Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
«Ἡ Πόλις ἁλίσκεται ...»
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ἔργο (2019) Φρειδερίκης Ξενίδου. |
Ἡ πορεία τῆς Ἱστορίας, ὡς ροὴ γεγονότων, συχνὰ ἔχει κάποιες καθοριστικὲς στάσεις, οἱ ὁποῖες πολλὲς φορὲς ὁριοθετοῦν τὴ συνέχειά της· κάποιες Μεγάλες ὧρες τῆς ἀνθρωπότητος κατὰ τὸν Στέφαν Τσβάϊχ, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἀναφέρονται στὸ ὁμώνυμο ἔργο του. Μία τέτοια «ὥρα», μία ἐκρηκτικὴ στιγμή, μία δραματικὴ ἐξέλιξη τῆς Ἱστορίας ἦταν, κατὰ τὸν αὐστριακὸ λογοτέχνη, «Ἡ ἅλωση τοῦ Βυζαντίου» ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις τοῦ Μωάμεθ τοῦ Β΄ τοῦ Πορθητῆ.
Ἂν
ἡ ἅλωση τῆς Πόλης ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα γεγονότα στὴν Παγκόσμια Ἱστορία, γιὰ τὴν
Ρωμιοσύνη, γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, γιὰ τὸ Γένος ἦταν τὸ πλέον συγκλονιστικὸ τῆς Ἱστορίας
του καὶ καθοριστικὸ γιὰ τὴν μετέπειτα πορεία του. Μὲ ἕναν ἀφετηριακὸ συμβολισμὸ
ποὺ δίνει ὑπόσταση στὴ λαχτάρα τοῦ Γένους γιὰ παλιγγενεσία.
Ὁ
σκιαθίτης λόγιος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929), καθηγητὴς φιλόλογος
καὶ δημοσιογράφος μὲ στέρεες ἱστορικὲς γνώσεις, πραγματεύεται τὸ γεγονὸς τῆς Ἅλωσης
σὲ μιὰ σειρὰ ἐπιφυλλίδων ἱστορικοῦ περιεχομένου, τὶς ὁποῖες δημοσιεύει τὸ 1903,
σὲ συνέχειες ‒ἀπὸ
9.3.1903 ἕως 3.6.1903‒
στην ἐφημερίδα Ἀκρόπολις. Τὴν «ἱστορικὴ
μυθιστορία» του, ὅπως ἀποκαλεῖ τὸ ἔργο του, τὴ δημοσιεύει μὲ τὸν τίτλο «Ἡ ἅλωσις
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἱστορικὴ ἀφήγησις». Εἶχε προηγηθεῖ, ἀρκετὰ χρόνια πρίν,
ἡ συμμετοχή του, χωρὶς νὰ βραβευθεῖ, μὲ τὸ θεατρικὸ του δράμα του «Πόλεως ἅλωσις»,
στὸν Δ΄ δραματικὸ διαγωνισμὸ τῆς Ὀλυμπιάδος τὸ 1888.
Ἡ
πλέον καίρια, ἡ πιὸ δραματικὴ ὥρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ ἱστορικὴ τομὴ τῆς ἅλωσης τῆς
Βασιλίδος τῶν πόλεων, παρουσιάζεται σὲ ἕνα ἱστορικὸ ἐπιφυλλιδογραφικοῦ
χαρακτήρα ἔργο μὲ ἱστορικὰ καὶ μυθοπλαστικὰ στοιχεῖα, μὲ στόχο νὰ συγκινήσει τὸ
ἀναγνωστικὸ κοινὸ μιᾶς εὐρείας κυκλοφορίας καθημερινῆς ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας, ὅπως
ἡ Ἀκρόπολις τοῦ κωνσταντινουπολίτη
Βλάση Γαβριηλίδη. Ἦταν μία προσπάθεια ἐκλαΐκευσης τῆς Ἱστορίας ἀλλά, ἴσως, ἦταν
καὶ πρόθεση τοῦ Μωραϊτίδη νὰ βιώσει ὁ ἴδιος, μέσω τῶν γραφομένων του, τὶς
τελευταῖες ὧρες τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου καὶ τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Πόλης.
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν συγγραφὴ τῆς ἱστορικῆς μυθιστορίας του προφανῶς ὑπῆρξε ἡ ἐπέτειος, στὰ 1903, τῶν 450 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτώση τῆς Πόλεως.
Κωνσταντῖνος
ὁ Παλαιολόγος, αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου ( Σχεδίασμα τοῦ γλύπτου Θ. Θωμόπουλου)·
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 9. 3. 1903, σ. 1.
Στὴν
ἐπιφυλλίδα τῆς 5ης Μαΐου 1903 ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης περιγράφει,
δραματοποιεῖ τὶς τελευταῖες ὧρες τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τοῦ «μελαγχολικοῦ
βασιλέως», τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε πιστὸς στὸ
«ὕστατον καὶ ἱερότατον καθῆκον τοῦ
βασιλέως»: νὰ θυσιάσει δηλαδὴ τὴ ζωή του χωρὶς νὰ συνθηκολογήσει. Ἀφηγεῖται μὲ
λογοτεχνικὴ ἐπιδεξιότητα καὶ ταυτόχρονα μὲ ἐκλαϊκευτικὸ χαρακτῆρα τὸ αὐτοθυσιαστικὸ
μαρτύριο ἑνὸς ἱστορικοῦ τραγικοῦ προσώπου, τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ὡς
σκηνοθέτης πλοκῆς ἱστορικῶν ἐπεισοδίων ἑνὸς μεγάλου ἱστορικοῦ γεγονότος, ἐπενδύει
μὲ χάρη ἀφηγηματικὴ καὶ ψυχογραφικὴ προσέγγιση τῶν πρωταγωνιστῶν του, τὸ
κοσμοϊστορικὸ γεγονός τῆς Ἅλωσης.
Ἱστορία,
μύθος καὶ μυθοπλασία ἀλληλοπεριχωροῦνται μὲ στόχο μιὰ μεγάλη ἐθνικὴ μυθιστορία ἡ
ὁποία σκοπεύει νὰ ἐκφράσει τὰ δίκαια τοῦ Γένους καὶ τὸν πόθο γιὰ ἔνταξη στὸν ἐθνικὸ
κορμὸ τῶν ἀλύτρωτων πατρίδων τοῦ ἑλληνισμοῦ, στὸ πνεῦμα τοῦ σχήματος τῆς
συνέχειας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μετὰ τὴν Ἅλωση.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἔπεσε,
κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, μαχόμενος ὡς:
«ἀγνώριστος
καὶ ἀτίμητος, ὡς ἁπλοῦς στρατιώτης, κ’ ἐξέπνευσεν ἐν τῷ ἅμα, ψιθυρίζων μὲ τὰ
μαρτυρικὰ χείλη του τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ὄνομα τῆς Πόλεως, τὴν
τελευταίαν πνοήν του».
. Ἐφ. Ἀκρόπολις, 5. 5. 1903, σ. 4.
«Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΙΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Περὶ τὸν βασιλέα πίπτουσιν ὅλοι οἱ
εὐγενεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. — Οἱ τελευταῖοι λόγοι τοῦ Κωνσταντίνου. — Ὁ
θάνατος τοῦ Κωνσταντίνου.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἀποκρούσας
ἤδη πέντε ἐφόδους καὶ ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἀναμένων νὰ ἴδῃ καταπίπτουσαν εἰς
συντρίμματα τὴν ἀκατάβλητον ἀντοχὴν καὶ καρτερίαν τῶν πολιορκητῶν, τὴν ὥραν ὁποῦ,
ὡς εἴπομεν, ἐθεώρει ἑαυτὸν νικητὴν πλέον καὶ ὁποῦ οἱ μετ’ αὐτὸν συναγωνιζόμενοι
βλέποντες τὴν ὑποχώρησιν τῶν ἐφορμούντων ἤρχισαν νὰ ψάλλουν τὸ ἐμβατήριον τῆς
Παναγίας, βλέπει αἴφνης ἀκόντια καὶ βέλη ριπτόμενα ἔνδον τῆς Πόλεως ἀπὸ τῶν
νώτων ἐναντίον τοῦ Πύργου του και τῶν φρουρῶν του καὶ συνάμα ἀκούει τὴν βοὴν τῆς
ἁλώσεως τὴν ὀδυνηράν, ὡς γογγυσμὸν γίγαντος ἐκπνέοντος καὶ θεωρεῖ ἔκφρων, μακρὰν
πέραν, πληθὺν Ἑλλήνων συμπατουμένην καὶ φεύγουσαν ἔνδον πρὸς τὰς ὁδούς. Ἐν τῷ ἅμα
ἐννόησεν ὅτι ἔφτασεν ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, ὅπερ ἡ Μοῖρα τῷ εἶχεν παρασκευάσει ἀπὸ
αἰώνων.
Συντετριμμένος
μὲ δύο θαλερὰ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, τὸν ὕστατον διὰ τὸ Γένος θρῆνον,
κεντᾷ τὸν ἵππον καὶ ὁρμᾷ μέσα εἰς τὸ πυκνότερον πλῆθος τῶν Τούρκων, αἱμόφυρτος ἀπὸ
τὰ βέλη καὶ τὰ ἀκόντια, τὰ ὁποῖα ὡς βροχὴ ρίπτονται ἐναντίον του πανταχόθεν κινῶν
τὰ χείλη του συνάμα εἰς εὐχήν, ἴσως:
—Τὸ ἔργον μου ὃ δέδωκάς μοι ἐτελείωσε
ἐπὶ τῆς γῆς! ... Κύριε, τὸ θέλημά σου!... Γενέσθω.
"Καὶ τὸ αἷμα, διηγεῖται ὁ Φραντζῆς, ἔρρεε
ποταμηδὸν ἐκ τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν του".
Ἐκεῖ,
περὶ τὸν βασιλέα των συσπειρωθέντες συναγωνίζονται καὶ πίπτουσι τότε αἱ τελευταῖαι
τῶν Ἑλλήνων κορυφαὶ καὶ ἀκρότητες, συμπονοῦντες ἀκόμη ν’ ἀναχαιτίσωσι φεῦ! τὴν
μοιραίαν ἀνάβασιν τῶν Τούρκων, μὲ ἀγῶνα ἐσχάτης ἀπογνώσεως, κρημνίζοντες ἀπὸ τῶν
τειχῶν αὐτούς. Ὁ Φραγκῖσκος Ζολητινός, Θεόφιλος ὁ Παλαιολόγος, οἱ Μετοχιταῖοι,
πατὴρ καὶ υἱός, ὁ Καντακουζηνός, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαλμάτης καὶ ἄλλοι ὀνομαστοὶ καὶ ἀνώνυμοι
λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, πίπτουσιν ὅλοι περὶ τὸν Κωνσταντῖνον. Ἑκατόμβη τοῦ Γένους ἐκλεκτὴ
καὶ ὑπέροχος εἰς βάθος ποτίσαντες μὲ τὸ ἐκχυθὲν αἷμα των τῆς Πύλης τοῦ Ἁγίου
Ρωμανοῦ τὴν γῆν τὴν ἀείμνηστον.
Τὰς
στιγμὰς ἐκείνας τὰς ὀλίγας ἡ λύσσα τῆς μάχης εἶχε φτάσει εἰς τὸ ἔπακρον, τὰ δὲ
πτώματα τῶν πεσόντων Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, σωρὸς ἀνυπολόγιστος, ἔφτασαν μέχρι τῶν
ἁψίδων τῆς Πύλης, ἐπικείμενα ἀλλεπάλληλα ἐν θέᾳ ἐξάλλῳ, τύμβος ἀνεκδιήγητος
μυθικῆς σφαγῆς, τρόπαιον ἥττης πρωτάκουστον, ἐπὶ τῶν πτωμάτων τοῦ ὁποίου ἀναμὶξ
ἐπέλαμπον δόρατα καὶ σταυροί, περικεφαλαῖαι καὶ καλυμαύχια, ἀσπίδες καὶ ἁγιασματάρια,
χλανίδια καὶ ἐπιτραχήλια ἐπιβώμια σφάγια τῆς Πίστεως, τῆς Πατρίδος, τῶν δύο τοῦ
Ἑλληνισμοῦ πτερύγων, αἵτινες ἐκεῖ θλιβερῶς ἀπεκόπησαν ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὑπὸ
δέους καὶ σεβασμοῦ καταλαμβάνεται ἕως τώρα ἡ ἱστορία ἡ παγκόσμιος. Συγχρόνως δὲ
ἄσχετος ἀγὼν ἐμυκᾶτο ὀλίγον κατωτέρω περὶ τὴν Χαρσίαν Πύλην καὶ περὶ τὴν Πύλην
Μυριάνδρου, αἵτινες ὅλως διόλου εἶχον ἀποφραχθῇ ὑπὸ τῶν νεκρῶν τῶν πεσόντων. Οἱ
δὲ Τοῦρκοι φθάσαντες καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ περάσουν ἔνδον, εἰσήρχοντο εἰς τὴν
Πόλιν διὰ τῶν κρημνισμένων τειχῶν, σφάζοντες μὲν ὅσους συνήντων, ἀλλὰ καὶ
παρέχοντες ἀφορμὴν εἰς τὸν πολιὸν τῆς Χαρσίας φρούραρχον Θεόδωρον τὸν Καρυστηνὸν
καὶ ἄλλους γενναίους εἰς ἆθλα καὶ ἀνδραγαθίας ἀνεκλαλήτους. Ὀκτακόσιοι ἐκλεκτοὶ
ἄνδρες τῶν Ἑλλήνων καὶ ξένων ἔπεσον ἐκεῖ, οἱ δὲ λοιποὶ συμπατηθέντες ὑπὸ τοῦ
πυκνοτάτου στίφους τῶν Τούρκων, οἵτινες πανταχόθεν πλέον ἀπὸ Πυλῶν καὶ πύργων
καὶ προμαχώνων ἐπάλξεών τε καὶ φραγμάτων καὶ κρημνισμάτων εἰσεχύνοντο εἰς τὴν
Πόλιν ὡς πολύκρουνος χείμαρρος ἐπιπηδήσας ὅλα τὰ περιφράγματά του, παρεσύρθησαν
ἐν συμφυρμῷ γοερῷ πρὸς τὰ ἔνδον, συνθλιβόμενοι ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄγρια στίφη τῶν ἐκπορθητῶν,
τῶν χωρούντων δαιμονιωδῶς ἐπὶ τὴν λεηλασίαν συμπνιγόμενοι, συμπατούμενοι, ξεκοιλιαζόμενοι,
ἐκπνέοντες, βλασφημοῦντες, εὐχόμενοι...
Τότε πρὸ τῆς Πύλης τοῦ Ἁγίου
Ρωμανοῦ μαχόμενοι ἀκόμη Γενίτσαροι καὶ ἐν ἀγρίᾳ ἐπιμονῇ προσπαθοῦντες νὰ
διέλθωσι τὴν εἴσοδον τοῦ ἐσωτέρου τείχους ἀναβαίνοντες ἐπὶ τοῦ σωροῦ τῶν
πτωμάτων, τότε βλέπουσιν ὅτι ἐπελαύνει ἐναντίον των ὡς τὸ ὕστατον παρακώλυμα τῆς
ἁλώσεως, ἕνας ὡραῖος ἔφιππος Ἕλλην, ὁλομόναχος, μεγαλοπρεπῶς ἠμφιεσμένος καὶ ὑπερήφανος
ἐπὶ τοῦ ἵππου του ἀνακαθήμενος, κραδαίνων δὲ εἰς τὸν ἀέρα τὴν ὁλόχρυσον λαβὴν
τοῦ τεθραυσμένου ξίφους του, καὶ ὁρμῶν ἐν καλπασμῷ ἐσχάτῳ, καὶ συνάμα ἀκούουσι
μίαν ὀδυνηρὰν κραυγήν ἀντηχήσασαν εἰς τὸ φοβερὸν ἐκεῖνο γλυκοχάραγμα ὡς θρηνῶδες
παρατεταμένον παράπονον:
— Δὲν ὑπάρχει κανεὶς χριστιανὸς νὰ
πάρῃ τὸ κεφάλι μου.
Ἡ
πυκνὴ ἐκείνη ὁμὰς τῶν ἀγρίων Γενιτσάρων ἐσταμάτησε παραχρῆμα, ἐπτοημένη πρὸ τῆς
μεγαλοπρεποῦς εἰκόνος τοῦ εὐγενοῦς ἱππέως.Ἴσως νὰ εἶχον ἀναγνώσει τὰ ὑπερφυῆ
θαύματα τῶν ἀρχαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως πολιορκιῶν. Ἴσως νὰ εἶχον φθάσει εἰς
τὰ βάρβαρα ὦτα των οἱ ἐπικοὶ ὕμνοι τοῦ Γεωργίου Πισίδου, ἐξέλαβον τὸ μεγαλοπρεπὲς
ἐκεῖνο σύμπλεγμα, τὸ προβαῖνον μὲ τόσην ἀρετὴν καὶ τόσην αἴγλην, ὡς τὸ
δαιμόνιον τῆς Πόλεως σωτήριον. Συνεσκοτίσθησαν. Ἀλλ’ ὁ ἵππος πεπονημένος καὶ ἀχθόμενος,
ἢ καὶ προμαντεῦον τὸ εὐγενὲς ζῶον, δὲν θέλει νὰ προχωρήσῃ, ἢ καὶ σκοντάπτει
μέσα εἰς τὰ πτώματα ἢ καὶ ὀλισθαίνει εἰς τὸν αἱματόβρεκτον τοῦ ἐδάφους λύθρον. Ἐγείρει
τοὺς προσθίους πόδας του νὰ ὀπισθοχωρήσῃ περιδεής, ὡς ὁ ἵππος τοῦ ἁγίου
Γεωργίου πρὸ τῆς θέας τοῦ πολυμόρφου θηρίου. Ἀλλ’ ὁ ἐπ’ αὐτοῦ πολύδακρυς ἀναβάτης
ἐντείνει τὰς δυνάμεις του καὶ μὲ τὰ ἀετοφόρα ἐρυθρὰ πέδιλα ἐρεθίζει διὰ
τελευταίαν φορὰν τὴν κοιλίαν τοῦ ζώου, κλίνων συνάμα τὴν κεφαλὴν ὡς τοῦ ἁγίου
Γεωργίου τὴν αἰθερίαν εἰκόνα, καὶ ἀναπάλλων τὴν θραυσμένην του σπάθην ἀναφωνεῖ
μίαν φορὰν ἀκόμη:
—Ἡ Πόλις ἁλίσκεται κι ἐγὼ ζῶ ἔτι;
Καὶ χύνεται μέσα εἰς τὸ σμῆνος τῶν Γενιτσάρων οἱ ὁποῖοι ἔκθαμβοι παραμερίζουν καὶ ἀνοίγουσιν ἀκόμη δρόμον ὡς διὰ νὰ περάσῃ, ὁ καβαλάρης ὁ εὐγενής ἀλλὰ καὶ ταλαίπωρος ὑπὲρ πάντας, ὅτε εἷς ἐξ αὐτῶν τολμήσας πληγώνει τὸν θαυμαστὸν ἱππέα εἰς τὸ πρόσωπον μὲ τὴν σπάθην του.
Ὁ Κωνσταντῖνος ‒ αὐτὸς ἦτο φεῦ! ὁ ἐπελαύνων καὶ ὁλομόναχος καβαλάρης‒ ἀνταποδίδων ἀμέσως τὴν πληγήν, φονεύει μὲ τὴν λαβὴν τοῦ ξίφους τὸν πλήξαντα αὐτόν, ἄλλος ὅμως Γενίτσαρος, ἕνας ἀράπης ἀποτρόπαιος, ὁρμήσας ἐκ τῶν νώτων, πληγώνει καιρίαν πληγὴν ἐκ τῶν ὄπισθεν τὸν βασιλέα, ὅστις ἔπεσε πάραυτα ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ συνεκαλύφθη ἀπὸ σωρὸν πτωμάτων, ἀγνώριστος καὶ ἀτίμητος, ὡς ἁπλοῦς στρατιώτης, κ’ ἐξέπνευσεν ἐν τῷ ἅμα ψιθυρίζων μὲ τὰ μαρτυρικὰ χείλη του τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· καὶ τὸ ὄνομα τῆς Πόλεως, τὴν τελευταίαν πνοήν του...
Τὴν
ὥραν ἐκείνην εἶχεν ἐξημερώσῃ πλέον, κ’ ἐνώπιον τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας εἶχον ἤδη
σβύσει τῆς νυκτὸς τὰ ἄστρα, εἶχε σβύσει καὶ ὁ αὐγερινός, ἀλλ’ ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν
ἀκόμη ἀνατείλει».
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
Σημ: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1020/27.5.2023/ σ. 15-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου