Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ, "ΕΙΣ ΤΑ ΥΨΗ'', (ΤΟΥ 1821)*

 

Στέφανος Γρανίτσας: «Φῶς καὶ ἰδέα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γῆν»

 

«Εἰς τὰ ὕψη», ἐφ. Χρόνος, φ. 25./3 /1908, σ.1.
Τὸ χρονογράφημα συνοδεύεται ἀπὸ 
ἀνυπόγραφο ζωγραφικὸ ἔργο μὲ τὴ μορφὴ 
τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ἐμπνευσμένο ἀπὸ 
τὸν γνωστὸ πίνακα τοῦ Διονυσίου Τσόκου  

Ὁ Ἀγραφιώτης λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς μὲ νομικὲς σπουδές, Στέφανος Γρανίτσας (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880 -Ἀθήνα 1915), στὶς 25 Μαρτίου 1908, μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821, δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Χρόνος, στὴν ὁποία μάλιστα εἶχε τὴ θέση τοῦ ὑποδιευθυντοῦ, ἐπίκαιρο σχετικὸ μὲ τὴν ἡμέρα χρονογράφημα μὲ τίτλο «Εἰς τὰ ὕψη». Γαλουχημένος μὲ τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν θρυλικῶν μορφῶν τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, ποὺ εἶχε ὡς καρπό της τὴν νέα Ἑλλάδα, τὸν νέο ἀναγεννημένο Ἑλληνισμὸ τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὸ χρονογράφημά του ἀναπέμπει ἕναν ὕμνο, μὲ ποιητικὰ καὶ συμβολικὰ χαρακτηριστικά, στὸν Ἀγώνα τῆς Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοὺς πρωταγωνιστές του.
Ὑπογράφει τὸ δημοσίευμά του, ὅπως συνήθιζε, μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματός του, ὡς «Σ. Γ.».

Ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς ὁ ἴδιος, ἐπρυτάνευε στὸν ἐσωτερικό του κόσμο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, καθὼς συμμετεῖχε σὲ ἐθελοντικὰ ἐκστρατευτικὰ ἀπελευθερωτικὰ τῆς Ἠπείρου σώματα. Πίστευε σὲ ἕναν ἀγώνα ἀντιστοίχου ἱερότητος μὲ ἐκεῖνον τοῦ ’21, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἐδαφικὴ καὶ ἱστορικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Στὸ χρονογράφημά του θεωρεῖ ὅτι τὰ Δημοτικὰ Τραγούδια τοῦ Ἑλληνισμοῦ διηγοῦνται καὶ διεκτραγωδοῦν ποιητικά, ἀθανατίζουν μοναδικά, τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, ποὺ θυσίασαν τὰ νιάτα τους, τὴ ζωή τους τὴν ἴδια, γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σκλαβιᾶς τὸν τόπο τους, τὴν πατρίδα τους:

 

Ἀητὲ ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου

τὴ δόλια ἀδελφή μου

πές τους τὸ πὼς παντρεύθηκα

πῆρα τὴ γῆς γυναῖκα...

 

Θεωρεῖ γίγαντες μυθολογικοὺς τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης·

πλῆθος γιγάντων μάλιστα, ποὺ θαυματουργικὰ ἐμφανίστηκαν σὲ ποικίλους τόπους τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, σὲ μιὰ συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο: γιὰ νὰ φέρουν μὲ τὴ δράση τους τὸ ποθούμενο, τὴν Ἐλευθερία. Θεωρεῖ ὅτι οἱ: «Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες καὶ οἱ Διᾶκοι» εἶναι, ὑφίστανται, ὄχι ἁπλὰ ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα ἀλλὰ ὡς «’Ιδέα καὶ Φῶς», ποὺ ἀφοῦ περπάτησαν γιὰ λίγο πάνω στὴ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀφοῦ πάλαιψαν καὶ ἀγωνίστηκαν μὲ αὐτοθυσία, οἱ ἀετοί, ποὺ τοὺς προστάτευαν μὲ τὰ φτερά τους, τοὺς ξαναπῆραν πάλι ψηλά, στὸν οὐρανό:                                                                                                                                                                                                                                                                        

«Εἰς τὰ ὕψη».

Ἡ καρδιά, τὸ πνεῦμα τοῦ Στ. Γρανίτσα φαίνεται ὅτι βρίσκεται ψηλά, στὰ ψηλώματα, ε ἰ ς  τ ὰ  ὕ ψ η, στὰ οὐράνια, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦν πλέον οἱ ψυχὲς τῶν τιτάνειων μορφῶν τοῦ Ἀγώνα, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ δράση τους, μετέτρεψαν τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν Πατρίδα σὲ μιὰν αἰωνιότητα μοναδική. Νὰ γνώριζε ἄραγε ὁ Στεφ. Γρανίτσας τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος “My Heart’s in the Highlands” τοῦ Σκώτου ποιητῆ Robert Burns (1759-1796);. Ἤ, ἴσως εἶχε  ἀναγνώσει τὸ δημοσιευμένο στὰ 1900 στὴν ἐφημερίδα Τὸ .Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ἁμαρτίας φάντασμα», ὅπου ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος ἐπικαλεῖται τοὺς στίχους τοῦ ποιητῆ ἀπ’ τὴ Σκωτία:

«Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: ‘‘Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ’’».

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Γρανίτσας θαύμαζε τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τιμοῦσε τὸ ἔργο του. Μάλιστα, δημοσίευσε, στὶς 13 Μαρτίου 1908, λίγες ἡμέρες πρὶν δημοσιεύσει τὸ ἐπετειακὸ χρονογράφημά του «Εἰς τὰ ὕψη» ἄρθρο ὑμνητικὸ γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ ἔργο του, στὸν Χρόνο τῶν Ἀθηνῶν, μὲ τίτλο «Ἡ ἀποψινὴ ἑσπερίς (Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)», ὅπου μεταξὺ ἄλλων σημειώνει:

 « [...] Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι τὸ μεγάλο βουνὸ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, μία φυσιογνωμία τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁποία θὰ φαίνεται ὡραία καὶ μεγάλη μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ὅπου τοὺς τωρινοὺς καιροὺς θὰ τοὺς ἀγκαλιάζῃ ὁ θρύλος [...] Γύρω σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Kρυστάλλη καὶ τοῦ Βαλαωρίτη ὑφαίνεται ὡς μία κορνίζα ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁμοιάζει σὰν τὴν θρυλικῆς εὐμορφιᾶς Ροὺθ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμάζευε τὰ στάχυα τῶν θερισμένων ἀγρῶν. Ἐπάνω στὰ βουνὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ ὁλόγυρα ἀπὸ τὰ ἀκρογιάλια ποὺ ἁπλώθηκε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὡραιότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς ἀπόμειναν πολλὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται τίποτε καὶ τὰ ὁποῖα ὅμως ἀποτελοῦν μεγάλες γραμμὲς τῆς ἐποχῆς. Τὰ καϊκάκια καὶ ἡ γαλανὴ ζωὴ τῶν ψαράδων ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπήδησαν οἱ Kανάρηδες, τὰ ἐκκλησάκια καὶ τὸ μοσχοβόλημα τῆς βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τοῦ Λαοῦ, ἐπάνω στὴν ὁποία ἐβασίσθη, μέστωσε, ὑψώθη, ἐγιγαντώθη ἡ Ἐπανάσταση, τά ἀρχοντόσπιτα, γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐδέθηκε ὡς ἀπὸ ἀτάραχους κορμοὺς καὶ ἐβύζαξε τὸν ὀπὸν τῆς ζωῆς ὡς κισσὸς ἀπὸ πολύχυμα δένδρα. Ὅλης αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία τώρα πεθαίνει καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐρρόφησε γάλα ρώμης ἡ Ἰδέα τοῦ Σκουφᾶ καὶ τοῦ Ξάνθου, ὁ μεγαλύτερος, ὁ ὡραιότερoς, ὁ ὑπέροχος γλύπτης εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης. Ἀνυψώνεται σὲ κομμάτια ὡραιότητoς ἀναγλύφων τοῦ Κεραμεικοῦ [...]».

Ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ νεοελληνικοῦ χρονογραφήματος ὁ Στέφανος Γρανίτσας, δὲν παύει, στὸ ἔργο του, νὰ μνημονεύει εὐγνωμόνως τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοὺς ἀκολούθησε καὶ στήριξε τὸ ὅραμα τους γιὰ μιὰ ἐλεύθερη πατρίδα μετὰ ἀπὸ αἰῶνες σκλαβιᾶς. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ βίος τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ποὺ δημοσιεύει σὲ ἐπιφυλλίδες τοῦ Χρόνου ἀπὸ τὸ 1904 ἕως τὸ 1907. Ὁ ἴδιος, μὲ τὸν θάνατό του, μόλις σὲ ἡλικία μόλις 35 ἐτῶν, δὲν πρόφτασε νὰ καταθέσει περισσότερο ἔργο, ποὺ θὰ ἦταν προϊὸν τῆς ὠριμότητάς του. Θαρρεῖς ὅτι ἀποτραβήχτηκε στὴ σιωπὴ γιὰ νὰ διατηρήσει τὸν ἑαυτό του ἀνέπαφο, ἀμόλυντο ἀπὸ συμβιβασμούς, ὅπως οἱ θρυλικὲς μορφὲς τοῦ ’21 ποὺ δὲν συμβιβάστηκαν μὲ τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Γένους.

Στέφανος Γρανίτσας,
ἔργο (2020) τοῦ Κώστα Ντιό.

Ἐφημ. Χρόνος, φ. 25ης  Μαρτίου 1908

«Εἰς τὰ ὕψη

Ἐπάνω εἰς τὰ ἀγγεῖα τῆς προμυκηναϊκῆς τεχνοτροπίας, σώζονται εἰκόνες κάποιων ζώων, διὰ τὰ ὁποῖα ἄλλοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπῆρξάν ποτε καὶ ἄλλοι πὼς ἐζοῦσαν μίαν φορὰν καὶ ἔπειτα ἐξηφανίσθησαν. Κάτι παρόμοια πράγματα φαίνεται νὰ συνέβησαν ἐπάνω εἰς τὸν ἑλληνικὸν οὐρανόν. Σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἰδῇ κανεὶς ἕναν ἀετὸν σήμερα. Καὶ μολαταῦτα τὰ ἀγγεῖα μιᾶς ἐποχῆς –τὰ τραγούδια τοῦ Εἰκοσιένα– διηγοῦνται, ὅτι ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτὸν ἐπετοῦσαν κατὰ κοπάδια τὰ ὑπερήφανα πτηνά. Ἐστέκονταν ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους καὶ ἐκύτταζαν τὰς μάχας, διὰ νὰ τὰς διηγηθοῦν ὕστερα μεταξύ τους, ἢ νὰ μηνύσουν τοὺς θανάτους τῶν παλληκαριῶν εἰς τοὺς ἰδικούς των:

Ἀητὲ ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου

τὴ δόλια ἀδελφή μου

πές τους τὸ πὼς παντρεύθηκα

πῆρα τὴ γῆς γυναῖκα...

 

Καὶ ὕστερα οἱ ἀετοὶ ἐρροβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ‘‘μαῦρα λιθάρια’’ καὶ ἔπαιρναν τὰ κεφάλια τῶν παλληκαριῶν διὰ νὰ ροφήσουν τὸ αἷμα των:

Τρῶγε ἀητὲ τὰ νειάτα μου

τρῶγε τὴ λεβεντιά μου

νὰ κάμῃς πήχυ τὸ φτερὸ

καὶ σπιθαμὴ τὸ νύχι.

 

Εἰς τοὺς Χαλδαϊκοὺς Βαβυλωνιακοὺς τάφους καὶ ὕστερα εἰς τοὺς Αἰγυπτιακούς, παίρνομεν μίαν ἰδέαν τοῦ ἀκροτάτου ἀνθρωπίνου ἐγωϊσμοῦ. Ἐταριχεύοντο οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ πολεμήσῃ ἡ σάρξ των τὴν φθοράν, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πολεμήσουν τὸν θάνατον. Καὶ ἡ σκαπάνη σήμερον ἀνασύρει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς τὰ ξηρόμαυρα ἐκεῖνα ἀνθρώπινα ὁμοιώματα ποὺ λέγονται μούμιες. Καὶ ἄλλη περισσότερον, ἄλλη ὀλιγότερον, ὅλαι σχεδὸν αἱ ἐποχαὶ ἠσθάνθησαν τὴν ἀνόητον ἀδυναμίαν τῶν Αἰγυπτίων. Καταβαίνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ κέντρον τῆς γῆς, κρυβόμενοι μέσα εἰς λιθίνους τάφους, σταχτοποιούμενοι καὶ σφραγιζόμενοι μέσα σὲ λαγήνους, στολιζόμενοι καὶ τυλιγόμενοι εἰς μῦρα.

Μόνον τὸ Εἰκοσιένα ἔχει μίαν ἰδικήν του ἀρχιτεκτονικὴν τοῦ θανάτου. Οἱ νεκροί:

σκεπάζανε τὴ γῆ

πάνω στ’ἅρματα βροντῶντας

 μὲ τ’ἐλεύθερο κορμί.

 

καὶ δὲν τοὺς ἐνδιέφερε διὰ τὸ μνῆμά των παρὰ μόνον:

 

Νἆναι πλατὺ νἆναι ψηλό

νἄχῃ δυὸ παραθύρια

νὰ στέκ’ ὀρθὸς νὰ πολεμῶ

καὶ δίπλα νὰ γεμίζω.

 

Καί, ὅταν δὲν ὀνειρεύωνται πὼς ἠμποροῦν νὰ πολεμοῦν καὶ πεθαμένοι, ἐρωτεύοντια τὰ ὕψη. Θέλουν τοὺς ἀετοὺς νὰ ροφήσουν τὰ νιάτα και τὴν λεβεντιάν των, διὰ νὰ τὰ περιφέρουν εἰς πλατειὰ πτερὰ ἐπάνω εἰς τοὺς αἰθέρας.

Νομίζει κανεὶς πὼς ψεύδεται ἡ Ἱστορία ὅταν παρουσιάζῃ αὐτὸ τὸ ἔπος ὡς ἔργον ἑνὸς πλήθους. Εἶναι τόσον ὁμοιόμορφον, τόσον μονοκόμματον, τόσον μονόχρωμον ὥστε νὰ φαίνεται ὡς χειρονομία ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου. Ὅτι οἱ Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες και οἱ Διᾶκοι ἦταν ἕνας μόνον ἄνθρωπος, παρουσιαζόμενος ἐδῶ ὡς τάδε καὶ ἐκεῖ ὡς δεῖνα. Διότι ἡ παγκόσμιος ἱστορία εἰς καμμίαν σελίδα της δὲν μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ δεῖνα ἐποχὴ ἢ ἡ τάδε φυλὴ ἐπέταξε ταυτοχρόνως ἕνα πλῆθος γιγάντων, ἕκαστος τῶν ὁποίων νὰ ὑψώνῃ τὸ ἀνάστημά του ἀντίκρυ εἰς τὰς μορφὰς τῆς μυθολογίας.

Κολυμβοῦν μέσα εἰς τὰς φλόγας τῆς Ἀράχωβας ἀπαράλλακτα γαλήνιοι καὶ ὡραῖοι ὅπως καὶ εἰς τὸ Πέτα, δαγκώνουν τὰ χείλη τῶν ἐχθρικῶν ὅπλων εἰς τὸ Καρπενήσι ἀπαράλλακτα λυσσαλέοι ὅπως εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, ἐναγκαλίζονται τὸν θάνατον εἰς τὸ Μεσολόγγι ἀπαράλλακτα ὀλύμπιοι ὅπως καὶ εἰς τὴν Ἀλαμάναν. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι...

Τὸ ἀλέτρι ἀνασηκώνει τώρα εἰς τὰ χωράφια τὰ κόκκαλά των. Δὲν ἠξεύρομεν τίνος εἶναι. Ἀλλ’ ἀκόμη περισσότερον δὲν ἠξεύρομεν ἐὰν ὑπῆρξάν ποτε ἄνθρωποι ἢ μόνον Φῶς καὶ Ἰδέα ποὺ ἐπερπάτησεν ὀλίγον καιρὸν ἐπάνω εἰς τὴ Ἑλληνικὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὰ πτερὰ τῶν ἀετῶν ποὺ τὸ ἐξαναπῆραν πάλι εἰς τὰ ὕψη.

Σ. Γ.»

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 * Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1111, σ. 14-15.




Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

"Η ΦΟΝΙΣΣΑ" ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ; *


Στὴ μνήμη τοῦ Ἄγγελου Μαντά († 20.8.2024),

ποὺ βρῆκε μιὰ «"Φόνισσα" στὸ ντουλάπι».

 

Ὡς γνωστόν, ἡ Γιαννοῦ, ἡ Φράγκισσα, ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ ἡρωΐδα στὸ «Κοινωνικὸν μυθιστόρημα», Ἡ Φόνισσα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

« [...] εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».

Ἔργο τοῦ Γεωργίου
Λυδάκη μὲ τὴ μορφὴ
τοῦ Παπαδιαμάντη

Κι ὅμως μιὰ ἄλλη «Φόνισσα», μιὰ χαρτῶα «Φόνισσα», μία «Φόνισσα» τοῦ 1930, «Ἡ Φόνισσα» τοῦ Ἐλευθερουδάκη  παρὰ λίγο νὰ βρεθεῖ καιόμενη σὲ ὑψικάμινο· ἀφοῦ πρῶτα θὰ εἶχε διαλυθεῖ, θὰ εἶχε ἀποσυντεθεῖ σὲ πολλὰ-πολλὰ κομματάκια.

Βιβλιοθήκη τῆς Στρατιωτικῆς Σχολῆς Εὐελπίδων στὰ 1988. Στὸ πλαίσιο τῆς ἀνανέωσης τοῦ περιεχομένου τῆς Βιβλιοθήκης καὶ ἀντικατάστασης τῶν φθαρμένων βιβλίων της, ἕνα μέρος τῶν ἐντύπων της καὶ τῶν ἐγγράφων της ἐπιλέγεται πρὸς ἀπόσυρση καὶ καταστροφή. Τὸ ὑλικὸ στέλνεται εἰς χαρτῶον κυτίον, ποὺ θά ’γραφε κι ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ ἁρμόδιο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό Γραφεῖο. Ἡ ὁδηγία-διαταγὴ ἦταν: τὸ περιεχόμενο νὰ κοπεῖ, νὰ ἀποσυντεθεῖ σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μικρότερα κομμάτια καὶ κατόπιν νὰ σταλεῖ γιὰ καύση σὲ ὑψικάμινο.

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» τῶν ἐκδόσεων
‘‘Ἐλευθερουδάκης’’ (1930),
 χωρὶς τὴ ράχη της

Ἐκεῖ παρενέβη, ὡς ἄλλο χέρι τοῦ Θεοῦ, τὸ χέρι τοῦ ἔφεδρου δεκανέα ποὺ ὑπηρετοῦσε στὴ Σχολή, τοῦ Γιάννη Κόρμπου.[1] Ἀνοίγοντας, γιὰ νὰ ἐξετάσει ἰδίοις ὄμμασιν τὰ πρὸς καταστροφὴν στοιχεῖα, εἶδε ἕνα βιβλίο μὲ ἀποσπασμένο τὸ καστανόχρουν σκληρὸ ἐξώφυλλό του. Ἀπὸ τὸν μικρὸ τόμο ἔλειπε καὶ ἡ ράχη. Εἶδε τὸν ὄνομα καὶ τὸν κεφαλαιογράμματο τίτλο του:

ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ.

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ.

 

Ὁ θρύλος τοῦ ὀνόματος τοῦ συγγραφέα, μὲ τὴν μοναδικὴ προσφορά του στὰ γράμματα ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του. Μετὰ τὸ ἐξώφυλλο, σὲ λευκὴ σελίδα,  ὑπῆρχε κτητορικὴ σφραγίδα κεφαλαιογράμματη:

 «ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΝ ΤΗΣ Σ.Σ.Ε.»

Κάτωθεν τῆς κτητορικῆς σφραγίδας ὑπῆρχε χειρόγραφη νέα μικρογράμματη κτητορικὴ ἐγγραφή:

«Τώρα ὅμως ἀνήκει σὲ μένα!, ‘‘Κόρμπος’’» 


«Τώρα ὅμως ἀνήκει σὲ μένα!, ‘‘ Κόρμπος’’».

Κόρμπος, ἦταν τὸ ἐπώνυμο τοῦ δεκανέα.
Στὴν ἑπόμενη σελίδα ὁ ἀριθμὸς εἰσαγωγῆς τοῦ βιβλίου καὶ πάλι ἄλλη κεφαλαιογράμματη κτητορικὴ σφραγίδα:

«ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ.

Δ/ΝΣΙΣ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»

συνοδευόμενη ἀπὸ χειρόγραφη μολυβδίνη κεφαλαιογράμματη γραφή:

«Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ ΟΦ Η»

Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ Ο Φ Η ! 

Τὴν 6η σελίδα στολίζει χαρακτικὸ τοῦ Γεωργίου Λυδάκη μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Ὁ νεαρός, μὲ καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες καὶ ἀναγνωστικὲς ἀναζητήσεις, ἔφεδρος δεκανέας, θεώρησε ἱεροσυλία, «ἐπόνει ἡ ψυχή του», νὰ καταστραφεῖ ἕνας Παπαδιαμάντης. «’Eκ φύσεως δὲν ἐστερεῖτο καὶ κρίσεως ὀρθῆς»: δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἕνα ἔργο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση τοῦ περιεχομένου τοῦ τόμου θὰ καταλήξει στὴν ὑψικάμινο. Μιὰ «Φόνισσα» ἱστορική, σχεδὸν ἑξῆντα ἐτῶν. Τοῦ ἐφάνη ὡς νὰ «εὗρεν ὄασιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ» τοῦ Στρατοπέδου. Ἦταν ἡ δεύτερη ἔκδοση σὲ τόμο αὐτοῦ τοῦ ἐμβληματικοῦ μυθιστορήματος τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἦταν αὐτὸ τὸ «Κοινωνικὸν μυθιστόρημα» ποὺ ἔδωσε, πρόσφατα (2023), τὴν ἔμπνευση στὴν Εὔα Νάθενα γιὰ μία ἰδιαίτερα πετυχημένη κινηματογραφικὴ «Φόνισσα».

Ἀκολούθησε, σχεδὸν ταυτόχρονα, τὸ ἑπόμενο ἔτος, μία ἄλλη κινηματογραφικὴ «Φόνισσα», ἀπὸ τὴ Δανία αὐτὴν τὴν φορά. Ἡ Δανὴ βρεφοκτόνος Ντάγκμπαρ Ὄβερμπι, μὲ 25 φόνους βρεφῶν στὴ Δανία τοῦ 1919, ἦταν πρωταγωνιστικὸ πρόσωπο τῆς ταινίας τοῦ σουηδοῦ σκηνοθέτη Μάγκνους Φὸν Χόρν, «Τὸ κορίτσι μὲ τὴ βελόνα» (Pigen med nalen,) ὅπου τὸν ρόλο τῆς φόνισσας ἑρμηνεύει καταπληκτικὰ ἡ Τρίνε Ντίρχολμ. Ἡ ταινία μάλιστα ἦταν ὑποψήφια, στὴν κατηγορία καλλίτερης ξένης ταινίας, στὰ βραβεῖα OSCAR 2025.

Ἡ Ντάγκμπαρ ἦταν φόνισσα, αὐτουργὸς φόνων βρεφῶν, μὲ τὸ ἴδιο περίπου σκεπτικὸ μὲ ἐκεῖνο τῆς Φραγκογιαννοῦς:

Νὰ μὴν ταλαιπωροῦνται καὶ ὑποφέρουν γυναῖκες μὲ ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη καὶ τεκνοποιΐα· γυναῖκες ποὺ συνήθως ἦταν πλάσματα μὲ πολὺ χαμηλό βιοτικὸ ἐπίπεδο, μὲ φτώχεια καὶ ἔνδεια μεγάλη.

’Εφόνευε τὰ βρέφη:

Γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται καὶ νὰ μὴν βασανίζουν. Γιὰ νὰ μὴν βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση καὶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς καϋμοὺς καὶ τὰ βάσανα οἱ γονεῖς· ποὺ ἦταν συνέπεια τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων σὲ συνθῆκες συνήθως ἀπόλυτης ἔνδειας.

Μόνο ποὺ ἡ Δανὴ «φόνισσα» ἔδωσε λόγο στὴν ἀνηλεὴ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Καὶ πλήρωσε γιὰ τοὺς φόνους. Ἡ Δανὴ «φόνισσα», ἡ Ντάγκμπαρ Ὄβερμπι, ὡς γνήσιο τέκνο τῆς Ἑσπερίας, δὲν ἀναζήτησε καταφύγιο στὴν ἐλεητικὴ θεία δικαιοσύνη καὶ δέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα σχεδὸν τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Νὰ εἶχαν ἄραγε ὑπ’ ὄψιν τους ὁ σκηνοθέτης κι ὁ σεναριογράφος τῆς ταινίας ἀπὸ τὴ Δανία, κάποια μετάφραση τῆς «Φόνισσας» τοῦ Παπαδιαμάντη;

