Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940), ''ΜΕΡΑΚΛΗΣ''*

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ἡ στέρφα τοῦ κ. Γρανίτσα

«Zαχαρίας Παπαντωνίου», 
ἔργο Δημήτρη Λούρα, 
Ἔκφραση 16 (1996)  
ἐξώφυλλο.  

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877 - Ἀθήνα 1940), ἕνας στυλίστας τοῦ χρονογραφήματος ‒καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸ καθιέρωσαν ὡς εἶδος δημοσιογραφικὸ καὶ λογοτεχνικό‒ δημοσιεύει, στὶς 24 Φεβρ. 1911, στὴν ἐφημερίδα Ἔμπρός τῆς ὁποίας τότε ἦταν συνεργάτης, ἕνα χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Μερακλῆς».

Πραγματεύεται, μὲ τὸ χαρισματικό του γνώρισμα τῆς λεπτῆς εἰρωνείας, τὸ μεράκι, τὴν ἀπόλαυση τῆς κρεωφαγίας· χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ὀρεινῶν κοινωνιῶν ὅπως τὰ μέρη τῆς καταγωγῆς του (Ἄγραφα < Καρπενήσι). Στὸ ἄρθρο του αὐτὸ ἐμπλέκει καὶ τὸν ὁμοπάτριό του καὶ συνάδελφό του στοὺς δρόμους τῆς δημοσιογραφίας, τὸν Στέφανο Γρανίτσα (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880-Ἀθήνα 1915). Ὁ Γρανίτσας φαίνεται ὅτι διατηροῦσε κάποιο κοπάδι αἰγοπροβάτων στὸν τόπο καταγωγῆς του, τὴν Γρανίτσα τῆς Εὐρυτανίας. Κάποιος καλοφαγᾶς, ὑπαξιωματικὸς τῆς περιοχῆς, ἕνας μερακλῆς τῆς ψητῆς προβατίνας, διάλεξε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸ κοπάδι τοῦ Γρανίτσα μιὰ προβατίνα στέρφα –γνωστὴ γιὰ τὴν νοστιμιὰ τοῦ κρέατός της‒ τὴν ὁποία ἔψησε καὶ ἔφαγε, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ποιμένας ποὺ εἶχε μισθώσει ὁ Γρανίτσας, γιὰ τὴν φροντίδα τοῦ ποιμνίου του, τὸ ἀρνήθηκε, Σκέφτηκε, παρὰ τὴν προτροπὴ ἀπὸ συνδαιτημόνες του νὰ πληρώσει τὴν ἀξία τῆς προβατίνας (70 δραχμές) στὸν Γρανίτσα, ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν προσβλητικὸ γιὰ τὸ ἀξίωμά του. Μάλιστα, ὁ Παπαντωνίου θεωρεῖ πὼς κι ὁ ἴδιος ὁ Γρανίτσας, γνωρίζοντας τὰ ἤθη καὶ τὶς γευστικὲς προτιμήσεις στὰ ὀρεινὰ Ἄγραφα, δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση νὰ χαρίσει τὸ γεῦμα τῆς προβατίνας στὸν ἀποσπασματάρχη, καθὼς ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη του, μ ε ρ α κ λ ῆ ς!

Στέφανος  Γρανίτσας (1880-1915).
 
Σκίτσο τοῦ Ἀλέκου Κοντόπουλου.

Στὸ χρονογράφημἀ του αὐτὸ ὁ Παπαντωνίου μνημονεύει μιὰν ἰταλίδα κόμισσα ὀνόματι Τρυγόνα, θύμα φόνου ὅπως ἡ στέρφα προβατίνα τοῦ Γρανίτσα:

«Ταὐτοχρόνως μὲ τὴν κόμησσαν Τριγόνα ἐφονεύθη καὶ μιὰ προβατίνα τοῦ συναδέλφου καὶ βουλευτοῦ Αἰτολωακαρνανίας κ. Γρανίτσα».

Πρόκειται γιὰ τὴν κόμισσα Ἰουλία Τρυγόνα, σύζυγο τοῦ Ραμουάλδου Τρυγόνα, ἀριστοκράτισσα τῆς Βασιλικῆς Αὐλῆς, φημισμένη γιὰ τὴν ὡραιότητά της, ἡ ὁποία δολοφονήθηκε, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1911, στὴ Ρώμη, ἀπὸ τὸν ἐραστή της, σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν. Ὁ δράστης τοῦ φόνου ἦταν ὁ Κάρολος Πατέρνο, ἐπίσης 30 ἐτῶν, ὑπίλαρχος τοῦ Ἰταλικοῦ Στρατοῦ. Ἡ δολοφονία συγκλόνισε καὶ συγκίνησε τὴν Ἰταλικὴ κοινὴ γνώμη καὶ ὄχι μόνον· ἔδωσε δὲ ἀφορμὴ στὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς νὰ δημοσιεύουν, ἐπὶ ἡμέρες, λεπτομέρειες τοῦ ἐρωτικοῦ σκανδάλου.

Ἐφ. Ἐμπρός,
φ. 22.2.1911, σ. 1. 

Ἐπίσης, ὁ Παπαντωνίου μνημονεύει ἕναν ἀρχιληστὴ, ὡς παράδειγμα μερακλίδικης κρεωφαγίας:

« [...] τοῦ κ. Γρανίτσα, ὅστις καλῶς γνωρίζων τὴν ἐξυμνησθεῖσαν ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ποιήσεως κρεωφαγία τοῦ Λύγκου καὶ τὸ τί ἐστι μεράκι δὲν θὰ ὀργισθῇ, ὑποθέτω, ὅτι τὰ πρόβατά του ἠλαττώθησαν κατὰ ἕνα διὰ νὰ γευματίσῃ πρεπόντως ἕνας μερακλῆς».

Κινημ. ταινία,
«Λύγκος ὁ λεβέντης»
 
(1959).

Πρόκειται γιὰ τὸν ἀρχιληστὴ Ἀναστάση Λύγκο, τὸν λεγόμενο καὶ «λεβέντη». Δροῦσε μαζὶ μὲ τὸν θεῖο του τὸν Γιῶργο Λύγκο τὸν ἐπιλεγόμενο «παπποῦ». Κατάγονταν ἀπὸ τὸ Χέλι Ἀργολίδος καὶ δροῦσαν σὲ περιοχὲς τῆς Ἀρκαδίας, τῆς Ἀργολίδος καὶ τῆς Κορινθίας. Πράγματι δέ, ἡ δημοτικὴ ποίηση ὕμνησε τὴ δράση του καὶ τὴν κρεωφαγία του:

 

Ἄσπρα μου πουλιά, μαῦρα μου χελιδόνια μὴν τὸν εἴδατε,

μὴν τὸν εἴδατε τὸν ἀπαντήσατε τὸν Λύγκο τὸν λεβέντη τὸν ἀρχιληστὴ;

Χθὲς τὸν εἴδαμε τὸν ἀπαντήσαμε σὲ βλάχικα κονάκια ποὺ ἔτρωε κι ἔπινε

ἀρνιὰ καὶ γουρνοποῦλες καὶ γλυκὸ κρασί

 

Ἡ δράση του ἔγινε καὶ κινηματογραφικὴ τανία μὲ τίτλο «Λύγκος ὁ Λεβέντης» (1959), μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Σπύρο Φωκᾶ.

Τὸ χρονογράφημα αὐτὸ τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου δημοσιεύεται στὴν στήλη «Ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν», στὸ πρωτοσέλιδο τῆς ἐφημερίδας Ἐμπρός:

 

Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 24.2.1911, σ. 1.

«ΑΠΟ ΗΜΕΡΑΣ ΕΙΣ ΗΜΕΡΑΝ

ΜΕΡΑΚΛΗΣ

Ταὐτοχρόνως μὲ τὴν κόμησσαν Τριγόνα ἐφονεύθη καὶ μιὰ προβατίνα τοῦ συναδέλφου καὶ βουλευτοῦ Αἰτωλοακαρνανίας κ. Γρανίτσα. Ὁ ἐραστὴς ἦτο ἕνας ἀνθυπασπιστὴς διοικῶν ἀπόσπασμα εἰς Γρανίτσαν τῆς Εὐρυτανίας , τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδα τοῦ βουλευτοῦ. Τὸ κοπάδι, καθὼς λέγουν οἱ καλῶς πληροφορημένοι, συνέκειτο ἀπὸ ὀγδήκοντα πρόβατα, ὁ δὲ ἀνθυπασπιστὴς, κατόπιν μακρᾶς εἰς τὸν στρατὸν ὑπηρεσίας, ἀπέκτησε τὸ βλέμμα ἐκεῖνο, τὸ ὅμοιον πρὸς βέλος τοῦ ἀργυροτόξου Ἀπόλλωνος, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ καλλιτέρα προβατίνα βάλλεται ἀπὸ μακρὰν θανασίμως.

— Πιάστε μου, μωρέ, αὐτὴ τὴ στέρφα, εἶπε.

Στέρφα εἶναι χυδαία λέξις. Μολονότι δὲ ἀπὸ τοῦ ὕψους τῶν χιλιετηρίδων τοῦ Ἑλληνικοῦ μεγαλείου ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, μετὰ τῆς ἁλουργίδος αὐτῆς, προσβλέπει τὴν διαδήλωσιν, ἥτις ἀνέρχεται εἰς τὴν Βουλὴν πρὸς ἀνεύρεσιν ρήτορος, θὰ ἐξηγήσω εἰς τοὺς ἀναγνώστας τὸ ρακίδιον τοῦτο τὸ ἀποπεσὸν ἐκ τοῦ ὑπὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπελάσεων κατασχισθέντος ἐκλάμπρου Ἑλληνικοῦ χιτῶνος. Στέρφα εἶναι ἡ προβατίνα ποὺ δὲν ἐγέννησε κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο, ἡ προσωρινῶς δηλαδὴ στεῖρα. Αὐτὴ τρώγεται καὶ ἔχει ἔκτακτον κρέας, καθὼς λέγουν οἱ ἀνδραγαθήσαντες καὶ παραγκωνισθέντες διοικηταὶ τῶν ἀποσπασμάτων. Λοιπόν, ὁ τσοπᾶνος τοῦ κ. Γρανίτσα ἠρνήθη νὰ δώσει τὴν στέρφα. Τότε, ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἐνήργησεν ἔφοδον ὡς λύκος μὲ πηλήκιον καὶ ἀφοῦ ἐπλήγωσε μερικὰ πρόβατα, ἔπιασε τὴν στέρφα, τὴν ἔψησε καὶ τὴν ἔφαγε κατὰ τὸν κανονισμόν..

Τὴν ἑπομένην ἐχώνευεν ὅταν κάποιος τοῦ εἶπε:

— Ἀντών’ τώρα πὼ φαϊς ἄϊκσε νὰ σ’ ποῦ. Ἡ στέρφα ἦταν Γραντσέϊκ’ (ἀνῆκεν δηλαδὴ εἰς τὸν Γρανίτσαν).

— Οὐρ’ τί λές; Εἶπεν ἀναπηδήσας ὁ διοικητὴς τοῦ ἀποσπάσματος. Τὤμπκι’ οὑ διάουλους τὤμπκι, ξεῖδ’ νὰ γένουνταν. Δὲ μὤκουβ’ οὑ Θιὸς τοῦ χέρ’. Τώρα;

Τώρα, τὸν συνεβούλευσεν ὁ ἄλλος, νὰ τὴν πληρώσει, διότι ὁ ἰδιοκτήτης τῆς προβατίνας, ἀφοῦ εἶναι βουλευτής, δὲν θὰ τὸν ἀφήσει σὲ χλωρὸ κλαρί. Ὁ ἀποσπασματάρχης ἐσκέφθη τὸ δεινὸν τοῦ πράγματος καὶ ἔφερε πρὸς στιγμὴν τὸ χέρι εἰς τὸ σιλάχι διὰ νὰ καταβάλῃ τὸ ἀντίτιμον τῆς προβατίνας. Ἀλλὰ κατόπιν ἐσταμάτησε. Ἔπρεπε νὰ καταβάλῃ περὶ τὰς 70 δραχμάς. Ἦτο ἀξιοπρεπὲς δι αὐτὸν νὰ πληρώσει τόσον ἁδρῶς ἕνα γεῦμα; Ἐπιτρέπεται τοιαύτη κηλὶς εἰς τὴν ζωὴν ἑνὸς ἀποσπασματάρχου; Καὶ δὲν ἐπλήρωσε. Εἶπεν ὅτι θὰ περιμένει νὰ γίνῃ ὅ,τι γίνῃ. Αὐτὸ ἐπέβαλλεν ἡ φιλοτιμία. Μᾶς διηγοῦντο τὰ ἀνωτέρω, ὁπότε φίλος ἀξιωματικὸς ἀπὸ τοὺς ἀκούσαντας τὸ ὄνομα τοῦ δράστου, εἶπε:

— Αὐτὸς εἶναι; Τὸν εἶχα ὑπαξιωματικόν. Ἔ, αὐτὸς εἶναι μερακλῆς. Τώρα καταλαβαίνω πῶς ἐδιάλεξε τὴν καλλίτερη στέρφα τοῦ κ. Γρανίτσα. Ἦτο πάντοτε γνώστης τῶν καλλιτέρων μεζέδων. Ὅ,τι ἔκαμε, δὲν τὸ ἔκαμεν ἀπὸ βαρβαρότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λεπτὸν καὶ ἀκαταμάχητον ἐκεῖνο πάθος, τὸ ὁποῖον γαργαλίζει τὰ γευστικὰ ὄργανα τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἔχουν μεράκι. Τὸν ἐγνώρισα καὶ σᾶς ἐπαναλαμβάνω ὅτι δὲν ἦτο καθόλου κακὸς ὑπαξιωματικός, ἀλλὰ ἦτο καθαυτὸ  μ ε ρ α κ λ ῆ ς. Ἕνας μερακλῆς πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Γρανίτσαν, χωρὶς νὰ φάγῃ τὴν καλλιτέραν προβατίναν τοῦ κ. Γρανίτσα; Ἀφῆστε τοὺς καϋμένους τοὺς μερακλῆδες, μὴν τοὺς ἐκδικεῖσθε.

— Ἐβίβα ὀρέ! εἴπαμεν συγκρούοντες τὰ φλυτζάνια τοῦ καφέ. Μεράκι τὸ ἄτιμο, μιὰ ζωὴ εἶν’ αὐτή! Χάϊ!Χάϊ! Χάϊ! . Τὸν κατακαϋμένο τὸν μερακλῆ.

Και προέπιον ὅλοι εἰς ὑγείαν τοῦ ἀποσπασματάρχου, τῶν προβάτων τὰ ὁποῖα δὲν ἔφαγεν ἀκόμη καὶ τοῦ κ. Γρανίτσα, ὅστις καλῶς γνωρίζων τὴν ἐξυμνησθεῖσαν ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ποιήσεως κρεωφαγία τοῦ Λύγκου καὶ τὸ τί ἐστι μεράκι δὲν θὰ ὀργισθῇ, ὑποθέτω, ὅτι τὰ πρόβατά του ἠλαττώθησαν κατὰ ἕνα διὰ νὰ γευματίσῃ πρεπόντως ἕνας μερακλῆς.

Ζ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ»

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτ. Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ.1137, 3.10.2025, σ. 16-17.