦ Λόχου καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἡ Φιλικὴ Ἑταιρία. Σωστὰ ὅρισα νὰ ἀναγράφεται πάνω στὰ νομίσματα τὸ ἔτος τῆς κοινῆς γεννήσεώς μας, 1821, στὸ ἀριθμητικὸ σύστημα τῶν προγόνων, αωκα΄. Μὰ τ’ ὄνομά μου; Γιατί θέλησα νὰ μπεῖ τὸ ὄνομά μου; Δὲν ἤμουν ἄνακτας. Κυβερνήτης ἤμουν.

«Πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος». Ἔτσι ἀναγράφομαι καὶ στὸν ἀνδριάντα μου, στὴ βάση του. Διαβάζω τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη: Μ.[ιχάλης] Τόμπρος. Κι ἔπειτα μιὰ ἐπιγραφὴ στὰ πλάγια τῆς βάσης. Μὲ κεφαλαῖα: ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΙΝ ΤΟΥ ΙΖ΄ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ε΄ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1832 ΧΟΡΗΓΙΑΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΝΑΥΠΛΙΑΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1932 ΔΗΜΑΡΧΟΥΝΤΟΣ Κ.[ΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ] ΚΟΚΚΙΝΟΥ.

Ταχύρρυθμη λοιπὸν ἡ ἀναγέννηση ποὺ ὀνειρευτήκαμε. 1832-1932. Ἕνας αἰώνας. Ἔπρεπε νὰ δαπανηθεῖ ἀκριβῶς ἕνας αἰώνας ὥστε νὰ γίνει ἐπιτέλους πράξη μιὰ ἀπόφαση. Καὶ πάλι, ἄλλα εἶχαν ὁριστεῖ κι ἄλλα περατώθηκαν. «Ἅμα ἐπιτρέψωσιν οἱ χρηματικοὶ πόροι τοῦ κράτους», ἔλεγε τὸ ψήφισμα τοῦ 1832, «νὰ κατασκευασθῶσιν ἐκ χαλκοῦ τρεῖς κολοσσαῖοι ἀνδριάντες, φέροντες τὰ ἐμβλήματα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς φρονήσεως, ἐξ ὧν ὁ εἷς θέλει σταθῇ εἰς Αἴγιναν, ὁ δὲ κατὰ τὴν Πελοπόννησον, εἰς τὴν καθέδραν τῆς Κυβερνήσεως ἢ εἰς Τριπολιτσάν, ὁ δὲ τρίτος εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα κατὰ τὸ Μεσολόγγιον, ἢ εἰς τὴν καθέδραν τῆς Κυβερνήσεως, ἐὰν κατασταθῇ εἴς τινα πόλιν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος». Οὔτε χάλκινος οὔτε κολοσσιαῖος ὁ ἀνδριάντας μου. Χάλκινο εἶδα τὸν Κολοκοτρώνη πάνω στ’ ἄλογο. Πετρόμπεη; Ὄχι. Δὲν ἔχει ἡ πόλη σας Πετρόμπεη, ἀπὸ χαλκὸ ἢ ἀπὸ μάρμαρο. Ἕναν Πετρόμπεη ἀπὸ βαριὰ σκιὰ τεράστια ἔχει.

Στὸν καιρό μου βιαζόμουν. Βιαζόμουν νὰ γκρεμίσω καὶ νὰ χτίσω τὴν ἴδια στιγμή. Ἡ ἀργοπορία μου νὰ ἀνταποκριθῶ στὸ προσκλητήριο τῆς Ἐπανάστασης καὶ τῆς πατρίδας, τῶν καπεταναίων, τῶν προκρίτων, τῶν λογίων, ἔδωσε τὴ σκυτάλη στὴ σπουδὴ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὸν ἐλευθερωμένο τόπο. Σὰν νὰ φοβόμουν γρήγορο τὸ τέλος μου.

Στὴν πόλη σου, ἄγνωστε ἐπισκέπτη τῶν ὀνείρων μου, ἦρθα πρώτη φορὰ Ἰανουάριο τοῦ 1828. Δὲν ἦταν αὐτὴ ὁ προορισμός μου πάντως, κι ἂς εἶχε ὁριστεῖ καθέδρα τῆς κυβέρνησης καὶ τῆς Βουλῆς ἤδη ἀπὸ τὸν Μάιο τοῦ 1827. Πρὸς τὴν Αἴγινα ταξίδευα, πρωτεύουσα προσωρινή, νὰ ἀναλάβω Κυβερνήτης τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας. Ἔτσι εἶχε ὁρίσει ἡ Τρίτη Ἐθνοσυνέλευση τοῦ ἔθνους, στὴν Τροιζήνα εἶχε γίνει. Ἡ θαλασσοταραχὴ ὅμως διάλεξε νὰ στείλει στὸ λιμάνι τοῦ Ναυπλίου τὸ καράβι, μιὰ κορβέτα τῶν Ἄγγλων. Θαρρεῖς καὶ ἡ μοίρα θέλησε νὰ μοῦ τὸ φανερώσει ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς πὼς ὁ βίος ποὺ μοῦ ἀπόμενε θὰ δενόταν σφιχτά, ἀξεχώριστα, μὲ τὴν πόλη σου καὶ μὲ τὶς τρικυμίες.

Οἱ κανονιὲς ποὺ ἄκουσα φτάνοντας δὲν ἦταν γιὰ νὰ μὲ τιμήσουν. Θοδωράκης Γρίβας στὸ Παλαμήδι, Γιαννάκης Στράτος στὴν Ἀκροναυπλία. Τὰ δυὸ ξαδέρφια ἔριζαν ποιὸς θὰ γίνει ὁ δεσπότης τοῦ Ναυπλίου. Πρόσταξα νὰ πάψουν τὴν ἀδερφοσφαγή. Μὲ ἄκουσαν. Μοῦ παρέδωσαν τὰ φρούρια. Κρέμασαν καριοφίλια καὶ χαντζάρια πάνω ἀπ’ τὸ τζάκι καὶ φίλιωσαν. Τέλος πάντων, ἔτσι ἔδειξαν. Ἡ πρώτη μου ἀπόφαση, ὁ πρῶτος μου λόγος μὲ τὸ νέο μου ἀξίωμα, τοῦ Κυβερνήτη, ἔγινε σεβαστός. Ἔγινε πράξη. Μακάρι νὰ τό ’βλεπα αὐτὸ καὶ στοὺς μῆνες, στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν.

Ἀταίριαστο θὰ μοῦ πεῖς μὰ κράτησα γιὰ τὸ τέλος τὸ παράπονό μου. Ὄχι γιὰ τὸν σκοτωμό μου, ὄχι. Δὲν λέω πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ γραφτό μου, δὲν τὰ παραπιστεύω αὐτά. Ὅσο σκέφτομαι καὶ ξανασκέφτομαι στὴν ἀτέρμονη ψυχρὴ ἀθανασία μου, τὸ ριζικό μου τό ’γραψαν καὶ τὰ δικά μου χέρια, προπάντων ἡ παθιασμένη μου βιασύνη «νὰ ταχύνω τὴν ἐποχὴ» καὶ ἡ σιγουριά μου πὼς ἤμουν ἕνα κεφάλι πιὸ ψηλός, κὰν δυό, ἀπ’ ὅλους τοὺς Ρωμιούς, ποὺ τοὺς μετροῦσα ἀνήλικους ἀκόμα στὸ μυαλὸ καὶ ἄμαθους στὴν ἐλευθερία, στοὺς κανόνες καὶ τοὺς νόμους της, ἐχθρούς τους πές, καὶ ὁρκιζόμουν πὼς τὸ Σύνταγμα στὰ χέρια τους θὰ καταντοῦσε ὅ,τι καὶ τὸ ξυράφι στὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ.

Τοὺς λέω Ρωμιοὺς καὶ νιώθω πάνω μου τὸ βλέμμα τοῦ Κοραῆ πιὸ πύρινο κι ἀπ’ ὅταν μὲ κεραυνοβολοῦσε σὰν δεσπότη ἀπόλυτο, σὰν τύραννο, γιατὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ τοῦ ἔθνους τὸ ἀπεχθανόταν, τὸ ὑπολόγιζε σὰν ὄνομα τῶν ὑποδούλων στοὺς Ρωμαίους. Ἕλληνες μᾶς ἤθελε. Ἢ Γραικούς. Μὰ ὁ κόσμος στὰ τραγούδια του περνοῦσε ἀπ’ τό ’να ὄνομα στὸ ἄλλο στὸ παράλλο δίχως περιττὴ σκοτούρα.

Ὁ Κοραής; Ἕνας ἀκόμα ἀπὸ τοὺς φίλους καὶ τοὺς ὑποστηρικτές μου ποὺ μεταστράφηκαν σὲ πολεμίους μου. Καὶ ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ἀνάμεσά τους, μὲ εἶχε καλέσει τὸ 1822 νὰ ἀναλάβω τὰ ἡνία τοῦ ἐπαναστατημένου τόπου. Καὶ ὁ Πέτρος τῆς Μάνης, αὐτὸς μὲ κάλεσε δυὸ χρόνια ἀργότερα. Δίσταζα. Ὅλο τὸ ἀνέβαλλα. Κι ὅταν, μέρες τοῦ ’28, ἀρχὲς Ἰανουαρίου, ὁ Ἀδαμάντιος μοῦ ἔπεμψε ἐπιστολή, ὑπογράφοντας ὡς «εἷς γέρων, ὅστις δὲν ἐκολάκευσεν οὐδὲ νέος ὢν ποτὲ κανένα», καὶ μὲ παρότρυνε νὰ γίνω Τιμολέων, ὄχι Ναπολέων, δὲν ἔψαξα νὰ βρῶ, δὲν ρώτησα τί σήμαινε τὸ ἀρχαῖο ὄνομα, νὰ μαθητεύσω στὸ νόημά του. Λύτρωσε τοὺς Ἕλληνες τῆς Σικελίας ἀπὸ τοὺς Καρχηδόνιους ὁ Τιμολέων, βλαστὸς τῆς Κορίνθου, κι ὅταν οἱ λυτρωμένοι τοῦ προσέφεραν τὴν τυραννία, ἀρνήθηκε, ὅπως παλιὰ ὁ Σόλων. Δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεψε «ὁ θειότατος ἔρως τῆς κοινῆς εὐδαιμονίας».

Σκέφτομαι τώρα, ἄλλη μιὰ φορά, τὸν Ἰακωβάκη Ρίζο Νερουλό, μέγα ποστέλνικο τῶν ἡγεμόνων τῆς Μολδοβλαχίας ἕναν καιρό. Ἄκουγα τὶς διαλέξεις του στὴ Ζυρίχη, ἐκεῖ γνωριστήκαμε, κι ὁ νοῦς μου ἀνάσαινε. Σύμβουλός μου ἔγινε καὶ φίλος μου. Καὶ ὑπουργός μου. Γραμματεὺς ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ τοῦ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ. Περίπου γιὰ δύο χρόνια. Μοῦ στάθηκε ὅσο κανεὶς στὸν πόλεμό μου νὰ λάβει σχῆμα καὶ μορφὴ ὁ μέγας πόθος μου, ἡ πιὸ τρανή μου ἀγωνία: ἡ παιδεία. Τὰ σχολειὰ καὶ τὰ γράμματα. Μὰ γρήγορα ἡ πολιτεία μου τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὰ κοινὰ ὅσο ζοῦσα.

Ἔχτισα σχολεῖα. Ὅσα μπόρεσα. Πόνεσα τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς αἰχμάλωτους, ποὺ σέρνονταν στὰ σκλαβοπάζαρα Δύσης καὶ Ἀνατολῆς. Νοιάστηκα τοὺς γεωργούς, μὰ τὶς ἐθνικὲς γαῖες δὲν κατόρθωσα νὰ τὶς μοιράσω ὅλες στοὺς ἀκτήμονες. Οἱ προεστοὶ τὶς ὀρέγονταν σὰν ἀνταμοιβὴ γιὰ ὅ,τι εἶχαν δαπανήσει στὸν ἀγώνα, συγγενεῖς καὶ γρόσια. Ποιὸν νὰ πρωτοχορτάσει μιὰ πατρίδα πάμπτωχη;

Στὴν ταφὴ τοῦ Πετρόμπεη, Ἰανουάριο τοῦ 1848, ἤμουν ἐκεῖ, σκιὰ ἀθώρητη. Κι ἄκουσα τὸν Ἰακωβάκη νὰ δοξάζει τὴν «ἀκραιφνῆ φιλογένειαν τοῦ ἀνδρός», τὸν «χριστιανικόν του ζῆλον», τὴ σπαρτιατική του ὑπομονὴ ὅταν σκοτώθηκε ὁ γιός του ὁ Ἠλίας, πολεμώντας στὴν Εὔβοια, κι ἔπειτα ὁ ἀδερφός του ὁ Κυριακούλης, πολεμώντας στὰ παράλια τῆς Ἠπείρου. Μακριὰ ἀπ’ τὸν τόπο τους κι οἱ δυό. Ἕλληνες πιά. Ὄχι Μανιάτες μόνο ἢ Μοραΐτες.

Γιὰ τὸν δικό μου σκοτωμό, Ὀκτώβριο τοῦ 1831, ἀπὸ τοὺς δύο Μαυρομιχαλαίους, Γεώργιο καὶ Κωνσταντίνο, γιὸ καὶ ἀδερφὸ τοῦ Πέτρου, δὲν δαπάνησε κὰν μισή του λέξη ὁ παλιός μου φίλος. Τὸ ὄνομά μου τὸ εἶπε ὅσες φορὲς εἶπε ὁ Ὅμηρος τὸ ὄνομα τοῦ Παλαμήδη: καμία. Κι ὅμως. Κάποιες φορές, ὅταν ἐπέστρεφα νὰ ξαναδῶ μαχαίρι καὶ πιστόλι νὰ τελειώνουν τὴ ζωή μου στὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔβλεπα καὶ τὴ δική του τὴ σκιὰ ἐκεῖ κοντά. Νὰ κλαίει. Καὶ παραδίπλα τὴ σκιὰ τοῦ Πέτρου. Καὶ τοῦ Ἀδαμάντιου. Ἕνας λυράρης ἀνάμεσά τους, τυφλὸς ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω, μὲ μοιρολογοῦσε δίχως ἦχο. Μόνο οἱ ψυχὲς τῶν βιαιοθάνατων μποροῦν νὰ τὸν ἀκούσουν:

 

            Μιὰ Κυριακὴ ξημέρωσε, μὴν εἶχε ξημερώσει.

            Ὁ Κυβερνήτης κίνησε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία.

            Στὴν πόρτα ὅπου ἐπάτησε, σκύβει νὰ προσκυνήσει.

            Ὁ Γιώργης καὶ ὁ Κωσταντής, δυὸ μπέηδες τῆς Μάνης,

            μιὰ μπιστολιὰ τοῦ ρίξανε, φαρμακερὸ μαχαίρι.

 

Ἄλλο εἶναι ὅμως τὸ παράπονό μου, ὄχι ποὺ δὲν μὲ μνημόνευσε ὁ Ἰακωβάκης. Τὸ σπασμένο μου ἄγαλμα, αὐτὸ μοῦ γδέρνει τὴν ψυχή. Ἄθικτος ὁ κορμὸς καὶ ἡ κεφαλή μου ἀκέραιη. Μὰ τὰ δάχτυλά μου, τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ μου τὰ δάχτυλα, κομμένα. Καὶ τὰ πέντε.

Ἡ ἀνοησία ἀμνημόνων νὰ τά ’κοψε νὰ τὰ ξανάκοψε ἄραγε ἢ ἡ ἀμνησία ἀνοήτων; Μὲ τιμωροῦν τάχα ποὺ ἐνέδωσα κάποιες φορὲς καὶ ἐπέτρεψα νὰ τὸ φιλήσουν τὸ χέρι αὐτὸ καὶ νὰ τὸ προσκυνήσουν Ἕλληνες ποὺ εἶχαν ξεματώσει πολεμώντας, ἀντὶ νὰ σκύψω νὰ τοὺς ἀγκαλιάσω, νὰ σηκωθοῦμε ἔπειτα μαζί; Ἢ μήπως ἐπειδὴ θέλησα νὰ γράψω μονάχος μου τὸ ριζικό μου, ἀδιάφορος γιὰ ὅσους ζητοῦσαν νὰ μοῦ σφίξουν τὸ χέρι, νὰ μονοιάσουμε ἐπιτέλους, ἀδιάφορος καὶ γιὰ ὅσους ἔρχονταν περίφοβοι καὶ μὲ βεβαίωναν πὼς κινδυνεύω κίνδυνο θανάτου;

Τέτοια μὲ βασανίζουν, σεβαστέ μου ἄγνωστε, ἐδῶ στὴν ψυχρὴ ἀθανασία μου. Καὶ τώρα πιὰ δὲν βιάζομαι νὰ βρῶ τὶς ἀπαντήσεις».

                                                                          Παντελὴς Μπουκάλας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου