Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ - ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΊΟΥ

Ὁ ἰατροφιλόσοφος-ἐστὲτ καὶ ὁ Καρπενησιώτης στυλίστας τῆς λογοτεχνίας μας
80 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Νιρβάνα*
Στὶς 28 Νοεμβρίου 1937 ἀπέθανε στὴν Ἀθήνα  μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων καὶ τῆς δημοσιογραφίας, ὁ ἰατρὸς τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ καὶ Ἀκαδημαϊκὸς Παῦλος Κ. Νιρβάνας (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ, Πέτρος Κ. Ἀποστολίδης)· ὁ ἰατροφιλόσοφος-ἐστέτ, ὅπως, προσφυῶς, εἶχε χαρακτηρισθεῖ. Γεννήθηκε στὴ Μαριανούπολη τῆς Ρωσίας στὶς 14 Μαΐου 1866 καὶ εἶχε ἐκ πατρὸς καταγωγὴ ἀπο τὴ Σκόπελο τῶν Σποράδων. 
Παῦλος Νιρβάνας (1866-1937).

Μία ἑβδομάδα περίπου μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 5 Δεκεμβρίου 1937, ἡ ἐφημερίδα «Ἑστία» ἀφιερώνει ἐνδεικτικὸ τοῦ εἰδικοῦ πνευματικοῦ βάρους τῆς μορφῆς τοῦ Νιρβάνα ὁλόκληρη τὴν πρώτη σελίδα καὶ τὸ ἥμισυ τῆς δεύτερης στὸν Παῦλο Νιρβάνα.
Στὸ φιλολογικὸ αὐτὸ μνημόσυνο τῆς «Ἑστίας» μετέχει μὲ ἄρθρο του καὶ ὁ Καρπενησιώτης λόγιος, Ἀκαδημαϊκὸς καὶ δημοσιογράφος Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (Καρπενῆσι 1877-Ἀθήνα 1940) μὲ καταγωγή, ἐκ πατρός, ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων. Φαίνεται πὼς τοὺς δύο ἄνδρες συνέδεε στενὴ φιλικὴ καὶ πνευματικὴ σχέση στὸν χῶρο τῶν λογοτεχνικῶν καὶ δημοσιογραφικῶν κύκλων τῆς ἐποχῆς. Τὸ δημοσίευμα τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου τιτλοφορεῖται, σὲ κεφαλαιογράμματη γραφή, ὡς: «ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΕΙΣ ΕΜΠΟΔΙΑ. Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ». 
Ὁ Νιρβάνας μὲ τὸ προσωπικὸ τῆς «Ἑστίας».
Ἀφοῦ ἀναφέρεται στὶς συνθῆκες συγγραφῆς τοῦ Νιρβάνα, σὲ πολυσύχναστους καὶ θορυβώδεις τόπους, σχολιάζει τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ τρόπου γραφῆς τοῦ Νιρβάνα, τὴν εἰρωνεία, τὴν λεπτὴ εὐθυμογραφικὴ διάθεση:
«Γιὰ νὰ σκεφθῇ, εἶχε μᾶλλον ἀνάγκη ἀπὸ θόρυβο.Ἐδιάλεξε τραπέζι ποὺ ποὺ ἦταν ὁ στόχος κάθε εἰσερχομένου.Ἐκεῖ τὸν διέκοπταν ὅλοι. Οἱ γνωστοὶ γιὰ νὰ τὸν καλημερίσουν, οἱ ἄγνωστοι γιὰ νὰ συστηθοῦν, οἱ διορθωταὶ τῶν κακῶς ἐχόντων γιὰ νὰ τοῦ προτείνουν διορθώσεις. Καὶ οἱ ἀδιάκριτοι γιὰ νὰ τὸν ἐνοχλήσουν. Ἐγὼ τοὐλάχιστον εἶδα κάμποσες φορὲς τὸ ἄρθρο του νὰ φτάνῃ ἔτσι στὸ τέλος, ἀληθινὸ τρόπαιον ἐπάνω στὰ ἐμπόδια».

Καὶ συνεχίζει ὁ Παπαντωνίου περιγράφοντας τὴ γραφὴ τοῦ Νιρβάνα:
«Δὲν ἔκαμε τὸ ἐπάγγελμα τῆς παρηγορίας. Εἰρωνεύτηκε τὸ ζῇν, τὸ ἐσφύριξε. Καὶ στὸν χειρισμὸ  τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς εἰρωνείας ‒ποὺ εἶχε πηγὴν ἀγαθή, ἂν θέλετε, ἦταν ὅμως ἐπίπονη εἰρωνεία, σαρκαστικὸ χιοῦμορ, πολλὲς φορὲς χωρὶς συμπάθεια‒ ὁ Νιρβάνας μαζὶ μὲ τὸ γοητευτικό του ὕφος, ἔδειξε τέτοια εὑρεσιτεχνία, τόση ἐπιμονὴ ν᾿ ἀνακαλύψῃ ὀξύμωρα, ὥστε ἀσφαλῶς ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ συμπάθεια, μ᾿ ἕνα τέτοιο παρατηρητή, πέρασαν κακὲς στιγμές» .
Ἐφ. Ἑστία, φ. 16942 /
5. 12. 1937, σ. 1.

ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΕΙΣ ΕΜΠΟΔΙΑ

Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ

Ὁ ἀναγνώστης θὰ φαντάζεται πὼς γιὰ νὰ γράψει ὁ Νιρβάνας, εἶχε τὴν ἀνάγκη νὰ καταφύγῃ στὰ βάθη τριπλοκλειδωμένου γραφείου ὅπου, ἀπρόσβλητος ἀπὸ θορύβους καὶ χαιρετισμούς, θὰ φιλοτεχνοῦσε τὸ ἀριστοτεχνικό του καθημερινὸ ἔργο τοῦ χιοῦμορ καὶ τῆς σοφίας. Τὸ ἀντίθετο συνέβαινε. Γιὰ νὰ σκεφθῇ, εἶχε μᾶλλον ἀνάγκη ἀπὸ θόρυβο.Ἐδιάλεξε τραπέζι ποὺ ποὺ ἦταν ὁ στόχος κάθε εἰσερχομένου.Ἐκεῖ τὸν διέκοπταν ὅλοι. Οἱ γνωστοὶ γιὰ νὰ τὸν

καλημερίσουν, οἱ ἄγνωστοι γιὰ νὰ συστηθοῦν, οἱ διορθωταὶ τῶν κακῶς ἐχόντων 
Ἐφ. Ἑστία, φ. 16942 /
5. 12. 1937, σ. 1.γιὰ νὰ τοῦ προτείνουν διορθώσεις. Καὶ οἱ ἀδιάκριτοι γιὰ νὰ τὸν ἐνοχλήσουν. Ἐγὼ τοὐλάχιστον εἶδα κάμποσες φορὲς τὸ ἄρθρο του νὰ φτάνῃ ἔτσι στὸ τέλος, ἀληθινὸ τρόπαιον ἐπάνω στὰ ἐμπόδια. Πῶς ἔφτανε στὸ τέλος κρυστάλλινο, ὁ Νιρβάνας μόνο μποροῦσε νὰ μᾶς πῇ. Ποτὲ δὲν τὸν εἶδα στενοχωρεμένον ἀπὸ ἐπισκέψεις καὶ μοῦ φαίνεται πὼς ὁ ἴδιος ζητοῦσε τὸν διακόπτη του.
Ὅταν, μιὰ μέρα, τοῦ ἔδωκα τὴ συμβουλὴ νὰ ζητήσῃ ἄλλο δωμάτιο, μοῦ εἶπε:
—Ἡ ἡσυχία χρειάζεται γιὰ νὰ σκεφθοῦμε. Ἐγώ, ὅταν γράφω αὐτὸ ἐδῶ, δὲν σκέπτομαι.  
Τί νὰ ποῦμε γι᾿ αὐτὴ τὴν παραδοξολογία; Ὁ Νιρβάνας, βέβαια, κάτι ἤξερε ποὺ τὴν ἔλεγε. Δὲν ἦταν μομφὴ γιὰ τὸ λογοτεχνικὸ εἶδος τοῦ χρονογραφήματος, δύσκολο εἶδος ποὺ χρειάζεται κεφάλαια καὶ ἀπαιτεῖ θυσίες. Δὲν ἦταν οὔτε πόζα. Ἦταν ἕνα χιουμοριστικὸς τρόπος, γιὰ νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν μαεστρική του εὐκολία. Ἀλήθεια, ὁ Νιρβάνας ἦταν ἡ εὐκολώτερη ἀπὸ τὶς σοφὲς πέννες. Ἡ τέχνη του ἐδήμευε τὸν πλοῦτο τῆς σκέψεώς του καὶ τῆς εἰρωνείας του. Τὸν νομισματοποιοῦσε. Τὸν ἔδινε νόμισμα στὰ χέρια ὅλων μας. Τὸ δύσκολο ὅμως ἦταν νὰ κυκλοφορήσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτὸ τὸ νόμισμα μεταξύ τους. Αὐτό, μ᾿ ὅλη τὴν ἁπλότητα τοῦ Νιρβάνα, δὲν ἦταν γιὰ τοὺς πολλούς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι συνήθως ἰδεαλισταί. Ὁ Νιρβάνας ὄχι. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς μακροχρόνιας αὐτῆς παραγωγῆς, εἶναι πὼς ὁ Νιρβάνας δὲν πῆρε ποτὲ στὸ χρονογράφημα δογματικὴ ἢ διδακτική, ἔστω, στάσι. Μὲ μακαρίαν ἀδιαφορία, πέρασεν ἡ πέννα του πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ὅσα μᾶς θυμώνουν ἢ μᾶς ἐνθουσιάζουν, ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ὀνομάζομε ζητήματα.
Ἡ φευγαλέα, ἡ γόησσα, ἡ «ἐμπρεσιονίστ» σκέψη του σὲ ἕνα μόνο σταμάτησε: στὸ ἀλλοπρόσαλλο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Τὴν παραμόνευε παντοῦ. Καὶ δὲν ἀφῆκεν εὐκαιρία χωρὶς νὰ δείξῃ τὴ ζωή μας κωμικοτραγική. Τεράστιος φάκελλος ἐπιβαρυντικῶν στοιχείων ἐνατίον της εἶναι τὰ χρονογραφήματά του. Δὲν ἐθύμωσε, δὲν ἐδίδαξε, δὲν διώρθωσε, δὲν ἀπελπίστηκε, δὲν τραγούδησε ‒ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὴν «Παγᾶ Λαλέουσα»!‒ στὸ καθημερινό του ἄρθρο, σχεδὸν ποτέ. Δὲν ἔκαμε τὸ ἐπάγγελμα τῆς παρηγορίας. Εἰρωνεύτηκε τὸ ζῇν, τὸ ἐσφύριξε. Καὶ στὸν χειρισμὸ  τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς εἰρωνείας ποὺ εἶχε πηγὴν ἀγαθή, ἂν θέλετε, ἦταν ὅμως ἐπίπονη εἰρωνεία, σαρκαστικὸ χιοῦμορ, πολλὲς φορὲς χωρὶς συμπάθεια ὁ Νιρβάνας μαζὶ μὲ τὸ γοητευτικό του ὕφος, ἔδειξε τέτοια εὑρεσιτεχνία, τόση ἐπιμονὴ ν᾿ ἀνακαλύψῃ ὀξύμωρα, ὥστε ἀσφαλῶς ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ συμπάθεια, μ᾿ ἕνα τέτοιο παρατηρητή, πέρασαν κακὲς στιγμές. Σατανικὴ σύμπτωσι ἔκαμε τὰ πιὸ γιουχαϊτικὰ τῆς ζωῆς μας ἄρθρα του, νὰ εἶναι καὶ τὰ ὡραιότερα. Μερικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ἡ ἐπικαιρότης, δὲν θὰ μπορέσῃ, μὲ κανένα τρόπο, νὰ τὰ βλάψῃ. Εἶναι ἀριστοτεχνήματα καὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια των καὶ γιὰ τὴ μορφή. Θὰ μείνουν ὅσο θὰ ὑπάρχῃ καὶ ἡ πεζογραφία μας, σὰν ἕνα βαθὺ ἔργον σατύρας.

ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
     
Εἶχε προηγηθεῖ, 15 ἔτη πρίν, κριτικὸ ἄρθρο τοῦ Π. Νιρβάνα γιὰ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου «Πεζοὶ ρυθμοί» στὴν ἐφ.  «Ἑστία» τῆς 24ης Δεκ. 1922. 
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940).

Ὁ Νιρβάνας ἐνθουσιασμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρωτοπόρο ἔργο τοῦ Παπαντωνίου, «τὸ ἄστιχον ποίημα τὸ ὁποῖον κρατεῖ ἀπὸ τὴν ποίησιν ὅλην τὴν θείαν της οὐσίαν, καὶ ἀπὸ τὸν πεζὸν λόγον ὅλην του τὴν φυσικὴν λιτότητα» ἀναλύει τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίου θεωρεῖ πὼς οἱ «Πεζοὶ Ρυθμοί» τοῦ Παπαντωνίου:
« … παρουσιάζουν τὴν εὔθραυστον ἐκείνην τελειότητα, ἡ ὁποία κάμνει τὰ ἄνθη τῆς τέχνης νὰ ὁμοιάζουν κατὰ τοῦτο μὲ τὰ ἄνθη τῆς φύσεως, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ τὰ ἐπιθυμήσῃ κανεὶς διαφορετικά, παρὰ ὅπως τὰ ἔπλασεν ἡ πνοὴ τοῦ δημιουργοῦ των. Τὰ δέχεται κανεὶς ὅπως ττοῦ προσφέρονται, καὶ τὰ δέχεται μὲ ἀγαλλίασιν. Διότι αἰσθάνεταιι ὅτι ἂν τὰ ἀγγίξῃ μὲ τὰ παχύδερμα δάκτυλα τῆς κριτικῆς, κἄτι θὰ πάρῃ ἀπὸ τὴν δρόσον των».
. Ἐφ. Ἑστία, φ. 10.130 /  24. 12. 1922, σ. 1.

 ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ
«ΠΕΖΟΙ ΡΥΘΜΟΙ»
Ὁ Μαίτερλιγγκ λέγει κάπου, ὅτι ἂν ἐτύχαινε ποτὲ νὰ ἐπικοινωνήσωμεν μὲ κἄποιον ἄλλον πλανήτην καὶ μᾶς ἐζητοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω νὰ τοὺς δείξωμεν τί ἐκάμαμεν ὡραιότερον ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, κατὰ τὸ διάστημα τῆς ζωῆς τοῦ δικοῦ μας πλανήτου, θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς παρουσιάσωμεν τὸν «Βασιλέα Λήρ» τοῦ Σαίξπηρ. Στενεύων τὰ κοσμογονικὰ ὅρια τῆς τολμηρᾶς μεταφορᾶς θὰ ἔχω τὸ θάρρος νὰ τὴν μεταχειρισθῶ, διὰ νὰ ἐκφράσω τὴν ἐντύπωσίν μου ἀπὸ ἕνα Ἑλληνικὸν βιβλίον. Ἐὰν ἀπὸ τὸν ἴδιον πλανήτην εἶχαν τὴν περιέργειαν νὰ μάθουν εἰς ποῖον σημεῖον εὑρίσκεται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας ἡ Ἑλληνικὴ πρόζα, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ διστάσωμεν νὰ τοὺς παρουσιάσωμεν τοὺς «Πεζοὺς Ρυθμούς» τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου. Θὰ ἦτο ἀσφαλέστερον δεῖγμα, διὰ νὰ σχηματίσουν μίαν εὐχάριστον ἰδέαν περὶ τοῦ φιλολογικοῦ πολιτισμοῦ μας οἱ φιλοπερίεργοι αὐτοὶ Ἄρειοι.

.Ἐφ. Ἑστία, φ. 10.130 /
   24. 12. 1922, σ. 1.

Δὲν θέλω νὰ εἰπῶ μὲ αὐτὸ, ὅτι ὁ νεώτερος πεζός μας λόγος δὲν ἔχει ἄλλα ἐπίσης ἀξιόλογα δείγματα νὰ παρουσιάσῃ. Ἀμφιβάλλω, ὅμως, ἂν ἡ ἀσχημάτιστη καὶ δυσκίνητη ἀκόμη φιλολογική μας γλῶσσα ἐκινήθη ἀλλοῦ μὲ περισσότερον εὐγενικὸν ρυθμὸν, καὶ ἂν τὸ Ἑλληνικὸν ὕφος ἐχόρευσεν ἀλλοῦ μὲ περισσότερον χάριν τὸν χορὸν τῆς μουσικῆς σκέψεως, ὅσον εἰς τὰ πεζὰ αὐτὰ ποιήματα τοῦ ἐξαιρετικοῦ αὐτοῦ σ τ υ λ ί σ τ, ποὺ εἶναι ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ὁ ποιητὴς αὐτὸς ποὺ μεταχειρίζεται τὸν στίχον, ὡς ἀριστοτέχνης, καὶ ὁ ὁποῖος εἰς τὴν πεζογραφίαν μᾶς ἔδωκε σελίδας, ποὺ εἶναι τιμὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ λόγου, νομίζει κανείς, ὅτι, διοχετεύων τὴν λυρικὴν διάθεσιν μιᾶς περιόδου τῆς ζωῆς του, εἰς τὸ εἶδος αὐτό, ποὺ ἐπεκράτησεν νὰ τὸ ὀνομάζωμεν  μὲ ἕνα ὀξύμωρον: «πεζὸν ποίημα», ἠθέλησε νὰ δοκιμάσῃ, ἀφ᾿ ἑνὸς τὰς δυνάμεις τοῦ ὀργάνου του, καὶ νὰ δώσῃ ἐξ ἄλλου, μίαν ὡραίαν ἱκανοποίησιν εἰς ἕνα εἶδος τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖον ὑπέφερε τὰ μεγαλείτερα  καὶ τὰ σκληρότερα κακομεταχειρίσματα εἰς τὴν σημερινὴν Ἑλλάδα.
Μὲ τοὺς «Πεζοὺς Ρυθμούς», τὸ ἄστιχον ποίημα, τὸ ὁποῖον κρατεῖ ἀπὸ τὴν ποίησιν ὅλην τὴν θείαν της οὐσίαν, καὶ ἀπὸ τὸν πεζὸν λόγον ὅλην του τὴν φυσικὴν λιτότητα, καὶ τὸ ὁποῖον ἐκακομεταχειρίσθησαν ἀρχάριοι καὶ ἀναφρόδιτοι μέχρι τοῦ βαθμοῦ νὰ τὸ καταντήσουν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀντιπαθητικώτερα εἴδη τῆς προχείρου ψευτολυρικῆς φλυαρίας, ἔλαβε μίαν ὑψηλὴν ἱκανοποίησιν. Ὡμίλησε δι᾿ αὐτῶν τὸ ἁγνότερον αἴσθημα καὶ ἡ εὐγενεστέρα λυρικὴ σκέψις. Καὶ ὅπως συμβαίνῃ πάντοτε, ὁσάκις ἡ οὐσία καὶ ἡ μορφὴ τῆς ποιήσεως ἁρμονισθοῦν ἀπὸ μίαν σοφὴν τέχνην, οἱ «Πεζοὶ Ρυθμοὶ» παρουσιάζουν τὴν εὔθραυστον ἐκείνην τελειότητα, ἡ ὁποία κάμνει τὰ ἄνθη τῆς τέχνης νὰ ὁμοιάζουν κατὰ τοῦτο μὲ τὰ ἄνθη τῆς φύσεως, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ τὰ ἐπιθυμήσῃ κανεὶς διαφορετικά, παρὰ ὅπως τὰ ἔπλασεν ἡ πνοὴ τοῦ δημιουργοῦ των. Τὰ δέχεται κανεὶς ὅπως τοῦ προσφέρονται, καὶ τὰ δέχεται μὲ ἀγαλλίασιν. Διότι αἰσθάνεται ὅτι ἂν τὰ ἀγγίξῃ μὲ τὰ παχύδερμα δάκτυλα τῆς κριτικῆς, κἄτι θὰ πάρῃ ἀπὸ τὴν δρόσον των.
Πεζοὶ Ρυθμοί.

Μὲ τὸν φόβον αὐτὸν ἀντικρύζω τὰ ἁβρότατα πλάσματα, εἰς τὰ ὁποῖα μᾶς ὁμιλεῖ μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς γραμμῆς, τοῦ χρώματος καὶ τοῦ ἤχου ἡ θλιμμένη σκέψις τοῦ ποιητοῦ των. Ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ χαρακτηρίσω τὴν ἀριστοκρατικὴν αὐτὴν ποίησιν, θὰ ἐδανειζόμην μίαν βιβλικὴν φράσιν διὰ νὰ τὴν ὀνομάσω. Θὰ τὴν ὠνόμαζα «θλῖψιν πνεύματος». Διότι ὁ λυρισμὸς τῶν ποιημάτων αὐτῶν εἶναι ὁ λυρισμὸς τῆς σκέψεως. Καὶ ἂν ἦτο ἀνάγκη πάλιν νὰ τὰ κρίνω, θὰ ἐπροσκαλοῦσα τοὺς ἀναγνώστας μου νὰ τὰ διαβάσωμεν μαζὶ ὅλα, νὰ τοὺς χαρίσωμεν τὴν θωπείαν τῆς ψυχῆς μας, διὰ νὰ ἰδοῦμε νὰ τινάσσεται ἀπὸ τὴν ἠλεκρικὴν ὑπόστασιν ἡ «ήθικὴ σπίθα» τῆς βαθείας ἐσωτερικῆς των ζωῆς. Ἀπαράλλακτα ἂς μοῦ ἐπιτρέψῃ ὁ ποιητὴς νὰ κλέψω τὴν ὡραίαν του μεταφορὰν τῶν γάττων «…ὅταν χαϊδεύωνται ἀπὸ γυναῖκες, ποὺ κλάψανε πολὺ, ὅταν κοιμοῦνται στὰ γόνατα τῶν προδομένων ἀπ᾿ τὴ Μοῖρα, οἱ γάττοι ἀφίνουν τὴν καμπύλη τῆς ράχης των νὰ γλυστρᾷ μὲ ἡδονὴν κάτω ἀπὸ τὸ χάδι τῆς ἀδυναμίας — κι᾿ ἀνάβει στὸ ἠλεκρικὸ τρίχωμά των ἡ ἠθικὴ σπίθα!»
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Οὔτε τὸ ἄρθρο τοῦ Παπαντωνίου γιὰ τὸν Νιρβάνα, μὲ ἀφορμὴ τὴν κοίμησή του, οὔτε ἐκεῖνο τοῦ Νιρβάνα γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ποιητικῆς συλλογῆς τοῦ Παπαντωνίου, «Πεζοὶ Ρυθμοί» ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ ἐκδοθέντα ἔργα τους. Ἡ δημοσίευσή τους γίνεται μὲ ἀφορμὴ την 80η ἐπέτειο τῆς κοιμήσεως τοῦ Παύλου Νιρβάνα· ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ καταδείξουμε τὴν πνευματικὴ σχέση τοῦ Σκοπελίτικης καταγωγῆς Π. Νιρβάνα μὲ τὸν Ἀγραφιώτη «πρίγκιπα τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου» Ζαχ. Παπαντωνίου.
Σημ.: Στὴν μεταγραφὴ τῶν κειμένων ἀκολουθεῖται ἐν πολλοῖς ἡ ὀρθογραφία τῆς δημοσίευσής τους στὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης


  *Πρώτη ἔντυπη καὶ ἐκτενέστερη δημοσίευση στὸ προσεχὲς φ. 752 τῆς ἐφ.  Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας

1 σχόλιο: