Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

O AΛΕΞ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ (1902)


Ἀμύθητος τέρψις κύματος καὶ δροσιᾶς *


Στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ.καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου δύο ἦσαν οἱ δημοφιλέστεροι θερινοὶ προορισμοὶ πρὸς δροσισμὸν καὶ ἀναψυχῆς τῶν Ἀθηναίων: Τὸ Φάληρον καὶ ἡ Κηφισσιά. Ὁ πολίτης τῶν Ἀθηνῶν ἀμφιταλαντευόταν ἑλκόμενος ἀνάμεσα ἀπό : «...τὴν θαλλερωτάτην τῆς Ἀττικῆς νύμφην» δηλ. τὴν Κηφισιά, ἢ «τὸ τόσον πλησίον κείμενον ἁλίπεδον,[1] τὸ αὐχμηρὸν καὶ ἐν τούτοις τόσον δροσόεν» δηλ. τὸν Πειραιᾶ μὲ τὸ Φάληρό του.
Τὸ Νέο Φάληρο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Καστέλλας στὰ 1900.
Διακρίνονται ἡ ἱστορικὴ «Ἐξέδρα», τὸ κυκλικὸ περίπτερο
καὶ τὸ ἀλσύλλιο κοντὰ στὸ Ξενοδοχ[εῖο ‘’Μέγα’’
  (Γιῶργος Ἰωάννου, Κάρτ ποστὰλ τοῦ παρελθόντος.
Ἀθήνα, Φάληρο, Πειραιᾶς, Κηφισιά, έκδόσεις Σιδέρη, Ἀθήνα 32009, σ. 203). 
 Αὐτὸ πραγματεύεται ὁ χρονογράφος τῆς ἐφ. «Ἐμπρός» Petronius (=Bασίλειος Βεκιαρέλλης)[2] σὲ πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Κηφισσιὰ ἢ Φάληρον;» στὶς 14 Ἰουνίου 1902,[3] ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, χαρακτηρίζει τὸ Φάληρο ὡς τὸν τόπο ὅπου κυριαρχεῖ:
«ὁ ἀὴρ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς ἅλμης το ἄρωμα ... ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι γνωριζόμεθα τέλος καὶ ἐπικοινωνοῦμεν μὲ τοὺς Πειραιεῖς»· πὼς τὸν γοητεύει: «τὸ κυανοῦν τοῦ κύματος καὶ τὸ λευκὸν τοῦ ἀφροῦ –ἡ ἄπειρος ἐνίοτε σιγαλιὰ της θαλάσσης–» · ὅπου τὸν καλεῖ: «ἕνας πόθος νοσταλγικός, ἄπειρος μὲ σύρει ἀκαταμάχητα  ...»· εἰς τήν:  «ἐρημίαν τῶν βράχων τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου καὶ τὸν σὲ χίλια κομμάτια θραυσμένον ἀφροστέφανόν του».
Ὁ Σκιαθίτης λόγιος Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929),[4] ὡς θαλασσοβίοτος, ἦταν φυσικὸ νὰ προτιμᾶ τὸ Φάληρο γιὰ ἀναψυχή. Ἔτσι, σὲ πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» μὲ τίτλο «Θαλασσινὴ ἀναψυχή», τὴν ἴδια ἡμερομηνία (14. 6. 1902) μὲ ἐκεῖνο τοῦ Β. Βεκιαρέλλη,[5] δηλώνει γιὰ τὸ Ν. Φάληρο:

Αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Ν. Φαλήρου εἶναι ἀμύθητος τέρψις, παρεχομένη εἰς ἀπόσταγμα πρασινάδας, κύματος καὶ δροσιᾶς, ἐν ὑπεφυεῖ ἁρμονίᾳ χρωμάτων καὶ γραμμῶν.
Ἐφ. Ἀκρόπολιςφ. 7286 / 14.6.1902, σ. 1.

Περιγράφει τὴν Φαληρικὴ ἀκτὴ ὡς:

ἓν στρῶμα ἁλατοῦχον, ὡς ὄχθη ἡλιοκαυμένης ἁλυκῆς.

Ἐξυμνεῖ τὸν ἀναψυκτικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἀλσυλλίου τοῦ Νέου Φαλήρου,[6] στὸ ὁποῖο:

Δύο τρεῖς τεχνητοὶ πίδακες μὲ τὰ κατακκόκινα γεράνια των καὶ τὰ ὀλίγα βρύα ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ ἐνίοτε τουφίτσες ἀνθέων κἄπου ὡς ἐν σπαρτῷ προκύπτουσαι ποικίλλουν πολὺ εὐαρέστως τοῦ Ν. Φαλήρου τὴν καταπράσινον αὐτὴν ἀναψυχήν.
.
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ. 7286 / 14.6.1902, σ. 1.

Ἀναφέρεται στὰ ἀποδυτήρια, τὰ λουτρὰ τῶν ὀλίγων ἀκόμη, καθὼς εἶναι ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ λουομένων,[7] οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν τὴ θαλασσινὴ δροσιά:

Δύο τρία σινδόνια ξανεμίζουν ἁπλωμένα εἰς τὰ στηθαῖα τῶν λουτρώνων.

 Ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὴν ἱστορική, ὀνομαστὴ καὶ ἐπιβλητικὴ «Ἐξέδρα» τοῦ Ν. Φαλήρου καὶ στὸ κυκλικὸ περίπτερο ποὺ τὴ συνοδεύει. Ἡ ἐξέδρα αὐτὴ ἦταν σιδηροκατασκευὴ ποὺ εἰσχωροῦσε σὲ μῆκος 60-70 μέτρα μέσα στὴ θάλασσα στὴ φαληρικὴ ἀκτή, μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ξενοδοχεῖο τῆς Ἑταιρείας Σιδηροδρόμων Ἀθηνῶν-Πειραιῶς (Μέγα Ξενοδοχεῖο τοῦ Φαλήρου).
Ἡ «Ἐξέδρα» τοῦ περιπάτου καὶ τὸ περίπτερο
(Νίκος Μέλιος-Εὐαγγελία Μπαφούνη,
Νέο Φάληρο. Φωτογραφικὸ ὁδοιπορικό,
[Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ], Νέο Φάληρο 1998, σ. 70).
Ἦταν ἔργο κατασκευῆς τῆς Ἑταιρείας καὶ ἀποπερατώθηκε τὸ 1891.[8] Ὑπῆρξε τόπος συναντήσεων, περιπάτων, ἀναψυχῆς Ἀθηναίων καὶ Πειραιωτῶν καὶ τόπος πραγματοποίησης πολλῶν ψυχαγωγικῶν ἐκδηλώσεων.[9] Ὅμως, λέγεται, πὼς ὁ πραγματικὸς λόγος κατασκευῆς τῆς «Ἐξέδρας», δὲν ἦταν γιὰ λόγους περιπάτου καὶ ἀναψυχῆς ἀλλὰ ἦταν μία ἐνέργεια οἰκονομικοῦ ἀντιπερισπασμοῦ τῆς Ἑταιρείας Σιδηροδρόμων Ἀθηνῶν-Πειραιῶς πρὸς τὴν Ἑταιρεία Τροχιοδρόμων Ἀθήνα-Νέο Φάρηρο, ἡ ὁποία εἶχε ἐκφράσει τὴν πρόθεση νὰ ἑνώσει μὲ Τρὰμ δύο διαφορετικὲς  Γραμμὲς τὴν Ἀθήνα -Φάληρο καὶ τὴν Πειραιὰ-Φάληρο, περνώντας μέσα ἀπὸ χῶρο ποὺ ἀνῆκε στὴν Ἑταιρεία Σιδηροδρόμων. Μὲ τὴν ἐξέδρα ἡ Ἑταιρεία Σιδηροδρόμων ἀπέκλειε καὶ ἀπέτρεπε ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα θαλάσσιας σύζευξης ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία Τροχιοδρόμων, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε! [10]
Ἡ ἱστορικὴ «Ἐξέδρα», τὸ κυκλικὸ περίπτερο
καὶ τὸ ἀλσύλλιο ἔμπροσθεν τοῦ Ξενοδοχείου   
‘‘Μέγα’’(Γιῶργος Ἰωάννου, 
Κάρτ ποστὰλ τοῦ παρελθόντος.
Ἀθήνα, Φάληρο, Πειραιᾶς, Κηφισιά
ἐκδ. Σιδέρη, Ἀθήνα 32009, σ. 208).

Ὁ Μωραϊτίδης ἀναπαυόμενος στὸ κυκλικὸ περίπτερο τῆς «Ἐξέδρας» σημειώνει χαρακτηριστικά, μεταξὺ ἄλλων πὼς ἡ κατασκευὴ αὐτή:

προεκτείνεται μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ὡς κατάστρωμα γιγαντιαίου πλοίου

ἐνῶ, δὲν ἀρκεῖται μόνο στὴν περιγραφή, ἀλλὰ προτείνει γιὰ τὴν περαιτέρω ἀνάδειξη καὶ προβολὴ τοῦ ἔργου, μὲ τὴν κατασκευὴ τέντας ἡ ὁποία θὰ καλύπτει τὴν «Ἐξέδρα», κάτω ἀπὸ τὴν ὁποίαν:

νὰ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπολαύσῃ  τὸ κῦμα μὲ περισσοτέραν ἀπληστίαν ὡς ἀληθινὸς ναύτης, τὸ κῦμα τὸ ὁποῖον, παραμέσα ἐκεῖ, λικνίζεται ἁγνότερον, γλυκύτερον καὶ εὐωδέστερον μὲ ὄνειρα ἑνὸς πραγματικοῦ ταξειδίου ἢ μὲ  φαντασίαν ἀληθινοῦ ἀραγμένου πλοίου, ἐκεῖ εἰς τ’ἀνοικτὰ μία καλὴ τοιαύτη τέντα ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, ὑπὸ τὴν ὁποίαν νὰ καθήσῃ κανεὶς νὰ φάγῃ, νὰ ἐντρυφήσῃ, νὰ θαλασσώσῃ ὀλίγον καὶ ν’ ἁλατισθῇ.

Παρατηρεῖ τοὺς ἁλιεῖς τοῦ Ν. Φαλήρου ποὺ ψαρεύουν μὲ τὴν κοπιώδη μέθοδο τοῦ  γρύπου,[11] καὶ περιγράφει τὸν ἰδιαίτερο αὐτὸν τρόπο ἁλιείας τῶν ψαράδων τοῦ Φαλήρου:
Στηριζόμενοι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ποδός, ἀνασηκόνοντες τὸν δεξιόν, γέρνοντες πρὸς τὰ ὀπίσω, μὲ γαντσωμένην τὴν μέσην των ἀπὸ τὴν καλούμα σύρουν καὶ μὲ τὰς δύο χεῖράς των τὸν γρῦπον, κάθιδροι μέσα εἰς τὸν ἥλιον ἀσθμαίνοντες

Τέλος κάνει ἀναφορὰ στὶς ὀνομαστὲς ἐπαύλεις τοῦ Π. Φαλήρου τὴν διάταξη τῶν ὁποίων στὴν φαληρικὴ ἀκτὴ τὴν παρουσιάζει ἀνάλογη ἐκείνης τῶν πολυαρίθμων ἀντιστοίχων τῆς παραλίας τῆς Θεσσαλονίκης:

τὸ Π. Φάληρον ὅπου διεποτισμένοι μὲ μίαν μαρμαίρουσαν ὁμίχλην διαγράφονται οἱ ὄγκοι τῶν ἐπαύλεων, πέραν πολὺ εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀκτῆς, ἡ ὁποία κυρτοῦται τοξοειδῶς πολὺ ὁμοιάζουσα πρὸς τῆς Θεσσαλονίκης τὴν ἀπέραντον παραλίαν τῶν ἀναριθμήτων ἐκείνων πύργων... [12]
 

Τὸ Παλαιὸ Φάληρο μὲ τὶς πρῶτες
 ἐπιβλητικὲς ἐπαύλεις του
στὶς ἀρχὲς τοῦ 1900
 
Ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του γιὰ τὸ Ν. Φάληρο,[13]  τονίζοντας τὴν ἰδιαίτερη ἀνάγκη τῶν Ἀθηναίων γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῆς ἀναψυχῆς ποὺ προσφέρει ἕνα θαλασσινὸ προάστειο ὅπως αὐτὸ τοῦ Φαλήρου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔφεση τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κοινοῦ σὲ κοσμικὲς καὶ καλλιτεχνκὲς συγκεντρώσεις, τὴν ὁποία ἀνάγει στὴν παλαιὰ παράδοση τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου τῶν Ἀθηνῶν:

Ἀπόλαυσις εἶναι κατ’αὐτὰς αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Φαλήρου, ... ὁποῦ τώρα λάμπουν μὲ τὴν καθαριότητά των περίπτερα καὶ ξενῶνες, θὰ συγκεντροῦνται οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ ὁποῖοι τόσην αἰσθάνονται ἡδυπάθειαν  πρὸς τὰς πολυπληθεῖς συναθροίσεις, ἀπόγονοι τοῦ ἀρχαίου Δήμου καὶ θιασῶται ἀκραιφνεῖς τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας.
Περίπατος στὴν «Ἐξέδρα»
(Βάννα Πανδῆ-Ἀγαθοκλῆ, Ἡ ἱστορία τοῦ Νέου Φαλήρου
μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους του, ἐκδ. Ὅμβρος, Ἀθήνα 2001).

Τὸ χρονογράφημα δημοσιεύεται μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης», τὸ πιὸ σύνηθες ἀπὸ τὰ ψευδώνυμα ποῦ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἁλέξ. Μωραϊτίδης στὰ δημοσιεύματά του,[14] καταλογογραφεῖται στὴν διατριβὴ τῆς Βαλερᾶ-Κουνάβα «Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ διηγηματογραφικοῦ του ἔργου»,[15] καταχωρίζεται δὲ στὰ ταξιδιωτικὰ δημοσιεύματα τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ δὲν ἐκδόθηκαν σὲ τόμους μὲ ἔργα του.[16]


ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΑΝΑΨΥΧΗ
Ἀπόλαυσις εἶναι αἱ πρωϊναὶ ὧραι, αὐτὰς τὰς ἡμέρας, εἰς τὸ Φάληρον. Διὰ τοὺς εἰρηνικοὺς μάλιστα χαρακτῆρας, τοὺς τερπομένους μὲ τὴν ἀπομόνωσιν περισσότερον ἀπὸ τὸν πετροκόσυφφον αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Ν. Φαλήρου εἶναι ἀμύθητος τέρψις, παρεχομένη εἰς ἀπόσταγμα πρασινάδας, κύματος καὶ δροσιᾶς, ἐν ὑπεφυεῖ ἁρμονίᾳ χρωμάτων καὶ γραμμῶν, χωρὶς φόβον νὰ διαταράξῃ τὴν γαλήνην τῆς ψυχῆς, ὁ ἄσεμνος ἐκεῖνος θροῦς τοῦ συγχρόνου βίου, ὁ θεωρῶν τρυφὴν τὴν συγκέντρωσιν καὶ τὸν συνωστισμόν.
*
Καθαρὰ καὶ λεία ἁπλοῦται ἡ ἀκτή, μ’ ἓν στρῶμα ἁλατοῦχον, ὡς ὄχθη ἡλιοκαυμένης ἁλυκῆς. Τὸ δὲ ἄλσος, εὔχρουν καὶ δροσερόν, στενοῦται συμμαζευόμενον ὡς μία καλὴ σάλα, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐτοποθέτησαν πρὸς στολισμὸν γλάστρας μὲ δένδρα καὶ ἄνθη. Οἱ σύντομοι δρομίσκοι του, εἰς μικρὰς γραμμὰς ἀνάμεσα εἰς ὡραίους στίχους, γεμίζουν ἀπὸ τὰ μικρὰ τὰ κάτασπρα ἐνδεδυμένα παιδάκια, γλαρόνια φαληρικά, τὰ ὁποῖα τρέχουν πίσω ἀπὸ τὰς τροφούς των, ὅπου ὡς παχεῖαι πάπιαι ἀναπαύονται ἀσθμαίνουσαι ἐπάνω εἰς πρασίνους πάγκους.
Τὸ περίπτερο (κιόσκι) μὲ τὸ ἀλσύλλιο
 τοῦ Ν. Φαλήρου
(Νίκος Μέλιος-Εὐαγγελία Μπαφούνη,
Νέο Φάληρο. Φωτογραφικὸ ὁδοιπορικό,
[Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ],
Νέο Φάληρο 1998, σ. 69).

**
Τὴν ὥραν ἐκείνην τὸ ποτίζουν τὸ ὡραῖον ἀλσύλλιον μὲ ἄφθονον ὕδωρ πληροῦν τοὺς αὔλακας ἀθορύβως ὡς ν’ ἀναβρύῃ ἐκεῖ ἐπιτοπίως, τόσον ἄφθονον, ὥστε νὰ μοῦ ἐνθυμίζῃ εἰκόνας ἄλλων ὑδατορρύτων κάμπων, τοὺς ὁποίους ἔτυχε ποτε νὰ συναντήσω εἰς ἄλλας πλέον εὐλογημένας χώρας, κατὰ τὰ παλαιά μου ταξείδια, ὅπου ὡς φαίνεται κατὰ τὴν δημιουργίαν ὑπεγράφη αἰώνιον συμβόλαιον οὔτε ἡ γῆ νὰ παύσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ φύῃ δένδρα καὶ θάμνους, οὔτε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τοῦ νὰ καταπέμπῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν ὑετὸν, καὶ ὅπου ὁ αὐχμὸς εἶναι ἄγνωστος καὶ ἀκατανόητος, πρᾶγμα ἀνύπαρκτον, μόνον εἰς τὴν Ἀττικὴν δυνάμενον νὰ εὑρεθῇ.
Δύο τρεῖς τεχνητοὶ πίδακες μὲ τὰ κατακκόκινα γεράνια των καὶ τὰ ὀλίγα βρύα ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ ἐνίοτε τουφίτσες ἀνθέων κἄπου ὡς ἐν σπαρτῷ προκύπτουσαι ποικίλλουν πολὺ εὐαρέστως τοῦ Ν. Φαλήρου τὴν καταπράσινον αὐτὴν ἀναψυχήν
Ἡ κοινωνικὴ ζωὴ μπροστὰ
στὴν «Ἐξέδρα» τοῦ Νέου Φαλήρου
(Νίκος Μέλιος-Εὐαγγελία Μπαφούνη,
Νέο Φάληρο. Φωτογραφικὸ ὁδοιπορικό,
[Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ],
Νέο Φάληρο 1998, σ. 69).

***
Δύο τρία σινδόνια ξανεμίζουν ἁπλωμένα εἰς τὰ στηθαῖα τῶν λουτρώνων, καὶ δυὸ-τρεῖς κεφαλαὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ ὡς φελλάρια ἁλιέων κινούμεναι, δεικνύουν ὅτι τὰ μπάνια ἀκόμη δὲν ἤρχισαν ἐν πυκνότητι.
Ἡ ἐξέδρα ἔρημος προεκτείνεται μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ὡς κατάστρωμα γιγαντιαίου πλοίου, τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ δεύτερος ἐλησμόνησε νὰ διατάξῃ τὸν λοστρόμον του νὰ κάμῃ τῇς τένταις. Διὰ τοῦτο οὐδεὶς τολμᾷ νὰ πλησιιάσῃ εἰς αὐτήν. Ἐν τούτοις καθὼς ἀνευπαυόμην ὑπὸ τὸ κυκλικὸν περίπτερον, τὸ ὁποῖον ἀκόμη βάφεται, διελογιζόμην ὅτι μία καλὴ τέντα ἐπὶ τῆς ἐξέδρας ὑπὸ τὴν ὁποίαν νὰ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπολαύσῃ  τὸ κῦμα μὲ περισσοτέραν ἀπληστίαν ὡς ἀληθινὸς ναύτης, τὸ κῦμα τὸ ὁποῖον, παραμέσα ἐκεῖ, λικνίζεται ἁγνότερον, γλυκύτερον καὶ εὐωδέστερον μὲ ὄνειρα ἑνὸς πραγματικοῦ ταξειδίου ἢ μὲ  φαντασίαν ἀληθινοῦ ἀραγμένου πλοίου, ἐκεῖ εἰς τ’ἀνοικτὰ μία καλὴ τοιαύτη τέντα ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, ὑπὸ τὴν ὁποίαν νὰ καθἠσῃ κανεὶς νὰ φάγῃ, νὰ ἐντρυφήσῃ, νὰ θαλασσώσῃ ὀλίγον καὶ ν’ ἁλατισθῇ,
μία τοιαύτη σκιερὰ τέντα δὲν θὰ ἦτο ἄσχημον πρᾶγμα δι ὅσους  εἶναι καταδικασμένοι νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ταξείδια ἐκ περιγραφῶν.
Καὶ ὅταν καμμιὰ βραδειὰ θὰ θυμώνῃ ὁ μπάτης, ὥστε νὰ ἀντιμεταβάλλεται εἰς σορόκον ἄγριον μὲ τὰ κύματα μαῦρα προσπίπτοντα, τότε ὁ σάλος καὶ ὁ κλονισμὸς τῶν σανιδῶν αὐτῆς πάλων θὰ παρέχῃ εἰκόνα οὐχὶ πλέον ἀραγμέμνου πλοίου, ἀλλὰ ταξιδεύοντος, ἀλλὰ ἐν σάλῳ εὑρισκομένου πλοίου, νὰ σφυρίζουν τὰ σχοινιὰ τῆς τέντας ὡς αὐλοὶ διαπρύσιοι, νὰ ὀλολύζουν ᾑ ἁρματωσιαίς ὡς γυναῖκες μοιρολογήτριαι καὶ νὰ τρίζουν τὰ παραπέτια τριγμὸν ναυαγίου καὶ διαλύσεως, ἐκεῖ ‘ς τἀνοικτά.
Τὰ λουτρὰ (μπανιέρες)
 καὶ ἄποψη τῆς Καστέλλας
(Ἀρχεῖο Τάκη Περτέση).

****
Παρέκει συγκεντρώνουν ἤδη τὴν προσοχήν μου οἱ γρυπαράδες ὁποῦ καλάρουν. Δεμένοι θαρρεῖς ἀπὸ τὸ μακρὸν σχοινίον, σύρουν τὸν γρῦπον πατοῦντες γυμνόποδες ἐπὶ τῆς ἡλιοκαυμένης ἄμμου, ἁλλατοψημένοι, μὲ γυμνὰς τὰς κεραμοχρόους κνήμας, ξεσκούφωτοι, βραδέως καὶ μὲ κόπον σύρουσι τὸ δίκτυον, τοῦ ὁποίου τὰ φελλάρια πολὺ μακρὰν μέσα εἰς τὸ πέλαγος διαγράφονται ὡς κάρφη ποὺ τὰ ἐπέταξε θαρρεῖς κανένας καμαρῶτος ἱστιοφόρου. Στηριζόμενοι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ποδός, ἀνασηκόνοντες τὸν δεξιόν, γέρνοντες πρὸς τὰ ὀπίσω, μὲ γαντσωμένην τὴν μέσην των ἀπὸ τὴν καλούμα σύρουν καὶ μὲ τὰς δύο χεῖράς των τὸν γρῦπον, κάθιδροι μέσα εἰς τὸν ἥλιον ἀσθμαίνοντες:
—Καὶ ὕστερα μᾶς φαίνονται ἀκριβαὶς ἡ μαρίδες τοῦ Φαλήρου!...

*****
Μία βαρκίτσα ἔκαμνε τὸ πανάκι της πρὸς τὸ Π. Φάληρον ὅπου διεποτισμένοι μὲ μίαν μαρμαίρουσαν ὁμίχλην διαγράφονται οἱ ὄγκοι τῶν ἐπαύλεων, πέραν πολὺ εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀκτῆς, ἡ ὁποία κυρτοῦται τοξοειδῶς πολὺ ὁμοιάζουσα πρὸς τῆς Θεσσαλονίκης τὴν ἀπέραντον παραλίαν τῶν ἀναριθμήτων ἐκείνων πύργων...

******
Ἀπόλαυσις εἶναι κατ’αὐτὰς αἱ πρωϊναὶ ὧραι τοῦ Φαλήρου, τὸ ὁποῖον ἄρτι στολισθὲν τὰ   καλοκαιρινά του διὰ τὴν ἐφετεινὴν περίοδον, προβάλλει αὐτὰ ἀτσάκιστα καὶ νεοπαγῆ μὲ ὅλην τὴν κόλλαν τῆς τέχνης ἀκηλίδωτον ἀκόμη καὶ ἄσφαλτον, ὡς φωλεὰ ἀναμένουσα τοὺς ταραξίας νεοσσοὺς μετ’ ὀλίγον, ὅταν θὰ ἀνάψῃ τὸ καῦμα καὶ ὅταν ἐκεῖ ὁποῦ τώρα λάμπουν μὲ τὴν καθαριότητά των περίπτερα καὶ ξενῶνες, θὰ συγκεντροῦνται οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ ὁποῖοι τόσην αἰσθάνονται ἡδυπάθειαν  πρὸς τὰς πολυπληθεῖς συναθροίσεις, ἀπόγονοι τοῦ ἀρχαίου Δήμου καὶ θιασῶται ἀκραιφνεῖς τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας.
Ὁ ταξειδιώτης




[1]. Στὴν ἀρχαιότητα Ἁλίπεδον λεγόταν ἡ περιοχὴ μεταξὺ τοῦ κύριου οἰκισμοῦ τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ λιμένα τοῦ Πειραι, ἡ «πέραν τῶν Ἁλῶν» περιοχὴ ποὺ σήμερα προσδιορίζεται μεταξὺ τοῦ Φαλήρου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Ρέντη.
[2] Βασίλειος Ε. Βεκιαρέλλης (1887 - 1944) ἦταν Ἕλληνας δημοσιογράφος καὶ λογοτέχνης.
[3] Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 2022/14. 6. 1902.
[4] Γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη ἐνδεικτικά, βλ. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Τὰ διηγήματα, φιλ. ἐπιμ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. Α΄+ Β΄+Γ΄, ἐκδόσεις «Γνώση καὶ Στιγμή», Ἀθήνα 1990· Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις, Σειρά Α΄+ Β΄+Γ΄+Δ΄+Ε΄+ΣΤ΄, ἐκδ. Ἰω. Σιδέρη, Ἀθήνα 1922-1927· Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος. Λεύκωμα Μωραϊτίδη, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 318· Ροδάνθη Βαλερᾶ - Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ Διηγηματογραφικοῦ του ἔργου, ἐκδ. Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1996,  σ. 308· Ἀρετὴ Βασιλείου, Τρυγὼν ἡ φιλέρημος, [Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης], Ἡράκλειο 2015, σ. 440· Ὁμόπλουν πλοῖον. 5 κείμενα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, φιλ. ἐπιμ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Γνώση καὶ Στιγμή, Ἀθήνα 1990,  σ. 90· Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Ἀλεξ. Μωραϊτίδης. Ὁ ἄνθρωπος - Ὁ λογοτέχνης, ἐκδ. Ἰωλκός, Ἀθήνα 1982, σ. 110· Κων. Ν. Καλλιανός, Μωραϊτίδεια Α΄. Μικρὰ μελετήματα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ἐκδ. Τῆνος, χ.χ., σ. 48· Χ. Β. Χειμώνας, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, [Ἀναπτυξιακὴ Σκιάθου Α.Ε.], σ. 160· «Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης», Ἑλληνικὴ Δημιουργία 64 (1950) 482-551.
[5] Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7286 / 16.6.1902, σ. 1.
[6] Ὁ ΣΑΠ ἦταν αὐτὸς ποὺ φρόντισε γιὰ τὸν καλλωπισμὸ καὶ τὴν ἀνάπτυξη ‘‘πρασίνου’’ στὸ Νέο Φάληρο· Βάννα Πανδῆ-Ἀγαθοκλῆ, Ἡ ἱστορία τοῦ Νέου Φαλήρου μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους του, ἐκδ. Ὅμβρος, Ἀθήνα 2001, σ. 56. 

[7] «Ἡ μακρόστενη αὐτὴ ἐξέδρα θὰ ἐμπλουτισθεῖ μάλιστα ἑκατέρωθεν καὶ ἀπὸ μπανιέρες (λουτρά) ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν προσδίδοντας ἰδιαίτερο ὕψος στὴν κατασκευή»·  Στέφανος Μίλεσης, «Αὐτὸς ἦταν ὁ ἀληθινὸς λόγος κατασκευῆς τῆς ἐξέδρας τοῦ Νέου Φαλήρου», https://www.nou-pou.gr/stories/patridognwsia/aftos-itan-o-alithinos-logos-kataskevis-tis-exedras-tou-neou-falirou/, 10. 6. 2019.

[8] «Ἡ κατασκευὴ τῆς ἐξέδρας στοιχίζει 59.807,25 δρχ. Γιὰ τὴ συντήρησή της ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν ἑταιρεία «Σιδηρόδρομος Ἀθηνῶν –Πειραιῶς» τίμημα εἰσόδου δέκα λεπτῶν, τὸ ὁποῖο ἀργότερα μετὰ ἀπὸ κυβερνητικὴ παρέμβαση,  καταργεῖται»· Νίκος Μέλιος-Εὐαγγελία Μπαφούνη, Νέο Φάληρο. Φωτογραφικὸ ὁδοιπορικό, [Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ], Νέο Φάληρο 1998, σ. 13-14.
[9] Σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς «Ἐξέδρας» τοῦ Ν. Φαλήρου βλ. τὴν ἀνάρτηση τῆς μελέτης: «Ἡ ἐξέδρα τοῦ Ν. Φαλήρου», http://mlp-blo-g-spot.blogspot.com/2012/01/exedra.html, 16. 6. 2019.
[10] Βλ.Μίλεσης, «Αὐτός ἦταν ὁ ἀληθινὸς λόγος κατασκευῆς τῆς ἐξέδρας Ν. Φαλήρου, https://www.nou-pou.gr/stories/patridognwsia/aftos-itan-o-alithinos-logos-kataskevis-tis-exedras-tou-neou-falirou/, 16.6. 2019.»· τὴν ἴδια ἐποχὴ καταγγέλεται ἡ ἀκρίβεια τοῦ σιδηροδρομικοῦ εἰσιτηρίου ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὸ Φάληρο (1 δρχ. καὶ 25 λεπτά) καὶ αὐτὸ θεωρεῖται ὡς μία αἰτία γιὰ τὴν μικρὴ προσέλευση ἐπισκεπτῶν στὸ Φάληρο καὶ τὴν ἐξέδρα του. Αὐτὸ δηλώνεται σὲ χρονογράφημα μὲ τὴν ὑπογραφή «Ὁ καθημερινός» στὴν ἐφ. «Σκρίπ» στὶς 28 Ἰουνίου 1902: «Ἐμπήκαμε στὸν σταθμὸν τοῦ σιδηροδρόμου μαζὶ μὲ ἕναν φίλο μου ξένον. Ἀνέλαβα νὰ βγάλω τὰ εἰσιτήρια. Ἐπρόκειτο νὰ κατέβουμε στὸ Φάληρο. —Πῶς! εἶπεν ὁ ξένος. Μία δραχμὴ καὶ εἴκοσι πέντε λεπτὰ δι ’ἕνα εἰσιτήριο γιὰ μιὰ ἐξοχή! ... Κατεβήκαμε στὸ Φάληρο ... — Δὲν εἶναι ἄσχημη ἐξοχή. Γιὰ τὴν Ἀθήνα μάλιστα εἶναι κάτι ἔκτακτον. Ἀλλὰ δὲν βλέπω κόσμον. Φαντάζομαι, ἐξηκολούθησεν, ὅτι ἂν μία εὐρωπαϊκὴ πρωτεύουσα εἶχε τόσο κοντὰ μιὰ τέτοια ἐξοχή, τί κόσμος θὰ ἦτο ἐδῶ! Θὰ ἐγέμιζεν ὅλος αὐτὸς ὁ χῶρος. —Καὶ γιατί; — Ἁπλούστατα γιατὶ τὸ εἰσιτήριον τοῦ σιδηροδρόμου θὰ ἦτο πάμφθηνον. Τὸ πολὺ πολὺ θὰ ἐστοίχιζε σαράντα λεπτὰ ἀλλέ-ρετούρ»· Ὁ καθημερινός, «Φάληρον», ἐφ. Σκρίπ, φ. 2466 / 28.6.1902, σ.1. Ὁ ἴδιος ἀρθρογράφος σὲ ἄλλο χρονογράφημά του στὴν ἴδια ἐφημερίδα στὶς 5 Αὐγούστου 1902, έπιβεβαιώνει τὴν μικρὴ προσέλευση ἐπισκεπτῶν στὸ Φάληρο τὴν χρονιὰ ἐκείνη καὶ τὴν ἀποδίδει ἀφ’ἑνὸς μὲν στὸ γεγονὸς πὼς τὸ καλακαίρι ἐκεῖνο ἦταν ἀρκετὰ δροσερὸ στὴν Ἀθήνα ἀφ’ἑτέρου δὲ ὅτι εἴχαμε τὴν πραγματοποίηση πολλῶν καλλιτεχνικῶν γεγονότων στὴν Ἀθήνα ποὺ κράτησαν τὸ Ἀθηναϊκὸ κοινὸ στὸν πρωτεύουσα: «Δὲν ἐπρόφτασε οὔτε ὀλιγοήμερον δόξαν ἐφέτος καὶ ἡ κατάπτωσίς του ἐπῆλθεν ... Τώρα ἕνα-δύο χρόνια συνώμοσε καὶ ὁ καιρὸς ἐναντίον του, μόλις δὲ κατορθώνει ἕνα μῆνα τὸ πολὺ τὸ καλοκαίρι νὰ διατηρῇ μίαν κἄπως ζωηρὰν κίνησιν. ... Ἡ πρωτεύουσα κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ἀπέκτησε πολλὰ θερινὰ θέατρα καὶ πολλὰ ἐν γένει κέντρα συναθροίσεως. .. Φυσικὸν ἦτο ἑπομένως ὁ κάσμος ὁ φαληριζόμενος νὰ τραπῇ πρὸς αὐτὰ τὰ νέα κέντρα ... ᾿»· Ὁ καθημερινός, «Φάληρον», ἐφ. Σκρίπ, φ. 2504 / 5.8.1902, σ. 1. Ἐνδεχομένως, λοιπόν, τὸ χρονογράφημα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ κινήσει ἐκ νέου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἀθηναίων γιὰ τὴν ἐξοχὴ τοῦ Νέου Φαλήρου, καθὼς ἀπὸ τὴν προηγούμενη χρονιὰ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐλαττοῦται τὸ  ἐνδιαφέρον τῶν Ἀθηναίων γιὰ τὸ θαλασσινὸ αὐτὸ προάστειο τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὴν θρυλικὴ ἐξέδρα του.

[11] «Ὁ γρῖπος εἶναι διχτυωτὸ συρόμενο ἐργαλεῖο, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο παράλληλα δίχτυα ἢ μπάντες, ὅπως ἀλλιῶς τὶς ὁνομάζουν οἱ ψαράδες, οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ δίχτυ σὲ σχῆμα σάκου. Τὸ ἁλιευτικὸ ἐργαλεῖο ρίχνεται ἀπὸ βάρκα στὴ θάλασσα σὲ περιοχὲς μὲ βυθὸ ποὺ δὲν ἔχει βράχια καὶ τραβιέται ἀπὸ τὴν ξηρὰ μὲ τὰ χέρια ἀπὸ δύο ὁμάδες ψαράδων. Θεωρεῖται ὅτι ὁ γρῖπος εἶναι ὁ πρόγονος τῆς βιντζότρατας. Ἡ χρήση ὅμως αὐτῆς τῆς μεθόδου ἔχει ἀπαγορευτεῖ ἀπὸ τὸ ἔτος 1949 μὲ τὸ Βασιλικὸ Διάταγμα 1952.11-7-49 (Α΄/171).· Σ. Ν. Ἀθανασίου «Γρῖπος ἢ Κρόκος ἢ Πεζότρατα ἢ ΚωλοβρέχτηςἢΜπραγάνι...»,http://www.shippingtv.gr/%CE%B3%CF%81%CE%AF%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CF%8C%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%AE-%CF%80%CE%B5%CE%B6%CF%8C%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%AE-, 16.6.2019%CE%BA%CF%89%CE%BB%CE%BF%CE%B2%CF%81%CE%AD%CF%87/

Ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη μὲ τίτλο “Ὁ γρῖπος” συμπεριελήφθη σὲ παράρτημα μὲ συλλογὴ ποιημάτων, στὸ θρυλικό ἀναγνωστικὸ βιβλίο “Ψηλά Βουνά” του Καρπενησιώτη λογοτέχνη καὶ Ἀκαδημαϊκοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940)· βλ. Παπαντωνίου Ζαχαρίας, Τὰ ψηλὰ βουνά, ἐκδ. Δημητράκου, Ἀθήνα 1929, σ. 171-172, ὅπου σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὀκτὼ τετράσιχα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται τὸ ποίημα σημειώνεται: «Μὲ βροχόχιονο, μ’ἀγέρα, / δίχως ὕπνο καὶ φαΐ,, / στὰ σκοινιά μας νύχτα-μέρα / τὴν περνοῦμε τὴ ζωή»
Ἀκόμη, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ τριτεξάδελφος τοῦ Μωραϊτίδη, στὸ διήγημά του “Τῆς Κοκκώνας τὸ σπίτι” ἀναφέρει καὶ γιὰ τὸν γρῖπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς γριπάρηδες, δηλαδὴ αὐτοὺς ποὺ ἐργάζονται στὸν γρῖπο. Ἔτσι ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος ὁ Γιάνννης ὁ Παλούκας:  «Ἦτο συνήθως ἄεργος, καὶ οἱ τεμπέλικες μικροδουλειές, τὰς ὁποίας ἐξετέλει κάποτε, πότε κουβαλῶν νερὸ μὲ τὴν στάμναν εἰς τὰς οἰκίας,  πότε ὑπηρετῶν τοὺς κηπουρούς, τοὺς ἁλωνιστὰς καὶ τοὺς ἐργάτας τῶν ἐλαιοτριβείων,  πότε βοηθῶν τοὺς γριπάρηδες εἰς τὴν ἀνέλκυσιν τοῦ μακροῦ ἀτελειώτου γρίπου ἐπὶ τῆς μεγάλης ἄμμου εἰς τὸν αἰγιαλόν, δὲν τὸν εἶχον ‘‘σηκώσει’’ τὸ ἔτος ἐκεῖνο»· Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 19972, τ. 2, σ. 645 5-11.
[12] Πράγματι, ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης, ὅπως δηλώνει στὰ ταξιδιωτικά του ἄρθρα μὲ τὸν γενικὸ τίτλο «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα», στὴν πορεία του πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καταπλέει καὶ στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ὁποία γράφει σχετικά: «Εἴμεθα πλέον εἰς τὴν ὡραίαν καὶ ἱστορικὴν Μητρόπολιν τῆς Μακεδονίας, εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, ἡ ὁποία ξεδιπλώνεται πολὺ εὔμορφα καὶ πολὺ μεγαλειωδῶς ἐν τῇ ἀσφυξίᾳ της, μὲ τὰ ἀρχαῖα τείχη της, τὴν γραφικὴν παραλίαν της, ὅπου τὰ μεγάλα ξενοδοχεῖα, καὶ ἡ ἀγορά, ἡ εὐωδιάζουσα ἀπὸ τὶς περίφημες γαρίδες, τὰ θέατρα, τὰ μεγάλα καφενεῖα. Ἰδοὺ καὶ ὁ ἱστορικὸς Λευκὸς Πύργος, καὶ πέραν οἱ Πύργοι, αἱ πλουσιώτατοι ἐπαύλεις, καὶ τοῦ Ἀλλατίνι οἱ ὀγκώδεις ἀτμόμυλοι»· Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Σειρὰ α΄, σ. 79. Γιὰ τὴν ὅλη σχέση τοῦ Μωραϊτίδη ἀλλὰ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὴ Θεσσαλονίκη, βλ. Ἀνέστης Γ. Κεσελόπουλος, Ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη στὸν Πεντζίκη, «Ἡ Θεσσαλονίκη στὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη», ἐκδ. Τὸ Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 147-162.
[13] Ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης ἀναφέρει τὸ Φάληρο καὶ στὰ διηγήματά του «Τὸ τάξιμον» καὶ «Χρυσῆ καδένα». Στὸ πρῶτο ὁ Χρηστάκης, ἥρωας τοῦ διηγήματος: «... ἀπεμονοῦτο ὄπισθεν τῶν στακτερῶν τοῦ Μουσείου λόφων ... πλανῶν τὰ βλέμματά του ...  ὅτε δὲ πρὸς τὴν ἀνοικτὴν του Φαλήρου θάλασσαν, λάμπουσαν ὡς χυσοῦν κάτοπτρον, ἐν ὧ κατωπτρίζετο  πληθὺς ἱστίων, ἅτινα ὡς τεμάχια βάμβακος ἐξηνεμίζοντο ἐπὶ τῶν πρασίνων κυμάτων»· Μωραϊτίδης,  Διηγήματα, τ. Γ΄, σ. 40.· στὸ δεύτερο παρυσιάζεται ἡ φρεσκοπλυμένη ἀπὸ τὴ βροχή πόλη τῶν Ἀθηναίων: «ὡς νεόλουστος παρθένος τοῦ Φαλήρου, λευκή, κατάλευκος»·  Μωραϊτίδης,  Διηγήματα, τ. Β΄, σ. 314.  
[14] Βαλερᾶ - Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, σ. 240.
[15] Στὸ ἴδιο, σ. 311.
[16] Στὸ ἴδιο, σ. 303.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

*Πρώτη δημοσίευση στὰ "Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας'' τῶν Γρεβενῶν, φ. 830 / 21.6.2019, σ. 15-18.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου