Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Ο ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ ΣΤΗ ΣΥΡΟ*

                              «Ὁ ἀνδριὰς τοῦ Μιαούλη»                                       

                                  Μ. (=Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης) 

                              Ὁ ἀνδριάντας τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη 

στὴν ὁμώνυμη (πρών Λεωτσάκου) πλατεία τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου.

Τὴν Κυριακή, 23η Ἀπριλίου 1889 πραγματοποιοῦνται στὴν κεντρικὴ ἱστορικὴ πλατεία τῆς Ἑρμουπόλεως Σύρου, στὴν πλατεία Λεωτσάκου (νῦν Μιαούλη), στὴν κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη «πολὺ καθαρὰ καὶ πολὺ συγυρισμένη μονάκριβη πλατεία τῆς νήσου», τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντα τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη, ἀγωνιστὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἡ ἡμερομηνία τῶν ἀποκαλυπτηρίων συμπίπτει μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὁπότε ἄγει τὰ ὀνομαστήριά του ὁ Γεώργιος ὁ Α΄, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὴ βασιλικὴ οἰκογένεια καὶ πολλοὺς ἐπισήμους ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἶχαν παραστεῖ στὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἀλλὰ καὶ τὶς πολλὲς συνοδὲς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ σπουδαῖο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γεγονός, ὁ Ἀλεξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι τοῦ Σαββάτου 11 Μαρτίου 1889, πρωτοσέλιδα μάλιστα, ἐκτενὲς ἄρθρο του μὲ τίτλο: «Ὁ ἀνδριὰς τοῦ Μιαούλη», τὸ ὁποῖο ὑπογράφει ὡς «Μ.»· μία ἀπὸ τὶς δημοσιογραφικὲς ὑπογραφές του.

Ἡ μνεία τοῦ Σταματίου Πρωΐου
ὡς χορηγοῦ φιλοτέχνησης τοῦ ἀνδριάντα
 

Μὲ περίτεχνα λεκτικὰ σχήματα, ποὺ γοητεύουν τὸν ἀναγνώστη, ὁ Σκιαθίτης λόγιος περιγράφει τὶς φυσικὲς καλλονὲς καὶ χάρες τοῦ κυκλαδίτικου νησιοῦ, τῆς Σύρου, «τῆς βασίλισσας τῶν Κυκλάδων» ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, μὲ τὴν Ἑρμούπολή της· τὸ μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ βιομηχανικὸ λιμάνι τῆς Μεσογείου μὲ τὰ ἐργοστάσιά της καὶ τὸ ὀνομαστὸ ναυπηγεῖο της:

«πλουσία καὶ ἐμπορικὴ πόλις ἡ ἀνθηρὰ Ἑρμούπολις, πλήρης ζωῆς καὶ κινήσεως»

Οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων σὲ θάλασσα καὶ στεριὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 συνετέλεσαν στὴν ἔνταξη τῆς Σύρου στὸν ἐλεύθερο ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ἔφεραν ἐμπορικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ δραστηριότητα στὸ νησί, ἡ ὁποία ἔφερε ἀνάπτυξη ὄχι μόνο στὴ Σύρο ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ὁ χορηγὸς τοῦ ἀνδριάντα  
Σταμάτιος Ἰω. Πρώϊος.

Ἡ Σύρος, εὐγνωμονοῦσα, τιμᾶ τὸν ἀγῶνα τοῦ Ὑδραίου ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη  μὲ ἀνδριάντα του στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Ἑρμουπόλεως, διὰ χορηγίας μὲ διαθήκη τοῦ ἐκ Χίου καταγομένου Σταματίου Πρωΐου, ὡς ἐλάχιστη ὀφειλομένη τιμὴ σὲ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴ ναυτική του δράση κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγῶνος ἐπέτυχε νά:

«ἀνοίξωσι τὰς ἐμπορικὰς τοῦ ἔθνους ὁδούς, τὰς ὁποίας κεκλεισμένας ἡ πολυχρόνιος δουλεία κατεῖχεν».

Καὶ ἡ Σύρος, ἀπὸ ἕνας «ξηρὸς βράχος»:

«μετεβλήθη εἰς κομψὴν τῆς Ἑλλάδος πόλιν, ἀναπτύξασαν ἐμπόριον μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν, ἀντιπρόσωποι τῶν ὁποίων δὶς τοῦ ἔτους συγκεντροῦνται ἐν τῇ πλουσίᾳ ἀγορᾷ τῆς πλουσίας νήσου, ἥτις ἀπέβη οὕτως ἡ ἐμπορικὴ τῆς Ἑλλάδος καρδία».

Πράγματι, ὁ Σταμάτιος Πρώιος, Χίιος ἐγκατεστημένος στὴ Σύρο, κληροδότησε 20.000 δρχ. γιὰ νὰ στηθεῖ, στὴν Πλατεία Λεωτσάκου, μαρμάρινος ἀνδριάντας «ἀνδρὸς διαπρέψαντος κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγώνα τοῦ 1821 κατὰ θάλασσαν ἢ κατὰ ξηράν».

Τὸ πρόγραμμα τῆς τελετῆς 
τῶν ἀποκαλυπτηρίων τοῦ
ἀνδριάντα τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη· 
 ἐφ. Ἐφημερὶς Ἑρμουπόλεως,
φ.13.4 .1889.

Ὁ Μωραϊτίδης παραθέτει καὶ τὸ περιστατικὸ τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς τοῦ Μιαούλη, ὅταν κλινήρη καὶ ἀσθενῶν στὴν κατοικία του τὸν ἐπισκέπτεται, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1835, ὁ Ὄθων καὶ παραθέτει τὴν τελευταία ἐπιθυμία του πρὸς τὸν ἄνακτα:

«Σὲ συσταίνω βασιλεῦ, εἶπεν ὁ ἐκπνέων ναύαρχος, σὲ συσταίνω τοὺς συναγωνιστάς μου, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν ὄχι μόνον μὲ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ μὲ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ἕως οὗ ἴδουν νὰ λάμψῃ εὐτυχὴς ἡ ἡμέρα τῆς ἀναγορεύσεώς σου εἰς τὸν ἑλληνικὸν θρόνον».

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρώτη φορὰ τὴ Σύρο τὸ 1869, νεαρὸς ὤν, ἐπισκεπτόμενος τὸν θεῖο του, τὸν Γέροντα Διονύσιο τὸν Λογιώτατο (Σκιάθος 1802-1887), ὁ ὁποῖος διακονοῦσε τὸ μονύδριο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Ἀληθινὴ τῆς Ἄνω Σύρου καὶ διατέλεσε πνευματικὸς τῶν Συριανῶν γιὰ δεκαέξι συναπτὰ ἔτη (1866-1882). Ὁ Διονύσιος εἶχε στενὴ σχέση μὲ τὴν Ὕδρα, τὴν γενέτειρα τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη, καὶ φαίνεται νὰ διατηροῦσε ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ναυάρχου καθὼς ὁ γιός του Ἀθανάσιος Μιαούλης (1815-1867), στρατιωτικὸς καὶ πρωθυπουγὸς τῆς Ἑλλάδος (13 Νοε. 1857-26 Μαΐου 1862), εἶχε φροντίσει τὸ 1862 νὰ μεταφερθεῖ ὁ Διονύσιος ἀπὸ τὴ Θήρα, τόπο ἐξορίας του στὴν Ὕδρα, ὅπου ἀναλαμβάνει ἐκεῖ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὡς:

«κήρυκας τοῦ θείου λόγου ἀκούραστος. Ἐπισκευάζει ἐκεῖ μονύδριόν τι, τὸν Ἅγιον Νικόλαον καὶ προσελκύει πᾶσαν τῆς Ὑδραϊκῆς ἀριστοκρατίας τὴν ἐμπιστοσύνην».

Ἀλέξανδρος Δημ. Μωραϊτίδης (1850-1929).
Σχέδιο (2019) τῆς Φρειδερίκης Ξενίδου. 

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴν Ὕδρα τὸν Αὔγουστο τοῦ 1876 καὶ γράφει σχετικὰ γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν Ναύαρχο Μιαούλη:

 

«Τὸ ξηρὸν τῆς νήσου καὶ ἐπιβάλλον οὕτως εἰπεῖν ἐνεχαράχθη εἰς τὸν χαρακτῆρα τῶν κατοίκων, οἵτινες ὑπῆρξαν ἐν ταῖς θαλάσσαις ὅπως μία ὕφαλος, εἷς σκόπελος. Ἀκόμη καὶ τώρα δὲ θεωρῶν ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ πρὸς τὴν ὑψηλὴν Κιάφαν,ἴσως παρομοιάσῃς βράχον τινὰ ἀπότομον καὶ ὑπερήφανον ἐν τῷ ὕψει, πρὸς ἕναν Μιαούλην, πρὸς ἕνα Ὑδραῖον. Ὕδρα καύχημα τοῦ ἔθνους, Ὕδρα πέτρινη φωλιά, λέγει ὁ ποιητὴς καὶ λέγει ὅ,τι εἶδε [...] Ἡ Ὕδρα θὰ μείνῃ μετὰ καιρὸν ἡ ἱερὰ Ἀκρόπολις τῶν νήσων, ὁ Παρθενὼν τῆς θαλάσσης, Ἐδῶ, θὰ λέγουν, ἦτο τὸ σπίτι τοῦ Κουντουριώτη, ἐδῶ ἦτο τὸ σπίτι τοῦ Μιαούλη, ἐδῶ τὸ σπίτι τοῦ Γκίκα, καὶ καθ’ ἑξῆς».

 

Ὁ Μωραϊτίδης ἐπισκέφθηκε τὸ νησὶ τῆς Σύρου καὶ τὸ 1902 ὁπότε καὶ εἶδε τὸν ἀνδριάντα τοῦ Μιαούλη ὅπως σημειώνει στὰ ταξιδιωτικά του, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα:

 

«Ὁ κατάλευκος ἀνδριὰς τοῦ ναυάρχου Μιαούλη, ἔχων τὸ ἀέτειον βλέμμα του ἐστραμμένον πρὸς τὴν θάλασσα».

 

Σχέδια τῆς τελετῆς τῶν Ἀποκαλυπτηρίων 

ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα Τὸ Ἄστυ, φ. 30.4.1889. 

[1. Ἀν. Μιαούλης 2. Εἰς τὸ Νεώριον, 

3. Τὰ Ἀποκαλυπτήρια, 4. Φωταψίαι,

 5. Πλατεία Μητροπόλεως, 6. Σταμ. Πρώϊος].

Ὁ ἀνδριάντας τοῦ Μιαούλη,ἑπομένως, θὰ εἶναι τόπος ἀπότισης τιμῆς, ἀπ’ ὅλες τὶς πόλεις καὶ ὅλους τοὺς τόπους τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιὰ τὸν κατὰ θάλασσαν ἀγώνα τοῦ Ὑδραίου ναυάρχου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

                                             «O ANΔΡΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΑΟΥΛΗ

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 11.3.1889.

 


Ὅπου ὡς εὔμορφα θαλασσοπούλια παίζουσι μὲ τὰ κύματα χορεύουσαι αἱ χαρίεσσαι Κυκλάδες, ἀνακύπτουσαι μὲ τὰ εὐωδιάζοντα ἐκ τοῦ θαλασσινοῦ μύρου πτερά των καὶ πάλιν ἀφανιζόμεναι εἰς τὸν λευκὸν ἀφρὸν τοῦ φαιδροῦ πελάγους, ἐκεῖ εἰς τὸ κέντρον τοῦ νησιωτικοῦ χοροῦ, ὅπου αἱ θαλασσσιναὶ αὖραι ὀξέως περῶσαι διὰ τῶν ποικίλων πορθμῶν καὶ πόρων ψάλλουσι μετὰ χάριτος τοῦ χοροῦ τὸ ᾆσμα, ἐκεῖ καλούμεθα εἰς τὴν ἐθνικὴν πανήγυριν, εἰς τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντος τοῦ Μιαούλη.

*

Ἡ Σύρος, ἡ φαλακρὰ τῶν Κυκλάδων βασίλισσα εἶναι ἡ εὐδαίμων ἀντιπρόσωπος τοῦ θαλασσινοῦ ἐμπορίου τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Μετὰ τὸν μέγαν ἀγῶνα, ἀφοῦ εἰς τὰς ἑλληνικὰς θαλάσσας ὑψώθη ἡ ἐθνικὴ σημαία, κηρύτουσσα διὰ τῶν νήσων καὶ τῶν ἀκτῶν ὅτι ἀνοικταὶ εἶναι πλέον αἱ ὁδοὶ τῆς εὐημερίας καὶ τῆς ἐμπορικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἔθνους, εἰς τὴν Σύρον ἱδρύθη ἡ μεγάλη ἐμπορικὴ ἀποθήκη, ἀπὸ τῆς ὁποίας τόσα ἔτη τώρα προμηθεύονται αἱ ἐπαρχίαι τὰ ποικίλα τοῦ βίου χρειώδη. Ἐπὶ τῆς ἐρήμου καὶ βραχώδους ἐκείνης ἀκτῆς ἀνηγέρθησαν μακρὰ καὶ πλούσια ἐργοστάσια, καὶ ἐντὸς πεντηκονταετίας ἀνέκυψεν ἐπὶ τῶν ἀνωφερῶν ἐκείνων βράχων πλουσία καὶ ἐμπορικὴ πόλις ἡ ἀνθηρὰ Ἑρμούπολις, πλήρης ζωῆς καὶ κινήσεως. Ἐν τῷ εὐρυχώρῳ λιμένι αὐτῆς καταπλέουσιν ἀπὸ τῶν ἐσχατιῶν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης εὐμεγέθη ἀτμόπλοια, ἐκφορτώνοντα τοῦ πολιτισμοῦ τὰ δῶρα καὶ τὸ ἀπέραντον ναυπηγεῖον της ὑπῆρξεν ἡ πρώτη καὶ εὐρεία κοιτὶς τοῦ Ἐμπορικοῦ τῆς Ἑλλάδος ναυτικοῦ, ὅπερ ἀναπτύσσει εὐφροσύνως εἰς ὅλας τὰς θαλάσσας τὴν σημαίαν του, φέρον παντοῦ τὴν εἴδησιν ὅτι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον Ἑλλὰς ἐλευθέρα. Ὤ, ποία ἀναπαυτικὴ ὑπερηφάνεια γεννᾶται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἕλληνος ὅταν εὑρεθῇ ἐν τῇ ξένῃ, εἰς κανένα ἐκ τῶν πολυθορύβων τῆς Μεσογείου λιμένων καὶ ἴδῃ ἐπὶ τοσούτων ἱστῶν κυματίζουσαν τὴν κυανόλευκον τῆς Πατρίδος σημαίαν!

**

Τὸ μεσημέριον, ὅταν διακοπῇ ἐκείνη ἠ ἐπίπονος ἐργασία ἐν τῷ τελωνείῳ, ὅταν οἱ ἔμποροι οἱ ἀεικίνητοι τῆς Σύρου ἐκεῖνοι, οἱ πολυτάλαντοι, οἱ καθήμενοι ἐπάνω εἰς τὰ ὀγκώδη τῶν ἐμπορευμάτων δέματα, προγευματίζουσι προχείρως, τρώγοντες ἐπὶ ποδὸς ἐκεῖ τὸ τυρόψωμον, σπεύδοντες νὰ ἐπαναρχίσωσι πάλιν τὴν ἀτελείωτον ἐμπορικὴν ἐργασίαν των, δυνάμεθα νὰ συλλογισθῶμεν ἐκείνους οἵτινες ἐμόχθησαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς, ἥτις μᾶς ἐχάρισε τὴν ἐμπορικὴν αὐτὴν ζωὴν καὶ ἀνάπτυξιν, τὰς πρώτας βάσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ τῆς κοινωνικῆς μορφώσεως. Καὶ δὲν εἶναι δύσκολος διὰ τὸν κάτοικον τῆς Σύρου ἡ τοιαύτη σκέψις. Τὰ λευκὰ τοῦ Αἰγαίου κύματα, ἐρχόμενα νὰ θραυσθῶσι καὶ ἐκπνεύσωσιν ἐπὶ τῶν βράχων τῆς εὐδαίμονος νήσου, ποσάκις δὲν ἔρριψαν ἐκεῖ θραύσματα τῶν ἐχθρικῶν πλοίων ἅτινα ἔμπροσθεν τῆς Χίου καὶ τῆς Μυτιλήνης συνετρίβησαν κατὰ τὰς ἐνδόξους ἐκείνας ἡμέρας; Δὲν εἶναι λοιπὸν παράδοξον ὅτι ἡ νῆσος αὕτη πρώτη ἔρχεται νὰ ὑπομνήσῃ εἰς τοὺς Ἕλληνας ὀφειλομένην χάριν καὶ νὰ καλέσῃ αὐτοὺς εἰς ἐθνικὴν πανήγυριν. Πρώτη ἔκφρασις τῆς εὐγνωμοσύνης ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι ἡ ἐπίσημος κήρυξις τῆς ἀρετῆς ἐκείνων, εἰς οὓς ὀφείλομεν τὴν ἐλευθερίαν μας καὶ τὴν ὕπαρξίν μας.

***

Ἦτο Ἰούνιος τοῦ 1835. Ὁ ναύαρχος ἄγων τὸ 66ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, καταβεβλημένος ὑπὸ τῶν πολυετῶν θαλασσίων ἀγώνων καὶ τῶν δεινῶν τοσούτων  ναυμαχιῶν ἔκειτο ἀσθενῶν ἐν τῇ κλίνῃ. Ὁ θάνατος ἐπλησίασε νὰ κλείσῃ τὰ ὑπερήφανα ἐκεῖνα βλέφαρα, ἅτινα δὲν ἐτόλμησε νὰ κλείσῃ ὁ καπνὸς ἀγρίων ναυμαχιῶν καὶ κυμάτων. Μίαν ἡμέραν βασιλικὰ ὡραῖα ὀχήματα ἐσταμάτησαν πρὸς τῆς "Ὡραίας Ἑλλάδος" ἀπέναντι τῆς ὁποίας ὁ ναύαρχος κατῴκει. Ὁ βασιλεὺς Ὄθων ἔσπευσε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν ἀνδρεῖον παλαιστὴν καὶ ἔνδοξον ναυμάχον:

«Σὲ συσταίνω βασιλεῦ, εἶπεν ὁ ἐκπνέων ναύαρχος, σὲ συσταίνω τοὺς συναγωνιστάς μου, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν ὄχι μόνον μὲ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ μὲ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ἕως οὗ ἴδουν νὰ λάμψῃ εὐτυχὴς ἡ ἡμέρα τῆς ἀναγορεύσεώς σου εἰς τὸν ἑλληνικὸν θρόνον, τὸ μέλλον τοῦ ὁποίου μὲ συνοδεύει εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν ὡς ἡ γλυκυτέρα παρηγορία».

Καὶ ὁ γέρων Σταμάτιος Ἰω. Πρώϊος, εὐγενὴς τὴν καρδίαν Ἑρμουπολίτης μέλλων ν’ ἀποθάνῃ, καταλείπει διαθήκην, κελεύων ν’ ἀνεγερθῇ δι’ ἐξόδων του ὁ ἀνδριὰς ἑνὸς τῶν διαπρεπεστέρων θαλασσινῶν ἀγωνιστῶν τῆς Πατρίδος. Καλεῖ τὸ Δημοτικὸν Συμβούλιον ὡς νὰ τοῦ λέγῃ: "Βλέπεις τὴν ἐμπορικὴν κίνησιν, τὸν ἐθνικὸν πλοῦτον καὶ τὴν εὐημερίαν τῆς πόλεως. Ἦτο ξηρὸς βράχος καὶ μεταβλήθη εἰς κομψὴν τῆς Ἑλλάδος πόλιν, ἀναπτύξασαν ἐμπόριον μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν, ἀντιπρόσωποι τῶν ὁποίων δὶς τοῦ ἔτους συγκεντροῦνται ἐν τῇ πλουσίᾳ ἀγορᾷ τῆς πλουσίας νήσου, ἥτις ἀπέβη οὕτως ἡ ἐμπορικὴ τῆς Ἑλλάδος καρδία. Μὴ λησμονῇς ἐκείνους, οἵτινες μὲ πεῖσμα καὶ δίψαν ἠγωνίσθησαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως ἀνοίξωσι τὰς ἐμπορικὰς τοῦ ἔθνους ὁδούς, τὰς ὁποίας κεκλεισμένας ἡ πολυχρόνιος δουλεία κατεῖχεν. Ἀποθνήσκω μὲ τὴν παρηγορίαν ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη αὕτη μαρμαρίνη θὰ ὑψωθῇ ἐν τῇ ὡραίᾳ Σύρῳ, ὅπως οἱ νεώτεροι βλέποντες πόσον τιμᾶται εἰς τὸν κόσμον ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ αὐτοθυσία φιλοτιμῶνται καὶ αὐτοὶ δι’ ὁμοίων πράξεων νὰ αὐξήσωσι τὴν Πατρίδα, δι’ ἄλλων ἀγώνων των ἐθνικῶν ἀνεγείροντες καὶ ἄλλας πόλεις, κέντρα εὐημερίας καὶ ἐμπορίου".

****

Τοιαῦται βεβαίως θὰ ἦσαν αἱ εὐγενεῖς σκέψεις τοῦ μακαρίτου Σ. Ι. Πρωΐου, καὶ ὅμοιαι αἱ τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Ἑρμουπόλεως, ὅπερ ἀπεφάσισε ν’ ἀνεγείρῃ ἐκεῖ τὸν ἀνδριάντα τοῦ διαπρεπεστάτου τῶν ναυάρχων, τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀοιδίμου ναυάρχου θὰ εὐφρανθῇ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, διότι καταλληλότερος τόπος πρὸς ἀνέγερσιν τοῦ μαρμαρίνου ἀνδριάντος του δὲν ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ. Ἐκεῖθεν μυστικῶς θὰ βλέπῃ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, θάλλουσαν καὶ ἀκμάζουσαν ἐμπορικῶς, ἀναπτυσσομένην ἐν βιωτικαῖς τέχναις καὶ εὐημεροῦσαν ἐν τῷ πολιτισμῷ, κεκτημένη ἐλευθέρας τὰς θαλασσίους ὁδούς, ὅπου ὁ ναύαρχος τοσάκις ἠγωνίσθη καταναυμαχῶν καὶ παλαίων. Δὶς τοῦ ἔτους, φθινόπωρον καὶ ἄνοιξιν, ἐξ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν ἐκεῖ συναθροιζόμενοι οἱ ἔμποροι, αἱ ὑλικαὶ αὐταὶ ψυχαὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν χωρίων, θὰ προσφέρωσιν τὸν σεβασμόν των πρὸς τὸ μαρμάρινον τοῦ
Ὑδραίου ναυάρχου ἀφομοίωμα, ἀναμιμνησκόμενοι τὰς κακοτυχίας καὶ τοὺς δεινοὺς ἀγῶνας  τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, οἵτινες διὰ τῆς καρτερίας καὶ τῆς τόλμης, διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος κατηγωνίσθησαν ἐνδόξως καὶ ἀσφαλῶς, ἀνιδρύσαντες τὴν ἐλευθέραν Πατρίδα ἐν δίψῃ καὶ πείνῃ. Ἤθελον νὰ ἔχω τοὺς μυστικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ὅπως ἴδω τὴν εὐφροσύνην, ἣν θὰ ἐλάμβανε τὸ ἄψυχον μάρμαρον, κυκλούμενον ὑπὸ τῶν τόσων τῆς Ἑλλάδος τέκνων, ὧν ἕκαστον θ’ ἀντιπροσωπεύῃ καὶ μίαν πόλιν της καὶ ἓν χωρίον της. Ὡραιοτέρα θέσις δι’αὐτὸ δὲν ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ.

*****

Ἐκεῖ ὅπου ὡς εὔμορφα θαλασσοπούλια παίζουσαι μὲ τὰ κύματα χορεύουσιν αἱ χαρίεσσαι Κυκλάδες, ἀνακύπτουσαι μὲ τὰ εὐωδιάζοντα ἐκ τοῦ θαλασσινοῦ μύρου πτερά των, ἐκεῖ εἰς τὸ κέντρον τοῦ χοροῦ, εἰς τὴν βραχώδη Σύρον, ἐκεῖ ὁ ἀνδριὰς τοῦ ναυάρχου ὡραιότερος θὰ στίλβῃ, λαμβάνων μυστικὴν χάριν ἀπὸ τῆς περὶ αὐτὸν ζωηρᾶς κινήσεως. Τὰ κύματα πλησίον εὐωδιάζοντα θὰ τὸν ραντίζωσι μὲ ἀχοὺς ἀπὸ τῶν ναυμαχιῶν του, ὁ καπνὸς τῶν ἐργοστασίων ὡς νέφος θὰ διέρχηται πρὸ τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ μετώπου ὅπερ ἡλιοκαὲς καὶ θαλασσοκτυπημένον θὰ παριστᾷ καὶ αἱ σημαῖαι τῶν ἑλληνικῶν πλοίων θὰ ῥίπτωσι δροσερὰν τὴν σκιάν των εἰς τὴν ὡραίαν πλατείαν ὅπου ὁ μαρμάρινος ἀνδριὰς τοῦ ναυάρχου θὰ ἵπταται.

Μ.»

Σημ.: περισσότερα γιὰ τὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων τοῦ ἀνδριάντος τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη στὴν πλατεία Λεωτσάκου τῆς Σύρου σὲ προσεχὴ ἀνακοίνωσή μας.

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1062, σ. 15-16, 29.3.2024.




Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

ΠΕΤΡΟΣ (ΠΕΤΡΟΜΠΕΗΣ) ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (ΑΡΕΟΠΟΛΗ 1773 - ΑΘΗΝΑ 1848)

 

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης:

Ὁ χαρισματικὸς ἡγεμόνας τῆς Μάνης καὶ ἡ τιμὴ τῆς μνήμης του       

‒ἐν τῷ Ἁγίῳ Σώζοντι‒

60 χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του.

 

«Μὴν ξεχωρίζεστε, μιὰ σμίξη εἴμαστε, ἔχουμε

τὴν ἀνάγκη καὶ τοῦ μερμηγκιοῦ»

Σωτήρης Δημητρίου, Σὰν τὸ λίγο τὸ νερό

 


Μαυρομιχάλης Πέτρος, Μπέης,
Πρίγκιψ τῆς Μάνης.
Λιθογραφία τοῦ Francis Herve (1837). 

                   Πηγή/Travelgue.gr


 

Ὁ Πέτρος Μαυρομιχάλης, ὁ γνωστὸς ὡς Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (Ἀρεόπολη Μάνης 1865-Ἀθήνα 1848) ὑπῆρξε μιὰ παρεξηγημένη ἕως καὶ ἀδικημένη μορφὴ τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ 1821. Παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ εὐρύτερη οἰκογένειά του θυσίασε, στὸν βωμὸ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος, ἀρκετὲς δεκάδες μέλη της (49 μέλη), καὶ ὅτι ὁ ἴδιος διακρίθηκε γιὰ τὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτική του δράση, καὶ προεπαναστατικὰ καὶ μετεπαναστατικά, ἐν τούτοις, ἡ δολοφονία τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, στὸ Ναύπλιο στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831, ἀπὸ δύο στενὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του, τοῦ γιοῦ του Γεωργίου καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Κωνσταντίνου, ἀλλὰ καὶ οἱ τεταμένες σχέσεις ποὺ εἶχε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κυβερνήτη, κάλυψαν σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ μέγεθος τῆς προσφορᾶς τοῦ ἰδίου καὶ τῆς οἰκογένειας τῶν Μαυρομιχαλαίων στὸν Ἀγώνα.

Ὅμως, ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἡ Ἀρεόπολη τῆς Ἀνατολικῆς Μάνης, ἀλλὰ καὶ τὸ γειτονικὸ γραφικὸ ἐπίνειό της, ἡ παράλιος κώμη της τὸ Λιμένι, ὅπου ἡ ἡγεμονικὴ οἰκία, ὁ πύργος τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τιμᾶ τὸν Πέτρο τῆς Μάνης, μὲ προτομή του στὸ αὔλειο κοιμητηριακὸ χῶρο τοῦ ἱστορικοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σώζοντος (τοῦ σωζώτη τῶν Λαβουρεντιάνων, στὸ Οἴτυλο τοῦ 13ου αἰ.)· στὸ Λιμένι τῶν Μαυρομιχαλαίων, τὸν τόπο ὅπου ἦλθε ὁ ἰατρὸς καὶ πολεμιστὴς τοῦ Ἀγώνα, ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης, γιὰ νὰ ἰατρεύσῃ παρὰ τὴν ἐπίπληξη ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοῦ Ναυπλίουτὴν πάσχουσαν σύζυγο τοῦ Πετρόμπεη, τὴ Φωτεινὴ τὸ γένος Δημητρακαράκου. Ἀπὸ ἐδῶ, γαλήνιος πλέον, ἀτενίζει τὸν Μεσσηνιακὸ κόλπο, τὸ πέλαγος μὲ τὴ θαλασσινή του αὔρα.

. Ἐφ.Σκρίπ, φ. 4.4.1908. 

Ἔτσι, στὰ 1908, στὶς 25 Μαρτίου, στὸ πλαίσιο τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπετείου τοῦ ξεσηκωμοῦ τοῦ 1821, οἱ Ἀρεοπολίτες τίμησαν ἰδιαίτερα τὴ μνήμη τοῦ συμπολίτη τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μὲ τὴν εὐκαιρία μάλιστα τῆς συμπλήρωσης 60ετίας ἀπὸ τὸν θάνατό του.

Ὁ ἀνώνυμος ἀνταποκριτὴς τῆς ἐφημερίδας Σκρὶπ τῶν Ἀθηνῶν, στὸ φύλλο τῆς 4ης Ἀπριλίου 1908, σημειώνει πὼς ἡ ἐπιτυχία τῆς ἐκδήλωσης τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς στὴν Ἀρεόπολη  ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι:

«Ἡ δημοτικὴ ἀρχὴ, ὁ ἀκούραστος καὶ φιλοπρόοδος σχολάρχης μας κ. Νικ. Καρκαζάλος μετὰ τῶν συναδέλφων του Ἑλληνοδιδασκάλων κ.κ. Ἠλία Ἀποστολάκου καὶ Στ. Κατσαράκη, οἱ φιλότιμοι δημοδιδάσκαλοι κ.κ. Νικ. Μανωλᾶκος καὶ Γεώρ. Νικολακάκος, ἡ ἐπὶ ζήλῳ καὶ φιλοπονίᾳ διακρινομένη διευθύντρια τοῦ παρθεναγωγείου κυρία Σταυρούλα Ι. Δεκούλου τὸ γένος Σεκάκου, ἀπὸ ἡμερῶν ἐν συνεννοήσει φιλοτίμως ἐργασθέντες κατώρθωσαν νὰ ἐπιτύχῃ ἡ Ἐθνικὴ πανήγυρις πληρέστατα».

Ὁ μικρὸς ἱστορικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Σώζοντος στὸ Λιμένι τοῦ Οἰτύλου, ὅπου ὁ πύργος τῶν Μαυρομιχαλαίων μὲ τὴν προτομὴ τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στὸν αὔλειο κοιμητηριακὸ χῶρο τοῦ ναοῦ.

Πάλι κατὰ τὸν ἀνταποκριτὴ τοῦ Σκρίπ, μετὰ τὴν ἐπιτυχὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς στὴν Ἀρεόπολη, τὸ ἀπόγευμα τῆς 25ης Μαρτίου 1908, ἡ μαθητικὴ κοινότητα τῆς περιοχῆς οἱ τριακόσιοι μαθητὲς μαζὶ μὲ τοὺς ἐκπαιδευτικούς τους καθὼς καὶ πλῆθος κόσμου μετέβησαν στὸ Λιμένι, τὸ ἐπίνειο τῆς Ἀρεοπόλεως, προκειμένου ἡ μαθητιώσα νεολαία νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Πετρόμπεη, στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ Ἁγίου Σώζοντος, ὅπου καὶ ὁ ἀνδριάντας τοῦ τουρκομάχου Πέτρου Μαυρομιχάλη:

Ἡ προτομὴ τοῦ Π. Μαυρομιχάλη 
στὸ Λιμένι Οἰτύλου.
« [...] Συγκινητικώτερον, μεγαλοπρεπέστερον, σκοπιμώτερον συνεχίσθη ἡ Ἑορτὴ τὸ ἀπόγευμα. Περὶ τὴν δευτέραν μεταμεσημβρινὴν ὥραν τριακόσιοι μαθηταὶ μετὰ τῶν διδασκάλων των καὶ πλῆθος κόσμου ἐξ Ἀρεοπόλεως καὶ τῶν πλησιοχώρων χωρίων κατῆλθον εἰς Λιμένιον, ἐπίνειον τῆς Ἀρεοπόλως καὶ ἰδιαιτέραν πατρίδα τῆς οἰκογένειας τῶν Μαυρομιχαλαίων. Εἰς τὴν παραλίαν τοῦ Λιμενίου καὶ δεξιᾷ τῷ εἰσερχομένῳ, παρὰ τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Σώζοντος, λευκάζει ὑπερήφανος ὁ μαρμάρινος ἀνδριὰς τοῦ Τουρκομάχου Μαυρομιχάλη. Τὸν ἀνδριάντα τοῦτον ἡ μαθητιῶσα νεολαία ἐστεφάνωσε διὰ στεφάνου ἐκ φυσικῶν αὐτοφυῶν ἀνθέων. Ὁ μαθητὴς Γρηγόριος Καπετανᾶκος υἱὸς τοῦ Δημάρχου καταθέτει στέφανον προσφωνὼν συγκινητικώτατα ὡς ἑξῆς:

"Τιμημένε νεκρέ. Γεραρὲ τῆς Μάνης ἡγεμών, μεγάθυμε πρόεδρε τῆς Μεσσηνιακῆς Γερουσίας, ἀρχιστράτηγε τῶν Πελοποννησιακῶν ὅπλων, ἡ μαθητιῶσα νεολαία τῆς Ἀρεοπόλεως μνήμων τῶν ἀγώνων σου ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας ἐλευθερίας, μνήμων των θυσιῶν σου ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῆς δεδουλωμένης, τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὑπὲρ τῆς Ἐλευθερίας στρατευομένης, εὐλαβῶς προσέρχεται καταθέτουσα ἐπὶ τοῦ Ἡρώου σου στέφανον ἁπλοῦν ἀναφωνεῖ:

Εὐλογημένη ἐς ἀεὶ ἡ μνήμη σου Τουρκομάχε Ἐλευθερωτά".

 

Ὁ κόσμος συνωθούμενος ἀποκαλύπτεται, ζητωκραυγάζει, δακρύει, ἕτερος μαθητὴς ἀπαγγέλλει ἐπίκαιρον ποίημα, ψάλλεται ὁ ἐθνικὸς ὕμνος καὶ εὐθὺς ἀμέσως οἱ μαθηταὶ ἐνθουσιῶντες σχηματίζουσι κύκλον καὶ χορεύουν πέριξ τοῦ ἀνδριάντος ψάλλοντες ἄσματα ὑπενθυμίζοντα τὴν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους αὐταπάρνησιν καὶ δράσιν τοῦ ἥρωος Πετρόμπεη. Τὸ τί ἔγινεν τὴν στιγμὴν ἐκείνην δὲν περιγράφεται· ὅλον τὸ πλῆθος βαθύτατα συγκινεῖται, ζητωκραυγαὶ οὐρανομήκεις καὶ πυροβολισμοὶ πυκνοὶ δονοῦσι τὸν ἀέρα. Εὐχαὶ καὶ εὐλογίαι ἀκούονται πανταχόθεν, ὑπὲρ τοῦ ἥρωος καὶ πάντες ἐνθουσιασμένοι σπεύδουσι νὰ συγχαρῶσι τοὺς σχόντας τὴν πρωτοβουλία τῆς τοιαύτης ἑορτῆς».

 

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,σχέδιο τοῦ Benjamin Mary
 ἀπὸ τὴν ἐν Ἀθήναις Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1843-44
Ἡ Ἱστορία ἔχει πρόσωπο. Μορφὲς τοῦ 1821  
ἀπὸ τὸν βέλγο διπλωμάτη Benjamin Mary, 
Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο, Ἀθήνα 2020, σ. 301,
ὅπου καὶ σύντομο βιογραφικὸ τοῦ Π. Μαυρομιχάλη.
 
 

Ὁ Πετρόμπεης
ἔστω καὶ μὲ τὴν μορφὴ τῆς μαρμαρίνης προτομῆς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ  Φραγκογιαννοῦ, τὴν ἡρωΐδα τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ διήγημά του «Ἡ Φόνισσα», ὅπου ἐκείνη δὲν πρόφτασε νὰ βρεῖ καταφύγιο στὸν Ἅγιο Σώστη τῆς Σκιάθου. φαίνεται πὼς βρῆκε ἕνα εἶδος λύτρωσης στὸν Ἅγιο Σώζοντα τοῦ Λιμενίου. Ἡ ἐλεητικὴ θεία Δικαιοσύνη τοῦ ἔχει ἀποδώσει τὸ μερίδιο εὐθύνης του γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια καὶ ἡ ἀνηλεὴς ἱστορικὴ δικαιοσύνη τὴν ὅποια ἔστω καὶ ἔμμεση εὐθύνη του. Ὁ ἴδιος πάντως, τὸ 1840, ὀκτὼ χρόνια πρὶν τὸν θάνατό του, παραδέχτηκε ‒παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς θεωροῦσε ὅτι ὁ Κυβερνήτης τὸν ἀδίκησε‒ ὅτι:

«Τὸ αἷμα του μὲ παιδεύει μέχρι σήμερα».              

Ἀκόμη, σὲ στιγμὲς βαθειᾶς ἐπίγνωσης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη μοίρα καὶ κατὰ τὸ κοινωνικὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, ὁμολογεῖ ποιοὶ ὁδήγησαν ἢ παρέσυραν τοὺς Μαυρομιχαλαίους στὴ μυαρὰ πράξη τῆς δολοφονίας:

«Ἀνάθεμα στοὺς Ἄγγλους καὶ τοὺς Γάλλους, ποὺ ἦταν ἡ αἰτία . Καὶ ἐγὼ ἔχασα τοὺς δικούς μου καὶ τὸ ἔθνος ἔχασε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν θὰ τὸν ματαβρεῖ».

Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ἀπὸ τὴν ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ 1843.

Τὸ βέβαιον εἶναι πὼς τὸν βασάνιζε τὸ ἐρώτημα: ἂν γνώριζε –καθὼς ὁ ἴδιος δήλωνε πάντα, ἄγνοια τοῦ σχεδίου δολοφονίας τοῦ Κυβερνήτη‒ θὰ προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἀποτρέψει καὶ νὰ σώσει τὴν ζωὴ τοῦ Καποδίστρια ἀλλὰ καὶ τὴν τιμὴ τῆς οἰκογένειας τῶν Μαυρομιχαλαίων ἢ θὰ ἐπικρατοῦσε ἡ ἐσωτερικὴ φωνὴ τῆς ἐκδικήσεως; Αὐτὰ ἄραγε τὰ ἐξαγορεύεται στὸν ἅγιο Σώζοντα, ὅπου φιλοξενεῖται ἡ προτομή του καὶ ὅπου φαίνεται ὅτι σώζεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὑστεροφημία τοῦ Μπέη τῆς Μάνης ἀπὸ τοὺς συντοπίτες του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ Λιμενίου;

Ἐνδεχομένως, δὲν θὰ ἐνέκρινε τὶς πράξεις τοῦ δολοφονικοῦ διδύμου ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπαλλακτικὸ τῆς ὅποιας ἐνοχῆς του : τῆς διὰ παραλείψεως τῶν ἐνεργειῶν καὶ πρωτοβουλιῶν πού, ἴσως, θὰ ἀκύρωναν τὸ τραγικὸ συμβάν.

Ἀλλά, τὸ αἷμα τοῦ κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, ἀκόμη καὶ σήμερα, δὲν παύει νὰ παιδεύει τὸν ἄρχοντα τῆς Μάνης, καὶ θὰ στοιχειώνει, θὰ θολώνει τὸ μέγεθος τῆς προσφορᾶς του στὰ χρόνια τοῦ Ἀγώνα καὶ τὴν ἀποτίμηση τῆς προσωπικότητας αὐτῆς τῆς αἰνιγματικῆς μορφῆς: τοῦ μεγαλόφρονα ἄνδρα, τοῦ γενναιόφρονα ἡγεμόνα, τοῦ μπέη τῆς ἀνυπότακτης Μάνης.

Εἰκάζουμε, ὅτι καὶ ὁ ἴδιος θὰ συμφωνοῦσε νὰ χαραχθοῦν, στὴ βάση τῆς προτομῆς του,  ἀπὸ τὸν Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, οἱ στίχοι: 

«Ἀπὸ στόμα ὁποὺ φθονάει / Παλληκάρια, ἂς μὴν ’πωθῆ / Πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει / Τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή».

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Σημ.: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1061, 22.3.2024,  σ. 13-14.


Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Δεκανεύς, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΝΑΓ. ΤΣΙΩΛΗΣ ( † 18 Μαρτίου 1921)

 



Στὶς 18 Μαρτίου 1921, ἔπεσε ἡρωϊκὰ μαχόμενος στὸ Μικρασιατικὸ Μέτωπο ὁ δεκανέας Κωνσταντῖνος Παν. Τσιώλης, ἐτῶν 21 -ἀδελφὸς τοῦ παπποῦ μου Ἀριστ. Παν. Τσιώλη (1890-1973)-, στὸν ὁποῖο ὀφείλω τὸ βαπτιστικό μου ὄνομα. Ὅπως ἀναφέρεται σὲ σχετικὸ κατάστιχο πεσόντων, ὁ:


«Τσιώλης Κωνσταντῖνος τοῦ Παναγ., Δεκανεύς, γεννηθεὶς εἰς Βραγγιανὰ Αἰτωλακαρνανίας, ἐφονεύθη 1921 Μαρτίου 18».

Ἡ μνήμη του ἐτιμήθη, μὲ ἐπιμνημόσυνη δέηση μετὰ κολλύβου, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος Καματεροῦ τὴν Δευτέρα ‒Καθαρὰ Δευτέρα‒ 18 Μαρτίου 2024, ἀκριβῶς 103 χρόνια μετὰ τὸν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος θάνατό του.

Ἀθάνατος. Μετὰ τῶν δικαίων.


Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. [ΤΟ ΣΑΡΑΪ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ]*

 

«Ὁ μέγιστος τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος,

τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος»

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
ἔργο (2018)
τοῦ Κώστα Ντιό.

Στὶς 16 Ἱουνίου τοῦ 1900 τελοῦνται τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς νεοανεγερθέντος ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ρωσσικῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς γνωστῆς ὡς «Σαράϊ» ἢ «Σεράγιον». Ὁ Ναὸς θεμελιώθηκε στὶς 16 Ἰουνίου 1867 ὑπὸ τοῦ μεγάλου δουκὸς τῆς Ρωσίας, Ἀλεξίου Ἀλεξάνδροβιτς. Οἱ ἐργασίες ἀνέγερσής του ἄρχισαν τὴν 4η Ἀπριλίου 1881 καὶ ἀποπεράτωθηκε τὴν 1η Ἰουλίου 1899. Αὐτὰ δηλοῦνται, ρωσσιστί, σὲ ἐντοιχισμένη μαρμάρνη στήλη δίπλα ἀπὸ τὴ δεξιὰ παραστάδα τῆς μεσαίας αὐτοῦ μεγάλης πύλης:[1]

«Οὗτος ὁ μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς ἐθεμελιώθη αὐτοπροσώπως ὑπὸ τῆς Α. Α. Μεγαλειότητος τοῦ Μεγάλου Δουκὸς Ἀλεξίου Ἀλεξάνδροβιτς τῇ 16ῃ Ἰουνίου 1867 ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῆς θαυμασίας σωτηρίας τοῦ γεννήτορος αὐτοὺ Αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου τοῦ Β΄ ἐκ τῆς κατ’ αὐτοῦ κακούργου ἀποπείρας ἐν Παρισίοις τῇ 25ῃ Μαΐου 1867. Ἡ ἔναρξις τῶν κτιρίων ἐπηκολούθησε τῇ 4ῃ Ἀπριλίου 1881 ἐπὶ ἡγουμένου τοῦ ἀρχιμανδρίτου Θεοδωρήτου, ἅτινα ἀνυψώθησαν μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐδάφους. Ἡ λοιπὴ ἐργασία ἤρξατο τῇ 3ῃ Μαΐου 1893 ἐπὶ ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Ἰωσὴφ καὶ ἀπεπερατώθη τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ  ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τῇ 1ῃ Ἰουλίου 1899. Ἡ δὲ καθιέρωσις τοῦ Ναοῦ τούτου συνετελέσθη τῇ 16ῃ Ἰουνίου 1900 ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωσὴφ μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος ὑπὸ τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄».

Σχετικὰ μὲ τὶς δαπάνες καὶ τὸν ὑπεύθυνο τῆς ἀνεγέρσεώς του ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο Κορφιάτη,[2] ὁ ἐσφιγμενίτης ἱερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης ἀναφέρει:[3]

 «[...] Ἡ ἀξία ὁλοκλήρου τοῦ Ναοῦ ὑπολογίζεται εἰς 2.000.000 ρουβλίων ὡς ἔγγιστα ἢ 233.333 ὀθωμανικῶν λιρῶν. Ἡ κατασκευὴ τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν ἐν γένει οἰκοδομῶν μετὰ τῶν παραρτημάτων τῆς σκήτης εἶχον ἀνατεθῇ τῷ ἐκ τῆς Γλώσσης τῆς νήσου Σκοπέλου ἀρχιτέκτονι κ. Χριστοδούλῳ».

Μὲ ἀφορμὴ τὴν εἴδηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ νέου μεγαλορεποῦς ναοῦ τοῦ «Σεραγίου» ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι τῆς 23ης Ἰουνίου 1900 τὴν ἐπιφυλλίδα «Ἅγιον Ὄρος. Τὸ Σαράϊ καὶ ὁ Ναός του»[4]. Στὸ δημοσίευμά του ὁ Μωραϊτίδης,[5] ἀφοῦ ἀναφέρει λίγα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ Σκήτη (ἀξιοποιώντας καὶ στοιχεῖα ἀπὸ παλιότερο σχετικὸ δημοσίευμά του, ὅπως θὰ δοῦμε), στέκεται ἰδιαίτερα στὸν ἄρτι ἐγκαινιασθέντα παμμέγιστο ναὸ τῆς Σκήτης, ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ ὡς:

«Τὸν μέγιστο τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος. Τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος, βαρὺ μνημεῖον τῆς μέχρι Ἀνατολῆς κατελθούσης ρωσσικῆς τέχνης».

Ἱερομόναχος Στέφανος, «Ἅγιον Ὄρος. Ἡ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου», Λεύκωμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους  Ἄθω, Κελλίον Ἀποστόλου Θωμᾶ, Ἄθως 1913, σ. 28.

Τὸ χρονογράφημά του τὸ δημοσιεύει μὲ τὸ σύνηθες γιὰ τὰ ταξιδιωτικά του ἄρθρα ψευδώνυμο, «Ὁ ταξειδιώτης». Μετὰ τὸ πέρας τοῦ χρονογραφήματος ἡ σύνταξη τῆς ἐφημερίδος δημοσιεύει σύντομο χρονικὸ τῆς τελετῆς τῶν ἐγκαινίων:

«ΣΗΜ. ΑΚΡ. — Ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων ἤρχισε τὴν 8ην πρωϊνὴν ὥραν τῆς Παρασκευῆς. Ἡ πομπὴ ἐξεκίνησε προηγουμένων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἱερέων ἐνδεδυμένων ἐπιχρύσους στολὰς καὶ ἀκολουθοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τὸν ὁποῖον ὑπεβάσταζον ὁ αἰδεσιμώτατος κ. Ἀρσένιος καὶ εἷς διάκονος. Εἵποντο ὁ πρεσβευτὴς κ. Ζηννόβιεφ καὶ ὁ ναύαρχος Βίριλεφ ἀντιπροσωπεύων τὸν μέγαν δούκα Ἀλέξιον τὸν θεμελιωτὴν τοῦ ναοῦ. Εἶτα οἱ κυβερνῆται καὶ μετ’ αὐτοὺς οἱ ἀξιωματικοὶ τῶν σκαφῶν "Ἀλέξανδρος Β΄", "Ζαπορόζετο", "Τζεονομόρετζ", "Κολχίς". Ἄγημα ναυτῶν τοῦ θωρηκτοῦ "Ἀλέξανδρος Β΄"ἦτο παρατεταγμένον ἀπὸ τῆς κλίμακος μέχρι τοῦ ναοῦ.

Οἱ ἐπίσημοι εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν ἐνῷ οἱ κληρικοὶ περιήρχοντο τὸ οἰκοδόμημα ψάλλοντες τὴν λιτανείαν, μετὰ τὴν ὁποίαν παρετέθη ἐπίσημον πρόγευμα εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ζηννόβιεφ ἔφερε πρῶτον πρόποσιν ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ, τὴν ὁποίαν ἠκολούθησαν ἄλλαι, ἐξ ὧν αἱ πλειότεραι ὑπὲρ τοῦ μεγάλου δουκὸς Ἀλεξίου». 

                       Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6. 1900.

Ὅπως δηλώνει κι ὁ Μωραϊτίδης, θεμελιωτὴς τοῦ Ναοῦ θεωρεῖται ὁ μέγας δοὺξ Ἀλέξιος τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος:[6]

«μεταβὰς πρὸ χρόνων μετὰ χρυσοστολίστου καὶ ἐπιδεικτικῆς συνοδείας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν ταπεινὴν τότε Σκήτην καὶ ἐχάραξε διὰ τῆς λεπτῆς βαΐνης ράβδου του τὰ θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ [...] Ἐτέθησαν τὰ θεμέλια αὐτοῦ ὀγκώδη ὡς θεμέλια μεγάλου φρουρίου ὑπόγεια βαθέα, ὑψώθησαν πέντε μέτρα ἄνω τῆς ἐπιφάνειας τοῦ ἐδάφους».

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1888,[7] καὶ εἶχε μεταβεῖ στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου τοῦ 1888.[8] Ἀργότερα δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι στὰ φ. τῆς 31.3.1889 καὶ τῆς 3.4.1889, μὲ τίτλο «Ἡ Ἀκρόπολι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ Σαράϊ», τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ σκήτη, τὸ Σαράϊ.[9] Τὰ ἄρθρα δημοσιεύονται ἀνυπόγραφα. Ὅμως, τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος αὐτῶν ἀναδημοσιεύονται στὸν Γ΄ τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν ἐντυπώσεων τοῦ Μωραϊτίδη στὸ ἔργο του Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα,[10] πιστοποιεῖ ὅτι ὁ ἀρθρογράφος εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.

Ὁ Μωραϊτίδης τὸν Αὔγουστο τοῦ 1888 εἶδε, ὅπως δηλώνει, τὰ θεμέλια τοῦ ἀνεγειρομένου Ναοῦ:[11]

«Εἰσῆλθον εἰς τὴν μεγίστην αὐλήν του θαυμάζων τὰ ὀγκώδη τοῦ ἤδη ἀνεγειρομένου Ναοῦ θεμέλια, καὶ τὸν πλούσιον ἀρχιτεκτονικὸν τρόπον τῶν πτερύγων. Διότι τὸ Σαράϊ ὀνομάζεται μὲν καὶ εἶναι Σκήτη, ἀλλ’εἶναι κτισμένον ὡς ἕνα παμπάλαιον Μοναστήριον».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 3.4.1889.

Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, στὴν ἐπιφυλλίδα του στὴν Ἀκρόπολι τῆς 23ης Ἰουν. 1900, φαίνεται ὅτι ἐπισκέφτηκε πάλι τὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἴσως, κατὰ τὴν δεύτερη ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ καλοκαίρι τοῦ 1893.[12] Τότε, ὁ Ναὸς εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπὸ τὸ 1891 νὰ ἀνεγείρεται, ἐπὶ ἡγουμένου τῆς Σκήτης τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωσήφ.[13]

Τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρεται στὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων. Στὴν Ἀκρόπολι τῆς 21ης Ἰουνίου 1900, σημειώνεται:[14]

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 21.6.1900. 

«Θεσσαλονίκη, 20 Ἰουνίου. –(δι’ ἐμμέσου ὁδοῦ) Ὁ κοσμήτωρ τῆς θεολογικῆς σχολῆς τῆς Μόσχας κ. Ἀρσένιος μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ περιῆλθε τὰς κυριωτέρας ἑλληνικὰς μονάς, ἐπισκεφθεὶς καὶ τὸν πατριάρχην Ἰωακείμ. Τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας ρωσσικῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου θὰ τελεσθοῦν τὴν προσεχῆ Παρασκευήν, χοροστατοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ μετὰ τῶν λοιπῶν ἱεραρχῶν τῆς μονῆς Βατοπεδίου».

Τὸ Ἐμπρὸς στὶς 14 Ἰουνίου 1900 γράφει:[15]

«Ὡς εἴχομεν προαναγγείλει σήμερον ἀποπλέει ἐκ Πειραιῶς τὸ ρωσσικὸν θωρηκτὸν "Ἀλέξανδρος Β΄", ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει ὁ διοικητὴς τοῦ ρωσσικοῦ στόλου τῆς Μεσογείου ὑποναύαρχος κ. Βίριλωφ καὶ τὸ εὔδρομον "Ζαπαρόβετζ" κατευθυνόμενα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως διὰ τῆς παρουσίας των προσδώσουν μεγαλυτέραν λαμπρότητα εἰς τὰ τελεσθησόμενα ἐγκαίνια τοῦ δαπάναις τοῦ Τσάρου ἀνεγερθέντος ἐκεῖ ρωσσικοῦ ναοῦ».

Ἑστία τῆς 23 Ἰουνίου 1900 ἀναφέρεται ἐκτενῶς, μὲ ἕνα ἀνώνυμο ἄρθρο, στὸ χρονικὸ τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ νέου Ναοῦ, ποὺ ἀνήγειραν οἱ Ρῶσοι στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου:[16]

«Οἱ Ρῶσσοι, ὡς μᾶς γράφει ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτὴς τῆς Ρωσσίας κ. Ζηνόβιεφ καὶ ὁλόκληρος μοῖρα τοῦ ρωσσικοῦ στόλου ὑπὸ τὸν ναύαρχον Βιρίλιεφ ἐκπροσωποῦντα τὸν μέγα δούκα Ἀλέξιον τὸν καταθέσαντα πρὸ διετίας τὸν θεμέλιον τῆς ἐκκλησίας λίθον. Τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς νέας Ρωσσικῆς ἐκκλησίας προΐστατο οὗτος ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλλην οἰκουμενικὸς πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, δεχθεὶς ἐπὶ τούτῳ κατόπιν τὰς θερμὰς εὐχαριστίας τοῦ κ. Ζηνόβιεφ.

Ἐπίσημον γεῦμα

Κατὰ τὰ ἐπιδόρπια τοῦ γεύματος, ὅπερ ὑπῆρξεν κατακλεὶς  τῶν Ρωσσικῶν τούτων ἑορτῶν, ὁ Ρῶσσος πρεσβευτὴς προέπιεν εἰς ὑγείαν τοῦ παναγιωτάτου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ ἀποκαλέσας αὐτὸν "Στῦλον τῆς Ὀρθοδοξίας". Κατόπιν ὁ κ. Ζηνόβιεφ προέπιεν ὑπὲρ τῆς εὐδαιμονίας ὅλων τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ μοναστηρίων καὶ εἰς ὑγείαν τῶν παρακαθημένων ἐκπροσώπων τῶν μοναστηρίων τούτων.

Τί εἶπεν ὁ Πατριάρχης.

Εὐθὺς μετὰ τὸν Ρῶσσον πρεσβευτὴν ἠγέρθη ἡ Α. Παναγιότης, ὁ τέως Πατριάρχης, ὅστις δικαιολογῶν τὴν παρατυπίαν τῆς προπόσεως, τοῦ πράγματος ἀντικειμένου κατ’ ἀρχὴν εἰς ἐκκλησιαστικὰ γεύματα, εἶπεν ὅτι πράττει τοῦτο ὅπως ἐκπληρώσει καθῆκον ἱερᾶς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν μονὴν Βατοπεδίου:

"Αἱ τελεταὶ καὶ αἱ ἑορταὶ εἰς εἰς ἃς παρέστητε σήμερον, εἶπεν, ἀποτελοῦν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου κρηπίδα φωτεινὴν τῆς πλήρους δράσεως πεντηκονταετοῦς ἱστορίας της. Ἡ Σκήτη ἐκφράζει ἐπὶ τούτῳ  βαθεῖαν εὐγνωμοσύνην πρὸς πάντας ἐκείνους οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν εἰς τὴν πρόοδόν της, εἰς τὴν μονὴν Βατοπεδίου ἰδίᾳ καὶ ἰδιαίτατα πρὸς τὴν Α. Α. Μ. τὸν Τσάρον ὅστις πάντοτε ἐπέδειξε διαθέσεις εὐεργετικὰς πρὸς τὸ ἱερὸν ἵδρυμα."

Καὶ ἡ Παναγιότης του προσκαλεῖ ἐπὶ τούτῳ τοὺς παρισταμένους νὰ πίουν εἰς ὑγείαν τοῦ Τσάρου καὶ πασῶν τῶν Ρώσσων».

Ὁ Ναὸς ἦταν καὶ εἶναι ὄντως παμμέγιστος καὶ μεγαλοπρεπέστατος. Ὅπως σημειώνει ὁ π. Γερ. Σμυρνάκης: [17]

«Τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 1891 ἀποβιώσαντος τοῦ Δικαίου Θεοκλήτου, ἀνέλαβε τὴν διοίκησιν τῆς Σκήτης ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωσὴφ τῇ 1ῃ Φεβρουαρίου 1892, ἀνὴρ συνετὸς καὶ λίαν ἐνάρετος. Ἐπὶ τούτου δὲ ἀνηγέρθη ὁ πρὸ αὐτοῦ θεμελιωθεὶς καὶ μικρὸν ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν κτισθεὶς Καθολικὸς Ναὸς τῆς σκήτης, ὅστις εἶναι ρυθμοῦ γοτθικοῦ καὶ βυζαντινοῦ καὶ ἔχει πρὸ τῶν προπυλαίων, κωδωνοστάσιον ἐπιστεφόμενον ὑπὸ θόλου, ἐφ’οὗ, ὡς καὶ ἐπὶ τῶν θόλων τοῦ Ναοῦ, ὑπάρχουσιν ἐπίχρυσοι Σταυροί, ἀπὸ τῶν ὁποίων κρέμανται πρὸς διάκοσμον πάγχρυσοι σφαῖραι. Τό τε κωδωνοστάσιον καὶ ὁ κεντρῶος θόλος φέρουσιν ἀλεξικέραυνα. Τὸ μὲν μῆκος τοῦ Ναοῦ, μὴ συμπεριλαμβανομένου τοῦ κωδωνοστασίου, εἶναι 58.50 μ. τὸ δὲ πλᾶτος αὐτοῦ 33μ. καὶ τὸ ὕψος 29 μ. ἀπὸ τοῦ δαπέδου. Τὸ βάθος τοῦ κτιρίου κατὰ τὸ ἀνατολικὸν μέρος, τοῦ ἐδάφους ὄντος ἐπικλινοῦς, εἶναι ἕως 12 μέτρων. Τὸ ὑπόγειον αὐτοῦ εἶναι διηρημενον εἰς δύο εὐρύτατα διαμερίσματα μετὰ παχέων ἁψίδων, διασκευασθὲν τὸ 1902 οὕτως ὥστε χρησιμεύσῃ ὡς δεύτερος Ναός· κάτωθεν δὲ τούτου ὑπάρχει καὶ κατώγειον χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη. Ἡ ὕλη, ἐξ ἧς κατεσκευάσθη ὁ Ναὸς ἁπαρτίζεται ἐκ γρανίτου καὶ πλίνθων, τὰ δὲ διαζώματα ἐκ μαρμάρου 700 κυβικῶν μέτρων· καλλύνεται δ’ὁ Ναὸς δι ἐννέα πυργίσκων, ἐπιστεφομένων δι ἰσαρίθμων κομψῶν πρασινοβαφῶν θόλων. Τὸ κωδωνοστάσιον, ὃν ὕψους 37 μ., κατεσκευάσθη ἐκ γρανίτου καὶ μαρμάρου· ὑπάρχουσι δὲ ἐν αὐτῷ 25 κώδωνες καὶ δύο παμμεγέθεις, ὧν ὀγκωδέστερος εἶναι βάρους ὡς ἐλέχθη 4329 ὀκάδων ὡς ἔγγιστα, εὑρισκόμενοι ἅπαντες ἐν τῷ κατωτέρῳ ὀρόφῳ. Ἐν τῷ ἀνωτέρῳ ὀρόφῳ αὐτοῦ ὑπάρχει ὡρολόγιον δεικνύον τὰς ὥρας εὐρωπαϊστὶ μετὰ τεσσάρων ὄψεων, οὗτινος αἱ πλάκες εἶναι διαμέτρου ἑνὸς μέτρου καὶ ἔτι πλέον. Τὸ εἰκονοστάσιον τοῦ Ναοῦ, κατάχρσυον ὅν, ἐδωρήθη ὑπὸ πλουσίου ρώσσου, τοῦ μετέπειται γενομένου μοναχοῦ Ἰννοκεντίου, ἀξίας 25.000 ρουβλίων αἱ δὲ ἐπ’αὐτοῦ καλλιτεχνικώτατοι εἰκόνες ἐγένοντο ἐν Ρωσσίᾳ».

 

KEIMENO

 

«ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

[ΤΟ ΣΑΡΑΪ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ][18]

Σαράϊ ἀποκαλεῖται κοινῶς ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ρωσσικὴ κοινοβιακὴ μονή, ἡ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρώην Βατοπεδινὴ Σκήτη, ἧς ὁ νέος παμμέγιστος ναὸς οὗτινος τὰ ἐγκαίνια ἐτελέσθησαν ὡς τηλεγραφικῶς ἠγγέλθη ἡμῖν.

Ἐν τῷ κέντρῳ τῆς ἱερᾶς Χερσονήσου, ἐγγύτατα τῶν Καρεῶν, ὀλίγα βήματα ‒ἕνα περίπατον‒ πρὸς βορρᾶν τοῦ Πρωτάτου, ἐγείρονταιι τὰ τείχη τὰ ὑψηλά τοῦ Σεραγίου, ἑτέρου τούτου μελισσῶνος Ρωσσικοῦ, μετὰ τὸ μέγα κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Μὲ τοὺς παχεῖς, ξανθούς, γαλανοὺς μοναχούς του, μὲ τὴν πληθὺν τῶν νεανιῶν ἀγενείων ξανθῶν δοκίμων του, μὲ τὰ ἄγρια εὐτραφῆ ὑποζύγιά του, τοῦ Σαραγιοῦ τὰ ὑποζύγια, μὲ τοὺς προγάστορας οἰκονόμους του, τοῦ Σαραγιοῦ τοὺς οἰκονόμους. Μὲ τὸν ἑκατομμυριοῦχον μοναχόν, ρῶσσον πρίγκηπα, κοινοβιάσαντα πρό τινων ἐτῶν, ὅστις ἦλθεν εἰς τοὺς ἐσχάτους τούτους καιροὺς νὰ ὑπομνήσῃ ὅτι δὲν εἶναι μῦθος τὰ λεγόμενα περὶ τῶν βυζαντινῶν ἐκείνων βασιλέων, οἵτινες μὲ ὅλην τὴν παλατινήν των χλιδὴν ἤρχοντο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  μετὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος νὰ «μετονομασθῶσιν…» ἐν ταῖς ἐρημικαῖς τοῦ Ἄθωνος καλύβαις, ἃς μετεποίουν εἰς μικρὰς βασιλικς μονάς. Οἱ βατοπεδινοὶ πατέρες οὐδέποτε ἐφαντάζοντο, ὅταν ἀπεμπόλουν τὴν σκήτην των, ὅτι ἀπὸ τὰς πενιχρὰς ἐκείνας καλύβας, θ’ ἀνέκυπτον αἱ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πανύψηλοι κόρδαι τῶν κελλίων τοῦ Σαραγιοῦ, τῶν ἀδιακόπως πληθυνομένων καὶ καταλαβόντων ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου, ἐφ’ οὗ ἐξαπλοῦται ἀληθὲς καὶ πραγματικὸν Σεράγιον τὸ ρωσσικὸν Σαράϊ.

Ἀφότου ὁ τελευταῖος αὐτὸς ἡγούμενος καὶ ὁ πρῶτος ἐκρωσσίσας τὴν βατοπεδινὴν σκήτην, κολακεύων τοὺς πάντας μὲ τὰς εὐπροσηγορίας του καὶ τὰς δωρεάς του «φέλει φελόνι, φέλει πετραχεῖλι, ὅ,τι φέλει» κατώρθωσε νὰ συμπήξῃ πολύφθογγον καλιὰν ρώσσων ἀβάδων, παρουσιάσθη ἡ ἀνάγκη ἱδρύσεως νέου Κυριακοῦ, ἤτοι ναοῦ. Ἔκτοτε, πρὸ εἰκοσαετίας ἴσως ἐτέθησαν τὰ θεμέλια τοῦ νέου τούτου ναοῦ, παρουσίᾳ τοῦ μεγάλου δουκὸς Ἀλεξίου, οὗ τὸ κροκκοβαφὲς καὶ βελούδινον κελλίον μὲ τὴν χρυσόπαστον κλίνην ἐπιδείκνυται τοῖς προσκυνηταῖς μετ’ ἰδιαιτέρας ὐπερηφανείας. Ἡ βαρεία οἰκοδομὴ μὲ τὰ φρουριακὰ θεμέλια βραδύτατα ἐπροχώρει, κατ’ ἄλλους μὲν διὰ λόγους ἀρχιτεκτονικούς, στερεώσεως τῶν θεμελίων, κατ’ ἄλλους δὲ διὰ λόγους ἀργυρολογίας ἐκ μέρους τῶν ρώσσων προσκυνητῶν. Τέλος ἐπερατώθη τὸ παρελθὸν θέρος ὁ ναός, μέγας, μαρμάρινος, τρισυπόστατος, τρίκογχος, μὲ τρεῖς ὑψηλοὺς θόλους βυζαντινορρωσικοῦ ρυθμοῦ, τρεῖς καταπρασίνους θόλους μολυβδοσκεπάστους, μὲ τρεῖς χρυσοὺς σταυροὺς ἐπ’ αὐτῶν, λάμποντας εἰς τὴν ἀκτινοβολίαν τοῦ ἡλίου, ὁρατοὺς ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν τῆς Χερσονήσου ἀκτῶν. Οἱ τρεῖς οὗτοι παμμέγιστοι θόλοι μὲ τοὺς ἄλλους τοὺς πολυπληθεῖς  τῶν ἐν Καρεαῖς Χιλιανδαρινῶν κελλίων τῶν ἐξαγορασθέντων ὑπὸ ρώσσων, προσδίδουσιν ὄψιν ρωσσικής καλογερικῆς κωμοπόλεως εἰς τὰς σεμνὰς Καρεὰς, ἧς τὰ βυζαντινὰ τῶν ἄλλων εἴκοσιν ἑλληνικῶν μονῶν κελλία, ἀραχνιασμένα, κισσοστεφῆ, προβάλλουσιν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τοὺς πυκνοὺς λεπτοκαρυῶνας, ἔκπληκτα, τρίβοντα τοὺς ὀφθαλμούς των ἐνώπιον τῆς ἀπέφθου λάμψεως τοῦ ρωσσικοῦ ἡλίου, τοῦ τόσον ἐκτυφλωτικοῦ ἐν τῇ Ἀνατολῇ.

Ὁ ναὸς οὗτος τοῦ Σαραγιοῦ, ἐπὶ μαρμαρίνου ὑψηλοῦ βάθρου, μὲ λαμπρὰ προπύλαια, μὲ ὁλόχρυσον τέμπλεον κ’ εὐρυτάτους χοροὺς εἶναι ἤδη ἕτοιμος διὰ τὰ ἐγκαίνια, τὸ δάπεδόν του ὅλον ἐκ τετραγωνιδίων πολυτίμου σκληροῦ ξύλου, οἷα τὰ τῶν ἀνακτορικῶν αἰθουσῶν χορευτικὰ δάπεδα, ξύλινον ψηφιδωτόν. Οἱ τοῖχοι του πάλευκοι, ἀναμένοντες τοὺς ἁγιογράφους. Οἱ θόλοι του ὑψηλοὶ τρεῖς, κατάφωτοι. Ὅταν τεθῶσι καὶ τὰ ὁλόχρυσα εἰκονοστάσια, οἱ χρυσοὶ πολυέλαιοι καὶ αἱ πολυτελεῖς ρωσσικαὶ εἰκόνες θὰ καταστῇ ὁ ναὸς οὗτος τῆς ἄλλοτε πενιχρᾶς βατοπεδινῆς σκήτεως, ὁ μέγιστος τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος, τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος, βαρὺ μνημεῖον τῆς μέχρις Ἀνατολῆς κατελθούσης ρωσσικῆς τέχνης.

Ὁ ταξειδιώτης»



[1]. Γεράσιμος Σμυρνάκης, Ἅγιον Ὄρος, τυπ. Ἀνέστη Κωνσταντινίδου, Ἀθήνα 1903, σ. 457.

[2]. «Ὅμως στὸ Ὄρος συναντοῦμε στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. τὸν Γλωσσιώτη ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο Κορφιάτη, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε στὴν Βατοπεδινὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τὴ γνωστὴ ὡς "Σεράγιον"  [...] Ὁ Χριστόδουλος Κορφιάτης, ποὺ διέμενε στὸν Κάτω Μαχαλᾶ τοῦ δήμου τῆς Γλώσσας, γεννήθηκε περίπου τὸ 1824-5 καὶ ἀπεβίωσε στὴ Γλώσσα τὸν  Φεβρουάριο τοῦ 1912»· π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, Σύμμεικτα ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ γιὰ τὴ Γλώσσα τῆς Σκοπέλου (17ος-19ος αἰ.), ἐκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2023, σ. 154-5,158.

[3]. Σμυρνάκης, σ. 457.

[4]. Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6.1900.

[5]. Τὸ δημοσίευμα εἶναι ἀβιβλιογράφητο καὶ φυσικὰ δὲν περιλαμβάνεται στὴν ἔκδοση τῶν ταξιδιωτικῶν τοῦ Μωραϊτίδη, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις.

[6]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις, σειρὰ Γ΄, ἐκδ. Ἰω. Σιδέρη, Ἀθήνα 1924 σ. 144.

[7]. Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929), Βοστώνη 1950, σ. 15.

[8]. «Ἦσαν ὅλοι ἁπλούστατα ἐνδεδυμένοι [...]· ἐπειδὴ ἦτο νηστεία τὴν ἡμέραν ἐκείνην (τεσσαρακοστὴ τοῦ Δεκαπενταυγούστου) τὸ φαγητὸν ἦτο ὅλως λιτόν»· Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, τ. Γ΄, σ. 139.

[9]. Ἀνώνυμος «Ἡ Ἀκρόπολις ἐν  Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ Σαράϊ», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 31.3.1889 καὶ Ἀκρόπολις φ. 3.4. 1900.

[10]. Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, «Τὸ ΣαράΪ», τ. Γ΄, σ. 137-148.

[11]. Στὸ ἴδιο, σ. 138.

[12].  Βλ. Φώτιος Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2002, σ. 118.· Φραγκούλας, σ. 15.

[13]. Σμυρνάκης, σ. 455.

[14]. Ἀνώνυμος, «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ρωσσικοῦ ναοῦ είς τὸ Ἅγιον Ὄρος», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 21.6.1900.

[15]. Ἀνώνυμος, «Ἀπόπλους ρωσσικῶν πολεμικῶν. Κατευθύνονται εἰς Ἅγιον Ὄρος», ἐφ. Ἐμπρός, φ.14.6.1900.

[16]. Ἀνώνυμος, «Οἱ Ρῶσσοι εἰς τὸν Ἄθω. Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, ἐπικεφαλῆς τῶν ἑορταζόντων», ἐφ. Ἑστία, φ. 23.6.1900.

[17]. Σμυρνάκης, σ. 455-6.

[18]. Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6.1900.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1057, φ. 23. 2. 2024, σ. 15-18.