Ἀμύθητος τέρψις κύματος καὶ δροσιᾶς *
Στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ.καὶ
τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου δύο ἦσαν οἱ δημοφιλέστεροι θερινοὶ προορισμοὶ πρὸς
δροσισμὸν καὶ ἀναψυχῆς τῶν Ἀθηναίων: Τὸ
Φάληρον καὶ ἡ Κηφισσιά. Ὁ πολίτης τῶν Ἀθηνῶν ἀμφιταλαντευόταν ἑλκόμενος ἀνάμεσα
ἀπό : «...τὴν θαλλερωτάτην τῆς Ἀττικῆς νύμφην» δηλ. τὴν Κηφισιά, ἢ «τὸ τόσον
πλησίον κείμενον ἁλίπεδον, τὸ
αὐχμηρὸν καὶ ἐν τούτοις τόσον δροσόεν» δηλ. τὸν Πειραιᾶ μὲ τὸ Φάληρό του.
Αὐτὸ
πραγματεύεται ὁ χρονογράφος τῆς ἐφ. «Ἐμπρός» Petronius
(=Bασίλειος
Βεκιαρέλλης)
σὲ πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Κηφισσιὰ ἢ Φάληρον;» στὶς 14 Ἰουνίου
1902, ὅπου,
μεταξὺ ἄλλων, χαρακτηρίζει τὸ Φάληρο ὡς τὸν τόπο ὅπου κυριαρχεῖ:
«ὁ ἀὴρ τῆς θαλάσσης
καὶ τῆς ἅλμης το ἄρωμα ... ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι γνωριζόμεθα τέλος καὶ ἐπικοινωνοῦμεν
μὲ τοὺς Πειραιεῖς»· πὼς τὸν γοητεύει: «τὸ κυανοῦν τοῦ κύματος καὶ τὸ λευκὸν τοῦ
ἀφροῦ –ἡ ἄπειρος ἐνίοτε σιγαλιὰ της θαλάσσης–» · ὅπου τὸν καλεῖ: «ἕνας πόθος
νοσταλγικός, ἄπειρος μὲ σύρει ἀκαταμάχητα
...»· εἰς τήν: «ἐρημίαν τῶν
βράχων τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου καὶ τὸν σὲ χίλια κομμάτια θραυσμένον ἀφροστέφανόν
του».
Ὁ
Σκιαθίτης λόγιος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929), ὡς
θαλασσοβίοτος, ἦταν φυσικὸ νὰ προτιμᾶ τὸ Φάληρο γιὰ ἀναψυχή. Ἔτσι, σὲ
πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» μὲ τίτλο «Θαλασσινὴ ἀναψυχή»,
τὴν ἴδια ἡμερομηνία (14. 6. 1902) μὲ ἐκεῖνο τοῦ Β. Βεκιαρέλλη,
δηλώνει γιὰ τὸ Ν. Φάληρο:
Αἱ
πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Ν. Φαλήρου εἶναι ἀμύθητος τέρψις, παρεχομένη εἰς ἀπόσταγμα
πρασινάδας, κύματος καὶ δροσιᾶς, ἐν ὑπεφυεῖ ἁρμονίᾳ χρωμάτων καὶ γραμμῶν.
Περιγράφει τὴν
Φαληρικὴ ἀκτὴ ὡς:
ἓν
στρῶμα ἁλατοῦχον, ὡς ὄχθη ἡλιοκαυμένης ἁλυκῆς.
Ἐξυμνεῖ
τὸν ἀναψυκτικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἀλσυλλίου τοῦ Νέου Φαλήρου, στὸ
ὁποῖο:
Δύο
τρεῖς τεχνητοὶ πίδακες μὲ τὰ κατακκόκινα γεράνια των καὶ τὰ ὀλίγα βρύα ἐδῶ κι ἐκεῖ,
καὶ ἐνίοτε τουφίτσες ἀνθέων κἄπου ὡς ἐν σπαρτῷ προκύπτουσαι ποικίλλουν πολὺ εὐαρέστως
τοῦ Ν. Φαλήρου τὴν καταπράσινον αὐτὴν ἀναψυχήν.
.
Ἀναφέρεται
στὰ ἀποδυτήρια, τὰ λουτρὰ τῶν ‒ὀλίγων
ἀκόμη, καθὼς εἶναι ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ‒
λουομένων, οἱ
ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν τὴ θαλασσινὴ δροσιά:
Δύο τρία σινδόνια ξανεμίζουν ἁπλωμένα εἰς τὰ στηθαῖα
τῶν λουτρώνων.
Ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὴν ἱστορική, ὀνομαστὴ καὶ
ἐπιβλητικὴ «Ἐξέδρα» τοῦ Ν. Φαλήρου καὶ στὸ κυκλικὸ περίπτερο ποὺ τὴ συνοδεύει. Ἡ
ἐξέδρα αὐτὴ ἦταν σιδηροκατασκευὴ ποὺ εἰσχωροῦσε σὲ μῆκος 60-70 μέτρα μέσα στὴ
θάλασσα στὴ φαληρικὴ ἀκτή, μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ξενοδοχεῖο τῆς Ἑταιρείας Σιδηροδρόμων
Ἀθηνῶν-Πειραιῶς (Μέγα Ξενοδοχεῖο τοῦ
Φαλήρου).
|
|
Ἦταν ἔργο κατασκευῆς τῆς Ἑταιρείας καὶ ἀποπερατώθηκε τὸ 1891. Ὑπῆρξε
τόπος συναντήσεων, περιπάτων, ἀναψυχῆς Ἀθηναίων καὶ Πειραιωτῶν καὶ τόπος
πραγματοποίησης πολλῶν ψυχαγωγικῶν ἐκδηλώσεων. Ὅμως,
λέγεται, πὼς ὁ πραγματικὸς λόγος κατασκευῆς τῆς «Ἐξέδρας», δὲν ἦταν γιὰ λόγους
περιπάτου καὶ ἀναψυχῆς ἀλλὰ ἦταν μία ἐνέργεια οἰκονομικοῦ ἀντιπερισπασμοῦ τῆς Ἑταιρείας
Σιδηροδρόμων Ἀθηνῶν-Πειραιῶς πρὸς τὴν Ἑταιρεία Τροχιοδρόμων Ἀθήνα-Νέο Φάρηρο, ἡ
ὁποία εἶχε ἐκφράσει τὴν πρόθεση νὰ ἑνώσει μὲ Τρὰμ δύο διαφορετικὲς Γραμμὲς τὴν Ἀθήνα -Φάληρο καὶ τὴν Πειραιὰ-Φάληρο,
περνώντας μέσα ἀπὸ χῶρο ποὺ ἀνῆκε στὴν Ἑταιρεία Σιδηροδρόμων. Μὲ τὴν ἐξέδρα ἡ Ἑταιρεία
Σιδηροδρόμων ἀπέκλειε καὶ ἀπέτρεπε ὁποιαδήποτε
ἀπόπειρα θαλάσσιας σύζευξης ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία Τροχιοδρόμων, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε!
Ὁ
Μωραϊτίδης ἀναπαυόμενος στὸ κυκλικὸ περίπτερο τῆς «Ἐξέδρας» σημειώνει χαρακτηριστικά,
μεταξὺ ἄλλων πὼς ἡ κατασκευὴ αὐτή:
προεκτείνεται
μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ὡς κατάστρωμα γιγαντιαίου πλοίου
ἐνῶ, δὲν ἀρκεῖται μόνο στὴν
περιγραφή, ἀλλὰ προτείνει γιὰ τὴν περαιτέρω ἀνάδειξη καὶ προβολὴ τοῦ ἔργου, μὲ τὴν
κατασκευὴ τέντας ἡ ὁποία θὰ καλύπτει τὴν «Ἐξέδρα», κάτω ἀπὸ τὴν ὁποίαν:
νὰ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπολαύσῃ τὸ κῦμα μὲ περισσοτέραν ἀπληστίαν ὡς ἀληθινὸς
ναύτης, τὸ κῦμα τὸ ὁποῖον, παραμέσα ἐκεῖ, λικνίζεται ἁγνότερον, γλυκύτερον καὶ
εὐωδέστερον μὲ ὄνειρα ἑνὸς πραγματικοῦ ταξειδίου ἢ μὲ φαντασίαν ἀληθινοῦ ἀραγμένου πλοίου, ἐκεῖ εἰς
τ’ἀνοικτὰ μία καλὴ τοιαύτη τέντα ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, ὑπὸ τὴν ὁποίαν νὰ καθήσῃ κανεὶς
νὰ φάγῃ, νὰ ἐντρυφήσῃ, νὰ θαλασσώσῃ ὀλίγον καὶ ν’ ἁλατισθῇ.
Παρατηρεῖ
τοὺς ἁλιεῖς τοῦ Ν. Φαλήρου ποὺ ψαρεύουν μὲ τὴν κοπιώδη μέθοδο τοῦ γρύπου,
καὶ περιγράφει τὸν ἰδιαίτερο αὐτὸν τρόπο ἁλιείας τῶν ψαράδων τοῦ Φαλήρου:
Στηριζόμενοι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ
ποδός, ἀνασηκόνοντες τὸν δεξιόν, γέρνοντες πρὸς τὰ ὀπίσω, μὲ γαντσωμένην τὴν
μέσην των ἀπὸ τὴν καλούμα σύρουν καὶ μὲ τὰς δύο χεῖράς των τὸν γρῦπον, κάθιδροι
μέσα εἰς τὸν ἥλιον ἀσθμαίνοντες
Τέλος
κάνει ἀναφορὰ στὶς ὀνομαστὲς ἐπαύλεις τοῦ Π. Φαλήρου τὴν διάταξη τῶν ὁποίων στὴν
φαληρικὴ ἀκτὴ τὴν παρουσιάζει ἀνάλογη ἐκείνης τῶν πολυαρίθμων ἀντιστοίχων τῆς
παραλίας τῆς Θεσσαλονίκης:
τὸ Π. Φάληρον ὅπου
διεποτισμένοι μὲ μίαν μαρμαίρουσαν ὁμίχλην διαγράφονται οἱ ὄγκοι τῶν ἐπαύλεων,
πέραν πολὺ εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀκτῆς, ἡ ὁποία κυρτοῦται τοξοειδῶς πολὺ ὁμοιάζουσα
πρὸς τῆς Θεσσαλονίκης τὴν ἀπέραντον παραλίαν τῶν ἀναριθμήτων ἐκείνων πύργων...
Ὁ
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του γιὰ τὸ Ν. Φάληρο, τονίζοντας τὴν ἰδιαίτερη ἀνάγκη τῶν Ἀθηναίων
γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῆς ἀναψυχῆς ποὺ προσφέρει ἕνα θαλασσινὸ προάστειο ὅπως αὐτὸ
τοῦ Φαλήρου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔφεση τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κοινοῦ σὲ κοσμικὲς καὶ καλλιτεχνκὲς
συγκεντρώσεις, τὴν ὁποία ἀνάγει στὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ
Δήμου τῶν Ἀθηνῶν:
Ἀπόλαυσις εἶναι
κατ’αὐτὰς αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Φαλήρου, ... ὁποῦ τώρα λάμπουν μὲ τὴν καθαριότητά
των περίπτερα καὶ ξενῶνες, θὰ συγκεντροῦνται οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ ὁποῖοι τόσην αἰσθάνονται
ἡδυπάθειαν πρὸς τὰς πολυπληθεῖς
συναθροίσεις, ἀπόγονοι τοῦ ἀρχαίου Δήμου καὶ θιασῶται ἀκραιφνεῖς τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας.
Τὸ
χρονογράφημα δημοσιεύεται μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης», τὸ πιὸ σύνηθες ἀπὸ τὰ
ψευδώνυμα ποῦ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἁλέξ. Μωραϊτίδης στὰ δημοσιεύματά του,
καταλογογραφεῖται στὴν διατριβὴ τῆς Βαλερᾶ-Κουνάβα «Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ διηγηματογραφικοῦ του ἔργου»,
καταχωρίζεται δὲ στὰ ταξιδιωτικὰ δημοσιεύματα τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ δὲν ἐκδόθηκαν σὲ
τόμους μὲ ἔργα του.
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΑΝΑΨΥΧΗ
Ἀπόλαυσις
εἶναι αἱ πρωϊναὶ ὧραι, αὐτὰς τὰς ἡμέρας, εἰς τὸ Φάληρον. Διὰ τοὺς εἰρηνικοὺς
μάλιστα χαρακτῆρας, τοὺς τερπομένους μὲ τὴν ἀπομόνωσιν περισσότερον ἀπὸ τὸν
πετροκόσυφφον αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Ν. Φαλήρου εἶναι ἀμύθητος
τέρψις, παρεχομένη εἰς ἀπόσταγμα πρασινάδας, κύματος καὶ δροσιᾶς, ἐν ὑπεφυεῖ ἁρμονίᾳ
χρωμάτων καὶ γραμμῶν, χωρὶς φόβον νὰ διαταράξῃ τὴν γαλήνην τῆς ψυχῆς, ὁ ἄσεμνος
ἐκεῖνος θροῦς τοῦ συγχρόνου βίου, ὁ θεωρῶν τρυφὴν τὴν συγκέντρωσιν καὶ τὸν
συνωστισμόν.
*
Καθαρὰ καὶ λεία ἁπλοῦται ἡ ἀκτή,
μ’ ἓν στρῶμα ἁλατοῦχον, ὡς ὄχθη ἡλιοκαυμένης ἁλυκῆς. Τὸ δὲ ἄλσος, εὔχρουν καὶ
δροσερόν, στενοῦται συμμαζευόμενον ὡς μία καλὴ σάλα, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐτοποθέτησαν
πρὸς στολισμὸν γλάστρας μὲ δένδρα καὶ ἄνθη. Οἱ σύντομοι δρομίσκοι του, εἰς μικρὰς
γραμμὰς ἀνάμεσα εἰς ὡραίους στίχους, γεμίζουν ἀπὸ τὰ μικρὰ τὰ κάτασπρα ἐνδεδυμένα
παιδάκια, γλαρόνια φαληρικά, τὰ ὁποῖα τρέχουν πίσω ἀπὸ τὰς τροφούς των, ὅπου ὡς
παχεῖαι πάπιαι ἀναπαύονται ἀσθμαίνουσαι ἐπάνω εἰς πρασίνους πάγκους.
**
Τὴν
ὥραν ἐκείνην τὸ ποτίζουν τὸ ὡραῖον ἀλσύλλιον μὲ ἄφθονον ὕδωρ πληροῦν τοὺς αὔλακας
ἀθορύβως ὡς ν’ ἀναβρύῃ ἐκεῖ ἐπιτοπίως, τόσον ἄφθονον, ὥστε νὰ μοῦ ἐνθυμίζῃ εἰκόνας
ἄλλων ὑδατορρύτων κάμπων, τοὺς ὁποίους ἔτυχε ποτε νὰ συναντήσω εἰς ἄλλας πλέον
εὐλογημένας χώρας, κατὰ τὰ παλαιά μου ταξείδια, ὅπου ὡς φαίνεται κατὰ τὴν
δημιουργίαν ὑπεγράφη αἰώνιον συμβόλαιον οὔτε ἡ γῆ νὰ παύσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ φύῃ
δένδρα καὶ θάμνους, οὔτε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τοῦ νὰ καταπέμπῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν ὑετὸν,
καὶ ὅπου ὁ αὐχμὸς εἶναι ἄγνωστος καὶ ἀκατανόητος, πρᾶγμα ἀνύπαρκτον, μόνον εἰς
τὴν Ἀττικὴν δυνάμενον νὰ εὑρεθῇ.
Δύο
τρεῖς τεχνητοὶ πίδακες μὲ τὰ κατακκόκινα γεράνια των καὶ τὰ ὀλίγα βρύα ἐδῶ κι ἐκεῖ,
καὶ ἐνίοτε τουφίτσες ἀνθέων κἄπου ὡς ἐν σπαρτῷ προκύπτουσαι ποικίλλουν πολὺ εὐαρέστως
τοῦ Ν. Φαλήρου τὴν καταπράσινον αὐτὴν ἀναψυχήν
***
Δύο
τρία σινδόνια ξανεμίζουν ἁπλωμένα εἰς τὰ στηθαῖα τῶν λουτρώνων, καὶ δυὸ-τρεῖς
κεφαλαὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ ὡς φελλάρια ἁλιέων κινούμεναι, δεικνύουν ὅτι τὰ μπάνια ἀκόμη
δὲν ἤρχισαν ἐν πυκνότητι.
Ἡ
ἐξέδρα ἔρημος προεκτείνεται μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ὡς κατάστρωμα γιγαντιαίου
πλοίου, τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ δεύτερος ἐλησμόνησε νὰ διατάξῃ τὸν λοστρόμον του νὰ
κάμῃ τῇς τένταις. Διὰ τοῦτο οὐδεὶς τολμᾷ νὰ πλησιιάσῃ εἰς αὐτήν. Ἐν τούτοις καθὼς
ἀνευπαυόμην ὑπὸ τὸ κυκλικὸν περίπτερον, τὸ ὁποῖον ἀκόμη βάφεται, διελογιζόμην ὅτι
μία καλὴ τέντα ἐπὶ τῆς ἐξέδρας ὑπὸ τὴν ὁποίαν νὰ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπολαύσῃ τὸ κῦμα μὲ περισσοτέραν ἀπληστίαν ὡς ἀληθινὸς
ναύτης, τὸ κῦμα τὸ ὁποῖον, παραμέσα ἐκεῖ, λικνίζεται ἁγνότερον, γλυκύτερον καὶ
εὐωδέστερον μὲ ὄνειρα ἑνὸς πραγματικοῦ ταξειδίου ἢ μὲ φαντασίαν ἀληθινοῦ ἀραγμένου πλοίου, ἐκεῖ εἰς
τ’ἀνοικτὰ μία καλὴ τοιαύτη τέντα ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, ὑπὸ τὴν ὁποίαν νὰ καθἠσῃ κανεὶς
νὰ φάγῃ, νὰ ἐντρυφήσῃ, νὰ θαλασσώσῃ ὀλίγον καὶ ν’ ἁλατισθῇ,
μία
τοιαύτη σκιερὰ τέντα δὲν θὰ ἦτο ἄσχημον πρᾶγμα δι ὅσους εἶναι καταδικασμένοι νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ
ταξείδια ἐκ περιγραφῶν.
Καὶ
ὅταν καμμιὰ βραδειὰ θὰ θυμώνῃ ὁ μπάτης, ὥστε νὰ ἀντιμεταβάλλεται εἰς σορόκον ἄγριον
μὲ τὰ κύματα μαῦρα προσπίπτοντα, τότε ὁ σάλος καὶ ὁ κλονισμὸς τῶν σανιδῶν αὐτῆς
πάλων θὰ παρέχῃ εἰκόνα οὐχὶ πλέον ἀραγμέμνου πλοίου, ἀλλὰ ταξιδεύοντος, ἀλλὰ ἐν
σάλῳ εὑρισκομένου πλοίου, νὰ σφυρίζουν τὰ σχοινιὰ τῆς τέντας ὡς αὐλοὶ
διαπρύσιοι, νὰ ὀλολύζουν ᾑ ἁρματωσιαίς ὡς γυναῖκες μοιρολογήτριαι καὶ νὰ
τρίζουν τὰ παραπέτια τριγμὸν ναυαγίου καὶ διαλύσεως, ἐκεῖ ‘ς τἀνοικτά.
****
Παρέκει
συγκεντρώνουν ἤδη τὴν προσοχήν μου οἱ γρυπαράδες ὁποῦ καλάρουν. Δεμένοι θαρρεῖς
ἀπὸ τὸ μακρὸν σχοινίον, σύρουν τὸν γρῦπον πατοῦντες γυμνόποδες ἐπὶ τῆς ἡλιοκαυμένης
ἄμμου, ἁλλατοψημένοι, μὲ γυμνὰς τὰς κεραμοχρόους κνήμας, ξεσκούφωτοι, βραδέως
καὶ μὲ κόπον σύρουσι τὸ δίκτυον, τοῦ ὁποίου τὰ φελλάρια πολὺ μακρὰν μέσα εἰς τὸ
πέλαγος διαγράφονται ὡς κάρφη ποὺ τὰ ἐπέταξε θαρρεῖς κανένας καμαρῶτος ἱστιοφόρου.
Στηριζόμενοι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ποδός, ἀνασηκόνοντες τὸν δεξιόν, γέρνοντες πρὸς
τὰ ὀπίσω, μὲ γαντσωμένην τὴν μέσην των ἀπὸ τὴν καλούμα σύρουν καὶ μὲ τὰς δύο χεῖράς
των τὸν γρῦπον, κάθιδροι μέσα εἰς τὸν ἥλιον ἀσθμαίνοντες:
—Καὶ
ὕστερα μᾶς φαίνονται ἀκριβαὶς ἡ μαρίδες τοῦ Φαλήρου!...
*****
Μία
βαρκίτσα ἔκαμνε τὸ πανάκι της πρὸς τὸ Π. Φάληρον ὅπου διεποτισμένοι μὲ μίαν
μαρμαίρουσαν ὁμίχλην διαγράφονται οἱ ὄγκοι τῶν ἐπαύλεων, πέραν πολὺ εἰς τὸ ἄκρον
τῆς ἀκτῆς, ἡ ὁποία κυρτοῦται τοξοειδῶς πολὺ ὁμοιάζουσα πρὸς τῆς Θεσσαλονίκης τὴν
ἀπέραντον παραλίαν τῶν ἀναριθμήτων ἐκείνων πύργων...
******
Ἀπόλαυσις
εἶναι κατ’αὐτὰς αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Φαλήρου, τὸ ὁποῖον ἄρτι στολισθὲν τὰ καλοκαιρινά του διὰ τὴν ἐφετεινὴν περίοδον,
προβάλλει αὐτὰ ἀτσάκιστα καὶ νεοπαγῆ μὲ ὅλην τὴν κόλλαν τῆς τέχνης ἀκηλίδωτον ἀκόμη
καὶ ἄσφαλτον, ὡς φωλεὰ ἀναμένουσα τοὺς ταραξίας νεοσσοὺς μετ’ ὀλίγον, ὅταν θὰ ἀνάψῃ
τὸ καῦμα καὶ ὅταν ἐκεῖ ὁποῦ τώρα λάμπουν μὲ τὴν καθαριότητά των περίπτερα καὶ
ξενῶνες, θὰ συγκεντροῦνται οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ ὁποῖοι τόσην αἰσθάνονται ἡδυπάθειαν πρὸς τὰς πολυπληθεῖς συναθροίσεις, ἀπόγονοι
τοῦ ἀρχαίου Δήμου καὶ θιασῶται ἀκραιφνεῖς τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας.
Ὁ ταξειδιώτης
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
*Πρώτη δημοσίευση στὰ "Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας'' τῶν Γρεβενῶν, φ. 830 / 21.6.2019, σ. 15-18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου