Ὁ Κουτσοφλέβαρος *
ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ
Ἰδιαίτερο
χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Σκιαθίτη λογίου καὶ ἀκαδημαϊκοῦ
Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη (Σκιάθος, 1850-1929), εἶναι
τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν λαογραφικῶν στοιχείων ποὺ παραθέτει. Τόσο
τὰ διηγήματά του, ὅσο καὶ τὰ χρονογραφήματα καὶ τὰ ταξιδιωτικά του ἄρθρα βρίθουν
λαογραφικῶν ἀναφορῶν· ἀκόμη
καὶ τὰ δραματουργικά του.
 |
Ἡ προτομὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου
Μωραϊτίδη
στὸ Μπούρτζι τῆς Σκιάθου.
Ἔργο τοῦ καταξιωμένου γλύπτη
Νικολάου
Παυλοπούλου,
γνωστοῦ ὡς Νικόλα,
τὸ ὁποῖο ἔχει χαρακτηριστεῖ
ὡς νεώτερο μνημεῖο.
|
Τὴν
Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 1902 δημοσιεύεται πρωτοσέλιδα στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις»
τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, μὲ τὴν ὁποία συνεργαζόταν ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ‒καθὼς διατηροῦσε καὶ στενὴ
προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν ἐκδότη‒ τὸ χρονονογράφημά του «Ὁ Κουτσοφλέβαρος».
Καταχωρίζεται στὴ στήλη «Ἀπὸ τὸ μηνολόγιον τῶν παρατηρήσεων» καὶ συγκροτεῖται ἀπὸ
πέντε ἐπιμέρους ἑνότητες, ἐνῶ ὡς ὑπότιτλοι στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου σημειοῦνται:
Οἱ προλήψεις τοῦ λαοῦ ‒ Ἡ πονηρία
τῶν χωλῶν - Θερμάστρα μπέρτα καὶ ἀμυγδαλῆ - Ὁ ἅγιος Τρύφων ‒ Ἀστυφύλακες,
φρουροὶ καὶ σαλεπιτζῆδες ‒ Ὁ θάνατος τῆς ἀμυγδαλῆς
Ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης ὑπογράφει τὸ ἄρθρο
ὡς «Ὁ ταξειδιώτης»· μὲ τὸ πλέον σύνηθες τῶν δημοσιογραφικῶν του ψευδωνύμων.
Σχολιάζει, μὲ τὸν χαριτολογικὰ σκωπτικὸ του λόγο, τὰ
ἰδιαίτερα λαογραφικὰ χαρακτηριτικὰ τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου ὅπως αὐτὰ σώζονται στὴν
παράδοση τῶν προλήψεων καὶ παροιμιακῶν ἐκφράσεων, ποὺ παραδίδονται μέσα ἀπὸ τὶς
λαϊκὲς δοξασίες, τοὺς μύθους, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ
παράδοση, τὶς καιρικὲς ἰδιαιτερότητές του καὶ πῶς αὐτὲς ἐπηρεάζουν τὸ φυσικὸ
περιβάλλον καὶ τὴν καθημερινότητα στὴν πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου. Ἡ
γλώσσα τοῦ χρονογραφήματος εἶναι ἁπλὴ καθαρεύουσα μὲ ἔνθετα δημώδη στοιχεῖα, ‒κυρίως στὰ διαλογικὰ μέρη‒ συνήθης στὸν γραπτὸ λόγο τῶν ἐφημερίδων
τῆς ἐποχῆς. Τὸ δημοσίευμα καταλογογραφεῖται στὴ διατριβὴ τῆς Ροδάνθης-Βαλερᾶ
Κουνάβα,
καταχωρίζεται
στὰ ἄρθρα ποὺ δὲν ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ βιβλίο καὶ ἀποτελεῖ μία ψηφίδα στὸ ψηφιδωτὸ τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ μοναχοῦ
Ἀνδρόνικου· τοῦ κατὰ κόσμον Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη.
 |
Ὁ Φλεβάρης - Ἅϊ Τρύφωνας
κάνει ἔναρξη τῶν ἀγροτικῶν ἐργασιῶν
ἐν ὄψει τῆς ἄνοιξης.
Καὶ μὲ τὸ τσαπράζι στὸ χέρι
βάνει ἐμπρὸς νὰ κλαδεύει τ’ἀμπέλια
του.
Μικρογραφία ἀπὸ τὸ
Καλαντάρι τῆς Fulda. Βερολίνο.
Ἐθνικὴ Πινακοθήκη
(πηγή: T.P. Higuera, “MedicalCalendars’’)·
Καθημερινή.
Επτὰ Ἡμέρες, 4 Φεβρ. 2001,
σ. 10.
|
Ἀναφερόμενος στὸ πρῶτο συνθετικὸ
τοῦ παρωνυμίου τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου σχολιάζει, πὼς ὅπως τὰ ἄτομα ποὺ ἔχουν κάποιο φυσικὸ ἐλάττωμα,
μὶα ἀναπηρία, γιὰ νὰ τὴν ἀντιρροπήσουν, ἀναπτύσσουν σὲ αἰσθητὰ μεγαλύτερο τοῦ
φυσιολογικοῦ βαθμὸ ἄλλες αἰσθήσεις καὶ ἰδιὀτητες, ἔτσι κι ὁ Φεβρουάριος στὴν
χωλότητα τῶν ἡμερῶν του, ὡς Κουτσοφλέβαρος,
παραθέτει, κατὰ τὸν ἀρθρογράφο καὶ τὴν λαϊκὴ πίστη, τὴν πονηρία καὶ τὴ διάθεση
καιρικῆς ἐξαπατήσεως τοῦ κόσμου, μὲ τὰ ἔντονα καιρικὰ φαινόμενα ποὺ τὸν
συνοδεύουν καὶ ἀκολουθοῦν τὶς ἡλιόλουστες ἀλκυονίδες ἡμέρες τοῦ Ἰανουαρίου.
Μόνη ἡ ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ ἀντιστέκεται καὶ ἐπιμένει νὰ φέρει τὴν εὐώδη ἀνθοφορία
της, ὅσο μεγάλη κι ἂν εἶναι ἡ κακοκαιρία τοῦ Κουτσοφλέβαρου:
«Ὑπάρχει πρόληψις παρὰ τῷ λαῷ ὅτι αἱ σωματικαὶ ἐλλείψεις τοῦ ἀνθρώπου ἐπαυξάνουσι
τὰς ψυχικὰς αὐτοῦ δυνάμεις εἰς βαθμὸν ἐκπλήσσοντα ... Ἀπόδειξις τρανὴ εἶνε ὁ
Κουτσοφλέβαρος, ὅστις μέσα εἰς τὰς ὡραίας ἐκείνας τοῦ Ἰανουαρίου ἡμέρας, τὰς ἡλιολούστους
καὶ θερμὰς προέβαλε μὲ τὰς κολοβὰς ἡμέρας του, δριμὺς καὶ παγετώδης ... ἡ ἀμυγδαλῆ
τὰς τελευταίας ἐκείνας ἡλιοφεγγεῖς ἡμέρας καὶ παρουσίασε μὲ ἀνυπόμονον παιδικὴν
χαρὰν τὰ λευκοπόρφυρα ἄνθη της εὐμορφοστολισμένους κλώνους, γαρνιρισμένους μὲ τὰ
καταπράσινα φύλλα της, τὸ πρῶτον χαρμόσυνον τοῦ ἔαρος χαιρέτισμα. ...»
 |
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
11 Φεβρ. 1902, σ.1. |
Οἱ ἀνθρώπινες δραστηριότητες ἐπηρεάζονται
ἀπὸ τὶς καιρικὲς ἰδιαιτερότητες τοῦ Φεβρουαρίου, ἀλλὰ τελικά, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ
τὴν ἀναμονὴ τῆς ἐπικειμένης ἀνοίξεως, καταφέρνουν νὰ ξεπεράσουν τὶς ὅποιες
δυσκολίες καὶ ἀντιξοότητες. Οἱ πλανοδίως ἐργαζόμενοι (σαλεπιτζῆδες, ἀστυνομικοί,
μανάβηδες) εἶναι τὰ κύρια θύματα τῶν καιρικῶν δυστροπιῶν τοῦ Φλεβάρη, οἱ ὁποῖοι
ὅμως μηχανεύονται διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν ἐνῶ ‘‘θύματά’’
του εἶναι καὶ τὰ νοικοκυριὰ ποὺ δὲν ἔχουν
κάμει ἐπαρκῆ προμήθεια καυσοξύλων γιὰ θέρμανση:
«...
οἱ δὲ σαλεπιτζῆδες ἔγειναν ἄφαντοι, καταλιπόντες τὰς γωνίας καὶ τὰ τρίστρατα καὶ
μόνον παρὰ τὰς εἰσόδους τῶν νυκτερινῶν καφῳδείων, τρυπωμένοι πίσω ἀπὸ τὴν
πόρτα, ἀνευρίσκοντας καὶ εἰς τοὺς σιδηροδρομικοὺς σταθμούς, ζαρωμένοι εἰς τὰ
σκουτιά των. Αἱ ὁδοὶ εἶνε ἔρημοι διαβατῶν τὴν νύκτα, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ οἱ ἀστυφύλακες
ἐγκατέλιπον χωμένοι κάτω εἰς τὰ ὑπόγεια καφε-σαντάν, τῶν μεγάλων κέντρων».
Τἐλος, οἱ ἔχοντες κήπους καὶ
περιβόλια πρέπει νὰ φροντίσουν τὸ κλαδεμα τῶν δένδρων πρὶν τὴν ἔκρηξη τῶν χυμῶν
τῆς ἄνοιξης πάντα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ‘‘προστάτη’’ τῶν τρυφερῶν, τοῦ ἁγίου
Τρύφωνος, μὲ τὸν ὁποῖο ἄλλωστε ὁ μήνας Φεβρουάριος, λειτουργικά, ἀνοίγει τὴν αὐλαία
του:
«Οἱ
κλαδευταὶ ἔσπευσαν νὰ κλαδεύσουν τὶς κρεβαταριὲς μὴ ἀρχίσῃ τὸ δάκρυ τῆς ἀνοίξεως,
καὶ ὁ ἅγιος Τρύφων,
ὁ ἔφηβος καλλιεργητής, μὲ τὸ κλαδευτεράκι του, ὁποῦ εἶνε ‘‘γιὰ τὰ τρυφερά’’, εὗρεν
ἀμπέλους καὶ περιβόλια ὅλα κλαδευμένα...»
 |
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 11 Φεβρ. 1902, σ.1,
μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη
μὲ
τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο
«Ὁ ταξειδιώτης».
|
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, στὸ
χρονογράφημά του, περιγράφει μετ᾿ ἔρωτος τὴν
φύσιν καὶ ζωγραφεῖ μετὰ στοργῆς τὰ
γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου στὴν Ἀθήνα. Ὅπως
δηλώνει καὶ ὁ Καρπενησιώτης λόγιος Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (1850-1940) στὰ
χρονογραφήματά του «Ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος», δίδει
μόνον ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους ... τὸν θησαυρὸν τῆς φυσιολατρίας του, τὸν πόθον τῆς
ἁπλῆς ζωῆς καὶ τὴν εὐλάβειάν του. Δὲν
εἶναι δὲ καθόλου ὑπερβολικὸ νὰ λεχθεῖ γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη καὶ τὸ ἔργο
του πώς, ὅσο τὸν κοιτάζεις τόσο νοστιμίζει·
ὅσον
κοιτάζεις τὸν συγγραφέα πού, ζωγράφιζε μὲ
τὴν ἴδια τρυφερότητα τοὺς ἁγίους τῶν ἐρημικῶν τέμπλων καὶ τὶς ὤμορφες γυναικοῦλες
τοῦ νησιοῦ του.
ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟΝ ΤΩΝ
ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΩΝ
Ο
ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ
Αἱ
προλήψεις τοῦ λαοῦ. — Ἡ πονηρία τῶν χωλῶν. —Θερμάστρα μπέρτα καὶ ἀμυγδαλῆ. —Ὁ ἅγιος
Τρύφων. —Ἀστυφύλακες φρουροὶ καὶ σαλεπιτζῆδες. —Ὁ θάνατος τῆς ἀμυγδαλῆς.
Ὑπάρχει
πρόληψις παρὰ τῷ λαῷ ὅτι αἱ σωματικαὶ ἐλλείψεις τοῦ ἀνθρώπου ἐπαυξάνουσι τὰς
ψυχικὰς αὐτοῦ δυνάμεις εἰς βαθμὸν ἐκπλήσσοντα.
Ἐγνώρισα τυφλόν, ὅστις διὰ τῆς ἀφῆς
μόνον διέκρινε τὰ διάφορα χρυσᾶ νομίσματα τῶν ἐθνῶν ἐπιψαύων αὐτὰ ἐλαφρῶς, μετὰ
γνώσεως τελειοτάτης.
— Αὐτὸ εἶναι ναπολεόνι!
ἔλεγε.
— Καὶ τοῦτο πάλιν εἶναι κότσος, ἀπήντα
ψαύων τὴν ἀγγλικὴν λίραν.
Γνωρίζω καὶ τυφλήν, ἡ ὁποία
διακρίνει πότε εἶναι φαιδρὸς κανεὶς καὶ πότε μελαγχολικός. Ἀντιλαμβάνεται
πάραυτα, ἐὰν τὸ δωμάτιον εἰς ὃ εἰσέρχεται εἶνε μικρὸν ἢ μέγα, ἂν εἶνε καλῶς ἐπιπλωμένον
ἢ πενιχρόν.
*
Ἀλλ’ ἡ πονηρία εἶνε τὸ φυσικὸν
προτέρημα τῶν χωλῶν.
— Μωρὲ τὸν κουτσούλιακα!
Ἀπόδειξις τρανὴ εἶνε ὁ
Κουτσοφλέβαρος, ὅστις μέσα εἰς τὰς ὡραίας ἐκείνας τοῦ Ἰανουαρίου ἡμέρας, τὰς ἡλιολούστους
καὶ θερμὰς προέβαλε μὲ τὰς κολοβὰς ἡμέρας του, δριμὺς καὶ παγετώδης.
— Πάει ὁ χειμῶνας! ἔλεγεν ἔμψυχα
καὶ ἄψυχα τὴς προάλλαις.
Κ᾿ ἔβλεπες τὴν φύσιν ἔξω νὰ
πρασινοβολῇ καὶ ν᾿ ἀνθίζῃ. Κ᾿ ἔβλεπες τοὺς ἀνθρώπους μέσα νὰ πετοῦν φανέλλας καὶ
σκεπάσματα, προσαναμένοντες πλέον τὴν ἄνοιξιν.
— Μᾶς ἀφάνισε πλειὰ αὐτὴ ἡ θερμάστρα! Ξύλα καὶ
ξύλα! ἔλεγεν ἡ οἰκονόμος οἰκοδέσποινα, ἀποκαμοῦσα νὰ πληρώνῃ 4 λεπτὰ τὴν ὀκὰ τὰ
ξύλα.
— Ἔσκασα πλειά! Εἶπε καὶ ἡ
φιλάρεσκος, ἀνυπομονοῦσα νὰ φορέσῃ τὸ ἁπλοῦν ποκαμισάκι της ἀντὶ τῆς ὀγκώδους
καὶ βαρείας μπέρτας.
— Νὰ κ᾿ ἐγώ! Εἶπε καὶ ἡ ἀμυγδαλῆ
τὰς τελευταίας ἐκείνας ἡλιοφεγγεῖς ἡμέρας καὶ παρουσίασε μὲ ἀνυπόμονον παιδικὴν
χαρὰν τὰ λευκοπόρφυρα ἄνθη της, εὐμορφοστολισμένους κλώνους, γαρνιρισμένους μὲ
τὰ καταπράσινα φύλλα της, τὸ πρῶτον χαρμόσυνον τοῦ ἔαρος χαιρέτισμα.
Οἱ κλαδευταὶ ἔσπευσαν νὰ
κλαδεύσουν τὶς κρεβαταριὲς μὴ ἀρχίσῃ τὸ δάκρυ τῆς ἀνοίξεως, καὶ ὁ ἅγιος Τρύφων,
ὁ ἔφηβος καλλιεργητής, μὲ τὸ κλαδευτεράκι του, ὁποῦ εἶνε ‘‘γιὰ τὰ τρυφερά’’, εὗρεν
ἀμπέλους καὶ περιβόλια ὅλα κλαδευμένα...
**
— Ἔτσι λέτε σεῖς; Νὰ κ᾿ ἐγώ, εἶπε
καὶ ὁ Κουτσοφλέβαρος, ὁ μισερὸς καὶ παμπόνηρος μῆνας, καὶ ἐπέπνευσεν ἐπὶ τῆς γῆς
σκληρὸς καὶ ξηρός, ἀγριώτερος καὶ ἀπὸ τὸν Δεκέμβριον.
Ἐν τῇ θαλάσσῃ μαίνεται ἡ ἀγριωτέρα
τρικυμία αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἐν δὲ τῇ πόλει μετὰ βιαίας δυνάμεως ἐξεγείρεται ὁ
κονιορτὸς τῶν ὁδῶν πρὸς τὰς παγωμένας πνοὰς τοῦ ἀνέμου, ὅστις μετὰ συριγμῶν ἀδιακόπων
κατέρχεται ἀπὸ τῆς Πάρνηθος, τυλιγμένης ὅλης
μέσα εἰς τὸν ἀσπροκίτρινον πυκνόν της μανδύαν, ὡς φρουρὸς τῶν φυλακῶν τοῦ
Παλαιοῦ Στρατῶνος, ὅλος ἀκίνητος ἐπάγωσεν ἐν τῇ σκοπιᾷ του, ὄγκος ἄμορφος μέσα
εἰς τὴν βαρείαν καὶ ξηρὰν τεφρὰν κάππαν του.
***
Τὸ ψῦχος εἶναι ἐπαισθητόν, ἰδίως
τὴν νύχτα, οἱ δὲ σαλεπιτζῆδες ἔγειναν ἄφαντοι, καταλιπόντες τὰς γωνίας καὶ τὰ
τρίστρατα καὶ μόνον παρὰ τὰς εἰσόδους τῶν νυκτερινῶν καφῳδείων, τρυπωμένοι πίσω
ἀπὸ τὴν πόρτα, ἀνευρίσκοντας καὶ εἰς τοὺς σιδηροδρομικοὺς σταθμούς, ζαρωμένοι εἰς
τὰ σκουτιά των. Αἱ ὁδοὶ εἶνε ἔρημοι διαβατῶν τὴν νύκτα, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ οἱ
ἀστυφύλακες ἐγκατέλιπον χωμένοι κάτω εἰς τὰ ὑπόγεια καφε-σαντάν, τῶν μεγάλων
κέντρων.
Τὰ λάχανα μαραμμένα κομίζονται εἰς
τὴν ἀγοράν, χωρὶς δροσερότητα καὶ χωρὶς φρεσκάδα. Τὰ δὲ ἀρνάκια καὶ τὰ μεγάλα
τεμάχια τοῦ βῳδινοῦ ἀποξηραμένα παρατίθενται εἰς τὰ κρεωπωλεῖα, στεγνὰ καὶ
ζαρωμένα ὡς γηράσαντα σώματα.
Καὶ τὰ κάρρα τῶν Νευροσπάστων καὶ
τῶν φασουλήδων ἐξηφανίσθησαν καὶ αὐτά, διότι οἱ διαβάται παρέρχονται σπεύδοντες
μὲ μελανιασμένα ἀπὸ τὸ ψῦχος πρόσωπα.
***
— Ὁ Κουτσοφλέβαρος! Λέγουν τώρα ὅλοι
παραπονούμενοι διὰ τὴν αἰφνιδίαν αὐτὴν ἐξαπάτην, ἥτις δὲν εἶνε καὶ ἀπροσδόκητος,
ἐν σχέσει πρὸς τὴν γνωστὴν τοῦ χωλοῦ μηνὸς πονηρίαν.
Ὅλοι ὅμως θὰ προλάβουν νὰ
προφυλαχθοῦν, ὅσοι γνωρίζοντες αὐτὴν ἦταν ἐπιφυλακτικοί, γέροντες τῆς πείρας
διδάσκοντες τοὺς νεωτέρους:
— Μὴ βιάζεσθε!
Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ δὲν ἤκουσαν τῆς
φρονήσεως τὰς συμβουλὰς κ᾿ ἐξανοίχθησαν ἀπατηθέντες ἀπὸ τὰ ἄνθη καὶ τὰ φύλλα τῆς
ἀμυγδαλῆς, ἐκεῖνοι θὰ δοκιμάσουν τὰ πικρὰ τοῦ χωλοῦ μηνὸς ἀποτελέσματα
παραγγέλοντες νέα κάρρα καυσοξύλων, εἰς τὰ σκεπάσματά των προσθέτοντες νέα
βαρύτερα καὶ εἰς τὰ ἱμάτιά των ἐπανωφόρια ἄλλα.
Καὶ μόνον ἡ καϋμένη ἡ ἀμυγδαλῆ,
μόνον αὐτὴ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ κρύψῃ τὸν ἀποκαλυφθέντα εὐώδη πλοῦτόν της ἀπὸ τὰς
φθονερὰς τοῦ χωλοῦ μηνὸς θωπείας, ὅστις, ὅ,τι ὡραῖον καὶ νεαρὸν ἐγγίσῃ τὸ ἀπονεκρώνει
διὰ παντός...
Ὁ ταξειδιώτης
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης.
* Πρώτη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ
Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 813, 22.2.2019, σ. 17-18.
[12] Ὁ σαλεπιτζῆς κι ὁ
ἀστυφύλακας εἶναι κοινοὶ χαρακτῆρες στὸ συγγραφικὸ ἔργο τῶν τριτεξαδέλφων
Μωραϊτίδη καὶ Παπαδιαμάντη: «Τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶχε διορισθῆ νέος ἀστυνόμος.
Διὰ νὰ δείξῃ τὸν ζῆλόν του, διέταξε νὰ κλείσῃ τὸ καφενεῖον, τὴν νύκτα ἐκείνην.
... Ἔφυγαν αἱ βαθεῖαι ὧραι, καὶ νὺξ ἦτο ἀκόμη,
πεπρωμένη νύξ. Ἀκόμη ἥπλωνεν αὕτη τὰ σκότη της, καὶ ὁ σαλεπτσὴς ἔκρωζε διὰ νὰ
πωλήσῃ τὸ ἐμπόρευμά του ... »· Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ὁ ξεπεσμένος
δερβίσης», Ἅπαντα, ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος,
ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1984, τόμ. Γ΄, σ.
111-116. Τὴν παρουσία κοινῶν χαρακτήρων καὶ θεμάτων στὸ ἔργο τῶν δύο Ἀλεξάνδρων
σημειοῖ καὶ ὁ Τέλλος Ἄγρας σὲ ἄρθρο του
γιὰ τὰ διηγήματα τοῦ Μωραϊτίδη· βλ. Τέλλος Ἄγρας, «Τὰ διηγήματα τοῦ Μωραϊτίδη», Ὁμόπλουν
πλοῖον, σ. 13-15.