Ἡ
γραφίδα τῶν “γραμμένων”* Ἀγράφων
"[...]
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μαζευτεῖ φωνάζοντας στὸ σπίτι
τοῦ βράχου.
Ὅταν φάνηκε στὸ κατώφλι ἕνα ὄμορφος νέος μὲ πάνινα
παπούτσια
«Ἦρθα νὰ καταργήσω τὸ καθεστὼς τοῦ βράχου» εὶπε
στὰ κουρασμένα πλήθη
«νὰ ἀντικαταστήσω
τὸ ἀπολιθωμένο μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς»
[...]." **
— «Μπορεῖ [...] τ’ Ἄγραφα νὰ τὰ κουμαντάρει ἡ γραφίδα;»
Δύο ἄλλα ποιήματά του, ποὺ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς συνδέονται μὲ τὴν
σημασία αὐτὴ εἶναι τὸ "Μέρα" (ἀπὸ τὴ συλλλογὴ Ἀποδρομὴ τοῦ Ἀλκοόλ)
καὶ τὸ "Ζεστὸ μεσημέρι..." (ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη συλλογή). Ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἐννοεῖ ὅτι μὲ τὴν ἀναφορά
του στὰ «Ἄγραφα» παραπέμπει, πρωτίστως
στὸν ἀπερινόητο λόγο τῆς ὀρθόδοξης ἀποφατικῆς παράδοσης, ἐντούτοις, καὶ μὲ
κυριολεκτικὴ προσέγγιση τῆς ἀναρωτήσεώς του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ θεωρηθεῖ ὡς
μιὰ ρεαλιστικὴ θέση ἡ ἀναφορά του.
Ὁ «Ὑπὲρ Ἀδυνάτου» ποιητικὸς λόγος τοῦ Γιάννη
Πατίλη ὑπερασπίζεται, ὡς ἄλλος ποιητικὸς Λυσίας, τὸν Ἀδύνατο ἀλλὰ καὶ τὸ Ἀδύνατο,
ἕνα εἶδος, μιὰ ἰδιότητα τοῦ δονκιχωτικοῦ χαρακτῆρα τῶν Ἀγραφιωτῶν. Πράγματι, πῶς
νὰ κυβερνηθεῖ ἀπὸ τὴ γραφίδα ὁ τόπος τῶν Ἀγράφων μὲ τὶς φυσικές του ἰδιαιτερότητες
ἀλλὰ καὶ τὸ ἀτίθασο πνεῦμα ὅσων ζοῦν σ’ αὐτὰ τὰ μέρη ἢ ἀκόμη κατάγονται ἀπὸ τὰ ψηλὰ
καὶ οὐρανομήκη βουνά; Κι ὅμως, ἡ γραφίδα εἶχε λόγο σημαντικὸ στὰ Ἄγραφα· ἰδαίτερα
τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ τὶς περιώνυμες σχολὲς τῶν Ἀγράφων καὶ τοὺς
λογίους τους (Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός, Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, Θεοφάνης ὁ ἐκ
Φουρνᾶς, κλπ) ποὺ κράτησαν, μὲ τὴ γραφίδα τους, ζωντανὴ τὴ συνείδηση τοῦ Γένους,
ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα, μὲ τὰ ἔργα τους, νὰ ἀπασχολοῦν τὶς ἐπιστῆμες τῶν
Γραμμάτων ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἐπιγενομένους νὰ βροῦν τὸν δικό τους δρόμο
ζωῆς καὶ δημιουργίας.
«Ὑπὲρ Ἀδυνάτου
Μπορεῖ
ἡ καμήλα νὰ περάσ’ ἀπ’ τὴ ραφίδα
ἢ
παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τῆς βελόνας;
τὸν
Ἀχιλλέα πόδι νὰ φτάσει τῆς χελώνας
τ’
Ἄγραφα νὰ τὰ κουμαντάρει ἡ γραφίδα;
Ὅσο μπορεῖ κανεὶς νὰ νοιάζεται πατρίδα
ποὺ
νά ’χει πέλαο σὲ μέγεθος σταγόνας
καὶ
μαξιλάρι μαλακὸ στήθη γοργόνας
ἀνέγγιχτο
ἀπὸ τρικυμιὰ καὶ καταιγίδα!
Θά’
ναι μαζί του ὅποιος στ’ Ἀδύνατο πιστεύει
ποὺ
πλήθη θρέφει μὲ ἄρτους πέντε καὶ δυὸ ψάρια
καὶ
τὸ νερὸ κάνει κρασὶ μὲς στὰ πιθάρια:
γιὰ
τὸν φτωχὸ ποὺ στὴν καρδιά του Τὸ γυρεύει
ἐνῶ
στοῦ Σίσυφου τὴ βιὰ πού εἰδε κι ἀπόδε
τραβᾶ
τὸν βράχο καὶ τοῦ λέει οὐκ ἔστιν ὧδε!»* *
* γραμμένο(υ)ς, πολὺ ὄμορφος, σὰν ζωγραφιά,
ζωγραφισμένος, κοντυλένιος· Νικόλαος Γεω. Ἀλεξάκης, Τὸ Ἀγραφιώτικο ἰδίωμα, Ἀθήνα 2008, σ. 59.
**
Γιάννης Πατίλης, Κέρματα, ἐκδ. Ἡ Μικρὴ
Ἐγνατία, 1980, σ. 179.
***Γιάννης
Πατίλης, Σονέτα μὲ σημαία εὐκαιρίας. Ἐγκώμια καὶ ψόγοι ἐκ τοῦ
ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου βίου,
ἐκδ. Παρασκήνιο, Ἀθήνα 2022, σ. 33.
Σημ. I : Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτ. Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) φ. 1136, σ. 15.
Σημ. ΙΙ: Ἐπαναδημοσίευση στὴν ἐφημ. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ), φ. 103, σ. 1, 3.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου