Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

*ΛΟΓΟΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟΣ, ΕΙΣ ΑΣΗΜΙΝΑΝ ΚΑΒΒΑΛΟΥ


καὶ ἄλλα τινὰ περὶ Ἄνδρου

Πολλὰ πράγματα τὰ συλλογιέμαι
«ὅταν δὲν εἶναι πιὰ καιρός»
Ν. Δ. Τ.

Ὁ Ἀσημένιος ἄγγελος τῆς  Ἄνδρου κι ὁ Μιχαὴλ ἄγγελος τῆς Κρήτης
Πᾶνε περὶ τὰ τριάντα χρόνια. Τὸ ζεῦγος τῶν ἐμφύλων Ἀγγέλων δὲν κατῆλθεν ἀπὸ τὰς οὐρανίους ἁψίδας· εἰσῆλθε μὲ συνεσταλμένες τὶς πτέρυγες ἀπὸ τὴν πάλαι ποτὲ θύραν τῆς Πριάμου 2. Ὁ Ἀσημένιος ἄγγελος τῆς  Ἄνδρου τὰ ἔφερνε τὰ τρία δῶρα του πάντα μαζί του καὶ ἤθελε νὰ τὰ μεταδίδει ἀκόμη καὶ σὲ ὅσους δὲν ἦσαν πρόθυμοι νὰ τὰ δεχθοῦν: τὸ χαμόγελό του, τὴν εὐγένεια του καὶ τὴν ἀνιδιοτελῆ καλοσύνη του. Καί, ὅπως ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, ὁ Μιχαὴλ ἄγγελος τῆς Κρήτης, ὁ ὁμόζυγος, ἦταν μία ἀντιγραφή του, ἓν πανομοιότυπο καλοσύνης καὶ εὐγένειας· ἀλλὰ συμπληρωματικὸ πανομοιότυπο.
Μαζί τους ἦσαν καὶ τὰ Ἀγγελούδια τους, ποὺ τὸ ἕνα ἔφερε τὸ ὄνομα Ἐκείνης ποὺ δέχθηκε δι’ Ἀγγέλου τὸ κοσμοσωτήριο μήνυμα ἀπὸ τὰ ὕψη, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ὄνομα ἐκείνου ποὺ βάπτισε τὸν Ἀχώρητο ἐν παντί κοσμοσώτηρα.
Ἀρχοντικὴ ψυχή, χριστιανική, δίκαιη ἕως αὐταπαρνήσεως, συνετὴ καὶ μὲ ἀγαθὴ προαίρεση εἶδε ἑαυτὴν ὡς ἄμπελον εὐκληματοῦσαν, προκόπτουσαν, καθὼς καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς ἐκβλαστήσαντα τέκνα καὶ τέκνα τῶν τέκνων. Ψυχὴ χαρίεσσα, μόνον ἐφ᾿ ὅσον διαπίστωνε νὰ κυριαρχῇ τὸ κρᾶτος τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνοχῆς τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως καὶ τῆς συγχωρητικῆς διαθέσεως ὄχι μόνον ἐντὸς τοῦ οἴκου της ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ. Προσῆλθαν ‒ἂν καὶ ἄγγελοι ἀπὸ τῶν θαλασσῶν τὰ μέρη‒ γιὰ νὰ τοὺς ἰατρεύσῃ ὀρεινοτραφείς, ἀλλὰ καὶ ὀρεινοθαλάσσιος κατὰ τὸν κ. Λαόνικο, Ἀγραφιώτης. Εἶχε μπεῖ τὸ καλοκαίρι.
 —Ἔχεις πάει στὴν Ἄνδρο τὸν ρώτησε μὲ πραεῖα καὶ μειλίχια  φωνή.
—Οὔτε ἀπ᾿ ἐξω δὲν ἔχω περάσει, ἀπήντησε.
—Ἂν θὲς νὰ ξεκαλοκαιριάσεις ὄμορφα καὶ ἥσυχα νὰ πᾶς στ’ Ἀποίκια, στὶς Στενιές, τοῦ πρότεινε. Θὰ πιεῖς νερὸ στὴ Σάριζα ἀγναντεύοντας ὅλο τὸ Αἰγαῖο.
—Θὰ σοῦ βρῶ καὶ τόπο νὰ μείνεις, προσέθεσε ὁ Μιχαὴλ ἄγγελος.  

«—Νὰ πᾶτε, κύριε, χωρὶς ἄλλο, στὰ Ἀποίκια, νὰ ἰδῆτε τὴ Σάριζα, μὲ τὴν πηγή της, καὶ τὴν Πιθάρα μὲ τὸν καταρράκτην της...» (Π. Νιρβάνας, 1928).

Ἄνδρος: «ἡ νῆσος ἡ ἔκπαγλος, ἡ βασιλὶς τοῦ Αἰγαίου ... ἡ ὡραιοτέρα ὅλων τοῦ κόσμου» (Α. Ἐμπειρίκος).

«Ἂν οἱ Κουβαῖοι καυχῶνται, ὅτι ἡ Κούβα εἶναι ὁ μαργαρίτης τῶν Ἀντιλλῶν, οἱ Ἄνδριοι θὰ ἠμποροῦσαν νὰ καυχηθοῦν, ὅτι ἡ Ἄνδρος εἶναι ὁ μαργαρίτης τῶν Κυκλάδων» (Ν. Χατζηδάκης, 1928).

Πῆγε· συνοδείᾳ Ἀγγελῇ τὸ γένος. Σμῆνος «ἀγγέλων» στὴν Ἄνδρο. Ἀγγελόμορφες καταστάσεις. Ὁ τόκος τῆς Ἀγγέλως ‒καὶ ἐκεῖνος τῆς Ἀγγελῆς‒ περιηγήθηκε τὶς θάλασσες μὲ τὶς χρυσολευκάζουσες τὶς ἀμμουδιές, μὲ τὰ ὄστρακα, τὰ κοχλίδια καὶ τὰ χαλίκια καὶ τοὺς βράχους τοὺς λαξεμένους ἀπ’ τὸν ἀχὸ τῶν τραγουδιῶν τοῦ φλοίσβου τῶν κυμάτων· ἔνοιωσε ὡς χάρι, χάδι καὶ εὐλογία τοὺς ἐτησίους νὰ θωπεύουν ‒τοὺς μόνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ ἀνεχόταν· ὄχι χωρὶς κάποιου εἴδους δυσανεξία‒ τὰ πρόσωπά τους, εἶδε τὶς κρῆνες καὶ τὰ ἀρχοντικὰ τῶν καπεταναίων μὲ τὴ μεγάλη ναυτικὴ παράδοση, τὰ μουσεῖα καὶ τοὺς περιστερεῶνες τοῦ νησιοῦ. Ἤπιε νερό, ὕδωρ νεαρόν, ἀπ᾿ τὴ ΣΑΡΙζΑ· Ὑδροῦσα γάρ:

Ἐφ. Ἑστία, φ. 12171/5.7.1928
«Ἀλλὰ ἡ μεγάλη ποίησις καὶ ἡ μεγάλη εὐλογία τῆς Ἀνδριώτικης γῆς εἶναι τὰ νερά της. ... Ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ κάθε βράχον, ἀπὸ κάθε λόχμην, ἀπὸ κάθε πλαγιὰν βουνοῦ, ἀπὸ κάθε πτυχὴν τοῦ ἐδάφους, ἀναβλύζουν νερά, κυλινδοῦνται νερά, κελαρύζουν νερά, ροχθοῦν νερά, κρημνίζονται νερά» (Π. Νιρβάνας, 1928).

Ὅμως, κοίταξε, ἔριξε κλεφτὴ  ματιὰ ἀπέναντι, πρὸς τὸ νησὶ τῆς Μεγαλόχαρης. Θυμήθηκε τὸν ὁμοχώριό του, τὸν ἀγραφιώτη διδάσκαλο Δημήτριο Χατζηπολυζώη. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη πέρασε γιὰ νὰ πάει στὴ γειτονικὴ κυματόδαρτη, ἀνεμόεσσα Τῆνο διδάσκαλος καὶ ἱεροκήρυκας, ὅπου σώζεται ὁ λόγος του στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου (8.9.1805).
Σκέφτηκε, πὼς ἀπ’αὐτὰ τὰ χώματα, ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἀκρογιάλια πέρασε και ὁ ἀγραφιώτικης καταγωγῆς λογοτέχνης καὶ Ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὅταν διορίστηκε νομάρχης Κυκλάδων καὶ ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ τὰς Παρισίους ἁρμυρίστικε στὶς θάλασσες τὶς Κυκλαδίτικες.
Μνημόνευσε καὶ τὸν ἐξ Ἄνδρου λόγιο κληρικὸ Θεόφιλο Καΐρη, ἐξόριστο στὴ Σκιάθο γιὰ τὰ θρησκευτικά του πιστεύω καὶ τὸν Σκιαθίτη μαθητή του Ἀργυρὸ Μπούρα τὸν σύζυγο τῆς Κοκκώνας Ἀννίτας, ποὺ πέθανε φθισικιὰ καὶ τὸ σπίτι της ἐρημώθηκε στὴ Σκιάθο· μὲ ἀφορμὴ τὸ ὁποῖο γράφτηκε ἀπ᾿ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη τὸ διήγημα  «Τῆς Κοκκώνας τὸ Σπίτι», ἐνῶ ἐκεῖ ἔμενε, ὅταν ἐρχόταν στὴ Σκιάθο, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χαλκίδος Καλλίνικος Καμπάνης ὁ ἐξ Ἄνδρου, ὁ ἀρχαιοπρεπὴς καὶ γλυκύτατος δεσπότης, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στὸ διήγημά του «Φαντάσματα». Ἀκόμη, ἐφαντάζετο πὼς ἔβλεπε ἄλλον ἥρωα Μωραϊτιδικό, τὸν Καπετὰν-Φαφάναν ἀπὸ τὸ «Χριστούγεννα στὶς τρεῖς Μποῦκες», νὰ ἀποπλέει ἐξ Ἄνδρου φορτώσας λεμόνια διὰ Θεσσαλονίκην.
Μάλιστα, στὰ 1912 ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου μὲ τὰ χρονογραφήματά του «Σκιαμαχία» καὶ «Τὸ σκάνδαλον» εἶχε ὑπερασπιστεῖ τὴν ἀπόφαση τῶν κατοίκων τῆς Ἄνδρου νὰ στήσουν ἀνδριάντα τοῦ ὁμοπατρίου τους Θ. Καΐρη στὸ νησί τους, τιμώντας τὴν παιδευτικὴ καὶ ἀνθρωπιστική του προσφορὰ καὶ δράση, διαχωρίζοντάς την ἀπὸ τὶς ὅποιες θρησκευτικές του δοξασίες. Ἡ προτομὴ τελικὰ στήθηκε:

«...Ἐδῶ ἂς σταθοῦμε. Κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πλάτανο,ἀπέναντι ἀπὸ τὴν προτομὴ τοῦ Θεόφιλου Καΐρη, μὲ τὸν ἔχοντα τὸ γενικὸ καὶ εὐγενικὸ πρόσταγμα τῆς ὀργανωτικῆς καὶ φιλοξενικῆς ὡς πρὸς τὴ σίτιση ἐπιτροπῆς,μὲ τὸν παπα-Γιάννη ἀπὸ τὴ Μεσαριὰ μᾶς βρῆκε ἡ πανσέληνος τῆς Ἄνδρου, πρὸς τὸ μελὶ στὴν ἀρχὴ ποὺ ἀργότερα ἀργυροχύθηκε»·[ἀπὸ τὸ ἄρθρο, «Ἄνδρος, Ἀνδρεῖοι, Ἀνδριάντες» τοῦ Κοζανιτικογρεβενιώτικου ἱστολογίου, «Ἡ παρέμβαση», 4. 7. 2007· μνήμη  τοῦ ἁγίου Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτη τοῦ ἐφησυχάσαντος ἐν τῷ Πανείῳ ὄρει. Ἡ Δ υ τ ι κ ο μ α κ ε δ ο ν ι κ ὴ ἀντιπροσωπεία εἶχε μεταβεῖ στὴν Ἄνδρο γιὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς προτομῆς τοῦ μακαριστοῦ μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης, Διονυσίου Ψαριανοῦ τοῦ ἐκ Πιτροφοῦ Ἄνδρου καταγομένου, πνευματικοῦ πατρός, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τοῦ μητροπολίτου Καρπενησίου Νικολάου Δρόσου].

Περνοῦσαν τὰ χρόνια κι οἱ δεκαετίες κι ὁ Ἀσημένιος ἄγγελος τῆς Ἄνδρου μὲ τὸν Μιχαὴλ ἄγγελο τῆς Κρήτης καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, τὸν ἐπισκεπτόταν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν. Τοῦ ἔφερναν, πάντοτε, γιὰ νὰ τὸν φιλεύσουν, δῶρα, ἐν εἴδει πτερόεντων δώρων· σὰν νὰ τὰ ἔφερναν ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια.
Ἦλθαν δύσκολες ἡμέρες. Ὁ Ἀσημένιος ἄγγελος πληγώθηκε. Πάλαιψε, (μὲ τὴν ἀνύστακτη φροντίδα καὶ τὴν ἀπέραντη συμπαράσταση τοῦ Μιχαήλ), νὰ ἐπουλώσει τὴν πληγή. Δὲν τὰ κατάφερε. Τελικά, ἄνοιξε διάπλατα τὶς πτέρυγές του, τὶς ἐτάνυσε καὶ τὴν Παρασκευή, 19 Ὀκτωβρίου 2018, ὅδευσε πρὸς τὰς οὐρανίους ἁψίδας, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα λύπη, πόνος, στεναγμός.... χωρὶς –προσωρινῶς– τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Μιχαὴλ ἄγγελου, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ,· δὲν εὕρισκε παρηγορίαν. Τὸν ἀποχαιρέτησε ψελλίζοντας:
Θὰ ξανασυναντηθοῦμε ... ἀλλοιῶς.
Ντῖνος Ἀγραφιώτης
*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα «ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» τῶν Γρεβενῶν, φ. 800/23.11.2018, σ. 15-16.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου