Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ (1792-1906)

 Ἡ Καθημερινή, 31.12.2021, σ. 6.

Ὁ «παπποῦς ὅλων τῶν Ἑλλήνων» καὶ οἱ φιλέλληνες.

[Στὴν ἐφημερίδα Ἡ Καθημερινὴ στὸ φύλλο τῆς Κυριακῆς, 31 Δεκεμβρίου 2021, στὴ σελίδα 6, στὴ στήλη «Ὑποθέσεις», δημοσιεύεται χρονογράφημα, ἐπίκαιρη λόγῳ τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἐπιφυλλίδα τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα, μὲ τίτλο "Ὁ «παπποῦς ὅλων τῶν Ἑλλήνων» καὶ οἱ φιλέλληνες", τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὸν ἰατρὸ-ἀγωνιστὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21 Ἀπόστολο Μαυρογένη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ὑπέργηρος, σὲ ἡλικία 114 ἐτῶν, στὶς 7 Νοεμβρίου 1906, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο δύο χρόνια νωρίτερα, στὰ 1904,  εἶχε λάβει συνέντευξη, στὴν οἰκία του στὴν ὁδὸ Μεθώνης 10 στὴν Ἀθήνα, "ὁ δικός μας", ὁ Καρπενησιώτης λόγιος καὶ Ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων. Τὸ ἱστολόγιο μας, μαζὶ μὲ τὶς εὐχαριστίες μας γιὰ τὸ ἄρθρο του, ἐπαναδημοσιεύει τὸ χρονογράφημα αὐτὸ τοῦ  Αἰτωλοακαρνάνα ποιητῆ, μεταφραστῆ, δημοσιογράφου, συγγραφέα Παντελῆ Μπουκάλα].

ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Κατὰ τὸ ἐπετειακὸ 2021 ἐκδόθηκαν δεκάδες βιβλία γιὰ μορφὲς ἢ πτυχὲς τοῦ Ἀγῶνα. Ἐμποδισμένη ἡ γιορτή, λειτούργησε ὅμως παραινετικά. Πρὶν μιλήσω ἐν συντομίᾳ γιὰ τρία βιβλία, κρίνω ὠφέλιμη, ἂν ὄχι  ὀφειλόμενη, τὴν ἀναφορὰ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους Ἕλληνες ποὺ ἔζησαν σὲ τρεῖς συναπτοὺς αἰῶνες: τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κλαδιὰ τῆς οἰκογένειας τῶν Παριανῶν Μαυρογένηδων, γνωστότερο μέλος τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ Μαντώ.

Φόρος τιμῆς στὸν Πάουελ Κλέε,
ἔργο τοῦ Sean Scully.

Ξέρουμε πότε πέθανε ὁ Ἀπόστολος: τὸ 1906, στὴν Ἀθήνα. Ἡ χρονολογία τῆς γέννησής του ὅμως δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ: τὸ 1797 ἢ τὸ 1792. Πέθανε δηλαδὴ ἢ 109 ἐτῶν ἢ 114. Γνωρίζουμε πάντως τὸ κύριο: Ἡ Ἐπανάσταση τὸν βρῆκε στὴν Ἰταλία, μὲ ὁλοκληρωμένες τὶς ἰατρικὲς σπουδές. Ὀργάνωσε μὲ δικά του ἔξοδα ἕνα σῶμα ἐθελοντῶν, Ἑλλήνων καὶ Ἰταλῶν, καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα,  ὅπου  ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς μάχες, «ἀποσπάσας τὰς ἐγγράφους εὐχαριστίας πολλῶν καπεταναίων». Μὲ τὴ σύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἔθεσε τὶς βάσεις τοῦ ὑγειονομικοῦ σώματος,

Ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐμπεριστατωμένο μνημόσυνο τοῦ ἀγωνιστῆ Ἀπόστολου Μαυρογένη δημοσίευσε ὁ Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης στὰ «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρεβενῶν, σὲ τρία φύλλα τοῦ περασμένου Νοεμβρίου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀντλῶ λίγα ἀπὸ τὰ πολλὰ στοιχεῖα ποὺ ἐντόπισε ὁ ἐρευνητικὸς μόχθος σὲ ἀρχειακὲς πηγές, ἀνάμεσά τους οἱ ἐπίμονες ἀναφορὲς τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ἰδοὺ ἕνα περιστατικὸ ἱστορημένο ἀπὸ τὸν Καρπενησιώτη λογοτέχνη στὴν ἐφημερίδα «Σκρίπ» (12.1.1904): «Ὁ γηραιὸς ἀγωνιστὴς δὲν θέλει νὰ ἔχῃ τὴν δόξαν ἀκινήτου προσκυνηταρίου. Ἀπεναντίας κινεῖται ὅσον ἠμπορεῖ, φραγκοφορεμένος ὡς ἡμεῖς, ἄνθρωπος τῆς τύρβης καὶ τοῦ κόσμου, ἀναβαίνων συχνὰ εἰς τὸ τράμ - φαντασθῆτε, ἄνθρωπος τοῦ ’21 εἰς τὸ τρὰμ τῶν Ἀθηνῶν! Κατὰ τὰς τελευταίας ἐκλογὰς ἐπῆγεν εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ ἐψήφισε, μόνος του, χωρὶς συνοδόν. Εἰς τὴν θύραν μάλιστα τοῦ ἐκλογικοῦ τμήματος κάποιος Ρωμηὸς ψηφοφόρος, ἀγνοῶν μὲ ποῖον ψηφίζει μαζί, τὸν ἔσπρωξε μὲ τοὺς ἀγκῶνας φωνάζων:

—Ὤχ ἀδελφέ, γέρο, μᾶς ἐσκότισες!

—Ἄιντε νὰ χαθῇς ἀπὸ κεῖ, ἐφώναξε κάποιος κύριος ἀναγνωρίσας τὸν Μαυρογένην. Αὐτὸς ὁ γέρος σοῦ ἔδωσε τὸ σφαιρίδιον ποὺ κρατεῖς, καὶ τὸν προϋπολογισμὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖον αὔριον θὰ πάρῃς μισθόν». 

Ἕνας ἐπωνύμως ἀνώνυμος λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης, ὁ «παπποῦς ὅλων τῶν Ἑλλήνων» ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν. Ἀπολύτως ἀνώνυμοι πολέμησαν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων οἱ περισσότεροι φιλέλληνες, ἐνῶ ὁρισμένοι ἀπ’ ὅσους δοξάστηκαν μεταθανάτια  δὲν ἐμφοροῦνταν ἀπὸ τὰ ἁγνότερα τῶν αἰσθημάτων. Σὲ ἕναν λαμπρὸ ἑλληνιστή,ἑλληνιστὴ καὶ φιλέλληνα τῶν ἡμερῶν μας, τὸν Γερμανὸ ἱστορικὸ  Γκούνναρ Χέρινγκ (1934-1994), ὀφείλουμε μιὰ πυκνὴ μελέτη τοῦ φαινομένου του φιλελληνισμοῦ. Στὸ βιβλίο του «Ὁ ἀγῶνας τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ ὁ φιλελληνισμός» (μετάφραση Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 2021), τὴν «κατακλεῖδα τῆς ἐπιστημονικῆς συνεισφορᾶς του», ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ μεταφραστής, δὲν μένει ἀδιερεύνητη καμία πλευρὰ τοῦ θέματος. Ἀφοῦ θυμίσει τὸ νόημα τοῦ ὅρου «φιλελληνισμός» στὸν Ἡρόδοτο, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἰσοκράτη, ὁ Χέρινγκ ἀποδεικνύει, μὲ τὰ στοιχεῖα ποὺ κομίζει, ὅτι «ἡ Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας προκάλεσε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἕνα κῦμα συμπάθειας ποὺ ἀνάλογό του δὲν ἐκδηλώθηκε πρὸς κανέναν ἄλλο εὐρωπαϊκὸ λαὸ κατὰ τὴν προσπάθεια ἐθνικῆς κρατικῆς χειραφέτησης».

Ὁ συγγραφέας διερευνᾷ τὸ «πόθεν» αὐτῶν τῶν αἰσθημάτων σὲ κάθε χώρα καὶ κοινωνικὴ κατηγορία, ἐλέγχει τὴν αὐθεντικότητά τους καί, μὲ αὐστηρότητα ποὺ ριζώνει ἀκόμα καὶ στὴ στατιστική, διαμορφώνει τὸν χάρτη τους. Σκόρπιες ψηφῖδες: «Ὡς ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Βρετανίας ὁ Τζὼρτζ Κάννινγκ ἀναγνώρισε μὲν τὸν Μάρτιο τοῦ 1823 τοὺς Ἕλληνες ὡς ἐμπολέμους καὶ ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμό τους ὡς στασιαστῶν ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ κοινοβούλια· ἐπίσης συνέθεσε ποιήματα γιὰ τὰ πάθη τῶν Ἑλλήνων. Μολαταῦτα, ὁ χαρακτηρισμός του ὡς φιλέλληνα εἶναι ἐντελῶς προβληματικός», ἀφοῦ ἀποσκοποῦσε στὸ «νὰ διασφαλίσει στὰ μακροπρόθεσμα βρετανικὰ συμφέροντα ἕνα κατὰ τὸ δυνατὸν εὐρύτερο πεδίο κινήσεων».

Στὴ Γερμανία, «περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισοὺς μεταξὺ ὅλων τῶν ταυτοποιημένων συγγραφέων φιλελληνικῶν κειμένων ἦταν δημόσιοι λειτουργοί: 55% τῶν φιλελλήνων ποιητῶν, 50% τῶν μυθιστοριογράφων, 75% τῶν συντακτῶν πραγματειῶν καὶ 80% τῶν δραματουργῶν». «Τὰ κορυφαῖα στελέχη τοῦ βρετανικοῦ φιλελληνισμοῦ  [...] ἦταν ὅλοι ὑψηλοῦ κύρους τὰ πρῶτα 26 μέλη ἦταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ μέλη τῆς Βουλῆς τῶν Κοινοτήτων, ὅμως οἱ περισσότεροί τους ἀνῆκαν σὲ κάποια ἐθνικὴ ἢ θρησκευτικὴ μειονότητα. Μετὰ δυσκολίας βρίσκει κανεὶς Ἀγγλους μεταξύ τους· ὑπερεκπροσωποῦνταν οἱ Σκωτσέζοι, ἀκολουθοῦσαν οἱ Ἰρλανδοί· ἐπιπλέον ἐδῶ συγκεντρώνονταν θρησκευτικῶς διαφωνοῦντες ὅλων τῶν ἀποχρώσεων»: βαπτιστές, οὐνῖτες, πρεσβυτεριανοί, μεθοδιστές, ἐλευθερόφρονες, καὶ ἄθεοι. «Στὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι μιὰ Ἰταλίδα ὀργάνωσε τὴν τροφοδοσία  τῶν μαχητῶν· μιὰ Ἱσπανίδα ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ κατατάχθηκε στὸν στρατὸ μεταμφιεσμένη σὲ ἄνδρα».

Ἐνας ἄλλος σύγχρονος ἑλληνιστὴς καὶ φιλέλληνας, ὁ Ἄγγλος Ρόντρικ Μπῆτον, στὸ βιβλίο «Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἡ παγκόσμια σημασία της» (μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου, Αἰώρα, 2021), ἐντάσσει τὸν Ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς «ἐποχῆς τῶν ἐπαναστάσεων» ποὺ ἄρχισε μὲ τὴν Ἀμερικανικὴ Ἐπανάσταση καὶ συνεχίστηκε μὲ τὴ Γαλλική. Ὁ συγγραφέας ἐλέγχει τὴ «μεγάλη ἀμηχανία τῶν ἀγγλόφωνων ἱστορικῶν τοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ τῶν ἐθνικῶν κινημάτων ὅταν πραγματεύονται τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση», καθὼς καὶ τὸν «ἐξαιρετισμὸ» ποὺ καθορίζει τὰ γραπτὰ ὅσων Ἑλλήνων ἀποκόπτουν τὸ 1821 «ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ τίς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν τὴ ἴδια ἐποχὴ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου».

Γιὰ τὸ Μπῆτον οἱ ὅροι «ἀναβίωση», «ἀναγέννηση» ἢ «παλιγγενεσία» δὲν ἐπαληθεύονται ἱστορικά. Διαυγὴς ἡ θέση του: «Στὶς τρεῖς καὶ πλέον χιλιετίες καταγεγραμμένης ἑλληνικῆς ἱστορίας οὐδέποτε προϋπῆρξε κάτι ποὺ νὰ μοιάζει μὲ τὸ ἑλληνικὸ ἐθνικὸ κράτος ὅπως τὸ γνωρίζουμε σήμερα καὶ ὅπως προέκυψε ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Οἱ ἀρχαῖοι Ἑλληνες, μὲ τὴν ἐμμονή τους γιὰ τίς "αὐτόνομες", μικρὲς συνήθως, πόλεις-κράτη, δὲν κατάφεραν ποτὲ νὰ κάνουν αὐτὸ τὸ ἅλμα. Τὸ βυζαντινὸ κράτος ποτὲ δὲν ἐπέλεξε νὰ αὐτοχαρακτηριστεῖ "Ἑλλὰς" ἢ νὰ ἀποκαλέσει τοὺς κατοίκους του "Ἕλληνες"». Ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀναγνώστης θὰ βρεῖ ἀναλυτικότερα στοιχεῖα στὸ ἔργο τοῦ Μπῆτον «Ἑλλάδα - Βιογραφία ἑνὸς σύγχρονου ἔθνους» (μετάφραση Μενέλαος Ἀστερίου, Πατάκης, 2019).

Σὲ ἕναν ἄλλον ἑλληνιστὴ καὶ φιλέλληνα, τὸν Αὐστριακὸ Βάλτερ Ποῦχνερ, ὀφείλουμε τὴν ἐκτενέστατη πραγματεία «Τὸ 1821 καὶ τὸ θέατρο: Ἀπὸ τὴ μυθοποίηση στὴν ἀπομυθοποίηση» (Ἐκδόσεις Ὅταν, 2020). Τὸ ἔργο, καρπὸς πολύχρονων ἐρευνῶν σὲ βιβλιοθῆκες καὶ ἀρχεῖα, ἱστορεῖ τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ θεάτρου στὴν προπαρασκευὴ τοῦ Ἀγῶνα καὶ διερευνᾷ τὴν τύχη τῶν πρωταγωνιστῶν του στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ σκηνή. Μιὰ συναρπαστικὴ ξενάγηση στὰ πατριωτικὰ δράματα, τὶς ποιητικὲς τραγωδίες, ἀκόμα καὶ στὸν Καραγκιόζη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου