Φραντζέσκα
Γιαννακοῦ, Μπορντὼ στὴν Κυψέλη, ἐκδ. Ἁρμός,
Ἀθήνα 2024.
Τὰ χειρόγραφα τῆς Κυψέλης· μὲ ἤχους Erik Satie
Λιβανίου σοφιστοῦ, Ἐπιστολαί, ἐπ. 351.4.2.
Ἀπὸ ἕνα νῆμα του, ποὺ εἶχε ἀφεθεῖ ὡς ἐλεύθερη ἀπόληξη, τὸ ἀλουργιδοειδές, τὸ αὐτοκρατορικόχρωμο σάλι ποὺ κάλυπτε τὸν «τοῖχο» τῆς Ἄλκηστης, ξετυλίγεται καὶ ἀποκαλύπτονται ἀποτυπώματα, ἐντυπώματα, ἴχνη ἑνὸς κύκλου ζωῆς μισοῦ αἰώνα περίπου. Τὴ σφραγίδα στὶς ἀποκαλύψεις αὐτὲς βάζουν οἱ χειρόγραφες ἐπιστολὲς ποὺ ἀνακαλύπτει ἡ Μαρκέλλα, ἡ θυγατέρα της, ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια ἐπιστρέφει στὸ πατρικό της, στὴν Κυψέλη· στὴ γοητευτικὴ γειτονιὰ τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία μεταβλήθηκε, μετὰ τὴν πάροδο πολλῶν δεκαετιῶν, ἀπὸ μιὰ δροσερὴ καταπράσινη συνοικία μὲ ἐπαύλεις, σὲ ἕναν τόπο σχεδὸν ἀποκλειστικὰ κατοικιῶν μὲ δρόμους καὶ ρυμοτομία στοιχειώδη. Ἐκεῖ ὅπου ἡ μεταπολεμικὴ νεοελληνικὴ κοινωνία ζοῦσε μὲ τοὺς ἠθικοὺς κώδικες καὶ φραγμοὺς τῆς ἐποχῆς, ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἄλκηστη καὶ ὁ Ἀπόστολος, ὁ σύζυγος καὶ σύντροφός της καὶ ἐραστής της, ἔζησαν μὲ τὰ ὄνειρα καὶ τῆς προσδοκίες μιᾶς καλύτερης ζωῆς καὶ μιᾶς προσμονῆς γιὰ ἕναν πιὸ εὐτυχισμένο κόσμο ποὺ διαρκῶς προοδεύει· ἀκόμη καὶ μὲ τὴν παρουσία τῶν γραφικῶν δοσατζήδων τοῦ καιροῦ ἐκείνου. Ἡ Ναυάρχου Νικοδήμου μὲ τὸν Τιπούκειτό της, ἡ ἐρωτικὴ Πλάκα, ἡ Κηφισιὰ μὲ τοὺς πευκόφυτους δρόμους της ἀποτελοῦν τοὺς τόπους ποὺ φιλοξένησαν τὶς πρῶτες περιόδους τῆς σχέσης τους καὶ ὁδήγησαν σὲ κοινὴ πορεία τὶς ζωές τους.
Ὁ
Ἀπόστολος, ὁ ὑποπλοίαρχος, συνέχιζε τὰ ταξείδια του καὶ πολλὲς φορὲς ἀκολουθοῦσε
κοντά του κι ἡ Ἄλκηστη, ζώντας ἀπὸ κοντὰ τὸν μόχθο καὶ τοὺς κόπους τῶν θαλασσινῶν.
Στὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας τοῦ Ὑποπλοιάρχου, τὰ ἱστορικὰ ζαχαροπλαστεῖα Corfu
καὶ Select
ἔκαναν τὶς μέρες τῆς
ζωῆς τῆς Ἄλκηστης γλυκύτερες καὶ ἀνακλητικὲς ἐπὶ τὸ εὐθυμότερον, ἐνῶ τὰ θεατρικὰ
τοῦ ραδιοφώνου ξεγελοῦσαν τὴ δίψα της γιὰ τὶς Τέχνες. Τὸ παιδί τους, τὸ τέκνο
τους, τὸ κοριτσάκι τους, ποὺ ἦλθε κυριολεκτικά μετὰ Βαΐων καὶ κλάδων, ἔφερε,
τότε, μὲ τὸν ἐρχομό της, κάτι τὸ πρωτόγνωρο γιὰ τὴν ἐποχή: μιὰ Polaroid. Ποῦ selfie καὶ ifhone τότε! Ἡ Polaroid ὅμως ἔκανε τὸ θαῦμα της καὶ
διακράτησε στιγμὲς αἰωνιότητος. Κι ἀργότερα ἡ Μαρκέλλα χόρευε μὲ Ε. Satie, μὲ τὴ συνοδεία τῆς θείας της στὸ
πιάνο.
Στὴν
ἀφηγηματική γραφὴ τοῦ ἔργου, ἡ θεία τῆς Μαρκέλλας εἶναι τὸ πρόσωπο
"μπαλαντέρ" στὸ τρίγωνο τῶν σχέσεων μητέρας-πατέρα-κόρης. Εἶναι ἐκείνη
ποὺ φροντίζει νὰ ἁπαλύνει τὶς ἀντιθέσεις, νὰ καλύψει τὰ κενά, νὰ ὑποκακταστήσει
τὰ πρόσωπα, νὰ φροντίσει γιὰ τὴ ἀρρώστια τῆς Ἄλκηστης καὶ γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῆς
Μαρκέλλας. Στὰ διαλογικὰ μέρη τοῦ ἔργου ἐκείνη ἐξηγεῖ ἀπορίες, λύνει προβλήματα,
δίνει ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα καὶ προτείνει διεξόδους σὲ ἀδιέξοδα. Εἶναι ἡ
μάνα ὅλων καὶ ἔχει τὸ αἴσθημα τῆς εὐθύνης ποὺ ἔχει ἡ μάνα γιὰ τὰ παιδιά της· μιὰ
τέτοια μάνα ποὺ ἔχει εὐθύνες ἀκόμη κι ἂν δὲν τὴν βαρύνουν φταιξίματα.
Τὸ
πλέγμα τῶν σχέσεων τῶν προσώπων ξετυλίγεται ὅπως τὸ μπορντὼ σάλι ποὺ καλύπτει τὸν
τοῖχο· ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀρωγὴ τῶν ἐπιστολῶν τους, μὲ τὶς ὁποῖες φωτίζονται, ἔστω
καὶ χλωμά, τὰ πρόσωπα καὶ φανερώνεται ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος, οἱ προθέσεις, τὰ
πιστεύω τους: σὰν μιὰ ἐξομόλογηση σὲ φανταστικὸ πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει,
παίρνει στοὺς ὤμους του, ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλα τὰ περασμένα καὶ ὁδηγεῖ σὲ μιὰν
ὁδὸ μετανοίας, ποὺ φτάνει τὰ ὅρια τῆς καθάρσης: μετὰ τὴν φυσικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸ
πάνελ τῆς ζωῆς τῶν ἡρώων τῆς τρόπον τινα μυθοπλαστικῆς αὐτοβιογραφικῆς
κατάθεσης τῆς συγγραφέως. Ἕνα ταξείδι ἐπιστροφῆς σὲ ἡμέρες μνήμης, σὲ καιροὺς
καὶ τόπους ἀλησμόνητους, μὲ βιώματα ἀκριβά, τὰ ὁποῖα ἀνασύρονται ἀπὸ τὰ ἑρμάρια
τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ ἀντιρροπήσουν τὶς ταραγμένες ἔγνοιες της. Οἱ διάλογοι ‒γιατὶ σὲ μεγάλο μέρος τὸ ἔργο ἔχει
διαλογικὴ τῶν τεσσάρων προσώπων μορφή, ποὺ παραπέμπει σὲ θεατρολογικὴ γραφή,· πῶς ὄχι ἄλλωστε;‒ εἶναι διάλογοι ἀποκαλυπτικοὶ αὐτῶν
τῶν σχέσων καὶ τῶν σκέψεων τῶν τεσσάρων προσώπουν ποὺ πρωταγωνιστοῦν στὴ
μυθιστορηματικὴ αὐτοβιογραφία τῆς Μαρκέλλας. Ἡ θεία σχεδὸν ἀπαιτεῖ:
— Νὰ ἀγαπᾶς,
Μαρκέλλα. Μὴν σταματήσεις νὰ ἀγαπᾶς.
Νὰ ἀγαπήσει τὸ
μαρτύριό της τὴ συμβουλεύει; Νὰ ἀγκαλιάσει τὶς ἀδυναμίες της; Νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρρώστια
τῆς μητέρας της;
Μὰ πάλι, σὰν νὰ εἶναι
μητέρα ποὺ νοιάζεται γιὰ τὸ τέκνο της, τὴν προειδοποιεῖ:
«Ἡ ἀρρώστια εἶναι μεταδοτική. Τὴν πλησιάζεις μὲ τὴ δύναμη
τῆς ὑγείας [...] Ἡ ἀρρώστια πατάει στὶς ἀξίες σου, τρέφεται ἀπ’ αὐτές, γιγαντώνεται».
Ὁ ἀσθενής, ἀδύναμος ὤν, ἐργαλειοποιεῖ τὴν ἀρρώστια· τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς πολιορκητικὸ κριὸ γιὰ νὰ ἁλώσει, νὰ κατακτήσει τὸ μυαλό, τὴ μνήμη, τὴν ψυχή· ἴσως καὶ τὸ σῶμα. Καὶ τὰ μὴ μεταδιδόμενα νοσήματα, ὅπως αὐτὰ τῆς ψυχικῆς ὑγείας, εἶναι ἐν τέλει μεταδοτικά· ἀλλοιῶς ὅμως.
Βέβαια,
ὁ ἀσθενής, τὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο κυρίως καὶ πρῶτα στρέφεται γιὰ νὰ πετύχει
καλύτερα τὸν σκοπό του εἶναι ὁ θεράπων ἰατρός. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς νουβέλλες του, τὴν
«Ἐπικίνδυνη καρδιά», ὅπου πραγματεύεται τὴν εἰδικὴ σχέση ἀσθενοῦς-ἰατροῦ, ὁ αὐστριακὸς
Στέφαν Τσβάϊχ σημειώνει:
«Σὲ μιὰ μακροχρόνια θεραπεία δημιουργεῖται μοιραία
μιὰ ὁρισμένη, μιὰ εἰδικὴ ἐπαφή, ἀνάμεσα στὸν γιατρὸ καὶ τὸν ἄρρωστο. Σ’ αὐτὴ τὴ
σχέση ἡ ἐμπιστοσύνη ἀνακατεύεται μὲ τὴν δυσπιστία: ἡ μία ἐναλλάσσεται μὲ τὴν ἄλλη,
ἡ ἕλξη μὲ τὴν ἄπωση, καὶ φυσικὰ τὸ μεῖγμα ἀλλάζει κάθε φορά [...] ἀλληλεπιδράσεις
περίεργες μὲ τὸν ἀσθενὴ νὰ νοιώθει πὼς ὑποφέρει νὰ τὸν ἀγαποῦν χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ
θέλει».
Καὶ ἀκολουθοῦν,
πάλι μὲ τὴν ἴδια προσέγγιση, καὶ τὰ ἄλλα πρόσωπα: αὐτὰ ποὺ περιβάλλουν τὸν ἀσθενή.
Ἡ
οἰκογενειακὴ ζωὴ στὴν Ἀθήνα, στὴν Κυψέλη ἦταν, τότε, σχεδὸν αὐτονόητη κατάσταση
καὶ κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τυχὸν τολμητίες ἑνὸς ἄλλου μοντέλου ζωῆς καὶ
διαβίωσης, δὲν ἦταν ἀποδεκτή· προκαλοῦσε ἀντιδράσεις.
Στὶς
εὐρυάγυιες ὁδοὺς τῆς πόλης, τῆς συνοικίας τους, κυριαρχοῦν τὰ γοητευτικὰ ‒ἂν καὶ λίγο ταλαιπωρημένα, ἀκόμη
καὶ τότε, ἀπὸ τὸ καυσαέριο‒
νεοκλασσικὰ κτίρια, μὲ τὶς ἀρτιστικὲς εἰσόδους τους καὶ τοὺς εὑρηματικὰ περίτεχνους
ἐξῶστες τους. Καλλιτεχνικὰ ἐργαστήρια, τὸ φωτογραφεῖο Elite, τὸ θρυλικὸ Select
μὲ τὰ παγωτά του, ἡ
στοὰ τοῦ Mπροντγουέυ μὲ τὸ βιβλιοπωλεῖο της,
ἡ Φωκίωνος Νέγρη μὲ τὸν Paesano της,
οἱ λόγιοι καὶ καλλιτέχνες κάτοικοί της (Ἐμπειρίκος, ’Εγγονόπουλος, Ἐλύτης, Ἄννα Καλουτᾶ), οἱ ἁγιογραφίες τοῦ Κόντογλου
στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, συνθέτουν ἕνα δίκτυο ψυχαγωγίας καὶ πολιτισμοῦ, ποὺ
γοητεύει τὴν νεαρὴ Μαρκέλλα: νέα μὲ καλλιτεχνικὲς καὶ γενικότερες πνευματικὲς ἀνησυχίες,
ἀπὸ μαθήτρια ἀκόμη, ὅταν πάσχιζε νὰ διακρίνει τὰ βήματα τόσων ἀνθρώπων.
Ὅλα
αὐτὰ ἀποτελοῦν ὅσα πολὺ εὔστοχα σημειώνει ὁ Νίκος Βατόπουλος ὡς τὴν
«τελετουργία τῆς καθημερινότητας». Μιὰ καθημερινότητα ὅπου σχολιάζονται οἱ
σχέσεις ἀσθενοῦς-ἰατροῦ, ἀσθενοῦς-φροντιστοῦ μὲ τὰ ἠθικὰ διλημματα ποὺ τὶς
συνοδεύουν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀσθενοῦς μὲ τὸ εὐρύτερο οἰκογενειακό-συγγενικό του
περιβάλλον.
Τὰ γράμματα λοιπὸν ἔρχονται καὶ ἀναπλάθουν
αὐτὴν τὴν καθημερινότητα, ἀναπαριστοῦν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο ἐπιστολογράφων καὶ παραληπτῶν,
ὅπως ἕνα δεύτερο ταξείδι στὸν ἴδιο τόπο, ὡς «δεύτερος πλοῦς», μὲ μουσικὴ
συνοδεία τοὺς ἤχους ἀπὸ ἔργα τοῦ Erik Satie. Ἕνας δεύτερος πλοῦς λοιπὸν τὰ
γράμματα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν πρῶτο πλοῦν τῆς διὰ ζώσης συνομιλίας, ποὺ ἀποκαλύπτει
καὶ ἄλλες πλευρὲς τοῦ χαρακτῆρα καὶ τῆς δράσης τῶν ἡρώων, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν
δυνατὸν ἢ δὲν εἶχαν ὠριμάσει γιὰ νὰ φανερωθοῦν. Τὸ σημειώνει κι ὁ λόγιος τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ἱερομόναχος
Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729), γράφοντας σὲ παραλήπτη μιᾶς ἐπιστολῆς του στὰ 1718
:
«Ζῶσαν
φωνὴν καὶ διὰ στόματος μᾶλλον γινομένην ὁμιλίαν ἐχρειαζόμουν, διὰ νὰ συνομιλήσω
μὲ τὴν ἁγιωσύνην σου. Ἀλλὰ τί νὰ κάμω; Ἐγὼ αὐτοῦ νὰ ἔλθω δὲν δύνομαι [...]. Διὰ
τοῦτο, μή δυνάμενος νὰ ἔχω τὸν πρῶτον, μεταχειρίζομαι (καθὼς λέγουσι) τὸν
δεύτερον πλοῦν. Τίς δὲ οὗτος; Ἡ διὰ γράμματος δῆλον ὅτι συντυχία τε καὶ διάλεξις».
Ἡ
Μαρκέλλα, διαβάζει μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὴν ἀλληλογραφία τῶν γονέων της καὶ σὲ συνάφεια
μὲ τὶς προσωπικές της μαρτυρίες καὶ ἐνθυμήσεις, τὶς δικές της βιωματικὲς
καταθέσεις, ἐμφανίζει παραστατικὰ τὸν ψυχικό, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν
γεννητόρων της καὶ τῶν μελῶν τοῦ περιβάλλοντός τους· τώρα ποὺ ἀπουσιάζει ὁριστικὰ
ἡ φυσική τους παρουσία
Κατὰ τὸν Γόρδιο καὶ πάλι:
«Τὰ γράμματα [...] εἰκόνας τὰ ὀνομάζουν οἱ παλαιοὶ σοφοὶ
τῶν ψυχῶν, ὡσὰν ὁποῦ εἰκονίζουν καὶ φανερώνουν τῆς μιᾶς ψυχῆς πρὸς τὴν ἄλλην τὰ
διανοήματα καὶ τὰ βουλεύματα».
Αὐτὲς τὶς εἰκόνες, ἀναμάγματα ψυχῶν τῶν προσώπων, ‒μαζὶ μὲ τὴ δική της εἰκόνα‒ πραγματεύεται καὶ παρουσιάζει στὸν ἀναγνώστη ἡ δημιουργὸς τοῦ Μπορντὼ στὴν Κυψέλη· καὶ ἀτενίζοντας αὐτὰ τὰ πρόσωπα ποὺ στοιχειώνουν τὴ μνήμη της, κανοναρχεῖ, δραματουργικῷ τῷ τρόπῳ, τὴ διαδρομή τους στὸν χρόνο καὶ τοὺς τόπους ὅπου ἔζησαν καὶ ἔδρασαν. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὴν διαλέγουν οἱ μορφὲς καὶ τὰ γεγονότα ὡς ἀφήγητή τους· αὐτὴν ἡ ὁποία ἔχει τὴ λεπτὴ ἱκανότητα νὰ "ἀκούει" καὶ νὰ "βλέπει"· γιὰ νὰ διηγεῖται, νὰ δημιουργεῖ μὲ τὴ γραφίδα της. Ὅλα συμβαίνουν μέσα της. Τὰ ὅσα διηγεῖται ὑπαγορεύονται μέσα της ἀπὸ ἄλλες δυνάμεις, ἐσωτερικές· ποὺ τῆς τὰ ἐξομολογοῦνται, τῆς τὰ ἐξαγορεύονται· διότι, τελικά: ἡ ἀρρώστια διηγεῖται τὰ πάθη τῶν χαρακτήρων τοῦ ἔργου.
Κωνσταντῖνος
Σπ. Τσιώλης
Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας [τῶν Γρεβενῶν], φ. 1092, σ. 15-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου