Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

Ὁ καλὸς φίλος τῶν Ἀγράφων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἡρώων τους, ὁ ποιητής, ἀρθρογράφος, συγγραφέας Παντελὴς Μπουκάλας, δημοσίευσε, σὲ δύο συνέχειες, στὴν ἐφημερίδα Καθημερινή, στὰ φύλλα τῆς 29ης Δεκ. 2024 καὶ 5ης Ἰαν. 2025, μέρος μιᾶς εὐρύτερης μελέτης του μὲ τίτλο «Ὁ δημοτικὸς Παπαδιαμάντης». Πραγματεύεται τὴν παρουσία καὶ τὴ συμβολὴ τοῦ δημοτικοῦ στίχου στὸ ἔργο τοῦ κορυφαίου μας λογοτέχνη, τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Τὸ ἱστολόγιό μας θεωρεῖ τιμὴ τὴν ἀναδημοσίευση τῆς μελέτης αὐτῆς στὸν χῶρο του: πρὸς ὄφελος τῶν ἀναγνωστῶν του καὶ πρὸς γλυκασμὸν τῶν  μουσῶν τοῦ πάλαι ποτε Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων.


ΝΙΚΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ,
"Ὁ Παπαδιαμάντης"


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ 

Ὁ δημοτικὸς Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

Α

λέξη «δημοτικὸς» δηλώνει καὶ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάει τὸν λαὸ καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαπάει ὁ λαός. Εἶναι καὶ λαοφιλὴς καὶ φιλόλαος, καὶ δημοφιλὴς καὶ δημοκηδής, ὅπως μπορεῖ νὰ ἔγραφε κάποια στιγμὴ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀντλῶντας τὸ ἐπίθετο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ἢ τὸν Στράβωνα· κήδεται δηλαδὴ τοῦ δήμου, τὸν νοιάζεται. Συμβαίνει ἐδῶ περίπου ὅ,τι καὶ μὲ τὴ λέξη «ξένος» στὸν ἀρχαῖο της βίο, ὅταν σήμαινε καὶ τὸν φιλοξενοῦντα καὶ τὸν φιλοξενούμενο.

Ὁ Παπαδιαμάντης, τῳόντι, εἶναι καὶ φίλος τοῦ λαοῦ, ἀνιδιοτελής, ἕνας γονιὸς ποὺ ἐπιφυλάσσει στὸν ἱστορητὴ ἑαυτό του καὶ τὸ χρέος τῆς αὐστηρότητας, ἀλλὰ καὶ συγγραφέας ποὺ μὲ τὰ χρόνια ἀγαπήθηκε εὐρύτερα, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ταυτόσημος τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων· ἕνα αὐτονόητο, μὲ τρόπο ποὺ μειώνει τὴν ποικιλία τῆς γραφῆς καὶ τὴν ποιότητα τοῦ στοχασμοῦ του.

Δημοτικὸς εἶναι ὁ Σκιαθίτης καὶ μὲ μιὰ τρίτη ἔννοια τῆς λέξης: ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὸν λαό. Τὰ πάθια κι οἱ καημοί του, τὰ οἰκονομικὰ βάσανα τῆς οἰκογένειάς του, εἶναι γνωστά. Γραμματισμένος ἦταν, αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴ φύτρα του οὔτε τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὴν ψυχοφάγο πενία του. Καὶ ἀπομόναχος ἦταν. Ἡ μνήμη του ὡστόσο, αὐτὸ τὸ θερμὸ πρῶτο συγγραφικὸ κινοῦν, ἦταν κοινοτική, ριζωμένη σὲ ὅσα ἔλεγε, ἔνιωθε κι ἔπραττε μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων πότε ἁγία καὶ πότε ἀγρία. Δὲν ἀνησυχοῦσε ἰδιαίτερα ἡ κινοῦσα μνήμη –ἢ δὲν ἀνησυχοῦσε πάντα, πρωτίστως στὰ διηγήματά του– γιὰ τὴν πλοκὴ καὶ τὴν ἐπινόηση; Αὐτὸ ὅμως εἶναι γνώρισμα τοῦ λαϊκοῦ ἀφηγητῆ, καὶ στὴν καθαρεύουσα ἂν μιλάει. Ὄχι τοῦ λαϊκοῦ παραμυθᾶ, ποὺ ἡ φαντασία του πλέκει ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλὰ τοῦ μεταφορέα ἱστοριῶν, τοῦ ἐξιστορητὴ συμβάντων· τοῦ ἀγγελιοφόρου.

Ἐδῶ, μολαταῦτα, δοκιμάζω νὰ ψηλαφήσω τὸ κείμενο-Παπαδιαμάντης ἔχοντας στὸ νοῦ μιὰ τέταρτη σημασία τοῦ «δημοτικοῦ» ἀνθρώπου: τοῦ ἀναφερόμενου στὸν δῆμο, ἐκείνου ποὺ γίνεται μάρτυρας (διὰ τῆς γραφῆς) τῶν δημοτικῶν πραγμάτων, τῶν λαϊκῶν δημιουργημάτων. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ δῶ τὴ χρήση ποὺ ἐπιφυλάσσει σὲ στοιχεῖα ἢ μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος καὶ λόγου. Ὡς λογοτέχνης. Ὄχι ὡς λαογράφος.

Ἐννοῶ τὴ σχέση του μὲ τὰ ἑξῆς: Τραγούδια – ἐρωτικά, τῆς ξενιτιᾶς, παραλογές, σατιρικά, ἀποκριάτικα. Καὶ μοιρολόγια. Μ’ ἕνα «βαθὺ μυρολόγι» ἀρχίζει τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», καὶ μ’ ἕνα μοιρολόϊ τελειώνει, σὲ μιὰ σκηνὴ ποὺ φανερώνει πόσο βαθιὰ ποιητὴς ἦταν ὁ Σκιαθίτης: «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἷς γέρων ψαρᾶς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν»: «Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα / ἡ ἐγγόνα τῆς γρια-Λούκαινας. Φύκια ’ναι τὰ στεφάνια της, / κοχύλια τὰ προικιά της... / Κι ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾶ / τα γεννοβόλια της τὰ παλιά. Σὰν νά ’χαν ποτὲ τελειωμό / τα πάθια κ’ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου». Τὸ μοιρολόϊ τῆς φώκιας, ποὺ συνοδεύει τὸ μακάβριο «ἑσπερινὸν δεῖπνον της», ἀποκτᾶ τὴ φρικτὴ κυριολεξία του στὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἡ καημένη ἡ πατρίδα ἁμαρτίες ὁπού ’χε καὶ γύρευε νὰ τὴν λευτερώσουμε ἐμεῖς οἱ ἀνθρωποφάγοι, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί! Κλαίγει ὁ Κωλέτης καὶ οἱ ἄλλοι κυβερνῆται μας τὸν χαμὸν τοῦ Ἀλέξη καὶ Παλάσκα σὰν τὴν φώκια, ὁποὺ κλαίγει τὸν πνιμένον ὅσο ὁποὺ σαπίζει καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει».

Οἱ παπαδιαμαντικὲς σελίδες εἶναι κατάστικτες ἀπὸ τὰ σημάδια τῆς λαϊκῆς σκέψης, ποὺ δὲν παραδίδονται ἐκεῖ ὡς τεθνεώτα κειμήλια, ἐξωκοινωνικὰ καὶ ἐξωιστορικά. Κάλαντα λοιπόν, ὅπως στὸν «Ἀμερικάνο». Παραμύθια, λ.χ. στοὺς «Ἐλαφροΐσκιωτους». Παροιμίες. Στοὺς «Χαλασοχώρηδες», δυὸ φίλοι ἐκμεταλλεύονται τὴν κατεστημένη ἀνηθικότητα τῶν πολιτικάντηδων μὲ μιὰν ἁπλῆ κομπίνα: ὁ ἕνας θὰ λέει πὼς εἶναι μὲ τοὺς «Χαλασοχώρηδες», ὁ ἄλλος μὲ τοὺς «Ἀνδρογυνοχωρίστρες». Ἔτσι «"τὸ ἔχουν δίπορτο". Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσει θὰ εἶναι φίλοι, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. "Ὅποιος γάϊδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι"». Ἤ: «Τὸ καλὸ ἀρνὶ τρώει ἀπὸ δύο προβατίνες».

Φίλος τοῦ λαοῦ, ἀνιδιοτελής, ἕνας γονιὸς ποὺ ἐπιφυλάσσει στὸν ἱστορητὴ ἑαυτό του καὶ τὸ χρέος τῆς αὐστηρότητας, ἀλλὰ καὶ συγγραφέας ποὺ μὲ τὰ χρόνια ἀγαπήθηκε εὐρύτερα, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ταυτόσημος τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων.

Πολλὲς ἐπίσης οἱ εὐχὲς καὶ οἱ κατάρες, ὅπως στὸν «Χρῆστο Μηλιόνη», ἀφήγημα ποὺ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ κλέφτικο τραγούδι τοῦ καπετάνιου, ἀπὸ τὰ πρωιμότερα τοῦ εἴδους: «Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἦτο ἕτοιμος νὰ βλασφημήσῃ. "Χίλιοι διαβόλοι νὰ σᾶς σηκώσουν! Τὰ τσακάλια νὰ τραβοῦν τὰ κορμιά σας καὶ οἱ χοῖροι νὰ φάγουν τὰ πρόσωπά σας!"». Κι ἀκόμα, «δημώδη ἀξιώματα», ὅπως ἀποκαλεῖται στοὺς «Ἐλαφροΐσκιωτους» τὸ παροιμιῶδες «τό ’να παιδὶ καλὸ παιδί· τ’ ἄλλο δὲν εἶχε μάννα». Ἐπίσης ἐπωδὲς ἢ ξόρκια. Στὰ «Ἅγια καὶ πεθαμένα» τὸ Σεραϊνὼ «δὲν ἦτο ἱκανὴ νά [...] ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν αὐλήν, κρατοῦσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αὐλακώσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα: "Ἀϊ μ’ Θόδωρε καλέ, / κι καλὲ κὶ ταπεινέ"...».

Καὶ φυσικά, προλήψεις. Στὸν «Χρῆστο Μηλιόνη», «ἦτο γενικῶς παραδεδεγμένον ὅτι οἱ χριστιανοί, ὅσοι συνεμάχουν μετὰ τῶν Τούρκων, οὐδέποτε εὐνοοῦντο ὑπὸ τῆς τύχης εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις των». Καὶ ἔθιμα, λ.χ. στὴ «Μετανάστιδα»: «Σὺ μοὶ ἐνθύμισες σήμερον τὰ ἔθιμα τῆς πατρίδος μας.[...] Λοιπὸν καὶ τοῦτο ἔθιμον ἑλληνικὸν δὲν εἶναι; Φάγε. Ὅταν ἀποθάνη συγγενής τις, ὅλοι οἱ συγγενεῖς ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς κηδείας δειπνοῦσιν».

Αἰνίγματα. Γλωσσοδέτες. Ἐκφράσεις. Βλαστήμιες καὶ βρισιές. Στὸ διήγημα «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς «ἐστενοχωρεῖτο μὴ δυνάμενος ἐπὶ παρουσία τοῦ παπᾶ νὰ ἐκχύσῃ ἐλευθέρως τὰς ἀφελεῖς βλασφημίας του. "Θὰ σκάσῃς, ἀντίχριστε, Τοῦρκο! τὸ Μουχαμέτη σου, μέσα!"». Παιδικὰ παιχνίδια, σὰν «τὸ ἀνέβα μῆλο – κατέβα κίτρο» καὶ «τὸν δείχτη» στὸ «Ἔρως – ἥρως» ἢ τὸ κρυφτάκι στὴν «Τελευταία βαφτιστική». Καὶ παρατσούκλια, ποὺ μὲ τὴν κρατυλικὴ λάμψη τους ἐπιβάλλονται τῶν ὀνομάτων τοῦ ληξιαρχείου: Γκαβόχηνας, Ξυπνητήρας, Πευκόρραχος, Ψειροκόνιδας, Σιγουράντσας...

Ἀκόμα καὶ τὰ τυπικὰ λάθη κάτι ἔχουν νὰ ποῦν, ὅπως τὸ «θὰ ἐδέχετο νὰ ξαναρχίσῃ πάλιν» τῶν «Ἐλαφροΐσκιωτων». Ἡ ἀκοὴ τοῦ Σκιαθίτη, στραμμένη στὴ λαϊκὴ ὁμιλία, ἐνστερνίζεται μιὰ ἔκφραση ποὺ ὁ αὐστηρὸς λόγιος θὰ τὴ χλεύαζε. Ὁ ἐπιτατικὰ διπλασιασμένος συγκριτικὸς βαθμός, συχνότατος στὸ δημοτικὸ τραγούδι, πέρασε καὶ σὲ ἄλλους ἐπώνυμους λογοτέχνες: Κορνάρος, Παλαμᾶς, Μαρκοράς, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Πολέμης, Δροσίνης, Σαχτούρης.

Τέλος, παραδόσεις, ὅπως ἡ σκιαθίτικη γιὰ τὴ Φλανδρώ, στὸ «Ἀγνάντεμα». Ὁ συγγραφέας τὴν πρωτοδημοσίευσε στὸ πέρ. «Τέχνη» (1899), ἀπ’ ὅπου τὴν ἄντλησε ὁ Ν.Γ. Πολίτης γιὰ τὶς «Παραδόσεις» του. «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο», ἕνας καραβοκύρης ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ τὸν γάμο ξαναβγῆκε στὴ θάλασσα. Τὸ Φλανδρὼ ἀγνάντευε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε «κ’ ἔκλαψε πικρὰ κ’ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ’ ἐθέριεψαν». Κι ἔπνιξαν τὸν ἄντρα της. Κι ἐκείνη «παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες», νὰ τὴν κάνουν πέτρα στὴν ἀκροθαλασσιά, μὲ «ἀνθρωπινὸ σκῆμα».

Μὲ τὴν παπαδιαμαντικὴ φράση «Καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν» συνηχεῖ ἕνα δωδεκανησιακὸ δημοτικό: «Θάλασσα πόσα δάκρυα π’ ἔχουν τὰ κύματά σου. Γιὰ τοῦτο εἶναι ἁρμυρά, φαρμάκι τὰ νερά σου».

B

Δὲν θὰ ἀποπειραθῶ βέβαια ν’ ἀδειάσω τὴ θάλασσα μὲ κουτάλι. Κάποιες σκέψεις μόνο γιὰ τὴ χρήση δημοτικῶν στίχων ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὅσο δύσκολη, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀνέφικτη, κι ἂν εἶναι μιὰ ἀποδελτίωση στενεμένη ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔχει πολλὰ παράπλευρα ὀφέλη. Ὠφελήθηκα, πάντως, ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρο «"Τραγούδια τοῦ Θεοῦ" καὶ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων στὴν πεζογραφία τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη» στὰ «Πρακτικὰ τοῦ Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν (Δόμος, 2002). Τὸ συνυπογράφουν ἡ Ἔρη Σταυροπούλου, ἡ Βασιλικὴ Κουρούδη, ἡ Ἀναστασία Παπαδοπούλου καὶ ἡ Ἰουλία Φαλιά.

Προκαταβάλλω τὸ συμπέρασμά μου, ποὺ ἴσως ἠχήσει αὐθαίρετο: Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ὁ πεζογράφος ποὺ ἐντάσσει στὰ λογοτεχνήματά του περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔμμετρα μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ λόγου, μονόστιχα, δίστιχα (αὐτὰ ὑπερτεροῦν ἀριθμητικὰ) καὶ ἐκτενῶς ἀφηγηματικά. Τὰ ἐντάσσει μὲ τὴν ἴδια φυσικότητα καὶ λειτουργικότητα ποὺ ἐντάσσει ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια καὶ ὕμνους ἤ, σπανιότερα, χωρία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας· ἐξίσου ὁμαλὰ καὶ ἁρμονικά, θὰ ἔλεγα «σιγανὰ καὶ ταπεινά», χωρὶς οἴηση ἢ ἐπίδειξη εὐρυμάθειας. Γνώρισμα τρίτο: Σὲ πολλὲς περιπτώσεις περιγράφει τὴ συνθήκη χρήσης τῶν τραγουδιῶν, ποιοί τὰ εἶπαν, μὲ ποιά μουσικὰ ὄργανα στὴ διάθεσή τους, ποῦ τὰ ἀπηύθυναν, μὲ ποιά προσδοκία.

Ἰδού, στὴ «Μετανάστιδα», ἕνα παρακλαυσίθυρο: «Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἠκούσθη μακρόθεν ἁρμονικὸν ἆσμα. Ἦσαν νέοι κωμάζοντες ἐν τῇ ὁδῷ. Τὸ ἆσμα ἐπλησίαζεν ὁλονέν, καὶ διεκρίνοντο ἤδη καθαρῶς στίχοι τινές. "Ἔβγα στὸ παραθύρι σου, ξανθούλα μου μαριόλα, / νὰ τραγουδήσω νὰ σοῦ πῶ τὰ βάσανά μου ὅλα"». Ἄλλο, στὴ «Στρίγλα μάννα»: «Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ παράθυρα τῆς νεαρᾶς δασκάλας [...], ἐκάθητο ὁ Ζάχος μονοτόνως ἐπὶ ὥρας, κ’ ἔπαιζε μονοτόνους ἤχους, σχεδὸν ἄνευ ρυθμοῦ καὶ μέλους, μὲ τὸ μπουζούκι του. Ἐκεῖ, τὸ δειλινὸν θερινῆς ἡμέρας, ἔμελπε τὸ ἆσμα: "Κρέμετ’ ἡ καπότα στὴν ἀλυγαριὰ· / ντέρτι καὶ μαράζι κι ἀναπαραδιά!"».

Γνώρισμα τέταρτο. Ὁ Α. Π. ἀξιοποιεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐξιστόρησής του σχεδὸν ὅλη τὴ μεγάλη ποικιλία τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. Τὸ «σχεδὸν» μοῦ τὸ ὑποβάλλει ἢ μοῦ τὸ ἐπιβάλλει ὁ δαίμων τῆς ἀπορίας. Παρ’ ὅτι, λοιπόν, ὁ Σκιαθίτης ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν λειμῶνα τῆς δημοτικῆς ποίησης, δὲν ἔδρεψε ποτὲ κάποιο ἀπὸ τὰ φαινομενικῶς ἀσεβῆ ἐρωτικὰ δίστιχα, λ.χ.: «Τεσσεροκάδενος σταυρὸς κρέμεται στὸ λαιμό σου, / οὖλοι φιλοῦνε τὸ σταυρὸ κι ἐγὼ τὸ μάγουλό σου». Ἤ: «Τὰ μάτια σου μὲ κάμανε κι ἂν στρώσω δὲν κοιμόμαι, / καὶ τὸ σταυρὸ σὰ χριστιανὸς νὰ κάμω δὲ θυμόμαι». Μπορεῖ νὰ μὴν τὰ εἶχε ἀκουστά; Πιθανόν. Τὰ τραγουδοῦσαν πάντως οἱ Σκιαθίτες, ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἔργο «Σκιάθου λαϊκὸς πολιτισμὸς» (1958) τοῦ Γεωργίου Α. Ρήγα, ἱερέα, δημοδιδασκάλου, λαογράφου καὶ συγγενῆ τοῦ Α. Π. Στὸν ἴδιο τόμο περιέχονται καὶ δίστιχα μοιρολόγια, ἐπίσης «ἀσεβῆ» μὲς στὸ βαθὺ παράπονό τους: «Χριστέ μου, δὲν τὴν ἄφηνις ἀκόμα δύου χρόνια, / γιατ’ ἔχει γιὸ στὴν ξινιτιὰ κι κόρη γι’ ἀρραβῶνα». Νὰ τά ’ξερε ἄραγε ὁ Α. Π.; Κι ἂν ναί, ὅπως πιστεύω, ἡ μὴ χρήση τους ἦταν τυχαία ἢ ἀποφασισμένη;

Ὁ Ρήγας δημοσιεύει καὶ δύο τραγούδια γιὰ τὸν ἅγιο Γεώργιο. Τὸ πρῶτο, «Ἅϊ μου Γιώργη, ἀφέντη μου», ἐκτενὲς δοξαστικὸ τοῦ ἁγίου ποὺ σκότωσε ἕνα ἀνθρωποφάγο θεριό, ὁ Α. Π. τὸ μνημονεύει στὸ ἄρθρο «Ἅϊ μου Γιώργη! (Ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς ΚΓ΄ Ἀπριλίου)» («Ἀκρόπολις», 23.4.1892). Τὸ δεύτερο, «Ἕνα μικρὸ Τουρκόπουλο», εἶναι ἡ σκιαθίτικη παραλλαγὴ ἑνὸς ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλευθερόφωνα δημοτικά μας. Πρόκειται γιὰ «Τὸ τραγούδι τῆς προδοσίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου». Ἀρνούμενη τὸν ἔρωτα τοῦ Τουρκόπουλου, ἡ Ρωμιοπούλα προσφεύγει στὸν ἅγιο καὶ τὸν ἱκετεύει νὰ τὴν κρύψει, τάζοντάς του λάδι, κερὶ καὶ λιβάνι. Καὶ πράγματι «ἄνοιξε τ’ ἅγιο μάρμαρο καὶ κρύφτηκεν ἡ κόρη». Νὰ κι ὁ Τοῦρκος, ποὺ τάζει νὰ βαφτιστεῖ στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου. Ἐνδίδει ὁ ἅγιος, ἀνοίγει τὸ μάρμαρο, ὁ Τοῦρκος ἁρπάζει τὴν κόρη ἀπ’ τὰ μαλλιὰ κι αὐτὴ λέει τὸν καημό της δίχως δισταγμὸ καὶ φόβο: «Ἅϊ μου Γιώργη ἀφέντη μου, τὰ τάματα πιστεύεις / καὶ παραδίνεις χριστιανὴ στὰ τούρκικα τὰ χέρια; Δὲν εἶδα ἄλλο δίγνωμο ὡσὰν τὸν Ἅϊ Γιώργη, / νὰ παραδίνει τοὺς Ρωμιοὺς στὰ τούρκικα τὰ χέρια».

Θὰ εἶχε ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον ἡ γνώμη τοῦ Α. Π. γιὰ τὸ τραγούδι αὐτὸ καὶ ἡ ἑρμηνεία του γιὰ τὴ γένεση καὶ τὴν ὀξύτητά του. Νὰ μὴν τὸ ἤξερε; Ἴσως. Ὁ Ρήγας πάντως τὸ καταγράφει ὡς ζὼν στοιχεῖο τῆς σκιαθίτικης λαϊκῆς μνήμης. Ὄχι σὰν προκλητικὸ κατασκεύασμα ἄπιστου λογίου ποὺ μιμεῖται προβοκατόρικα τὴ λαϊκὴ μοῦσα.

Πέμπτο γνώρισμα: Ὁ Α. Π. ἐνθέτει στὸν ἀφηγηματικό του ἱστὸ δημοτικοὺς ἢ δημοτικοφανεῖς στίχους ὡς λογοτέχνης, ὄχι ὡς λαογράφος. Ἐνίοτε μάλιστα ὁ ἀναγνώστης δὲν εἶναι βέβαιος ἂν πρόκειται ὄντως γιὰ λαϊκὴ δημιουργία ἢ γιὰ δική του, προσωπική.

Εἶναι ὁ πεζογράφος ποὺ ἐντάσσει στὰ λογοτεχνήματά του περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔμμετρα μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ λόγου.

Στὸ ἐνδιάμεσο, μεταξὺ ἀνώνυμης καὶ ἐπώνυμης δημιουργίας, πρέπει νὰ κατατάξουμε τὰ δέκα ἐρωτικὰ δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα τοῦ διηγήματος «Θέρος – Ἔρος: Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς». Ἡ ὡραία «δεκαεπταέτις» Ματή/Ματούλα ἀντιλαμβάνεται τὸν ἔρωτα τοῦ σπουδαστῆ Κωστῆ διαβάζοντας τὴν ἐξομολόγησή του (ἐν μέρει σὲ πεζὸ λόγο, ἐν μέρει στιχουργημένη) στὸ «ἐπιστόλιον» ποὺ τῆς ἄφησε ἀνάμεσα στὶς ἀγκιναριές. «Ἐπὶ κομψοῦ κοκκινωποῦ χάρτου», ὁ «ρωμαντικὸς» Κωστῆς ἐνισχύει τὴν πεζογραφημένη κατάθεση τῶν αἰσθημάτων του μὲ στίχους. «Ἴσως νὰ ἦταν σύρραμμα τοῦ ἰδίου ἐπιστολογράφου, πιθανὸν νὰ ἦταν συγκολλημένοι καὶ παραποιημένοι ἀλλαχόθεν», γράφει ὁ Α. Π. μὲ ἀγαθὴ λογοτεχνικὴ πονηρία. Σὰν νὰ μᾶς λέει, χαμογελῶντας, ὅτι τὰ δίστιχα ἴσως εἶναι δικά του, ἴσως ὅμως τὰ ἄντλησε «ἀλλαχόθεν», ἀπὸ τὴ δημοτικὴ πηγή.

Ὁ Α. Π. δὲν δανείζει ὅλη του τὴ λογοτεχνικὴ δεξιοσύνη στὸν Κωστῆ. Τὸν δημιουργεῖ μὰ δὲν τὸν υἱοθετεῖ. Τὸν κάνει ποιητή, καὶ μάλιστα δημοτικὸ ἢ δημοτικοφανῆ, «τόσο ὅσο»: τόσο ὅσο νὰ εἶναι καθαρὸ ὅτι τὴν ἀνώνυμη κοινοτικὴ δεξιότητα, ποὺ καλλιεργεῖται σὲ βάθος χρόνου, δύσκολα τὴν κατορθώνει ἡ ἀτομικὴ στιχουργική, ὅσο καλλιεργημένη κι ἂν εἶναι.

Ἐξαιρετικὰ δηλωτικὴ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Α. Π. μὲ τοὺς στίχους ποὺ ἐνθέτει εἶναι μιὰ παράγραφος τοῦ οἰονεὶ ταξιδιωτικοῦ κειμένου του «Ταξίδι – βαπόρι – Ρωμέϊκο» («Ἀκρόπολις», 12.12.1895). Ὁ συγγραφέας ταξιδεύει μὲ ἀτμόπλοιο ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὸν Βόλο καὶ παρατηρῶντας ἄλλα πλεούμενα σημειώνει:

«Ἄνθρωποι ἠγωνίων, κ’ ἐπάλαιον κ’ ἐτήκοντο, εἰς τὸ καραντί [θαλασσοταραχὴ] κ’ εἰς τὴν χιονιᾶν, εἰς τὴν φουσκοθαλασσιὰν κ’ εἰς τὴν μπόραν, διὰ νὰ κερδήσουν ὄχι τὸν ἄρτον, ἀλλὰ τὸ δίπυρον τὸ καθημερινόν. "Καλό σας κατευόδιο, φτωχοὶ τυραγνισμένοι". Εἶπεν ἡ καρδία μου αὐθόρμητος εἰς τοὺς ἀγνώστους τούτους. Ἦτο ἡ ἐπωδὸς ἄσματος ἐπιθαλασσίου καὶ αἰθερίου ποιήματος κοινοτοπιακοῦ, ὑψηλοῦ, παθητικοῦ, ἀνιαροῦ καὶ σπαρακτικοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξεν ποτέ, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ· ἂς μὴ εὑρεθῇ ποιητὴς διὰ νὰ τὸ συνθέσῃ, μήτε μουσικὸς διὰ νὰ τὸ τονίσῃ».

Λογοτεχνικὴ πανουργία ὑπέρτερη ὁποιασδήποτε θεωρίας.

Καλὴ νέα χρονιὰ νά ’χουμε.

Εἰσήγηση στὸ Α΄ Συμπόσιο Παπαδιαμάντη ποὺ διοργάνωσαν ἡ Περιφέρεια Θεσσαλίας καὶ ὁ Δῆμος Σκιάθου (Σκιάθος, 19-22.9.2024).

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

ΣΥΚΙΑ (ficus carica)

 



Ἀφοῦ τὸν Αὔγουστο μᾶς φίλεψε τὰ μελωμένα δῶρά της, τὰ ὁποῖα καὶ στιχουργήσαμε:

Αὔγουστος εἶν’τὰ μελωμένα σῦκα /

κι «Ὁ κλέφτης ποδηλάτων» τοῦ de Sica

τώρα, ποὺ ὁ χειμώνας εἰσόδευσε, ἀφήνει νὰ πέσουν τὰ φύλλα της, τὰ ροῦχα της τὰ φυσικά, γιὰ νὰ παραδοθῇ ‒γυμνὴ καὶ τετραχηλισμένη, αὐτὴ καὶ  ὁ κορμός της και τὰ κλαδιά της στὸν κατάψυχρο χειμῶνα. Κι ἂν ἡ παγωνιὰ θερίζει κι εἶναι δίχως ρουχαλάκια, δὲν τὴν νοιάζει· θἄρθῃ ἄνοιξη καὶ πάλι· κι ἕνα καλοκαίρι, τὰ τερψιλαρύγγιά της νὰ μᾶς ξαναφέρει.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: «ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ»

 

Γιάννης

«τὸ ὄνομα εἶναι ἀπὸ τὰ τρυφερώτερα ἐπὶ τῆς γῆς».

  

Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(Καρεπνήσι 1877 -Ἀθήνα 1940)

Στὶς 7 Ἰανουαρίου 1902, ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡμέρα ποὺ τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς Σύναξης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπιστοῦ, μὲ τὸ χρονογράφημά του «Οἱ Γιάννηδες», σχολιάζει τὴν ὀνοματολογικὴ παρουσία στὴν κοινωνία τοῦ ὀνόματος ἀλλὰ καὶ τὴν πασίγνωστη παροιμιακὴ ἔκφραση: «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ...» πού, βέβαια, κάθε ἄλλο παρὰ ἀνταποκρίνεται στὴν παραγματικότητα. Μὲ τοὺς Γιάννηδες, μάλιστα, νὰ ἀπαντοῦν χαριτολογικά:

— «Ὅλος ὁ κόσμος κι ὁ ντουνιὰς δὲν ἔχει ἄλλη τόση».

Παρὰ ταῦτα ἀναφέρει τὴν ὕπαρξη, τότε, στὸν Πύργο τῆς Ἠλείας συλλόγου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Οἱ Γιάννηδες» ὁ ὁποῖος σκοπὸ ἔχει:

«νὰ διαψεύσει τὰ λεγόμενα περὶ τῶν 45».


Τὸ χρονογράφημα δημοσιεύεται στὴν ἐφημερίδα Σκρὶπ τῶν Ἀθηνῶν, στὴ στήλη «Σκέψεις Ρωμηοῦ», τὴν ὁποία διατηροῦσε τότε στὴν ἐφημερίδα ὁ Παπαντωνίου, τὸ ὑπογράφει δὲ μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ἄλλος».

ΚΕΙΜΕΝΟ

«ΣΚΕΨΕΙΣ ΡΩΜΗΟΥ

Οἱ Γιάννηδες

Σήμερον ἑορτάζουν οἱ Γιάννηδες. Ἀναμφιβόλως τὸ ὄνομα εἶναι ἀπὸ τὰ τρυφερώτερα ἐπὶ τῆς γῆς.

Ὁ Γιάννης τυγχάνει νὰ εἶναι πάντοτε ἓν συμπαθὲς ὑποκείμενον, κἄπως ἀδύνατον, τὸ ὁποῖον θωπεύουν οἱ ἄλλοι.Τοὐλάχιστον αἱ παραδόσεις ἔχουν δώσει εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ μίαν σημασίαν συμπαθείας, ἀδυναμίας,χαϊδευτικότητος, ἂν ἐπιτρέπεται ἡ λέξις.

— Τί κάνεις Γιάγκο!

Αὐτὴ ἡ φράσις ὅταν ἀκούεται εἰς τὸν δρόμον εἶναι πάντοτε γλυκεῖα. Ἂν ἀπευθύνεται πρὸς κανένα Δημήτριο ἢ Γιώργην χάνει πολλὴν ζάχαριν. Καὶ ἡ στατιστικὴ τὴν ὁποίαν ἄλλωστε καταρτίζω αὐτὴν τὴν στιγμὴν εἰς τὴν μνήμην μου μὲ πείθει ὅτι τὰ ἐννέα δέκατα τῶν Γιάγκων,τοὺς ὁποίους γνωρίζω, εἶναι ἀπὸ τοὺς συμπαθεῖς ἐκείνους ἀνθρώπους,τοὺς ὁποίους μόλις συνατήσῃς σοῦ ἔρχεται νὰ τοὺς θωπεύσεις ὀλίγον εἰς τὸν λαιμόν.

Τώρα, πῶς ἐγεννήθη ἡ παράδοσις ἐκείνη περὶ τῶν 45 Γιάννηδων καὶ τοῦ κοκκόρου ἐνθυμεῖσθε μάλιστα καὶ τὴν σχετικὴν λιθογραφίαν τὴν πωλουμένην εἰς τὰς ὁδοὺς αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζω. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸ λαϊκὸν αὐτὸ ἀπόφθεγμα,δὲν εὐχαριστεῖ πολὺ τοὺς Γιάνννηδες. Ἀπόδειξις δὲ ὅτι δὲν τοὺς εὐχαριστεῖ εἶναι καὶ ἡ σύστασις τοῦ «Συλλόγου τῶν Γιάννηδων» εἰς τὸν Πύργον ἔχοντος βέβαια σκοπὸν νὰ διαψεύσει τὰ λεγόμενα περὶ τῶν 45.

Ὁ ἄλλος»

                                                             Κωνσταντῖνος Σπ.Τσιώλης

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΤΑ 1902 ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΚΙΑΘΟ ΑΚΟΜΗ ΠΑΛΑΙΌΤΕΡΑ*

 

Στὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἐκ Σκοπέλου

ὁρμωμένου π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ

(† 27. 4. 2024)

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, 

«Τὰ Φῶτα, ἡ θαλασσινή μας ἑορτή»

 

Ἀλέξ. Μωραϊτίδης
(1950-1929)
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί,
 Ἔργο (2018) τοῦ Κώστα Ντιό. 

Στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1902, ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης κατέρχεται στὸν Πειραιᾶ ὅπου παρακολουθεῖ καὶ μετέχει στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν Ὑδάτων. Τὴν ἄλλη ἡμέρα, σὲ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Χαρὰ στὰ φῶτα τὰ στεγνά», στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, τὸ ὁποῖο ὑπογράφει μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης»,[1] καταγράφει τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων στὸν Πειραιᾶ· χωρὶς νὰ παύει νὰ ἀναφέρεται καὶ σὲ ἀντίστοιχες ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴ Σκιάθο.

Τὸ χρονογράφημα ἐπαναδημοσιεύεται, στὰ 1928, στὸ περιοδικὸ Τρεῖς Ἱεράρχες,[2] μὲ μικρὲς ἀλλαγὲς στὸ κείμενο· ἐνδεχομένως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος τότε ζοῦσε στὴν Ἀθήνα.

Ἦταν μία ἡλιόλουστη, νήνεμη, λαμπερή, σχεδὸν ἀνοιξιάτικη μέρα,[3] μὲ χιονισμένη τὴν Πάρνηθα καὶ μὲ ἕναν πολύχρωμο, σημαιοστολισμένο Πειραιᾶ. Ἐκεῖ, πολλὰ πλοῖα ἦσαν ἐλλιμενισμένα· ἀτμόπλοια πολεμικά, ἐμπορικὰ ἀλλὰ καὶ μικρότερα: σκοῦνες, γολέτες, λεμονάδικα καὶ κρασάδικα, ξυλάδικα καὶ τρεχαντήρια, λαδάδικα, ἀλλὰ καὶ πλοῖα τῆς ἀλλοδαπῆς (Ἰταλικά, Ἀγγλικά, Γερμανικὰ ἀκόμη καὶ Τουρκικά)· διεθνές, μεγάλο λιμάνι, τὸ Μάντσεστερ τῆς Μεσογείου ἦταν τότε ὁ Πειραιᾶς. Ἡ τελετὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν Ὑδάτων μὲ τὰ συνοδευτικὰ ἑορταστικὰ δρώμενα στὸ μεγάλο λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ἐντυπωσιάζει ὅσους τὴν παρακολουθοῦν, καὶ γιὰ τὴ λαμπρότητα της ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διάρκειά της, καθὼς ὁλοκληρώνεται σχεδὸν μέ τὴ δύση τοῦ ἡλίου.Τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ὁ Πειραιὰς τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων μᾶς παραδίδει, ἐπίσης, καὶ σχετικὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημ. Ἐμπρός:[4]

«Ἡ κυανὴ ἑορτή, ὅπως δύναται προσφυῶς νὰ χαρακτηρισθῇ, τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων συνεκέντρωσεν ὄχι μόνον τὸν ναυτικὸν πληθυσμόν, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸ τρίτον τοῦ Πειραιῶς, ἀλλὰ καὶ ὅλην σχεδὸν τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἐνωρὶς συνεκεντρώθη εἰς τὰς παραλίας τοῦ λιμένος. Πρὸ δὲ τῆς βασιλικῆς ἀποβάθρας εἶχε περιφραχθῆ διὰ δοκῶν τετράγωνος χῶρος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ καταδυθῇ ὁ Σταυρός. Ἀπὸ τὸ ἓν δὲ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ ἀτμομυοδρόμωνες καὶ τὰ ὁλόλευκα ἀτμόπλοια "Ὕδρα" καὶ "Πύλαρος" μὲ τὸν πλουσιώτατον σημαιοστολισμόν των ἐπλαισίουν τὸ ὅλον ἁρμονικώτατα. Πρὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπὸ τῆς 9ης π.μ., εἶχε παραταχθῆ ἄγημα ἐξ 100 εὐσταλῶν ἀνδρῶν τοῦ ναυτικοῦ καὶ ἡ φιλαρμονικὴ μουσικὴ τοῦ Δήμου [...] Μετ’ ὀλίγον, τὴν 10 ¼ π.μ. ἀκριβῶς, ἀφοῦ ἐψάλη ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ δοξολογία ὑπὸ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου, ἐσχηματίσθη θρησκευτικὴ πομπὴ [...] ἥτις [...] κατέληξε εἰς τὴν βασιλικὴν ἀποβάθραν [...]. Ὅταν ἡ θρησκευτικὴ πομπὴ ἔφθασεν εἰς τὴν βασιλικὴν ἀποβάθραν τὸ θέαμα ἦτο μαγευτικώτατον [...].Ἡ κατάδυσις τοῦ Τ. Σταυροῦ ἔγινεν τὴν 11 π. μ. ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν τηλεβόλων».

Περιγράφοντας τὶς ἐντυπώσεις του, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων στὸν Πειραιά, ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης ἀναφέρει τὴν παρουσία, στὴν προκυμαία τοῦ Πειραιῶς, ἀξιωματικῶν, ναυτῶν καὶ ναυτεργατῶν καὶ παντὸς εἴδους ναυτιλομένων. Ἰταλοί, Ἐγγλέζοι, Ρῶσοι ἀπολαμβάνουν τὸ τελετουργικὸ τῆς ρίψης τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν γενικότερο πανηγυρικὸ χαρακτῆρα τῆς ἡμέρας. Κόσμος πολύς, μουσικοὶ μὲ τὰ ὄργανά τους, μικροπωλητὲς παντὸς εἴδους μὲ τὶς φωνές τους νὰ στολίζουν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς, διαλαλώντας τὰ ἐμπορεύματά τους καὶ τὶς καλλιτεχνικές τους δημιουργίες. Ἀκόμη καὶ τραγουδιστὲς ἑρμηνεύουν ἡρωϊκὰ πατριωτικὰ ἄσματα.

Ἡ κατάδυσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
στὸν λιμένα τοῦ Πειραιῶς,
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. 

Σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πομπή μὲ τὴν συμμετοχὴ μάλιστα τῆς φιλαρμονικῆς μουσικῆς τοῦ Δήμου τὸ Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν σημειώνει:[5]

«Μετὰ τὴν κατάδυσιν ἡ ἐκκλησιαστικὴ πομπὴ ἐπανῆλθεν εἰς τὸν ναόν, αἱ δὲ χιλιάδες τοῦ συναθροισθέντος πλήθους διεχύθησαν ἀνὰ τὰς παραλιακὰς ὁδοὺς καὶ ἰδία εἰς τὸν Τιτάνειον κῆπον, ἔνθα μέχρι τῆς μεσημβρίας ἡ Φιλαρμονικὴ μουσικὴ ἐπαιάνιζεν ἐκλεκτὰ μουσικὰ τεμάχια».

Πράγματι, θὰ ἐνόμιζε κανεὶς ὅτι ὁ ὡραῖος λιμένας τοῦ Πειραιὰ εἶχε μεταβληθεῖ σὲ Ἰορδάνη ποταμό, τὰ νερὰ τοῦ ὁποίου, ἑλκύουν ὅλο τὸν χρόνο, χιλιάδες προσκυνητές. Αὐτὰ καταθέτει, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ἡρ.», ὁ δημοσιογράφος τῆς ἐφημ. Σφαίρας τοῦ Πειραιῶς, ὁ Ἡρακλῆς Παπαμανώλης: [6]

«Ἀνέτειλεν ἡ χθεσινὴ ἡμέρα τόσον γλυκεῖα, τόσον τερπνή, καθαρῶς ἀνοιξιάτικη, καὶ παρέσυρε τὸν κόσμον ὅλον εἰς τὴν μεγάλην θρησκευτικὴν πανήγυριν ἡ ὁποία, ἰδίως εἰς τὴν πόλιν μας, προσλαμβάνει τόσην μεγαλοπρέπειαν καὶ ἀποτελεῖ μίαν ἀπὸ τὰς ὡραιοτέρας τὰς πλέον ποιητικὰς ἑορτάς. Καὶ ἐνόμιζεν κανεὶς ὅτι ἕνα χαμόγελον ἐπλανᾶτο ἐπὶ τοῦ στερεώματος, χαμόγελον μὲ τὴν ἀντανάκλασίν του ἐπὶ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης, ἐπὶ τῶν χαρωπῶν μορφῶν τῶν εὐλαβῶν καὶ μὴ προσκυνητῶν, ἐὰν αὕτη ἡ ὀνομασία προσήκει εἰς τὴν περίστασιν νὰ δοθεῖ προκειμένου περὶ ἐκείνων, ἐξ ἀμφοτέρων τῶν φύλων, οἵτινες τὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνου διὰ τῶν βλεμμάτων των εἰς ἑτέρους ὀφθαλμοὺς ἀνεζήτησαν [....]».

 

Στὸν Πειραιᾶ, πλέον, ἀπὸ τὸν μητροπολιτη Ἀβέρκιο, ὁ Σταυρὸς ρίπτεται στὴ θάλασσα, ἀλλὰ δεμένος μὲ κορδέλλα καὶ ἀνασύρεται γρήγορα. Αἰτία ἔγινε, τὸ γεγονὸς τῶν ἐπεισοδίων καὶ τῶν διαπληκτισμῶν, μεταξὺ ὅσων ἔπεφταν στὴ θάλασσα, κατὰ τὴν προσπάθειά τους νὰ πιάσουν πρῶτοι τὸν Τίμιο Σταυρό:

 «Γιὰ νὰ μὴν σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι ποιὸς θὰ τὸν πρωτοπάρῃ».

Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπαληθεύεται μὲ ἄλλη, διαφορετικὴ τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἑρμηνεία ἡ λαϊκὴ δίστιχος παροιμία:[7]

Χαρὰ στὰ φῶτα τὰ στεγνὰ καὶ τὶς Λαμπρὲς βρεμένες

Νὰ φᾶμε σιμίθια[8] φτάζυμα κουλοῦρες ζαχαρένιες.

καθώς, κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, μὲ τὴ διὰ τῆς κορδέλλας καταδύσεως τοῦ Σταυροῦ στὸν Πειραιά, οἱ ἐπίδοξοι ἁλιευτὲς τοῦ Τ. Σταυροῦ δὲν εἶχαν πλέον τὴ δυνατότητα κάποιας οἰκονομικῆς φύσεως ἀπολαβῆς· ἔμεναν δηλ. "στεγνοί":

 «Οὕτω σὰν λυπημένοι χθὲς ἐθεώρουν ἀθλητικοί τινες τὸ καταργηθὲν ἔθιμον, "στεγνὰ" δι ἄλλον αὐτοὶ λόγον ἀποκαλέσαντες τὰ Φῶτα, διότι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ βγάλουν τίποτε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἀναμένουν δὲ τώρα λοιπὸν οὗτοι τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἑτέρου ἡμίσεως μέρους τῆς λαϊκῆς παροιμίας, νὰ ἔλθουν τοὐλάχιστον "βρεγμένες οἱ Λαμπρές" γιὰ νὰ "φάγουν σιμίθια, φτάζυμα, κουλούρια ζαχαρένια"».

Ὁ Ἀ. Μωραϊτίδης, στὴ συνέχεια τοῦ χρονογραφήματός του, ἐπιστρέφει μέσω τῶν ἀναμνήσεών του, στὴν ἀντίστοιχη τελετὴ τῆς χαρμόσυνης ἡμέρας τῶν Φώτων, στὴν πατρίδα του, τὴ Σκιάθο. Θυμᾶται παραδοσιακοὺς στίχους τῆς ἡμέρα αὐτῆς γιὰ τὶς "Κυράδες" τοῦ νησιοῦ του καὶ τὸν καλλωπισμό τους, προκειμένου νὰ ἐμφανιστοῦν, μὲ ὅλα τὰ στολίδια τους, στὴν τελετὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν Ὑδάτων:[9]

Βάλει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστῆθι

καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλλει καμαροφρύδι....

 

Ἐνθυμεῖται τὸν παπα-Νικόλα, ἱερέα τῆς Σκιάθου ὅταν ὁ Μωραϊτίδης ἔμενε στὸ νησί, καὶ τὸ περιστατικὸ ὅπου ὁ ἱερέας φρόντιζε –μὲ διάφορα τεχνάσματα νὰ πιάνει τὸν Σταυρό, μὲ τὴ ρίψη του στὴ θάλασσα, ἕνα φτωχὸ παιδὶ μὲ κινητικὰ προβλήματα, προκειμένου κατόπιν αὐτός, περιφέροντας τὸν Σταυρὸ στὴν πολίχνη τῆς Σκιάθου, νὰ καταφέρει νὰ συλλέξει λίγα χρήματα γιὰ τὶς πολλὲς ἀνάγκες του.

Στὸν παπα-Νικόλα ἀναφέρεται ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης καὶ στὴν περιγραφὴ τῆς πανηγύρεως τῆς μονῆς τῆς Εἰκονίστριας στὴ Σκιάθο στὴ συλλογὴ ταξειδιωτικῶν του, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα:[10]

«Ὁ παπα-Νικόλας, ἕνας ὑψηλὸς καὶ εὐμορφοκαμωμένος παπᾶς, ὅπου τόσον εὔμορφα τοῦ πηγαίνουν τὰ ράσσα, ὅσον τὸν εὐμορφαίνει ἡ λευκὴ καὶ μακρὰ γενειάδα του, βαστάζων τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν, μὲ τὸ πετραχῆλι τὸ ἀναποδογυρισμένον εἰς τὸν δεξιόν του ὧμον σπεύδει ἐν ὥρᾳ ἑσπερινοῦ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν».

Ἐπίσης, ὁ λόγιος τῆς Σκιάθου Ἰω. Ν. Φραγκούλας (Σκιάθος 1906 - Βόλος 1901) σημειώνει γιὰ τὸν παπα-Νικόλα:[11]

 «Ὁ Νικόλαος ἱερεὺς ἦταν παπποῦς τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὴν μητέρα του καὶ τὸ ἐπίθετό του ἦταν Πρωτόπαππας – Παπανικολάου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν χηρεία του ἔγινε ἱερομόναχος καὶ ὀνομάστηκε Νικηφόρος. Ἔκαμε καὶ δύο φορὲς (1871-1783) καὶ (1874-1878) ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Σκιάθο».

Ὁ παπα-Νικόλας εἶναι ἐπίσης ὁ ἱερέας ποὺ τελεῖ τὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως τοὺ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη στὶς 9 Ἀπριλίου 1851 καθὼς καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη στὶς 25 Νοεμβρίου 1850 http://καὶ ὑπογράφει τὴ ληξιαρχικὴ πράξη βαπτίσεώς τους ὡς «Νικόλαος ἱερεύς».[12]

Ἡ ὑπογραφὴ «Νικόλαος ἱερεύς» στὴ ληξιαρχικὴ πράξη βαπτίσεως τοῦ Ἀλέξ. Παπαδιαμάντη··Φώτης Δημητρακόπουλος, Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 27.


Ἀκόμη ὁ π. Γεώργιος Σταματᾶς, ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Σκιάθου, γράφει σχετικὰ μὲ τὸν παπα-Νικόλα:[13]

«Πρόκειται γιὰ τὸν ἱερέα Νικόλαο Φάλκο-Πρωτόπαπα-Παπανικολάου (Σκίαθος 1797-1883). Ἦταν θεῖος τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη καὶ ἱεράτευσε στο Κάστρο ἀλλὰ καὶ στὴν πολίχνη τῆς Σκιάθου. Εἶναι ὁ ἱερέας ποὺ βάφτισε τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ εἶχε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Σακελλάριου. Τὸν ἀναφέρει στὰ διηγήματά του ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης. [...]. Ὁ Μωραϊτίδης γιὰ τὸν θεῖο του παπα-Νικόλα, στὸ διήγημά του "Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου" γράφει χαρακτηριστικὰ γι αὐτόν:
 "Ὁ ἕνας ἐφημέριος, ὑψηλός, στερεός, μὲ τὰ χρυσᾶ του ἄμφια καὶ τὴν χρυσῆν του στόφαν, ὁ γέρο-Παπανικόλας ὁ θεῖος μου, ὁποὺ εἰς τὰς μεγάλας ἑορτὰς ἄλλαζεν ὄχι μόνον τὰ ράσα του, ἀλλὰ καὶ τὴν φωνήν του καὶ ὅλην τὴν παράστασίν του ἐν γένει· ὡμοίαζε μὲ τὸν ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ».

Ὁ παπα-Νικόλας ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη σὲ ἕξι διηγήματά του:[14] «Ἅγια καὶ πεθαμένα», «Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι», «Ρεμβασμὸς τοῦ δεκαπενταυγούστου, «Μάνα καὶ κόρη», «Ἡ Φόνισσα», «Ἡ Ντελησυφέρω».

 

Ἐφ. Ἀκρόπολις
φ.7.1.1902, σ. 2. 

ΚΕΙΜΕΝΟ

«ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΝ ΕΟΡΤΗΝ

ΧΑΡΑ ΣΤΑ ΦΩΤΑ ΤΑ ΣΤΕΓΝΑ

Εἶναι ἡ ποθεινοτέρα τῶν λαϊκῶν παροιμιῶν, τῆς ὁποίας ἡ ἐπαλήθευσις φέρει ὅλην τῆς γῆς τὴν εὐκαρπίαν:

Χαρὰ στὰ φῶτα τὰ στεγνὰ καὶ τὶς Λαμπρὲς βρεμένες

Νὰ φᾶμε σιμίθια φτάζυμα κουλοῦρες ζαχαρένιες.

Καὶ ἦταν ἀληθῶς στεγνὰ τὰ Φῶτα, μ’ ἕνα οὐρανὸν ἁμιλλόμενον πρὸς τὰ καταγάλανα βουνὰ τῆς Ἀττικῆς, μ’ ἕνα χρῶμα τοῦ Πεντελικοῦ, τὸ ὁποῖο θαρρεῖς καὶ ἦτο μαγικὴ ἀνταύγεια τοῦ Φαληρικοῦ κόλπου.

Τὴν πρωΐαν ὅτε μόλις ἐχάραζεν ἡ Ἀνατολή, τὴν ὥραν ὅπου οἱ φανοκόροι ἔσβυναν τοὺς φανοὺς καὶ μόλις ἔφθασαν τὰ κάρρα εἰς τὴν ἀγορὰν ἀπὸ τὸ λαχανοπάζαρον, ὁ ἄνεμος ἤρχετο παγωμένος ἀπὸ τὸν χιονισμένον Πάρνηθα. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον, ὅσον ἐξάνοιγεν ἡ ἡμέρα, ἀφοῦ ἀνέβη δυὸ καντάρια ὁ ἥλιος ἀπάνω εἰς τὸν ὁρίζοντα, ἐξεδιπλώθη ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν πρωτοχρονιάτικην ἀπειλὴν τοῦ χειμῶνος μία ἡμέρα θερμὴ καὶ νήνεμος καὶ ἡλιόλουστος, διὰ τὴν ὁποίαν ἠδύνατο νὰ κινήσῃ κατὰ τοῦ χειμῶνος ἡ ἄνοιξις μίαν ἀγωγὴν ἐπὶ ἰδιοποιήσει ξένης ἰδιοκτησίας.

*

Ἀλλὰ ἡ χθεσινὴ ἡμέρα ἀνῆκεν ὁλόκληρος εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν γειτόνων μας Πειραιωτῶν. Αὐτοὶ τὴν ἀπήλαυσαν καὶ ὅσοι κατῆλθον νὰ παρακολουθήσουν ἐκ τοῦ πλησίον τὴν θαλασσινήν μας ἑορτήν, συνοδεύοντες τὴν μεγαλοπρεπῆ πομπὴν τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Ἐκεῖ κάτω εἰς τοὺς λιμένας τῆς γείτονος πόλεως καὶ εἰς τὰς μαρμαρίνους προκυμαίας της ἐλαμποκοποῦσεν ἡ χαρὰ τῆς ἑορτῆς μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου.

Ὡς θὰ ἐλαμποκοποῦσεν συγχρόνως εἰς ὅλας τὰς Ἑλληνικὰς ἀκτὰς καὶ τὰς Ἑλληνικὰς νήσους ἡ χαρμόσυνος τῶν Φώτων ἡμέρα, ἀπὸ τὴν εὔμορφην σκούναν, ἐκείνην τὴν κυανόπρωρον μὲ τὸ ἄσπρο μποῦρδο ὁποῦ ἐσημαιοστολίσθη ὡς νύμφη, ἕως τὴν πλέον εὔμορφην "Κυράν", τοῦ τραγουδιοῦ, ἡ ὁποία πρωῒ-πρωῒ σηκώνεται καὶ στολίζεται νὰ πάει "στὰ Φῶτα καὶ στὸν Ἁγιασμό", καὶ ἡ ὁποία μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα στολίδια της:

 

Βάλει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστῆθι

καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερό βάλλει καμαροφρύδι....

 

**

Μ’ἐκεῖνον τὸν ἥλιον καὶ ἐκείνην τὴν πανηγυρικὴν νηνεμίαν τῆς χθεσινῆς ἑορτῆς, ὁποῦ θαρροῦσε κανεὶς ὅτι ἡ φύσις ὅλη ἔκθαμβος καὶ ἐξεστηκυία ἔβλεπε τῆς Γαλιλαίας τὸ ἱερὸν μυστήριον καὶ τοῦ Ἰορδάνου τὴν εὐδαιμονίαν, ὁ λιμὴν τοῦ Πειραιῶς ἦτο πολὺ γελαστὸς μὲ τὸν πολύχρωμον στολισμόν του. Ὅλα τὰ ἀτμόπλοια, πολεμικὰ καὶ ἐμπορικά, νὰ ἐν αὐτῷ ἐλλιμενισμένα, ἡ Μοῖρα τῶν Ποταμῶν ἡ πρὸ τῆς βασιλικῆς προκυμαίας, τὰ κάτασπρα ρωσσικά, πέραν πρὸς τὴν εἴσοδον, ὅλα ἦσαν σημαιστόλιστα. Τὰ δὲ ἱστιοφόρα γύρω-γύρω εἰς τοὺς δύο λιμένας, μικρὰ καὶ μεγάλα ὅλα μὲ τὰς σημαίας των καὶ τὰ σινιάλα των. Μπάρκα-  μπέστια, σκοῦνες καὶ γολετάκια, λεμονάδικα καὶ κρασάδικα, ξυλάδικα καὶ σιταράδικα εἰς ὅλας τὰς προκυμαίας καὶ τὰς ἀποβάθρας ἑώρταζον σημαιοφοροῦντα. Ἡ "Κατίνα" καὶ ἡ "Μαριγὼ" δίπλα εἰς τὸν "Μιαούλην", ἡ "Ευαγγελίστρια" εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ "Ταξιάρχη", χίλια δυὸ ὀνόματα καὶ χίλια δυὸ τρεχαντήρια λαδάδικα, ὅλα ἐπανηγύρισαν καὶ ἔβλεπες ὅλων τῶν ἐθνῶν ἀδελφωμέναι αἱ σημαῖαι νὰ ἀερίζονται πρὸς τὰς ἐλαφρὰς ἐκείνας αὔρας τῆς χθεσινῆς γαλήνης. Ἰταλικαὶ καὶ Αὐστριακαὶ μέσα εἰς τὴν πληθὺν τῶν  Ἀγγλικῶν, Ἑλληνικῶν καὶ Γερμανικῶν καὶ αὐτὴ ἡ Τουρκικὴ ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἀνεμίγνυε τὸ κατακόκκινο χρῶμα της μέσα εἰς τὴν τόσην πολύχρωμον ποικιλίαν.

***

Ἔξω εἰς τὰς μαρμαρίνους προκυμαίας τὰ ναυτόπουλα, οἱ γιομητζῆδες τῆς Ἑλλάδος ὅλης, καθαροντυμένοι ἐπεριεφέροντο ἀπάνω-κάτω ἡλιαζόμενοι, εὐθυμοῦντες πανηγυρίζοντες. Τῶν ἱστιοφόρων λοστρόμοι ἀγκαλιασμένοι μὲ διόπους τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ, Ἰταλοὶ μὲ τὶς πίπες, Ἐγγλέζοι λεπτοκαμωμένοι καὶ ξανθοὶ βόρειοι, ἐνῷ σ’ ἅμαξα περνοῦσαν οἱ Ρῶσσοι ὀκτὼ-ὀκτώ, ἐν φαιδρᾷ διαχύσει πανηγυρικῇ μὲ τὰ ἐρυθροκίτρινα σειρητάκια τῶν κούκων των ἀνεμιζόμενα.

***

Καὶ τί δὲν ὑπῆρχον μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου καθ’ ὅλην τὴν προκυμαίαν ἀπὸ τοῦ Τζελέπη μέχρι τοῦ Τελωνείου. Ὀργανέττα, γκάϊδες, φυσαρμόνικες, τὰ ὁποῖα μὲ τοὺς ποικίλους σκοπούς των ἐσχημάτιζον ὁμίλους πολυαρίθμους. Στραγαλατζῆδες, γλυκατζῆδες, πανοράματα, τηλέφωνα, φωνογράφοι, τόσοι ἄλλοι πωληταὶ πωλοῦντες ἡμεροδείκτας καὶ μανδηλάκια, ἀνέκοπτον τὸν περίπατον τὸν πολυθόρυβον προθέτοντες νέας φωνὰς καὶ νέαν τύρβην

—Μιὰ πεντάρα! Μιὰ πεντάρα!

Ἤκουες ἐδῶ.

— Αὐτὴ εἶναι ἡ Βενετία ἡ ξακουστὴ μὲ τὶς γόνδολές της.

Ἐξηκολούθει ὁ ἄλλος.

Ἐνῷ ἕνας τυφλὸς ραψῳδὸς σχηματίσας πυκνὸν κύκλον παρὰ τὸν Τιτάνειον κῆπον, ἐξετραγῴδει τὰς σφαγὰς καὶ τὰς δηώσεις τοῦ ’21, ὑψώνων θλιβερῶς τὴν πονεμένην φωνήν του καὶ δακρύων μυστηριωδῶς ἀπὸ τὰς σφαλιστὰς κόγχας του.

 

***

Ἕως οὗ οἱ σύγχρονοι πυροβολισμοὶ τῶν πολεμικῶν πλοίων καὶ αἱ σάλπιγγες τῶν Ποταμῶν ἀνήγγειλαν τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὅτε οὑτοστιγμεὶ ὡς διὰ μιᾶς κλωστῆς συνδεδεμένα  κατεβιβάσθησαν ὅλα μαζὶ τὰ σινιάλα τῶν πολεμικῶν σκαφῶν.

—Ποῖος ἐπῆρε τὸν Σταυρόν; Ἠρώτησα ἀπερχόμενος.

—Κανένας. Τώρα ὁ Δεσπότης ἔχει δεμένον τὸν Σταυρὸν μὲ μίαν κορδέλλαν, τὸν ρίπτῃ τρεῖς φορὲς εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸν τραβᾷ κατόπιν. Γιὰ νὰ μὴν σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι ποιὸς θὰ τὸν πρωτοπάρῃ.

Ἄλλ’ ὁ παπα-Νικόλας εἰς τὴν πατρίδα μου ἦτο εὐφυέστερος ἀπὸ τὸν Δεσπότην τοῦ Πειραιῶς. Ἐκεῖνος ὁ μακαρίτης δὲν ἔδενεν τὸν Σταυρόν, ἀλλ’ ἔδενεν ἕνα μισερόν, ἕναν σακάτην πάμπτωχον. Τὸν ἔδενε μὲ ἕνα σχοινὶ ἀπὸ τὴν μέση, ἔδενε καὶ τὸν Σταυρὸν στὰ χέρια τοῦ μισεροῦ καὶ τὸν σφενδόνιζε μὲ τὰς μακράς του χεῖρας εἰς τὸ πέλαγος. Ἕως οὗ δὲ οἱ κολυμβηταὶ οἱ βυθιζόμενοι εἰς τὰ ὕδατα συλλάβωσιν τὸν σακάτην καὶ ἁρπάσουν τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τὰς χεῖρας του, ὁ παπα-Νικόλας ἔσυρεν ἔξω, διὰ τοῦ σχοινίου, τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον, ὅστις μετ’ὀλίγον ἀλλαγμένος, μὲ τὰ στραβὰ ποδαράκια του, τὰ στραβὰ χεράκια του, κοντούτσικος, τόσος δά, περιήρχετο τὴν πόλιν, συνάζων σφάντσικα, βαστάζων ἐπὶ δίσκου ἐντὸς δενδρολίβάνου καὶ ταμπαρρόριζας τὸν Σταυρόν..... Ὁ Χταπόδης ὅμως ὁ μονόχειρ, ἀπολέσας τὴν χεῖραν του εἰς τὴν διὰ δυναμίτιδος ἁλιείαν, ἕνας ἀθλητὴς ἕως ἐκεῖ ἐπάνω, μιὰ χρονιὰ τοῦ τὴν κατάφερε καλὰ τοῦ Παπανικόλα.

Ἁρπάσας τὸν σακάτην μόλις ἐκσφενδονισθέντα, ἐξήγαγεν αὐτὸν εἰς τὴν ἀκτήν. Εἶτα περιαγαγὼν τὸν Σταυρὸν ἐστολισμένον ἐν τῷ δίσκῳ ἐμοίρασε μὲ τὸν πτωχὸν τὰ συναχθέντα ἀργυρὰ κέρματα....

***

Οὕτω σὰν λυπημένοι χθὲς ἐθεώρουν ἀθλητικοί τινες τὸ καταργηθὲν ἔθιμον, "στεγνὰ" δι ἄλλον αὐτοὶ λόγον ἀποκαλέσαντες τὰ Φῶτα, διότι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ βγάλουν τίποτε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἀναμένουν δὲ τώρα λοιπὸν οὗτοι τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἑτέρου ἡμίσεως μέρους τῆς λαϊκῆς παροιμίας, νὰ ἔλθουν τοὐλάχιστον "βρεγμένες οἱ Λαμπρές" γιὰ νὰ "φάγουν σιμίθια, φτάζυμα, κουλούρια ζαχαρένια"...

Ὁ ταξειδιώτης»



[1] . Ὁ ταξειδιώτης , «Χαρὰ στὰ Φῶτα τὰ στεγνά», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7.1.1902, σ. 2.

[2]. Ἀλ. Μωραϊτίδης, «Χαρὰ στὰ Φῶτα τὰ στεγνά», Τρεῖς Ἱεράρχαι, 672 (1928) 12-13.

[3]. Ἡ ἐφ. Σκρίπ, (φ. 7. 1. 1902, σ. 2.), ἀναφερόμενη στὶς κλιματικὲς συνθῆκες τῆς ἡμέρας σημειώνει, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι: «Ἡ ἔκτακτος διαύγεια τοῦ οὐρανοῦ συνέβαλεν εἰς τὴν μεγαλοπρεπεστέραν διεξαγωγὴν αὐτῆς». Καὶ στὴν ἐφ. Ἐμπρός, ὁ ἀνώνυμος ἀρθρογράφος της δηλώνει σχετικὰ μὲ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες τῆς ἡμέρας: «Ὑπὸ τὴν χαρμονὴν φωτὸς καὶ θαλπωρῆς γλυκυτάτης ἐτελέσθη χθὲς εἰς τὴν γείτονα πόλιν ἡ ποιητικὴ ἑορτὴ τῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ»· Ἀνώνυμος, «Ἡ χθεσινὴ ἑορτὴ τῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ἁγιασμὸς τῶν Ὑδάτων ἐν Πειραιεῖ», ἐφ. Ἑμπρός, φ. 7.1 1902, σ 2.

[4]. Βλ. Ἀνώνυμος, «Ἡ χθεσινὴ ἑορτὴ τῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ἁγιασμὸς τῶν Ὑδάτων ἐν Πειραιεῖ», ἐφ. Ἐμπρός, φ. 7.1.1902, σ. 2,ὅπου ὁ ἀνώνυμος ἀρθρογράφος τοῦ Ἐμπρὸς σημπληρώνει: «Μετὰ τὸ πέρας τῆς δοξολογίας ἐγένετο μετὰ ἐκκλησιαστικῆς πομπῆς ἡ περιφορὰ τοῦ Σταυροῦ συνοδεύοντος ναυτικοῦ ἀγήματος ἐξ ὀγδόντα ναυτῶν ὑπὸ τὸν ἀνθυποπλοίαρχον κ. Ρεδιάδην καὶ προπορευομένης τῆς ὑπὸ τὸν ἀρχιμουσικὸν κ. Σάιλερ φιλαρμονικῆς μουσικῆς».

 

[5] Βλ. Ἀνώνυμος, «Ἡ χθεσινὴ ἑορτὴ. Ὁ Ἁγιασμὸς τῶν Ὑδάτων. Εἰς τὸν Πειραιά», Ἐφ. Ἄστυ, φ. 7.1.1902, σ. 2, ὅπου ὁ ἀνώνυμος συντάκτης ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι: «Ἡ πομπὴ διελθοῦσα διὰ τῶν ὁδῶν Ἀθηνᾶς, Σωκράτους καὶ Σωτείρας ἔφθασεν πρὸ τῆς Βασιλικῆς ἀποβάθρας ἔνθα περὶ τὴν 10 ½ ὥραν ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως ἡ κατάδυσις τοῦ Σταυροῦ εἰς τὴν θάλασσαν, ὑπὸ τοὺς κανονιοβολισμοὺς τῶν ἐν τῷ λιμένι πολεμικῶν πλοίων καὶ τοὺς ἤχους τῆς φιλαρμονικῆς μουσικῆς».

[6] Βλ. Ἐφ. Σφαίρα, φ. 7. 1. 1902, σ. 1-2, ὅπου ἐπίσης δηλώνεται ὅτι: «Τὴν 101/2 ἐγένετο ἔξοδος τῆς Λιτανείας ἐκ τοῦ ναοῦ καὶ εἵπετο ὁ ἱερὸς κλῆρος οὗτινος ἡγεῖτο ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος πρὼην Πατρῶν κ. Ἀβέρκιος, οἱ κ. κ. Πρόξενοι, ὁ Δήμαρχος κ. Τρ. Μουτζόπουλος μετὰ τοῦ Δημοτικοῦ σώματος, αἱ ἀρχαὶ τῆς πόλεως καὶ χιλιάδες λαοῦ. Ἄγημα ἐξ ὀγδοήκοντα ναυτῶν ἀπήρτιζε τὴν τιμητικὴν φρουρὰν τῆς πομπῆς, ἡ δὲ Φιλαρμονικὴ μουσική τοῦ Δήμου ἐπαιάνιζε κατάλληλα ἐμβατήρια. [...] Ἅμα τῆς καταδύσει τοῦ Σταυροῦ ἐγένετο σημεῖον δι ἐρυθρᾶς μικρᾶς σημαίας ἐκ τοῦ ἀνωτέρου πυργίσκου τῆς Δημαρχίας καὶ πάντα τὰ πλοῖα ἐκανονιοβόλησαν ἐνῷ τὰ πλήθη ἔκαμαν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ.

Καὶ μετεῖχε τόσης θρησκευτικῆς ἐξάρσεως ἡ στιγμὴ ἐκείνη.

Μετὰ τὴν λῆξιν τῆς τελετῆς ὅλος ὁ κόσμος ἐξεχύθη εἰς τὸν Τιτάνειον κῆπον ἔνθα ἐπαιάνιζε μέχρι τῆς μεσημβρίας ἡ φιλαρμονικὴ τοῦ Δήμου. Καὶ ἐνεθυμεῖτο κανεὶς παλαιῶν ἡμερῶν εὐκλείας τοῦ Τιτανείου κατὰ τὴν χθεσινὴν πανήγυριν, μὲ τὸν φοβερὸν συνωστισμόν, μὲ τὴν τόσην κίνησιν, τὴν τόσην φαιδρότητα [...].

"Ἡρ." (=Ἡρακλῆς Παπαμανώλης)».

[7]. Δίστιχο γνωμικὸ μετεωρολογικοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ ἐδῶ μὲ μεταφορικὴ ἔννοια. Ἀπαντᾶ μὲ πολλὲς παραλλαγές.

[8]. Σιμίτι< σιμίτ< ἀρχαία ἑλλην. σεμίδαλις (ἀντιδάνειο)· κουλούρι μὲ σουσάμι γύρω-γύρω, κουλούρι Θεσσαλονίκης.

[9]. Στερεοτυπικὸ δίστιχο ποὺ ἀπαντᾶ σὲ δημοτικὰ ταργούδια, ἰδιαίτερα στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Πηλίου, καὶ ἐξυμνεῖ τὴ γυναικεία ὀμορφιά.

 

[10] Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, περιγραφαί, ἐντυπώσεις, ἐκδ. Σιδέρη, τ. Δ΄, σ. 97. Στὸ ἔργο αὐτό, ἐπίσης, ὁ Μωραϊτίδης, στὶς σελ. 97-101, περιγράφοντας τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν πανήγυρι τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Κονίστριας, ἀναφέρει γιὰ τὸν παπα-Νικόλα:

«Ἀφοῦ τὸ Μοναστηράκι της τὸ διέλυσαν, ἡ εἰκὼν ἡ θαυματουργὸς μένει εἰς τὸ χωρίον, καὶ μία φορὰ τὸν χρόνον, κατὰ τὴν πανήγυριν τῶν Εἰσοδίων, ὁ παπᾶ-Νικόλας τὴν φέρει μὲ δόξαν καὶ τόσην λαμπρότητα εἰς τὸ ἀρχαῖόν της τέμενος [...] Ἀλλ ’ἡ γρηὰ ἡ Ἀχτίτσα [...] κοντανασαίνουσα καὶ ποθοῦσα να συνοδεύσῃ τὴν λιτανείαν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Παναγίας, ὡς παρθένος λαμπαδηφοροῦσα, ὅταν ὁ παπᾶ-Νικόλας θὰ πατήσῃ τὸ κατώφλιον τοῦ ναοῦ, εἰσάγων τὴν Παναγίαν εἰς τὸ Ἱερόν, ἀπαράλλαχτα ὡς ὁ ἀρχιερεὺς Ζαχαρίας εἰσήγαγε τὴν Θεοτόκον εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Νὰ εἶναι ἡ γρηὰ ἡ Ἀχτίτσα δίπλα του τότε, ἀπαράλλακτα, ὡς αἱ λαμπαδηφόροι παρθένοι τότε συνώδευσαν εἰς τὸν ναὸν τὴν Ἀειπάρθενον. Καὶ εἶχε τὸ δικαίωμα τοῦτο ἡ γρηὰ-Ἀχτίτσα, κάθε χρόνον νὰ ἐντρυφᾷ εἰς τὴν θείαν αὐτὴν ἀπόλαυσιν, παρθενεύουσα καὶ ἁγνεύουσα ἐν μοναξίᾳ. Αἴφνης ὁ παπᾶ -Νικόλας ἐγονάτισεν ἐπανω εἰς μίαν κορυφήν, ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα ὑπερύψηλον πεῦκον [...] Ὀλίγον ἀκόμη καὶ τὸ ἔρημον ἀσκητήριον σείεται ἐκ θεμελίων ἀπὸ τὰ βροντοφωνήματα τοῦ παπᾶ-Νικόλα, εἰσάγοντος τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν εἰς τὸν ναὸν καὶ ψάλλοντος μὲ τὴν ἑορταστικὴν φωνήν του :

"—Ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ παρθένος, τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα τὴν ἐν Πνεύματι θείῳ ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ. Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος".

Ἡ γρηὰ Ἀχτίτσα, ἀνάψασα τὴν λάμπαδίτσα της, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ παπᾶ-Νικόλα, ἐνῶ ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ἐπιβραδύνας ἱκανὴν ὥραν, δὲν ἐπρόφθασεν οὐδὲ τὸ τρίτον τσίπουρον, τὸ ὁποῖον ἐμοίρασεν εἰς τοὺς προσκυνητὰς ὁ δήμαρχος τοῦ χωρίου, τρισσεύσαντας πλέον καὶ διασπαρέντας διὰ τὸ δεῖπνον. Μόλις δὲ εὗρε μίαν σταγόνα διὰ νὰ βρέξῃ τὸ στόμα του, ξηρὸν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἀδειάζων τὸ παγοῦρι τοῦ παπα-Νικόλα καὶ ψιθυρίζων πάλιν:

—Καλὰ σὲ εἶπαν Παπατρέχα!...».

[11] . Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Σκιαθίτικα Β΄, ἐκδ. Ἰωλκός, Ἀθήνα 1979, σ. 105.

[12]. Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 35· Φώτης Δημητρακόπουλος, Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 27.

«Ἀρ. πράξ. 33

25 Νοεμβρίου 1850

Ἐβαπτίσθη ὁ υἱὸς τοῦ Δημ. Γ. Μωραϊτίδου καὶ Συνιώρας νομίμου συζύγου του ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, γεννηθεὶς τὴν 15ην Ὀκτωβρίου ἐ ἔ. Καὶ ὠνομάσθη Ἀλέξανδρος, ἀνεδέξατο αὐτὸν ἐκ τῆς Ἱερᾶς Κολυμβήθρας ὁ Εὐαγγέλης Λιβαδᾶς, ὡς μαία δὲ παρευρέθη ἡ μαία Συραϊνὼ Παλαλᾶ.

Νικόλαος ἱερεύς».

 

 «Ἀρ. πράξ. 10

9 Ἀπριλίου 1851

Ἐβαπτίσθη ὁ υἱὸς τοῦ Ἀδαμαντίου ἱερέως καὶ Γκουλιῶς νομίμου συζύγου αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, γεννηθεὶς τὴν 4ην Μαρτίου ἐ. ἔ. καὶ ὠνομάσθη Ἀλέξανδρος, ἀνεδέξατο αὐτὸν ἐκ τῆς Ἱερᾶς Κολυμβήθρας ὁ Κωνσταντῖνος Ἀλ. Μωραΐτου, καὶ ὡς μαία δὲ παρευρέθη ἡ μαία Συραϊνὼ Παλαλᾶ.

Νικόλαος ἱερεύς».

[13]. π. Γεώργιος Ἀθ.Σταματᾶς, Ὁ ἱερὸς μητροπολιτικὸς ναὸς Τριῶν Ἱεραρχῶν Σκιάθου, ἐκδ. Τροχαλία, Σκιάθος 1998, σ. 49-50,ὅπου ἐπίσης προσθέτει ὅτι: «Ὁ παπα-Νικόλας ἀπεβίωσε στὶς 4 Αὐγούστου 1883, πλήρης ἡμερῶν,σὲ ἡλικία 86 ἐτῶν».

[14].Στὸ ἴδιο σ. 50.

                                                                                                                Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ.  Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) φ. 1100, σ. 15-18.