Τὸ ἱστολόγιο ellinomouseionagrafonblogspot.com
μετέχει τῆς μνήμης τῆς Ἁλώσεως
μὲ ἄρθρο, συμβολικοῦ περιεχομένου, τοῦ Ἀλεξάνδρου
Μωραϊτίδη· τοῦ δημοσιογραφικοῦ ταξειδιώτη τοῦ Καρπενησίου.
Mεταξὺ Κομητάτου καὶ Αλώσεως *
«Ὁ σταυρὸς ποὺ δέσποζε στὴν Ἁγία
Σοφία καὶ
ἅπλωνε γιὰ χίλια χρόνια τὰ μπράτσα του
ἀγκαλιάζοντας
τὸν πανανθρώπινο πόνο,
γκρεμίζεται μὲ πάταγο. Ὁ κρότος
ποὺ ἔκανε πέφτοντας, ἀντηχεῖ φοβερὰ μέσα
στὴν ἐκκλησία καὶ πολὺ μακρύτερα ἀκόμη,
στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν πτώση του
ἀνατριχιάζει ὅλη ἡ Δύση»
( Stefan Zweig, Οἱ μεγάλες ὧρες τῆς Ἀνθρωπότητας)
Ὁ Σκιαθίτης φιλόλογος, λογοτέχνης,
δημοσιογράφος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929), μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ θεατρικοῦ συγγραφέα, λαμβάνει μέρος ‒ὅπως ἔχει κάμει καὶ ἄλλες
φορές‒ σὲ δραματικὸ διαγωνισμό, αὐτὸν τῆς Δ΄ Ὀλυμπιάδος, ποὺ χρηματοδοτοῦσαν οἱ
ὁμογενεῖς τῆς Ρουμανίας Εὐάγγελος καὶ Κωνσταντῖνος Ζάππας, ὅπου ὑποβάλλει τὸ
δράμα του «Πόλεως ἅλωσις». Τὸ ἔργο του δὲν βραβεύεται, ὅμως λαμβάνει ἐπαινετικὰ σχόλια ἀπὸ τὸν κύριο
εἰσηγητὴ τῆς Κριτικῆς Ἐπιτροπῆς, τὸν λόγιο Κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφο Ἰωάννη
Κ. Καμπούρογλου.
|
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
(Σχέδιο Κώστα Φάλαρη). |
Τὸ
χειρόγραφο τοῦ θεατρικοῦ ἔργου ἐκ 234 σελίδων, σώζεται στὸ Ε.Λ. Ι.Α., ἔχει δὲ ἐκδοθεῖ ὡς Παράρτημα στὴ διατριβὴ τῆς Ἀρετῆς
Βασιλείου «Τρυγὼν φιλέρημος. Τὸ θέατρο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη». Τὰ
τραγικὰ γεγονότα τῆς Ἁλώσεως τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ὁ ἀγώνας καὶ τὸ μαρτυρικὸ
τέλος τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου καὶ ἡ θεατρικὴ ἀπόδοσή του, ἀποτελοῦσε τὴν
κορωνίδα τῶν δραματουργικῶν φιλοδοξιῶν κάθε θεατρικοῦ δημιουργοῦ τῆς ἐποχῆς, καθὼς
ἀναθερμαίνει τὶς προσδοκίες τοῦ Γένους, μὲ τὸ ὑπὸ τοῦ λαοῦ θρυλούμενο, ὡς ἀναπεμπόμενο, ἀπὸ τὸν θρῆνο
πρὸς τὴν Δέσποινα Παναγία, πὼς ‘‘πάλι μὲ
χρόνους πάλι δικά Σου θὰ εἶναι’’. Ἡ θεατρικὴ γραφὴ τοῦ Μωραϊτίδη ἀποτολμᾶ νὰ ἀναμετρηθεῖ
‒ἴσως χωρὶς μεγάλη ἐπιτυχία‒ μὲ τὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς ἑλληνορθόδοξης ἱστορίας
καὶ παράδοσης, θέλοντας νὰ ἐκφράσει τὶς ἰδεολογικὲς καὶ ἐθνικοπατριωτικὲς
σταθερὲς τῶν νοοτροπιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ 2ου μισοῦ τοῦ 19 ου αἰ., μὲ αἰχμὴ τὰ
ἀλυτρωτικὰ αἰτήματα τοῦ Ἔθνους. Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἀποτελεῖ τὴ συγκολλητικὴ
οὐσία τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ σαφῆ καὶ συνεχῆ τὴν παρουσία ἀντιδυτικοῦ
πνεύματος καὶ ἑνὸς εἴδους ἀντικαθολικιστικοῦ μένους: ἕνα ἱστορικὸ καὶ θεολογικὸ ἀμάλγαμα ὑψηλῆς
περιεκτικότητος σὲ ρεύματα καὶ ροπὲς τῆς ἐποχῆς, μὲ προοπτικὴ τὴν ἐπανίδρυση μιᾶς
νέας βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ὡς ἀναπόσπαστο κρίκο τῆς ἀδιάκοπης πορείας καὶ
συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
|
Ἔργο
τοῦ ἱερομονάχου
(σὲ σκήτη τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου)
|
Σὲ
σειρὰ ἄρθρων του στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τὸ 1903 ὁ Μωραϊτίδης παραθέτει ἀναλυτικὰ
τὶς ἱστορικὲς πηγές, τὰ ἀναγνώσματα, μὲ βάση τὰ ὁποῖα συνθέτει τὸ δράμα του. Ὅμως,
στὰ 1888, παράλληλα νὲ τὴν ὑποβολὴ τοῦ δράματός του στὸν διαγωνισμό, μᾶς ἀποκαλύπτει
στὸ πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του «Ἀθηνῶν Ἅλωσις. Ὄνειρον εἰς ὄψεις δύο», στὴν ἐφ.
«Ἀκρόπολις» τῆς Πέμπτης, 25 Ἰανουαρίου
1888,
‒μὲ χάρη λογοτεχνικὴ καὶ μὲ τρόπο ποὺ συνηθίζει καὶ στὰ διηγήματά του: μέσω ὀνείρου‒, τὴν
ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀσχοληθεῖ θεατρολογικὰ
μὲ τὰ γεγονότα τῆς Ἁλώσεως, ποὺ τὸν ὁδηγοῦν
στὴ συγγραφὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ὑποβολὴ σὲ δραματικὸ διαγωνισμὸ τοῦ θεατρικοῦ του ἔργου
«Πόλεως ἅλωσις». Τὸ ἐκτενὲς χρονογράφημά του δημοσιεύεται στὴν πρώτη σελίδα τῆς
ἐφ. «Ἀκρόπολις» καὶ ὑπογράφεται ὡς «Μ.»· μὲ ἕνα ἐκ τῶν δημοσιογραφικῶν
ψευδωνύμων τοῦ Μωραϊτίδη.
Ὁ
Ἀλ. Μωραϊτίδης, στὸ ‘‘ὀνειρικό’’
χρονογράφημά του ἀναφέρει πώς, χειμώνα καιρό, ἡμέρες τῶν Ἀπόκρεω βρίσκεται
στὴ χιονισμένη Σκιάθο κοντὰ στὸ τζάκι του διαβάζοντας ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου
οἱ ἀποκριάτικες κοσμικὲς ἐκδηλώσεις ἄρχισαν, πρὸς ἔκλπηξιν του, τὴ χρονιὰ ἐκείνη
δύο τοὐλάχιστον ἑβδομάδες πρὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἱεροῦ Τριωδίου. Ἡ μὴ ἁρμόζουσα πρὸς
τὴν ὀρθόξοξη πνευματικὴ παράδοση αὐτὴ ἐνέργεια προκαλεῖ ἀϋπνία στόν Ἀλ. Μωραϊτίδη
καὶ εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας δηλώνει πὼς ἔκαψε τὶς ἐφημερίδες στὴν ἑστία
θερμάνσεώς του, στὸ τζάκι. Γιὰ νὰ διασκεδάσει τὴν ἀϋπνία του λαμβάνει τυχαία ἕνα
βιβλίο γιὰ ἀνάγνωση· πρόκειται ὅπως δηλώνει γιὰ τὸ «Βίβλος Χρονικὴ περιέχουσα τὴν
Ἱστορίαν τῆς Βυζαντίδος, μεταφρασθεῖσα ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ εἰς τὸ Κοινὸν ἡμέτερον Ἰδίωμα,
παρὰ Ἰωάννου Στάνου, Ἑνετίησιν 1767....».
|
Βίβλος Χρονικὴ
περιέχουσα τὴν Ἱστορίαν τῆς Βυζαντίδος ... Ἑνετίησι ˏαψξζ΄, 1767, παρὰ Δημητρίῳ Θεοδοσίου τῷ
ἐξ Ἰωαννίνων· τὸ βιβλίο τὸ ὁποῖο θεωρεῖται ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ γράψει ὁ Μωραϊτίδης
τὸ δράμα του «Ἅλωσις πόλεως». |
Ἀποφασίζει, ἐπιλεκτικά, νὰ διαβάσει τὸ Κεφάλαιο τῆς Ἁλώσεως
τῆς Πόλεως διότι ὅπως δηλώνει:
Μὲ ἀρέσει νὰ
μελετῶ τὸ οἰκτρὸν τέλος τῆς βασιλευούσης τῶν Πόλεων. Δὲν εἶμαι πολιτικός, οὐδὲ ἐπιζητῶ
ν’ ἀντλήσω συμπεράσματα ἱστορικοῦ ἐκ τοῦ παγκοσμίας σημασίας ἐκείνου γεγονότος.
Ἀλλ’οὕτω θέλω νὰ αἰσθάνωμαι τὴν φρίκην καὶ τὴν ἀπελπισίαν ἐκείνων ὅσοι εὑρέθησαν
τότε ἀπροστάτευτοι κατέναντι τῶν ἀγρίων κατακτητῶν, ὅταν ὑψώσαντες τοὺς ὀφθαλμοὺς
εἶδον τὴν ἡμισέλινον κυματίζουσαν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς φθονητῆς Πόλεως, καὶ ἔκυψαν
ὠχροὶ καὶ θανατιῶντες πρὸ τοῦ ἵππου τοῦ Πορθητοῦ, ὅστις ἀγέρωχος μὲ τὸ παχὺ αὐτοῦ
σαρίκιον ἐχώρει πρὸς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν.
Διαβάζοντας
τὸ ἱστορικὸ τῆς Ἁλώσεως παραλληλίζει τὴν εἴσοδο τῶν ὀθωμανῶν Τούρκων στὴν
Βασιλεύουσα, ‒ὅπως παρουσιάζεται σὲ ἀπόδοση στὴν κοινὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν Ἰω.
Στάνο‒, μὲ τοὺς μεταλλαγμένους ἑορταστὲς τῶν ἀποκριάτικων ἐκδηλώσεων, μὲ τοὺς
θορυβώδεις δυτικότροπους χοροὺς καὶ τὶς μεταμφιέσεις τους:
Τὰ τελευταῖα ταῦτα
λόγια τοῦ κεφαλαίου μοὶ ἔφερον εἰς τὴν μνήμην τὰς περιγραφὰς τοῦ χοροῦ τοῦ αὐστριακοῦ,
ἔνθα τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων παρέστη μετηλλαγμένον, παρηλλαγμένον, συνηλλαγμένον, ἀγνώριστον
ἐκ τῆς μεταμορφώσεως.
Μὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση ἀποκοιμιέται καὶ ὀνειρεύεται
τὴ Ἅλωση τῆς Πόλης ποὺ ἀνέγνωσε στὸ βιβλίο, Βίβλος
Χρονικὴ ... Μόνο, ποὺ στὴ θέση τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ
πόλη τῶν Ἀθηναίων, στὴ θέση των Ὀθωμανῶν Τούρκων, ἔφιπποι μεταμφιεσμένοι μὲ
δυτικοφερμένες ἐνδυμασίες, στὴ θέση δὲ τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν, Ἀθηναῖοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ φίλοι του, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται σὲ ἕνα εἶδος πολιτισμικῆς
αἰχμαλωσίας καθὼς σύρονται σὲ συμπεριφορὲς ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἱστορία
καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ τόπου.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 2080 / 25.1.1888, σ. 1. |
Ὀνειρεύται, πὼς στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν παρὰ γεγονὸς
ὅτι εἶχε ἁλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ‘‘ξενικοὺς στροβίλους τῆς Δύσεως’’, ἐν τούτοις, σὲ ἀντίθεση
πρὸς τὴ Βασιλεύουσα, ἐπικαρατεῖ ἁπανταχοῦ
χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση:
Φρίκην
ἀμύθητον ᾐσθάνθην ὅτε εἶδον τοὺς ἐφίππους ἐκείνους κατακτητὰς μὲ τοὺς ἀγρίους
θυμοειδεῖς ἵππους των καὶ τὰς ἀγριωτέρας ἀκόμη ὄψεις των καὶ τὸν ξένον ἱματισμόν
των, νὰ διασχίζωσι τὰς εὐρείας ὁδοὺς τῶν ἐκπεπληγμένων Ἀθηνῶν, οἱ δὲ κάτοικοι νὰ σύρωνται ἀγεληδὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν. Ὤ!
Ποῖον ἄλγος ᾐσθάνθην ὅταν μεταξὺ αὐτῶν ἀνεγνώρισα τὰς ὠχρὰς ὄψεις πολλῶν
φιλτάτων μοι προσώπων. Θὰ ἀντιγράψω ἐνταῦθα τὴν εἰκόνα ἐκ τῆς Χ ρ ο ν ι κ ῆ
ς β ί β λ ο υ, διότι τὰ πράγματα, εἶπον,
ἐγένοντο ἀπαράλλακτα, μόνον ἡ σκηνὴ ἦτο
οὐχὶ εἰς τὸν Βόσπορον, ἀλλ’ εἰς τὴν Ἀττικήν.
Ὀνειρεύται
πὼς βρίσκεται στὴ Πλατεία Συντάγματος. Ὁ κόσμος συνωστιζόταν, γύρω ἀπ’ τὸν
Μωραϊτίδη γιὰ νὰ διαβάσει τὶς ἀνακοινώσεις τοῦ «Κομητάτου τῶν Ἀπόκρεω»: τῆς εἰδικῆς
ὀργανωτικῆς ἐπιτροπῆς μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Δήμαρχο, γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ
πραγματοποίηση, τῶν ἀποκριάτικων ἐκδηλώσεων.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 2080 / 25.1.1888, σ. 1. |
Ἐκ
τοῦ ὀνειρικοῦ συνωστισμοῦ ὁ Μωραϊτίδης ἀφυπνίζεται. Ἀναρωτιέται, μήπως μεταξὺ
τοῦ «Κομητάτου τῶν Ἀπόκρεω» καὶ τῆς «Ἁλώσεως τῆς Πόλης» ὑφίσται μιὰ σχέση ἁλώσεως
τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς πολιτισμικῆς νοοτροπίας καὶ συνείδησης τοῦ νεοέλληνα:
Ἔστην εἴς
τινα γωνίαν τῆς Πλατείας Συντάγματος, ἐννεός,
ἐκπεπληγμένος ἐκ τῆς μεταλλαγῆς αὐτῆς τοῦ θεάματος τῆς ἀλλοκότου ξένης, [...]
κινούμενος σπεύδω ν’ ἀναγνώσω καὶ ἐγὼ τὰ γεγραμμένα. Εἶδον δὲ ὅτι ἦτο τὸ
τοιχοκολληθὲν προκήρυξις τοῦ Κομητάτου τῶν Ἀπόκρεων, καλοῦσα τοὺς Ἕλληνας
τῶν Ἀθηνῶν εἰς πρωτότυπον πανήγυριν ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν δημιουργηθεῖσαν.
Τὸ
χρονογράφημα, ποὺ δὲν ἔχει δημοσιευθεῖ σὲ τόμο μὲ ἔργα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη, καταλογογραφεῖται
στὴ διατριβὴ τῆς Ροδάνθης Βαλερᾶ-Κούνεβα «Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929).
Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ διηγηματογραφικοῦ του ἔργου», ἐνῶ
στὴ διατριβὴ τῆς Ἀρετῆς Βασιλείου «Τρυγὼν φιλέρημος. Τὸ θέατρο τοῦ Ἀλεξάνδρου
Μωραϊτίδη» παρατίθεται, σὲ ἐκτενὲς
κεφάλαιο ποὺ πραγματεύεται τὸ θεατρικὸ ἔργο «Πόλεως ἅλωσις», μικρὸ παράθεμα ἀπὸ
τὸ ἄρθρο.
ΑΘΗΝΩΝ ΑΛΩΣΙΣ
——
ΟΝΕΙΡΟΝ
ΕΙΣ ΟΨΕΙΣ ΔΥΟ
Συνείθισα
πάντοτε νὰ παίζω μὲ τὰ ὄνειρα, καθὼς παίζουσι τὰ μικρὰ παιδία, σκαλίζοντα
περιέργους ζωγραφίας. Ἐν τούτοις δὲν δύναμαι νὰ σιωπήσω παράδοξόν τι ἐνύπνιον, φρικῶδες καὶ συνάμα ἀστεῖον, θλιβερὸν
καὶ συνάμα χαρμόσυνον, ὄνειρον μὲ δύο ὄψεις, μίαν στυγνήν, πένθιμον, φρικαλέαν,
καὶ ἄλλην παίζουσαν μειδιῶσαν, ἀγαλλομένην, ὡς ζωγραφίαν, ἥτις ἐντεῦθεν μὲν ὁρωμένη
παριστᾷ ὄλεθρον καὶ καταστροφὴν καὶ συμπλοκὴν φόνου, ἐκεῖθεν δὲ χαρὰν καὶ εὐθυμίαν
καὶ ζεύγη βεβακχευμένου χοροῦ.
Λέγουσιν, ὅτι ἡ φαντασία ἐκείνας
τὰς σκηνὰς ἀναπαραστᾷ τὴν νύχτα, μὲ τὰς ὁποίας ὁ νοῦς κατεγίνετο τὴν ἡμέραν. Τοῦτο
συνέβη καὶ εἰς ἐμέ.
*
* *
Προχθὲς ὁ χειμὼν εἶχε
καὶ πάλιν ἀποκλείσει τὸ πτωχόν μου χωρίον. Ἡ κώμη εἶχε καλυφθῇ ἅπασα ὑπὸ τὸν
χιονώδη της πέπλον ὁμοιάζουσα ὅλη μίαν ἀνθοδέσμην ἀμυγδαλῶν. Τὸ ψῦχος ἦτο
δριμύ. Ἐσώρευσα δαψιλῶς ξύλα ἐπὶ τῆ ἑστίας, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἡ παρήγορος καὶ εὐπροσήγορος
ἀνθρακιὰ μ’ ἐκάλει ἐγγὺς φίλον αὐτῆς, ἑταῖρον, μεθ’ ἧς διῆλθον τόσας ἤδη
χειμερινὰς νύκτας, εὐδαιμονίζων ἐμαυτὸν ὅτι κατώρθωσα ν’ἀπολαύσω ὅλης αὐτῆς τὴν
ἡδύτητα μακρὰν τῆς τύρβης καὶ τῆς ἀνησυχίας
τῶν πόλεων. Διῆλθον ὅλα τὰ φύλλα τῶν Ἀθηνῶν εὐφραινόμενος μὲ τὰς πλέον
παραδόξους ἀντιθέσεις αὐτῶν καὶ γελῶν μὲ τὴν παιδαριώδη ἀνυπομονησίαν, ἣν ἔδειξαν
διὰ τὰς Ἀπόκρεως, αἵτινες κατὰ τύχην συνέπεσεν ἀργὰ ἐφέτος νὰ πανηγυρισθῶσι. Δὲν
γνωρίζω πῶς ἐκρίθησαν τὰ παράδοξα ταῦτα ἐν Ἀθήναις, ἀλλ’ ἐν τῷ χωρίῳ μου ἐγέλασαν
καὶ γελῶσιν ἀκόμη μαθόντες ὅτι οἱ χοροὶ μετημφιεσμένων, καὶ τριώδια καὶ
μασκαράδων γελιογραφῖαι παρουσιάσθησαν δεκαπέντε ἡμέρας πρὸ τῆς εἰσόδου τοῦ
μεθυσμένου τριῳδίου. Εὐτυχὴς πόλις! Πῶς κατορθοῖς νὰ γελωτοποιοῖς τὰ πάντα!
Ἀλλ’ ἡ νὺξ ἦτο
μακρά. Αἱ ὧραι παρήρχοντο ἀτελείωτοι, ἡ δὲ ἀναπτυχθεῖσα ἐν ἐμοὶ ὀργὴ ἐπιτέλους ἕνεκα
τῶν ἀνωτέρω ἀναγνωσμάτων ἀπεδίωξεν ἀπ’ ἐμοῦ πᾶν ἴχνος ὕπνου. Ὅσον ἤκουον
συρίζοντα ἔξω τὸν βορρᾶν ὡς ἐπιτήδειον αὐλητήν, τόσον ἐγὼ ἐσώρευον ξύλα εἰς τὴν
ἑστίαν μου, καί, σᾶς βεβαιῶ, τὴν φλόγα της θὰ ἐπροτίμων πολλοὶ τῆς ἀθηναϊκῆς
διασκεδάσεως, ἀφοῦ ὑπεβλήθησαν αὗται πλέον εἰς τύπους καὶ διατάξεις, ὡς νὰ ἦσαν
ψυχρὰ δράματα τηροῦντα ἀπαραβάτως τοὺς Ἀριστοτελικοὺς κανόνας. Ἔκαμα τότε ἐν τῇ
σιγῇ ἐκείνῃ τοῦ μεσονυκτίου μιά ἐθνικὴν διαδήλωσιν καύσας τὰς ἐφημερίδας ἐκείνας
αἵτινες ἀνυπομόνως ἔψαλαν τὸ τριῴδιον πρὸ τῆς ὥρας του καὶ ἔλαβον τυχόν τι
βιβλίον, ἵνα διέλθω τὴν ἀϋπνίαν μου. Τὸ βιβλίον ἦτο «Χρονικόν, περιέχον τὴν ἱστορίαν
τῆς Βυζαντίδος, μεταφρασθεῖσαν εἰς τὸ κοινὸν ἰδίωμα ἐκ τῆς ἑλληνικῆς παρὰ Ἰωάννου
Στάνου, Ἑνετίησι, 1767».
*
* *
Ὁσάκις λάβω εἰς χεῖράς
μου Βυζαντινὴν ἱστορίαν δὲν γνωρίζω διά τινος μυστικῶς ἐν ἐμοὶ ἐνεργούσης
δυνάμεως, ὅταν περιεργάζωμαι τὰς σελίδας της, καταπαύω πάντοτε ἐπὶ τῆς ἁλώσεως.
Μὲ ἀρέσει νὰ μελετῶ τὸ οἰκτρὸν τέλος τῆς βασιλευούσης τῶν Πόλεων. Δὲν εἶμαι
πολιτικός, οὐδὲ ἐπιζητῶ ν’ ἀντλήσω συμπεράσματα ἱστορικοῦ ἐκ τοῦ παγκοσμίας
σημασίας ἐκείνου γεγονότος. Ἀλλ’οὕτω θέλω νὰ αἰσθάνωμαι τὴν φρίκην καὶ τὴν ἀπελπισίαν
ἐκείνων ὅσοι εὑρέθησαν τότε ἀπροστάτευτοι κατέναντι τῶν ἀγρίων κατακτητῶν, ὅταν
ὑψώσαντες τοὺς ὀφθαλμοὺς εἶδον τὴν ἡμισέλινον κυματίζουσαν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς
φθονητῆς Πόλεως, καὶ ἔκυψαν ὠχροὶ καὶ θανατιῶντες πρὸ τοῦ ἵππου τοῦ Πορθητοῦ, ὅστις
ἀγέρωχος μὲ τὸ παχὺ αὐτοῦ σαρίκιον ἐχώρει πρὸς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν. Διῆλθον ἅπαν τὸ
κεφάλαιον τῆς ἁλώσεως, πολλὰ δὲ δάκρυα ἔρρευσαν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου, ἕως οὗ
φτάσω εἰς τὸν ἐπίλογον, ἐν ᾧ ὁ ἄγνωστος συγγραφεὺς ἠθέλησε νὰ δείξῃ ὅλην αὐτοῦ
τὴν τέχνην εἰς παραγωγὴν συγκινήσεως ἐθνικῆς:
«Ποία γλώσσα, ἐπιλέγει,
δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν συμφορὰν τῆς Πόλεως, τὴν μεγάλην αἰχμαλωσίαν, τὴν παντελῆ
ἐρήμωσίν της, τὴν μετατόπισιν, τὸν διασκορπισμὸν εἰς κάθε τόπον, τοῦ χωρισμοῦ
πατρὸς ἀπὸ υἱόν, μητρὸς ἀπὸ θυγατρός, τὴν ἀλλαγὴν ἀπὸ τὴν γλῶσσαν εἰς γλῶσσαν, ἀπὸ
εὐσέβειαν εἰς ἀσέβειαν, ἀπὸ θείας Γραφὰς εἰς ἀλλόκοτα γράμματα;».
Δὲν γνωρίζω δὲ πῶς
τὰ τελευταῖα ταῦτα λόγια τοῦ κεφαλαίου μοὶ ἔφερον εἰς τὴν μνήμην τὰς περιγραφὰς
τοῦ χοροῦ τοῦ αὐστριακοῦ, ἔνθα τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων παρέστη μετηλλαγμένον,
παρηλλαγμένον, συνηλλαγμένον, ἀγνώριστον ἐκ τῆς μεταμορφώσεως. Καὶ τὸ ἕν καὶ τὸ
ἄλλο τὰς αὐτὰς πενθίμους σκέψεις διήγειραν ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἣν βαθέως ἐκλόνισαν.
Ἡ προσβολὴ ἦν ἰσχυρὰ καὶ ἀπεκοιμήθην ἐκεῖ παρὰ τὴν ἑστίαν στηρίξας τὴν κεφαλήν
μου ἐπὶ τοῦ Χ ρ ο ν ι κ ο ῦ.
*
* *
Ὁ βορρᾶς ἐξηκολούθει
ἔξω συρίζων καὶ προκαλῶν εἰς χορὸν ἀπαίσιον τὰ κύματα τῆς θαλάσσης, ἡ πυρά μου ἀνέδιδε
θερμὰς φλόγας καὶ ἐγὼ ὠνειρευόμην. Ὤ! Τί ὄνειρον φρικαλέον, χειμερινὸν ὄνειρον!
Μόλις ἐκλείσθησαν τὰ βλέφαρά μου, εἶδον ἐνώπιόν μου νὰ ἐκτυλίσσηται μετὰ θεατρικῆς
δεξιᾶς γοργότητος ὅλον τὸ θέαμα τῆς ἁλώσεως, ὅπερ πρὸ μικροῦ εἶχον ἀναγνώσει. Μὲ
μίαν μόνην διαφορὰν παράδοξον, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες μόνον οἱ ὄνειροι γνωρίζουσι
τόσον ἀνεπαισθήτως νὰ κατεργάζωνται. Ἡ ἁλωθεῖσα πόλις δὲν ἦτο τάχα ἡ
Κωνσταντινούπολις, ἀλλ’αἱ Ἀθῆναι. Ὦ προσφιλές μοι ἄστυ, πόλις ἱερὰ τῆς νεότητός
μου, ἀντικείμενον σεπτὸν τῆς προσευχῆς μου, τῶν πόθων μου καὶ τῶν ἐλπίδων μου ὅλων
φυλακτήριον! Πῶς σὲ εἶδον νὰ πέσῃς αἰχμάλωτον εἰς τὴν διάθεσιν ἀχαλινώτων
δεσποτῶν, ἀλλογλώσσων κυρίων, σύ, τὸ ὁποῖον ἤλπιζον μίαν ἡμέραν νὰ περισυναγάγῃς
κύκλῳ ὅλης τῆς Ἀνατολῆς τους λαούς, ὡς ἡ ὄρνις περισυνάγει περὶ ἑαυτὴν τοὺς
δειλοὺς νεοσσούς! Φρίκην ἀμύθητον ᾐσθάνθην ὅτε εἶδον τοὺς ἐφίππους ἐκείνους
κατακτητὰς μὲ τοὺς ἀγρίους θυμοειδεῖς ἵππους των καὶ τὰς ἀγριωτέρας ἀκόμη ὄψεις
των καὶ τὸν ξένον ἱματισμόν των, νὰ διασχίζωσι τὰς εὐρείας ὁδοὺς τῶν ἐκπεπληγμένων
Ἀθηνῶν, οἱ δὲ κάτοικοι νὰ σύρωνται ἀγεληδὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν. Ὤ! Ποῖον ἄλγος
ᾐσθάνθην ὅταν μεταξὺ αὐτῶν ἀνεγνώρισα τὰς ὠχρὰς ὄψεις πολλῶν φιλτάτων μοι προσώπων.
Θὰ ἀντιγράψω ἐνταῦθα τὴν εἰκόνα ἐκ τῆς Χ ρ ο ν ι κ ῆ ς β ί β λ ο υ, διότι τὰ πράγματα, εἶπον, ἐγένοντο
ἀπαράλλακτα, μόνον ἡ σκηνὴ ἦτο οὐχὶ εἰς
τὸν Βόσπορον, ἀλλ’ εἰς τὴν Ἀττικήν.
«Τίς θέλει διηγηθῇ
τὴν συμφοράν, ὅπου ἔγεινεν ἐκεῖ; τίς τοὺς κλαυθμοὺς καὶ ὀδυρμοὺς τῶν πατέρων; Ὁ
ποταπὸς τοῦρκος ἠρεύνα τὴν τρυφερωτέραν, ἄλλος ἐπροάσπιζε τὴν πλέον ὡραίαν
μοναχήν, ἄλλος δυνάστης ἁρπάζοντάς την, τὴν ἔδενε. Τότε ἐδένετο Κυρία μὲ τὴν
δούλην, αὐθέντης μὲ δοῦλον, ἀρχιμανδρίτης μὲ πορτάρην, τρυφεροὶ νέοι μὲ
παρθένους. Παρθένοι ὅπου ὁ ἥλιος δὲν ἔβλεπε. Παρθένοι ὅπου ἐσύροντο μὲ βίαν καὶ
ἀπωθοῦντο καὶ ἐρραβδίζοντο».
Τὸ θέαμα ἦτο ἀληθῶς
σπαραξικάρδιον. Αἴφνης ᾐσθάνθην ἐν ἐμοὶ ἥρωος μανίαν, ἔκαμα νὰ ἐγερθῶ, νὰ σώσω
τοὐλάχιστον τοὺς φίλους μου ἐκ τῆς σκληρᾶς δοκιμασίας, ἀλλ’ὁ ὕπνος βαθὺς ἐπίεζε
τὰ βλέφαρά μου.
*
* *
Καὶ τὸ ὄνειρον ἐξηκολούθησεν,
ἀλλ’ ὑπὸ ἄλλην ἔποψιν, μεταβληθείσης τῆς σκηνῆς ὡς διὰ θαυμασίας θεατρικῆς
μηχανῆς. Μ’ ἐφάνη ὅτι αἱ Ἀθῆναι δὲν ὡμοίαζον πρὸς ἑαλωκυῖαν πόλιν. Φῶτα χαρᾶς
καὶ εὐθυμίας ἦσαν ἁπανταχοῦ ἀφθόνως διακεχυμένα. Τὰς ὁδοὺς διέσχιζον ἀκόμη
πολυάριθμοι ἱππεῖς μὲ καλπάζοντας τοὺς ἵππους ἀλλ’ εἶχον φαιδρὰς τὰς ὄψεις καὶ
αἱ φωναί των πᾶν ἄλλο ἐσήμαινον ἢ αἰχμαλωσίαν. Ὅμιλοι νέων καὶ νεανίδων μὲ
θαυμασίους ἱματισμοὺς ἔψαλλον ποικίλα ᾄσματα ἔρωτος λάγνου καὶ ἀσώτου καὶ ἔτρεχεν
κατόπιν αὐτῶν πλῆθος ἀνθρώπων ἐν χαρᾷ. Αἱ μουσικαὶ ἀνέκρουον τοὺς πλέον
περιπαθεῖς στροβίλους τῆς Δύσεως καὶ ἐν γένει ἀγαλλίασις ἐπεκράτει πανταχοῦ τῆς
πόλεως. Ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους εἶδον πρότερον δεδεμένους ἀνὰ δύο καὶ ἀγομένους εἰς
τὴν αἰχμαλωσίαν, ἦσαν καὶ τώρα ἀνὰ δύο, ἀλλ’οὐχὶ πλέον βιαίως δεδεμένοι, ἀλλὰ
περιπαθῶς ἐνηγκαλισμένοι καὶ ἐχόρευον ἐν ὑπερτάτῃ μέθῃ ἡδονῆς καὶ τέρψεως
βεβακχευμένους χορούς. Ἔστην εἴς τινα
γωνίαν τῆς Πλατείας Συντάγματος, ἐννεός, ἐκπεπληγμένος ἐκ τῆς μεταλλαγῆς
αὐτῆς τοῦ θεάματος τῆς ἀλλοκότου ξένης, ὅτε ἔρχεται ἐγγύς μου ἔφιππός τις μὲ πτερὰ κυματίζοντα, μὲ θώρακα στιλπόν, μὲ ὁπλισμὸν
μαχητοῦ ἀπαστράπτοντα καὶ τὸ χείριστον μὲ προσωπίδα. Ἡ συγκεχυμένη φαντασία μοὶ
ἐπανέφερε τὸν Μεχμέτ· κινούμενος σπεύδω ν’ ἀναγνώσω καὶ ἐγὼ τὰ γεγραμμένα. Εἶδον
δὲ ὅτι ἦτο τὸ τοιχοκολληθὲν προκήρυξις τοῦ Κομητάτου τῶν Ἀπόκρεων, καλοῦσα τοὺς
Ἕλληνας τῶν Ἀθηνῶν εἰς πρωτότυπον πανήγυριν ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν δημιουργηθεῖσαν.
Μ’ ἐφάνη ὅτι ἡ πληθὺς τοῦ λαοῦ συνωθεῖτο περὶ ἐμὲ θορυβωδέστερον εἰς ἀνάγνωσιν
τῆς προκηρύξεως τοῦ ἀλλοκότου αὐτοῦ πορθητοῦ καὶ ἀφυπνίσθην.
*
* *
Καὶ σκέπτομαι ἀκόμη,
χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ ἐννοήσω, ποία ὑπερφυσικὴ δύναμις συσχετίσασα τὰ ἄσχετα, ἑνώσασα
τὰ κεχωρισμένα ἀπετέλεσε παράδοξον ὄνειρον, ὅπερ ἀξίζει νὰ δημοσιευθῇ. Τίς οἶδεν,
ἂν μεταξὺ Κομητάτου καὶ ἁλώσεως δὲν ὑπάρχει ἀπομεμακρυσμένη, ἀόρατός τις
σχέσις, ἥτις δὲν εἶναι ἄτοπον ὡς δι’ ὀνείρου νὰ ἀποκαλυφθῇ, διότι ἐκ πολλῶν ἀτόπων
θέλει μᾶς προφυλάξει, ἀφοῦ ἔχομεν τὴν ἀτυχίαν εἰς τοὺς χρόνους μας νὰ παραστῶμεν
θεαταὶ πανηγύρεως, ἧς ἡ ἐπιτυχία ν’ ἀνυψοῦται εἰς ἐθνικὴν ὑποθέσιν, καὶ ἥτις,
κατὰ τὸ λέγειν, θέλει διαμορφώσει τὴν καλαισθησίαν τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων!
Μ.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
Τὸ «Κομητάτο» ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Οἱ Παραπονεμένες»
(ἐφ. «Ἄστυ», 5.3.1899). Μάλιστα μὲ τὸν ὅρο
‘‘κομιτάτο΄΄ ταυτίζει τὸ σύνολο τῶν ἀποκριάτικων ἐκδηλώσεων ἢ καὶ τὶς διάφορες ὁμάδες
ἀποκριάτικων ἑορταστῶν:
: «― Μοῦ λέει,
ἐμένα μ᾽ ἀρέσει νὰ σὲ βλέπω σὰν νά ᾽ναι βουρκωμένα τὰ ματάκια σου. Στὴν ἀγάπη
μας, Γαρουφαλιά μου, τὴ Μαριγούλα πρώτη-πρώτη θὰ βάλω στὸ νοῦ μου, σὰν θὰ εἶμαι
ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ στεφάνι. (Στὴ φιλία μας κυρα-Χτούκαινα, τὴν Κούλα θὰ μελετήσω
πρώτη σὰν μᾶς ἀλλάζῃ ὁ κουμπάρος τὰ στεφάνια.) Ὣς τόσο, ὁ Θόδωρος τρελαίνεται,
τὸ λυποῦμαι τὸ παιδί. Τώρα, σήμερα θὰ πᾶμε μὲ τὴν καρότσα, στὸ μεγάλο δρόμο,
κοντὰ στὸ Πανεπιστήμιο, νὰ ἰδοῦμε τὸν Καρνάβαλο, ποὺ λένε, καὶ τὰ κομιτᾶτα*.
Θυμᾶμαι ποὺ πήγαμε ὅταν ἤμουν μικρὴ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα κ᾽ εἴδαμε τὰ κομιτᾶτα. Ἄλλοι
σὰν ἀγάλματα πάνω στὶς καρότσες, ἕνας ἔκανε τὸν κοιμισμένο, ἄλλος ἔστεκε ὀρθὸς ἀκίνητος,
γδυμνοί, ὁλόγδυμνοι… Ἕνα κομιτᾶτο, ἄλλο κομιτᾶτο, τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, κ᾽ ἔβγαζαν
λόγο ἀπ᾽ τὰ κάρα. Τελειωμοὺς δὲν εἶχαν τὰ κομιτᾶτα.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην
ἐφάνη ἔξω τῆς αὐλοθύρας ἡ Μπαλούκαινα, ἡ μητέρα τῆς Μαρίκας. Ἐφόρει φουστάνι ὁλομέταξον,
ὅπου ἔτριζεν ὅλον. Ἔβαλε τὸν ἕνα πόδα μέσ᾽ ἀπὸ τὸ κατώφλιον, κ᾽ ἐφώναξεν.
Εἰς τὴν φωνήν,
ὁ Μόρτης κ᾽ ἡ Φασαρία, τὰ δύο σκυλιὰ τῆς αὐλῆς, ἔτρεξαν μὲ πολλὰ γαυγίσματα
κατεπάνω της.
―Ἔλα κόρη μου, ἡ καρότσα ἔφτασε·
τώρα θά ᾽ρθῃ… Πᾶμε νὰ ἰδοῦμε τὰ κομιτᾶτα… Ὁ Θόδωρος, ὅπου εἶναι ἔρχεται… Πᾶμε
στὸ κομιτᾶτο!»· Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα,
κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. Γ΄, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1989, σ.
194-195.
Αὐτὸ τὸ χάρισμα ἔχουν αὐτὰ τὰ κείμενα. Δὲ σὲ καρτοῦν, σὲ πᾶνε σὲ ἄλλα τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα, παρόμοια γραφτά, ποὺ εὐωδιάζουν καμμένο ξύλο τοῦ βουνοῦ, εὐλογημένη ἡσυχία μέσα στὴν ποιητικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ παλιοῦ σκιαθίτικου χειμώνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤὸ παραθεμα εἶναι ἀπὸ τὸν Δ᾿ τόμο τῆς σιερᾶς Μὲ τοῦ βορηὰ τὰ κύματα, Ἐν Ἀθήναις 1925, σελ. 43-44
«Ἐγὼ χωμένος μέσα εἰς τὰ δαυλιά, εἰς τὸ ἰδιάιτερόν μου τζάκι, εἰς τὸν κοιτῶνά μου, ἐπερνοῦσα ἀλησμονήτους νύκτας ἔχων λαμπρὰν συντροφίαν λάλων ἑταίρων, τὸν Μωυσέα καὶ τοὺς Προφήτας, καὶ τὸν ἠδύμολπόν Χρυσόστομον, τὸν ὁποῖον ξεκουραζόμενον δεδέχετο ἐνίοτε ὁ θεῖος Ὄμηρος, μὲ τοὺς γεμάτους ζωὴν ἥρωάς του, περιγράφων ταξείδια καὶ μάχας καὶ ναυάγια καὶ τρικυμίας, κτίζων μοιὀνειρώδη παλάτια, ἐμφανίζων μοι πολλάκις πλουσιωτάτας τραπέζας, παρὰ τὰς ὁποίας εὐωχοῦντο τόσοι καὶ τόσοι, ἐκτὸς ἐμοῦ....»π.κ.
Υ.γ Νὰ δοῦμε πότε θὰ μᾶς τὰ πρόσφέρει ὅλ᾿ αὐτὰ σὲ βιβλίο ὁ συντάκτης τοῦ ὡςἄνω λαμπροῦ δημοσιέυμματος