Ὁ
λημματογράφος τῆς Μ.Ε.Ε, Κ. Μ. Καραμάνος ἀναφέρει,
μεταξὺ ἄλλων, στὸ λῆμμα
«δρίμη»:
«δρίμες, ἢ δρύμαις καὶ "δρίματα"·αἱ πέντε ἢ ἓξ πρῶται ἡμέραι τοῦ Αὐγούστου (Ἴσως, διὰ τὸ δριμὺ τοῦ ἡλιακοῦ καύματος) [...] Λαογραφικῶς καλοῦνται δρίμες ἢ δρύμες ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ δαιμονικὰ ὄντα ἐπηρεάοντα ὕδατα καὶ ξύλα [....] καὶ "μερομήνια" λεγόμεναι [...] Πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λεξεως δρἰμες ἐξηνέχθησαν πολλαὶ μέχρι τοῦδε εἰκασίαι· ἄλλοι μὲν ἐτυμολογοῦν αὐτὴν ἐκ τοῦ «Δρύτομαι (=κόβομαι) ἄλλοι τὴν σχετίζουν πρὸς τὸ "δρυὰς" ἕνεκα τῶν κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς κυρίως ἐμφανιζομένων ὁμωνὐμων νυμφῶν· ἄλλοι πρὸς τὸ δρυμός, ὅπου διαιτῶνται αἱ νύμφαι, ἄλλοι πρὸς τὸ λατινικὸν dirimo (=διαιρῶμαι, διαλύω, καταστρέφω τι) διὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς γινομένας καταστροφάς, ἄλλοι ἐκ τοῦ δρυμάσσω κτλ. [....] Αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐμφανίζονται αἱ δρίμες, ἀναγόμεναι ὑπὸ τῆς λαογραφίας εἰς τὸν κύκλον τῶν ἀστρολογικῶν δοξασιῶν τῶν λαῶν ,θεωροῦνται ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὡς ἡμέραι δυσοίωνοι, ἀποφράδες, ἀκατάλληλοι καὶ ἐπιζήμιαι διὰ κάθε ἐργασίαν, ἰδιαίτατα δὲ δι’ ἐργασίας ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα φθείρονται (ἐνδὐματα, ξύλα, κ.τ.τ.) Οὕτω π.χ. πιστεύεται ὅτι τὰ κατ’ αὐτὰς πλυνόμενα ἐνδύματα καταστρέφονται, αἱ καλλιεργούμενοι ἄμππλοι ξηραίνονται, ἡ κοπτομένη ξυλεία σήπεται, τὸ δέρμα τῶν κολυμβώντων γεμίζει μικρὰ ἐξανθἠματα [...]. Προκειμένου περὶ τοῦ Αὐγούστου ,αἱ ἐκτεθεῖσαι δοξασίαι ἔχουν σχέσιν πρὸς τὴν ἐπιτολὴν τοῦ ὀλλεθρίου ἀστερισμοῦ τοῦ Κυνός, ὅστις ἐπιτέλλων κατὰ τὴν 20ην Ἰουλίου, συμφώνως πρὸς τὰς ἀστρολογικὰς δοξασίας τῶν ἀρχαίων καὶ κατόπιν τῶν Βυζαντινῶν, κρατεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν αὐτοῦ καὶ τὸν Αὔγουστον. [...] Τὴν ἐποχὴν δὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἐθεώρουν βαρυτάτην καὶ ὡς ἐπιφέρουσαν πολλοὺς αἰφνιδίους θανάτους»
Ἐπειδὴ θεωροῦνταν ὅτι
οἱ δρίμες καταστρέφουν τὸ σῶμα καὶ τὰ ροῦχα, γι αὐτὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς οἱ
νοικοκυρὲς δὲν ἔπλεναν τὰ ἀσπρόρρουχα καὶ ὁ λαὸς ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ θαλάσσια μπάνια.
Ἔτσι ὁ μήνας Αὔγουστος ἀπέκτησε τὸ παρωνύμιο «Ἄλουστος»καὶ οἱ πανάρχαιες δρίμες
τὸ δικό τους παρωνύμιο «Ἀλουστίνες» «ὄνομα ποὺ παραπέμπει στὶς ἀρχαῖες Νηρηίδες.
Αὐτὲς οἱ πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγιουστου γνωστὲς ἐπίσης καὶ ὡς "(ἡ)μερομήνια" προλέγουν τὸν καιρὸ γιὰ τὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται. Μάλιστα οἱ γυναῖκες τῶν ναυτικῶν ἄλλων ἐποχῶν παρακαλοῦσαν νὰ εἶναι καλὰ τὰ "μερομἠνια’γιὰ νὰ ταξιδεύουν μὲ ἀσφάλεια οἱ σύζυγοί τους. Ἀκόμη τὴν 1η Αὐγούστου οἱ ποιμένες μελετοῦν τὴν σκυλομαντείας. Νωρὶς τὸ πρωὶ παρακολουθοῦν τὸν τρόπο καὶ τὴν θέση τῶν σκυλιῶν ὅταν κοιμουνται καὶ ἀναλόγως προβλέπουν τὸν καιρό,
Ἔτσι,
ὁ Αὔγουστος ὀνομάστηκε καὶ «Δριμάρης». Μάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ξορκίζει τὶς «δρίμες»
μὲ τὸ Ἁγίασμα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ὁπότε οἱ δρίμες οἱ
ἀνεξιχνίαστες καὶ καταστρεπτικὲς δυνάμεις ἀποχωροῦν καὶ ἡ φύση μὲ τὸν ἄνθρωπο
γαληνεύουν.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ άποψη ὅτι οἱ δρίμες ὀφείλονται στὴ
σύνοδο τοῦ Ἡλίου μὲ τὸν Σείριο (Ἄλφα Μεγάλου Κυνός, τὸ πιὸ λαμπερὸ ἀστέρι μετὰ
τὸν ἥλιο) ποὺ συμβαίνει ἀπὸ 24 Ἰουλίου μέχρι 6 Αὐγούστου. Ἡ σύνοδος αὐτὴ
«φορτώνει» τὸν οὐρανὸ καὶ προκαλεὶ μία ἀτμόσφαιρα κακοτυχίας καὶ "κακιὰς
ώρας". Εἶναι ἄλλωστε παρατηρημένο ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες έχουμε μία
ἐπιβαρυμένη ἀτμόσφαιρα καὶ ὑψηλές θερμοκρασίες, τὰ γνωστὰ «Κυνικὰ Καύματα».
Ἀναφέρεται καὶ ἡ ἄποψη την τοῦ Ἀδ. Κοραὴ στὰ ΑΤΑΚΤΑ (Ἀλφάβητον Δεύτερον, Παρίσι
-1832):
«Τούτο μόνον τὸ
ρηματικόν ἔμειν’ εἰς τὴν γλῶσσαν ἀπὸ τὸ παλαιόν Δ ρ ύ π τ ω· ἴσως διότι
σημαίνει ἀνόητον ἔθος, παλαιᾶς δεισιδαιμονίας λείψανον. Δ ρ ύ μ μ α τ α ὀνομάζουν
οί χυδαῖοι τὰς πρώτας τοῦ Αὐγούστου μηνὸς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας δὲν τολμοῦν
νὰ πλύνωσι τὰ λερωμένα, διότι, κατὰ τήν ὑπόληψιν αὐτῶν, ἡ ἀλισίβα δαπανᾶ καὶ
καταλύει τὰ πλυνόμενα ταύτας τὰς ἡμέρας».
Ἡ λαϊκὴ σοφία γιὰ τὶς «δρίμες» ἀποτυπώνεται
καὶ σὲ σχετικὲς παροιμίες:
— Κατά τὰ δρίματα καὶ τὰ κρίματα.
— Οἱ δρίμες ἀφήνουν θύμησες.
— Φύλαγε τα δρίματα, νὰ σὲ φυλάξει ὁ Θεός.
— Τοῦ Αὐγούστου οἱ δρίμες στὰ πανιὰ καὶ τοῦ Μαρτιοῦ στὰ ξύλα.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
ἔργο (2018) Κὠστα Ντιό.
Τὸ ἔθιμο τῶν δριμῶν πραγματεύεται
καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) στὸ ὁμώνυμο χρονογράφημά του, ποὺ
δημοσιεύει μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης», τὴν 1η
Αὐγούστου 1901 στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις.
Ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων σημειώνει ὅτι:
«Σχετίζεται
δὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου τοῦτο μὲ τὰ λεγόμενα μερομήνια, ἤτοι τὰς γινομένας ἐναλλαγὰς
τοῦ καιροῦ, ἀπὸ τῆς 1 τοῦ μηνὸς μέχρι τῆς 6, αἵτινες ἐναλλαγαὶ ἀποτόμως καὶ αἰφνιδίως
ἐπερχόμενοι, προδηλοῦσι τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ ἑκάστου ἀντιστοίχου μηνός, τοῦ
ἐπερχομένου ἐνιαυτοῦ ἑκάστης ἡμέρας περιλαμβανούσης δύο ἀντιστοίχους μῆνας».
Καὶ συμπληρώνει:
«Ὡραῖον, κάτασπρον θέαμα, παριστῶσιν
οἱ πρὸ τοῦ χωρίου κῆποι, ὅλας τὰςτελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου. Οἱ φράκται ὅλοι
αὐτῶν, καὶ ἄλλα σχοινία διατεινόμενα ἐν τοῖς ἀδένδροις ἀγροῖς, εἶναι κατάφορτα ἐξ
ἀσπρορρούχων, τὰ ὁποῖα ἔπλυναν μετὰ σπουδῆς, μὴ τὰς προλάβουν οἱ δρίμες, καὶ ἐμπογάδιασαν,
αἱ χωρικαὶ νοικοκυροποῦλαι καὶ ἥπλωσαν νὰ στεγνώσουν μέσα ἐκεῖ εἰς τὰς εὐωδίας
καὶ τὰς πρασινοβολίας τῶν κήπων. Θαρρεῖς καὶ εἶναι δαιμόνια οἱ δρίμες ποὺ ἐπιπίπτουν
καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀσπρόρρουχα· δι’ αὐτὸ αἱ χωρικαὶ βιάζονται νὰ πλύνουν καὶ
στεγνώσουν αὐτά, πρὸ τῆς εἰσβολῆς τῶν ἀοράτων τούτων φαντασμάτων:
— Οἱ δρίμες!
Λέγουσιν αἱ χωρικαὶ καὶ σπεύδουν
νὰ τελειώσουν τὴν μπογάδα των καὶ νὰ ξεβγάνουν τὰ ροῦχα...».
Εἰς
δὲ τὸν Μέγα Γιαλὸν τῆς Σκιάθου:
«Ὅλην
τὴν ἡμέραν ἐκεῖ θὰ τὴν διέλθουν αἱ ἁπαλαὶ νεάνιδες. Τὰ συχνοβουτοῦν τὰ λευκὰ
πανία, μὲ τόσην χάριν, θαρρεῖς καὶ παίζουν μὲ τὸ κῦμα, τὰ κοπανίζουν μὲ τόσην
δύναμιν, θαρρεῖς καὶ τὰς ἔστειλεν ὁ Πέρσης ἐκεῖνος νὰ δείρουν τὴν θάλασσαν.[...]Καὶ
σπεύδουν νὰ τελειώσουν, μὲ τὸν Ἰούλιον, τὸ περίφροντι καὶ ἐπίπονον τοῦτο
λευκιό, διότι ἀρχίζουν πλέον οἱ δρίμες, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὶς δρίμες ἀρχίζουν οἱ
βορειάδες, ἐκεῖνοι οἱ τρελοβορειάδες τῶν ἐλληνικῶν νήσων, ὅτε τὰ κύματα, ἐξαγριούμενα,
ἀφρίζουσιν ἐπιφόβως, καταλαμβάνοντα ὅλην τὴν εὐρύχωρον παραλίαν κυριαρχικῶς. Καὶ
ἁρπάζουν, ἅρπαγες δεινοί, τὰ πανία τῶν παρθένων, τοὺς τόσους πόνους τῶν χειρῶν
των, τοῦ ἀργαλειοῦ των τὰ τεχνουργήματα, καὶ ἀπειλοῦσι καὶ αὐτὰς τὰς παρθένους,
αἵτινες περιδεεῖς ἀποσύρονται, μακράν, νὰ μὴ τὰς εὑρίσκῃ τὸ κῦμα...».
ΚΕΙΜΕΝΟ
Στὴ ἐπαναδημοσίευση τοῦ χρονογραφήματος οἱ παλαιὲς γραφὲς τῆς πρώτης δημοσίευσης :«ᾑ·δριμαῖς», «καλαίς», «λυόνουν», «ἁπλόνουν», «καταιβῇς» δημοσιεύονται ὡς: «οἱ δρίμες», «καλές», «λυώνουν», ἁπλώνουν», «κατεβῇς».
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 1. 8 1901, σ.1.
«ΑΠΟ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
ΔΡΊΜΕΣ
Δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ ἐξακριβώσωμεν τὴν ἀρχὴν τῆς λαϊκῆς ταύτης λέξεως, μὲ τὴν ὁποίαν αἱ καλαὶ καὶ ἀγαθαὶ δέσποιναι, οἱ καλὲς νοικοκυράδες, χαρακτηρίζουσιν ὅλας αὐτὰς τὰς πρώτας τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡμέρας, μέχρι τῆς 6 Αὐγούστου.
Σχετίζεται δὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου τοῦτο μὲ τὰ λεγόμενα μερομήνια, ἤτοι τὰς γινομένας ἐναλλαγὰς τοῦ καιροῦ, ἀπὸ τῆς 1 τοῦ μηνὸς μέχρι τῆς 6, αἵτινες ἐναλλαγαὶ ἀποτόμως καὶ αἰφνιδίως ἐπερχόμενοι, προδηλοῦσι τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ ἑκάστου ἀντιστοίχου μηνός, τοῦ ἐπερχομένου ἐνιαυτοῦ ἑκάστης ἡμέρας περιλαμβανούσης δύο ἀντιστοίχους μῆνας.
Καὶ
καθὼς οἱ ναυτικοὶ προφυλάσσονται συνετῶς, κατὰ τὰ ’μερομήνια, μὴ ἐκτειθέμενοι εἰς
ἀνοιχτὰ πελάγη, διὰ τὸ εὐμετάβολον τοῦ καιροῦ, οὕτω καὶ οἱ καλὲς νυκοκυράδες, αὐτὰς
τὰς ἡμέρας, ὅπου εἶναι οἱ δρίμες, ἀποφεύγουν παντὸς εἴδους πλύσιμον ἀσπρορούχων
καὶ πᾶσαν μπογάδαν, διότι, λέγουν λυώνουν τ’ ἀσπρόρρουχα...
*
Ὡραῖον,
κάτασπρον θέαμα, παριστῶσιν οἱ πρὸ τοῦ χωρίου κῆποι, ὅλας τὰςτελευταίας ἡμέρας τοῦ
Ἰουλίου. Οἱ φράκται ὅλοι αὐτῶν, καὶ ἄλλα σχοινία διατεινόμενα ἐν τοῖς ἀδένδροις
ἀγροῖς, εἶναι κατάφορτα ἐξ ἀσπρορρούχων, τὰ ὁποῖα ἔπλυναν μετὰ σπουδῆς, μὴ τὰς
προλάβουν οἱ δρίμες, καὶ ἐμπογάδιασαν, αἱ χωρικαὶ νοικοκυροποῦλαι καὶ ἥπλωσαν νὰ
στεγνώσουν μέσα ἐκεῖ εἰς τὰς εὐωδίας καὶ τὰς πρασινοβολίας τῶν κήπων. Θαρρεῖς
καὶ εἶναι δαιμόνια οἱ δρίμες ποὺ ἐπιπίπτουν καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀσπρόρρουχα· δι’ αὐτὸ
αἱ χωρικαὶ βιάζονται νὰ πλύνουν καὶ στεγνώσουν αὐτά, πρὸ τῆς εἰσβολῆς τῶν ἀοράτων
τούτων φαντασμάτων:
— Οἱ δρίμες!
Λέγουσιν
αἱ χωρικαὶ καὶ σπεύδουν νὰ τελειώσουν τὴν μπογάδα των καὶ νὰ ξεβγάνουν τὰ ροῦχα...*
—
Οἱ δρίμες! Λέγουσιν καὶ αἱ νεάνιδες αἱ ὁποῖαι πρωῒ-πρωῒ, τὰς ἡμέρας τοῦ Ἰουλίου
τὰς τελευταίας, ἐν συνοδείᾳ μετὰ τῶν γραιῶν μητέρων των, ἔβαλαν εἰς τοὺς ὤμους
των βαρεῖαν βασταγήν, τὰ νέα ἤδη ἐξυφανθέντα πανία, τῆς προικός των τὰ ἐφόδια, καὶ
ἀπέρχονται νὰ τὰ λευκάνουν, πρὶν καταλάβωσιν αὐτὰς οἱ δρίμες, εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον
ὅρμον, ὅπου ἡ ἀκτή, ἐκ χονδρῶν χαλίκων, ἁπλοῦται μακρὰ καὶ εὐρύχωρος ὥστε εἰς ἐπιμήκη
γραμμὴν ν’ ἁπλωθῶσι τὰ νέα λευκαθέντα πανία. Εἰς τὸν Μέγα Γιαλόν, ἐκεῖ ὁ ὅρμος
εἶναι κατάλληλος, ἔρημος καὶ εὐρύς, ὅπου ἡ θάλασσα εὐωδιάζει καὶ τὸ κῦμα εἶναι ἁπαλόν.
Δὲν ὑπάρχει δὲ ὑπόνοια ἐκεῖ ὅτι κανεὶς ναυαγός, ἄλλος Ὀδυσσεύς, θὰ κρύπτεται
μέσα εἰς τοὺς θάμνους τῆς μύρτου, ἐκεῖ ἐγγύς, καραδοκῶν νὰ ἴδῃ τὰς λευκὰς τοῦ
χωρίου Ναυσικάς, ποὺ θὰ λευκάνουν πατοῦσαι τ’ ἁπαλὰ κύματα μὲ τοὺς ἁβρούς των
πόδας.
Ὅλην
τὴν ἡμέραν ἐκεῖ θὰ τὴν διέλθουν αἱ ἁπαλαὶ νεάνιδες. Τὰ συχνοβουτοῦν τὰ λευκὰ
πανία, μὲ τόσην χάριν, θαρρεῖς καὶ παίζουν μὲ τὸ κῦμα, τὰ κοπανίζουν μὲ τόσην δύναμιν,
θαρρεῖς καὶ τὰς ἔστειλεν ὁ Πέρσης ἐκεῖνος νὰ δείρουν τὴν θάλασσαν. Καὶ ἔπειτα τὰ
ἁπλώνουν εἰς τὴν ἁγνὴν ἐκείνη ἀκτήν, λευκὴν ὣς τὰ λευκαθέντα πανία των. Καὶ ἕως
οὗ στεγνώσουν, κάθηνται, ἀναμένουσαι, ὑπὸ τὴν σκιάν, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ὁ
βράχος ἐκεῖνος, κοντὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, νομίζεις ὅτι εἶναι νύμφαι θαλασσιναί,
καὶ ἐξῆλθον νὰ θαυμάσουν, πόσον εἶναι εὔμορφον τὸ πέλαγος νὰ τὸ κυττάζῃ κανείς,
ἐν ἀσφαλείᾳ ἀπὸ τῆς γῆς.
Καὶ
τραγουδοῦν ἐκεῖ, αἱ λευκαίνουσαι, ἐν κομψῇ μετὰ τῆς θαλασσίας αὔρας ἁρμονίᾳ καὶ
παίζουν μὲ τοὺς χάλικας τοὺς εὐώδεις, καὶ γελοῦν μὲ τὰς μανδήλας των τὰς λυτὰς
καὶ τοὺς βιστρύχους τῆς κόμης των, σχεδιάζουσαι ἐκεῖ τὰ προικιά των, ποὺ θὰ
κατασκευάσουν μὲ τὰ νέα ἐκεῖνα πανιά των, ἅτινα μὲ ἐπίμοχθον ἐκεῖνο
συχνολεύκασμα, προσπαθοῦσι νὰ ἐξομοιώσουν μὲ τὴν λευκήν των ψυχήν.
*
Καὶ σπεύδουν νὰ
τελειώσουν, μὲ τὸν Ἰούλιον, τὸ περίφροντι καὶ ἐπίπονον τοῦτο λευκιό, διότι ἀρχίζουν
πλέον οἱ δρίμες, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὶς δρίμες ἀρχίζουν οἱ βορειάδες, ἐκεῖνοι οἱ
τρελοβορειάδες τῶν ἐλληνικῶν νήσων, ὅτε τὰ κύματα, ἐξαγριούμενα, ἀφρίζουσιν ἐπιφόβως,
καταλαμβάνοντα ὅλην τὴν εὐρύχωρον παραλίαν κυριαρχικῶς. Καὶ ἁρπάζουν, ἅρπαγες
δεινοί, τὰ πανία τῶν παρθένων, τοὺς τόσους πόνους τῶν χειρῶν των, τοῦ ἀργαλειοῦ
των τὰ τεχνουργήματα, καὶ ἀπειλοῦσι καὶ αὐτὰς τὰς παρθένους, αἵτινες περιδεεῖς ἀποσύρονται,
μακράν, νὰ μὴ τὰς εὑρίσκῃ τὸ κῦμα....
Ἂν καὶ τὸ ᾆσμα παριστᾷ τὴν ἑλληνίδα
τολμηρὰν ἔναντι τῆς θαλάσσης καὶ ἐπιδέξιον ναυτικήν:
—
Δὲν σοῦ τὦπα, ’πανδρεμένη,
’ς τὸν γιαλὸ μὴ κατεβῇς;
Ὁ
γιαλὸς φουρτούνα κάνει
Θὰ
σὲ πάρῃ, νὰ διαβῇς...
—
Καὶ ἂν μὲ πάρῃ. ποῦ θὰ πάγω;
Κάτω
’ς τὰ βαθειὰ νερά.
Τὸ
κορμί μου κάνω βάρκα,
καὶ
τὰ χέρια μου κουπιά...
καὶ
τὸ μανδηλάκι πὤχω,
κάνω
καραβιοῦ πανιά...
...
Πλήν, μὴ λησμονῆτε ὅτι τὸ ᾆσμα ὁμιλεῖ περὶ πανδρεμένης γυναικός, ἐνῷ ἡ ἑλληνὶς
παρθένος εἶναι πάντοτε δειλή...
Ὁ ταξειδιώτης
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΣΠ. ΤΣΙΩΛΗΣ