Ὁ στρατιώτης τῆς Σ.Σ.Ε. πῆρε τὸν μικρὸ τόμο, τὸν ὑπεξαίρεσε τρόπον τινά, τὸν ἔφερε στὸν θάλαμο, τὸν τοποθέτησε στὸ σακκίδιό του. Δὲν εἶχε διαβάσει ποτέ του τὴ «Φόνισσα». Ξεκίνησε καὶ συνέχισε ἡδονικῶς τὴν ἀνάγνωση. Ἄρχισε, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ σημειώσεις του συνήθως στὴν κάτω ᾤα τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου στὶς 19 Νοεμβρίου 1988 καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν ἀνάγνωση –μαζὶ μὲ τὴν κριτικὴ βιογραφία τοῦ Ι. Ζερβοῦ γιὰ τὸν Α. Παπαδιαμάντη στὶς 24 Νοε.1988. Γράφει σχετικὰ στὸ τέλος του Δ΄ Κεφαλαίου:

«19 Νοεμβρίου 1988 "Κόρμπος"».

Ὁλοκληρώνει δὲ τὴν ἀνάγνωση γράφοντας:

 «Late November, 24 Νοεμβρίου 1988».


Κατόπιν, τὰ βράδυα, ἐκτελώντας ὑπηρεσία ΑΜ στὴν Σ.Ε.Ε. διαβάζει καὶ τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα». Τὸ Σάββατο 26 Νοεμβρίου ὁλοκληρώνει τὴν ἀνάγνωση τοῦ τόμου μὲ τὰ διηγήματα: «Ἡ φαρμακολύτρια» καὶ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν». Στὸ recto τοῦ ὀπισθοφύλλου ἔχει σχεδίασμα μὲ μελάνι ζωγράφος γὰρ ὁ δεκανέας ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του στὸ στρατόπεδο τῆς Σ.Σ.Ε.

Τὸ λογοτεχνικὸ ταξίδι στὸν κόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη τοῦ ἐφάνη ἀπολαυστικὸ· μὲ πλοηγὸ τὴν χάρη, τὴν ἀφηγηματικὴ δεινότητα τῆς μουσικῆς γλώσσας τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ τόσο ξένη καὶ ταυτόχρονα οἰκεία φαίνεται, ποὺ ἐνδυναμώνει τὴ σχέση ἀναγνώστη καὶ συγγραφέα: μὲ νοήματα καὶ νοοτροπίες, ποὺ κέρδισαν τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ νέου ἀναγνώστη. Γνώρισε τὸν ἄγραφο νόμο τῆς θηλυκτονίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ γενικότερα τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν γυναικῶν μέσα ἀπὸ τὸν λυρικὸ λόγο τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἔνιωσε σὰν ἐπαρκὴς ἀναγνώστης τοῦ Παπαδιαμάντη, μὲ ὅλο τὸ ἀναγνωστικὸ πάθος στὸ ὁποῖο τὸν παρέσυρε ἡ μελέτη ἑνὸς μεγάλου διαχρονικοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου. Ὡς καλλιτέχνης, μὲ τὶς αἰσθητικὲς του δυνάμεις, κατάφερε, συμμετέχοντας, συμπάσχοντας μὲ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ἥρωές του, νὰ συνομιλήσει μὲ ἕναν ὁλόκληρο κόσμο· μὲ μιὰ κοινωνία ἐντελῶς –μὲ τὴν ψυχολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου- ἀρχετυπική: βασιζόμενος στὴ δράση τῆς πρωταγωνίστριας τοῦ δράματος, στὶς βιοτικὲς περιστάσεις, στὰ πάθια τῆς αἰνιγματικῆς Φραγκογιαννοῦς, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θύματα τοῦ θεσμοῦ τῆς προίκας. Ἕνα ἔργο ἰδιοφυοῦς συλλήψεως, ἴσως τὸ πλέον ἄρτιο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ζωγράφισε ἀναγνωστικὰ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ καλλιτέχνη δεκανέα τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων. Εἶχε δίκιο ὁ Γ. Ξενόπουλος, ὅταν στὰ 1904 ἔγραφε ὅτι «Ἡ Φόνισσα» ἦταν :

   «ἀριστούργημα [...] τὸ κάλλιστον τοῦ γονιμωτάτου συγγραφέως, καὶ κατὰ τὴν ταπεινήν μου γνώμην, τὸ ὡραιότερον μυθιστόρημα τῆς φιλολογίας μας»

Οἱ καιροὶ παρῆλθον, τὰ χρόνια πέρασαν σὰν νεράκι. Ὁ Γ. Κόρμπος, πολίτης πλέον καὶ ὄχι ὁπλίτης, δόκιμος καλλιτέχνης, διακονῶντας ταυτόχρονα τὴν Ἐκπαίδευση στὴν σωμαμτικὴ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν, βρέθηκε, μετὰ ἀπὸ 23 χρόνια, κτήτωρ ἀτομικοῦ καλλιτεχνικοῦ καὶ ἐκθεσιακοῦ χώρου. Θείᾳ οἰκονομίᾳ φαίνεται πὼς θέλησε τὸ 2011, τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη νὰ τιμηθοῦν, σὲ συνεργασία μὲ τὴν τότε ἀκμάζουσα καλλιτεχνικὴ ὁμάδα «ΙΡΙΔΑ», σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο, τὸν KORBOS GALLERY. Ἔκθεμα στὴν ἐκδήλωση ἦταν –πῶς ὄχι ἄλλωστε;‒ καὶ ἡ «Φόνισσα» του Ἐλευθερουδάκη, αὐτὴ τῆς Σ.Σ.Ε. Αὐτὴν ποὺ ὁ Γ. Κόρμπος γλύτωσε ἀπὸ τὸν διαμελισμὸ καὶ τὴν πυρά. Δὲν ἦταν ἄλλωστε σωστὸ καὶ πρέπον ἕνα ἔργο δημιουργίας ἑνὸς τέκνου τῆς καθ’ ἡμᾶς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς νὰ τύχει μεταχείρισης μιᾶς πρακτικῆς πού, σὲ παλαιότερους καιρούς, ἦταν ἀποδεκτὴ στὴν καθ’ ὑμᾶς Δύση· εἴτε αὐτὸ ἀφοροῦσε ἔντυπα εἴτε ἀνθρώπινα πλάσματα.


Ἡ «Φόνισσα» τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἐλευθερουδάκης», ἔστω καὶ ἀράχητη, μὲ τὴ σωτήρια παρέμβαση τοῦ Γ. Κόρμπου, σώθηκε. Ὡς ἄλλος θαλασσόπληκτος βράχος τοῦ Ἁγίου Σώστη, ἔσωσε ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, τὴν ἔντυπη «Φόνισσα» τοῦ 1930 καὶ τὴν προσέφερε ὡς δῶρο ἀναγνωστικὸ εἰς ἑαυτόν. Ἄλλωστε καὶ μόνο γιὰ τὴν κριτικὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸν Ἰ. Ζερβό, ἄξιζε νὰ σωθεῖ τὸ τομίδιο, στὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὴν «Φόνισσα», περιλαμβάνονται καὶ τρία ἀπὸ τὰ πλέον γνωστὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη: τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα», «Ἡ φαρμακολύτρια» καὶ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν»· διηγήματα ποὺ παραπέμπουν σὲ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλοῦνται καὶ ὡς «ἐρωτικὰ» διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ ἐκ 256 σελίδων τόμος διακρατεῖ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη» καὶ ἡ διάσωσή του ὑπενθυμίζει πὼς ὑπάρχει Θεὸς καὶ δὲν ἀφήνει, ὅταν Ἐκεῖνος τὸ κρίνει καὶ τὸ ἐπιτρέπει, νὰ χαθοῦν τὰ ἔργα Του· ἔργα ποὺ φυσικὰ ὑπαγορεύονται ἀπ’ Αὐτὸν στοὺς δημιουργούς τους.

Φίλος τις καὶ συναντιλήπτωρ, στὸν ὁποῖο κοινοποιήθηκε τὸ περιπετειῶδες χρονικὸ διάσωσης τῆς «Ἐλευθερουδάκειας» Φόνισσας, σοφά, μὰ πολὺ σοφά, ἀπάντησε λατινιστί:[2]

— «Habent sua fata libelli».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠ.ΤΣΙΩΛΗΣ

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 1109, σ. 17-18.




 



[1] Ὁ Γιάννης Κόρμπος εἶναι καθηγητὴς Σωματικῆς Ἀγωγῆς στὴν Πρωτοβάθμια καὶ τὴ Μέση Ἐκπαίδευση, ἐνῶ ἐπίσης διακονεῖ τὶς Καλὲς Τέχνες ὡς ζωγράφος.

[2]. «Τὰ βιβλία ἔχουν τὴ δική τους μοίρα».