Κωνσταντινος Σπ. Τσιωλης
Ἀναφορὲς τοῦ Ἀναστασίου
Γορδίου
σὲ ἑλληνικοὺς ἐθνικοὺς ὅρους περὶ τὸ 1700*
| Ἀναστάσιος Γόρδιος, ἰχνογράφημα (κώδ. ΕΒΕ 2188, φ. 130v). |
|
Ἡ |
«ἑλληνικότητα» δὲν εἶναι μιὰ ἔννοια ποὺ εὔκολα μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε
καὶ κατὰ καιροὺς πολλοὶ ὁρισμοὶ καὶ σχόλια σχετικὰ ἔχουν εἰπωθεῖ καὶ γραφεῖ. Ἐμφανίζεται
στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. ὡς ἀναζήτηση ἐπικοινωνίας καὶ
σύνδεσης τοῦ παρόντος μὲ τὸ παρελθόν, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ὁρισθοῦν τὰ στοιχεῖα
ἐκεῖνα ποὺ καθορίζουν, ἔστω καὶ ἐξιδανικευτικά, τὴ γόνιμη σχέση τοῦ παρελθόντος
μὲ τὸ παρὸν ἀλλὰ καὶ τὸ μέλλον. Ἐντελῶς σχηματικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ὁρίσουμε ὡς ἑλληνικότητα
τὸ σύνολο τῶν ἰδιοτήτων καὶ τῶν γνωρισμάτων ποὺ καθιστοῦν κάτι ἑλληνικό.[1]
Ὁ ποιητὴς καὶ δικαστὴς Ἰούλιος Τυπάλδος (1814-1883), στενὸς
φίλος τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, σὲ νεκρολογία του γιὰ τὸν ἐθνικό μας ποιητή, μεταξὺ
ἄλλων ἀναφέρει:
«Ὁ ποιητής μας [ἐνν. Σολωμός] ἄκουσε τὸν
κρυφὸν στεναγμὸν τοῦ πόνου καὶ τῆς ἐλπίδος ἑνὸς μεγάλου ἔθνους, ὁποῦ ἔπεσε ἀλλὰ
δὲν ἐχάθη. Μέσα εἰς τὰ ἁπλά του τραγούδια ἄκουσε κρυμμένον τὸν ὕμνον τῆς ἀνάστασης,
καὶ γενόμενος παραστάτης τῆς ἐθνικῆς ἰδέας, τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος, ψάλλει τὴν
θρησκείαν καὶ τὴν πατρίδα τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν πίστιν ... Ὁ ποιητής μας δὲν ἔτρεξε
νὰ πολεμήσῃ μὲ τὸ σῶμα· ἕνα βόλι ἠμποροῦσε νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα,
ὁποῦ ἄναβε εἰς ὅλες τὲς ἑλληνικαῖς ψυχαῖς τὴν λαχτάρα τοῦ πολέμου ...
Τὸ πνεῦμα, ναί, τὸ πνεῦμα, ὅταν
πυρώνεται εἰς τὴν δικαιοσύνην, ὅσα κι ἂν εἶναι τὰ ἐμπόδια εἰς τὸ τέλος τὰ ἀφανίζει
ὅλα καὶ νικᾷ … Ὁ ποιητής μας προσήλωσε τὴν ψυχήν του εἰς τὸ περασμένο, ἐγονάτισε
πάνω εἰς τοὺς τάφους τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Σοφοκλῆ, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Ἀριστείδη,
τοῦ Θεμιστοκλῆ ζητῶντας ἔμπνευσιν καὶ ἀδάμαστην τόλμην, ἐπειδὴ μέσα εἰς ἐκείνους
τοὺς τάφους δὲν εἶναι κλεισμένη στάχτη ἀλλὰ φλόγα ἀκοίμητη, παντοτεινή. Τὸ λιθάρι
ποὺ τοὺς σκεπάζει δὲν εἶναι κρύο ποτέ».
Ὁ λόγος τοῦ Ἰουλίου Τυπάλδου ταιριάζει ἀπολύτως μὲ τὸ ἔργο
καὶ τὴ δράση τῶν λογίων τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἰδιαίτερα, συγκεκριμένα μὲ τὴν
περίπτωση τοῦ Ἀγραφιώτη λογίου ἱερομονάχου Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου (περ. 1654 – 7
Ἰουν. 1729).[2]
Ὁ Γόρδιος γεννήθηκε περὶ τὸ 1654 στὰ
σημερινὰ Μεγάλα Βραγγιανά (τότε Βρανιανὰ) τῶν Ἀγράφων. Σπούδασε κοντὰ σὲ ἕναν ἀπὸ
τους πλέον σημαντικοὺς λογίους καὶ διδασκάλους τῆς Τουρκοκρατίας, τὸν Εὐγένιο
Γιαννούλη τὸν Αἰτωλό[3] καὶ τὸν Νικόδημο Μαζαράκη[4] στὴν Ἀθήνα. Πῆγε στὴν Πάδοβα τῆς Ἰταλίας, ὅπου φαίνεται ὅτι ἀπέκτησε καὶ
κάποιες ἰατρικὲς γνώσεις. Δίδαξε στὴ Σχολὴ Γραμμάτων τοῦ Αἰτωλικοῦ καὶ στὴ Σχολὴ
Γούβας Βραγγιανῶν («Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων»). Μὲ τὸ συγγραφικό, παιδευτικὸ
καὶ ἀνθρωπιστικὸ ἔργο του κατατάσσεται στοὺς χαρισματικοὺς καὶ πολυγραφότατους
λογίους τοῦ Γένους στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἐνῶ ἐπιβάλλεται ὡς
προσωπικότητα μὲ τὴν εἰλικρίνεια, τὸν δυναμισμὸ καὶ τὴ μαχητικότητά του. Ἡ γλῶσσα
του εἶναι γλαφυρή, ὁλοζώντανη, κατάφορτη ὅμως καὶ μὲ λόγιους τύπους καὶ ἀναφορές.
Ἐκοιμήθη στὴ γενέτειρά του στὶς 7 Ἰουνίου
1729. Ἐτάφη στὸν νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῆς ὁμωνύμου μονῆς, ὅπου
σήμερα φυλάσσεται ὡς ἱερὸ κειμήλιο ἡ κάρα του.
Ὁ Γόρδιος μὲ ἐργαλεῖα
καὶ ὅπλα τὴ γλῶσσα καὶ τὴν παιδεία –ποὺ γνώριζε τὴν ἀξία της γιὰ τὸ Γένος–
συνέβαλε στὴ διατήρηση ἑλληνικῆς συνείδησης τῶν σκλαβωμένων συμπατριωτῶν του ἀλλὰ
καὶ στὴ συγκρότηση τῆς ταυτότητας τοῦ νέου Ἕλληνα. Εἶχε ὁ ἴδιος συνείδηση ἑλληνική,
καὶ γνώριζε πὼς κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν καταγωγὴ ἦταν συνέχεια τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
ἀλλὰ καὶ τῶν Ἑλλήνων Βυζαντινῶν καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς
μεταβυζαντινοὺς λογίους ποὺ συγκροτοῦσαν τὸ σῶμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.
Ἀναστάσιος Γόρδιος, ἰχνογράφημα (κώδ. ΕΒΕ 2188, φ. 130v).
Ὅμως στὴν ἑλληνικότητά του –ἱερομόναχος
ἦταν ἄλλωστε– ἔβαζε μιὰ σφραγίδα ὀρθόδοξης χριστιανικότητας. Θεωροῦσε πὼς νέος Ἕλληνας
καὶ ὀρθόδοξος χριστιανὸς εἶναι ἔννοιες ἀναπόσπαστες, ταυτόσημες. Εἶναι γνωστὸ ἄλλωστε πὼς στὴν Τουρκοκρατία ὅποιος Ἕλληνας
χριστιανὸς ἐξισλαμιζόταν γινόταν καὶ ἀποκαλοῦνταν αὐτόματα ἀπὸ ὅλους Τοῦρκος. Ἔχανε
δηλαδὴ μαζὶ μὲ τὴ θρησκευτικὴ καὶ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητά του.
Ὁ Γόρδιος
χρησιμοποιεῖ στὰ γραπτά του τοὺς ὅρους Ἑλλάς, Ἕλλην, Γραικός, Γένος, μὲ
διαφορετικὸ τρόπο καὶ περιεχόμενο. Στὸν δημώδη λόγο του ἀποκαλεῖ τοὺς
συγχρόνους Ἕλληνες συνήθως μὲ τὸν ὅρο χριστιανοί,
χριστανικὸν πλήρωμα, ἐνῶ, ὅταν ἀπευθύνεται σὲ λογίους ὀνομάζει τοὺς
συγχρόνους του Ἕλληνες. Τὰ Ἄγραφα τὰ ἀναφέρει
ὡς Ἄγραφα τῆς Ἑλλάδος.
Τοὺς ὅρους αὐτοὺς
χρησιμοποιεῖ καὶ στὰ τρία ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ἔργα του: στὸ «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ
Λατείνων», στὰ Ἐπιγράμματά του καὶ τὴν Ἐπιστολογραφία του, ὅπου ὁ Γόρδιος
διατυπώνει τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὶς θέσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἑλληνικότητα καὶ πῶς
στὸ ἔργο του ὑποστασιάζεται ἡ μέλλουσα παλιγγενεσία τοῦ ’21.
Ἐπιγράμματα
Στὰ ἐπιγράμματά του φαίνεται ὁ διακαὴς πόθος του νὰ ἐκδιωχθοῦν
γρήγορα οἱ δυνάστες Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ἰδιαιτέρως καυστικὸς ὁ λόγος
ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ τοὺς ἀθέους Ἀγαρηνούς, ὅπως ἀποκαλεῖ τοὺς Τούρκους.
Χαρακτηριστικά, σὲ ἐπιγράμματα ἀφιερωμένα στὸν ναύαρχο τοῦ ἑνετικοῦ στόλου
Φραγκίσκο Μοροζίνι, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς στόχο τὸν ἐκτοπισμὸ τῶν Τούρκων ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο
καὶ τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο γράφει:
«Εἰς εὐφημίαν καὶ
αἶνον... Φραγκίσκου Μορζήνου.
Προτρεπτικὸν εἰς πόλεμον».
Χριστιανῶν
ἀνέρων μεγαλήτορες οἷ γεγάασθε
Δεῦρ’ ἴτε θεσπεσίῳ ἀνδρὶ ἐφεσπόμενοι
πάντοθεν
ὅπλα κινοῦντες εἰς ἡέλιον καταδύντα
στρατὸν
ὅλον Τούρκων πέμψατε εἰς ἀΐδην
«Ἕτερον εἰς αὐτὸν ἐξελαύνοντα
τοὺς
ἀθέους Ἀγαρηνοὺς ἐκ τῆς Ἑλλάδος»
Φεύγετε
δὴ Τούρκων τάχος Ἑλλάδος ἄγρια φῦλα
Φεύγετε
ἐσσομένως βαρβαρικὴν ἐς ἔρανο
ὅς γὰρ
ὕπερθεν ἔχει θρόνον οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ὑμᾶς ἐξολέσαι
βούλετ’ ἐπατρεκέως
τοὔνεκεν
εὐσεβέος κράτους μέγαν ἀρχὸν ἔπεμψεν
ἀριστοκρατίης
Ἑνετῶν ζαθέων
Φραγκίσκον
Μορζῆνα περικλυτὸν, οἷον ἀπ’ ἄλλων
ἔξοχον
ἐν σοφίῃ, ἔξοχον ἐν πολέμοις
Περὶ Μωάμεθ
Ὁ Γόρδιος, βάσει κάποιων ὁράσεων τῆς Ἀποκάλυψης
τοῦ Ἰωάννου, δίδει μιὰν ἰδιαίτερη ἑλληνορθοδοξοκεντρικὴ προσωπικὴ ἑρμηνεία καὶ ἀντίληψη
ἱστορικῶν γεγονότων. Τὰ βάσανα τῶν ὀρθοδόξων χριστια-νῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ
διοίκηση τοῦ δίδουν τὸ ἐρέθισμα γιὰ τὴν συγγραφὴ τοῦ ἔργου «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ
Λατείνων», ποὺ ἀποτελεῖ σπουδαῖο τεκμήριο μελέτης τῶν ἐθνικοαπελευθερωτικῶν ἰδεῶν,
κυρίως στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 18ου αἰ.:
«Πολλαῖς φοραῖς βλέποντας τοὺς χριστιανούς, καὶ μάλιστα
τοῦ λόγου μας, πῶς τυραννούμεσθεν ἀπὸ τοὺς κρατοῦντας παντοιοτρόπως, καὶ
μάλιστα ἀπὸ τοὺς χαρατζῆδες, χωρὶς καμμίαν ἐλεημοσύνην, καὶ πὼς καμμίαν ἐλπίδα
σωτηρίας δὲν ἀπαντυχαίνομεν, ἀπὸ τὴν λύπην μου ἐρχόμουν πολλάκις εἰς ἀπορίαν καὶ
ἔλεγα μὲ τὸν νοῦν μου: Ἆρά γε ποία ἡ βασιλεία τοῦ Μωάμεθ...;».
Ὁ Γόρδιος ἐπίσης σημειώνει ὅτι ἔγραψε τὸ
ἔργο του, διότι κατὰ τὶς πεποιθήσεις του οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Λατεῖνοι
ὅπως τοὺς ἀποκαλεῖ, ἐνστερνίζονται ἰδέες καὶ θέσεις ἀπὸ τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων, θεωρεῖ δὲ καὶ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του βουκόλο τῶν Γραικῶν,
ποιμένα τῶν ὀρθοδόξων. Ἐδῶ ὁ ὅρος Ἕλληνας ταυτίζεται μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες δωδεκαθεϊστές:
«Οἱ δὲ Λατεῖνοι θέλουν νὰ φέρουν εἰς τὸ μέσον τὴν ἐμπαθῆ
θεολογίαν τῶν ἐμβροντήτων Ἑλλήνων ... Διὰ τοῦτο καὶ ἐγώ, ὡσὰν ἕνας ἀπο τοὺς
βουκόλους τῶν Γραικῶν, βάλθηκα καὶ ἔγραψα τοῦτο ἀγροικικῶς».
Ὁ Γόρδιος δὲν ἀποδέχεται πολλὰ ἀπὸ τὰ
μέχρι καὶ σήμερα ἀκόμη διαδεδομένα ἐσχατολογικὰ κείμενα περὶ μέλλουσας ἀπελευθέρωσης
τῆ Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση καὶ ἐπανίδρυση καὶ ἀναστύλωση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης
Αὐτοκρατορίας μὲ τὴν παρέμβαση τῆς Ρωσίας, τοῦ λεγομένου «ξανθοῦ Γένους»:
«Kαὶ ἔγινεν
ὡσὰν μετατοπισμὸς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τῶν τριῶν Πατριαρχείων ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν
εἰς τὰ βόρεια μέρη τῆς μεγάλης Ρωσίας. Καὶ μένει ἐκεῖ καὶ θέλει μείνει ὀρθοδοξοῦσα
... ἕως τῆς συντελείας τοῦ παρόντος αἰῶνος».
Τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία παρουσιάζει ὁ Γόρδιος στὸ «Περὶ
Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων», ὅπου καὶ θεωρεῖ τοὺς Ἀργοναῦτες ὡς Ἕλληνες ποὺ τοὺς ἔσωσε
ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ:
«τοὺς δὲ ἀργοναύτας, ἤγουν τοὺς Ἕλληνας ... τοὺς ἐγλύτωσεν
ἀπὸ τὸν κίνδυνον ὡς μεγάλος γίγαντας μὲ πτερύγας μεγάλας καὶ τοὺς ἐβοήθησε καὶ
πολλὰ καράβια τῶν Σκυθῶν ἔπνιξεν».
Ἐπιστολὲς
Στὶς περίπου 700 σωζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ Γορδίου οἱ ὅροι Ἑλλάς,
Ἕλλην, Γένος ἀπαντοῦν ἀρκετὰ συχνά, μὲ διαφορετικὸ ὅμως περιεχόμενο καὶ ἔννοια.
Ἡ συνήθης γλῶσσα τῶν ἐπιστολῶν του εἶναι μία γλαφυρὴ ὁλοζώντανη δημώδης,
κατάφορτη ὅμως καὶ μὲ λόγιους ἀρχαΐζοντες τύπους καὶ ἀναφορὲς σὲ ἀρχαιοελληνικά,
βιβλικὰ καὶ πατερικὰ χωρία, χωρὶς νὰ ἀπουσιάζουν οἱ ἀμιγῶς ἀρχαΐζουσες-λόγιες ἐπιστολές,
ἀναλόγως μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ παραλήπτη. Οἱ ἐπιστολές του μᾶς παραδίδουν τὴν πιὸ
σημαντικὴ μαρτυρία γιὰ τὴ γλώσσα τοῦ Γορδίου καὶ μαρτυροῦν τὴ στέρεα φιλολογικὴ
καὶ θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ συντάκτη τους.
Τοὺς Ἕλληνες
κατονομάζει ὁ Γόρδιος, ὅταν ἀλληλογραφεῖ ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ στὶς 17 Ἰουλ. 1690 μὲ
τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Ἀθηναίου λογίου προεστοῦ Ἄγγελου Μπενιζέλου στὴν Πάτρα. Ἀναφερόμενος
στὸν θεῖο του, θεωρεῖ ὅτι μὲ τὴ σοφία του εἶχε ἀποκτήσει μεγάλη φήμη καὶ στοὺς
Λατινόπαιδες καὶ στοὺς Ἑλληνόπαιδες («τοῖς Ἕλλησιν»).
«... Ἀγγέλου φημὶ τοῦ σοῦ θείου, μαθητοῦ χρηματίσαντος τοῦ
σοφωτάτου Κορυδαλλέως, ὃς τὸ ὑμέτερον περιφανὲς γένος τῶν Μπενιζέλων τῇ περὶ
πάντα ἐμπειρίᾳ τε καὶ σοφίᾳ περιφανέστερον ἔδειξεν, καὶ φήμην οὐχ ἦττον τοῖς τῶν
Λατίνων παισίν, ἢ τοῖς Ἕλλησιν ἐκτήσατο περιβόητον».
Ἐπίσης, στοὺς Ἕλληνες παραπέμπει ὁ Γόρδιος ὅταν ζητεῖ στὶς
31 Ἰουλίου 1692 ἀπὸ τὸν λόγιο μοναχὸ Ἀρσένιο Καλούδη, ἀνεψιὸ τοῦ λογίου ἐφημερίου
καὶ ἱεροκήρυκα Γερασίμου Βλάχου, τὰ ἀνέκδοτα θεολογικὰ συγγράμματα τοῦ θείου
του γιὰ ἀντιγραφή, καθὼς θεωρεῖ πὼς χαίρει μεγάλης φήμης μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἀλλὰ
καὶ στοὺς Δυτικούς:
«Ἔστι δὲ δὴ τίς νῦν ἡ χάρις; Οὐκ ἄλλη ἀνδρῶν μοι
σοφώτατε, ἀλλ’ ἡ τῶν θεολογικῶν συγγραμμάτων τοῦ μακαρίτου ἐκείνου κυρίου
Γερασίμου τοῦ Βλάχου, οὗ κλέος εὐρὺ (ποιητικῶς εἰπεῖν) παρὰ πᾶσιν ἐπὶ σοφίᾳ, οὐ
τοῖς κατὰ τῶν Ἑλλήνων μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν Ἰταλῶν ἐκτύπως θαυμάζουσι»
Τὸ γένος τῶν Ελλήνων ἀναφέρει σὲ γράμμα
του, ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ στὶς 16 Ἀπρ. 1706 πρὸς τὸν πατριάρχη Γαβριὴλ Γ΄, ὅπου τὸν
φαναριώτη διπλωμάτη Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο τὸν ἐξ Ἀπορρήτων τὸν χαρακτηρίζει ὡς
μεγάλη δόξα τοῦ δυστυχοῦς Γένους τῶν Ἑλλήνων:
«Καὶ αὐτῷ δὴ τῷ εὐσεβεστάτῳ καὶ μεγαλοπρεπεστάτῳ ἄρχοντι,
τῷ πανευφήμῳ κυρίῳ κυρίῳ τῷ Ἀλεξάνδρῳ, τῷ ἐξ ἀπορρήτων, τῷ μόνῳ Θείᾳ Προνοίᾳ τοῦ
δυστυχοῦς τῶν Ἑλλήνων γένος κλέος μέγιστον ὄντι καὶ δι εὐφήμου μνήμης ἁπανταχοῦ
διαβαίνοντι».
Τὴν Ἑλλάδα ἀναφέρει ὡς ἱστορικὸ χῶρο μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ
τὶς παραδόσεις του, ὅπως στὴν ἐπιστολή του στὶς 29 Μαΐου 1682 πρὸς τὸν
διδάσκαλο Ζαχαρία στὸ Βουκουρέστι. Ἐκεῖ, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ζαχαρία νὰ
παραμείνει ὡς διδάσκαλος στὸ Βουκουρέστι, ἐνῶ θὰ ἦταν χρησιμότερο νὰ μεταδίδει
τὶς γνώσεις του, νὰ διδάσκει τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες, νὰ ὑπηρετεῖ τὴν κοινὴ πατρίδα,
τὴ δυστυχεστάστην Ἑλλάδα. Σημειώνει τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία
βρίσκεται ἡ πατρίδα τους, ἡ ἀθλία Ἑλλάς, ἡ ὁποία ἀντάλλαξε ὅλες τὶς
θετικὲς ἔννοιες μὲ τὶς ἀντίστοιχες ἀρνητικές τους, ἐνῶ τονίζει τὴ σπουδαιότητα
καὶ τὴν ἀξία τοῦ ἀγαθοῦ τῆς ἐλευθερίας (οὐδὲν ἐν βίῳ τερπνότερον). Ὀνομάζει
καὶ πάλι ἀθλία τὴν Ἑλλάδα τῆς ἐποχῆς, ὅταν ἐνημερώνει τὸν Ζαχαρία γιὰ τὸν
θάνατο τοῦ διδασκάλου του Νικόδημου Μαζαράκη στὶς 21 Μαρτίου τοῦ 1682:
«Εἰς Μολδοβλαχίαν ἀνήχθης παρὰ τῷ ἐκεῖ κρατίστῳ ἡγεμόνι,
τοῖς περὶ αὐτὸν φιλολόγοις κοινὸν ἐσόμενος ὄφελος ... καὶ τοῖς περὶ λόγους
σπουδάζουσιν ὄνησιν οὐ σμικράν ... Εἰ καὶ δικαιότερον τοῦτο τῇ καθ’ ἡμᾶς
δυστυχεστάτῃ Ἑλλάδι τυχεῖν ἤ τῇ αὐτόθι Μυσίᾳ ...Ἡ δ’ ἀθλία Ἑλλὰς ἀντηλλάξατο
πάντα τὰ τῆς χείρονος συστοιχίας, καὶ ἀντὶ σοφίας καὶ λόγων οἶσθ’ ὅσην κέκτηται
βαρβαρότητα· καὶ ἀντ’ ἐλευθερίας, ἧς οὐδὲν ἐν βίῳ τερπνότερον, τὸν βαρύτατον ὑπῆλθε
τῆς δουλείας ζυγόν ... Οἴδαμεν δὲ ὅτι πλείστη προσποριεῖ τὴν ὠφέλειαν τῇ τῶν
συγγραμμάτων μεταφράσει τοῖς περὶ τὴν ἱερὰν φιλοσοφίαν σχολάζουσιν Ἕλλησιν... Ὁ
λογιώτατος ἐν ἱερομονάχοις Νικόδημος, ὁ ἐμὸς διδάσκαλος, προΐστατο μὲν τῆς κατὰ
τὰ Ἰωάννινα σχολῆς, ἔφθη δὲ τῆς ἀμείνωνος λήξεως γεγονώς, ὑπὸ λοιμοῦ, φεῦ, τὸ ζῆν
ἐκμετρήσας τῆ εἰκοστῇ πρώτῃ τοῦ παρελθόντος μαρτίου· καὶ ἠνίασεν οὐ μόνον ἡμᾶς
καθ’ ὑπερβολὴν ἀλλὰ καὶ πᾶσαν ὡς εἰπεῖν τὴν ἀθλίαν Ἑλλάδα».
Καταχωρίζει ἱστορικὰ πρόσωπα τῆς ἐποχῆς
ὡς Ἕλληνες, καθὼς τοὺς θεωρεῖ τμῆμα τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος,
ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, ὅταν σὲ ἐπίγραμμα
τοῦ Γορδίου γραμμένο στὶς 20 Φεβρ. 1723, στὸ ὑστερόγραφο ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν
ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας, τὸν θεωρεῖ ὡς βλαστὸ τῆς Ἑλλάδος εὐλογημένο καὶ δοξασμένο:
«Ἡγεμόνων Νικόλαος
ἅπαν σβέσεν ἔξοχον ἄλλων
Οὑγγροβλάχων ἀνέρων
οὔνομα τῶν προτέρων.
Εὐφυΐῃ, σοφίῃ τε
καὶ ἔργμασι παντοδαποῖσι
Κλεινὸν ἅτ’ ἔρνος ἐὼν
Ἑλλάδος ἠγαθέης».
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Ἀγραφιώτη ἀξιωματοῦχο τῆς Αὐλῆς τῆς
Βλαχίας Ἰωάννη Κουπάρη (ἀπὸ τὸ χωριὸ Βλάσι), σημειώνει σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς αὐτὸν
στὶς 27 Ὀκτ. 1723 γιὰ τὴν καταγωγή του, πὼς εἶναι ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τῆς Ἑλλάδος.
Θεωρεῖ δηλ. συνειδητὰ πὼς τὰ Ἄγραφα εἶναι τόπος λληνικός· καὶ μὲ τὴ γεωγραφικὴ ἔννοια
τοῦ χώρου:
«Τῷ τοῦ ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑψηλοτάτου αὐθέντου καὶ ἡγεμόνος
πάσης Οὑγγροβλαχίας ἐντιμοτάτῳ καὶ ἐνδοξοτάτῳ, μεγαλοπρεπεστάτῳ καὶ ἀξιωτάτῳ ἄρχοντι
Κουπάρῃ κυρίῳ κυρίῳ Ἰωάννῃ τῷ ἐκ τῶν Ἀγράφων τῆς Ἑλλάδος».
Τοποθετεῖ γεωργαφικὰ κάποιες πόλεις καὶ
περιοχὲς στὴν Ἑλλάδα, ὅπως στὶς 10 Αὐγούστου 1683, ἐπιστέλλοντας στὸν Θεσσαλὸ ἱερομόναχο
Γρηγόριο, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα, καὶ ἀναφερόμενος στὰ Τρίκαλα καὶ τὴν
Καλαμπάκα, πόλεις τῆς Δυτικῆς Θεσσαλίας, τὶς θεωρεῖ καὶ τὶς ἀναφέρει ὡς ἑλληνικὲς
πόλεις (Ἑλληνίδες) καὶ σημειώνει τὰ παλαιά τους ὀνόματα, Τρίκκη καὶ Ἰθώμη,
γνωστὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη. Τὴν Καλαμπάκα, τὴν ἀρχαία Ἰθώμη, τοὺς
μεσαιωνικοὺς Σταγούς, τὴ χαρακτηρίζει «κλωμακόεσσαν», δηλ. πετρώδη τόπο, ὅπως
παραμένει καὶ σήμερα μὲ τοὺς γιγάντιους βράχους τῶν Μετεώρων, ἕνα μοναδικὸ θέαμα
στὸν κόσμο:
«Ἐλάνθανες μέντοι ἡμᾶς, ὦ γενναῖε, Θετταλὸς ὢν καὶ μοίρας
θετταλικῆς τῆς λεγομένης Ἑστιαιώτιδος, ἧς αἱ προκαθεζόμεναι πόλεις Ἰθώμη καὶ
Τρίκκη ἀρχαῖαι καὶ Ἑλληνίδες καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ ἐν τῷ καταλόγῳ μνήμης ἀξιούμεναι·
ἐν οἷς φησιν “οἳ δ’ εἶχον Τρίκκην καὶ Ἰθώμην κλωμακόεσσαν”. Ἰθώμην γὰρ οὐκ ἄλλην
τινὰ λέγει ἀλλ’ ἢ τοὺς ἰδιωτικῶς λεγομένους Σταγούς. Ἐκεῖθεν τοιγαροῦν καὶ αὐτὸς
ἕλκων τὸ γένος, δῆλος ὡς Ἰθωμαῖος εἶ καὶ τοῦ γένους τῶν ὑπὸ Ἴλιον ἀνελθόντων ἡρώων».
Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μητροπολίτη
Λαρίσης Παρθενίου, ἀλληλογραφώντας, ἀπὸ τὴ μονὴ Κορώνης τῆς Θεσσαλιώτιδος στὶς 25
Ἰουνίου 1713, τὸν προσφωνεῖ, μεταξὺ ἄλλων, ὡς «ἔξαρχο δευτέρας Θετταλίας καὶ
πάσης Ἑλλάδος». Θεωρεῖ δηλ. ὅτι ἡ περιοχὴ ποὺ ποιμαίνει ὁ μητροπολίτης Λαρίσσης
εἶναι ἑλληνική:
«Πανιερώτατε, λογιώτατε, σεβασμιώτατε δέποτα καὶ
μητροπολίτα τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως Λαρίσσης καὶ Τρίκκης, ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε
δευτέρας Θετταλίας καὶ πάσης Ἑλλάδος κύριε κύριε Παρθένιε».
Τὰ Βρανιανά, τὴν πατρίδα του καὶ τὴν εὐρύτερη
περιοχή, τὰ θεωρεῖ φυσικὰ ὡς γεωγραφικὰ ἀνήκοντα στὴν Ἑλλάδα. Ἀπαντώντας, ἀπὸ τὰ
Βρανιανὰ στὶς 27 Φεβρ. 1723 σὲ λανθάνουσα ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου
καὶ Νεοχωρίου Συμεών, σχετικὰ περὶ κοινῆς μεταβάσεώς τους στὴ Βλαχία, τοῦ
δηλώνει τὸν τόπο τους ὡς καθ’ ἡμᾶς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία βρίσκεται πολὺ μακριὰ
ἀπὸ τὴ Βλαχία, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν μετάβασή του, καθὼς οὔτε μέσα στὴ
γενέτειρά του, στὰ Βρανιανά, δὲν εἶναι εὔκολη ἡ μετακίνησή του:
«Ἡ δὲ σὴ πανιερότης πῶς ἂν τοῦτο διϊσχυρίσαιτο, πάνυ καλὼς
εἰδυῖα ὅτι οὐ μόνον εἰς Βλαχίαν, τὴν οὕτω πόρρω τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἑλλάδος ἀπωκισμένην
καὶ τοῖς ὑπεβορείοις ἀγγίζουσαν μέρεσεσιν, ἀλλ’ οὐδ’ ἐν αὐτῷ τῷ χωρίῳ, ᾧ ἐνοικῶ,
ῥαδίως ἔνθεν ἐκεῖσε μεταβῆναι δύναμαι;»
Τὸ ἴδιο ἐπισημαίνει καὶ τὶς 14 Νοε.
1722 ἀπὸ τὰ Βρανιανά, μὲ ἐπιστολή του στὸν Κωνσταντῖνο γραμματικὸ στὰ Τρίκαλα· ἐκφράζει
τὴ χαρά του γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι στὰ Τρίκαλα,
περιοχὴ κοντὰ στὰ Βρανιανά, σὲ κοινὸ ἑλληνικὸ χῶρο, ὁπότε θὰ ἔχει προσδοκία
συχνότερης ἐπικοινωνίας μαζί του:
«Ὅτι δὲ καὶ εἰς Τρίκκην παρεγένετο, κἀκεῖθεν αὖθις εἰς τὴν
ἰδίαν πατρίδαν ἐπανελθεῖν βούλεται καὶ ταύτῃ διασωθῆναι, χάριεν καὶ θυμῆρες
λίαν ἐγένετό μοι μαθόντι, ἄλλων τε πολλῶν ἕνεκεν καὶ ὅτι ἔξεστι καὶ ἄλλοτε διὰ
γραμμάτων τὴν φιλτάτην ἀσπάσασθαι κεφαλήν, ἐγγυτέρω οὖσαν τῆς περιεχούσης ἡμᾶς Ἑλλάδος».
Ἀκόμη, γράφοντας στὸν μητροπολίτη Σερρῶν
Στέφανο στὶς 22 Μαΐου 1720 ἀποκαλεῖ τὴ γενέτειρα τοῦ Στεφάνου Ἑλλάδα Ἀκαρνανίας,
θεωρεῖ δὲ πὼς τὰ Ἄγραφα μὲ τὶς ὀροσειρές τους συνδέουν σὲ ἕνα σῶμα καὶ μία κοινὴ
πατρίδα, τὴν Ἀκαρνανία τὴν Αἰτωλία καὶ τὴ Θεσσαλία:
«... ὁ τῆς κατὰ τὴν πάλαι περίφημον καὶ περιώνυμον Ἑλλάδα
Ἀκαρνανίας, τῆς ὑπὸ τοῦ μεγίστου τῶν ἐν Ἑλλάδι ποταμῶν Ἀχελλῴου ὁριζομένης καὶ
τῇ ἀντιπέραν Αἰτωλίᾳ καλουμένη ἀγχιστευούσης. Αὗται δὲ πάλιν καὶ ἄμφω τῆς καθ’ ἡμᾶς
Θετταλίᾳ συναπτόμεναι διὰ τῶν ἐν Ἀγράφοις ἠλιβάτων καὶ ἀποκρήμνων ὀρῶν καὶ εἰς ἓν
κατὰ τὸ καθόλου συναγόμεναι σῶμα, οὐκ ἀπεικὸς ἂν εἴη εἰπεῖν, ὅτι καὶ
συμπατριώτας ἡμᾶς ἄντικρυς ἀποδεικνύουσιν».
Σὲ ἀρκετὲς ἐπιστολές του ὁ Γόρδιος, ὅταν
θίγει γλωσσικὰ θέματα ἀναφέρει τὴ γλώσσα ὡς ἑλληνική, καὶ μάλιστα σὲ ὅλες τὶς
μορφές της, ἐνῶ ἀναφέρεται καὶ σὲ θέματα παιδείας τῶν Ἑλλήνων τὴν ἐποχὴ τῆς
Τουρκοκρατίας. Στὸν Κωνσταντῖνο Γραμματικό, γραμματέα τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας
Νικολάου Μαυροκορδάτου, γράφει στὶς 14 Νοεμβρίου 1722 γιὰ τὶς ὑποσχέσεις
σύστασης καὶ λειτουργίας σχολείων στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, στὴν δυστυχεστάτην Ἑλλάδα,
ποὺ ὅμως δὲν πραγματοποιήθηκαν:
«Τῶν γὰρ συστατικῶν τῶν τοιούτων ἔργων ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς
χρόνοις ὡς καὶ προτοῦ πολλοῖς καὶ ἐν τοῖς τῇδε τόποις τῆς κατὰ πάντα
δυστυχεστάτης Ἑλλάδος παντάπασι λειπομένων ὀνόματος μόνον ψιλοῦ λόγος ἂν
γένοιτο ἀλλ’ οὐ δῆτα καὶ πράγματος, καθάπου τοῦτ’ αὐτὸ καὶ πεῖρα τοῖς πᾶσι
καταφανὲς ποιεῖ».
Ἐπιστέλλοντας ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ στὶς 16 Δεκ. 1681 πρὸς τὸν
Νικόλαο Μυροκοβίτη, ἐφημέριο στὸν ναὸ τῆς Ἐπισκέψεως στὰ Τρίκαλα, ἑρμηνεύει τὴ
φράση «Κρείττων τοῦ μὴ ζητοῦντος μαθεῖν» (Παρ.
Σολ., κεφ. 17, σὲ κάποιες ἐκδόσεις). Ἐκεῖ ἀναφέρει πὼς τὰ ἑρμηνευτικά του
σχόλια δὲν τὰ γράφει σὲ ἀρχαΐζουσα γλῶσσα (Ἑλληνίδα φωνήν), οὔτε σὲ ἁπλὴ
δημώδη προφορικὴ τῆς ἐποχῆς γλώσσα (χυδαίαν), ἀλλὰ σὲ ἁπλὴ ἀρχαιοελληνική
(χυδαίαν Ἑλληνίδα):
«Ἰδοὺ γοῦν ὁποῦ τῆς γράφω τὴν ἑρμηνείαν τῆς λέξεως, καθὼς
ἐγὼ τὴν ἐστοχάστηκα, ὄχι μὲ Ἑλληνίδα φωνήν, καθὼς ὁρίζει, ἀλλὰ οὐδὲ μὲ χυδαίαν ὡσὰν
τὴν ἐδικήν μου τώρα, ἀλλὰ μὲ χυδαίαν Ἑλληνίδα».
Γράφοντας ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ στὶς 26 Νοεμ.
1706 στὸν Ζακύνθιο λόγιο καὶ κάτοχο σημαντικῆς βιβλιοθήκης Ἄγγελο Σουμμάκιο, ἀφοῦ
τὸν ἐρωτᾶ ἂν ἔχει στὴν κατοχή του τὸ σύγγραμμα τοῦ Πέτρου Ἀρκουδίου ποὺ ἀναζητεῖ
ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος ὁ ἐξ Ἀπορρήτων, τοῦ ζητεῖ πληροφορίες γιὰ τὸν συγγραφέα
καὶ γιὰ ποιὸ βιβλίο πρόκειται καὶ ἂν εἶναι γραμμένο στὰ ἑλληνικὰ (Ἑλληνίδι
φωνῇ) ἢ στὰ λατινικά.
«Πέτρον φημὶ τὸν Ἀρκoύδιον,
ὁποῖος καὶ ποδαπός, καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἢ τῆς τῶν δυτικῶν ἐστιν ἐκκλησίας, Ἑλληνίδι
ἢ Λατινίδι τῇ φωνῇ χρώμενος».
Ἀπὸ τὸ Aἰτωλικὸ
στὶς 10 Δεκ. 1713 στέλνει στὸν ἐπίσκοπο Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων Διονύσιο Γ΄ στὸ
Καρπενήσι μαζὶ μὲ τὴν ἐπιστολή του καὶ κάποια δῶρα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ δύο
γλῶσσες (ἰχθεῖς), ποὺ τὶς ἀναφέρει μὲ τὸ λόγιο ἑλληνικὸ ὄνομά τους ὡς
«βουγλώσσων», ἔνδειξη τοῦ εὔρους τῶν γνώσεών του στὴ διαχρονία τῆς ἑλληνικῆς
γλώσσας:
«Πέμπομέν σου τῇ ἱερότητι ζεῦγος ὠοταράχων ἓν καὶ κίτρων ἓν
καὶ ἰχθύων, βουγλώσσων ἑλληνιστὶ σφογίων δὲ ἰταλιστὶ καλουμένων ἀνάλων, δύο».
Στὸν συμμαθητή του ἱερομόναχο
Χριστοφόρο, ποὺ βρίσκεται στὴν Καστανιὰ τῶν Ἀγράφων, γράφει ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ στὶς
23 Αὐγούστου 1717 ὅτι, ἐνῶ ἀρχίζει νὰ γράφει τὴν ἐπιστολἠ του σὲ ἀρχαΐζουσα ἑλληνικὴ
γλῶσσα (τὸ ἑλληνίζειν), συνεχίζει τὴν ἐπιστολὴ σὲ ἁπλοελληνικὴ γλῶσσα, ὥστε
τὰ τῆς ὑποθέσεως ποὺ ἀκολουθοῦν νὰ εἶναι ξεκάθαρα καὶ μὴν ἐπιδέχονται διπλές ἐξηγήσεις:
«Τὸ ἑλληνίζειν μέντοι τό γε νῦν ἔχον παρείς, ἵνα μὴ τὸ διὰ
λέξεων πολυσήμαντον, οἷα φίλει, ἀσάφειά τις καὶ σκότος σκεδάζηται τοῖς ὑπ’ αὐτῶν
δηλουμένοις, ἁπλουστέρῳ χρῶμαι τὸν λόγον».
Στὶς 29 Ὀκτ. 1681, ἀπὸ τὰ Βρανιανά, σὲ ἐπιστολικὴ
ἐπικοινωνία μὲ τὸν πρωτοπρεσβύτερο Κωνσταντῖνο στὰ Τρίκαλα, τοῦ ζητεῖ νὰ τοῦ γνωρίσει
ἂν θεωρεῖ ὅτι ἔχει ἐπαρκῆ κατάρτιση ἑλληνομάθειας ἢ ὅτι εἶναι ἄπειρος τῶν ἑλληνικῶν
γραμμάτων:
«Ἀλλὰ τί δεῖ περὶ ταῦτα πλειόνων; Ἐμοῦ σοι ἔνεκα ταῦτα
μέχρι τοῦδε παρεθέμην, ὦ φίλτατε, οὗ χάριν καὶ ἐροίμην ἄν σε ἀσμένως, πρὸς ἃ καὶ
ἀποκριθῆναί σε βούλομαι. Ποτέρᾳ τῇ γνώμῃ κεχρῆσθαι περὶ ἐμὲ φαίης, παντελῶς ἐξευτελίσαι
βουλόμενος τὰ ἡμέτερα, ὥστε καὶ τῶν χαρακτήρων αὐτῶν τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἄπειρον
εἶναί μοι δεῖξαι γράφεις, ἢ τοῖς πρὸ ὀλίγου ῥηθεῖσι παλαιοῖς ἐκκλησιαστικοῖς
συγγραφεῦσιν ἐξισῶσαι;».
Ἀπὸ τὸ Αἰτωλικό, γράφοντας στὸν
μητροπολίτη Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου Νεόφυτο Μαυρομάτη στὶς 10 Ὀκτ. 1706 στὴν Ἄρτα, ἀναφερόμενος
σὲ ἄδηλο θεολογικὸ βιβλίο τοῦ Ἰταλοκερκυραίου φανατικοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ
θεολόγου Πέτρου Ἀρκουδίου (1562-1633), τὸ ὁποῖο ζητεῖ ὁ φαναριώτης διπλωμάτης Ἀλέξανδρος
Μαυροκορδάτος ὁ ἐξ Ἀπορρήτων, δηλώνει πὼς δὲν διαθέτει τὸ βιβλίο οὔτε γνωρίζει
κάποιον ποὺ τὸ κατέχει. Γιὰ τὸν συγγραφέα σημειώνει ὅτι τὸν θεωρεῖ ἐχθρὸ τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καὶ ταυτόχρονα τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του, διότι
στὴν δυστυχεστάτην Ἑλλάδα οὔτε βιβλία ὑπάρχουν οὔτε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ
τὴν ἀπόκτησή τους:
«Ἡ δὲ τοῦ Ἀρκουδίου Πέτρου βίβλος, ἧς ὁ ἐξ Ἀπορρήτων ὁ ἐλλογιμότατος
καὶ μέγας δεῖσθαι Διερμηνεύς, οὔτε παρ’ ἡμῖν ἔσται οὔτε παρ’ ἄλλῳ τινὶ τῶν μὴ μᾶλλον
τῇ κατὰ Ῥωμαίους ἢ τῇ καθ’ Ἕλλησιν προσκειμένων παιδείᾳ τε καὶ φωνῇ... Καὶ οὗτος
μετὰ τῶν ἄλλων τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίας ἐχθρός, καὶ πολὺς κατὰ τῶν Ἑλλήνων
φερόμενος ... ὁ δὲ τὴν διὰ τῆς δυστυχεστάτης Ἑλλάδος ἐς Βυζαντίδα φέρουσαν εἰς
κτῆσιν ταύτης προείλετο. Ποῦ γὰρ εἰς Ἑλλάδα βίβλοι καὶ οἷς βίβλων μέλλει
παντοδαπῶν;».
Σὲ ἀχρονολόγητη ἐπιστολὴ τοῦ Γορδίου στὸ
ἱερομὀναχο Παΐσιο ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν τραγικὴ
κατάσταση τῆς παιδείας τῶν Ἑλλήνων, καθὼς δὲν διακρίνει οὔτε ζῆλο οὔτε πρόθεση
γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν Γραμμάτων (Ποῦ γὰρ τοῖς νῦν Ἕλλησι ζηλωτὸν ἡ
παιδεία; Ἀλογώτεροι μικροῦ δεῖν καὶ τῶν ἀλόγων οἱ λόγῳ τετιμημένοι γεγόναμεν).
Μὲ τὴν ἐπιστολή του τῆς 27ης Ὀκτ. 1723 ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς
Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο στὸ Βουκουρέστι πληροφορεῖ ὅτι ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ
παράκληση τοῦ ἡγεμόνα, νὰ συντάξει κατάλογο ζώων καὶ φυτῶν μὲ ἑλληνικὲς λέξεις
στὴν κοινὴ καὶ ἀρχαιοελληνικὴ ἐκδοχή τους:
«Κατὰ τὸ παρὸν ὅμως ὅμως ὁρίζει πῶς μὲ παρακαλεῖ (τὸ ὁποῖον
εἰς ἐμένα δὲν πρέπει) νὰ κατορθώσω μὲ ἔργον τοιοῦτον ζήτημα: νὰ γράψω εἰς καθαρὸν
κατάστιχον τὰς ὀνομασίας τῶν τετραπόδων, ζωϋφίων, πτηνῶν, ἰχθύων, δένδρων, ὀπωρῶν
τε καὶ βοτάνων, μὲ σημείωμα τῆς ἑλληνικῆς λέξεως καὶ τῆς ἁπλῆς καὶ κοινῆς ἀντικρύ».
Σὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ, πάλι
πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο στὸ Βουκουρέστι στὶς 3 Ἀπριλίου
1727, χρησιμοποιεῖ λακωνικὸ ὕφος κατὰ τὸ ἑλληνικὸ πρότυπο καὶ ὄχι τὸ ἀνατολίτικο
«ἀσιανὸ» ὑπερβολικὸ σὲ ἔκταση καὶ ὕφος:
«Διὸ καὶ οὐ κατὰ τοὺς Ἀσιανοὺς ἐκείνους πολυρρήμονας ἐπιχειρῶ
τῶν ῥητόρων γράφειν ἀλλὰ κατὰ τοὺς τῷ ἑλληνισμῷ καὶ τῇ βραχυλογίᾳ χαίροντας τῶν
σοφῶν, τοὺς δι ὀλίγων πολλὰ ἐννοοῦντας ὡς καὶ ἰδίᾳ, τοὺς διαβεβοημένους ἐπ’ αὐτῷ
τούτῳ Λάκωνας».
Ἀλληλογραφώντας μὲ τὸν λόγιο διδάσκαλο
τῶν Σερρῶν Ἀναστάσιο Πώππα στὶς 6 Μαΐου 1728 κάνει ἕνα χαριτολογικὸ λογοπαίγνιο
μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Πώππα, ποὺ στὰ Λατινικὰ σημεαίνει πρύμνη, μὲ τὸ παροιμιακὸ
γνωμικὸ τῶν Ἑλλήνων «ἀνακρούω πρύμναν», δηλαδὴ ὑποχωρῶ:
«Τῆς Πώππα φωνῆς τὴν τῆς νηὸς πρύμναν κατ’ Ἰταλοὺς
δηλούσης καὶ παροιμίᾳ τῇ καθ’ Ἕλλληνας δύναταί τις ταύτην συζεῦξαι, πρύμναν
λεγούσῃ κρουσάμενος, λογίων μοι λογιώτατε Πώππα».
Ἔμφαση δίνει στὴ παιδευτικὴ μετάφραση ἔργων
τῶν ἀρχαίων Ἕλλήνων, ὅπως στὴν ἐπιστολή του τῆς 29ης Μαΐου 1682 πρὸς τὸν διδάσκαλο
Ζαχαρία στὸ Βουκουρέστι: «Οἴδαμεν δὲ ὅτι πλείστη προσποριεῖ τὴν ὠφέλειαν τῇ τῶν
συγγραμμάτων μεταφράσει τοῖς περὶ τὴν ἱερὰν φιλοσοφίαν σχολάζουσιν Ἕλλησιν». Ἀκόμη,
στὶς 2 Ἰουλίου 1707 ἐνημερώνει τὸν μητροπολίτη Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου Νεόφυτο
Μαυρομάτη ὅτι. ὑπακούοντας στὴν προτροπή του, μεταφράζει στὰ ἑλληνικὰ (ἐπὶ τὴν
Ἑλλάδα μετενεγκεῖν φωνὴν) κάποιο βιβλίο τοῦ Ἱπποκράτη, τὸ ὁποῖο ἦταν
γραμμένο στὰ λατινικά, ἔνδειξη τῆς λατινογνωσίας τοῦ Γορδίου:
«Κελευσθεὶς ὑπὸ τῆς σῆς πανιερότητος τὸν ἐν τῷ Ἱπποκράτους
βιβλίῳ ῥωμαϊστὶ συντεταγμένον πίνακα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα μετενεγκεῖν φωνήν, οὐ μετ’ ὀλίγου
τοῦ πόνου τέλος ἐπεθέμην τῷ ἔργῳ»
Ὁ Γόρδιος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους λογίους
ποὺ μετέφρασε ἀρχαῖα κείμενα, μὲ σκοπὸ νὰ κάνει γνωστὴ στοὺς συγχρόνους του τὴ
σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων· ὅπως π.χ. ἡ μετάφραση τοῦ ἔργου Βίοι φιλοσόφων
τοῦ Διογένη Λαερτίου γιὰ τὴ θύραθεν παιδεία τῶν ἀναγνωστῶν:
«Βίοι τῶν φιλοσόφων ἠθικώτατοι, ἐβγαλμένοι ἀπὸ τὸν
Λαέρτιον, καὶ ἀπὸ ἄλλους παλαιοὺς συγγραφεῖς, μεταφρασθέντες εἰς κοινὴν
διάλεκτον παρὰ Ἀναστασίου ἱερομονάχου τοῦ Γορδίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων καὶ
προτεθέντων εἰς κοινὴν ὠφέλειαν τῶν φιλολόγων».
Στὶς ἐπιστολές του θεωρεῖ δεδομένους τοὺς
δεσμοὺς Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, μὲ παραπομπὲς καὶ σχόλια στὴν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ
δωδεκάθεο καὶ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία: Σὲ ὑπόδειγμα ἐπιστολῆς παρηγορητικῆς «εἰς
θάνατον παιδίου τινός», ὁ Γόρδιος ἀναφέρεται στὶς περὶ θανάτου θρησκευτικὲς
πεποιθήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τὶς ὁποῖες θεωρεῖ «ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας»
καὶ πὼς μὲ τὴν περὶ τῆς ἀναστάσεως χριστιανικὴ πίστη οἱ χριστιανοὶ εἶναι σὲ
πλεονεκτικὴ θέση ἔναντι τῶν δωδεκαθεϊστῶν Ἑλλήνων:
«Ἀνίσως γοῦν καὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἦσαν Ἕλληνες καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ
φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι τέτοιαις γνώμαις διὰ τὸν
θάνατον καὶ τὰ μετὰ θάνατον καὶ δὲν ἐλυποῦνταν, πόσον μᾶλλον πρέπει νὰ μὴν
λυπούμεσθεν ἡμεῖς οἱ χριστιανοί, ὁποῦ πιστεύομεν εἰς τὴν ἀνάστασιν».
Σὲ ἄλλο γράμμα του στὸν ἱερομόναχο
Δαμιανό σχολιάζει τὴν ἀντιπαλότητα τῶν θεῶν τοῦ δωδεκαθέου στὰ ὁμηρικὰ ἔπη, οἱ ὁποῖοι
ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες –ἐκ πλάνης– θεωροῦνται ἀληθινοὶ θεοί:
«Τὸ ἔπος ἐκεῖνο περιφέρων ἐν νῷ τὸ ὁμηρικόν, τὸ πρὸς
πάλην συμπλακῆναί ποτε βουλομένων τινῶν τῶν παρ’ Ἕλλησι νομιζομένων θεῶν ῥηθέν,
καὶ πολλάκις καθ’ ἑαυτὸν τοῦτο ἀναλογιζόμενος, ὤκνουν πρὸς σὲ γράφειν ἀρχὴν ποιήσασθαι,
Δαμιανὲ λογιώτατε».
Ἀκόμη, στοὺς ἀδελφοὺς Κώνστα καὶ
Θεολόγο στὴ Θεσσαλονίκη γράφει στὶς 20 Ἰαν. 1716 πὼς δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀποκαλοῦν
τὸν Ἰσοκράτη ἱερό, καθὼς αὐτὸς ἀσπαζόταν τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων,
ταυτίζοντας ἐδῶ προφανῶς τὸ Ἕλληνας μὲ τὸ δωδεκαθεϊστής:
«... εἰς τὴν μαρτυρίαν ὁποῦ φέρνετε ἀπὸ τὸν Ἰσοκράτην, καὶ
τὸν λέγετε ἱερόν, δὲν πρέπει νὰ τὸν λέγετε ἔτζη, διατὶ ἐκεῖνος ὁ Ἰσοκράτης ἦτον
ρήτορας Ἀθηναῖος Ἕλληνας εἰς τὸν καιρὸν τῶν Ἑλλήνων, καὶ δὲν πρέπει νὰ λέγεται ἱερὸς
ὡσὰν τοὺς ἁγίους μας· ἄπρεπα εἶναι ταῦτα καὶ ἀμαθῆ, καὶ ἔτζη ἠξεύρετέ τα».
Στὸν ἐξ Ἀγράφων ἱερέα Κυρίτζη, ποὺ
διαμένει πλέον στὴ Θεσσαλονίκη, γράφει στὴν ἐπιστολή του, ἀπὸ τὰ Βρανιανά, στὶς
17 Ἀπριλίου 1716, ὅτι λησμόνησε τὴν πατρίδα τους, παραπέμποντας στὸ ὕδωρ τῆς λήθης
τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας.
«Ἡ ἁγιωσύνη σου ... ἀφ’ οὗ ἀπεδήμησε καὶ ἔπιε τὸ ὕδωρ τῆς
μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης, τὸ ἀμέλησεν, ὡσὰν νὰ ἔπιε τὸ ὕδωρ, ὁποῦ λέγουν οἱ
μύθοι τῶν Ἑλλήνων, τῆς λήθης».
Ἐπιλογικὰ
Ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἀναστάσιος Γόρδιος χρησιμοποιεῖ τοὺς
ὅρους Ἕλλην, Ἑλλὰς μὲ διττὴ σημασία: ἀφ’ ἑνὸς μὲ τὴν ἐθνική, πολιτισμικὴ
καὶ γεωγραφική, ἀφ’ ἑτέρου μὲ τὴ θρησκευτική. Ἔτσι, ὁρισμένες φορὲς οἱ ἀνωτέρω ὅροι
δηλώνουν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὴν ἑλληνικὴ γεωγραφικὴ ἐπικράτεια καὶ κάποιας
μορφῆς πολιτισμικῆς συνείδησης –ὄχι ὁπωσδήποτε ἐθνικῆς, καθὼς δὲν ὑπῆρχε ἑλληνικὸ
κράτος–, καθὼς καὶ συνείδησης τοῦ ἀνήκειν σὲ ἕνα ἑλληνικὸ χριστιανικὸ Γένος, πρὸς
ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ ἰσλαμικὸ ὀθωμανικὸ Γένος. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις οἱ ὅροι
δηλώνουν τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ τὴν δωδεκαθεϊστικὴ θρησκεία τους. Σὲ κάθε
περίπτωση, οἱ ὅροι Ἕλλην, Ἑλλὰς δὲν ἔχουν τὴν ἴδια βαρύτητα καὶ σημασία
στὸν Γόρδιο σὲ σύγκριση μὲ τὴ σημερινὴ ἐποχή, καθὼς ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς τελοῦσε ὑπὸ
διαμόρφωση, δηλώνουν ὅμως τὸ ἀνήκειν σὲ μιὰ πολιτιστικὴ ὁμάδα μὲ ἑλληνικὴ
γλώσσα, ἀναφορὲς στὴν ἀρχαία καὶ βυζαντινὴ Ἑλλάδα, ὅπως βέβαια και τὴν ὀρθόδοξη
χριστιανικὴ πίστη, βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικότητας τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἀπὸ
ἱδρύσεως τὸ 1831 καὶ ἑξῆς.
[1]. Ἕνα
χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, στὸν χῶρο τῆς ποιήσεως, εἶναι ὁ Γιάννης Ρίτσος, ὁ ὁποῖος,
ὄχι τυχαία βέβαια, ἀποκαλεῖται καὶ ποιητὴς τῆς Ῥωμηοσύνης: «Εἶπες Ἑλλάδα / εἶπες ἐλαιώνας ἥλιος
/ ἀμπέλι στάμνα κιονόκρανο / ἀγκάθι τοῦ βουνοῦ πλατανόριζα / τσακμάκι τῶν βουνῶν
/ ἄσπρο πιὸ ἄσπρο πιὸ γαλάζιο / πῶς ἀνασταίνονται οἱ ἄνθρωποι – / ἔσφιξες μὲ τὰ
δυό σου χέρια / τὴ μέση τοῦ ἀγάλματος / βαθιὰ συνουσία τὸ ἀσύνορο / θάλασσα καὶ
θάλασσα – / δὲν ἦταν χρόνος. / Ἔρωτας».
[2]. Γιὰ τὸν βιο καὶ τὸ ἔργο του βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία (1675-1728). Ἔκδοση:
Χαρίτων Καρανάσιος – Ἰωάννα Κόλια, Προλεγόμενα-σχόλια: Χαρίτων Καρανάσιος,
τ. A΄-B΄, [ΚΕΜΝΕ / Ἀκαδημία Ἀθηνῶν],
Ἀθήνα 2011.
[3]. Βλ. γι’ αὐτὸν I. E. Στεφανής – Nίκη Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδη, Ευγενίου
Γιαννούλη του Αιτωλού, Επιστολές, Θεσσαλονίκη 1992.
[4]. Βλ. γι’ αὐτὸν Χαρ. Καρανάσιος, «Nέα στοιχεία για τον Φεραίο δάσκαλο Nικόδημο Mαζαρράκη
τον Θετταλό βάσει της αλληλογραφίας του», Υπέρεια,
τ. 6, Μέρος Α΄, [Πρακτικά Στ΄ Διεθνούς
Συνεδρίου ʻΦεραί-Βελεστίνο-Ρήγαςʼ, Bελεστίνο, 4-7 Οκτ. 2012], Επιστ. Ετ. Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα 2015,
σ. 351-370.


