Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Ο ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ ΣΤΗ ΣΥΡΟ*

                              «Ὁ ἀνδριὰς τοῦ Μιαούλη»                                       

                                  Μ. (=Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης) 

                              Ὁ ἀνδριάντας τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη 

στὴν ὁμώνυμη (πρών Λεωτσάκου) πλατεία τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου.

Τὴν Κυριακή, 23η Ἀπριλίου 1889 πραγματοποιοῦνται στὴν κεντρικὴ ἱστορικὴ πλατεία τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου, στὴν πλατεία Λεωτσάκου (νῦν Μιαούλη), στὴν κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη «πολὺ καθαρὰ καὶ πολὺ συγυρισμένη μονάκριβη πλατεία τῆς νήσου», τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντα τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη, ἀγωνιστὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἡ ἡμερομηνία τῶν ἀποκαλυπτηρίων συμπίπτει μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὁπότε ἄγει τὰ ὀνομαστήριά του ὁ Γεώργιος ὁ Α΄, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὴ βασιλικὴ οἰκογένεια καὶ πολλοὺς ἐπισήμους ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἶχαν παραστεῖ στὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἀλλὰ καὶ τὶς πολλὲς συνοδὲς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ σπουδαῖο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γεγονός, ὁ Ἀλεξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι τοῦ Σαββάτου 11 Μαρτίου 1889, πρωτοσέλιδα μάλιστα, ἐκτενὲς ἄρθρο του μὲ τίτλο: «Ὁ ἀνδριὰς τοῦ Μιαούλη», τὸ ὁποῖο ὑπογράφει ὡς «Μ.»· μία ἀπὸ τὶς δημοσιογραφικὲς ὑπογραφές του.

Ἡ μνεία τοῦ Σταματίου Πρωΐου
ὡς χορηγοῦ φιλοτέχνησης τοῦ ἀνδριάντα
 

Μὲ περίτεχνα λεκτικὰ σχήματα, ποὺ γοητεύουν τὸν ἀναγνώστη, ὁ Σκιαθίτης λόγιος περιγράφει τὶς φυσικὲς καλλονὲς καὶ χάρες τοῦ κυκλαδίτικου νησιοῦ, τῆς Σύρου, «τῆς βασίλισσας τῶν Κυκλάδων» ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, μὲ τὴν Ἑρμούπολή της· τὸ μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ βιομηχανικὸ λιμάνι τῆς Μεσογείου μὲ τὰ ἐργοστάσιά της καὶ τὸ ὀνομαστὸ ναυπηγεῖο της:

«πλουσία καὶ ἐμπορικὴ πόλις ἡ ἀνθηρὰ Ἑρμούπολις, πλήρης ζωῆς καὶ κινήσεως»

Οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων σὲ θάλασσα καὶ στεριὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 συνετέλεσαν στὴν ἔνταξη τῆς Σύρου στὸν ἐλεύθερο ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ἔφεραν ἐμπορικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ δραστηριότητα στὸ νησί, ἡ ὁποία ἔφερε ἀνάπτυξη ὄχι μόνο στὴ Σύρο ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ὁ χορηγὸς τοῦ ἀνδριάντα  
Σταμάτιος Ἰω. Πρώϊος.

Ἡ Σύρος, εὐγνωμονοῦσα, τιμᾶ τὸν ἀγῶνα τοῦ Ὑδραίου ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη  μὲ ἀνδριάντα του στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Ἑρμουπόλεως, διὰ χορηγίας μὲ διαθήκη τοῦ ἐκ Χίου καταγομένου Σταματίου Πρωΐου, ὡς ἐλάχιστη ὀφειλομένη τιμὴ σὲ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴ ναυτική του δράση κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγῶνος ἐπέτυχε νά:

«ἀνοίξωσι τὰς ἐμπορικὰς τοῦ ἔθνους ὁδούς, τὰς ὁποίας κεκλεισμένας ἡ πολυχρόνιος δουλεία κατεῖχεν».

Καὶ ἡ Σύρος, ἀπὸ ἕνας «ξηρὸς βράχος»:

«μετεβλήθη εἰς κομψὴν τῆς Ἑλλάδος πόλιν, ἀναπτύξασαν ἐμπόριον μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν, ἀντιπρόσωποι τῶν ὁποίων δὶς τοῦ ἔτους συγκεντροῦνται ἐν τῇ πλουσίᾳ ἀγορᾷ τῆς πλουσίας νήσου, ἥτις ἀπέβη οὕτως ἡ ἐμπορικὴ τῆς Ἑλλάδος καρδία».

Πράγματι, ὁ Σταμάτιος Πρώιος, Χίιος ἐγκατεστημένος στὴ Σύρο, κληροδότησε 20.000 δρχ. γιὰ νὰ στηθεῖ, στὴν Πλατεία Λεωτσάκου, μαρμάρινος ἀνδριάντας «ἀνδρὸς διαπρέψαντος κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγώνα τοῦ 1821 κατὰ θάλασσαν ἢ κατὰ ξηράν».

Τὸ πρόγραμμα τῆς τελετῆς 
τῶν ἀποκαλυπτηρίων τοῦ
ἀνδριάντα τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη· 
 ἐφ. Ἐφημερὶς Ἑρμουπόλεως,
φ.13.4 .1889.

Ὁ Μωραϊτίδης παραθέτει καὶ τὸ περιστατικὸ τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς τοῦ Μιαούλη, ὅταν κλινήρη καὶ ἀσθενῶν στὴν κατοικία του τὸν ἐπισκέπτεται, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1835, ὁ Ὄθων καὶ παραθέτει τὴν τελευταία ἐπιθυμία του πρὸς τὸν ἄνακτα:

«Σὲ συσταίνω βασιλεῦ, εἶπεν ὁ ἐκπνέων ναύαρχος, σὲ συσταίνω τοὺς συναγωνιστάς μου, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν ὄχι μόνον μὲ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ μὲ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ἕως οὗ ἴδουν νὰ λάμψῃ εὐτυχὴς ἡ ἡμέρα τῆς ἀναγορεύσεώς σου εἰς τὸν ἑλληνικὸν θρόνον».

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρώτη φορὰ τὴ Σύρο τὸ 1869, νεαρὸς ὤν, ἐπισκεπτόμενος τὸν θεῖο του, τὸν Γέροντα Διονύσιο τὸν Λογιώτατο (Σκιάθος 1802-1887), ὁ ὁποῖος διακονοῦσε τὸ μονύδριο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Ἀληθινὴ τῆς Ἄνω Σύρου καὶ διατέλεσε πνευματικὸς τῶν Συριανῶν γιὰ δεκαέξι συναπτὰ ἔτη (1866-1882). Ὁ Διονύσιος εἶχε στενὴ σχέση μὲ τὴν Ὕδρα, τὴν γενέτειρα τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη, καὶ φαίνεται νὰ διατηροῦσε ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ναυάρχου καθὼς ὁ γιός του Ἀθανάσιος Μιαούλης (1815-1867), στρατιωτικὸς καὶ πρωθυπουγὸς τῆς Ἑλλάδος (13 Νοε. 1857-26 Μαΐου 1862), εἶχε φροντίσει τὸ 1862 νὰ μεταφερθεῖ ὁ Διονύσιος ἀπὸ τὴ Θήρα, τόπο ἐξορίας του στὴν Ὕδρα, ὅπου ἀναλαμβάνει ἐκεῖ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὡς:

«κήρυκας τοῦ θείου λόγου ἀκούραστος. Ἐπισκευάζει ἐκεῖ μονύδριόν τι, τὸν Ἅγιον Νικόλαον καὶ προσελκύει πᾶσαν τῆς Ὑδραϊκῆς ἀριστοκρατίας τὴν ἐμπιστοσύνην».

Ἀλέξανδρος Δημ. Μωραϊτίδης (1850-1929).
Σχέδιο (2019) τῆς Φρειδερίκης Ξενίδου. 

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴν Ὕδρα τὸν Αὔγουστο τοῦ 1876 καὶ γράφει σχετικὰ γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν Ναύαρχο Μιαούλη:

 

«Τὸ ξηρὸν τῆς νήσου καὶ ἐπιβάλλον οὕτως εἰπεῖν ἐνεχαράχθη εἰς τὸν χαρακτῆρα τῶν κατοίκων, οἵτινες ὑπῆρξαν ἐν ταῖς θαλάσσαις ὅπως μία ὕφαλος, εἷς σκόπελος. Ἀκόμη καὶ τώρα δὲ θεωρῶν ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ πρὸς τὴν ὑψηλὴν Κιάφαν,ἴσως παρομοιάσῃς βράχον τινὰ ἀπότομον καὶ ὑπερήφανον ἐν τῷ ὕψει, πρὸς ἕναν Μιαούλην, πρὸς ἕνα Ὑδραῖον. Ὕδρα καύχημα τοῦ ἔθνους, Ὕδρα πέτρινη φωλιά, λέγει ὁ ποιητὴς καὶ λέγει ὅ,τι εἶδε [...] Ἡ Ὕδρα θὰ μείνῃ μετὰ καιρὸν ἡ ἱερὰ Ἀκρόπολις τῶν νήσων, ὁ Παρθενὼν τῆς θαλάσσης, Ἐδῶ, θὰ λέγουν, ἦτο τὸ σπίτι τοῦ Κουντουριώτη, ἐδῶ ἦτο τὸ σπίτι τοῦ Μιαούλη, ἐδῶ τὸ σπίτι τοῦ Γκίκα, καὶ καθ’ ἑξῆς».

 

Ὁ Μωραϊτίδης ἐπισκέφθηκε τὸ νησὶ τῆς Σύρου καὶ τὸ 1902 ὁπότε καὶ εἶδε τὸν ἀνδριάντα τοῦ Μιαούλη ὅπως σημειώνει στὰ ταξιδιωτικά του, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα:

 

«Ὁ κατάλευκος ἀνδριὰς τοῦ ναυάρχου Μιαούλη, ἔχων τὸ ἀέτειον βλέμμα του ἐστραμμένον πρὸς τὴν θάλασσα».

 

Σχέδια τῆς τελετῆς τῶν Ἀποκαλυπτηρίων 

ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα Τὸ Ἄστυ, φ. 30.4.1889. 

[1. Ἀν. Μιαούλης 2. Εἰς τὸ Νεώριον, 

3. Τὰ Ἀποκαλυπτήρια, 4. Φωταψίαι,

 5. Πλατεία Μητροπόλεως, 6. Σταμ. Πρώϊος].

Ὁ ἀνδριάντας τοῦ Μιαούλη,ἑπομένως, θὰ εἶναι τόπος ἀπότισης τιμῆς, ἀπ’ ὅλες τὶς πόλεις καὶ ὅλους τοὺς τόπους τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιὰ τὸν κατὰ θάλασσαν ἀγώνα τοῦ Ὑδραίου ναυάρχου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

                                             «O ANΔΡΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 11.3.1889.

 


Ὅπου ὡς εὔμορφα θαλασσοπούλια παίζουσι μὲ τὰ κύματα χορεύουσαι αἱ χαρίεσσαι Κυκλάδες, ἀνακύπτουσαι μὲ τὰ εὐωδιάζοντα ἐκ τοῦ θαλασσινοῦ μύρου πτερά των καὶ πάλιν ἀφανιζόμεναι εἰς τὸν λευκὸν ἀφρὸν τοῦ φαιδροῦ πελάγους, ἐκεῖ εἰς τὸ κέντρον τοῦ νησιωτικοῦ χοροῦ, ὅπου αἱ θαλασσσιναὶ αὖραι ὀξέως περῶσαι διὰ τῶν ποικίλων πορθμῶν καὶ πόρων ψάλλουσι μετὰ χάριτος τοῦ χοροῦ τὸ ᾆσμα, ἐκεῖ καλούμεθα εἰς τὴν ἐθνικὴν πανήγυριν, εἰς τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντος τοῦ Μιαούλη.

*

Ἡ Σύρος, ἡ φαλακρὰ τῶν Κυκλάδων βασίλισσα εἶναι ἡ εὐδαίμων ἀντιπρόσωπος τοῦ θαλασσινοῦ ἐμπορίου τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Μετὰ τὸν μέγαν ἀγῶνα, ἀφοῦ εἰς τὰς ἑλληνικὰς θαλάσσας ὑψώθη ἡ ἐθνικὴ σημαία, κηρύτουσσα διὰ τῶν νήσων καὶ τῶν ἀκτῶν ὅτι ἀνοικταὶ εἶναι πλέον αἱ ὁδοὶ τῆς εὐημερίας καὶ τῆς ἐμπορικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἔθνους, εἰς τὴν Σύρον ἱδρύθη ἡ μεγάλη ἐμπορικὴ ἀποθήκη, ἀπὸ τῆς ὁποίας τόσα ἔτη τώρα προμηθεύονται αἱ ἐπαρχίαι τὰ ποικίλα τοῦ βίου χρειώδη. Ἐπὶ τῆς ἐρήμου καὶ βραχώδους ἐκείνης ἀκτῆς ἀνηγέρθησαν μακρὰ καὶ πλούσια ἐργοστάσια, καὶ ἐντὸς πεντηκονταετίας ἀνέκυψεν ἐπὶ τῶν ἀνωφερῶν ἐκείνων βράχων πλουσία καὶ ἐμπορικὴ πόλις ἡ ἀνθηρὰ Ἑρμούπολις, πλήρης ζωῆς καὶ κινήσεως. Ἐν τῷ εὐρυχώρῳ λιμένι αὐτῆς καταπλέουσιν ἀπὸ τῶν ἐσχατιῶν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης εὐμεγέθη ἀτμόπλοια, ἐκφορτώνοντα τοῦ πολιτισμοῦ τὰ δῶρα καὶ τὸ ἀπέραντον ναυπηγεῖον της ὑπῆρξεν ἡ πρώτη καὶ εὐρεία κοιτὶς τοῦ Ἐμπορικοῦ τῆς Ἑλλάδος ναυτικοῦ, ὅπερ ἀναπτύσσει εὐφροσύνως εἰς ὅλας τὰς θαλάσσας τὴν σημαίαν του, φέρον παντοῦ τὴν εἴδησιν ὅτι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον Ἑλλὰς ἐλευθέρα. Ὤ, ποία ἀναπαυτικὴ ὑπερηφάνεια γεννᾶται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἕλληνος ὅταν εὑρεθῇ ἐν τῇ ξένῃ, εἰς κανένα ἐκ τῶν πολυθορύβων τῆς Μεσογείου λιμένων καὶ ἴδῃ ἐπὶ τοσούτων ἱστῶν κυματίζουσαν τὴν κυανόλευκον τῆς Πατρίδος σημαίαν!

**

Τὸ μεσημέριον, ὅταν διακοπῇ ἐκείνη ἠ ἐπίπονος ἐργασία ἐν τῷ τελωνείῳ, ὅταν οἱ ἔμποροι οἱ ἀεικίνητοι τῆς Σύρου ἐκεῖνοι, οἱ πολυτάλαντοι, οἱ καθήμενοι ἐπάνω εἰς τὰ ὀγκώδη τῶν ἐμπορευμάτων δέματα, προγευματίζουσι προχείρως, τρώγοντες ἐπὶ ποδὸς ἐκεῖ τὸ τυρόψωμον, σπεύδοντες νὰ ἐπαναρχίσωσι πάλιν τὴν ἀτελείωτον ἐμπορικὴν ἐργασίαν των, δυνάμεθα νὰ συλλογισθῶμεν ἐκείνους οἵτινες ἐμόχθησαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς, ἥτις μᾶς ἐχάρισε τὴν ἐμπορικὴν αὐτὴν ζωὴν καὶ ἀνάπτυξιν, τὰς πρώτας βάσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ τῆς κοινωνικῆς μορφώσεως. Καὶ δὲν εἶναι δύσκολος διὰ τὸν κάτοικον τῆς Σύρου ἡ τοιαύτη σκέψις. Τὰ λευκὰ τοῦ Αἰγαίου κύματα, ἐρχόμενα νὰ θραυσθῶσι καὶ ἐκπνεύσωσιν ἐπὶ τῶν βράχων τῆς εὐδαίμονος νήσου, ποσάκις δὲν ἔρριψαν ἐκεῖ θραύσματα τῶν ἐχθρικῶν πλοίων ἅτινα ἔμπροσθεν τῆς Χίου καὶ τῆς Μυτιλήνης συνετρίβησαν κατὰ τὰς ἐνδόξους ἐκείνας ἡμέρας; Δὲν εἶναι λοιπὸν παράδοξον ὅτι ἡ νῆσος αὕτη πρώτη ἔρχεται νὰ ὑπομνήσῃ εἰς τοὺς Ἕλληνας ὀφειλομένην χάριν καὶ νὰ καλέσῃ αὐτοὺς εἰς ἐθνικὴν πανήγυριν. Πρώτη ἔκφρασις τῆς εὐγνωμοσύνης ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι ἡ ἐπίσημος κήρυξις τῆς ἀρετῆς ἐκείνων, εἰς οὓς ὀφείλομεν τὴν ἐλευθερίαν μας καὶ τὴν ὕπαρξίν μας.

***

Ἦτο Ἰούνιος τοῦ 1835. Ὁ ναύαρχος ἄγων τὸ 66ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, καταβεβλημένος ὑπὸ τῶν πολυετῶν θαλασσίων ἀγώνων καὶ τῶν δεινῶν τοσούτων  ναυμαχιῶν ἔκειτο ἀσθενῶν ἐν τῇ κλίνῃ. Ὁ θάνατος ἐπλησίασε νὰ κλείσῃ τὰ ὑπερήφανα ἐκεῖνα βλέφαρα, ἅτινα δὲν ἐτόλμησε νὰ κλείσῃ ὁ καπνὸς ἀγρίων ναυμαχιῶν καὶ κυμάτων. Μίαν ἡμέραν βασιλικὰ ὡραῖα ὀχήματα ἐσταμάτησαν πρὸς τῆς "Ὡραίας Ἑλλάδος" ἀπέναντι τῆς ὁποίας ὁ ναύαρχος κατῴκει. Ὁ βασιλεὺς Ὄθων ἔσπευσε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν ἀνδρεῖον παλαιστὴν καὶ ἔνδοξον ναυμάχον:

«Σὲ συσταίνω βασιλεῦ, εἶπεν ὁ ἐκπνέων ναύαρχος, σὲ συσταίνω τοὺς συναγωνιστάς μου, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν ὄχι μόνον μὲ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ μὲ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ἕως οὗ ἴδουν νὰ λάμψῃ εὐτυχὴς ἡ ἡμέρα τῆς ἀναγορεύσεώς σου εἰς τὸν ἑλληνικὸν θρόνον, τὸ μέλλον τοῦ ὁποίου μὲ συνοδεύει εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν ὡς ἡ γλυκυτέρα παρηγορία».

Καὶ ὁ γέρων Σταμάτιος Ἰω. Πρώϊος, εὐγενὴς τὴν καρδίαν Ἑρμουπολίτης μέλλων ν’ ἀποθάνῃ, καταλείπει διαθήκην, κελεύων ν’ ἀνεγερθῇ δι’ ἐξόδων του ὁ ἀνδριὰς ἑνὸς τῶν διαπρεπεστέρων θαλασσινῶν ἀγωνιστῶν τῆς Πατρίδος. Καλεῖ τὸ Δημοτικὸν Συμβούλιον ὡς νὰ τοῦ λέγῃ: "Βλέπεις τὴν ἐμπορικὴν κίνησιν, τὸν ἐθνικὸν πλοῦτον καὶ τὴν εὐημερίαν τῆς πόλεως. Ἦτο ξηρὸς βράχος καὶ μεταβλήθη εἰς κομψὴν τῆς Ἑλλάδος πόλιν, ἀναπτύξασαν ἐμπόριον μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν, ἀντιπρόσωποι τῶν ὁποίων δὶς τοῦ ἔτους συγκεντροῦνται ἐν τῇ πλουσίᾳ ἀγορᾷ τῆς πλουσίας νήσου, ἥτις ἀπέβη οὕτως ἡ ἐμπορικὴ τῆς Ἑλλάδος καρδία. Μὴ λησμονῇς ἐκείνους, οἵτινες μὲ πεῖσμα καὶ δίψαν ἠγωνίσθησαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως ἀνοίξωσι τὰς ἐμπορικὰς τοῦ ἔθνους ὁδούς, τὰς ὁποίας κεκλεισμένας ἡ πολυχρόνιος δουλεία κατεῖχεν. Ἀποθνήσκω μὲ τὴν παρηγορίαν ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη αὕτη μαρμαρίνη θὰ ὑψωθῇ ἐν τῇ ὡραίᾳ Σύρῳ, ὅπως οἱ νεώτεροι βλέποντες πόσον τιμᾶται εἰς τὸν κόσμον ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ αὐτοθυσία φιλοτιμῶνται καὶ αὐτοὶ δι’ ὁμοίων πράξεων νὰ αὐξήσωσι τὴν Πατρίδα, δι’ ἄλλων ἀγώνων των ἐθνικῶν ἀνεγείροντες καὶ ἄλλας πόλεις, κέντρα εὐημερίας καὶ ἐμπορίου".

****

Τοιαῦται βεβαίως θὰ ἦσαν αἱ εὐγενεῖς σκέψεις τοῦ μακαρίτου Σ. Ι. Πρωΐου, καὶ ὅμοιαι αἱ τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Ἑρμουπόλεως, ὅπερ ἀπεφάσισε ν’ ἀνεγείρῃ ἐκεῖ τὸν ἀνδριάντα τοῦ διαπρεπεστάτου τῶν ναυάρχων, τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀοιδίμου ναυάρχου θὰ εὐφρανθῇ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, διότι καταλληλότερος τόπος πρὸς ἀνέγερσιν τοῦ μαρμαρίνου ἀνδριάντος του δὲν ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ. Ἐκεῖθεν μυστικῶς θὰ βλέπῃ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, θάλλουσαν καὶ ἀκμάζουσαν ἐμπορικῶς, ἀναπτυσσομένην ἐν βιωτικαῖς τέχναις καὶ εὐημεροῦσαν ἐν τῷ πολιτισμῷ, κεκτημένη ἐλευθέρας τὰς θαλασσίους ὁδούς, ὅπου ὁ ναύαρχος τοσάκις ἠγωνίσθη καταναυμαχῶν καὶ παλαίων. Δὶς τοῦ ἔτους, φθινόπωρον καὶ ἄνοιξιν, ἐξ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν ἐκεῖ συναθροιζόμενοι οἱ ἔμποροι, αἱ ὑλικαὶ αὐταὶ ψυχαὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν χωρίων, θὰ προσφέρωσιν τὸν σεβασμόν των πρὸς τὸ μαρμάρινον τοῦ
Ὑδραίου ναυάρχου ἀφομοίωμα, ἀναμιμνησκόμενοι τὰς κακοτυχίας καὶ τοὺς δεινοὺς ἀγῶνας  τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, οἵτινες διὰ τῆς καρτερίας καὶ τῆς τόλμης, διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος κατηγωνίσθησαν ἐνδόξως καὶ ἀσφαλῶς, ἀνιδρύσαντες τὴν ἐλευθέραν Πατρίδα ἐν δίψῃ καὶ πείνῃ. Ἤθελον νὰ ἔχω τοὺς μυστικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ὅπως ἴδω τὴν εὐφροσύνην, ἣν θὰ ἐλάμβανε τὸ ἄψυχον μάρμαρον, κυκλούμενον ὑπὸ τῶν τόσων τῆς Ἑλλάδος τέκνων, ὧν ἕκαστον θ’ ἀντιπροσωπεύῃ καὶ μίαν πόλιν της καὶ ἓν χωρίον της. Ὡραιοτέρα θέσις δι’αὐτὸ δὲν ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ.

*****

Ἐκεῖ ὅπου ὡς εὔμορφα θαλασσοπούλια παίζουσαι μὲ τὰ κύματα χορεύουσιν αἱ χαρίεσσαι Κυκλάδες, ἀνακύπτουσαι μὲ τὰ εὐωδιάζοντα ἐκ τοῦ θαλασσινοῦ μύρου πτερά των, ἐκεῖ εἰς τὸ κέντρον τοῦ χοροῦ, εἰς τὴν βραχώδη Σύρον, ἐκεῖ ὁ ἀνδριὰς τοῦ ναυάρχου ὡραιότερος θὰ στίλβῃ, λαμβάνων μυστικὴν χάριν ἀπὸ τῆς περὶ αὐτὸν ζωηρᾶς κινήσεως. Τὰ κύματα πλησίον εὐωδιάζοντα θὰ τὸν ραντίζωσι μὲ ἀχοὺς ἀπὸ τῶν ναυμαχιῶν του, ὁ καπνὸς τῶν ἐργοστασίων ὡς νέφος θὰ διέρχηται πρὸ τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ μετώπου ὅπερ ἡλιοκαὲς καὶ θαλασσοκτυπημένον θὰ παριστᾷ καὶ αἱ σημαῖαι τῶν ἑλληνικῶν πλοίων θὰ ῥίπτωσι δροσερὰν τὴν σκιάν των εἰς τὴν ὡραίαν πλατείαν ὅπου ὁ μαρμάρινος ἀνδριὰς τοῦ ναυάρχου θὰ ἵπταται.

Μ.»

Σημ.: περισσότερα γιὰ τὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων τοῦ ἀνδριάντος τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη στὴν πλατεία Λεωτσάκου τῆς Σύρου σὲ προσεχὴ ἀνακοίνωσή μας.

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1062, σ. 15-16, 29.3.2024.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου