Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Σαρανταήμερον»*

 

Στὴ διάρκεια τοῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901 ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος, 1850-1929) ἐπισκέφτηκε ‒σὲ δημοσιογραφικὴ ἀποστολή‒ τὸ Καρπενήσι καὶ καταγράφει τὶς ἐντυπώσεις του στὸ χρονογράφημά του «Ἀπὸ ποῦ πᾶν’ στὸ Καρπενήσι», ποὺ δημοσιεύεται  στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις στὶς 15 Ἰανουαρίου 1902. Τὴν ἴδια ἐποχή, στὶς 16 Νοε. 1901, ἀρθρογραφεῖ στὴν ἴδια ἐφημερίδα γιὰ τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰ ἔθιμά του.

"Ἡ ψυχὴ ἁγιάζεται, εἰρηνεύει καὶ πραΰνεται"

Μία ἡμέρα μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἁγίου καὶ ἱεροῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1901, στὶς 16 Νοεμβρίου, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις, στὴν πρώτη σελίδα, χρονογράφημα λαογραφικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ περιεχομένου μὲ τίτλο «Σαρανταήμερον». Τὸ ὑπογράφει μὲ τὸ συνηθισμένο δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης».

Σχέδιο σὲ χαρτόνι μὲ μολύβι
Διὰ χειρὸς Κωνσταντίνου Κουτούμπα (2009). 
"Σταλάξατε τὰ ὄρη τῆς Σκιάθου γλυκασμόν.
Καὶ ὁ βουνὸς τῆς Κουνιστρίας σκίρτα καὶ χόρευε".


Ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης φαίνεται πὼς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κατοικεῖ κοντὰ στὸν μικρὸ μεταβυζαντινὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Κυριακῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς καθὼς δηλώνει ὅτι κάθε πρωὶ τὸν ξυπνᾶ εὐχάριστα ὁ γλυκὺς ἦχος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ. Ἀναφέρεται, ἀκόμη, στὸν ἐκκλησιασμό του στὸ μικρὸ ναΰδριο τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, στὴν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων ἀπὸ τὸν ἱερέα καθὼς καὶ τὴν εὐλαβικὴ  προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἀπὸ τοὺς ἐργαζομένους στὴν περιοχή. Ὅμως, παρατηρεῖ πὼς ἡ φύσις καὶ ἡ πίστις τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀδύναμη. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ τὸ πρωῒ ἀνάβουν τὸ κερί τους καὶ ἀσπάζονται εὐλαβικὰ τὶς εἰκόνες, κατόπιν, στὸν τόπο ἐργασίας τους, παρασυρόμενοι ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ βιοπορισμοῦ, λησμονοῦν ἢ παραθεωροῦν ὅ,τι ἔπραξαν τὸ πρωῒ στὸν μικρὸ ναὸ τῆς Ἁγ. Κυριακῆς καὶ βλασφημοῦν ἀσεβῶς κατὰ ἱερῶν καὶ ὁσίων.   

Ἀναρωτιέται, τέλος, εὔλογα ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης:

 

Ἅγιον καὶ ἱερὸν Σαρανταήμερον, πόσες φορὲς τάχα ἀκόμη εἶναι γραμμένον νὰ ἐπαναληφθῇς ἕως οὗ ὅλος ὁ κόσμος νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του, καὶ νὰ μὴ ἀναβαίνωσι πλέον εἰς τὴν γλῶσσαν λέξεις βλασφημίας μολύνουσαι τὸ ἅγιον Βάπτισμα τοῦ ὀρθοδόξου!...

 

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 16.11.1901, σ. 1.
Ἐπίσης, σημειώνεται πὼς σύμφωνα μὲ ταξιδιωτικὸ ἄρθρο τοῦ Μωραϊτίδη, ποὺ δημοσιεύεται στὴν ἴδια ἐφημερίδα, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1902, ὅπου καταθέτει τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του στὸ Καρπενήσι, αὐτὸ τὸ ταξίδι πραγματοποιήθηκε στὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ σὲ ἄλλα χρονογραφήματά του ἀναφέρεται στὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων στὴν Ἀθήνα καὶ μὲ θλίψη παρατηρεῖ πὼς στὰ «Σύγχρονα Σαρανταήμερα», ὅπως τὰ ἀποκαλεῖ, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν ἴδια περίοδο στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴν Σκιάθο τὰ ἔθιμα, οἱ παραδόσεις καὶ ἡ θρησκευτικότητα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἔχουν, ἐν πολλοῖς,  χαθεῖ στὴ πρωτεύουσα πόλη τῶν Ἀθηνῶν.

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 16.11.1901, σ.1.

Στὸ Σαρανταήμερο ἀναφέρεται ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης καὶ στὸ διήγημά του «Χρυσῆ καδένα».

Ἡ Θωμαή, ἡ ἡρωίδα τοῦ διηγήματος :

 

«μεταβαίνουσα πρωὶ-βράδυ, ἤναπτε τὰ κανδήλια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἑνὸς μικροῦ ναΐσκου, παρὰ τὴν ἄμπελον, ὑπὸ τὴν σκιὰν ἐλαιῶν καὶ κυπαρίσσων, .... Ἤναπτε τὰ κανδήλια τοῦ ἁγίου, σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύκτες, ὅλον τὸ σαρανταήμερον. Ἤναπτε κηράκια πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ ἁγίου, εἰς τὸ ξύλινον μικρὸν μανουάλιον. Ἤναπτεν ἀνθρακιὰν ἐντὸς θραυσμένης κεράμου, κ᾿ ἐθυμίαζε τὸν μικρὸν ναΐσκον, σαράντα μέραις καὶ σαράντα νύκτες».   

 Ἡ ὁδὸς Ἀθηνᾶς περὶ τὸ 1865-1870, τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοῆλθε ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης στὴν Ἀθήνα ὡς μαθητής. Ἀριστερὰ διακρίνεται ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Κυριακῆς. Φωτογράφος: Marie-Claude Ferrier [Βλ. Χάρη Γιακουμῆ καὶ Τάσου Α. Ἀνδρέου «Μεταμορφώσεις τῶν Ἀθηνῶν, Φωτογραφικὸ Ὁδοιπορικό 1839-1950», ἐκδ. Kallimages 2014, σ. 143].


 Ὁ δὲ σύζυγός της, ὁ Λαλεμῆτρος ἀσθενήσας καὶ εὑρισκόμενος στὴν ἀλλοδαπή, βλέπει κάθε βράδυ ὅλο τὸ Σαρανταήμερο στὸν ὕπνο του τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ Σαρανταημέρου ἔρχεται ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ τὸν πάρει μὲ τὸ ἄλογό του, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του, στὴ σύζυγό του.  Ἐγειρόμενος ὁ Λαλεμῆτρος εἶχε ἰαθεῖ πλήρως:

 «Ἔκαμνα τότε τὸν σταυρόν μου καὶ ἐφιλοῦσα τὴν χρυσήν μου καδένα, καὶ παρακαλοῦσα τὸν ἅγιον Γεώργιον. Αὐτὸ ἐξηκολούθησεν ὁλόκληρον ἕνα σαρανταήμερον,....Τὴν ἡμέραν ὅμως ποὺ ἐτελείωνε τὸ σαρανταήμερο - θυμοῦμαι καλά· ὁ ἄρρωστος καὶ ὁ φιλάργυρος δὲν κάμνουν λάθος εἰς τὸ μέτρημα - βλέπω κ᾿ ἔρχεται, καθαρὰ-καθαρὰ πλέον, τὴν αὐγήν, ὁ ἅγιος Γεώργιος, στὸν ὕπνον μου....

   —Μὴ φοβᾶσαι, Λαλεμῆτρο! Ἀνέβα στὰ καπούλια, νὰ σὲ πάγω στὴν γυναῖκα σου! Παναγία μου! σὰν νὰ τὸν βλέπω ἀκόμη μπροστά μου.

Εἶπε καὶ ἔκαμε τὸν σταυρὸν τοῦ ὁ Λαλεμῆτρος καὶ εἶτα ἐξηκολούθησεν ἀμέσως:

Ἐξύπνησα. Στὰ μάτια μου ἔλαμψεν ἡμέρας φῶς. Εἶδα τὸν κόσμον. Εἶδα τὸν ἥλιον, εἶδα τὸ φῶς μου».

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟΝ

—Ντάν-Ντάν-Ντάν!

Πόσον γλυκά, πόσον μαλακὰ μ’ ἐξυπνᾷ ἡ καμπανίτσα τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ἡ γλυκειὰ καὶ μαλακή. Γλυκειὰ ὡς ἡ προσευχὴ καὶ μαλακὴ ὡς ἡ ὑμνῳδία...

— Ντάν-Ντάν-Ντάν!

Τοῦ ναΐσκου τοῦ μικροῦ τὰ κανδηλάκια λάμπουν, ὅλα ἀναμμένα μὲ πολὺ φῶς. Ὀλίγαι γερόντισσαι, ὄρθιαι προσελθοῦσαι, ἤναψαν τὰ κεράκια των καὶ προσεύχονται παρὰ τὸ ἅγιον βῆμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὁ λειτουργῶν ἐφημέριος ἐκτελεῖ τὰ τῆς «Προσκομιδῆς», μνημονεύων τὰ ὀνόματα μὲ φωνὴν ὡς ψύθιρον ἀκουομένην μουρμουριστικήν, ἀλλ’ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὑψῶν μεγαλοφωνότερον τὴν λαλιάν:

— Μνήσθητι, Κύριε!

Ἵσταται καὶ ἀναπνέει· ξαναλέγει μιὰ φορὰ ἀκόμη τὸ «Μνήσθητι Κύριε» καὶ πάλιν ἐπαναλαμβάνει τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ὀνομάτων ἀπὸ σημειωματαρίου:

— Γεωργίου, Δημητρίου, Πανώριας, Νικολάου, Εὐρυσθένους, Ὄρσας, Καλήτσας, Ἀγγέλως, Μεταξοῦς...

Ὀνόματα ποικίλα καὶ ποικιλοσχημάτιστα, ἀπὸ ὅλον τὸ ἁγιολόγιον μὲν ἐξηγμένα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν μυθολογίαν τὴν ἑλληνικὴν καὶ πρὸς τούτοις, ἄλλα περιεργόκλιτα, ἀπὸ τὴν ἁγνοτέραν δημοτικὴν γλωσσικὴν ἱστορίαν παρμένα, ἄλλα ἁπλῶς καὶ ἁπλοσχηματίστως, καὶ ἄλλα  πάλιν, φέροντα εἰς τὸν εὔμορφον τύπον των, ὅλην τὴν οἰκογενειακὴν στοργήν, μὲ τὴν ὡραίαν ὑποκοριστικὴν περιβολήν των, μὲ τὴν ὁποίαν τόσον παρθενικῶς γνωρίζει νὰ τὰ περιβάλλῃ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἡ χριστιανικὴ καρδία.

*

Εἶναι τὸ παπαδικὸν σημειωματάριον ἡ πληρεστέρα συλλογὴ τῶν ὀνομάτων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα τόσον καλά, μὲ ὅλους τοὺς γραμματικοὺς τύπους, καλλίτερα ἀπὸ πολλοὺς σοφούς, γνωρίζει νὰ κατασκευάζῃ,  ὁ σοφώτατος ἑλληνικὸς λαός, δρέπων τὰς εὐμορφοτέρας λέξεις, ἀπὸ ὅλην τὴν φυσικὴν ἱστορίαν, ὡς δρέπει ἡ μέλισσα τὸ μέλι τῶν καλλιτέρων ἀνθέων, καὶ ὡς συλλέγει ὁ ἁλιεὺς τοὺς ὡραιοτέρους μαργαρίτας ἀπὸ τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης...

**

Ἀφ’ ὅτου ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ τὸ βάπτισμα ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας, καθιερώθη ὡς ἱερὸς καὶ ἐπίσημος ἐν τοῖς θρησκευτικοῖς μας ἐθίμοις καὶ ταῖς ἐθνικαῖς παραδόσεσι. Μὲ σαράντα λειτουργίας πρέπει νὰ προπεμφθῇ ὁ νεκρὸς εἰς τὸν τάφον, ἐνῷ ἡ ψυχὴ σαράντα ἡμέρας πτερυγίζει περὶ τοὺς ζῶντας, ἐπισκεπτομένη τὰ προσφιλῆ της πρόσωπα, ἀοράτως, καὶ ἀγαπητούς της τόπους. Μὲ σαράντα λειτουργίας  πρέπει ὁ νεωστὶ χειροτονηθεὶς ἱερεὺς νὰ προσλάβῃ τὸ χρῖσμα τὸ ἱερὸν τοῦ παπᾶ, καὶ σαράντα ἡμέρες πρέπει νὰ νηστεύῃ ὁ νεοκούρευτος μοναχὸς προσμένων ἐν τῷ ναῷ μὲ τὰ σχήματά του καὶ μεταλαμβάνων. Σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἔμενεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον, μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, κάμνων τὰς θαυμαστὰς ἐκείνας ἐμφανίσεις του, καὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἔκλαιεν ἡ μαύρη χήρα τὰ κόλλυβα τοῦ ἀφέντου της ὁποῦ ἐπνίγη, πιστεύουσα ὅτι ἠμποροῦσε μία γοργώνα νὰ τῆς τὸν φέρῃ ζωντανόν, ὡς ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔφερνε τοὺς πνιγμένους βυθιζόμενος εἰς τὸν πυθμένα κάτω  καὶ ἀνάγων αὐτούς, καὶ σαράντα λειτουργίας πρέπει νὰ κάμνουν τὰ παιδιὰ τὰ ὀρφανὰ διὰ τὴν ψυχὴν τῆς μανούλας των, ὁποῦ ἀπέθανε χωρὶς νὰ μεταλάβῃ ἡ καϋμένη...

***

Ἔτσι ἄρχισε καὶ τὸ σαρανταλείτουργον ὁ ἐφημέριος τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, τῆς ὁποίας ἡ καμπανίτσα τόσον γλυκὰ καὶ τόσον μαλακὰ μ’ ἐξυπνᾷ πρωΐ-πρωΐ:

— Ντὰν-Ντὰν-Ντάν!

Εἶναι ὡραῖον, εἶναι γλυκύ, εἶναι μαλακὸν ν’ ἀκούῃ κανεὶς τὴν πρωϊνὴν λειτουργίαν, ὅλον τὸ Σαρανταήμερον. Ἡ ψυχή του ἁγιάζεται, εἰρηνεύει καὶ πραΰνεται Καὶ διέρχεται οὕτω μίαν ἡμέραν ἁγίαν, εἰρηνικὴν καὶ ὡραίαν, ἔχων ὅλην τὴν ἡμέραν ἐν τῇ ψυχῇ του τὸ τοῦ Δαυίδ:

 — Ἐγὼ δὲ εἶπα, Θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες.

 

****

Καὶ ὅταν εἰς τὸν ἁπλοῦν αὐτὸν γειτονικόν μου ναΐσκον βλέπω, πρωΐ-πρωΐ, νὰ ἐμβαίνουν οἱ ἐργατικοί, μὲ τὴν ποδιὰν τῆς ἐργασίας των, νὰ ἐμβαίνουν μὲ τόσον σεβασμόν, καὶ νὰ ἀνάπτουν μὲ τόσην κατάνυξιν τὸ κηράκι των, καὶ νὰ ἀσπάζωνται τὰς ἁγίας εἰκόνας μὲ τόσην εὐλάβειαν, μακαρίζω τον ἑλληνικὸν λαόν, ὅπου τόσον εἶναι πιστὸς εἰς τὰ πάτρια. Ἀλλ’ ὅταν μετ’ ὀλίγον, ἐκεῖ, παρὰ τὴν ὀχλοβοὴν τῆς ἀγορᾶς, μέσα εἰς τὰς δοσοληψίας καὶ τὰς συναλλαγάς, ἀκούσω βλασφημίας φοβερὰς ἀπὸ τὰ στόματα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐφίλησαν πρὸ μικροῦ τὰς ἁγίας εἰκόνας· βλασφημίας πρὸς τὸ ἄκουσμα τῶν ὁποίων ἀνατριχιάζει τοῦ χριστιανοῦ τὸ δέρμα, βλασφημίας βαρυτάτας κατὰ ἱερῶν καὶ ὁσίων, τότε λέγω μὲ λύπην:

— Ποῖοι λοιπὸν ἦσαν ἐκεῖνοι ὅπου μὲ τόσην κατάνυξιν ἤναψαν πρὸ μικροῦ τὸ κηράκι των εἰς τὸν ναΐσκον τὸν ἥσυχον τῆς ἁγίας Κυριακῆς...

*****

— Ντὰν-Ντὰν-Ντάν!

Ἅγιον καὶ ἱερὸν Σαρανταήμερον, πόσες φορὲς τάχα ἀκόμη εἶναι γραμμένον νὰ ἐπαναληφθῇς ἕως οὗ ὅλος ὁ κόσμος νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του, καὶ νὰ μὴ ἀναβαίνωσι πλέον εἰς τὴν γλῶσσαν λέξεις βλασφημίας μολύνουσαι τὸ ἅγιον Βάπτισμα τοῦ ὀρθοδόξου!...

Ὁ ταξειδιώτης

 Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Βρυξελλῶν τῆς Μακεδονίας, φ. 895, 20.11.2020, σ. 17-18.


1 σχόλιο:

  1. Παραμυθίας πρόσφορο...Ἰδαίτερα γιὰ τὶς μέρες μας, τὶς καχεκτικὲς καὶ ἔγκλειστες. Θέλαημα Θεοῦ...π.κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή