Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ: "ΟΙ ΔΡΙΜΕΣ"

 

Ὁ λημματογράφος τῆς Μ.Ε.Ε, Κ. Μ. Καραμάνος ἀναφέρει, μεταξὺ ἄλλων, στὸ λῆμμα «δρίμη»:


«δρίμες, ἢ δρύμαις καὶ "δρίματα"·αἱ πέντε ἢ ἓξ πρῶται ἡμέραι τοῦ Αὐγούστου (Ἴσως, διὰ τὸ δριμὺ τοῦ ἡλιακοῦ καύματος) [...] Λαογραφικῶς καλοῦνται  δρίμες ἢ δρύμες ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ δαιμονικὰ ὄντα ἐπηρεάοντα ὕδατα καὶ ξύλα [....]  καὶ "μερομήνια" λεγόμεναι [...] Πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λεξεως δρἰμες ἐξηνέχθησαν πολλαὶ μέχρι τοῦδε εἰκασίαι· ἄλλοι μὲν ἐτυμολογοῦν αὐτὴν ἐκ τοῦ «Δρύτομαι (=κόβομαι) ἄλλοι τὴν σχετίζουν πρὸς τὸ "δρυὰς" ἕνεκα τῶν κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς κυρίως ἐμφανιζομένων ὁμωνὐμων νυμφῶν· ἄλλοι πρὸς τὸ δρυμός, ὅπου διαιτῶνται αἱ νύμφαι, ἄλλοι πρὸς τὸ λατινικὸν dirimo (=διαιρῶμαι, διαλύω, καταστρέφω τι) διὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς γινομένας καταστροφάς, ἄλλοι ἐκ τοῦ δρυμάσσω κτλ. [....] Αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐμφανίζονται αἱ δρίμες, ἀναγόμεναι ὑπὸ τῆς λαογραφίας εἰς τὸν κύκλον τῶν ἀστρολογικῶν δοξασιῶν τῶν λαῶν ,θεωροῦνται ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὡς ἡμέραι δυσοίωνοι, ἀποφράδες, ἀκατάλληλοι καὶ ἐπιζήμιαι διὰ κάθε ἐργασίαν, ἰδιαίτατα δὲ δι’ ἐργασίας ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα φθείρονται (ἐνδὐματα, ξύλα, κ.τ.τ.) Οὕτω π.χ. πιστεύεται ὅτι τὰ κατ’ αὐτὰς πλυνόμενα ἐνδύματα καταστρέφονται, αἱ καλλιεργούμενοι ἄμππλοι ξηραίνονται, ἡ κοπτομένη ξυλεία  σήπεται, τὸ δέρμα τῶν κολυμβώντων γεμίζει μικρὰ ἐξανθἠματα [...]. Προκειμένου περὶ τοῦ Αὐγούστου ,αἱ ἐκτεθεῖσαι δοξασίαι ἔχουν σχέσιν πρὸς τὴν ἐπιτολὴν τοῦ ὀλλεθρίου ἀστερισμοῦ τοῦ Κυνός, ὅστις ἐπιτέλλων κατὰ τὴν 20ην Ἰουλίου, συμφώνως πρὸς τὰς ἀστρολογικὰς δοξασίας τῶν ἀρχαίων καὶ κατόπιν τῶν Βυζαντινῶν, κρατεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν αὐτοῦ καὶ τὸν Αὔγουστον. [...] Τὴν ἐποχὴν δὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἐθεώρουν βαρυτάτην καὶ ὡς ἐπιφέρουσαν πολλοὺς αἰφνιδίους θανάτους»

Ἐπειδὴ θεωροῦνταν ὅτι οἱ δρίμες καταστρέφουν τὸ σῶμα καὶ τὰ ροῦχα, γι αὐτὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς οἱ νοικοκυρὲς δὲν ἔπλεναν τὰ ἀσπρόρρουχα καὶ ὁ λαὸς ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ θαλάσσια μπάνια. Ἔτσι ὁ μήνας Αὔγουστος ἀπέκτησε τὸ παρωνύμιο «Ἄλουστος»καὶ οἱ πανάρχαιες δρίμες τὸ δικό τους παρωνύμιο «Ἀλουστίνες» «ὄνομα ποὺ παραπέμπει στὶς ἀρχαῖες Νηρηίδες.


Αὐτὲς οἱ πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγιουστου γνωστὲς ἐπίσης καὶ ὡς "(ἡ)μερομήνια" προλέγουν τὸν καιρὸ γιὰ τὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται. Μάλιστα οἱ γυναῖκες τῶν ναυτικῶν ἄλλων ἐποχῶν παρακαλοῦσαν νὰ εἶναι καλὰ τὰ "μερομἠνια’γιὰ νὰ ταξιδεύουν μὲ ἀσφάλεια οἱ σύζυγοί τους. Ἀκόμη τὴν 1η Αὐγούστου οἱ ποιμένες μελετοῦν τὴν σκυλομαντείας. Νωρὶς τὸ πρωὶ παρακολουθοῦν τὸν τρόπο καὶ τὴν θέση τῶν σκυλιῶν ὅταν κοιμουνται καὶ ἀναλόγως προβλέπουν τὸν καιρό,

Ἔτσι, ὁ Αὔγουστος ὀνομάστηκε καὶ «Δριμάρης». Μάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ξορκίζει τὶς «δρίμες» μὲ τὸ Ἁγίασμα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ὁπότε οἱ δρίμες οἱ ἀνεξιχνίαστες καὶ καταστρεπτικὲς δυνάμεις ἀποχωροῦν καὶ ἡ φύση μὲ τὸν ἄνθρωπο γαληνεύουν.

Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ άποψη ὅτι οἱ δρίμες ὀφείλονται στὴ σύνοδο τοῦ Ἡλίου μὲ τὸν Σείριο (Ἄλφα Μεγάλου Κυνός, τὸ πιὸ λαμπερὸ ἀστέρι μετὰ τὸν ἥλιο) ποὺ συμβαίνει ἀπὸ 24 Ἰουλίου μέχρι 6 Αὐγούστου. Ἡ σύνοδος αὐτὴ «φορτώνει» τὸν οὐρανὸ καὶ προκαλεὶ μία ἀτμόσφαιρα κακοτυχίας καὶ "κακιὰς ώρας". Εἶναι ἄλλωστε παρατηρημένο ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες έχουμε μία ἐπιβαρυμένη ἀτμόσφαιρα καὶ ὑψηλές θερμοκρασίες, τὰ γνωστὰ «Κυνικὰ Καύματα».

 Ἀναφέρεται καὶ ἡ ἄποψη την τοῦ Ἀδ. Κοραὴ στὰ ΑΤΑΚΤΑ (Ἀλφάβητον Δεύτερον, Παρίσι -1832):

«Τούτο μόνον τὸ ρηματικόν ἔμειν’ εἰς τὴν γλῶσσαν ἀπὸ τὸ παλαιόν Δ ρ ύ π τ ω· ἴσως διότι σημαίνει ἀνόητον ἔθος, παλαιᾶς δεισιδαιμονίας λείψανον. Δ ρ ύ μ μ α τ α ὀνομάζουν οί χυδαῖοι τὰς πρώτας τοῦ Αὐγούστου μηνὸς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας δὲν τολμοῦν νὰ πλύνωσι τὰ λερωμένα, διότι, κατὰ τήν ὑπόληψιν αὐτῶν, ἡ ἀλισίβα δαπανᾶ καὶ καταλύει τὰ πλυνόμενα ταύτας τὰς ἡμέρας».

Ἡ λαϊκὴ σοφία γιὰ τὶς «δρίμες» ἀποτυπώνεται καὶ σὲ σχετικὲς παροιμίες:

— Κατά τὰ δρίματα καὶ τὰ κρίματα.

— Οἱ δρίμες ἀφήνουν θύμησες.

— Φύλαγε τα δρίματα, νὰ σὲ φυλάξει ὁ Θεός.

— Τοῦ Αὐγούστου οἱ δρίμες στὰ πανιὰ καὶ τοῦ Μαρτιοῦ στὰ ξύλα.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
ἔργο (2018) Κὠστα Ντιό. 

Τὸ ἔθιμο τῶν δριμῶν πραγματεύεται καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) στὸ ὁμώνυμο χρονογράφημά του, ποὺ δημοσιεύει μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης», τὴν 1η Αὐγούστου 1901 στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις. Ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων σημειώνει ὅτι:

«Σχετίζεται δὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου τοῦτο μὲ τὰ λεγόμενα μερομήνια, ἤτοι τὰς γινομένας ἐναλλαγὰς τοῦ καιροῦ, ἀπὸ τῆς 1 τοῦ μηνὸς μέχρι τῆς 6, αἵτινες ἐναλλαγαὶ ἀποτόμως καὶ αἰφνιδίως ἐπερχόμενοι, προδηλοῦσι τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ ἑκάστου ἀντιστοίχου μηνός, τοῦ ἐπερχομένου ἐνιαυτοῦ ἑκάστης ἡμέρας περιλαμβανούσης δύο ἀντιστοίχους μῆνας».

 Καὶ συμπληρώνει:

«Ὡραῖον, κάτασπρον θέαμα, παριστῶσιν οἱ πρὸ τοῦ χωρίου κῆποι, ὅλας τὰςτελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου. Οἱ φράκται ὅλοι αὐτῶν, καὶ ἄλλα σχοινία διατεινόμενα ἐν τοῖς ἀδένδροις ἀγροῖς, εἶναι κατάφορτα ἐξ ἀσπρορρούχων, τὰ ὁποῖα ἔπλυναν μετὰ σπουδῆς, μὴ τὰς προλάβουν οἱ δρίμες, καὶ ἐμπογάδιασαν, αἱ χωρικαὶ νοικοκυροποῦλαι καὶ ἥπλωσαν νὰ στεγνώσουν μέσα ἐκεῖ εἰς τὰς εὐωδίας καὶ τὰς πρασινοβολίας τῶν κήπων. Θαρρεῖς καὶ εἶναι δαιμόνια οἱ δρίμες ποὺ ἐπιπίπτουν καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀσπρόρρουχα· δι’ αὐτὸ αἱ χωρικαὶ βιάζονται νὰ πλύνουν καὶ στεγνώσουν αὐτά, πρὸ τῆς εἰσβολῆς τῶν ἀοράτων τούτων φαντασμάτων:

— Οἱ δρίμες!

Λέγουσιν αἱ χωρικαὶ καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν τὴν μπογάδα των καὶ νὰ ξεβγάνουν τὰ ροῦχα...».

 

Εἰς δὲ τὸν Μέγα Γιαλὸν τῆς Σκιάθου:

«Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκεῖ θὰ τὴν διέλθουν αἱ ἁπαλαὶ νεάνιδες. Τὰ συχνοβουτοῦν τὰ λευκὰ πανία, μὲ τόσην χάριν, θαρρεῖς καὶ παίζουν μὲ τὸ κῦμα, τὰ κοπανίζουν μὲ τόσην δύναμιν, θαρρεῖς καὶ τὰς ἔστειλεν ὁ Πέρσης ἐκεῖνος νὰ δείρουν τὴν θάλασσαν.[...]Καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν, μὲ τὸν Ἰούλιον, τὸ περίφροντι καὶ ἐπίπονον τοῦτο λευκιό, διότι ἀρχίζουν πλέον οἱ δρίμες, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὶς δρίμες ἀρχίζουν οἱ βορειάδες, ἐκεῖνοι οἱ τρελοβορειάδες τῶν ἐλληνικῶν νήσων, ὅτε τὰ κύματα, ἐξαγριούμενα, ἀφρίζουσιν ἐπιφόβως, καταλαμβάνοντα ὅλην τὴν εὐρύχωρον παραλίαν κυριαρχικῶς. Καὶ ἁρπάζουν, ἅρπαγες δεινοί, τὰ πανία τῶν παρθένων, τοὺς τόσους πόνους τῶν χειρῶν των, τοῦ ἀργαλειοῦ των τὰ τεχνουργήματα, καὶ ἀπειλοῦσι καὶ αὐτὰς τὰς παρθένους, αἵτινες περιδεεῖς ἀποσύρονται, μακράν, νὰ μὴ τὰς εὑρίσκῃ τὸ κῦμα...».


ΚΕΙΜΕΝΟ

Στὴ ἐπαναδημοσίευση τοῦ χρονογραφήματος οἱ παλαιὲς γραφὲς τῆς πρώτης δημοσίευσης :«ᾑ·δριμαῖς», «καλαίς», «λυόνουν», «ἁπλόνουν», «καταιβῇς» δημοσιεύονται ὡς: «οἱ δρίμες», «καλές», «λυώνουν», ἁπλώνουν», «κατεβῇς».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 1. 8 1901, σ.1.


«ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

 

ΔΡΊΜΕΣ

 

Δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ ἐξακριβώσωμεν τὴν ἀρχὴν τῆς λαϊκῆς ταύτης λέξεως, μὲ τὴν ὁποίαν αἱ καλαὶ καὶ ἀγαθαὶ δέσποιναι, οἱ καλὲς νοικοκυράδες, χαρακτηρίζουσιν ὅλας αὐτὰς τὰς πρώτας τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡμέρας, μέχρι τῆς 6 Αὐγούστου.

 Σχετίζεται δὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου τοῦτο μὲ τὰ λεγόμενα μερομήνια, ἤτοι τὰς γινομένας ἐναλλαγὰς τοῦ καιροῦ, ἀπὸ τῆς 1 τοῦ μηνὸς μέχρι τῆς 6, αἵτινες ἐναλλαγαὶ ἀποτόμως καὶ αἰφνιδίως ἐπερχόμενοι, προδηλοῦσι τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ ἑκάστου ἀντιστοίχου μηνός, τοῦ ἐπερχομένου ἐνιαυτοῦ ἑκάστης ἡμέρας περιλαμβανούσης δύο ἀντιστοίχους μῆνας.

 Καὶ καθὼς οἱ ναυτικοὶ προφυλάσσονται συνετῶς, κατὰ τὰ ’μερομήνια, μὴ ἐκτειθέμενοι εἰς ἀνοιχτὰ πελάγη, διὰ τὸ εὐμετάβολον τοῦ καιροῦ, οὕτω καὶ οἱ καλὲς νυκοκυράδες, αὐτὰς τὰς ἡμέρας, ὅπου εἶναι οἱ δρίμες, ἀποφεύγουν παντὸς εἴδους πλύσιμον ἀσπρορούχων καὶ πᾶσαν μπογάδαν, διότι, λέγουν λυώνουν τ’ ἀσπρόρρουχα...

*

Ὡραῖον, κάτασπρον θέαμα, παριστῶσιν οἱ πρὸ τοῦ χωρίου κῆποι, ὅλας τὰςτελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου. Οἱ φράκται ὅλοι αὐτῶν, καὶ ἄλλα σχοινία διατεινόμενα ἐν τοῖς ἀδένδροις ἀγροῖς, εἶναι κατάφορτα ἐξ ἀσπρορρούχων, τὰ ὁποῖα ἔπλυναν μετὰ σπουδῆς, μὴ τὰς προλάβουν οἱ δρίμες, καὶ ἐμπογάδιασαν, αἱ χωρικαὶ νοικοκυροποῦλαι καὶ ἥπλωσαν νὰ στεγνώσουν μέσα ἐκεῖ εἰς τὰς εὐωδίας καὶ τὰς πρασινοβολίας τῶν κήπων. Θαρρεῖς καὶ εἶναι δαιμόνια οἱ δρίμες ποὺ ἐπιπίπτουν καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀσπρόρρουχα· δι’ αὐτὸ αἱ χωρικαὶ βιάζονται νὰ πλύνουν καὶ στεγνώσουν αὐτά, πρὸ τῆς εἰσβολῆς τῶν ἀοράτων τούτων φαντασμάτων:

— Οἱ δρίμες!

Λέγουσιν αἱ χωρικαὶ καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν τὴν μπογάδα των καὶ νὰ ξεβγάνουν τὰ ροῦχα...*

— Οἱ δρίμες! Λέγουσιν καὶ αἱ νεάνιδες αἱ ὁποῖαι πρωῒ-πρωῒ, τὰς ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου τὰς τελευταίας, ἐν συνοδείᾳ μετὰ τῶν γραιῶν μητέρων των, ἔβαλαν εἰς τοὺς ὤμους των βαρεῖαν βασταγήν, τὰ νέα ἤδη ἐξυφανθέντα πανία, τῆς προικός των τὰ ἐφόδια, καὶ ἀπέρχονται νὰ τὰ λευκάνουν, πρὶν καταλάβωσιν αὐτὰς οἱ δρίμες, εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον ὅρμον, ὅπου ἡ ἀκτή, ἐκ χονδρῶν χαλίκων, ἁπλοῦται μακρὰ καὶ εὐρύχωρος ὥστε εἰς ἐπιμήκη γραμμὴν ν’ ἁπλωθῶσι τὰ νέα λευκαθέντα πανία. Εἰς τὸν Μέγα Γιαλόν, ἐκεῖ ὁ ὅρμος εἶναι κατάλληλος, ἔρημος καὶ εὐρύς, ὅπου ἡ θάλασσα εὐωδιάζει καὶ τὸ κῦμα εἶναι ἁπαλόν. Δὲν ὑπάρχει δὲ ὑπόνοια ἐκεῖ ὅτι κανεὶς ναυαγός, ἄλλος Ὀδυσσεύς, θὰ κρύπτεται μέσα εἰς τοὺς θάμνους τῆς μύρτου, ἐκεῖ ἐγγύς, καραδοκῶν νὰ ἴδῃ τὰς λευκὰς τοῦ χωρίου Ναυσικάς, ποὺ θὰ λευκάνουν πατοῦσαι τ’ ἁπαλὰ κύματα μὲ τοὺς ἁβρούς των πόδας.

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκεῖ θὰ τὴν διέλθουν αἱ ἁπαλαὶ νεάνιδες. Τὰ συχνοβουτοῦν τὰ λευκὰ πανία, μὲ τόσην χάριν, θαρρεῖς καὶ παίζουν μὲ τὸ κῦμα, τὰ κοπανίζουν μὲ τόσην δύναμιν, θαρρεῖς καὶ τὰς ἔστειλεν ὁ Πέρσης ἐκεῖνος νὰ δείρουν τὴν θάλασσαν. Καὶ ἔπειτα τὰ ἁπλώνουν εἰς τὴν ἁγνὴν ἐκείνη ἀκτήν, λευκὴν ὣς τὰ λευκαθέντα πανία των. Καὶ ἕως οὗ στεγνώσουν, κάθηνται, ἀναμένουσαι, ὑπὸ τὴν σκιάν, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ὁ βράχος ἐκεῖνος, κοντὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, νομίζεις ὅτι εἶναι νύμφαι θαλασσιναί, καὶ ἐξῆλθον νὰ θαυμάσουν, πόσον εἶναι εὔμορφον τὸ πέλαγος νὰ τὸ κυττάζῃ κανείς, ἐν ἀσφαλείᾳ ἀπὸ τῆς γῆς.

Καὶ τραγουδοῦν ἐκεῖ, αἱ λευκαίνουσαι, ἐν κομψῇ μετὰ τῆς θαλασσίας αὔρας ἁρμονίᾳ καὶ παίζουν μὲ τοὺς χάλικας τοὺς εὐώδεις, καὶ γελοῦν μὲ τὰς μανδήλας των τὰς λυτὰς καὶ τοὺς βιστρύχους τῆς κόμης των, σχεδιάζουσαι ἐκεῖ τὰ προικιά των, ποὺ θὰ κατασκευάσουν μὲ τὰ νέα ἐκεῖνα πανιά των, ἅτινα μὲ ἐπίμοχθον ἐκεῖνο συχνολεύκασμα, προσπαθοῦσι νὰ ἐξομοιώσουν μὲ τὴν λευκήν των ψυχήν.

*

Καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν, μὲ τὸν Ἰούλιον, τὸ περίφροντι καὶ ἐπίπονον τοῦτο λευκιό, διότι ἀρχίζουν πλέον οἱ δρίμες, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὶς δρίμες ἀρχίζουν οἱ βορειάδες, ἐκεῖνοι οἱ τρελοβορειάδες τῶν ἐλληνικῶν νήσων, ὅτε τὰ κύματα, ἐξαγριούμενα, ἀφρίζουσιν ἐπιφόβως, καταλαμβάνοντα ὅλην τὴν εὐρύχωρον παραλίαν κυριαρχικῶς. Καὶ ἁρπάζουν, ἅρπαγες δεινοί, τὰ πανία τῶν παρθένων, τοὺς τόσους πόνους τῶν χειρῶν των, τοῦ ἀργαλειοῦ των τὰ τεχνουργήματα, καὶ ἀπειλοῦσι καὶ αὐτὰς τὰς παρθένους, αἵτινες περιδεεῖς ἀποσύρονται, μακράν, νὰ μὴ τὰς εὑρίσκῃ τὸ κῦμα....

Ἂν καὶ τὸ ᾆσμα παριστᾷ τὴν ἑλληνίδα τολμηρὰν ἔναντι τῆς θαλάσσης καὶ ἐπιδέξιον ναυτικήν:

— Δὲν σοῦ τὦπα, ’πανδρεμένη,

   ’ς τὸν γιαλὸ μὴ κατεβῇς;

Ὁ γιαλὸς φουρτούνα κάνει

Θὰ σὲ πάρῃ, νὰ διαβῇς...

 

— Καὶ ἂν μὲ πάρῃ. ποῦ θὰ πάγω;

Κάτω ’ς τὰ βαθειὰ νερά.

Τὸ κορμί μου κάνω βάρκα,

καὶ τὰ χέρια μου κουπιά...

καὶ τὸ μανδηλάκι πὤχω,

κάνω καραβιοῦ πανιά...

 

... Πλήν, μὴ λησμονῆτε ὅτι τὸ ᾆσμα ὁμιλεῖ περὶ πανδρεμένης γυναικός, ἐνῷ ἡ ἑλληνὶς παρθένος εἶναι πάντοτε δειλή...

Ὁ ταξειδιώτης»

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΣΠ. ΤΣΙΩΛΗΣ 

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

ΣΑΜΑΡΙΝΑ ''Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ"

 

Στὴ Σαμαρίνα, τὴν ἀετοφωληὰ τῆς Πίνδου* 


Πέρασαν, ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1908, πάνω ἀπὸ τὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας στὸν τόπο καταγωγῆς τους, τὴ Σαμαρίνα· ὅταν ἀκόμη ἡ περιοχὴ ἦταν ὑπὸ Τουρκικὴ διοίκηση. Μὲ ὁδηγὸ καλὴ συντροφιὰ ἀπὸ τὴν Κοζάνη καὶ τὰ Γρεβενά, φίλους συμποτικούς, συζητητικοὺς καὶ καλόγνωμους βρεθήκαμε, στὸ τέλος Ἀπριλίου, ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ἕνα Πάσχα ἀλα-Γκρέκα τοῦ 2025, στὰ ἴχνη τῆς πορείας τῶν παλαιῶν ἐκείνων Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας. Μὲ ἄλλον τρόπο ὅμως, μὲ τὰ νέα μέσα μεταφορᾶς καὶ ἐπικοινωνίας: μὲ γρήγορα αὐτοκίνητα σὲ δρόμους ταχείας κυκλοφορίας καὶ φορητὰ τηλέφωνα.ἐπικοινωνίας, μὲ Google maps καὶ ἄλλα τερπνά. Ἡ διαδρομὴ στὸ πολύχρωμο ἀνοιξιάτικο ἠπειρωτικὸ τοπεῖο ἦταν ἀπολαυστική. Συνεχεῖς οἱ στάσεις προκειμένου νὰ ἀπολαύσουμε τὸ ὑπέροχο τῆς διαδρομῆς. Κορυφαία στιγμή, ἡ πιὸ γοητευτική, ἦταν, ὅταν ἀπὸ τὴν ἔναντι τῆς Σαμαρίνας πλαγιὰ ἀντικρύσαμε, ξαπλωμένη σὲ πινδικὸ τοπεῖο, τὴν ὡραία Σαμαρίνα· πλαγιασμένη σὲ παραδείσιο πινδικὸ τόπο, ὡς ἄλλη ὡραία κοιμωμένη Σαμαρίνα. Θέαμα ἀπερίγραπτης, ἀρρήτου φυσικῆς καλλονῆς. Μεγαλοπρεπὴς εὐάρεστος, ἰδεώδης, ὀνειρώδης θέα. Βυθίζεται κανεὶς σὲ σκέψεις καὶ ρεμβασμούς. «Ἓν εἶδος κράματος κομψῆς καὶ λεπτῆς καλλονῆς» ἡ Σαμαρίνα.


Ἡ ἄνοιξη εἶχε ἐπανέλθει καὶ ἐφέτος, ὅπως ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, μὲ τόση παραγωγὴ καὶ τόση καλλονή· μὲ ἕνα εἶδος ποιητικῆς ἐμφάνισης, σὰν ὀνειρικὴ ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ λίγο, περνώντας τὸν ὅμορο τῆς κώμης ποταμό, βρεθήκαμε στὴν περικαλλή, στολισμένη μὲ τὰ θέλγητρά της πλατεία τῆς Σαμαρίνας. Ἐκεῖ εἴχαμε τὴν τύχη νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ ὁ καθηγητὴς Κώστας Ντίνας, καλὸς φίλος καὶ συναντιλήπτωρ, ἐκ Σαμαρίνης ὁρμώμενος, ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ χώματα, ὁ ὁποῖος πλέον διαμένει στὴν Κοζάνη, ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ μικρή του πατρίδα, τὴ Σαμαρίνα. Ὁ χρόνος περιορισμένος, ἀλλὰ προλάβαμε, σὲ μιὰ σύντομη περιήγηση στὴν πόλη, νὰ θαυμάσουμε τὴν ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ δένδρο, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ φύεται ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ, ἐξέρχεται δὲ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ ἱεροῦ μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸν οὐρανό. Δυστυχῶς, γιὰ λόγους ἀνεξαρτήτους τῆς θελήσεώς μας, δὲν βρέθηκε τρόπος νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἐμβληματικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν κλειστός. Ὁ ἐπισκέπτης ἀπορεῖ πῶς δὲν ἔχει βρεθεῖ τρόπος, ἀπὸ τοπικοὺς φορεῖς ἔστω, ὥστε ὁ ναὸς-κόσμημα τοῦ τόπου νὰ εἶναι ἐπισκέψιμος γιὰ τοὺς περιηγητές. Ὁ ὁμολογουμένως ἐντυπωσιακὸς μητροπολιτικὸς ναὸς τῆς Σαμαρίνας χτίστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. Μαζὶ μὲ τὸν ναὸ σώζεται ὁ ἐπιβλητικὸς πύργος τοῦ κωδωνοστασίου. 


Ἔναντι τοῦ ναοῦ δεσπόζει καὶ ἐντυπωσιάζει τὸν ἐπισκέπτη τὸ κτίριο τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου Σαμαρίνης. Χτισμένο τὸ 1931, διαθέτει κοινὸ αὔλειο χῶρο μὲ τὸν ναό. Αὐτὸ σηματοδοτεῖ ὅτι, τοὐλάχιστον στὰ χρόνια ἐκεῖνα, Ἐκκλησία καὶ Παιδεία ἦσαν ἀλληλένδετα σὲ μιὰ κοινὴ πορεία καὶ διαδρομή. Στὸν ἴδιο χῶρο καὶ τὸ «ἡρῶον» τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος πεσόντων, ποὺ ὑπενθυμίζει καὶ τιμᾶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Σαμαριναίων γιὰ τὴν ἐλευθερία.


Εἴδαμε, ἀκόμη, σὲ ἕνα σημεῖο τῆς πόλης, τὴν προτομὴ τοῦ καπετὰν-Ἀρκούδα, τοῦ Σαμαριναίου ἀγωνιστὴ Γεωργίου Ἀλιμπιντάτου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε μαχόμενος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ἐναντίον τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ρουμανιζόντων, στὸ Δίλοφο (Μορίχοβο) τὴν 1η Αὐγούστου 1906. Τὸ ἔργο (2016) εἶναι δωρεὰ τῆς Χάϊδως Ἀγορογιάννη-Βουτσᾶ. Σύμφωνα μὲ περιγραφὲς καὶ εἰκόνες τῆς ἐποχῆς, ὁ καπετὰν-Ἀρκούδας ἦταν ἕνας λεβεντόκορμος ἄνδρας 40-45 ἐτῶν, μὲ μαύρη φουστανέλλα, μαῦρο πουκάμισο καὶ φουντωτὰ μαῦρα τσαρούχια, προκαλοῦσε δὲ τὸ δέος μὲ τὴν κορμοστασιά του.


Σὲ ἄλλη θέση, στὴ Σαμαρίνα, ὑφίσταται μνημειακοῦ τύπου λιθανάγλυφη σύνθεση ποὺ παραπέμπει στὸν θρύλο τῶν Σαμαριναίων ὑπερασπιστῶν τῆς ἱερᾶς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου καὶ τὴν ἡρωϊκὴ Ἔξοδο τῆς 10ης Ἀπριλίου 1826. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ τὸ γνωστὸ δημοτικὸ τραγούδι «Παιδιὰ τῆς Σαμαρίνας». Τὸ ἔργο (1999) εἶναι χορηγεία τῶν ἐν Γρεβενοῖς Σαμαριναίων καὶ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν δημιουργό του «Ι.Π.» (=Ἰωάννης Παπατζήκας).


Μετὰ τὴν περιήγηση ἀκολούθησε γεῦμα στὴν μεγάλη πλατεία τῆς πόλης μὲ τά, ὁμογουμένως, τερψιλαρύγγια φημισμένα τοπικὰ ἐδέσματα τῆς Σαμαρίνας: «Σφαχτὰ καὶ σπληνάντερα καὶ κοκορέτσια καὶ κρασοβόλια ἄφθονα». Ὁ τόπος εἶχε μυρωδιὲς καὶ μιὰ δροσούλα ἀνοιξιάτικη ποὺ δὲν ξανάγινε· σὰν ἁγιασμός. Χαρὰ σὲ ὅποιον ξέρει νὰ γυρίζῃ στὸν κόσμο, σὲ τόπους σὰν αὐτόν.

Ζωγραφικὸς πίνακας Σαμαρίνας
ἀπὸ τὸν Σαμαριναίϊκῆς καταγωγῆς Δημήτρη Γιολδάση
(Βουνέσι Ἀγράφων 1897 - Καρδίτσα 1993)

Ἀποχαιρετώντας, τὴν πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὡραία Σαμαρίνα καὶ τοὺς φιλόξενους Σαμαριναίους θεωρήσαμε αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη ὡς ἀναγνωριστικὴ μόνον: ὡς ὑπόσχεση, ὡς προαναγγελία νέας ἐπισκέψης γιὰ νὰ γνωρίσουμε καλλίτερα τοὺς φανεροὺς ἀλλὰ καὶ κρυφοὺς θησαυρούς της, ὅπως οἱ τόποι ποὺ ἀναφέρονται στὴν παλαιὰ ἐπίσκεψη τῶν Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας: ὁ πευκώνας «Κινέτο» μὲ τὴν πηγή της ὅπου οἱ Σαμαριναῖοι τῆς Καρδίτσας συνάντησαν τοὺς πρώτους συγχωριανούς τους ἢ ἡ θέση «Γέφυρα» (la Doále Kétri), στὶς «Δύο πέτρες», τὸν τόπο ὅπου οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρίνας ἀποχαιρετοῦσαν ἢ ὑποδέχονταν τοὺς ξενιτεμένους, καὶ ὅπου κατὰ τὴν παράδοση οἱ πέτρες μεγάλωναν καθὼς ποτίζονταν μὲ δάκρυα (πέτρες τῶν δακρύων).


Τέλος, ὡς σὲ ξυπνητὸ ὄνειρο, μᾶς ἐφάνη ὅτι εἴδαμε τὴν ἄφιξη στὴ Σαμαρίνα τοῦ μακεδονομάχου ὁπλαρχηγοῦ, τοῦ καπετὰν Τσεκούρα, μὲ τὴν ὁμάδα του, τοὺς ἀγωνιστὲς γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ τόπου, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιωδῶς εἶχαν γίνει δεκτοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαριναίους. Μᾶς φάνηκε ὅτι μᾶς κατευόδωνε ὅσο ἀναχωρούσαμε ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα καὶ τὴν περιοχή της·
ἀλλά, καὶ σὰν νὰ μᾶς καλοῦσε νὰ ἐπισκεφτοῦμε καὶ πάλι τὴν ὡραία «κόρη τῆς Πίνδου» γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ὁποίας ἀγωνίστηκε σὲ δύσκολους καιρούς.

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα ΩΡΑΙΑ ΣΑΜΑΡΙΝΑ, φ. 47, Μάιος-Ἰούνιος 2025, σ. 12.

 

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, "ΚΑΝΤΟ ΧΕΝΕΡΑΛ",13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1975*

 

— Εἶμαι 17άρης, μὰ τιμῶ τὰ Λύκεια

«Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην,

τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186... ἐκάθησα

μόνος ὁλομόναχος ἔξω τοῦ ναΐσκου...»

Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης,

«Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», (1906)

 

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
«Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», 
 
Παναθήναια 15-30, 6 (1906)  138.

Ἦταν ὄντως 17άρης τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1975. Ἐταλαντεύετο ὅμως μεταξὺ δύο ἐρώτων του: τῆς στρογγυλῆς θεᾶς, τῆς ποδοσφαίρας καὶ τῆς μελοποιημένης ποιήσεως. Ἀποφάσισε, τελικά, νὰ τὸ ρισκάρει καὶ νὰ τὰ οἰκονομήσει ἐπὶ τὸ συναμφότερον. Ἀπὸ τὴν μία, τὸ ἀπόγευμα, στὶς 5 μ.μ. εἶχε συνάντηση, ὡς ποδοσφαιριστής, μὲ τὴν ὁμάδα του, στὸ ξερό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων· ὅλοι οἱ ἀγωνιστικοὶ χῶροι τῆς ἐποχῆς ξεροὶ ἦσαν, μὲ ἄμμο οἰκοδομική. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ βράδυ στὶς 9 μ.μ., σκόπευε, ἐπιθυμοῦσε διακαῶς, νὰ βρεθεῖ στὸ γήπεδο Καραϊσκάκη, στὴ συναυλία τοῦ Μίκη Θεοδωράκη μὲ τὸ Canto General, ποιητικὸ ἔργο τοῦ Πάμπλο Νερούδα. Ὁ Μίκης, ἀναζητώντας ἕνα σύγχρονο καὶ βαθειὰ ἀνθρώπινο κείμενο, μὲ πνοὴ ἀνάλογη γιὰ τὶς ἀνάγκες ἑνὸς λαϊκοῦ ὁρατόριου, κατέληξε νὰ μελοποιήσει, ἁπαράμιλλα, τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Χιλιανοῦ ποιητὴ Π. Νερούδα, τὸ «Canto General».

Στάδιο Καραϊσκάκη,  «Κάντο Χενεράλ»,
Τετάρτη, 13 Αὐγούστου 1975. 

Ποδοσφαιρικὰ γήπεδα ἀμφότερα: στὸ ἕνα ἀγώνας στὸ πεδίο τῆς ποδοσφαιρικῆς τιμῆς, στὸ ἄλλο
τιμητική, προνομιακὴ μετοχὴ σὲ ἕνα σπουδαῖο πολιτισμικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀπήχηση καὶ στὴν ἡμεδαπὴ καὶ στὴν ἀλλοδαπή.

Εἶχε προηγηθεῖ ἡ πρωϊνὴ θητεία του στὴ Β΄ Λαϊκὴ Ἀγορὰ Ἀθηνῶν, στοῦ Γκύζη, στὴν ὁδὸ Λομβάρδου, κοντὰ στὸν Ἅγ. Ἐλευθέριο. Ὡς σχολάζων μαθητὴς θερινῶν σχολικῶν διακοπῶν κατῆλθε νὰ συνδράμει, κατὰ τὶς δυνάμεις του καὶ ὡς ἱερὴ διακονία, τοὺς ἐκεῖ ἐργαζόμενους στὴν φλογισμένη ἄσφαλτο γονεῖς του.

Ἀφόρητη ζέστη, καύσωνας δυνατὸς ἐπικρατοῦσε στὴν Ἀθήνα τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἄπνοια. Ὁ Αἴολος θαρρεῖς καὶ εἶχε φυλακίσει στοὺς ἀσκούς του ὅλους τοὺς ἀνέμους.

Ο ἥλιος ἔψηνε ψωμί.

Στὸ γήπεδο, ὅπου ἡ ποδοσφαιρικὴ συνάντηση, ὅπως ἔγραφε ὁ Μωραϊτίδης σὲ περασμένους χρόνους:

 

«Ὁ Ἥφαιστος, λαβὼν καιρόν, ἤρχισε, πλέον μὲ τὰ οὐράνια φυσερά του, θεὸς σιδηρουργός, νὰ πνέῃ πῦρ καὶ φλόγα ἐπὶ τῆς γῆς, κατασκευάζων, τίς οἶδε, τίνος ἥρωος τὴν πανοπλίαν».

 

Ὅμως ὁ ἀγώνας ἔγινε. Ἡ λαχτάρα γιὰ τὸ ἄθλημα νίκησε τὴν ἀφόρτη ζέστη. Τὸ βουλιμικὸ πάθος γιὰ τὸ ποδόσφαιρο κέρδισε κατὰ κράτος τὸν καύσωνα. Ἡ νεότης, ὡς ἄλλη θεά, νίκησε τὴν τάξη τῆς φύσεως. Δὲν ἦταν δὰ καὶ «Μή μου ἅπτου». Ἀγαποῦσε δὲ τὸ ποδόσφαιρο «ἐμμανῶς καὶ διαπύρως, ὡς δαιμόνιον κατοικῶν εἰς τὴν σάρκαν του», ποὺ θὰ ἔλεγε κι ὁ Παπαδιαμάντης. Μόνο δύο-τρεῖς ποδοσφαιριστὲς ἐγκατέλειψαν τὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο, λόγῳ καύσωνος, πρὶν ἀπὸ τὴ λήξη, ἐγγὺς ὅμως μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ 90λέπτου. Μὲ τὸ σφύριγμα τῆς λήξης καταιονισμὸς ὕδατος ἀπὸ ὑδατοδεξαμενή –κοινῶς ντεπόζιτο‒ τοῦ χώρου δρόσισε τοὺς καταπονημένους σχεδὸν θερμόπληκτους παῖκτες. Ἦταν ὄντως ἀπόλαυση, δρόσος ἀμύθητος.


Ἀπὸ τὰ πρόχειρα ἀποδυτήρια τοῦ γηπέδου ἐξῆλθε κάθιδρος ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνδορφίνες στὰ ὕψη. Ξεκίνησε γιὰ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, αὐτὴ τῆς μελοποιημένης ποίησης, στὸ Στάδιο Καραϊσκάκη. Ἀνυπομονοῦσε νὰ ἰδεῖ τὸν Μίκη πάλι. Πρὸ 2-3 μηνῶν τὸν εἶχε ἰδεῖ ξανὰ στὸ γήπεδο τοῦ Ἀχαρναϊκοῦ. Πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Μῆτσο τὸν Θεοδώρου, πωλητὴ λαϊκῶν ἀγορῶν καὶ ὥρα του καλή, στὸν ὁποῖο παραδόξως ἄρεσε ἡ μουσικὴ τοῦ Μίκη. Ἔτσι, διέθεσε τὸ μέσον μεταφορᾶς μας, ποὺ ἦταν ἕνα φορτηγό του ὀπωροκηπευτικῶν φορτωμένο μὲ καρπούζια γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Τὸν Μίκη συνόδευε λιτὴ λαϊκὴ ὀρχήστρα μὲ τὸν Πέτρο Πανδῆ, τὸν Γιάννη Διδίλη, τὸν Λάκη Καρνέζη καὶ τὸ Κώστα Παπαδόπουλο σὲ συναυλία ποὺ διοργάνωσε μιὰ κίνηση πολιτιστικὴ τῆς ἐποχῆς, ἡ ΠΑ.ΠΟ.Κ. (Πανελλήνια Πολιτιστικὴ Κίνηση) στὴν ὁποία πρωτοστατοῦσε ὁ Θεοδωράκης.

Ὁ ΗΣΑΠ δὲν τὸν πρόδωσε καὶ ἔγκαιρα ἔφτασε στὸ Στάδιο Καραϊσκάκη· κοσμοσυρροή, μὲ ἕνα ἐκστασιασμένο καὶ βαθειὰ συγκινημένο κοινό.

Ὑπερπλῆρες τὸ γήπεδο καὶ ἐνθουσιασμὸς ἀνείπωτος. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ σχετικὸ βιντεάκι στὸ you-tube. Ἄραγε, σήμερα μὲ τὶς τόσες προσλαμβάνουσες παραστάσεις καὶ τὰ τόσα μέσα, ποιούς μπορεῖ νὰ συγκινήσει καὶ νὰ ἐνθουσιάσει, ὅπως τότε, μιὰ συναυλία μὲ τὸ «Κάντο Χενεράλ» ἢ ἀνάλογο ἔργο; Ποιό Στάδιο θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει, μὲ νέους στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία θεατές, νὰ παρακολουθοῦν μιὰ τέτοια μουσικοποιητικὴ παράσταση; Καὶ τί ἀπέγινε, ὅλη ἡ γενιὰ ἐκείνη ποὺ μετεῖχε σὲ γεγονότα καὶ δραστηριότητες ὅπως αὐτὴ τοῦ «Κάντο Χενεράλ». Τί δρόμους πῆρε; Τί πορεία ἀκολούθησε καὶ πῶς τὸ σήμερα κατέληξε σὲ τόση πολιτιστικὴ αὐχμηρότητα; Οἱ γενιὲς ἐξαϋλώνονται, λησμονιοῦνται καὶ λησμονοῦν ἄραγε;

Μὲ τὴν εἴσοδο στὸ γήπεδο Καραϊσκάκη δὲν μπόρεσε ‒ὁ ποδοσφαιρικὸς πειρασμὸς τὸν ἔκαμε νὰ παρασπονδήσει‒ νὰ μὴν σκεφθεῖ ὅτι ἐδῶ, ἡ προσφιλὴς ὁμάδα του, ὁ Παναθηναϊκός, πρὶν τρία χρόνια ἔπαιξε τὸν πρῶτο τελικὸ διηπειρωτικοῦ κυπέλλου μὲ τὴν Νασιονὰλ Οὐρουγουάης.

Αὐτὸ παρενθετικά, γιὰ λίγες στιγμές. Μετά, ἐπανῆλθε στὸ πνεῦμα τῆς συναυλίας, στὸ δαιμόνιο τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Ἡ νύχτα εἶχε κάτι τὸ μυστηριῶδες καὶ θελκτικό. Θύμιζε μύηση σὲ ἱερὴ τελετουργία, μὲ ἱερουργό, μὲ μυσταγωγὸ ἀνεπανάληπτο τὸν συνθέτη. Σολίστ ἦσαν δύο στενοὶ συνεργάτες τοῦ Μίκη, δύο ἐκπληκτικοὶ τραγουδιστές, πού στὸ ἔργο αὐτὸ τοὺς προσφέρθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ παρουσιάσουν τὸ εὖρος καὶ τὴ δύναμη τοῦ ταλέντου τους, ἡ Μαρία Φαραντούρη καὶ ὁ Πέτρος Πανδής. Στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου συνέπραξε ἀκόμη ἡ 100μελὴς Ἐθνική Χορωδία τῆς Γαλλίας, τὸ συγκρότημα «Κρουστὰ τοῦ Στρασβούργου» καὶ ἡ λαϊκὴ ὀρχήστρα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη· ὅλα ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ ἴδιου τοῦ συνθέτη.

Ἦταν μιὰ ὁμαδικὴ γιορτή. Ὅλα ἔμοιαζαν ὀνειρικά. Ἀκόμη καὶ σήμερα ἔχει μπροστά του τὶς φωνὲς καὶ τὶς ἐκφράσεις τῶν καλλιτεχνῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ πλήθους. Ἄραγε τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ὤθησε ἕναν 17ετὴ μαθητὴ νὰ ἔχει τὴν ἐπιθυμία νὰ παραστεῖ σὲ ἕνα τέτοιου περιεχομένου γεγονός; Ποιὰ δύναμη ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν φώτισε νὰ βρεθεῖ, μὲ ἐπιλογή του, σὲ ἕναν τέτοιο χῶρο γιὰ ἕνα τέτοιο γεγονός; Νὰ γευτεῖ τοὺς ἡδονικοὺς αὐτοὺς καρποὺς τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ποιήσεως; Νομίζω ἡ μαθητεία του στὰ παρεξηγημένα καὶ ἀπαξιωμένα σχολεῖα τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως εἶχαν σπουδαίους δασκάλους ποὺ ἐνέπνεαν τοὺς μαθητές τους καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν σὲ πιὸ πνευματικὲς ἀτραπούς: νὰ μεγαλώνουν μὲ βιβλία, μὲ κινηματογράφο, μὲ μουσικές, μὲ τὸν πολιτισμὸ τοῦ χαρτιοῦ καὶ τῆς μουσικῆς καλλιέργειας, μακρυὰ δὲ ἀπὸ ἀλαζονικὲς συμπεριφορὲς καὶ πρακτικές, ἀντιθέτως, δεκτικοὶ σὲ πνευματικὲς προκλήσεις. Ἦταν, ὅμως, θαρρῶ καὶ ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῶν καιρῶν ἐκείνων μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς δικτατορίας τῶν συνταγματαρχῶν ἀλλὰ καὶ τῆς τραγωδίας τῆς Κύπρου, ποὺ ἀπαιτοῦσαν, καθὼς οἱ καιροὶ ἄλλαζαν ροῦχα, ἕνα νέο βάπτισμα σὲ μιὰ κολυμβήθρα μὲ ὕδατα πνευματικά, μὲ ἀξίες, ἰδανικὰ καὶ ὄνειρα. Ἔτσι, μετὰ τὸ τέλος τῆς συναυλίας εἶπε εἰς ἑαυτόν:

— Εἶμαι 17άρης, μὰ τιμῶ τὰ Λύκεια

Ὄχι ὅπως ὁ 16άρης τοῦ Σαββόπουλου!

Ὁ Μίκης Θεοδωράκης συγκλονιστικός. Ἐδέσποζε καὶ τῶν μουσικῶν καὶ τῶν θεατῶν. Νόμιζες ὅτι δὲν πατοῦσε στὸ ἔδαφος καὶ πὼς μὲ τὰ χέρια του ὀρθάνοιχτα ἀγκάλιαζε ὅλους τοὺς καλλιτέχνες, ὅλο τὸ πλῆθος, ὅλο τὸ Στάδιο, ποὺ ἔχει τὴν τιμὴ νὰ εἶναι φερώνυμο ἑνὸς ἱστορικοῦ θρύλου, τοῦ ἀρχιστράτηγγου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Μὲ δικαιολογημένη ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μπορεῖ νὰ λέει:

—Ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ!

Καὶ τὸ ἀξιοπερίεργο εἶναι πὼς οἱ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴ μοναδικὴ αὐτὴ παρουσία του στὴ μουσικοποιητικὴ βραδυὰ τοῦ «Κάντο Χενεράλ», ἀντί νὰ ἀδυνατίζουν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου κι ἂς ἔχει ἐπέλθει αὐτὸς σαρωτικός ἀντὶ νὰ ξεθωρίαζουν, ἀντὶ νὰ γλυστήσουν στὴ σκοτεινὴ χώρα τῆς λησμονιᾶς, εἶναι ἀκόμη ζωντανές: εἶναι ζώσα μνήμη, ποὺ διακρατεῖ ἀκόμη τὴν ἰκμάδα καὶ τὴ δροσιὰ ἐκείνων τῶν στιγμῶν, ἀλλὰ καὶ ἕναν νοσταλγικὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ μιὰ περίοδο ποὺ ἔχει λήξει ὁριστικά. Οἱ πρωταγωνιστές της ἢ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ ἢ πιὰ δὲν μποροῦν νὰ λειτουργήσουν σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ἔχει ἄλλες προτεραιότητες πλέον, πολὺ πιὸ ἐπιφανειακές, ἐφήμερες καὶ μὲ ἄλλους ρυθμούς. Καὶ οἱ ἐπίγονοι δὲν μπόρεσαν νὰ διατηρήσουν μία καλλιέργεια τῆς καθημερινότητας ἱκανὴ νὰ μνημειώνει τὰ συναισθήματα καὶ συμβάντα: γιὰ νὰ βρεθοῦν οἱ γραπτοὶ καὶ ἄγραφοι ἐκεῖνοι κώδικες ποὺ θὰ ὁδηγήσουν, ὄχι σὲ ἀπόπειρες ἀναστύλωσης τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ σὲ νέα καὶ ἀνώτερα «Κάντο Χενεράλ»· νέες πνευματικὲς παρακαταθῆκες γιὰ μιὰ κοινωνία ἐλευθερίας ὅπου τὰ ὄνειρα μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν.

Περὶ τὸ 2000 περίπου, ἐνῶ βρισκόταν σὲ σταθμὸ τοῦ ΗΣΑΠ, εἶδε, στὴ στάση «Βικτώρια», νὰ εἰσέρχεται στὸν συρμὸ ἕνας σχετικὰ μετρίου ἀναστήματος ἐπιβάτης μὲ καστανόγκριζα μακρυὰ μαλλιά. Τὸν ἀναγνώρισε. Ἦταν ὁ Πέτρος Πανδῆς. Ἡ ἀνάκληση μνήμης λειτούργησε. Ἡ φλόγα τῆς μνήμης ἄναψε. Ἡ ἀκένωτη δεξαμενὴ τῆς μνήμης πότισε μὲ ἀναμνήσεις τὴ σκέψη του. Θυμήθηκε τὴν ἱστορικὴ συναυλία τῆς 13ης Αὐγούστου 1975. Εἶχε ἐγγραφεῖ στὴν κυτταρική του μνήμη ἀνεξίτηλα. Ἀπόρησε, πῶς ἡ μεγαλειώδης καὶ συγκλονιστικὴ αὐτὴ φωνὴ ἔβγαινε ἀπὸ αὐτὸν τὸν μᾶλλον μικρόσωμο ἐπιβάτη τοῦ τραίνου, ὁ ὁποῖος τότε, στὸ στάδιο Καραϊσκάκη, τοῦ φαινόταν θεόρατος. Καί, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς φωνῆς του ἀλλὰ καὶ τοῦ γοητευτικοῦ μυστηρίου τῆς βραδυᾶς ἐκείνης, βίωσε πάλι τὰ ἴδια συναισθήματα. Ὁ Πέτρος Πανδῆς χάθηκε σιγὰ-σιγὰ στὸν συνωστισμὸ τῶν ἐπιβατῶν τῆς γραμμῆς· δὲν χάθηκαν ὅμως ἡ μαγευτικὴ παρουσία καὶ ἡ συμμετοχή του στὸ «Κάντο Χενεράλ». Τέλος, θυμήθηκε καὶ τὸν ποδοσφαιρικὸ ἀγώνα ποὺ προηγήθηκε καὶ στὸν ὁποῖο μετεῖχε ὑπὸ φρικώδη ζέστη, ὅταν ὅλα ἐν Ἀθήναις ἔκαιαν καὶ ἔβραζαν, καὶ ψιθύρισε:

—Ἤμουν τότες ἐκεῖ, 17άρης, ἀπὸ τὰ τιμημένα Λύκεια.· ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, ἀπὸ τὰ Ἑξατάξια Γυμνάσια μὲ τοὺς ὑπέροχους ἡρωϊκοὺς δασκάλους τους.

                                                                               Ντῖνος Ἀγραφιώτης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας,τῶν Γρεβενῶν, φ. 1130, 1.8.2025,  σ. 15-16.




 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

ΤΥΡΒΗ, φ. 25, θερινόν.

 




Λέγεται, θρυλεῖται ὅτι: «τὸν Αὔγουστο δὲν ὑπάρχουν εἰδήσεις». Κι ὅμως, σήμερα, Τρίτη 5 Αὐγούστου 2025, κυκλοφορήθηκε ἀπὸ τὴ θρυλικὴ «Φαιδρὰ συντεχνία» τῶν Γρεβενῶν τῆς Δυτ. Μακεδονίας, τὸ

25ο φύλλο τοῦ ἱστορικοῦ ἑξαμηνιαίου μονοφύλλου «Τύρβη» ἀφιερωματικὸ σὲ βιβλία καὶ βιβλιοθῆκες. Σύμπτωση, θεία οἰκονομία, ἄλλο τί, θέλησε αὐτὸ τὸ φύλλο νὰ κυκλοφορήσει τὴν ἡμέρα ποὺ τὰ Ἄγραφα τιμοῦν τὸν προστάτη Ἅγιο τους, τὴν μοναδικὴ αὐτὴ μορφὴ τῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Παιδείας, τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ (Μέγα Δένδρο Αἰτωλίας περ. 1597 - Μεγ. Βραγγιανὰ Ἀγράφων 6 Αὐγούστου 1682). Στὸ τερπνὸ αὐτὸ φύλλο, πλὴν τῆς ἡμετέρας οὑτιδανότητος, γράφουν, τιμῶντας τὴν «Τύρβη»καὶ τὸν ἐκδότη της, καὶ οἱ: Νίκος Βατόπουλος, Μυρσίνη Γκανά, Β. Π. Καραγιάννης, Γιῶργος Κεντρωτής, Παντελής Μπουκάλας, Ἀντώνης Ν. Παπαβασιλείου, Γεωργία Τριανταφυλλίδου καὶ Δημήτρης Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Τιμᾶται δὲ μόνον «Ἕν κρασοβόλιον Σκοπέλου» ἢ «Ἕν κογχλιάριον τσαλαφουτίου Ἀγράφων» καὶ μπορεῖτε νὰ τὸ δεῖτε ἢ νὰ τὸ κατεβάσετε ἀπὸ ἐδῶ:

https://mygrevena.gr/wp-content/uploads/2025/08/25_%CE%A3%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF-1-telikon.pdf


Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ (ΜΕΓΑ ΔΕΝΔΡΟ ΑΙΤΩΛΙΑΣ περ. 1597-ΜΕΓ. ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ ΑΓΡΑΦΩΝ, 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1682)

 

Σήμερα, 5 Αὐγούστου 2025, τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Εὐγενίου Γιαννούλη· τοῦ Αἰτωλοῦ λογίου ἱερομονάχου τῆς Τουρκοκρατίας  ποὺ ἁγίασε μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση του τὰ  Ἄγραφα καὶ ἰδιαίτερα τὰ Μεγάλα Βραγγιανά,  ὅπου ἡ ἕδρα τοῦ λεγομένου  «Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων». Παραθέτουμε σύντομο βίο του:

                                                   Ὁ ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός

      


Ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς γεννήθηκε γύρω στὰ 1597 στὸ Μέγα Δένδρο τοῦ Θέρμου Αἰτωλίας. Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν μετέβη στὴ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Βλοχοῦ Τριχωνίδος, ὅπου ἔλαβε τὶς πρῶτες ἐγκύκλιες  γνώσεις. Συνέχισε τὰ μαθήματά του στὴ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ χωριοῦ Τροβάτο τῶν Ἀγράφων. Στὴ συνέχεια, περὶ τὸ 1616, χειροτονήθηκε διάκονος στὸ ἱστορικὸ μοναστήρι τῆς Τατάρνας. Ἀπὸ ἐκεῖ ταξίδευσε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μαθήτευσε κοντὰ στὸν παραιτηθέντα καὶ ἐφησυχάζοντα στὴ μονὴ Ξηροποτάμου ἐπίσκοπο Χαραλάμπη. Κατόπιν, στὴν πορεία του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερέας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Ἀκολούθως, διακόνησε ἐπὶ τρία ἔτη στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὰ Ἱεροσόλυμα. Κατόπιν, συνέχισε τὶς σπουδές του στὰ Τρίκαλα, τὴν Κεφαλλονιά, τὴ Ζάκυνθο καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη κοντὰ στοὺς σημαντικοὺς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς Παΐσιο Μεταξᾶ, Θεόφιλο Κορυδαλλέα καὶ Μελέτιο Συρίγο.

Περὶ τὸ 1639, ὡς διδάσκαλος πλέον, ἵδρυσε Σχολὴ γραμμάτων στὸ Αἰτωλικό, καὶ στὴ συνέχεια τὸ 1645 στὸ Καρπενήσι, ἐνῶ τέλος, τὸ 1661 ἵδρυσε Σχολεῖο στὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων, τὸ γνωστὸ καὶ ὡς «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων». Ἐκοιμήθη στὶς 6 Αὐγούστου 1682 στὰ Μεγ. Βραγγιανὰ καὶ ἐτάφη στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς. Κατέλιπε πλούσιο παιδευτικό, συγγραφικὸ ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ πολλοὺς ἄξιους μαθητές, ποὺ διέπρεψαν στὰ Γράμματα καὶ συνέχισαν τὸ ἔργο του. Σπουδαιότερος ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ βιογράφος του, λόγιος ἱερομόναχος, Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος (1654-1729).


Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Η ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤ. ΓΟΡΔΙΟΥ*

 

 Μὲ τὴν στάμπαν τῆς Βλαχίας

Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος: «Ἐγώ, ἕως ὁποῦ ἀναπνέω, βιβλίοις προσκεῖσθαι βούλομαι».

Βιβλιοφιλική, παθιασμένη δήλωση ἀγάπης, ἔρωτα, στοργῆς γιὰ τὸ βιβλίο, γιὰ τὴ μελέτη, εἶναι ἡ γραπτὴ αὐτὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, τοῦ ἐξ Ἀγράφων ὁρμωμένου ταπεινοῦ λογίου ἱερομονάχου τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας. Μάλιστα, δὲν σταματᾶ ἐκεῖ. Ὑπερακοντίζοντας σὲ βιβλιοφιλικὴ κατάθεση ψυχῆς συνεχίζει σημειώνοντας ὅτι:

«Καὶ ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων, ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ εἰς θησαυρὸν βιβλίων»

Ἡ προτομὴ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου
στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ ἱστορικοῦ ναοῦ
 τῆς Ἀγίας Παρασκευῆς τῆς Γούβα
ς τῶν Μεγ. Βραγγιανῶν.
 Στὴ βάση της ὑφίσταται
, ἐγχαράκτως,
ἡ γνωστὴ περὶ τῶν βιβλίων ἄποψη
 (
«Ἐγώ, ἕως ὁποῦ ἀναπνέω....»)
τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου

Αὐτά, λοιπόν, τὰ δηλώνει γραπτῶς πρὶν ἀπὸ τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνες, στὶς 20 Σεπτεμβρίου 1717 σὲ ἐπιστολή του, ποὺ στέλνει ἀπὸ τὴ γενέτειρά του, τὰ Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων, πρὸς τὸν ἱερομόναχο Χριστοφόρο, συμμαθητή του κοντὰ στὸν Εὐγένιο Γιαννούλη, μιὰ ἄλλη σπουδαία μορφὴ τῶν Γραμμάτων τῆς ἴδιας ἐποχῆς. Ὁ Χριστοφόρος βρίσκεται στὴν Καστανιά, ἕνα κοντινὸ στὴ γενέτειρα τοῦ Γορδίου χωριό, στὰ ἀνατολικὰ τῶν Ἀγράφων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ κοινοῦ διδασκάλου τους, ὁ Γόρδιος ζητεῖ, ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γιαννούλη. Ὁ Γόρδιος ἦλθε σχεδὸν σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Χριστοφόρο γιὰ νὰ τοῦ δοθοῦν τὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐδικαιοῦτο βάσει
ὅπως ὑποστήριζε τῆς διαθήκης τοῦ Εὐγενίου, ἀλλὰ ὁ Χριστοφόρος τὰ παρακρατοῦσε. Διαφωνεῖ μάλιστα μὲ τὴν πρόταση τοῦ Χριστοφόρου νὰ πωληθοῦν τὰ βιβλία:

«Λέγεις. Νὰ τὰ πουλήσωμεν· καὶ τί νὰ κάμωμεν; [...] Πνευματικῶς λέγεις, μὲ συμβουλεύεις νὰ κάμωμεν ἐκεῖνο ὁποῦ σοῦ ἀρέσει, καὶ νὰ σοῦ ἀποκριθῶ. Ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τί νὰ ἀποκριθῶ εἰς τέτοιαις πνευματικαῖς συμβουλαῖς καὶ ἀπνευματίκευταις».

Ὁ Γόρδιος ἐπιμένει στὴν πιστή, περὶ τῆς διανομῆς τῶν βιβλίων, ἐφαρμογὴ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ «ἀποθαμένου οἰκοκύρη» ὅπως ἀποκαλεῖ τὸν διδάσκαλό τους Εὐγένιο Γιαννούλη:

«Καὶ εἰ μὲν πέμπεις, πέμψον. Εἰ δὲ μή, αὐτὸ τοῦτο δήλωσον, καὶ μετ’ αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, ἵνα μή [...] ἐνοχλοῦντές σοι κράζωμεν».

«Ἐγώ, ἕως ὁποῦ ἀναπνέω,  
βιβλίοις προσκεῖσθαι βούλομαι. 
Καὶ ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων,
ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ 
εἰς θησαυρὸν βιβλίων». 
Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους,
κώδ. 171, σ. 1201. 

Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, κώδ. 171, σ. 1201.

 


Ἀκόμη, ὁ Γόρδιος, ὡς φίλος τοῦ βιβλίου, γνώριζε ὀνομαστὲς βιβλιοθῆκες τῆς ἐποχῆς ὅπως ἡ Βατικανή, ἡ Μαρκιανή, ἀλλὰ καὶ βιβλιοθῆκες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μάλιστα, ἐντυπωσιασμένος, ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ λογίου προεστοῦ τῆς Ζακύνθου Ἄγγελου Σουμάκιου, συνθέτει ἐπίγραμμα ἰαμβικὸν γι αὐτήν:

«Σιὼν Σίναιον ὧδε διττοῖς τοῖς νόμοις

χορός τε μουσῶν τῶν Ἑλικωνιάδων.

Ἐνταῦθα πᾶσα βίβλος ἱερὰ πέλει

σύμπας χορός τε τῶν Ἑλικωνιάδων».

 

Ὁ ἴδιος ὁ Γόρδιος φέρεται ὡς κάτοχος βιβλιοθήκης μὲ σημαντικὸ ἀριθμὸ βιβλίων. Ὁ διακαὴς πόθος του γιὰ βιβλία ἔχει δώσει τροφὴ στὸν θρύλο, στὴν ὑπερβολικὴ ἐκτίμηση, ὅτι ἡ βιβλιοθήκη του ἴσως ἀριθμεῖ περὶ τὰ 4.000 βιβλία! Ὅμως, σύμφωνα μὲ κάποιες γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὰ βιβλία ποὺ κατεῖχε, ἕνας ἀριθμός περὶ τὰ 800 βιβλία θὰ ἦταν ἀρκετὰ λογικὴ καὶ κοντὰ στὴν πραγματικότητα ἐκτίμηση γιὰ τὸν ὄγκο τῆς βιβλιοθήκης του· καθόλου μικρὸς ἀριθμὸς βιβλίων σὲ μία, οὐσιαστικά, προσωπικὴ βιβλιοθήκη, στὰ δυσπρόσιτα, ἕως καὶ ἀπρόσιτα Ἄγραφα τοῦ 18ου αἰ. ἐντὸς ἑνὸς τουρκοκρατούμενου Ἑλλαδικοῦ χώρου.

Γιὰ τὴν διάπυρη ἀγάπη του καὶ τὴν ἰδιαίτερη, τὴ σχεδὸν ἐμμονικὴ σχέση του, τὸ σφοδρὸ πάθος του μὲ τὰ βιβλία, ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς γράφει :

 

«Μὰ τὸ θέμα ποὺ τὸν κατέχει εἶναι τὸ βιβλίο· ἕνα πρωτογονικὸ ἀκόμη πάθος· ζήτηση βιβλίων, δανεισμοί, ἀνταλλαγές, βιβλιοδεσίες, περνοῦν καὶ ξαναπερνοῦν μέσα στὰ γράμματά του».

 

Ὀ Γόρδιος ἐπέλεγε ἢ πρότεινε, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἀπώλειας βιβλίων, ἔμπιστους διακομιστὲς γιὰ τὴν ἀποστολὴ ἢ τὴν παραλαβὴ βιβλίων:

«Καὶ εἴ γε δέ, ὣς ἔφην, καὶ τούτων τυχεῖν, μὴ ἀπαξιωσάτω με, παρακαλῶ, κομιστῇ τῷ αὐτῷ οἵα καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων χρησαμένη, πιστῷ γε ὄντι τὰ μάλιστα καὶ θεοφιλεῖ».

Ἀκόμη, δανείζεται βιβλία ἀλλὰ εἶναι συνεπὴς στὴν ἐπιστροφὴ τῶν βιβλίων αὐτῶν:

«Τὰ βιβλία τοῦ μοναστηρίου ἢ θέλω τὰ φέρει μοναχός μου εἰς ὀλίγον καιρόν· ἢ θέλω τὰ πέμψει μὲ πιστὸν διακομιστὴν».

Φροντίζει νὰ βιβλιοδετοῦνται καὶ νὰ συντηροῦνται τυχὸν φθαρμένα βιβλία ἀπὸ ἔμπειρους καὶ ἐπιμελεῖς βιβλιοδέτες:

 «Ὁ εὐλαβέστατος ἐν ἱερεῦσι οὗτος [... ] εἶναι μὲ πολλὰ προτερήματα κεκοσμημένος [...] Εἶναι πρὸς τούτοις καὶ τεχνίτης ἐπιτηδειότατος νὰ ἀνακαινίζῃ καὶ νὰ δένῃ βιβλία».

Παραπονεῖται ὅταν τὰ βιβλία ποὺ στέλνει γιὰ βιβλιοδεσία δὲν εἶναι σωστὰ δεμένα, παρὰ τὰ χρήματα ποὺ διαθέτει γι αὐτὸν τὸν σκοπό:

«Μοῦ ἤφεραν τὰ βιβλία, δύο ἥμισυ ρεάλια δετικά, ἀλλὰ καὶ κακὰ δεμένα. Ἂν ἤξερα πῶς ἔτζη θέλει τὰ δέσει, δὲν ἤθελα οὐδὲ κἂν νὰ τὰ πιάσῃ».

 Ἀκόμη, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος προσέχει τὰ βιβλία ποὺ προμηθεύεται νὰ εἶναι τυπωμένα σὲ ἀξιόπιστα τυπογραφεῖα ὅπως αὐτὰ τοῦ Βουκουρεστίου, δηλαδὴ μὲ τὴν «στάμπαν τῆς Βλαχίας»:

«Ἀκόμη τὸν παρακαλῶ καὶ τοῦ δίδω ἐνόχλησιν νὰ μοῦ πέμψῃ δύο βιβλία ἀπὸ κεῖνα τῆς  σ τ ά μ π α ς   τ ῆ ς   Β λ α χ ί α ς».

Πάντως, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος, ἀρκετὰ χρόνια νωρίτερα ἀπὸ τὴν ἀντιδικία του μὲ τὸν Χριστοφόρο γιὰ τὰ βιβλία τοῦ Εὐγενίου, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει στὴν βιογραφία τοῦ διδασκάλου του Εὐγενίου Γιαννούλη, στὰ 1703, στὸ Αἰτωλικό, ὅπου γράφει τὸ ἔργο του «Βίος τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου σοφωτάτου καὶ λογιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κυρίου Εὐγενίου Ἰωαννουλίου τοῦ ἐξ Αἰτωλίας ...», φέρεται ὡς κάτοχος τῶν βιβλίων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Εὐγενίου. Στὸ ἔργο του αὐτὸ οὐδὲν ἀναφέρει περὶ διαθήκης τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη. Ὅμως, ὅπως σημειώνει, ἴσως κατεῖχε τὸ σημαντικότερο ἀπὸ συναισθηματικῆς ἀπόψεως βιβλίο τοῦ Εὐγενίου. Πρόκειται γιὰ τὸ ἔργο:

«Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια».

Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, 
Ἑρμηνεία εἰς τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια,[...] 
Ρώμη [A. Blado], 1542.

Ἦταν δῶρο τοῦ μαρτυρικοῦ πάπα καὶ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλου Λούκαρη, γιὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη ἀπὸ τὸνΛούκαρη στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου στὰ 1619:

«Κύριλλος πάπας καὶ πατριάρχης καὶ κριτὴς τῆς οἰκουμένης διὰ χειρῶν τῶν ἡμετέρων ἀναβιβασθεὶς ἐξ ἱεροδιακόνου εἰς τὸν τοῦ ἱερέως βαθμόν [...] Ἐν Αἰγύπτῳ αχιθῳ».

Καὶ συνεχίζει ὁ Γόρδιος:

″Δέδωκε δὲ δῶρον αὐτῷ μνήμης ἕνεκα τὴν Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας βίβλον, τὴν εἰς τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια συνοπτικὴν περιέχουσαν ἑρμηνείαν, ἥτις καὶ νῦν εἰσέτι μετὰ τῶν ἄλλων αὐτοῦ βιβλίων σώζεται παρ’ ἡμῖν″.  

Τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν ἕως τώρα γνωστὴ διαθήκη τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη, γραμμένη στὶς 18 Ἰουλίου 1669, ὅταν ὁ Γόρδιος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν, ἀναφέρει ὅτι ἀφήνει τὰ βιβλία του στὸν προσφιλή του  ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος Καρπενησίου:

« [...] Τοὺς μὲν οὖν ὀκτὼ τόμους τοῦ Χρυσοστόμου, ὁμοίως καὶ τὸν Ὅμηρον μετὰ τῶν σχολίων καὶ τὸν Ἰσοκράτην τὰ ἀφήνω καὶ αὐτὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς παναγίας μου Τριάδος εἰς τὸ Καρπενήσι».

Ἐνδεχομένως, ἀργότερα, ὁ ὅσιος πλέον Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς συνέταξε νέα ἄδηλη διαθήκη· αὐτὴν στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Γόρδιος ὅταν ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιό του ἐκ τῶν βιβλίων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη ἀπὸ τὸν συμμαθητή του Χριστοφόρο. Ἴσως, πάλι, νὰ ὑπῆρξε προφορικὴ ἐντολὴ τοῦ Εὐγενίου, γιὰ τὸν τρόπο διαμοιρασμοῦ τῶν βιβλίων του, πρὸς τοὺς δύο μαθητές του.

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ), φ. 102, Ἀπρ., Μάιος, Ἰούν. 2025, σ. 3-4.




Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης