Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ

 

Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης τῶν ἰσαποστόλων, μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη *

Στὸν π. Κωνσταντῖνο Ν. Καλλιανὸ

καὶ στὸν Κώστα Π. Κανέλλο,

γιὰ τὰ ὀνομαστήριά τους,  21.5.2021.

 

Μὲ ἀφορμὴ τὴ θρησκευτικὴ ἑορταστικὴ πανήγυρι τῶν ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης τῆς 21ης Μαΐου 1902, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929) δημοσιεύει, τὴν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς, χρονογράφημα στὴ ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, μὲ τίτλο «Ἀπὸ τὴν χθεσινὴν πανήγυριν. Τὰ δύο ὀνόματα» καὶ μὲ τὸ σύνηθες δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 22.5.1902, σ. 2.

Ὁ Α.Μ. συνδέει τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου μὲ ἐκείνη τοῦ ὁμωνύμου του μάρτυρος τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μὲ ἀναφορὰ στὶς ἐλπίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ φυσικὰ τοῦ ἰδίου, πὼς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τοῦ συμβόλου τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ μὲ τὴ θυσιαστικὴ πορεία τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῆς Ρωμιοσύνης, θὰ ὑψωθεῖ πάλι ὁ Σταυρὸς ἐπὶ τοῦ θόλου τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν ἄνασσα πασῶν τῶν πόλεων. Κοιτάζοντας, πιθανὸν ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ἐρεσσοῦ, ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κυρὰ-Χαραλάμπαινας, ἕναν ἐπίσης πιθανὸ τόπος κατοικίας τοῦ Α.Μ. στὴν Ἀθήνα τὰ μελιχρὰ φῶτα τοῦ κωδωνοστασίου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀκούει τὴν καμπάνα νὰ ἠχεῖ πανηγυρικά.

Τὸ καμπαναριὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου
Λυκαβηττοῦ· χορηγεία Ν. Θών.

Εἶναι γνωστὸ πὼς τὸ δεξιὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λυκαβηττοῦ εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς ἁγίους Κωνσταντῖνο καὶ Ἑλένη. Πόθος διακαὴς τοῦ  Μωραϊτίδη, ὅπως σημειώνει, εἶναι νὰ βρεθεῖ στὴν Πόλη τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ νὰ καταθέσει ἀνθοδέσμη ἀπὸ ρόδα Μαγιάτικα στὸν ἔρημο, ἄσημο τάφο τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Φαντάζεται ὅτι τὰ φωτεινὰ φαναράκια τοῦ κωδωνοστασίου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λυκαβηττοῦ σχηματίζουν στὸν οὐρανὸ μὲ γράμματα  τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», τὸ ἱστορικὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὰ γράμματα τῆς νίκης καὶ τῶν τροπαίων. Τοῦ φαινόταν ὅτι ὁ βαρύηχος ἦχος τῆς καμπάνας τοῦ κωδωνοστασίου ἀποκτοῦσε χαρακτῆρα ἀνθρώπινης ὁμιλίας λέγουσα παρηγορητικῶς:

 

Σώπασε, κυρά-Δέσποινα, σώπασε καὶ μὴ κλαίῃς,

πάλιν μὲ χρόνους μὲ καιρούς, πάλιν δικά μας εἶναι...

. Τὸ  παρεκκλήσιον τῶν ἰσαποστόλων
Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης τοῦ
ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λυκαβηττοῦ 

Ὁ Σκιαθίτης λόγιος, στὸ χρονογράφημά του, μνημονεύει καὶ τὸν τελευταῖο καὶ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν κτήτορα τοῦ Ναοῦ, τὸν Ἐμμανουὴλ Λουλουδάκη, «τὸν ἀθάνατο γέροντα τοῦ Λυκαβηττοῦ, τὸν πολιὸ γέροντα ἐρημίτη καὶ ἐξωραϊστὴ τοῦ Λυκαβηττοῦ, τὸν Μπάρμπα-Μανώλη Λουλουδάκη», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ. Πρόκειται γιὰ τὸν Κρητικῆς καταγωγῆς μοναχὸ Ἐμμανουὴλ Λουλουδάκη († 2 Νοεμβρίου 1901 ), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ τελευταῖος  κτήτωρ τοῦ ναοῦ καὶ μόναζε σὲ παρακείμενο κελλί. Μετὰ τὴν κοίμησή του ἐτάφη, κατ’ ἐπιθυμίαν του, δίπλα στὸν ναὸ καὶ τὸ ταφικό του μνημεῖο σώζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Α.Μ. τὸν εἶχε γνωρίσει καθὼς συχνὰ ἀνέβαινε στὴν κορυφὴ τοῦ Λυκαβητοῦ, τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ λόφου ἦταν «Ἀγχεσμός», καὶ ἀπὸ τὸ 1832 ἔλαβε τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ὄνομα «Λυκαβηττός».

 Ἐκεῖ, στὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, κατὰ τὰ λεγόμενά του, αἰσθάνεται «ἀνυψούμενος μὲ τὰ πτερὰ τοῦ βουνοῦ, ἀρκετοὺς πόδας ὑπεράνω τῶν τετριμμένων περιπάτων μας» καὶ ἀναπαύεται μὲ «τὸ γοητευτικότατον πανόραμα τῶν πέριξ, τὸ μεγαλοπρεπὲς πανόραμα τῆς Ἀττικῆς καὶ τοῦ Σαρωνικοῦ».  Κατὰ τὸν Μωραϊτίδη ὁ Ἐμμ. Λουλουδάκης εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς ἐνέργειές του καὶ τὶς εὐεργετικὲς γιὰ τὸν τόπο δράσεις του μετέτρεψε «τὸν σαθρὸν ἐκεῖνον ναΐσκον εἰς λαμπρὸν λιθόκτιστον, τρίκογχον καὶ  τρισύνθετον ναὸν ἀπὸ τοὺς καλουμένους τρισυπόστατους» καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὶς παρεμβάσεις του ἔσωσε ὅλον τὸν λόφο ἀπὸ τὴ δράση τῶν ἐργολάβων τῆς ἐποχῆς, ποὺ σκόπευαν μὲ τὰ φουρνέλλα τους νὰ ἰσοπεδώσουν καὶ νὰ μετατρέψουν σὲ λατομεῖο τὸν λόφο τοῦ Λυκαβηττοῦ, πρὸς ἄγραν πετρῶν γιὰ ἀνοικοδόμηση.

   Τὸν Ἐμμ. Λουλουδάκη, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοὺς γαλανοὺς καὶ τὴν ἀσκητικὴ μορφή,  γνώρισε κι ὁ λόγιος Καρπενησιώτης, ὁ Ἀγραφιώτικης καταγωγῆς Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940), ὁ ὁποῖος τὸν περιγράφει ὡς «δεσπότην τῆς ἐρημίας καὶ τοῦ βράχου, δοῦλον τοῦ Ἁγίου, ἐξωραϊστή, ποίησιν τοῦ Λυκαβηττοῦ», ἐνῶ δηλώνει πὼς αὐτὸς  εἶχε τὴν πρωτοβουλία νὰ κτιστεῖ τὸ ὑψηλὸ καμπαναριό, γιὰ νὰ ἀκούγονται οἱ ἰδιαίτεροι κωδωνισμοί του σ’ ὅλη τὴν Πρωτεύουσα. Μάλιστα, ὁ Παπαντωνίου ἀναφέρει γιὰ τὸν γέρο- Λουλουδάκη καὶ τὸν τάφο του, ὅτι:

 

«Ὁ φιλάρεσκος γέρος μὲ τὰ μακρυὰ λευκὰ μαλλιά, μὲ τὸ ἡμίψηλον...εἶχε κάμει τὸν τάφον του μόνος ὅταν ζοῦσε. Εἶναι ἕνα τεράστιον λίθινο μπαλκόνι κτισμένο ἀκριβῶς εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου. Βλέπει πρὸς τὴν πόλιν. Ἐκεῖ κοιμᾶται ὁ γέρος, εἰς μαυσωλεῖον, τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἐφαντάσθη γίγας ἢ κατακτητής».

 

 Ὁ τάφος τοῦ Ἐμμ. Λουλουδάκη
δίπλα στὸν ναὸ τοῦ
Ἁγίου Γεωργίου
στὸν Λυκαβηττό.  


Τὸ καμπαναριὸ κτίστηκε τελικὰ στὰ 1900 μὲ χορηγία τοῦ μεγαλοεπιχειρηματία Ν. Θών, ἐνῷ ἡ καμπάνα, ἡ ὁποία δὲν σώζεται σήμερα, ἦταν δωρεὰ τῆς βασίλισσας Ὄλγας καὶ τοποθετήθηκε τὸ 1902. Ἡ καμπάνα ἤχησε γιὰ πρώτη φορὰ στὶς 22 Ἀπριλίου 1902, στὸν ἑσπερινὸ τοῦ Ἁγίου. Ἦταν αὐτὸς ὁ βαρύκροτος ἦχος ποὺ περιγράφει ὁ Μωραϊτίδης ‒πὼς ἄκουσε γιὰ πρώτη φορά‒,  σὲ χρονογράφημά του στὶς 24 Ἀπρ. 1902, ὡς:

 

«ξυπνητῆρι βαρύκροτον θαρρεῖς, τοῦ γέρω-Λουλουδάκη, τοῦ ὁποίου οἱ ἦχοι μαλακά-μαλακά, ὡς βαθυφώνου μελῳδία, ἐκραδαίνοντο ἄνω τῶν στεγῶν τῆς κοιμωμένης πόλεως…»

 

Μάλιστα, ὁ  Ζαχ. Παπαντωνίου, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ Ἄττικὸ τοπίο ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ ἐπισκέπτης τῆς κορυφῆς τοῦ Λυκαβηττοῦ, ὁ προσκυνητὴς τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, δηλώνει γιὰ τὴν θέαση τοῦ Ὑμηττοῦ:

 

«Ὁ Ὑμηττὸς εἶχε τὸ αἰώνιον ἐκεῖνο ξάπλωμα, τὸ ἡδονικὸν ἐκεῖνο ἡμικαμπύλωμα χαϊδευομένης γάτας, μίαν ἀθάνατον ραθυμίαν ξενύχτη»

 

. Φορητὴ εἰκόνα (1894) τῶν ἁγίων 

Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης

 στὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσιον 

τοῦ ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λυκαβηττοῦ.


 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

«ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΘΕΣΙΝΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΝ

ΤΑ ΔΥΟ ΟΝΟΜΑΤΑ

 

Ὁ ἀθάνατος γέρων τοῦ Λυκαβητοῦ θορυβωδῶς πάλιν διαλάλησε τὴν χθεσινὴν πανήγυριν τῶν θεοσέπτων βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, εἰς τιμὴν τῶν ὁποίων καθιερώθη τὸ δεξιὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου παρεκκλήσιον. Ἄλλοτε, ὁσάκις ἐθεώρουν τὴν κωνικὴν τοῦ Λυκαβητοῦ κορυφὴν μὲ τὸν θόλον τοῦ ναΐσκου καὶ τὰ λοιπὰ κτίρια τὰ ὁποῖα ὡς προχώματα καὶ ὡς ἐπάλξεις φαίνονται κάτωθεν, ἔλεγον:

—Καὶ ὅμως κἄτι λείπει!... τοῦτο δὲ τὸ κἄτι τι ἦτο ὁλόκληρον κωδωνοστάσιον τὸ ὁποῖον ἐφέτος συνεπλήρωσε τόσον γραφικῶς καὶ τόσον θορυβωδῶς τὰ ἐπὶ τοῦ βουνοῦ κτίρια

· τώρα δὲν λείπει πλέον τίποτε, ἐκτὸς ἂν ὁ πολυμήχανος γέρων ἐπινοήσῃ κανὲν ἄλλο ἀκόμη, ἔξαφνα κανὲν ὡρολόγιον ὀξύφωνον, τὸ ὁποῖον νὰ κελαδῇ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω τὰς ὥρας εἰς ὅλην τὴν πόλιν. Χθὲς τὴν νύκτα ὡς ἦτο φωτισμένον τὸ κωδωνοστάσιον διὰ τὴν πανήγυριν ἐφαίνετο ὡς πολυέλαιος ἀπὸ τῶν Οὐρανῶν, αἰωρούμενος μαλακά, καθηδύνων τὴν ὅρασιν καὶ ἐπαναπαῦον τὴν καρδίαν τοῦ χριστιανοῦ, τοῦ ζῶντος εἰς τὴν ἀρχαίαν ἱστορίαν του:

—Πῶς νὰ ἔλαμπε τάχα τὸ ἐν τῷ οὐρανῷ φανὲν τότε σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖον μὲ τόσα τρόπαια ἐλάμπρυνε τὸν πρῶτον Χριστιανὸν βασιλέα!...

*

Τὸ ὄνομά του ἀσκεῖ ἰδιαιτέραν ἐπιρροὴν ἐπὶ τῶν ἐλπίδων τοῦ Γένους καὶ τῶν ἀναμνήσεών του. Καὶ ἂν δὲν τὸν ἀπηθανάτιζεν ἡ Ἐκκλησία, ἤθελε τὸν διαιωνίσει ἡ πόλις ἡ μαγική, ὁποῦ ἐπαναπαύεται ἐπὶ τῶν ἀνθέων καὶ τῶν κυμάτων, ἀθάνατος γόησσα, συγκεντροῦσα εἰς τὴν χρυσοκέντητον ποδιάν της τὰς ἐλπίδας μιᾶς ὅλης φυλῆς, ἡ ὁποία ὡς πρὸς πολικὸν ἀστέρα ἐμβλέπει, δειλῶς μὲν καὶ μὲ κἄποιον φόβον, ἀλλὰ πάντοτε ἐμβλέπει, ἐκεῖ ὅπου πρώτην φοράν, ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὰς ὑγρὰς κατακόμβας καὶ ὑπογείους κευθμῶνας, ὠχρὰ ὡς κατάδικος, καὶ μὲ αἱματωμένην τὴν βασιλικήν της πορφύραν ἀπὸ δέκα θηριώδεις διωγμούς, ἀλλὰ πλήρης πίστεως καὶ μὲ τὴν ἔκλαμπρον τῆς αὐτοθυσίας κορώναν, ἡ Πίστις τοῦ Χριστοῦ... ἐξελθοῦσα ἐλειτούργησε δημοσίᾳ, πρώτην φοράν, ὑπὸ τὴν τροπαιοφόρον αὐτοκρατορικὴν σκιάδα, τὴν ὁποίαν ἥπλωσε τόσον εὐλαβῶς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐνώπιον φυλῶν καὶ ἐθνῶν, ἐν χαρᾷ συνενωθέντων πλέον περὶ τὸ ὁλόχρυσον σύμβολον τοῦ Ἐσταυρωμένου, τὸ ὑψωθὲν ἐπὶ τοῦ θόλου τῆς Ἁγίας Σοφίας...

**

Καὶ ὅμως δὲν γνωρίζω διατὶ ὅταν εἰς τὴν πανήγυριν αὐτὴν τοῦ Ἁγίου ἀκούω τὸ ὄνομα θεοσέπτου ἄνακτος, δὲν γνωρίζω διατὶ ὁ νοῦς μου φέρεται πτερωτὸς πρὸς τὸν ἄλλον τοῦ ἁγίου Βασιλέως συνώνυμον, ἡ δὲ καρδία του ποθεῖ νὰ ἦτο δυνατὸν τὴν ἡμέραν αὐτὴν νὰ εὑρίσκετο μέσα εἰς τῆς Ἑπταλόφου τὸ κέντρον, εἰς τὰς μυρμηκιὰς τῶν κατακτητῶν, ὅπου ἐντὸς πενιχροῦ καὶ ρυπαροῦ περιβόλου, εἰς μίαν γωνίαν, ἔρημος καὶ ἀφεγγὴς δείκνυται ὁ τάφος τοῦ τελευταίου Βασιλέως τοῦ Γένους, χωρὶς μάρμαρα καὶ χωρὶς γραφήν, χωρὶς φανὸν νὰ φέγγῃ καὶ χωρὶς μίαν κἂν κυπάρισσον ἀπὸ τὰς τόσας τῆς Πόλεως νὰ τὸν σκιάζῃ...

Ἐκεῖ νὰ ἤμουν ἤθελα ν’ ἀναρτήσω ἀπὸ τὸν ἐγγὺς ἐρειπωμένον τοῖχον μίαν ἀνθοδέσμην ἀπὸ τοῦ Μαΐου τὰ ρόδα, τὰ ὁποῖα τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν ἄληστον, τὴν ἀποφράδα ἡμέραν, ἐβάφησαν μὲ τὸ αἷμα του τὸ μαρτυρικόν, ὅτε πληγωμένος μὲ τὴν σπάθην του συντετριμμένην ἐγύρισε παράφορος ἐν μέσῳ τῶν ἐκπεπληγμένων ἐκπολιορκητῶν φωνάζων:

—Δὲν ὑπάρχει κανεὶς χριστιανὸς νὰ πάρῃ τὸ κεφάλι μου;...

***

Μὲ αὐτὰς τὰς ἀναμνήσεις γεμᾶτος τὴν ψυχήν, ὅταν χθὲς τὴν νύκτα κυττάζων ἐθεώρουν τὰ μελιχρὰ τοῦ Λυκαβητοῦ φῶτα, τὰ ὁποῖα ὡς πολυέλαιος μοῦ ἐφαίνοντο αἰωρούμενος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐσχημάτιζον μὲ τὴν φαντασίαν μου, μὲ ὅλην τὴν ἀκρίβειαν, τὸ Σημεῖον τὸ ἱστορικόν, τὸ ὁποῖον ἐθώρησε μίαν φορὰν καὶ ἕναν καιρὸν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἰς τὸν οὐρανόν. Τὰ φωτεινὰ φαναράκια τοῦ  κωδωνοστασίου τοῦ Λυκαβητοῦ μοῦ ἐσχημάτιζον ὡς μὲ ἀστέρας τὰ μυστικὰ ἐκεῖνα γράμματα τῆς νίκης καὶ τῶν τροπαίων, τὰ ὁποῖα τόσον εἶχον ἐκθαμβώσει τὸν Ἰσαπόστολον Βασιλέα καὶ ὅταν ὁ κώδων ὁ βαρύηχος ἐκρότει πανηγυρικῶς ἐξεγείρων ὅλην τὴν πόλιν, ἀσυνήθιστον ἀκόμη ἀκόμη εἰς τοὺς ἤχους του καὶ διερωτῶσαν: τί εἶναι;... ἐγὼ ζῶν μέσα εἰς τὰς ἀναμνήσεις τοῦ Γένους τὰς ἱεράς, ἐσχημάτιζα λαλιὰν ἀπὸ τοὺς βαρεῖς ἐκείνους τῆς πανηγύρεως ἤχους, ὁποῦ κάποιον τἄχα ἐπαρηγόρει καὶ κάποιον ἐθώπευε μὲ μητρικὴν στοργήν:

Σώπασε, κυρά-Δέσποινα, σώπασε καὶ μὴ κλαίῃς,

πάλιν μὲ χρόνους μὲ καιρούς, πάλιν δικά μας εἶναι...

 

Ὁ ταξειδιώτης»

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης


*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 921/21.5.2021

1 σχόλιο:

  1. Κι Ἐσὺ πολύχρονος καὶ θεοφώτιστος, Κώστα μου Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν συγκινητικὴ τιμή π.κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή