Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΑΛΕΞ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ: ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1902


Ἡ φύσις ὅλη μοσχοβολεῖ
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης χρονογραφεῖ γιὰ τὴν Πρωτομαγιά
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
(Σχέδιο Κώστα Φάλαρη).

Τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ 1902, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πρωτομαγιᾶς· τὸ κορύφωμα τοῦ ἔαρος κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὁ Μωραϊτίδης βρίσκεται στὴν Ἀθήνα καὶ δημοσιεύει τακτικὰ ἄρθρα του σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Κυριαρχοῦν, τὴν ἐποχὴ αὐτή, οἱ ταξιδιωτικές του ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ ταξείδι του στοὺς Ἁγίους Τόπους. Νοσταλγώντας ὅμως, ἰδιαίτερα τὴν ἡμέρα αὐτή,  τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὴν Σκιάθο:  

«Νησάκι κατάφυτον, σκιερὸν νησάκι, νησάκι εὔμορφον ... Μακρόθεν φαίνεται σὰν ψεύτικον. Σὰν θαλασσογραφία ... Νησάκι μὲ ψυχήν, μὲ πνοήν, μὲ μάτια, μὲ στόμα νησάκι»,

περιηγεῖται μὲ τὴ γραφίδα του καὶ καταγράφει τοὺς τρόπους, τὶς συνήθειες μὲ τὶς ὁποῖες γιορτάζεται ἡ ἡμέρα αὐτὴ στὸν τόπο του, ὅπως προφανῶς τὰ βίωσε ὅταν διέμενε στὸ νησί . Ἀντλεῖ ἔμνευση συγγραφική, ἀπὸ τὸν ἀλώβηητο κόσμο τοῦ νησιοῦ του καὶ ‘‘ζωγραφεῖ’’ εἰκόνες ἀπὸ τὸ φυσικὸ ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνθρώπινο περιβάλλον τῆς Σκιάθου ποὺ γιορτάζει αὐτὴν τὴν ἡμέρα:

«Χωρὶς κραυγάς, χωρὶς παροινίας, χωρὶς πότον καὶ κῶμον, μὲ γαλήνη ψυχῆς καὶ μὲ ἄρωμα ζωῆς εἰς τὴν καρδίαν».

Ἡ περιγραφιὴ τῆς φύσης καὶ τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων εἶναι τόσο δυνατή ‒τόσον μετ’ ἔρωτος ζωγραφεῖ τὴ φύση καὶ τὰ ἤθη‒            ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ θεωρεῖ πὼς βρίσκεται στὸ νησὶ καὶ ἀκούει, πῶς «ὁ κώδων τοῦ ἐνοριακοῦ ναΐσκου σημαίνει τὸν ὄρθρον». Ὅτι βρίσκεται στὸ μοναστηράκι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ὅπου ἀκούει:

«Τὰς ἀηδόνας, τὰς ὁποίας βόσκει θαρρεῖς ὁ θεῖος ἐρημίτης, ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος, νὰ γλυκαίνουν τὸ δριμὺ τῆς ἄκρας ἐρημίας, ἀφ’ ὅτου διελύθη τὸ μοναστηράκι του. Κάθε κλαδὶ καὶ μὲ τὸ ἀηδονάκι του, νὰ ψάλλουν τὰς ἀκολουθίας τοῦ ναΐσκου του. Νὰ ψάλλουν τὸν ὄρθρον καὶ τὸν ἑσπερινόν, καλογραῖαι τῶν παλαιῶν καιρῶν, ὁποῦ ἁγίασαν μεταμορφωθεῖσαι εἰς ἀηδόνας». 

Αὐτὸ τὸ μοναστηράκι ποὺ ἀνακαίνισε μὲ ἴδιες δαπάνες ὁ Μωραϊτίδης στὰ 1895.
Νοιώθει διβάζοντας τὸ χρονογράφημα πὼς ὀσφραίνεται:

«Κάθε φυτὸν μὲ τὸ λουλούδι του  καὶ κάθε λουλούδι μὲ τὸ ἄρωμά του. Χιλιάδες τὰ φυτὰ καὶ χιλιάδες τὰ ἀρώματα».

Ἡ περιγραφική του δύναμη εἶναι καὶ στὰ χρονογραφήματά του καὶ στὰ διηγήματά του τὸ χαρακτηριστικὸ ἰδιαίτερο γνώρισμά του, στὸ ὁποῖο ὀφείλει καὶ τὴν ἀναγνωσιμότητα καὶ τὴν ἀναγνωρισιμότητά του. Ἕνας θαυμασμὸς γιὰ τὸ Σκιαθίτικο τοπίο. Μὲ φαντασία, μὲ λογοτεχνικὴ ἀρτιότητα, μεταδίδει στὸν ἀναγνώστη ὅλα ὅσα βίωσε στὸ παρθένο φυσικὸ ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπινο περιβάλλον τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του· σώζει εἰκόνες καὶ σκηνὲς ζωῆς ἀληθινὰ ἀνεπανάληπτες.
Στὴν ἑορτὴ τῆς Πρωτομαγιᾶς καὶ τὰ ἔθιμά της, στὴ Σκιάθο, ἀναφέρεται ἐπίσης, ἐκτενῶς, ὁ Μωραϊτίδης στὸ διήγημά του "Τὰ Βακούφικα'', ἐνῶ στὸ διήγημα "Φαντάσματα" ἡ καπετάνισσα, τοῦ καπετὰν Τσούρμα τοῦ Παπαργυροῦ, ἄκουγε:

«Τὴν νύκτα τῆς Πρωτομαγιᾶς, ὅλην τὴν νύκτα, εἰς τὸ ἐπάνω πάτωμα, ἐχόρευον τὴν «Καμάραν», τὸν εὔμορφον ἁλυσιδωτὸν χορόν, ἐλαφραὶ κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ἠσθάνετο τοὺς ἐλαφρούς των βηματισμούς, δειλούς, ὡς τῶν πτηνῶν, καὶ ἤκουε τὴν λεπτὴν καὶ γλυκεῖαν φωνίτσαν των, ὡς τὴν ψελλίζουσαν τοῦ καλαμῶνος αὔραν».

Τὸ χρονογράφημα, ποὺ δημοσιεύεται στὴν 2η σελίδα τῆς ἐφημ. «Ἀκρόπολις» μὲ ὑπέρτιτλο, ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ τίτλο, ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ, καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξη μικρὲς ἑνότητες-σκηνὲς τῆς ἑορτῆς τῆς Πρωτομαγιᾶς στὴ Σκιάθο, δὲν ἔχει δημοσιευθεῖ σὲ τόμο μὲ ἔργα τῆς γραφῆς τοῦ Μωραϊτίδη. Ὑπογράφεται μὲ τὸ πλέον σύνηθες δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο, «Ὁ ταξειδιώτης», ἐνῶ στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας στὴν θέση τοὺ λογοτύπου φιλοξενεῖται καλλιτεχνικώτατο σχέδιο γιὰ τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ στενοῦ ἐπίσης συνεργάτη τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις» τοῦ Σταμ. Σταματίου.
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7243 / 1.5.1902, σ. 1. 

ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Ὥρα γλυκειὰ τῆς χαραυγῆς – Αὐγοκουλούραις καὶ σκόρδα. –
 Ἀγράμπελη καὶ καρυόφυλλα.
– Καλογρηαῖς ποὺ ἔγειναν ἀηδόνια. –
Ὁ Μάης σ’ τὸ χωριό. –
 Ἡ γρῃὰ μὲ τὰ κουκιά.

Τὴν ὥραν ὅπου τὰ ἄνθη εὐωδιάζουν περισσότερον, τὴν ὥραν ὁποῦ τὰ ὄρη σταλάζουν γλυκασμὸν καὶ οἱ βουνοὶ ἀγαλλίασιν, νύκτα ἀκόμη, ὄρθρου βαθέος, τότε ἑορτάζεται εἰς τὰς ἐπαρχίας ἡ Πρωτομαγιά. Χωρὶς κραυγάς, χωρὶς παροινίας, χωρὶς πότον καὶ κῶμον, μὲ γαλήνη ψυχῆς καὶ μὲ ἄρωμα ζωῆς εἰς τὴν καρδίαν. 
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7243 / 1.5.1902, σ. 2.
Μόλις ἠκούσθη ὁ κώδων τοῦ ἐνοριακοῦ ναΐσκου σημαίνων τὸν ὄρθρον, ἡ γραῖα μάμμη, τῶν πατρίων ἡ φύλαξ ἀκραιφνής, ἐδάγκασε τεμάχιον πασχαλινῆς κουλούρας, ἐπὶ τούτου κρεμαμένης ἀπὸ τὸν τοῖχον, ἔφαγε καὶ νέον σκόρδον ἀπὸ τῆς ἑσπέρας φυλαγμένον. Τὸν πασχαλινὸν ἄρτον ἵνα ἐξαγιάσῃ τὸ στόμα, τὸ σκόρδον διὰ τὸν καθαρμὸν τοῦ αἵματος.
Ἐξήγειρεν ἀπὸ τοῦ ὕπνου τὰς θυγατέρας της καὶ τοὺς ἐγγόνους, καὶ λαβοῦσαι ὅλαι τὰ καλαθάκια των, μὲ τὸ λιτὸν ἄρτον, ἐξέρχονται εἰς τὸν ἀγρόν, θαμπὰ-θαμπὰ ἀκόμη, ἀγαλλόμεναι πρὸς τὰ ἔκλαμπρα σπινθηροβολήματα τοῦ αὐγερινοῦ, ὅστις μαρμαίρει ἐν τῷ στερεώματι ὣς τις ἠλεκτρικὸς τῶν οὐρανῶν λαμπτήρ.
Ἕνα-ἕνα ἐξεγειρόμενα τὰ πουλάκια μετ᾿ ὀλίγον τονίζουν τὸ ᾆσμα των τὸ πρωϊνὸν μέσα εἰς τοὺς φράκτας τοὺς δροσοκρατοῦντας καὶ εἰς τὰ βαθέα καὶ σκοτεινὰ ἀκόμη ρέματα, εἰς τὴν λόχμην τῶν ὁποίων κελαρύζουν τὰ τρεχάμενα νερὰ τῶν πηγῶν. Ἡ φύσις ὅλη μοσχοβολεῖ ἐκείνην τὴν ὥραν λουσμένη μέσα εἰς τὰ μῦρα τῶν παντοίων φυτῶν. Κάθε φυτὸν μὲ τὸ λουλούδι του  καὶ κάθε λουλούδι μὲ τὸ ἄρωμά του. Χιλιάδες τὰ φυτὰ καὶ χιλιάδες τὰ ἀρώματα.
Πρέπει νὰ εὕρουν ἀγράμπελην τῶν πατρίων αἱ κόραι, πρέπει νὰ εὕρουν καρυδιάν, ποὺ ἔχει τόσον χλοερὰ τὰ φύλλα, πρέπει νὰ εὕρουν τριαντάφυλλα ποὺ μεθύσκουν μὲ τὸν μῦρον των.
Εἰς τὴν Αὐρακὴν ἐκεῖ κοντὰ στὸν Θεολόγον, ἐκεῖ εἶναι μία λόχμη ἀγρίων σχοίνων εἰς τοὺς κλάδους τῶν ὁποίων ἀρέσκεται νὰ περιπλέκεται ἡ λιγηρὰ ἀγράμπελη. Πάρα-ἔξω, εἰς τὸ Ξάνεμον, ὑπάρχουν ἄλλαι λόχμαι. Εἰς τὰ Καλύβια ἐπάνω, τὸ εὔμορφον μέρος ποὺ τὸ δροσίζει ὁ ἀέρας τῆς Χαλκιδικῆς, ἐκεῖ εἶναι ὑψηλαὶ καρυδέαι μὲ πλατέα μεγάλα φύλλα. Εἰς τὸ κατάφυτον Πρυΐ, μακρὰν ἐπάνω ὑπάρχουν θάμνοι πυκνοί, ὑπάρχουν σχοῖνοι μὲ ἀγράμπελην, ὑπάρχουν μάνδραι μὲ γάλα εὐῶδες, ὑπάρχει μυζήθρα χλωρὴ καὶ τυρὶ νωπόν.
Πίσω εἰς τὴν Ἀχλαδιὰν  ὅπου τὰ ἀτελείωτα τοῦ κὺρ Δήμου περιβόλια, ὑπάρχουν τὰ εὐωδέστερα τριαντάφυλλα, φράκται ἀπὸ τριανταφυλλέας.
Καὶ παραπέρα, εἰς τὸν καταπράσινον Πλατανιάν, ἡ ἀγράμπελη φυτρώνει ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ἅγιον βῆμα ἑνὸς μικροῦ ἐρημοκκλησίου.
Εἰς τὸν μικρὸν Ἀσέληνον πάλιν, πίσω του ἀντικρύζει τῆς Ζαχορᾶς τὰ βαθύσκια βουνά, ὑπάρχει ἐκεῖ ἄλσος μύρτων καὶ βαΐων.
Ὑπάρχει πηγή, εἰς τὴν κουφάλαν μιᾶς δρυός, τοῦ προσφιλοῦς μου Δασκαλιοῦ τὸ ἅγιον νᾶμα γλυκὺ καὶ τερπνὸν ὡς τὸ Ἰορδάνειον ρεῖθρον, εἰς τὰς λόχμας τοῦ ὁποίου, ὤ! Πόσαις νυχτιαὶς ἐκοιμήθην, βαυκαλιζόμενος ἀπὸ τὰς ἀηδόνας, τὰς ὁποίας βόσκει θαρρεῖς ὁ θεῖος ἐρημίτης, ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος, νὰ γλυκαίνουν τὸ δριμὺ τῆς ἄκρας ἐρημίας, ἀφ’ ὅτου διελύθη τὸ μοναστηράκι του. Κάθε κλαδὶ καὶ μὲ τὸ ἀηδονάκι του, νὰ ψάλλουν τὰς ἀκολουθίας τοῦ ναΐσκου του. Νὰ ψάλλουν τὸν ὄρθρον καὶ τὸν ἑσπερινόν, καλογραῖαι τῶν παλαιῶν καιρῶν, ὁποῦ ἁγίασαν μεταμορφωθεῖσαι εἰς ἀηδόνας. 
Ὅλαι αἱ λόχμαι, αἱ ἀνθηρότεραι καὶ δροσερώτεραι, ὅλαι αἱ ἀνθοφόροι πρασιαὶ τῶν ἀγρῶν ποὺ χρησιμεύουν ὡς χωρίσματα τῶν κτημάτων, ὅλα κατελήφθησαν, μὲ τὴν αὐγὴν ἀκόμη, ἀπὸ τὰς νεάνιδας τοῦ χωρίου, αἵτινες χωμέναι μέσα βαθειὰ ὡς νύμφαι ὁρέστιδες ἕλκουσι μὲ χαρὰν τοὺς μακροὺς τῆς ἀγράμπελης πλοκάμους, μὲ τὰς ὁποίας θὰ περιζώσουν τὴν ὀσφύν των, γιὰ τὸ καλό, νὰ ἔχουν δύναμιν καὶ ἰσχὺν ὅλον τὸν χρόνον, νὰ κάμουν λιγερὴν τὴν μέσην των. Νὰ πλέξουν στεφάνους δι αὐτῶν, τοὺς ὁποίους καθήμεναι παρὰ τὴν πηγήν, θὰ τοὺς στολίσουν ἔπειται μὲ φύλλα καρυδιᾶς καὶ μὲ ἀγριολούλουδα, τραγουδοῦσαι τραγούδια χαρᾶς καὶ ζωῆς. Καὶ πρὶν ἀκόμη σκάσῃ ὁ ἥλιος ὅτε τὸ χωρίον κοιμᾶται ἀκόμη, θὰ γυρίσουν στὸ σπίτι, νὰ κρεμάσουν τὸν μάην εἰς τῆς λευκῆς αὐλίτσας των τὴν πορτίτσαν καὶ θέσουν τὰ τριαντάφυλλα καὶ ἄλλα λουλούδια τῶν ἀγρῶν εἰς ποτήριον δροσεροῦ ὕδατος, ὅπερ ἡ μικροτέρα κόρη σπεύσασα ἤντλησεν ἀπὸ τοῦ φρέατος.
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7243 / 1.5.1902, σ. 2.

Ἀλλὰ τὴν καλλιτέραν Πρωτομαγιὰν ἑορτάζει πάντοτε μία ζωηρὰ καὶ ἀγήραστος γραῖα, ἡ ὁποία ἐπιστρέφει εἰς τὸ χωρίον μὲ τὸ καλαθάκι της γεμᾶτο κουκιὰ φρέσκα, τὰ ὁποῖα εἰς τὰ νησιὰ μάλιστα, τώρα τὸν Μάϊον, εἶναι νοστιμώτερα ἀπὸ τὰ πλέον τεχνικώτερα φαγητὰ τῶν πλέον πεπειραμένων μαγείρων, ἐνέχοντα ὅλην τὴν εὐωδίαν τῆς μοσχοβολούσης φύσεως, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει κατὰ τὴν ἡδύτητα ὅλα τὰ τεχνικὰ τῶν μυρεψῶν ἀρώματα.

   Ὁ ταξειδιώτης

Σημ: Στὴν ἔκδοση τοῦ κειμένου τηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τῆς δημοσιεύσεως στὴν ἐφημ. «Ἀκρόπολις», ἐκτὸς κάποιων σιωπηρῶν ἀλλαγῶν.

Ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας,
φ. 823 / 3.5.2019, σ. 1.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 823 / 3.5.2019, σ. 15.



Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ. «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρεβενῶν, φ. 823, 3. 5. 2019, σ. 15-16.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου