Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

ΤΟΣΙΤΣΕΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Παράθυρα ἑρμητικὰ κλειστὰ



Τὰ βιβλία, κατὰ τὸν Νικηφόρο Βρεττάκο, εἶναι, λειτουργοῦν ὡς "παράθυρα στὸν κόσμο", ὡς θέαση στὴ γνώση καὶ στὰ γράμματα. Τὰ σχολεῖα, τὰ σχολικὰ κτίρια, μὲ τοὺς μαθητὲς  καὶ τοὺς δασκάλους τους, εἶναι αὐτὰ πού, μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία, "ἀνοίγουν παράθυρα" γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν κόσμο τῆς γνώσης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅταν ὅμως κτίζονται, ἑρμητικὰ μάλιστα, τὰ φυσικὰ παράθυρα στὰ σχολεῖα, στοὺς ναοὺς τῆς  παιδείας, στὰ καταγώγια αὐτὰ  τῶν ἀρετῶν, ἐκεῖ ὅπου σφυρηλατεῖται τὸ μέλλον μιᾶς κοινωνίας, τότε αὐτὸ τὸ μέλλον φαντάζει ἀβέβαιο, προβληματικό, ἀπαισιόδοξο.


Τὸ ἐν Ἀθήναις Τοσίτσειο σχολικὸ συγκρότημα, τὸ νεοκλασσικὸ κτήριο στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν Ἀχαρνῶν, Σουρμελῆ καὶ Μάγερ, εἶναι ἔργο ἑνὸς πανθομολογουμένως καλλιτέχνη τῶν κατασκευῶν τῆς ἐποχῆς του, τοῦ ὀνομαστοῦ Ἑρνέστου Τσίλλερ, τοῦ ἀρχιτέκτονα ποὺ γεννήθηκε Γερμανὸς ἀλλὰ πολιτογραφήθηκε «Ἕλληνας»· ἀφήνοντας τὴ σφραγίδα του στὴν οἰκιστικὴ φυσιογνωμία τοῦ ἀστικοῦ χώρου τῶν Ἀθηνῶν· ὀμορφαίνοντας, μὲ κτίσματα στολίδια, τὴν Ἀθήνα στὸ τέλος τοῦ  19ου αἰ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ. Δυστυχῶς, στὶς μέρες μας, τὸ κτίσμα αὐτὸ εἶχε μιὰ θλιβερὴ τύχη καὶ κατάληξη. Στέκει μὲν ὀρθὸ ἀλλὰ ἀπολύτως ἐν παρακμῇ. Οἱ χῶροι, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ ἕναν σχεδὸν αἰώνα δέχθηκαν τὶς τρυφερὲς ψυχὲς ἑκατοντάδων καὶ χιλιάδων μαθητριῶν, τὶς ὁποῖες προίκησαν μὲ γνώσεις καὶ ὄχι μὲ «μέτρημα», ἔχουν πιὰ μείνει μὲ τὰ παράθυρά τους κλειστά· σφαλιστά, κτισμένα μὲ τσιμεντολίθους μάλιστα. Αὐτά, ποὺ οἱ μαθήτριες καὶ οἱ διδάσκοντες εἶχαν γιὰ νὰ φωτίζονται τὰ πρόσωπά τους καὶ ἡ σκέψη τους, εἶναι πιὰ «παράθυρα ἑρμητικὰ κλειστά». Μάλιστα, ἡ ἐπιζωγράφιση τοῦ οἰκοδομήματος μὲ τὰ λεγόμενα "γκράφιτι" ἀντὶ νὰ μετριάζουν, νὰ ἁπαλύνουν τὰ αἰσθήματα ἀπογοήτευσης γιὰ τὴν κατάληξή του, τὴν ἄθλια κατάστασή του, τοὐναντίον τὰ αὐξάνουν ἔτι περαιτέρω.

Τὸ περικαλλὲς κτίσμα, ἄλλοτε κόσμημα τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως καὶ συμπλήρωμα τοῦ οὐρανοῦ του, περιμένει ὑπομονετικὰ νὰ βρεθοῦν οἱ εὐαίσθητες ἐκεῖνες ψυχὲς ποὺ θὰ ἀφαιρέσουν τὴν ἀσχήμια καὶ θὰ φανερώσουν πάλι τὸ ἀναμφισβήτητο κάλλος του ἀλλὰ καὶ θὰ τὸ ἀποκαταστήσουν γιὰ  νὰ δεχθεῖ, πῶς ὄχι; στὶς αἴθουσές του, στὰ ψηλὰ τὰ παραθύρια του, τὶς διψασμένες γιὰ γνώση καὶ πρόοδο νεανικὲς ψυχὲς μαζὶ μὲ τοὺς φωτισμένους δασκάλους τους. Γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἑρνέστου Τσίλλερ, ποὺ θὰ ἰδεῖ τὸ ἔργο του νὰ ξαναζωντανεύει ἀλλὰ νὰ ἡσυχάσει καὶ ἡ ψυχὴ τῆς εὐεργέτιδος Ἑλένης Τοσίτσα καθὼς θὰ βλέπει ὅτι, ὅσα διέθεσε γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὰ σχολεῖα της, ἔπιασαν τόπο καὶ παράγουν συνεχῶς νέους ἀγλαοὺς καρπούς. Ἀκόμη, θὰ ἀγάλλεται κι ὁ Ἑλβετὸς φιλέλληνας Ἰω. Μάγερ, ὁ ἐκδότης τῶς Ἑλληνικῶν Χρονικῶν, ὅπου καταγράφηκε ὁ ἡρωϊκὸς ἀγώνας τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Ἱερᾶς Πόλεως τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἡρωϊκὰ μαχόμενος στὴν ἱστορικὴ Ἔξοδο, καθὼς ὁ δρόμος ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του φιλοξενεῖ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ κτίσμα. 


Οἱ εἰκόνες ποὺ ἐκτίθενται, πέραν τῆς ὅποιας καλλιτεχνικῆς προσέγγισής τους, ἔχουν κύριο σκοπὸ νὰ εὐαισθητοποιήσουν ὅσους ἀγαποῦν τὶς Τέχνες, τὰ Γράμματα, τὸν Πολιτισμό, τὴν ὀμορφιὰ ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ σώσει τὸν κόσμο· μήπως καταστεῖ δυνατὸν νὰ σωθεῖ ἕνας τόπος ὅπου ἔλαβε τὰ φῶτα τῆς γνώσης ἡ μαθητιῶσα νεολαία παλαιότερων ἐποχῶν· ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἕνα ἔργο ἀριστούργημα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ κτιριακῆς τέχνης ὅπως αὐτὸ τοῦ ἐπιβλητικοῦ Τοσιτσείου στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν Ἀχαρνῶν, Σουρμελῆ καὶ Μάγερ. Γιὰ νὰ καμαρώνει κι ὁ λόγιος ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 Διονύσιος Σουρμελής, πὼς ὁ δρόμος ποὺ ὀνοματοδοτήθηκε πρὸς τιμήν του κοσμεῖται μὲ ἕνα ἱστορικὸ κτίριο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Νὰ εὐαισθητοποιήσει τὶς ὅποιες ἀρχὲς ποὺ ἐλέγχουν ὄχι ἔτσι γιὰ τὸν τύπο τὰ κακῶς γενόμενα. Ἕνα κτήριο τὸ ὁποῖο  θὰ "νοστιμίζει" τὸν ἀφιλόξενο σήμερα τόπο καὶ στὸ ὁποῖο εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν νὰ ἐπανέλθει ἡ ἀπολεσθεῖσα μαθητικὴ ζωή, ποὺ θὰ διώξει τὸν σημερινὸ γνόφο· γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἡ ζωὴ μὲ δύναμη καὶ μὲ μιὰν ὁρμὴ ποὺ θὰ σκορπίσῃ τὴ σημερινὴ ζοφερὴ εἰκόνα, ὥστε, μὲ τὴν παρουσία του, νὰ προέλθει εὐφορία πνευματικὴ καὶ αἰσθητικὴ καὶ  πᾶσα ἀγαθοσύνη. Τὸ Τοσίτσειο φαίνεται νὰ κραυγάζει:

— Σῶσε με <ἔστω> ὡς κειμήλιον.

Ἢ μήπως θὰ εἰπωθεῖ, τελικά, τὸ Παπαδιαμάντειον:

— «Ἡ διοίκηση εἶναι ρωμέϊκη, τί τὰ θέλεις;».                   

Kων/νος Σπ. Τσιώλης 


   
           

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

HENRY LONGFELLOW, ''THE LIGHT OF STARS'' (μετάφραση ΑΛΕΞ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ)*

 

Ἀλέξανδρος Μωραϊτιδης: «Τὸ φῶς τῶν ἀστέρων»

 

 

Ἀλέξανδρος Δημ. Μωραϊτίδης,
(Σκιάθος 1850-1929). 
Σχέδιο (2019) 
τῆς Φρειδερίκης Ξενίδου. 

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτιδης (Σκιάθος 1850-1929), γνωστὸς κυρίως γιὰ τὸ διηγηματογραφικό του ἔργο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ταξιδιωτικά του δημοσιεύματα καὶ τὰ θεατρικά του ἔργα, δὲν ὑπῆρξε ‒μὲ λογοτεχνικὰ κριτήρια‒ ποιητής· οὔτε κι ὁ ἴδιος διεκδικοῦσε τίτλο ποιητοῦ. Ὅμως, ἔγραψε καὶ δημοσίευσε, κατὰ καιρούς, κάποια ποιήματα καὶ στιχουργήματα, ἄλλα σὲ καθαρεύουσα κι ἄλλα σὲ ἁπλὴ ἑλληνική, ἐνῷ ἐπίσης ἔγραφε καὶ δημοσίευε θρησκευτικὴ ποίηση ἀκόμη καὶ ὁλόκληρες Ἀκολουθίες. Ἐπιπλέον, μετέφερε ἀρχαίους κλασικοὺς συγγραφεῖς ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὴ λειτουργικὴ ποίηση στὴν ἁπλὴ ἑλληνική, ἐνῷ μετέφραζε στὰ ἑλληνικὰ ποιήματα ἀπὸ ἄλλες γλῶσσες.

Χαρίεις καὶ κομψευόμενος –στὴν πρώτη περίοδο τῆς λογοτεχνικῆς του δημιουργίας, τὴν γελῶσα περίοδο τῆς ζωῆς του διατηροῦσε γνωριμίες μὲ σημαίνοντα πρόσωπα, σὲ φιλολογικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς, ἐνῷ ἦταν ἀποδεκτὸς καὶ καθιερωμένος σὲ κοσμικὲς συγκεντρώσεις, συναναστρεφόμενος μὲ λογοτέχνες καὶ ποιητές. Γοητευτικός, «μὲ λάμποντας τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ μὲ βαθέα ὡραῖα χαρακτηριστικά», ἔμοιαζε, κατὰ πολλούς, φυσιογνωμικὰ μὲ τὸν Σαίξπηρ.

Henry Wadsworth
Longfellow
(1807-1882).


 


Ἔτσι, δημοσιεύει στὸ περιοδικὸ Ποικίλη Στοά, τόμ. 4 (1884, σ. 410-411), τὴν μετάφραση τοῦ ποιήματος “The Light of Stars” τοῦ ἀμερικανοῦ ποιητή Henry Wadsworth Longfellow (1807-1882). Τὸ ποίημα γράφτηκε στὰ 1838, ὁ ἴδιος δὲ ὁ ποιητὴς τὸ χαρακτήρισε ὡς «Δεύτερο Ψαλμὸ Ζωῆς» (“A Second Psalm of Life”). Ἡ μετάφραση τοῦ ποιήματος ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη χρονολογεῖται τὴν 8η Σεπτ. 1883. Εἶναι ἀπὸ τὶς ἐλάχιστα γνωστὲς μεταφράσεις τοῦ Μωραϊτίδη, ἀποτελεῖ δὲ ἕναν ὕμνο στὴν δύναμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀντοχῆς στὶς δυσκολίες, τὰ ἐμπόδια, τὰ κύματα τῆς βιοτικῆς θαλάσσης· ὅπως τὰ ἀστέρια, ποὺ ἀντέχουν νὰ λάμπουν συνεχῶς σὲ ἕνα σκοτεινὸ οὐράνιο περιβάλλον: παράδειγμα αἰσιοδοξίας θέλησης καὶ ἀποφασιστικότητας, γιὰ τὸν ἀναγνώστη τοῦ ποιήματος.

 

 

 Ποικίλη Στοά (1884) 411.

ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ (1884) 410-411

«ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

 

Ἡ νὺξ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ἠρέμα καταπίπτει

καὶ ὄπισθεν τοῦ ἀχανοῦς ἡ δύουσα σελήνη

τὰς ἀσθενεῖς ἀκτῖνάς της ἠρέμα κατακρύπτει

ἐν ἐντελεῖ γαλήνῃ.

 

Ἤδη πλὴν τοῦ ψυχροῦ φωτὸς τῶν ἄστρων δὲν φωτίζει

φῶς ἄλλο γῆν καὶ οὐρανὸν τοῦ σκότους βασιλεῦον.

Καὶ πρῶτος φύλαξ ἐρυθρὸς τὴν νύκτα διασχίζει

ὁ Ἄρης κατοπτεύων.

 

Εἶσαι λοιπὸν ὁ τρυφερὸς τοῦ ἔρωτος πλανήτης,

καὶ τῶν ὀνείρων μας τὸ ἄντρον, λάμψις θεία;

Ἄ! Ὄχι. Εἰς τὸ χρῶμα σου τὸ ἐρυθρὸν δεινή τις

ἀστράπτει πανοπλία.

 

Ὤ, ἄστρον τῆς δυνάμεως! Ἐπὶ τῇ δυστυχίᾳ

νὰ μειδιᾷς μὲ φαίνεται. Ὅμως ἰδοὺ ἀνδρεῖο

καὶ πάλιν μ’ ἀποκαθιστᾷ ἡ χείρ σου ἡ βαρεία

προσνεύουσά μοι θεῖον.

Ὁμοίως τὴν καρδίαν μου φῶς ἄλλο δὲν φωτίζει

παρὰ τὸ φῶς τὸ ἄχαρι τῶν ἄστρων κυριεῦον

Καὶ πρῶτος φύλαξ ἐρυθρὸς τὴν νύκτα διασχίζει

ὁ Ἄρης κατοπτεύων.

 

Εἰς τὴν καρδίαν μου ἐντὸς τὸ ἄστρον ἐπιτέλλει

τῆς κραταιᾶς θελήσεως καὶ τῆς ἀκαταβλήτου,

γαλήνιον κ’ ἡρωϊκὸν τὸ φῶς μοὶ ἀποστέλλει

τοῦ ἐρυθροῦ πλανήτου.

 

Καὶ ὅταν, ἄγνωστε θνητὲ ὁ ταύτην τὴν βραχεῖαν

ἀναγιγνώσκων νῦν ᾠδὴν ματαίως ἐξαντλῆσαι,

ὁπόταν αἱ ἐλπίδες σου πετοῦν μία πρὸς μίαν,

οὐ ἀπαθὴς νὰ εἶσαι.

 

Ὤ! ἐν τῷ κόσμῳ μὴ φοβοῦ καὶ θέλεις ἐννοήσει

ἐντὸς ὀλίγου ὑψηλὸν καὶ μέγα πόσον εἶναι

νὰ πάθῃ τις ἐπὶ τῆς γῆς κ’ ὑπομονὴν νὰ ἀντλήσῃ

παθεῖν καὶ ὑπομεῖναι!

 

(Ἐκ τῶν τοῦ ἀμερικανοῦ H. Longfellow.)

Τῆ 8ῃ Σεπτεμβρίου 1883.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ».

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης




*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτ. Μακεδονίας ( τῶν Γρεβενῶν) , φ. 1138,  10.10. 2025, σ. 16-17.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940), ''ΜΕΡΑΚΛΗΣ''*

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ἡ στέρφα τοῦ κ. Γρανίτσα

«Zαχαρίας Παπαντωνίου», 
ἔργο Δημήτρη Λούρα, 
Ἔκφραση 16 (1996)  
ἐξώφυλλο.  

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877 - Ἀθήνα 1940), ἕνας στυλίστας τοῦ χρονογραφήματος ‒καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸ καθιέρωσαν ὡς εἶδος δημοσιογραφικὸ καὶ λογοτεχνικό‒ δημοσιεύει, στὶς 24 Φεβρ. 1911, στὴν ἐφημερίδα Ἔμπρός τῆς ὁποίας τότε ἦταν συνεργάτης, ἕνα χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Μερακλῆς».

Πραγματεύεται, μὲ τὸ χαρισματικό του γνώρισμα τῆς λεπτῆς εἰρωνείας, τὸ μεράκι, τὴν ἀπόλαυση τῆς κρεωφαγίας· χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ὀρεινῶν κοινωνιῶν ὅπως τὰ μέρη τῆς καταγωγῆς του (Ἄγραφα < Καρπενήσι). Στὸ ἄρθρο του αὐτὸ ἐμπλέκει καὶ τὸν ὁμοπάτριό του καὶ συνάδελφό του στοὺς δρόμους τῆς δημοσιογραφίας, τὸν Στέφανο Γρανίτσα (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880-Ἀθήνα 1915). Ὁ Γρανίτσας φαίνεται ὅτι διατηροῦσε κάποιο κοπάδι αἰγοπροβάτων στὸν τόπο καταγωγῆς του, τὴν Γρανίτσα τῆς Εὐρυτανίας. Κάποιος καλοφαγᾶς, ὑπαξιωματικὸς τῆς περιοχῆς, ἕνας μερακλῆς τῆς ψητῆς προβατίνας, διάλεξε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸ κοπάδι τοῦ Γρανίτσα μιὰ προβατίνα στέρφα –γνωστὴ γιὰ τὴν νοστιμιὰ τοῦ κρέατός της‒ τὴν ὁποία ἔψησε καὶ ἔφαγε, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ποιμένας ποὺ εἶχε μισθώσει ὁ Γρανίτσας, γιὰ τὴν φροντίδα τοῦ ποιμνίου του, τὸ ἀρνήθηκε, Σκέφτηκε, παρὰ τὴν προτροπὴ ἀπὸ συνδαιτημόνες του νὰ πληρώσει τὴν ἀξία τῆς προβατίνας (70 δραχμές) στὸν Γρανίτσα, ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν προσβλητικὸ γιὰ τὸ ἀξίωμά του. Μάλιστα, ὁ Παπαντωνίου θεωρεῖ πὼς κι ὁ ἴδιος ὁ Γρανίτσας, γνωρίζοντας τὰ ἤθη καὶ τὶς γευστικὲς προτιμήσεις στὰ ὀρεινὰ Ἄγραφα, δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση νὰ χαρίσει τὸ γεῦμα τῆς προβατίνας στὸν ἀποσπασματάρχη, καθὼς ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη του, μ ε ρ α κ λ ῆ ς!

Στέφανος  Γρανίτσας (1880-1915).
 
Σκίτσο τοῦ Ἀλέκου Κοντόπουλου.

Στὸ χρονογράφημἀ του αὐτὸ ὁ Παπαντωνίου μνημονεύει μιὰν ἰταλίδα κόμισσα ὀνόματι Τρυγόνα, θύμα φόνου ὅπως ἡ στέρφα προβατίνα τοῦ Γρανίτσα:

«Ταὐτοχρόνως μὲ τὴν κόμησσαν Τριγόνα ἐφονεύθη καὶ μιὰ προβατίνα τοῦ συναδέλφου καὶ βουλευτοῦ Αἰτολωακαρνανίας κ. Γρανίτσα».

Πρόκειται γιὰ τὴν κόμισσα Ἰουλία Τρυγόνα, σύζυγο τοῦ Ραμουάλδου Τρυγόνα, ἀριστοκράτισσα τῆς Βασιλικῆς Αὐλῆς, φημισμένη γιὰ τὴν ὡραιότητά της, ἡ ὁποία δολοφονήθηκε, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1911, στὴ Ρώμη, ἀπὸ τὸν ἐραστή της, σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν. Ὁ δράστης τοῦ φόνου ἦταν ὁ Κάρολος Πατέρνο, ἐπίσης 30 ἐτῶν, ὑπίλαρχος τοῦ Ἰταλικοῦ Στρατοῦ. Ἡ δολοφονία συγκλόνισε καὶ συγκίνησε τὴν Ἰταλικὴ κοινὴ γνώμη καὶ ὄχι μόνον· ἔδωσε δὲ ἀφορμὴ στὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς νὰ δημοσιεύουν, ἐπὶ ἡμέρες, λεπτομέρειες τοῦ ἐρωτικοῦ σκανδάλου.

Ἐφ. Ἐμπρός,
φ. 22.2.1911, σ. 1. 

Ἐπίσης, ὁ Παπαντωνίου μνημονεύει ἕναν ἀρχιληστὴ, ὡς παράδειγμα μερακλίδικης κρεωφαγίας:

« [...] τοῦ κ. Γρανίτσα, ὅστις καλῶς γνωρίζων τὴν ἐξυμνησθεῖσαν ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ποιήσεως κρεωφαγία τοῦ Λύγκου καὶ τὸ τί ἐστι μεράκι δὲν θὰ ὀργισθῇ, ὑποθέτω, ὅτι τὰ πρόβατά του ἠλαττώθησαν κατὰ ἕνα διὰ νὰ γευματίσῃ πρεπόντως ἕνας μερακλῆς».

Κινημ. ταινία,
«Λύγκος ὁ λεβέντης»
 
(1959).

Πρόκειται γιὰ τὸν ἀρχιληστὴ Ἀναστάση Λύγκο, τὸν λεγόμενο καὶ «λεβέντη». Δροῦσε μαζὶ μὲ τὸν θεῖο του τὸν Γιῶργο Λύγκο τὸν ἐπιλεγόμενο «παπποῦ». Κατάγονταν ἀπὸ τὸ Χέλι Ἀργολίδος καὶ δροῦσαν σὲ περιοχὲς τῆς Ἀρκαδίας, τῆς Ἀργολίδος καὶ τῆς Κορινθίας. Πράγματι δέ, ἡ δημοτικὴ ποίηση ὕμνησε τὴ δράση του καὶ τὴν κρεωφαγία του:

 

Ἄσπρα μου πουλιά, μαῦρα μου χελιδόνια μὴν τὸν εἴδατε,

μὴν τὸν εἴδατε τὸν ἀπαντήσατε τὸν Λύγκο τὸν λεβέντη τὸν ἀρχιληστὴ;

Χθὲς τὸν εἴδαμε τὸν ἀπαντήσαμε σὲ βλάχικα κονάκια ποὺ ἔτρωε κι ἔπινε

ἀρνιὰ καὶ γουρνοποῦλες καὶ γλυκὸ κρασί

 

Ἡ δράση του ἔγινε καὶ κινηματογραφικὴ τανία μὲ τίτλο «Λύγκος ὁ Λεβέντης» (1959), μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Σπύρο Φωκᾶ.

Τὸ χρονογράφημα αὐτὸ τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου δημοσιεύεται στὴν στήλη «Ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν», στὸ πρωτοσέλιδο τῆς ἐφημερίδας Ἐμπρός:

 

Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 24.2.1911, σ. 1.

«ΑΠΟ ΗΜΕΡΑΣ ΕΙΣ ΗΜΕΡΑΝ

ΜΕΡΑΚΛΗΣ

Ταὐτοχρόνως μὲ τὴν κόμησσαν Τριγόνα ἐφονεύθη καὶ μιὰ προβατίνα τοῦ συναδέλφου καὶ βουλευτοῦ Αἰτωλοακαρνανίας κ. Γρανίτσα. Ὁ ἐραστὴς ἦτο ἕνας ἀνθυπασπιστὴς διοικῶν ἀπόσπασμα εἰς Γρανίτσαν τῆς Εὐρυτανίας , τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδα τοῦ βουλευτοῦ. Τὸ κοπάδι, καθὼς λέγουν οἱ καλῶς πληροφορημένοι, συνέκειτο ἀπὸ ὀγδήκοντα πρόβατα, ὁ δὲ ἀνθυπασπιστὴς, κατόπιν μακρᾶς εἰς τὸν στρατὸν ὑπηρεσίας, ἀπέκτησε τὸ βλέμμα ἐκεῖνο, τὸ ὅμοιον πρὸς βέλος τοῦ ἀργυροτόξου Ἀπόλλωνος, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ καλλιτέρα προβατίνα βάλλεται ἀπὸ μακρὰν θανασίμως.

— Πιάστε μου, μωρέ, αὐτὴ τὴ στέρφα, εἶπε.

Στέρφα εἶναι χυδαία λέξις. Μολονότι δὲ ἀπὸ τοῦ ὕψους τῶν χιλιετηρίδων τοῦ Ἑλληνικοῦ μεγαλείου ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, μετὰ τῆς ἁλουργίδος αὐτῆς, προσβλέπει τὴν διαδήλωσιν, ἥτις ἀνέρχεται εἰς τὴν Βουλὴν πρὸς ἀνεύρεσιν ρήτορος, θὰ ἐξηγήσω εἰς τοὺς ἀναγνώστας τὸ ρακίδιον τοῦτο τὸ ἀποπεσὸν ἐκ τοῦ ὑπὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπελάσεων κατασχισθέντος ἐκλάμπρου Ἑλληνικοῦ χιτῶνος. Στέρφα εἶναι ἡ προβατίνα ποὺ δὲν ἐγέννησε κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο, ἡ προσωρινῶς δηλαδὴ στεῖρα. Αὐτὴ τρώγεται καὶ ἔχει ἔκτακτον κρέας, καθὼς λέγουν οἱ ἀνδραγαθήσαντες καὶ παραγκωνισθέντες διοικηταὶ τῶν ἀποσπασμάτων. Λοιπόν, ὁ τσοπᾶνος τοῦ κ. Γρανίτσα ἠρνήθη νὰ δώσει τὴν στέρφα. Τότε, ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἐνήργησεν ἔφοδον ὡς λύκος μὲ πηλήκιον καὶ ἀφοῦ ἐπλήγωσε μερικὰ πρόβατα, ἔπιασε τὴν στέρφα, τὴν ἔψησε καὶ τὴν ἔφαγε κατὰ τὸν κανονισμόν..

Τὴν ἑπομένην ἐχώνευεν ὅταν κάποιος τοῦ εἶπε:

— Ἀντών’ τώρα πὼ φαϊς ἄϊκσε νὰ σ’ ποῦ. Ἡ στέρφα ἦταν Γραντσέϊκ’ (ἀνῆκεν δηλαδὴ εἰς τὸν Γρανίτσαν).

— Οὐρ’ τί λές; Εἶπεν ἀναπηδήσας ὁ διοικητὴς τοῦ ἀποσπάσματος. Τὤμπκι’ οὑ διάουλους τὤμπκι, ξεῖδ’ νὰ γένουνταν. Δὲ μὤκουβ’ οὑ Θιὸς τοῦ χέρ’. Τώρα;

Τώρα, τὸν συνεβούλευσεν ὁ ἄλλος, νὰ τὴν πληρώσει, διότι ὁ ἰδιοκτήτης τῆς προβατίνας, ἀφοῦ εἶναι βουλευτής, δὲν θὰ τὸν ἀφήσει σὲ χλωρὸ κλαρί. Ὁ ἀποσπασματάρχης ἐσκέφθη τὸ δεινὸν τοῦ πράγματος καὶ ἔφερε πρὸς στιγμὴν τὸ χέρι εἰς τὸ σιλάχι διὰ νὰ καταβάλῃ τὸ ἀντίτιμον τῆς προβατίνας. Ἀλλὰ κατόπιν ἐσταμάτησε. Ἔπρεπε νὰ καταβάλῃ περὶ τὰς 70 δραχμάς. Ἦτο ἀξιοπρεπὲς δι αὐτὸν νὰ πληρώσει τόσον ἁδρῶς ἕνα γεῦμα; Ἐπιτρέπεται τοιαύτη κηλὶς εἰς τὴν ζωὴν ἑνὸς ἀποσπασματάρχου; Καὶ δὲν ἐπλήρωσε. Εἶπεν ὅτι θὰ περιμένει νὰ γίνῃ ὅ,τι γίνῃ. Αὐτὸ ἐπέβαλλεν ἡ φιλοτιμία. Μᾶς διηγοῦντο τὰ ἀνωτέρω, ὁπότε φίλος ἀξιωματικὸς ἀπὸ τοὺς ἀκούσαντας τὸ ὄνομα τοῦ δράστου, εἶπε:

— Αὐτὸς εἶναι; Τὸν εἶχα ὑπαξιωματικόν. Ἔ, αὐτὸς εἶναι μερακλῆς. Τώρα καταλαβαίνω πῶς ἐδιάλεξε τὴν καλλίτερη στέρφα τοῦ κ. Γρανίτσα. Ἦτο πάντοτε γνώστης τῶν καλλιτέρων μεζέδων. Ὅ,τι ἔκαμε, δὲν τὸ ἔκαμεν ἀπὸ βαρβαρότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λεπτὸν καὶ ἀκαταμάχητον ἐκεῖνο πάθος, τὸ ὁποῖον γαργαλίζει τὰ γευστικὰ ὄργανα τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἔχουν μεράκι. Τὸν ἐγνώρισα καὶ σᾶς ἐπαναλαμβάνω ὅτι δὲν ἦτο καθόλου κακὸς ὑπαξιωματικός, ἀλλὰ ἦτο καθαυτὸ  μ ε ρ α κ λ ῆ ς. Ἕνας μερακλῆς πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Γρανίτσαν, χωρὶς νὰ φάγῃ τὴν καλλιτέραν προβατίναν τοῦ κ. Γρανίτσα; Ἀφῆστε τοὺς καϋμένους τοὺς μερακλῆδες, μὴν τοὺς ἐκδικεῖσθε.

— Ἐβίβα ὀρέ! εἴπαμεν συγκρούοντες τὰ φλυτζάνια τοῦ καφέ. Μεράκι τὸ ἄτιμο, μιὰ ζωὴ εἶν’ αὐτή! Χάϊ!Χάϊ! Χάϊ! . Τὸν κατακαϋμένο τὸν μερακλῆ.

Και προέπιον ὅλοι εἰς ὑγείαν τοῦ ἀποσπασματάρχου, τῶν προβάτων τὰ ὁποῖα δὲν ἔφαγεν ἀκόμη καὶ τοῦ κ. Γρανίτσα, ὅστις καλῶς γνωρίζων τὴν ἐξυμνησθεῖσαν ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ποιήσεως κρεωφαγία τοῦ Λύγκου καὶ τὸ τί ἐστι μεράκι δὲν θὰ ὀργισθῇ, ὑποθέτω, ὅτι τὰ πρόβατά του ἠλαττώθησαν κατὰ ἕνα διὰ νὰ γευματίσῃ πρεπόντως ἕνας μερακλῆς.

Ζ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ»

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτ. Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ.1137, 3.10.2025, σ. 16-17. 

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ, †17 Σεπτ. 2025*



«Ἡ δύναμη νὰ ζήσω, νὰ κινηθῶ, νὰ χορέψω, νὰ μάθω γλῶσσες, νὰ σπουδάσω, νὰ ἀναπτύξω αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, πρέπει ὅλα μέσα στὴν ἐκκλησία νὰ ἐμβαπτιστοῦν, νὰ νοηματοδοτηθοῦν καὶ νὰ χάσουν μιὰ ἐγωιστικὴ κεντρομόλο φορά, βρίσκοντας μιὰ ἀντίστοιχη ἀγαπητικὴ φυγόκεντρο. Νὰ βροῦμε τὰ πάντα καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὰ δώσουμε στὸν ἄλλο κρυφά, ἀθέατα, χωρὶς κἂν τὴν ἀνάγκη εὐχαριστίας. Ἂς ξεχαστοῦμε, ἂς χαρεῖ ὁ κάθε εὐεργετημένος ἀπὸ τὰ ἀσήμαντα δῶρα μου, ἂς ζήσει εὐτυχισμένος, χωρὶς νὰ μὲ ξαναφέρει στὸ μυαλό του κι ἂς νιώσει ὅτι ἡ φύση του καὶ ἡ φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι φύση καλὴ καὶ μάλιστα «καλὴ λίαν». Κι αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση ἂς γίνει τρεῖς λέξεις: ‘‘Δόξα τῷ Θεῷ’’». † π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ

π. Βασίλειος Γοντικάκης 17.9.2025 «Ὑπάρχει ἕνα κάλλος ποὺ καταργεῖ τὸν θάνατο»

''Γιὰ τὸν Γέροντα Βασίλειο ἄλλοι πρέπει νὰ γράψουν. Πς τὸν ἔζησαν, πς κάθισαν κοντά του ζωὲς ὁλόκληρες καὶ πῆραν καρπούς. Ἀντίδωρα σμικρὰ λάβαμε καὶ θαυμάσαμε. Μιὰ φορὰ κοντὰ στὴν Πορταΐτισσα τὴν εὐχή του καὶ στὴν 15η Διεθνῆ Ἔκθεση Βιβλίου στὴν Θεσσαλονίκη ἤμασταν μαζί, στοὺς ὁμιλητές, γιορτάζοντας τὸν εὔχυμο ΔΟΜΟ. Τὸν πρωτογνώρισα διαβάζοντας Γιανναρά. Τὴν μεγάλη πηγή. Νὰ ἤμασταν τότε εἴκοσι ἐτῶν; Ἔψαξα τὰ βιβλία, τὶς κασετοῦλες μὲ τὶς ὁμιλίες στὰ ἀμφιθέατρα τῶν Σχολῶν. Τὸ ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ θυμᾶμαι τὸ βρῆκα σὲ βιβλιοπωλεῖο, κάτω ἀπὸ τὰ Μετέωρα, εἶχε σταματήσει γιὰ λίγο τὸ ΚΤΕΛ Γρεβενῶν. Καὶ τὰ ἄλλα. Σιγά-σιγά. Νὰ ἀπορεῖς μὲ τὰ ἑλληνικά του, τὴν ὁρμὴ τοῦ λόγου, τὸ πέταγμα. (Ἐκεῖνο τὸ ἄρθρο πάλι, στὸ «Πρωτάτον» γιὰ τὴν ζωὴ στὴν Σκήτη της Ἰβήρων, τί φανέρωση! Σὰν νὰ φυσᾶ τὸ ἀεράκι καὶ νὰ σκορπίζει ἀπορίες καὶ θλίψεις). Πνευματικὴ λεβεντιά, ἀγέρωχος ἄνθρωπος, ὀργωμένος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἕνα βλέμμα νὰ κουβαλᾶ τν Ἄθωνα καὶ νὰ διδάσκει ὄχι μὲ χαρτιά, ἀλλὰ ζῶντας. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε.

Ἀντώνης Ν. Παπαβασιλείου''

* Ἀπὸ τὸ 8σέλιδο ἀφιέρωμα τῆς ἐφημ. ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1135, 19.9.2025, σ. 11-18.


Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ: "ΟΙ ΔΡΙΜΕΣ"

 

Ὁ λημματογράφος τῆς Μ.Ε.Ε, Κ. Μ. Καραμάνος ἀναφέρει, μεταξὺ ἄλλων, στὸ λῆμμα «δρίμη»:


«δρίμες, ἢ δρύμαις καὶ "δρίματα"·αἱ πέντε ἢ ἓξ πρῶται ἡμέραι τοῦ Αὐγούστου (Ἴσως, διὰ τὸ δριμὺ τοῦ ἡλιακοῦ καύματος) [...] Λαογραφικῶς καλοῦνται  δρίμες ἢ δρύμες ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ δαιμονικὰ ὄντα ἐπηρεάοντα ὕδατα καὶ ξύλα [....]  καὶ "μερομήνια" λεγόμεναι [...] Πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λεξεως δρἰμες ἐξηνέχθησαν πολλαὶ μέχρι τοῦδε εἰκασίαι· ἄλλοι μὲν ἐτυμολογοῦν αὐτὴν ἐκ τοῦ «Δρύτομαι (=κόβομαι) ἄλλοι τὴν σχετίζουν πρὸς τὸ "δρυὰς" ἕνεκα τῶν κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς κυρίως ἐμφανιζομένων ὁμωνὐμων νυμφῶν· ἄλλοι πρὸς τὸ δρυμός, ὅπου διαιτῶνται αἱ νύμφαι, ἄλλοι πρὸς τὸ λατινικὸν dirimo (=διαιρῶμαι, διαλύω, καταστρέφω τι) διὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς γινομένας καταστροφάς, ἄλλοι ἐκ τοῦ δρυμάσσω κτλ. [....] Αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐμφανίζονται αἱ δρίμες, ἀναγόμεναι ὑπὸ τῆς λαογραφίας εἰς τὸν κύκλον τῶν ἀστρολογικῶν δοξασιῶν τῶν λαῶν ,θεωροῦνται ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὡς ἡμέραι δυσοίωνοι, ἀποφράδες, ἀκατάλληλοι καὶ ἐπιζήμιαι διὰ κάθε ἐργασίαν, ἰδιαίτατα δὲ δι’ ἐργασίας ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα φθείρονται (ἐνδὐματα, ξύλα, κ.τ.τ.) Οὕτω π.χ. πιστεύεται ὅτι τὰ κατ’ αὐτὰς πλυνόμενα ἐνδύματα καταστρέφονται, αἱ καλλιεργούμενοι ἄμππλοι ξηραίνονται, ἡ κοπτομένη ξυλεία  σήπεται, τὸ δέρμα τῶν κολυμβώντων γεμίζει μικρὰ ἐξανθἠματα [...]. Προκειμένου περὶ τοῦ Αὐγούστου ,αἱ ἐκτεθεῖσαι δοξασίαι ἔχουν σχέσιν πρὸς τὴν ἐπιτολὴν τοῦ ὀλλεθρίου ἀστερισμοῦ τοῦ Κυνός, ὅστις ἐπιτέλλων κατὰ τὴν 20ην Ἰουλίου, συμφώνως πρὸς τὰς ἀστρολογικὰς δοξασίας τῶν ἀρχαίων καὶ κατόπιν τῶν Βυζαντινῶν, κρατεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν αὐτοῦ καὶ τὸν Αὔγουστον. [...] Τὴν ἐποχὴν δὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἐθεώρουν βαρυτάτην καὶ ὡς ἐπιφέρουσαν πολλοὺς αἰφνιδίους θανάτους»

Ἐπειδὴ θεωροῦνταν ὅτι οἱ δρίμες καταστρέφουν τὸ σῶμα καὶ τὰ ροῦχα, γι αὐτὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς οἱ νοικοκυρὲς δὲν ἔπλεναν τὰ ἀσπρόρρουχα καὶ ὁ λαὸς ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ θαλάσσια μπάνια. Ἔτσι ὁ μήνας Αὔγουστος ἀπέκτησε τὸ παρωνύμιο «Ἄλουστος»καὶ οἱ πανάρχαιες δρίμες τὸ δικό τους παρωνύμιο «Ἀλουστίνες» «ὄνομα ποὺ παραπέμπει στὶς ἀρχαῖες Νηρηίδες.


Αὐτὲς οἱ πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγιουστου γνωστὲς ἐπίσης καὶ ὡς "(ἡ)μερομήνια" προλέγουν τὸν καιρὸ γιὰ τὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται. Μάλιστα οἱ γυναῖκες τῶν ναυτικῶν ἄλλων ἐποχῶν παρακαλοῦσαν νὰ εἶναι καλὰ τὰ "μερομἠνια’γιὰ νὰ ταξιδεύουν μὲ ἀσφάλεια οἱ σύζυγοί τους. Ἀκόμη τὴν 1η Αὐγούστου οἱ ποιμένες μελετοῦν τὴν σκυλομαντείας. Νωρὶς τὸ πρωὶ παρακολουθοῦν τὸν τρόπο καὶ τὴν θέση τῶν σκυλιῶν ὅταν κοιμουνται καὶ ἀναλόγως προβλέπουν τὸν καιρό,

Ἔτσι, ὁ Αὔγουστος ὀνομάστηκε καὶ «Δριμάρης». Μάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ξορκίζει τὶς «δρίμες» μὲ τὸ Ἁγίασμα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ὁπότε οἱ δρίμες οἱ ἀνεξιχνίαστες καὶ καταστρεπτικὲς δυνάμεις ἀποχωροῦν καὶ ἡ φύση μὲ τὸν ἄνθρωπο γαληνεύουν.

Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ άποψη ὅτι οἱ δρίμες ὀφείλονται στὴ σύνοδο τοῦ Ἡλίου μὲ τὸν Σείριο (Ἄλφα Μεγάλου Κυνός, τὸ πιὸ λαμπερὸ ἀστέρι μετὰ τὸν ἥλιο) ποὺ συμβαίνει ἀπὸ 24 Ἰουλίου μέχρι 6 Αὐγούστου. Ἡ σύνοδος αὐτὴ «φορτώνει» τὸν οὐρανὸ καὶ προκαλεὶ μία ἀτμόσφαιρα κακοτυχίας καὶ "κακιὰς ώρας". Εἶναι ἄλλωστε παρατηρημένο ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες έχουμε μία ἐπιβαρυμένη ἀτμόσφαιρα καὶ ὑψηλές θερμοκρασίες, τὰ γνωστὰ «Κυνικὰ Καύματα».

 Ἀναφέρεται καὶ ἡ ἄποψη την τοῦ Ἀδ. Κοραὴ στὰ ΑΤΑΚΤΑ (Ἀλφάβητον Δεύτερον, Παρίσι -1832):

«Τούτο μόνον τὸ ρηματικόν ἔμειν’ εἰς τὴν γλῶσσαν ἀπὸ τὸ παλαιόν Δ ρ ύ π τ ω· ἴσως διότι σημαίνει ἀνόητον ἔθος, παλαιᾶς δεισιδαιμονίας λείψανον. Δ ρ ύ μ μ α τ α ὀνομάζουν οί χυδαῖοι τὰς πρώτας τοῦ Αὐγούστου μηνὸς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας δὲν τολμοῦν νὰ πλύνωσι τὰ λερωμένα, διότι, κατὰ τήν ὑπόληψιν αὐτῶν, ἡ ἀλισίβα δαπανᾶ καὶ καταλύει τὰ πλυνόμενα ταύτας τὰς ἡμέρας».

Ἡ λαϊκὴ σοφία γιὰ τὶς «δρίμες» ἀποτυπώνεται καὶ σὲ σχετικὲς παροιμίες:

— Κατά τὰ δρίματα καὶ τὰ κρίματα.

— Οἱ δρίμες ἀφήνουν θύμησες.

— Φύλαγε τα δρίματα, νὰ σὲ φυλάξει ὁ Θεός.

— Τοῦ Αὐγούστου οἱ δρίμες στὰ πανιὰ καὶ τοῦ Μαρτιοῦ στὰ ξύλα.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
ἔργο (2018) Κὠστα Ντιό. 

Τὸ ἔθιμο τῶν δριμῶν πραγματεύεται καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) στὸ ὁμώνυμο χρονογράφημά του, ποὺ δημοσιεύει μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης», τὴν 1η Αὐγούστου 1901 στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις. Ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων σημειώνει ὅτι:

«Σχετίζεται δὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου τοῦτο μὲ τὰ λεγόμενα μερομήνια, ἤτοι τὰς γινομένας ἐναλλαγὰς τοῦ καιροῦ, ἀπὸ τῆς 1 τοῦ μηνὸς μέχρι τῆς 6, αἵτινες ἐναλλαγαὶ ἀποτόμως καὶ αἰφνιδίως ἐπερχόμενοι, προδηλοῦσι τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ ἑκάστου ἀντιστοίχου μηνός, τοῦ ἐπερχομένου ἐνιαυτοῦ ἑκάστης ἡμέρας περιλαμβανούσης δύο ἀντιστοίχους μῆνας».

 Καὶ συμπληρώνει:

«Ὡραῖον, κάτασπρον θέαμα, παριστῶσιν οἱ πρὸ τοῦ χωρίου κῆποι, ὅλας τὰςτελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου. Οἱ φράκται ὅλοι αὐτῶν, καὶ ἄλλα σχοινία διατεινόμενα ἐν τοῖς ἀδένδροις ἀγροῖς, εἶναι κατάφορτα ἐξ ἀσπρορρούχων, τὰ ὁποῖα ἔπλυναν μετὰ σπουδῆς, μὴ τὰς προλάβουν οἱ δρίμες, καὶ ἐμπογάδιασαν, αἱ χωρικαὶ νοικοκυροποῦλαι καὶ ἥπλωσαν νὰ στεγνώσουν μέσα ἐκεῖ εἰς τὰς εὐωδίας καὶ τὰς πρασινοβολίας τῶν κήπων. Θαρρεῖς καὶ εἶναι δαιμόνια οἱ δρίμες ποὺ ἐπιπίπτουν καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀσπρόρρουχα· δι’ αὐτὸ αἱ χωρικαὶ βιάζονται νὰ πλύνουν καὶ στεγνώσουν αὐτά, πρὸ τῆς εἰσβολῆς τῶν ἀοράτων τούτων φαντασμάτων:

— Οἱ δρίμες!

Λέγουσιν αἱ χωρικαὶ καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν τὴν μπογάδα των καὶ νὰ ξεβγάνουν τὰ ροῦχα...».

 

Εἰς δὲ τὸν Μέγα Γιαλὸν τῆς Σκιάθου:

«Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκεῖ θὰ τὴν διέλθουν αἱ ἁπαλαὶ νεάνιδες. Τὰ συχνοβουτοῦν τὰ λευκὰ πανία, μὲ τόσην χάριν, θαρρεῖς καὶ παίζουν μὲ τὸ κῦμα, τὰ κοπανίζουν μὲ τόσην δύναμιν, θαρρεῖς καὶ τὰς ἔστειλεν ὁ Πέρσης ἐκεῖνος νὰ δείρουν τὴν θάλασσαν.[...]Καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν, μὲ τὸν Ἰούλιον, τὸ περίφροντι καὶ ἐπίπονον τοῦτο λευκιό, διότι ἀρχίζουν πλέον οἱ δρίμες, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὶς δρίμες ἀρχίζουν οἱ βορειάδες, ἐκεῖνοι οἱ τρελοβορειάδες τῶν ἐλληνικῶν νήσων, ὅτε τὰ κύματα, ἐξαγριούμενα, ἀφρίζουσιν ἐπιφόβως, καταλαμβάνοντα ὅλην τὴν εὐρύχωρον παραλίαν κυριαρχικῶς. Καὶ ἁρπάζουν, ἅρπαγες δεινοί, τὰ πανία τῶν παρθένων, τοὺς τόσους πόνους τῶν χειρῶν των, τοῦ ἀργαλειοῦ των τὰ τεχνουργήματα, καὶ ἀπειλοῦσι καὶ αὐτὰς τὰς παρθένους, αἵτινες περιδεεῖς ἀποσύρονται, μακράν, νὰ μὴ τὰς εὑρίσκῃ τὸ κῦμα...».


ΚΕΙΜΕΝΟ

Στὴ ἐπαναδημοσίευση τοῦ χρονογραφήματος οἱ παλαιὲς γραφὲς τῆς πρώτης δημοσίευσης :«ᾑ·δριμαῖς», «καλαίς», «λυόνουν», «ἁπλόνουν», «καταιβῇς» δημοσιεύονται ὡς: «οἱ δρίμες», «καλές», «λυώνουν», ἁπλώνουν», «κατεβῇς».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 1. 8 1901, σ.1.


«ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

 

ΔΡΊΜΕΣ

 

Δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ ἐξακριβώσωμεν τὴν ἀρχὴν τῆς λαϊκῆς ταύτης λέξεως, μὲ τὴν ὁποίαν αἱ καλαὶ καὶ ἀγαθαὶ δέσποιναι, οἱ καλὲς νοικοκυράδες, χαρακτηρίζουσιν ὅλας αὐτὰς τὰς πρώτας τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡμέρας, μέχρι τῆς 6 Αὐγούστου.

 Σχετίζεται δὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου τοῦτο μὲ τὰ λεγόμενα μερομήνια, ἤτοι τὰς γινομένας ἐναλλαγὰς τοῦ καιροῦ, ἀπὸ τῆς 1 τοῦ μηνὸς μέχρι τῆς 6, αἵτινες ἐναλλαγαὶ ἀποτόμως καὶ αἰφνιδίως ἐπερχόμενοι, προδηλοῦσι τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ ἑκάστου ἀντιστοίχου μηνός, τοῦ ἐπερχομένου ἐνιαυτοῦ ἑκάστης ἡμέρας περιλαμβανούσης δύο ἀντιστοίχους μῆνας.

 Καὶ καθὼς οἱ ναυτικοὶ προφυλάσσονται συνετῶς, κατὰ τὰ ’μερομήνια, μὴ ἐκτειθέμενοι εἰς ἀνοιχτὰ πελάγη, διὰ τὸ εὐμετάβολον τοῦ καιροῦ, οὕτω καὶ οἱ καλὲς νυκοκυράδες, αὐτὰς τὰς ἡμέρας, ὅπου εἶναι οἱ δρίμες, ἀποφεύγουν παντὸς εἴδους πλύσιμον ἀσπρορούχων καὶ πᾶσαν μπογάδαν, διότι, λέγουν λυώνουν τ’ ἀσπρόρρουχα...

*

Ὡραῖον, κάτασπρον θέαμα, παριστῶσιν οἱ πρὸ τοῦ χωρίου κῆποι, ὅλας τὰςτελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου. Οἱ φράκται ὅλοι αὐτῶν, καὶ ἄλλα σχοινία διατεινόμενα ἐν τοῖς ἀδένδροις ἀγροῖς, εἶναι κατάφορτα ἐξ ἀσπρορρούχων, τὰ ὁποῖα ἔπλυναν μετὰ σπουδῆς, μὴ τὰς προλάβουν οἱ δρίμες, καὶ ἐμπογάδιασαν, αἱ χωρικαὶ νοικοκυροποῦλαι καὶ ἥπλωσαν νὰ στεγνώσουν μέσα ἐκεῖ εἰς τὰς εὐωδίας καὶ τὰς πρασινοβολίας τῶν κήπων. Θαρρεῖς καὶ εἶναι δαιμόνια οἱ δρίμες ποὺ ἐπιπίπτουν καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀσπρόρρουχα· δι’ αὐτὸ αἱ χωρικαὶ βιάζονται νὰ πλύνουν καὶ στεγνώσουν αὐτά, πρὸ τῆς εἰσβολῆς τῶν ἀοράτων τούτων φαντασμάτων:

— Οἱ δρίμες!

Λέγουσιν αἱ χωρικαὶ καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν τὴν μπογάδα των καὶ νὰ ξεβγάνουν τὰ ροῦχα...*

— Οἱ δρίμες! Λέγουσιν καὶ αἱ νεάνιδες αἱ ὁποῖαι πρωῒ-πρωῒ, τὰς ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου τὰς τελευταίας, ἐν συνοδείᾳ μετὰ τῶν γραιῶν μητέρων των, ἔβαλαν εἰς τοὺς ὤμους των βαρεῖαν βασταγήν, τὰ νέα ἤδη ἐξυφανθέντα πανία, τῆς προικός των τὰ ἐφόδια, καὶ ἀπέρχονται νὰ τὰ λευκάνουν, πρὶν καταλάβωσιν αὐτὰς οἱ δρίμες, εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον ὅρμον, ὅπου ἡ ἀκτή, ἐκ χονδρῶν χαλίκων, ἁπλοῦται μακρὰ καὶ εὐρύχωρος ὥστε εἰς ἐπιμήκη γραμμὴν ν’ ἁπλωθῶσι τὰ νέα λευκαθέντα πανία. Εἰς τὸν Μέγα Γιαλόν, ἐκεῖ ὁ ὅρμος εἶναι κατάλληλος, ἔρημος καὶ εὐρύς, ὅπου ἡ θάλασσα εὐωδιάζει καὶ τὸ κῦμα εἶναι ἁπαλόν. Δὲν ὑπάρχει δὲ ὑπόνοια ἐκεῖ ὅτι κανεὶς ναυαγός, ἄλλος Ὀδυσσεύς, θὰ κρύπτεται μέσα εἰς τοὺς θάμνους τῆς μύρτου, ἐκεῖ ἐγγύς, καραδοκῶν νὰ ἴδῃ τὰς λευκὰς τοῦ χωρίου Ναυσικάς, ποὺ θὰ λευκάνουν πατοῦσαι τ’ ἁπαλὰ κύματα μὲ τοὺς ἁβρούς των πόδας.

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκεῖ θὰ τὴν διέλθουν αἱ ἁπαλαὶ νεάνιδες. Τὰ συχνοβουτοῦν τὰ λευκὰ πανία, μὲ τόσην χάριν, θαρρεῖς καὶ παίζουν μὲ τὸ κῦμα, τὰ κοπανίζουν μὲ τόσην δύναμιν, θαρρεῖς καὶ τὰς ἔστειλεν ὁ Πέρσης ἐκεῖνος νὰ δείρουν τὴν θάλασσαν. Καὶ ἔπειτα τὰ ἁπλώνουν εἰς τὴν ἁγνὴν ἐκείνη ἀκτήν, λευκὴν ὣς τὰ λευκαθέντα πανία των. Καὶ ἕως οὗ στεγνώσουν, κάθηνται, ἀναμένουσαι, ὑπὸ τὴν σκιάν, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ὁ βράχος ἐκεῖνος, κοντὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, νομίζεις ὅτι εἶναι νύμφαι θαλασσιναί, καὶ ἐξῆλθον νὰ θαυμάσουν, πόσον εἶναι εὔμορφον τὸ πέλαγος νὰ τὸ κυττάζῃ κανείς, ἐν ἀσφαλείᾳ ἀπὸ τῆς γῆς.

Καὶ τραγουδοῦν ἐκεῖ, αἱ λευκαίνουσαι, ἐν κομψῇ μετὰ τῆς θαλασσίας αὔρας ἁρμονίᾳ καὶ παίζουν μὲ τοὺς χάλικας τοὺς εὐώδεις, καὶ γελοῦν μὲ τὰς μανδήλας των τὰς λυτὰς καὶ τοὺς βιστρύχους τῆς κόμης των, σχεδιάζουσαι ἐκεῖ τὰ προικιά των, ποὺ θὰ κατασκευάσουν μὲ τὰ νέα ἐκεῖνα πανιά των, ἅτινα μὲ ἐπίμοχθον ἐκεῖνο συχνολεύκασμα, προσπαθοῦσι νὰ ἐξομοιώσουν μὲ τὴν λευκήν των ψυχήν.

*

Καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν, μὲ τὸν Ἰούλιον, τὸ περίφροντι καὶ ἐπίπονον τοῦτο λευκιό, διότι ἀρχίζουν πλέον οἱ δρίμες, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὶς δρίμες ἀρχίζουν οἱ βορειάδες, ἐκεῖνοι οἱ τρελοβορειάδες τῶν ἐλληνικῶν νήσων, ὅτε τὰ κύματα, ἐξαγριούμενα, ἀφρίζουσιν ἐπιφόβως, καταλαμβάνοντα ὅλην τὴν εὐρύχωρον παραλίαν κυριαρχικῶς. Καὶ ἁρπάζουν, ἅρπαγες δεινοί, τὰ πανία τῶν παρθένων, τοὺς τόσους πόνους τῶν χειρῶν των, τοῦ ἀργαλειοῦ των τὰ τεχνουργήματα, καὶ ἀπειλοῦσι καὶ αὐτὰς τὰς παρθένους, αἵτινες περιδεεῖς ἀποσύρονται, μακράν, νὰ μὴ τὰς εὑρίσκῃ τὸ κῦμα....

Ἂν καὶ τὸ ᾆσμα παριστᾷ τὴν ἑλληνίδα τολμηρὰν ἔναντι τῆς θαλάσσης καὶ ἐπιδέξιον ναυτικήν:

— Δὲν σοῦ τὦπα, ’πανδρεμένη,

   ’ς τὸν γιαλὸ μὴ κατεβῇς;

Ὁ γιαλὸς φουρτούνα κάνει

Θὰ σὲ πάρῃ, νὰ διαβῇς...

 

— Καὶ ἂν μὲ πάρῃ. ποῦ θὰ πάγω;

Κάτω ’ς τὰ βαθειὰ νερά.

Τὸ κορμί μου κάνω βάρκα,

καὶ τὰ χέρια μου κουπιά...

καὶ τὸ μανδηλάκι πὤχω,

κάνω καραβιοῦ πανιά...

 

... Πλήν, μὴ λησμονῆτε ὅτι τὸ ᾆσμα ὁμιλεῖ περὶ πανδρεμένης γυναικός, ἐνῷ ἡ ἑλληνὶς παρθένος εἶναι πάντοτε δειλή...

Ὁ ταξειδιώτης»

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΣΠ. ΤΣΙΩΛΗΣ 

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

ΣΑΜΑΡΙΝΑ ''Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ"

 

Στὴ Σαμαρίνα, τὴν ἀετοφωληὰ τῆς Πίνδου* 


Πέρασαν, ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1908, πάνω ἀπὸ τὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας στὸν τόπο καταγωγῆς τους, τὴ Σαμαρίνα· ὅταν ἀκόμη ἡ περιοχὴ ἦταν ὑπὸ Τουρκικὴ διοίκηση. Μὲ ὁδηγὸ καλὴ συντροφιὰ ἀπὸ τὴν Κοζάνη καὶ τὰ Γρεβενά, φίλους συμποτικούς, συζητητικοὺς καὶ καλόγνωμους βρεθήκαμε, στὸ τέλος Ἀπριλίου, ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ἕνα Πάσχα ἀλα-Γκρέκα τοῦ 2025, στὰ ἴχνη τῆς πορείας τῶν παλαιῶν ἐκείνων Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας. Μὲ ἄλλον τρόπο ὅμως, μὲ τὰ νέα μέσα μεταφορᾶς καὶ ἐπικοινωνίας: μὲ γρήγορα αὐτοκίνητα σὲ δρόμους ταχείας κυκλοφορίας καὶ φορητὰ τηλέφωνα.ἐπικοινωνίας, μὲ Google maps καὶ ἄλλα τερπνά. Ἡ διαδρομὴ στὸ πολύχρωμο ἀνοιξιάτικο ἠπειρωτικὸ τοπεῖο ἦταν ἀπολαυστική. Συνεχεῖς οἱ στάσεις προκειμένου νὰ ἀπολαύσουμε τὸ ὑπέροχο τῆς διαδρομῆς. Κορυφαία στιγμή, ἡ πιὸ γοητευτική, ἦταν, ὅταν ἀπὸ τὴν ἔναντι τῆς Σαμαρίνας πλαγιὰ ἀντικρύσαμε, ξαπλωμένη σὲ πινδικὸ τοπεῖο, τὴν ὡραία Σαμαρίνα· πλαγιασμένη σὲ παραδείσιο πινδικὸ τόπο, ὡς ἄλλη ὡραία κοιμωμένη Σαμαρίνα. Θέαμα ἀπερίγραπτης, ἀρρήτου φυσικῆς καλλονῆς. Μεγαλοπρεπὴς εὐάρεστος, ἰδεώδης, ὀνειρώδης θέα. Βυθίζεται κανεὶς σὲ σκέψεις καὶ ρεμβασμούς. «Ἓν εἶδος κράματος κομψῆς καὶ λεπτῆς καλλονῆς» ἡ Σαμαρίνα.


Ἡ ἄνοιξη εἶχε ἐπανέλθει καὶ ἐφέτος, ὅπως ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, μὲ τόση παραγωγὴ καὶ τόση καλλονή· μὲ ἕνα εἶδος ποιητικῆς ἐμφάνισης, σὰν ὀνειρικὴ ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ λίγο, περνώντας τὸν ὅμορο τῆς κώμης ποταμό, βρεθήκαμε στὴν περικαλλή, στολισμένη μὲ τὰ θέλγητρά της πλατεία τῆς Σαμαρίνας. Ἐκεῖ εἴχαμε τὴν τύχη νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ ὁ καθηγητὴς Κώστας Ντίνας, καλὸς φίλος καὶ συναντιλήπτωρ, ἐκ Σαμαρίνης ὁρμώμενος, ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ χώματα, ὁ ὁποῖος πλέον διαμένει στὴν Κοζάνη, ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ μικρή του πατρίδα, τὴ Σαμαρίνα. Ὁ χρόνος περιορισμένος, ἀλλὰ προλάβαμε, σὲ μιὰ σύντομη περιήγηση στὴν πόλη, νὰ θαυμάσουμε τὴν ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ δένδρο, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ φύεται ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ, ἐξέρχεται δὲ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ ἱεροῦ μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸν οὐρανό. Δυστυχῶς, γιὰ λόγους ἀνεξαρτήτους τῆς θελήσεώς μας, δὲν βρέθηκε τρόπος νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἐμβληματικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν κλειστός. Ὁ ἐπισκέπτης ἀπορεῖ πῶς δὲν ἔχει βρεθεῖ τρόπος, ἀπὸ τοπικοὺς φορεῖς ἔστω, ὥστε ὁ ναὸς-κόσμημα τοῦ τόπου νὰ εἶναι ἐπισκέψιμος γιὰ τοὺς περιηγητές. Ὁ ὁμολογουμένως ἐντυπωσιακὸς μητροπολιτικὸς ναὸς τῆς Σαμαρίνας χτίστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. Μαζὶ μὲ τὸν ναὸ σώζεται ὁ ἐπιβλητικὸς πύργος τοῦ κωδωνοστασίου. 


Ἔναντι τοῦ ναοῦ δεσπόζει καὶ ἐντυπωσιάζει τὸν ἐπισκέπτη τὸ κτίριο τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου Σαμαρίνης. Χτισμένο τὸ 1931, διαθέτει κοινὸ αὔλειο χῶρο μὲ τὸν ναό. Αὐτὸ σηματοδοτεῖ ὅτι, τοὐλάχιστον στὰ χρόνια ἐκεῖνα, Ἐκκλησία καὶ Παιδεία ἦσαν ἀλληλένδετα σὲ μιὰ κοινὴ πορεία καὶ διαδρομή. Στὸν ἴδιο χῶρο καὶ τὸ «ἡρῶον» τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος πεσόντων, ποὺ ὑπενθυμίζει καὶ τιμᾶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Σαμαριναίων γιὰ τὴν ἐλευθερία.


Εἴδαμε, ἀκόμη, σὲ ἕνα σημεῖο τῆς πόλης, τὴν προτομὴ τοῦ καπετὰν-Ἀρκούδα, τοῦ Σαμαριναίου ἀγωνιστὴ Γεωργίου Ἀλιμπιντάτου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε μαχόμενος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ἐναντίον τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ρουμανιζόντων, στὸ Δίλοφο (Μορίχοβο) τὴν 1η Αὐγούστου 1906. Τὸ ἔργο (2016) εἶναι δωρεὰ τῆς Χάϊδως Ἀγορογιάννη-Βουτσᾶ. Σύμφωνα μὲ περιγραφὲς καὶ εἰκόνες τῆς ἐποχῆς, ὁ καπετὰν-Ἀρκούδας ἦταν ἕνας λεβεντόκορμος ἄνδρας 40-45 ἐτῶν, μὲ μαύρη φουστανέλλα, μαῦρο πουκάμισο καὶ φουντωτὰ μαῦρα τσαρούχια, προκαλοῦσε δὲ τὸ δέος μὲ τὴν κορμοστασιά του.


Σὲ ἄλλη θέση, στὴ Σαμαρίνα, ὑφίσταται μνημειακοῦ τύπου λιθανάγλυφη σύνθεση ποὺ παραπέμπει στὸν θρύλο τῶν Σαμαριναίων ὑπερασπιστῶν τῆς ἱερᾶς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου καὶ τὴν ἡρωϊκὴ Ἔξοδο τῆς 10ης Ἀπριλίου 1826. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ τὸ γνωστὸ δημοτικὸ τραγούδι «Παιδιὰ τῆς Σαμαρίνας». Τὸ ἔργο (1999) εἶναι χορηγεία τῶν ἐν Γρεβενοῖς Σαμαριναίων καὶ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν δημιουργό του «Ι.Π.» (=Ἰωάννης Παπατζήκας).


Μετὰ τὴν περιήγηση ἀκολούθησε γεῦμα στὴν μεγάλη πλατεία τῆς πόλης μὲ τά, ὁμογουμένως, τερψιλαρύγγια φημισμένα τοπικὰ ἐδέσματα τῆς Σαμαρίνας: «Σφαχτὰ καὶ σπληνάντερα καὶ κοκορέτσια καὶ κρασοβόλια ἄφθονα». Ὁ τόπος εἶχε μυρωδιὲς καὶ μιὰ δροσούλα ἀνοιξιάτικη ποὺ δὲν ξανάγινε· σὰν ἁγιασμός. Χαρὰ σὲ ὅποιον ξέρει νὰ γυρίζῃ στὸν κόσμο, σὲ τόπους σὰν αὐτόν.

Ζωγραφικὸς πίνακας Σαμαρίνας
ἀπὸ τὸν Σαμαριναίϊκῆς καταγωγῆς Δημήτρη Γιολδάση
(Βουνέσι Ἀγράφων 1897 - Καρδίτσα 1993)

Ἀποχαιρετώντας, τὴν πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὡραία Σαμαρίνα καὶ τοὺς φιλόξενους Σαμαριναίους θεωρήσαμε αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη ὡς ἀναγνωριστικὴ μόνον: ὡς ὑπόσχεση, ὡς προαναγγελία νέας ἐπισκέψης γιὰ νὰ γνωρίσουμε καλλίτερα τοὺς φανεροὺς ἀλλὰ καὶ κρυφοὺς θησαυρούς της, ὅπως οἱ τόποι ποὺ ἀναφέρονται στὴν παλαιὰ ἐπίσκεψη τῶν Σαμαριναίων τῆς Καρδίτσας: ὁ πευκώνας «Κινέτο» μὲ τὴν πηγή της ὅπου οἱ Σαμαριναῖοι τῆς Καρδίτσας συνάντησαν τοὺς πρώτους συγχωριανούς τους ἢ ἡ θέση «Γέφυρα» (la Doále Kétri), στὶς «Δύο πέτρες», τὸν τόπο ὅπου οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρίνας ἀποχαιρετοῦσαν ἢ ὑποδέχονταν τοὺς ξενιτεμένους, καὶ ὅπου κατὰ τὴν παράδοση οἱ πέτρες μεγάλωναν καθὼς ποτίζονταν μὲ δάκρυα (πέτρες τῶν δακρύων).


Τέλος, ὡς σὲ ξυπνητὸ ὄνειρο, μᾶς ἐφάνη ὅτι εἴδαμε τὴν ἄφιξη στὴ Σαμαρίνα τοῦ μακεδονομάχου ὁπλαρχηγοῦ, τοῦ καπετὰν Τσεκούρα, μὲ τὴν ὁμάδα του, τοὺς ἀγωνιστὲς γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ τόπου, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιωδῶς εἶχαν γίνει δεκτοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαριναίους. Μᾶς φάνηκε ὅτι μᾶς κατευόδωνε ὅσο ἀναχωρούσαμε ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα καὶ τὴν περιοχή της·
ἀλλά, καὶ σὰν νὰ μᾶς καλοῦσε νὰ ἐπισκεφτοῦμε καὶ πάλι τὴν ὡραία «κόρη τῆς Πίνδου» γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ὁποίας ἀγωνίστηκε σὲ δύσκολους καιρούς.

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα ΩΡΑΙΑ ΣΑΜΑΡΙΝΑ, φ. 47, Μάιος-Ἰούνιος 2025, σ. 12.