Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ, "ΕΙΣ ΤΑ ΥΨΗ'', (ΤΟΥ 1821)*

 

Στέφανος Γρανίτσας: «Φῶς καὶ ἰδέα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γῆν»

 

«Εἰς τὰ ὕψη», ἐφ. Χρόνος, φ. 25./3 /1908, σ.1.
Τὸ χρονογράφημα συνοδεύεται ἀπὸ 
ἀνυπόγραφο ζωγραφικὸ ἔργο μὲ τὴ μορφὴ 
τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ἐμπνευσμένο ἀπὸ 
τὸν γνωστὸ πίνακα τοῦ Διονυσίου Τσόκου  

Ὁ Ἀγραφιώτης λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς μὲ νομικὲς σπουδές, Στέφανος Γρανίτσας (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880 -Ἀθήνα 1915), στὶς 25 Μαρτίου 1908, μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821, δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Χρόνος, στὴν ὁποία μάλιστα εἶχε τὴ θέση τοῦ ὑποδιευθυντοῦ, ἐπίκαιρο σχετικὸ μὲ τὴν ἡμέρα χρονογράφημα μὲ τίτλο «Εἰς τὰ ὕψη». Γαλουχημένος μὲ τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν θρυλικῶν μορφῶν τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, ποὺ εἶχε ὡς καρπό της τὴν νέα Ἑλλάδα, τὸν νέο ἀναγεννημένο Ἑλληνισμὸ τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὸ χρονογράφημά του ἀναπέμπει ἕναν ὕμνο, μὲ ποιητικὰ καὶ συμβολικὰ χαρακτηριστικά, στὸν Ἀγώνα τῆς Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοὺς πρωταγωνιστές του.
Ὑπογράφει τὸ δημοσίευμά του, ὅπως συνήθιζε, μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματός του, ὡς «Σ. Γ.».

Ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς ὁ ἴδιος, ἐπρυτάνευε στὸν ἐσωτερικό του κόσμο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, καθὼς συμμετεῖχε σὲ ἐθελοντικὰ ἐκστρατευτικὰ ἀπελευθερωτικὰ τῆς Ἠπείρου σώματα. Πίστευε σὲ ἕναν ἀγώνα ἀντιστοίχου ἱερότητος μὲ ἐκεῖνον τοῦ ’21, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἐδαφικὴ καὶ ἱστορικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Στὸ χρονογράφημά του θεωρεῖ ὅτι τὰ Δημοτικὰ Τραγούδια τοῦ Ἑλληνισμοῦ διηγοῦνται καὶ διεκτραγωδοῦν ποιητικά, ἀθανατίζουν μοναδικά, τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, ποὺ θυσίασαν τὰ νιάτα τους, τὴ ζωή τους τὴν ἴδια, γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σκλαβιᾶς τὸν τόπο τους, τὴν πατρίδα τους:

 

Ἀητὲ ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου

τὴ δόλια ἀδελφή μου

πές τους τὸ πὼς παντρεύθηκα

πῆρα τὴ γῆς γυναῖκα...

 

Θεωρεῖ γίγαντες μυθολογικοὺς τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης·

πλῆθος γιγάντων μάλιστα, ποὺ θαυματουργικὰ ἐμφανίστηκαν σὲ ποικίλους τόπους τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, σὲ μιὰ συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο: γιὰ νὰ φέρουν μὲ τὴ δράση τους τὸ ποθούμενο, τὴν Ἐλευθερία. Θεωρεῖ ὅτι οἱ: «Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες καὶ οἱ Διᾶκοι» εἶναι, ὑφίστανται, ὄχι ἁπλὰ ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα ἀλλὰ ὡς «’Ιδέα καὶ Φῶς», ποὺ ἀφοῦ περπάτησαν γιὰ λίγο πάνω στὴ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀφοῦ πάλαιψαν καὶ ἀγωνίστηκαν μὲ αὐτοθυσία, οἱ ἀετοί, ποὺ τοὺς προστάτευαν μὲ τὰ φτερά τους, τοὺς ξαναπῆραν πάλι ψηλά, στὸν οὐρανό:                                                                                                                                                                                                                                                                        

«Εἰς τὰ ὕψη».

Ἡ καρδιά, τὸ πνεῦμα τοῦ Στ. Γρανίτσα φαίνεται ὅτι βρίσκεται ψηλά, στὰ ψηλώματα, ε ἰ ς  τ ὰ  ὕ ψ η, στὰ οὐράνια, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦν πλέον οἱ ψυχὲς τῶν τιτάνειων μορφῶν τοῦ Ἀγώνα, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ δράση τους, μετέτρεψαν τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν Πατρίδα σὲ μιὰν αἰωνιότητα μοναδική. Νὰ γνώριζε ἄραγε ὁ Στεφ. Γρανίτσας τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος “My Heart’s in the Highlands” τοῦ Σκώτου ποιητῆ Robert Burns (1759-1796);. Ἤ, ἴσως εἶχε  ἀναγνώσει τὸ δημοσιευμένο στὰ 1900 στὴν ἐφημερίδα Τὸ .Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ἁμαρτίας φάντασμα», ὅπου ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος ἐπικαλεῖται τοὺς στίχους τοῦ ποιητῆ ἀπ’ τὴ Σκωτία:

«Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: ‘‘Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ’’».

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Γρανίτσας θαύμαζε τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τιμοῦσε τὸ ἔργο του. Μάλιστα, δημοσίευσε, στὶς 13 Μαρτίου 1908, λίγες ἡμέρες πρὶν δημοσιεύσει τὸ ἐπετειακὸ χρονογράφημά του «Εἰς τὰ ὕψη» ἄρθρο ὑμνητικὸ γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ ἔργο του, στὸν Χρόνο τῶν Ἀθηνῶν, μὲ τίτλο «Ἡ ἀποψινὴ ἑσπερίς (Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)», ὅπου μεταξὺ ἄλλων σημειώνει:

 « [...] Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι τὸ μεγάλο βουνὸ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, μία φυσιογνωμία τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁποία θὰ φαίνεται ὡραία καὶ μεγάλη μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ὅπου τοὺς τωρινοὺς καιροὺς θὰ τοὺς ἀγκαλιάζῃ ὁ θρύλος [...] Γύρω σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Kρυστάλλη καὶ τοῦ Βαλαωρίτη ὑφαίνεται ὡς μία κορνίζα ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁμοιάζει σὰν τὴν θρυλικῆς εὐμορφιᾶς Ροὺθ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμάζευε τὰ στάχυα τῶν θερισμένων ἀγρῶν. Ἐπάνω στὰ βουνὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ ὁλόγυρα ἀπὸ τὰ ἀκρογιάλια ποὺ ἁπλώθηκε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὡραιότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς ἀπόμειναν πολλὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται τίποτε καὶ τὰ ὁποῖα ὅμως ἀποτελοῦν μεγάλες γραμμὲς τῆς ἐποχῆς. Τὰ καϊκάκια καὶ ἡ γαλανὴ ζωὴ τῶν ψαράδων ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπήδησαν οἱ Kανάρηδες, τὰ ἐκκλησάκια καὶ τὸ μοσχοβόλημα τῆς βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τοῦ Λαοῦ, ἐπάνω στὴν ὁποία ἐβασίσθη, μέστωσε, ὑψώθη, ἐγιγαντώθη ἡ Ἐπανάσταση, τά ἀρχοντόσπιτα, γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐδέθηκε ὡς ἀπὸ ἀτάραχους κορμοὺς καὶ ἐβύζαξε τὸν ὀπὸν τῆς ζωῆς ὡς κισσὸς ἀπὸ πολύχυμα δένδρα. Ὅλης αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία τώρα πεθαίνει καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐρρόφησε γάλα ρώμης ἡ Ἰδέα τοῦ Σκουφᾶ καὶ τοῦ Ξάνθου, ὁ μεγαλύτερος, ὁ ὡραιότερoς, ὁ ὑπέροχος γλύπτης εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης. Ἀνυψώνεται σὲ κομμάτια ὡραιότητoς ἀναγλύφων τοῦ Κεραμεικοῦ [...]».

Ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ νεοελληνικοῦ χρονογραφήματος ὁ Στέφανος Γρανίτσας, δὲν παύει, στὸ ἔργο του, νὰ μνημονεύει εὐγνωμόνως τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοὺς ἀκολούθησε καὶ στήριξε τὸ ὅραμα τους γιὰ μιὰ ἐλεύθερη πατρίδα μετὰ ἀπὸ αἰῶνες σκλαβιᾶς. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ βίος τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ποὺ δημοσιεύει σὲ ἐπιφυλλίδες τοῦ Χρόνου ἀπὸ τὸ 1904 ἕως τὸ 1907. Ὁ ἴδιος, μὲ τὸν θάνατό του, μόλις σὲ ἡλικία μόλις 35 ἐτῶν, δὲν πρόφτασε νὰ καταθέσει περισσότερο ἔργο, ποὺ θὰ ἦταν προϊὸν τῆς ὠριμότητάς του. Θαρρεῖς ὅτι ἀποτραβήχτηκε στὴ σιωπὴ γιὰ νὰ διατηρήσει τὸν ἑαυτό του ἀνέπαφο, ἀμόλυντο ἀπὸ συμβιβασμούς, ὅπως οἱ θρυλικὲς μορφὲς τοῦ ’21 ποὺ δὲν συμβιβάστηκαν μὲ τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Γένους.

Στέφανος Γρανίτσας,
ἔργο (2020) τοῦ Κώστα Ντιό.

Ἐφημ. Χρόνος, φ. 25ης  Μαρτίου 1908

«Εἰς τὰ ὕψη

Ἐπάνω εἰς τὰ ἀγγεῖα τῆς προμυκηναϊκῆς τεχνοτροπίας, σώζονται εἰκόνες κάποιων ζώων, διὰ τὰ ὁποῖα ἄλλοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπῆρξάν ποτε καὶ ἄλλοι πὼς ἐζοῦσαν μίαν φορὰν καὶ ἔπειτα ἐξηφανίσθησαν. Κάτι παρόμοια πράγματα φαίνεται νὰ συνέβησαν ἐπάνω εἰς τὸν ἑλληνικὸν οὐρανόν. Σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἰδῇ κανεὶς ἕναν ἀετὸν σήμερα. Καὶ μολαταῦτα τὰ ἀγγεῖα μιᾶς ἐποχῆς –τὰ τραγούδια τοῦ Εἰκοσιένα– διηγοῦνται, ὅτι ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτὸν ἐπετοῦσαν κατὰ κοπάδια τὰ ὑπερήφανα πτηνά. Ἐστέκονταν ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους καὶ ἐκύτταζαν τὰς μάχας, διὰ νὰ τὰς διηγηθοῦν ὕστερα μεταξύ τους, ἢ νὰ μηνύσουν τοὺς θανάτους τῶν παλληκαριῶν εἰς τοὺς ἰδικούς των:

Ἀητὲ ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου

τὴ δόλια ἀδελφή μου

πές τους τὸ πὼς παντρεύθηκα

πῆρα τὴ γῆς γυναῖκα...

 

Καὶ ὕστερα οἱ ἀετοὶ ἐρροβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ‘‘μαῦρα λιθάρια’’ καὶ ἔπαιρναν τὰ κεφάλια τῶν παλληκαριῶν διὰ νὰ ροφήσουν τὸ αἷμα των:

Τρῶγε ἀητὲ τὰ νειάτα μου

τρῶγε τὴ λεβεντιά μου

νὰ κάμῃς πήχυ τὸ φτερὸ

καὶ σπιθαμὴ τὸ νύχι.

 

Εἰς τοὺς Χαλδαϊκοὺς Βαβυλωνιακοὺς τάφους καὶ ὕστερα εἰς τοὺς Αἰγυπτιακούς, παίρνομεν μίαν ἰδέαν τοῦ ἀκροτάτου ἀνθρωπίνου ἐγωϊσμοῦ. Ἐταριχεύοντο οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ πολεμήσῃ ἡ σάρξ των τὴν φθοράν, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πολεμήσουν τὸν θάνατον. Καὶ ἡ σκαπάνη σήμερον ἀνασύρει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς τὰ ξηρόμαυρα ἐκεῖνα ἀνθρώπινα ὁμοιώματα ποὺ λέγονται μούμιες. Καὶ ἄλλη περισσότερον, ἄλλη ὀλιγότερον, ὅλαι σχεδὸν αἱ ἐποχαὶ ἠσθάνθησαν τὴν ἀνόητον ἀδυναμίαν τῶν Αἰγυπτίων. Καταβαίνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ κέντρον τῆς γῆς, κρυβόμενοι μέσα εἰς λιθίνους τάφους, σταχτοποιούμενοι καὶ σφραγιζόμενοι μέσα σὲ λαγήνους, στολιζόμενοι καὶ τυλιγόμενοι εἰς μῦρα.

Μόνον τὸ Εἰκοσιένα ἔχει μίαν ἰδικήν του ἀρχιτεκτονικὴν τοῦ θανάτου. Οἱ νεκροί:

σκεπάζανε τὴ γῆ

πάνω στ’ἅρματα βροντῶντας

 μὲ τ’ἐλεύθερο κορμί.

 

καὶ δὲν τοὺς ἐνδιέφερε διὰ τὸ μνῆμά των παρὰ μόνον:

 

Νἆναι πλατὺ νἆναι ψηλό

νἄχῃ δυὸ παραθύρια

νὰ στέκ’ ὀρθὸς νὰ πολεμῶ

καὶ δίπλα νὰ γεμίζω.

 

Καί, ὅταν δὲν ὀνειρεύωνται πὼς ἠμποροῦν νὰ πολεμοῦν καὶ πεθαμένοι, ἐρωτεύοντια τὰ ὕψη. Θέλουν τοὺς ἀετοὺς νὰ ροφήσουν τὰ νιάτα και τὴν λεβεντιάν των, διὰ νὰ τὰ περιφέρουν εἰς πλατειὰ πτερὰ ἐπάνω εἰς τοὺς αἰθέρας.

Νομίζει κανεὶς πὼς ψεύδεται ἡ Ἱστορία ὅταν παρουσιάζῃ αὐτὸ τὸ ἔπος ὡς ἔργον ἑνὸς πλήθους. Εἶναι τόσον ὁμοιόμορφον, τόσον μονοκόμματον, τόσον μονόχρωμον ὥστε νὰ φαίνεται ὡς χειρονομία ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου. Ὅτι οἱ Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες και οἱ Διᾶκοι ἦταν ἕνας μόνον ἄνθρωπος, παρουσιαζόμενος ἐδῶ ὡς τάδε καὶ ἐκεῖ ὡς δεῖνα. Διότι ἡ παγκόσμιος ἱστορία εἰς καμμίαν σελίδα της δὲν μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ δεῖνα ἐποχὴ ἢ ἡ τάδε φυλὴ ἐπέταξε ταυτοχρόνως ἕνα πλῆθος γιγάντων, ἕκαστος τῶν ὁποίων νὰ ὑψώνῃ τὸ ἀνάστημά του ἀντίκρυ εἰς τὰς μορφὰς τῆς μυθολογίας.

Κολυμβοῦν μέσα εἰς τὰς φλόγας τῆς Ἀράχωβας ἀπαράλλακτα γαλήνιοι καὶ ὡραῖοι ὅπως καὶ εἰς τὸ Πέτα, δαγκώνουν τὰ χείλη τῶν ἐχθρικῶν ὅπλων εἰς τὸ Καρπενήσι ἀπαράλλακτα λυσσαλέοι ὅπως εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, ἐναγκαλίζονται τὸν θάνατον εἰς τὸ Μεσολόγγι ἀπαράλλακτα ὀλύμπιοι ὅπως καὶ εἰς τὴν Ἀλαμάναν. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι...

Τὸ ἀλέτρι ἀνασηκώνει τώρα εἰς τὰ χωράφια τὰ κόκκαλά των. Δὲν ἠξεύρομεν τίνος εἶναι. Ἀλλ’ ἀκόμη περισσότερον δὲν ἠξεύρομεν ἐὰν ὑπῆρξάν ποτε ἄνθρωποι ἢ μόνον Φῶς καὶ Ἰδέα ποὺ ἐπερπάτησεν ὀλίγον καιρὸν ἐπάνω εἰς τὴ Ἑλληνικὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὰ πτερὰ τῶν ἀετῶν ποὺ τὸ ἐξαναπῆραν πάλι εἰς τὰ ὕψη.

Σ. Γ.»

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 * Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1111, σ. 14-15.




Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

"Η ΦΟΝΙΣΣΑ" ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ; *


Στὴ μνήμη τοῦ Ἄγγελου Μαντά († 20.8.2024),

ποὺ βρῆκε μιὰ «"Φόνισσα" στὸ ντουλάπι».

 

Ὡς γνωστόν, ἡ Γιαννοῦ, ἡ Φράγκισσα, ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ ἡρωΐδα στὸ «Κοινωνικὸν μυθιστόρημα», Ἡ Φόνισσα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

« [...] εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».

Ἔργο τοῦ Γεωργίου
Λυδάκη μὲ τὴ μορφὴ
τοῦ Παπαδιαμάντη

Κι ὅμως μιὰ ἄλλη «Φόνισσα», μιὰ χαρτῶα «Φόνισσα», μία «Φόνισσα» τοῦ 1930, «Ἡ Φόνισσα» τοῦ Ἐλευθερουδάκη  παρὰ λίγο νὰ βρεθεῖ καιόμενη σὲ ὑψικάμινο· ἀφοῦ πρῶτα θὰ εἶχε διαλυθεῖ, θὰ εἶχε ἀποσυντεθεῖ σὲ πολλὰ-πολλὰ κομματάκια.

Βιβλιοθήκη τῆς Στρατιωτικῆς Σχολῆς Εὐελπίδων στὰ 1988. Στὸ πλαίσιο τῆς ἀνανέωσης τοῦ περιεχομένου τῆς Βιβλιοθήκης καὶ ἀντικατάστασης τῶν φθαρμένων βιβλίων της, ἕνα μέρος τῶν ἐντύπων της καὶ τῶν ἐγγράφων της ἐπιλέγεται πρὸς ἀπόσυρση καὶ καταστροφή. Τὸ ὑλικὸ στέλνεται εἰς χαρτῶον κυτίον, ποὺ θά ’γραφε κι ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ ἁρμόδιο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό Γραφεῖο. Ἡ ὁδηγία-διαταγὴ ἦταν: τὸ περιεχόμενο νὰ κοπεῖ, νὰ ἀποσυντεθεῖ σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μικρότερα κομμάτια καὶ κατόπιν νὰ σταλεῖ γιὰ καύση σὲ ὑψικάμινο.

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» τῶν ἐκδόσεων
‘‘Ἐλευθερουδάκης’’ (1930),
 χωρὶς τὴ ράχη της

Ἐκεῖ παρενέβη, ὡς ἄλλο χέρι τοῦ Θεοῦ, τὸ χέρι τοῦ ἔφεδρου δεκανέα ποὺ ὑπηρετοῦσε στὴ Σχολή, τοῦ Γιάννη Κόρμπου.[1] Ἀνοίγοντας, γιὰ νὰ ἐξετάσει ἰδίοις ὄμμασιν τὰ πρὸς καταστροφὴν στοιχεῖα, εἶδε ἕνα βιβλίο μὲ ἀποσπασμένο τὸ καστανόχρουν σκληρὸ ἐξώφυλλό του. Ἀπὸ τὸν μικρὸ τόμο ἔλειπε καὶ ἡ ράχη. Εἶδε τὸν ὄνομα καὶ τὸν κεφαλαιογράμματο τίτλο του:

ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ.

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ.

 

Ὁ θρύλος τοῦ ὀνόματος τοῦ συγγραφέα, μὲ τὴν μοναδικὴ προσφορά του στὰ γράμματα ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του. Μετὰ τὸ ἐξώφυλλο, σὲ λευκὴ σελίδα,  ὑπῆρχε κτητορικὴ σφραγίδα κεφαλαιογράμματη:

 «ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΝ ΤΗΣ Σ.Σ.Ε.»

Κάτωθεν τῆς κτητορικῆς σφραγίδας ὑπῆρχε χειρόγραφη νέα μικρογράμματη κτητορικὴ ἐγγραφή:

«Τώρα ὅμως ἀνήκει σὲ μένα!, ‘‘Κόρμπος’’» 


«Τώρα ὅμως ἀνήκει σὲ μένα!, ‘‘ Κόρμπος’’».

Κόρμπος, ἦταν τὸ ἐπώνυμο τοῦ δεκανέα.
Στὴν ἑπόμενη σελίδα ὁ ἀριθμὸς εἰσαγωγῆς τοῦ βιβλίου καὶ πάλι ἄλλη κεφαλαιογράμματη κτητορικὴ σφραγίδα:

«ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ.

Δ/ΝΣΙΣ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»

συνοδευόμενη ἀπὸ χειρόγραφη μολυβδίνη κεφαλαιογράμματη γραφή:

«Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ ΟΦ Η»

Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ Ο Φ Η ! 

Τὴν 6η σελίδα στολίζει χαρακτικὸ τοῦ Γεωργίου Λυδάκη μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Ὁ νεαρός, μὲ καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες καὶ ἀναγνωστικὲς ἀναζητήσεις, ἔφεδρος δεκανέας, θεώρησε ἱεροσυλία, «ἐπόνει ἡ ψυχή του», νὰ καταστραφεῖ ἕνας Παπαδιαμάντης. «’Eκ φύσεως δὲν ἐστερεῖτο καὶ κρίσεως ὀρθῆς»: δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἕνα ἔργο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση τοῦ περιεχομένου τοῦ τόμου θὰ καταλήξει στὴν ὑψικάμινο. Μιὰ «Φόνισσα» ἱστορική, σχεδὸν ἑξῆντα ἐτῶν. Τοῦ ἐφάνη ὡς νὰ «εὗρεν ὄασιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ» τοῦ Στρατοπέδου. Ἦταν ἡ δεύτερη ἔκδοση σὲ τόμο αὐτοῦ τοῦ ἐμβληματικοῦ μυθιστορήματος τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἦταν αὐτὸ τὸ «Κοινωνικὸν μυθιστόρημα» ποὺ ἔδωσε, πρόσφατα (2023), τὴν ἔμπνευση στὴν Εὔα Νάθενα γιὰ μία ἰδιαίτερα πετυχημένη κινηματογραφικὴ «Φόνισσα».

Ἀκολούθησε, σχεδὸν ταυτόχρονα, τὸ ἑπόμενο ἔτος, μία ἄλλη κινηματογραφικὴ «Φόνισσα», ἀπὸ τὴ Δανία αὐτὴν τὴν φορά. Ἡ Δανὴ βρεφοκτόνος Ντάγκμπαρ Ὄβερμπι, μὲ 25 φόνους βρεφῶν στὴ Δανία τοῦ 1919, ἦταν πρωταγωνιστικὸ πρόσωπο τῆς ταινίας τοῦ σουηδοῦ σκηνοθέτη Μάγκνους Φὸν Χόρν, «Τὸ κορίτσι μὲ τὴ βελόνα» (Pigen med nalen,) ὅπου τὸν ρόλο τῆς φόνισσας ἑρμηνεύει καταπληκτικὰ ἡ Τρίνε Ντίρχολμ. Ἡ ταινία μάλιστα ἦταν ὑποψήφια, στὴν κατηγορία καλλίτερης ξένης ταινίας, στὰ βραβεῖα OSCAR 2025.

Ἡ Ντάγκμπαρ ἦταν φόνισσα, αὐτουργὸς φόνων βρεφῶν, μὲ τὸ ἴδιο περίπου σκεπτικὸ μὲ ἐκεῖνο τῆς Φραγκογιαννοῦς:

Νὰ μὴν ταλαιπωροῦνται καὶ ὑποφέρουν γυναῖκες μὲ ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη καὶ τεκνοποιΐα· γυναῖκες ποὺ συνήθως ἦταν πλάσματα μὲ πολὺ χαμηλό βιοτικὸ ἐπίπεδο, μὲ φτώχεια καὶ ἔνδεια μεγάλη.

’Εφόνευε τὰ βρέφη:

Γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται καὶ νὰ μὴν βασανίζουν. Γιὰ νὰ μὴν βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση καὶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς καϋμοὺς καὶ τὰ βάσανα οἱ γονεῖς· ποὺ ἦταν συνέπεια τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων σὲ συνθῆκες συνήθως ἀπόλυτης ἔνδειας.

Μόνο ποὺ ἡ Δανὴ «φόνισσα» ἔδωσε λόγο στὴν ἀνηλεὴ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Καὶ πλήρωσε γιὰ τοὺς φόνους. Ἡ Δανὴ «φόνισσα», ἡ Ντάγκμπαρ Ὄβερμπι, ὡς γνήσιο τέκνο τῆς Ἑσπερίας, δὲν ἀναζήτησε καταφύγιο στὴν ἐλεητικὴ θεία δικαιοσύνη καὶ δέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα σχεδὸν τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Νὰ εἶχαν ἄραγε ὑπ’ ὄψιν τους ὁ σκηνοθέτης κι ὁ σεναριογράφος τῆς ταινίας ἀπὸ τὴ Δανία, κάποια μετάφραση τῆς «Φόνισσας» τοῦ Παπαδιαμάντη;

Ὁ στρατιώτης τῆς Σ.Σ.Ε. πῆρε τὸν μικρὸ τόμο, τὸν ὑπεξαίρεσε τρόπον τινά, τὸν ἔφερε στὸν θάλαμο, τὸν τοποθέτησε στὸ σακκίδιό του. Δὲν εἶχε διαβάσει ποτέ του τὴ «Φόνισσα». Ξεκίνησε καὶ συνέχισε ἡδονικῶς τὴν ἀνάγνωση. Ἄρχισε, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ σημειώσεις του συνήθως στὴν κάτω ᾤα τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου στὶς 19 Νοεμβρίου 1988 καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν ἀνάγνωση –μαζὶ μὲ τὴν κριτικὴ βιογραφία τοῦ Ι. Ζερβοῦ γιὰ τὸν Α. Παπαδιαμάντη στὶς 24 Νοε.1988. Γράφει σχετικὰ στὸ τέλος του Δ΄ Κεφαλαίου:

«19 Νοεμβρίου 1988 "Κόρμπος"».

Ὁλοκληρώνει δὲ τὴν ἀνάγνωση γράφοντας:

 «Late November, 24 Νοεμβρίου 1988».


Κατόπιν, τὰ βράδυα, ἐκτελώντας ὑπηρεσία ΑΜ στὴν Σ.Ε.Ε. διαβάζει καὶ τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα». Τὸ Σάββατο 26 Νοεμβρίου ὁλοκληρώνει τὴν ἀνάγνωση τοῦ τόμου μὲ τὰ διηγήματα: «Ἡ φαρμακολύτρια» καὶ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν». Στὸ recto τοῦ ὀπισθοφύλλου ἔχει σχεδίασμα μὲ μελάνι ζωγράφος γὰρ ὁ δεκανέας ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του στὸ στρατόπεδο τῆς Σ.Σ.Ε.

Τὸ λογοτεχνικὸ ταξίδι στὸν κόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη τοῦ ἐφάνη ἀπολαυστικὸ· μὲ πλοηγὸ τὴν χάρη, τὴν ἀφηγηματικὴ δεινότητα τῆς μουσικῆς γλώσσας τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ τόσο ξένη καὶ ταυτόχρονα οἰκεία φαίνεται, ποὺ ἐνδυναμώνει τὴ σχέση ἀναγνώστη καὶ συγγραφέα: μὲ νοήματα καὶ νοοτροπίες, ποὺ κέρδισαν τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ νέου ἀναγνώστη. Γνώρισε τὸν ἄγραφο νόμο τῆς θηλυκτονίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ γενικότερα τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν γυναικῶν μέσα ἀπὸ τὸν λυρικὸ λόγο τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἔνιωσε σὰν ἐπαρκὴς ἀναγνώστης τοῦ Παπαδιαμάντη, μὲ ὅλο τὸ ἀναγνωστικὸ πάθος στὸ ὁποῖο τὸν παρέσυρε ἡ μελέτη ἑνὸς μεγάλου διαχρονικοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου. Ὡς καλλιτέχνης, μὲ τὶς αἰσθητικὲς του δυνάμεις, κατάφερε, συμμετέχοντας, συμπάσχοντας μὲ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ἥρωές του, νὰ συνομιλήσει μὲ ἕναν ὁλόκληρο κόσμο· μὲ μιὰ κοινωνία ἐντελῶς –μὲ τὴν ψυχολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου- ἀρχετυπική: βασιζόμενος στὴ δράση τῆς πρωταγωνίστριας τοῦ δράματος, στὶς βιοτικὲς περιστάσεις, στὰ πάθια τῆς αἰνιγματικῆς Φραγκογιαννοῦς, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θύματα τοῦ θεσμοῦ τῆς προίκας. Ἕνα ἔργο ἰδιοφυοῦς συλλήψεως, ἴσως τὸ πλέον ἄρτιο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ζωγράφισε ἀναγνωστικὰ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ καλλιτέχνη δεκανέα τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων. Εἶχε δίκιο ὁ Γ. Ξενόπουλος, ὅταν στὰ 1904 ἔγραφε ὅτι «Ἡ Φόνισσα» ἦταν :

   «ἀριστούργημα [...] τὸ κάλλιστον τοῦ γονιμωτάτου συγγραφέως, καὶ κατὰ τὴν ταπεινήν μου γνώμην, τὸ ὡραιότερον μυθιστόρημα τῆς φιλολογίας μας»

Οἱ καιροὶ παρῆλθον, τὰ χρόνια πέρασαν σὰν νεράκι. Ὁ Γ. Κόρμπος, πολίτης πλέον καὶ ὄχι ὁπλίτης, δόκιμος καλλιτέχνης, διακονῶντας ταυτόχρονα τὴν Ἐκπαίδευση στὴν σωμαμτικὴ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν, βρέθηκε, μετὰ ἀπὸ 23 χρόνια, κτήτωρ ἀτομικοῦ καλλιτεχνικοῦ καὶ ἐκθεσιακοῦ χώρου. Θείᾳ οἰκονομίᾳ φαίνεται πὼς θέλησε τὸ 2011, τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη νὰ τιμηθοῦν, σὲ συνεργασία μὲ τὴν τότε ἀκμάζουσα καλλιτεχνικὴ ὁμάδα «ΙΡΙΔΑ», σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο, τὸν KORBOS GALLERY. Ἔκθεμα στὴν ἐκδήλωση ἦταν –πῶς ὄχι ἄλλωστε;‒ καὶ ἡ «Φόνισσα» του Ἐλευθερουδάκη, αὐτὴ τῆς Σ.Σ.Ε. Αὐτὴν ποὺ ὁ Γ. Κόρμπος γλύτωσε ἀπὸ τὸν διαμελισμὸ καὶ τὴν πυρά. Δὲν ἦταν ἄλλωστε σωστὸ καὶ πρέπον ἕνα ἔργο δημιουργίας ἑνὸς τέκνου τῆς καθ’ ἡμᾶς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς νὰ τύχει μεταχείρισης μιᾶς πρακτικῆς πού, σὲ παλαιότερους καιρούς, ἦταν ἀποδεκτὴ στὴν καθ’ ὑμᾶς Δύση· εἴτε αὐτὸ ἀφοροῦσε ἔντυπα εἴτε ἀνθρώπινα πλάσματα.


Ἡ «Φόνισσα» τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἐλευθερουδάκης», ἔστω καὶ ἀράχητη, μὲ τὴ σωτήρια παρέμβαση τοῦ Γ. Κόρμπου, σώθηκε. Ὡς ἄλλος θαλασσόπληκτος βράχος τοῦ Ἁγίου Σώστη, ἔσωσε ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, τὴν ἔντυπη «Φόνισσα» τοῦ 1930 καὶ τὴν προσέφερε ὡς δῶρο ἀναγνωστικὸ εἰς ἑαυτόν. Ἄλλωστε καὶ μόνο γιὰ τὴν κριτικὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸν Ἰ. Ζερβό, ἄξιζε νὰ σωθεῖ τὸ τομίδιο, στὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὴν «Φόνισσα», περιλαμβάνονται καὶ τρία ἀπὸ τὰ πλέον γνωστὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη: τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα», «Ἡ φαρμακολύτρια» καὶ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν»· διηγήματα ποὺ παραπέμπουν σὲ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλοῦνται καὶ ὡς «ἐρωτικὰ» διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ ἐκ 256 σελίδων τόμος διακρατεῖ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη» καὶ ἡ διάσωσή του ὑπενθυμίζει πὼς ὑπάρχει Θεὸς καὶ δὲν ἀφήνει, ὅταν Ἐκεῖνος τὸ κρίνει καὶ τὸ ἐπιτρέπει, νὰ χαθοῦν τὰ ἔργα Του· ἔργα ποὺ φυσικὰ ὑπαγορεύονται ἀπ’ Αὐτὸν στοὺς δημιουργούς τους.

Φίλος τις καὶ συναντιλήπτωρ, στὸν ὁποῖο κοινοποιήθηκε τὸ περιπετειῶδες χρονικὸ διάσωσης τῆς «Ἐλευθερουδάκειας» Φόνισσας, σοφά, μὰ πολὺ σοφά, ἀπάντησε λατινιστί:[2]

— «Habent sua fata libelli».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠ.ΤΣΙΩΛΗΣ

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 1109, σ. 17-18.




 



[1] Ὁ Γιάννης Κόρμπος εἶναι καθηγητὴς Σωματικῆς Ἀγωγῆς στὴν Πρωτοβάθμια καὶ τὴ Μέση Ἐκπαίδευση, ἐνῶ ἐπίσης διακονεῖ τὶς Καλὲς Τέχνες ὡς ζωγράφος.

[2]. «Τὰ βιβλία ἔχουν τὴ δική τους μοίρα».

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

Ὁ καλὸς φίλος τῶν Ἀγράφων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἡρώων τους, ὁ ποιητής, ἀρθρογράφος, συγγραφέας Παντελὴς Μπουκάλας, δημοσίευσε, σὲ δύο συνέχειες, στὴν ἐφημερίδα Καθημερινή, στὰ φύλλα τῆς 29ης Δεκ. 2024 καὶ 5ης Ἰαν. 2025, μέρος μιᾶς εὐρύτερης μελέτης του μὲ τίτλο «Ὁ δημοτικὸς Παπαδιαμάντης». Πραγματεύεται τὴν παρουσία καὶ τὴ συμβολὴ τοῦ δημοτικοῦ στίχου στὸ ἔργο τοῦ κορυφαίου μας λογοτέχνη, τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Τὸ ἱστολόγιό μας θεωρεῖ τιμὴ τὴν ἀναδημοσίευση τῆς μελέτης αὐτῆς στὸν χῶρο του: πρὸς ὄφελος τῶν ἀναγνωστῶν του καὶ πρὸς γλυκασμὸν τῶν  μουσῶν τοῦ πάλαι ποτε Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων.


ΝΙΚΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ,
"Ὁ Παπαδιαμάντης"


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ 

Ὁ δημοτικὸς Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

Α

λέξη «δημοτικὸς» δηλώνει καὶ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάει τὸν λαὸ καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαπάει ὁ λαός. Εἶναι καὶ λαοφιλὴς καὶ φιλόλαος, καὶ δημοφιλὴς καὶ δημοκηδής, ὅπως μπορεῖ νὰ ἔγραφε κάποια στιγμὴ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀντλῶντας τὸ ἐπίθετο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ἢ τὸν Στράβωνα· κήδεται δηλαδὴ τοῦ δήμου, τὸν νοιάζεται. Συμβαίνει ἐδῶ περίπου ὅ,τι καὶ μὲ τὴ λέξη «ξένος» στὸν ἀρχαῖο της βίο, ὅταν σήμαινε καὶ τὸν φιλοξενοῦντα καὶ τὸν φιλοξενούμενο.

Ὁ Παπαδιαμάντης, τῳόντι, εἶναι καὶ φίλος τοῦ λαοῦ, ἀνιδιοτελής, ἕνας γονιὸς ποὺ ἐπιφυλάσσει στὸν ἱστορητὴ ἑαυτό του καὶ τὸ χρέος τῆς αὐστηρότητας, ἀλλὰ καὶ συγγραφέας ποὺ μὲ τὰ χρόνια ἀγαπήθηκε εὐρύτερα, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ταυτόσημος τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων· ἕνα αὐτονόητο, μὲ τρόπο ποὺ μειώνει τὴν ποικιλία τῆς γραφῆς καὶ τὴν ποιότητα τοῦ στοχασμοῦ του.

Δημοτικὸς εἶναι ὁ Σκιαθίτης καὶ μὲ μιὰ τρίτη ἔννοια τῆς λέξης: ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὸν λαό. Τὰ πάθια κι οἱ καημοί του, τὰ οἰκονομικὰ βάσανα τῆς οἰκογένειάς του, εἶναι γνωστά. Γραμματισμένος ἦταν, αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴ φύτρα του οὔτε τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὴν ψυχοφάγο πενία του. Καὶ ἀπομόναχος ἦταν. Ἡ μνήμη του ὡστόσο, αὐτὸ τὸ θερμὸ πρῶτο συγγραφικὸ κινοῦν, ἦταν κοινοτική, ριζωμένη σὲ ὅσα ἔλεγε, ἔνιωθε κι ἔπραττε μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων πότε ἁγία καὶ πότε ἀγρία. Δὲν ἀνησυχοῦσε ἰδιαίτερα ἡ κινοῦσα μνήμη –ἢ δὲν ἀνησυχοῦσε πάντα, πρωτίστως στὰ διηγήματά του– γιὰ τὴν πλοκὴ καὶ τὴν ἐπινόηση; Αὐτὸ ὅμως εἶναι γνώρισμα τοῦ λαϊκοῦ ἀφηγητῆ, καὶ στὴν καθαρεύουσα ἂν μιλάει. Ὄχι τοῦ λαϊκοῦ παραμυθᾶ, ποὺ ἡ φαντασία του πλέκει ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλὰ τοῦ μεταφορέα ἱστοριῶν, τοῦ ἐξιστορητὴ συμβάντων· τοῦ ἀγγελιοφόρου.

Ἐδῶ, μολαταῦτα, δοκιμάζω νὰ ψηλαφήσω τὸ κείμενο-Παπαδιαμάντης ἔχοντας στὸ νοῦ μιὰ τέταρτη σημασία τοῦ «δημοτικοῦ» ἀνθρώπου: τοῦ ἀναφερόμενου στὸν δῆμο, ἐκείνου ποὺ γίνεται μάρτυρας (διὰ τῆς γραφῆς) τῶν δημοτικῶν πραγμάτων, τῶν λαϊκῶν δημιουργημάτων. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ δῶ τὴ χρήση ποὺ ἐπιφυλάσσει σὲ στοιχεῖα ἢ μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος καὶ λόγου. Ὡς λογοτέχνης. Ὄχι ὡς λαογράφος.

Ἐννοῶ τὴ σχέση του μὲ τὰ ἑξῆς: Τραγούδια – ἐρωτικά, τῆς ξενιτιᾶς, παραλογές, σατιρικά, ἀποκριάτικα. Καὶ μοιρολόγια. Μ’ ἕνα «βαθὺ μυρολόγι» ἀρχίζει τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», καὶ μ’ ἕνα μοιρολόϊ τελειώνει, σὲ μιὰ σκηνὴ ποὺ φανερώνει πόσο βαθιὰ ποιητὴς ἦταν ὁ Σκιαθίτης: «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἷς γέρων ψαρᾶς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν»: «Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα / ἡ ἐγγόνα τῆς γρια-Λούκαινας. Φύκια ’ναι τὰ στεφάνια της, / κοχύλια τὰ προικιά της... / Κι ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾶ / τα γεννοβόλια της τὰ παλιά. Σὰν νά ’χαν ποτὲ τελειωμό / τα πάθια κ’ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου». Τὸ μοιρολόϊ τῆς φώκιας, ποὺ συνοδεύει τὸ μακάβριο «ἑσπερινὸν δεῖπνον της», ἀποκτᾶ τὴ φρικτὴ κυριολεξία του στὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἡ καημένη ἡ πατρίδα ἁμαρτίες ὁπού ’χε καὶ γύρευε νὰ τὴν λευτερώσουμε ἐμεῖς οἱ ἀνθρωποφάγοι, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί! Κλαίγει ὁ Κωλέτης καὶ οἱ ἄλλοι κυβερνῆται μας τὸν χαμὸν τοῦ Ἀλέξη καὶ Παλάσκα σὰν τὴν φώκια, ὁποὺ κλαίγει τὸν πνιμένον ὅσο ὁποὺ σαπίζει καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει».

Οἱ παπαδιαμαντικὲς σελίδες εἶναι κατάστικτες ἀπὸ τὰ σημάδια τῆς λαϊκῆς σκέψης, ποὺ δὲν παραδίδονται ἐκεῖ ὡς τεθνεώτα κειμήλια, ἐξωκοινωνικὰ καὶ ἐξωιστορικά. Κάλαντα λοιπόν, ὅπως στὸν «Ἀμερικάνο». Παραμύθια, λ.χ. στοὺς «Ἐλαφροΐσκιωτους». Παροιμίες. Στοὺς «Χαλασοχώρηδες», δυὸ φίλοι ἐκμεταλλεύονται τὴν κατεστημένη ἀνηθικότητα τῶν πολιτικάντηδων μὲ μιὰν ἁπλῆ κομπίνα: ὁ ἕνας θὰ λέει πὼς εἶναι μὲ τοὺς «Χαλασοχώρηδες», ὁ ἄλλος μὲ τοὺς «Ἀνδρογυνοχωρίστρες». Ἔτσι «"τὸ ἔχουν δίπορτο". Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσει θὰ εἶναι φίλοι, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. "Ὅποιος γάϊδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι"». Ἤ: «Τὸ καλὸ ἀρνὶ τρώει ἀπὸ δύο προβατίνες».

Φίλος τοῦ λαοῦ, ἀνιδιοτελής, ἕνας γονιὸς ποὺ ἐπιφυλάσσει στὸν ἱστορητὴ ἑαυτό του καὶ τὸ χρέος τῆς αὐστηρότητας, ἀλλὰ καὶ συγγραφέας ποὺ μὲ τὰ χρόνια ἀγαπήθηκε εὐρύτερα, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ταυτόσημος τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων.

Πολλὲς ἐπίσης οἱ εὐχὲς καὶ οἱ κατάρες, ὅπως στὸν «Χρῆστο Μηλιόνη», ἀφήγημα ποὺ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ κλέφτικο τραγούδι τοῦ καπετάνιου, ἀπὸ τὰ πρωιμότερα τοῦ εἴδους: «Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἦτο ἕτοιμος νὰ βλασφημήσῃ. "Χίλιοι διαβόλοι νὰ σᾶς σηκώσουν! Τὰ τσακάλια νὰ τραβοῦν τὰ κορμιά σας καὶ οἱ χοῖροι νὰ φάγουν τὰ πρόσωπά σας!"». Κι ἀκόμα, «δημώδη ἀξιώματα», ὅπως ἀποκαλεῖται στοὺς «Ἐλαφροΐσκιωτους» τὸ παροιμιῶδες «τό ’να παιδὶ καλὸ παιδί· τ’ ἄλλο δὲν εἶχε μάννα». Ἐπίσης ἐπωδὲς ἢ ξόρκια. Στὰ «Ἅγια καὶ πεθαμένα» τὸ Σεραϊνὼ «δὲν ἦτο ἱκανὴ νά [...] ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν αὐλήν, κρατοῦσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αὐλακώσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα: "Ἀϊ μ’ Θόδωρε καλέ, / κι καλὲ κὶ ταπεινέ"...».

Καὶ φυσικά, προλήψεις. Στὸν «Χρῆστο Μηλιόνη», «ἦτο γενικῶς παραδεδεγμένον ὅτι οἱ χριστιανοί, ὅσοι συνεμάχουν μετὰ τῶν Τούρκων, οὐδέποτε εὐνοοῦντο ὑπὸ τῆς τύχης εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις των». Καὶ ἔθιμα, λ.χ. στὴ «Μετανάστιδα»: «Σὺ μοὶ ἐνθύμισες σήμερον τὰ ἔθιμα τῆς πατρίδος μας.[...] Λοιπὸν καὶ τοῦτο ἔθιμον ἑλληνικὸν δὲν εἶναι; Φάγε. Ὅταν ἀποθάνη συγγενής τις, ὅλοι οἱ συγγενεῖς ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς κηδείας δειπνοῦσιν».

Αἰνίγματα. Γλωσσοδέτες. Ἐκφράσεις. Βλαστήμιες καὶ βρισιές. Στὸ διήγημα «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς «ἐστενοχωρεῖτο μὴ δυνάμενος ἐπὶ παρουσία τοῦ παπᾶ νὰ ἐκχύσῃ ἐλευθέρως τὰς ἀφελεῖς βλασφημίας του. "Θὰ σκάσῃς, ἀντίχριστε, Τοῦρκο! τὸ Μουχαμέτη σου, μέσα!"». Παιδικὰ παιχνίδια, σὰν «τὸ ἀνέβα μῆλο – κατέβα κίτρο» καὶ «τὸν δείχτη» στὸ «Ἔρως – ἥρως» ἢ τὸ κρυφτάκι στὴν «Τελευταία βαφτιστική». Καὶ παρατσούκλια, ποὺ μὲ τὴν κρατυλικὴ λάμψη τους ἐπιβάλλονται τῶν ὀνομάτων τοῦ ληξιαρχείου: Γκαβόχηνας, Ξυπνητήρας, Πευκόρραχος, Ψειροκόνιδας, Σιγουράντσας...

Ἀκόμα καὶ τὰ τυπικὰ λάθη κάτι ἔχουν νὰ ποῦν, ὅπως τὸ «θὰ ἐδέχετο νὰ ξαναρχίσῃ πάλιν» τῶν «Ἐλαφροΐσκιωτων». Ἡ ἀκοὴ τοῦ Σκιαθίτη, στραμμένη στὴ λαϊκὴ ὁμιλία, ἐνστερνίζεται μιὰ ἔκφραση ποὺ ὁ αὐστηρὸς λόγιος θὰ τὴ χλεύαζε. Ὁ ἐπιτατικὰ διπλασιασμένος συγκριτικὸς βαθμός, συχνότατος στὸ δημοτικὸ τραγούδι, πέρασε καὶ σὲ ἄλλους ἐπώνυμους λογοτέχνες: Κορνάρος, Παλαμᾶς, Μαρκοράς, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Πολέμης, Δροσίνης, Σαχτούρης.

Τέλος, παραδόσεις, ὅπως ἡ σκιαθίτικη γιὰ τὴ Φλανδρώ, στὸ «Ἀγνάντεμα». Ὁ συγγραφέας τὴν πρωτοδημοσίευσε στὸ πέρ. «Τέχνη» (1899), ἀπ’ ὅπου τὴν ἄντλησε ὁ Ν.Γ. Πολίτης γιὰ τὶς «Παραδόσεις» του. «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο», ἕνας καραβοκύρης ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ τὸν γάμο ξαναβγῆκε στὴ θάλασσα. Τὸ Φλανδρὼ ἀγνάντευε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε «κ’ ἔκλαψε πικρὰ κ’ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ’ ἐθέριεψαν». Κι ἔπνιξαν τὸν ἄντρα της. Κι ἐκείνη «παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες», νὰ τὴν κάνουν πέτρα στὴν ἀκροθαλασσιά, μὲ «ἀνθρωπινὸ σκῆμα».

Μὲ τὴν παπαδιαμαντικὴ φράση «Καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν» συνηχεῖ ἕνα δωδεκανησιακὸ δημοτικό: «Θάλασσα πόσα δάκρυα π’ ἔχουν τὰ κύματά σου. Γιὰ τοῦτο εἶναι ἁρμυρά, φαρμάκι τὰ νερά σου».

B

Δὲν θὰ ἀποπειραθῶ βέβαια ν’ ἀδειάσω τὴ θάλασσα μὲ κουτάλι. Κάποιες σκέψεις μόνο γιὰ τὴ χρήση δημοτικῶν στίχων ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὅσο δύσκολη, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀνέφικτη, κι ἂν εἶναι μιὰ ἀποδελτίωση στενεμένη ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔχει πολλὰ παράπλευρα ὀφέλη. Ὠφελήθηκα, πάντως, ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρο «"Τραγούδια τοῦ Θεοῦ" καὶ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων στὴν πεζογραφία τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη» στὰ «Πρακτικὰ τοῦ Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν (Δόμος, 2002). Τὸ συνυπογράφουν ἡ Ἔρη Σταυροπούλου, ἡ Βασιλικὴ Κουρούδη, ἡ Ἀναστασία Παπαδοπούλου καὶ ἡ Ἰουλία Φαλιά.

Προκαταβάλλω τὸ συμπέρασμά μου, ποὺ ἴσως ἠχήσει αὐθαίρετο: Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ὁ πεζογράφος ποὺ ἐντάσσει στὰ λογοτεχνήματά του περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔμμετρα μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ λόγου, μονόστιχα, δίστιχα (αὐτὰ ὑπερτεροῦν ἀριθμητικὰ) καὶ ἐκτενῶς ἀφηγηματικά. Τὰ ἐντάσσει μὲ τὴν ἴδια φυσικότητα καὶ λειτουργικότητα ποὺ ἐντάσσει ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια καὶ ὕμνους ἤ, σπανιότερα, χωρία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας· ἐξίσου ὁμαλὰ καὶ ἁρμονικά, θὰ ἔλεγα «σιγανὰ καὶ ταπεινά», χωρὶς οἴηση ἢ ἐπίδειξη εὐρυμάθειας. Γνώρισμα τρίτο: Σὲ πολλὲς περιπτώσεις περιγράφει τὴ συνθήκη χρήσης τῶν τραγουδιῶν, ποιοί τὰ εἶπαν, μὲ ποιά μουσικὰ ὄργανα στὴ διάθεσή τους, ποῦ τὰ ἀπηύθυναν, μὲ ποιά προσδοκία.

Ἰδού, στὴ «Μετανάστιδα», ἕνα παρακλαυσίθυρο: «Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἠκούσθη μακρόθεν ἁρμονικὸν ἆσμα. Ἦσαν νέοι κωμάζοντες ἐν τῇ ὁδῷ. Τὸ ἆσμα ἐπλησίαζεν ὁλονέν, καὶ διεκρίνοντο ἤδη καθαρῶς στίχοι τινές. "Ἔβγα στὸ παραθύρι σου, ξανθούλα μου μαριόλα, / νὰ τραγουδήσω νὰ σοῦ πῶ τὰ βάσανά μου ὅλα"». Ἄλλο, στὴ «Στρίγλα μάννα»: «Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ παράθυρα τῆς νεαρᾶς δασκάλας [...], ἐκάθητο ὁ Ζάχος μονοτόνως ἐπὶ ὥρας, κ’ ἔπαιζε μονοτόνους ἤχους, σχεδὸν ἄνευ ρυθμοῦ καὶ μέλους, μὲ τὸ μπουζούκι του. Ἐκεῖ, τὸ δειλινὸν θερινῆς ἡμέρας, ἔμελπε τὸ ἆσμα: "Κρέμετ’ ἡ καπότα στὴν ἀλυγαριὰ· / ντέρτι καὶ μαράζι κι ἀναπαραδιά!"».

Γνώρισμα τέταρτο. Ὁ Α. Π. ἀξιοποιεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐξιστόρησής του σχεδὸν ὅλη τὴ μεγάλη ποικιλία τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. Τὸ «σχεδὸν» μοῦ τὸ ὑποβάλλει ἢ μοῦ τὸ ἐπιβάλλει ὁ δαίμων τῆς ἀπορίας. Παρ’ ὅτι, λοιπόν, ὁ Σκιαθίτης ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν λειμῶνα τῆς δημοτικῆς ποίησης, δὲν ἔδρεψε ποτὲ κάποιο ἀπὸ τὰ φαινομενικῶς ἀσεβῆ ἐρωτικὰ δίστιχα, λ.χ.: «Τεσσεροκάδενος σταυρὸς κρέμεται στὸ λαιμό σου, / οὖλοι φιλοῦνε τὸ σταυρὸ κι ἐγὼ τὸ μάγουλό σου». Ἤ: «Τὰ μάτια σου μὲ κάμανε κι ἂν στρώσω δὲν κοιμόμαι, / καὶ τὸ σταυρὸ σὰ χριστιανὸς νὰ κάμω δὲ θυμόμαι». Μπορεῖ νὰ μὴν τὰ εἶχε ἀκουστά; Πιθανόν. Τὰ τραγουδοῦσαν πάντως οἱ Σκιαθίτες, ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἔργο «Σκιάθου λαϊκὸς πολιτισμὸς» (1958) τοῦ Γεωργίου Α. Ρήγα, ἱερέα, δημοδιδασκάλου, λαογράφου καὶ συγγενῆ τοῦ Α. Π. Στὸν ἴδιο τόμο περιέχονται καὶ δίστιχα μοιρολόγια, ἐπίσης «ἀσεβῆ» μὲς στὸ βαθὺ παράπονό τους: «Χριστέ μου, δὲν τὴν ἄφηνις ἀκόμα δύου χρόνια, / γιατ’ ἔχει γιὸ στὴν ξινιτιὰ κι κόρη γι’ ἀρραβῶνα». Νὰ τά ’ξερε ἄραγε ὁ Α. Π.; Κι ἂν ναί, ὅπως πιστεύω, ἡ μὴ χρήση τους ἦταν τυχαία ἢ ἀποφασισμένη;

Ὁ Ρήγας δημοσιεύει καὶ δύο τραγούδια γιὰ τὸν ἅγιο Γεώργιο. Τὸ πρῶτο, «Ἅϊ μου Γιώργη, ἀφέντη μου», ἐκτενὲς δοξαστικὸ τοῦ ἁγίου ποὺ σκότωσε ἕνα ἀνθρωποφάγο θεριό, ὁ Α. Π. τὸ μνημονεύει στὸ ἄρθρο «Ἅϊ μου Γιώργη! (Ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς ΚΓ΄ Ἀπριλίου)» («Ἀκρόπολις», 23.4.1892). Τὸ δεύτερο, «Ἕνα μικρὸ Τουρκόπουλο», εἶναι ἡ σκιαθίτικη παραλλαγὴ ἑνὸς ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλευθερόφωνα δημοτικά μας. Πρόκειται γιὰ «Τὸ τραγούδι τῆς προδοσίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου». Ἀρνούμενη τὸν ἔρωτα τοῦ Τουρκόπουλου, ἡ Ρωμιοπούλα προσφεύγει στὸν ἅγιο καὶ τὸν ἱκετεύει νὰ τὴν κρύψει, τάζοντάς του λάδι, κερὶ καὶ λιβάνι. Καὶ πράγματι «ἄνοιξε τ’ ἅγιο μάρμαρο καὶ κρύφτηκεν ἡ κόρη». Νὰ κι ὁ Τοῦρκος, ποὺ τάζει νὰ βαφτιστεῖ στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου. Ἐνδίδει ὁ ἅγιος, ἀνοίγει τὸ μάρμαρο, ὁ Τοῦρκος ἁρπάζει τὴν κόρη ἀπ’ τὰ μαλλιὰ κι αὐτὴ λέει τὸν καημό της δίχως δισταγμὸ καὶ φόβο: «Ἅϊ μου Γιώργη ἀφέντη μου, τὰ τάματα πιστεύεις / καὶ παραδίνεις χριστιανὴ στὰ τούρκικα τὰ χέρια; Δὲν εἶδα ἄλλο δίγνωμο ὡσὰν τὸν Ἅϊ Γιώργη, / νὰ παραδίνει τοὺς Ρωμιοὺς στὰ τούρκικα τὰ χέρια».

Θὰ εἶχε ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον ἡ γνώμη τοῦ Α. Π. γιὰ τὸ τραγούδι αὐτὸ καὶ ἡ ἑρμηνεία του γιὰ τὴ γένεση καὶ τὴν ὀξύτητά του. Νὰ μὴν τὸ ἤξερε; Ἴσως. Ὁ Ρήγας πάντως τὸ καταγράφει ὡς ζὼν στοιχεῖο τῆς σκιαθίτικης λαϊκῆς μνήμης. Ὄχι σὰν προκλητικὸ κατασκεύασμα ἄπιστου λογίου ποὺ μιμεῖται προβοκατόρικα τὴ λαϊκὴ μοῦσα.

Πέμπτο γνώρισμα: Ὁ Α. Π. ἐνθέτει στὸν ἀφηγηματικό του ἱστὸ δημοτικοὺς ἢ δημοτικοφανεῖς στίχους ὡς λογοτέχνης, ὄχι ὡς λαογράφος. Ἐνίοτε μάλιστα ὁ ἀναγνώστης δὲν εἶναι βέβαιος ἂν πρόκειται ὄντως γιὰ λαϊκὴ δημιουργία ἢ γιὰ δική του, προσωπική.

Εἶναι ὁ πεζογράφος ποὺ ἐντάσσει στὰ λογοτεχνήματά του περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔμμετρα μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ λόγου.

Στὸ ἐνδιάμεσο, μεταξὺ ἀνώνυμης καὶ ἐπώνυμης δημιουργίας, πρέπει νὰ κατατάξουμε τὰ δέκα ἐρωτικὰ δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα τοῦ διηγήματος «Θέρος – Ἔρος: Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς». Ἡ ὡραία «δεκαεπταέτις» Ματή/Ματούλα ἀντιλαμβάνεται τὸν ἔρωτα τοῦ σπουδαστῆ Κωστῆ διαβάζοντας τὴν ἐξομολόγησή του (ἐν μέρει σὲ πεζὸ λόγο, ἐν μέρει στιχουργημένη) στὸ «ἐπιστόλιον» ποὺ τῆς ἄφησε ἀνάμεσα στὶς ἀγκιναριές. «Ἐπὶ κομψοῦ κοκκινωποῦ χάρτου», ὁ «ρωμαντικὸς» Κωστῆς ἐνισχύει τὴν πεζογραφημένη κατάθεση τῶν αἰσθημάτων του μὲ στίχους. «Ἴσως νὰ ἦταν σύρραμμα τοῦ ἰδίου ἐπιστολογράφου, πιθανὸν νὰ ἦταν συγκολλημένοι καὶ παραποιημένοι ἀλλαχόθεν», γράφει ὁ Α. Π. μὲ ἀγαθὴ λογοτεχνικὴ πονηρία. Σὰν νὰ μᾶς λέει, χαμογελῶντας, ὅτι τὰ δίστιχα ἴσως εἶναι δικά του, ἴσως ὅμως τὰ ἄντλησε «ἀλλαχόθεν», ἀπὸ τὴ δημοτικὴ πηγή.

Ὁ Α. Π. δὲν δανείζει ὅλη του τὴ λογοτεχνικὴ δεξιοσύνη στὸν Κωστῆ. Τὸν δημιουργεῖ μὰ δὲν τὸν υἱοθετεῖ. Τὸν κάνει ποιητή, καὶ μάλιστα δημοτικὸ ἢ δημοτικοφανῆ, «τόσο ὅσο»: τόσο ὅσο νὰ εἶναι καθαρὸ ὅτι τὴν ἀνώνυμη κοινοτικὴ δεξιότητα, ποὺ καλλιεργεῖται σὲ βάθος χρόνου, δύσκολα τὴν κατορθώνει ἡ ἀτομικὴ στιχουργική, ὅσο καλλιεργημένη κι ἂν εἶναι.

Ἐξαιρετικὰ δηλωτικὴ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Α. Π. μὲ τοὺς στίχους ποὺ ἐνθέτει εἶναι μιὰ παράγραφος τοῦ οἰονεὶ ταξιδιωτικοῦ κειμένου του «Ταξίδι – βαπόρι – Ρωμέϊκο» («Ἀκρόπολις», 12.12.1895). Ὁ συγγραφέας ταξιδεύει μὲ ἀτμόπλοιο ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὸν Βόλο καὶ παρατηρῶντας ἄλλα πλεούμενα σημειώνει:

«Ἄνθρωποι ἠγωνίων, κ’ ἐπάλαιον κ’ ἐτήκοντο, εἰς τὸ καραντί [θαλασσοταραχὴ] κ’ εἰς τὴν χιονιᾶν, εἰς τὴν φουσκοθαλασσιὰν κ’ εἰς τὴν μπόραν, διὰ νὰ κερδήσουν ὄχι τὸν ἄρτον, ἀλλὰ τὸ δίπυρον τὸ καθημερινόν. "Καλό σας κατευόδιο, φτωχοὶ τυραγνισμένοι". Εἶπεν ἡ καρδία μου αὐθόρμητος εἰς τοὺς ἀγνώστους τούτους. Ἦτο ἡ ἐπωδὸς ἄσματος ἐπιθαλασσίου καὶ αἰθερίου ποιήματος κοινοτοπιακοῦ, ὑψηλοῦ, παθητικοῦ, ἀνιαροῦ καὶ σπαρακτικοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξεν ποτέ, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ· ἂς μὴ εὑρεθῇ ποιητὴς διὰ νὰ τὸ συνθέσῃ, μήτε μουσικὸς διὰ νὰ τὸ τονίσῃ».

Λογοτεχνικὴ πανουργία ὑπέρτερη ὁποιασδήποτε θεωρίας.

Καλὴ νέα χρονιὰ νά ’χουμε.

Εἰσήγηση στὸ Α΄ Συμπόσιο Παπαδιαμάντη ποὺ διοργάνωσαν ἡ Περιφέρεια Θεσσαλίας καὶ ὁ Δῆμος Σκιάθου (Σκιάθος, 19-22.9.2024).

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

ΣΥΚΙΑ (ficus carica)

 



Ἀφοῦ τὸν Αὔγουστο μᾶς φίλεψε τὰ μελωμένα δῶρά της, τὰ ὁποῖα καὶ στιχουργήσαμε:

Αὔγουστος εἶν’τὰ μελωμένα σῦκα /

κι «Ὁ κλέφτης ποδηλάτων» τοῦ de Sica

τώρα, ποὺ ὁ χειμώνας εἰσόδευσε, ἀφήνει νὰ πέσουν τὰ φύλλα της, τὰ ροῦχα της τὰ φυσικά, γιὰ νὰ παραδοθῇ ‒γυμνὴ καὶ τετραχηλισμένη, αὐτὴ καὶ  ὁ κορμός της και τὰ κλαδιά της στὸν κατάψυχρο χειμῶνα. Κι ἂν ἡ παγωνιὰ θερίζει κι εἶναι δίχως ρουχαλάκια, δὲν τὴν νοιάζει· θἄρθῃ ἄνοιξη καὶ πάλι· κι ἕνα καλοκαίρι, τὰ τερψιλαρύγγιά της νὰ μᾶς ξαναφέρει.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: «ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ»

 

Γιάννης

«τὸ ὄνομα εἶναι ἀπὸ τὰ τρυφερώτερα ἐπὶ τῆς γῆς».

  

Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(Καρεπνήσι 1877 -Ἀθήνα 1940)

Στὶς 7 Ἰανουαρίου 1902, ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡμέρα ποὺ τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς Σύναξης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπιστοῦ, μὲ τὸ χρονογράφημά του «Οἱ Γιάννηδες», σχολιάζει τὴν ὀνοματολογικὴ παρουσία στὴν κοινωνία τοῦ ὀνόματος ἀλλὰ καὶ τὴν πασίγνωστη παροιμιακὴ ἔκφραση: «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ...» πού, βέβαια, κάθε ἄλλο παρὰ ἀνταποκρίνεται στὴν παραγματικότητα. Μὲ τοὺς Γιάννηδες, μάλιστα, νὰ ἀπαντοῦν χαριτολογικά:

— «Ὅλος ὁ κόσμος κι ὁ ντουνιὰς δὲν ἔχει ἄλλη τόση».

Παρὰ ταῦτα ἀναφέρει τὴν ὕπαρξη, τότε, στὸν Πύργο τῆς Ἠλείας συλλόγου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Οἱ Γιάννηδες» ὁ ὁποῖος σκοπὸ ἔχει:

«νὰ διαψεύσει τὰ λεγόμενα περὶ τῶν 45».


Τὸ χρονογράφημα δημοσιεύεται στὴν ἐφημερίδα Σκρὶπ τῶν Ἀθηνῶν, στὴ στήλη «Σκέψεις Ρωμηοῦ», τὴν ὁποία διατηροῦσε τότε στὴν ἐφημερίδα ὁ Παπαντωνίου, τὸ ὑπογράφει δὲ μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ἄλλος».

ΚΕΙΜΕΝΟ

«ΣΚΕΨΕΙΣ ΡΩΜΗΟΥ

Οἱ Γιάννηδες

Σήμερον ἑορτάζουν οἱ Γιάννηδες. Ἀναμφιβόλως τὸ ὄνομα εἶναι ἀπὸ τὰ τρυφερώτερα ἐπὶ τῆς γῆς.

Ὁ Γιάννης τυγχάνει νὰ εἶναι πάντοτε ἓν συμπαθὲς ὑποκείμενον, κἄπως ἀδύνατον, τὸ ὁποῖον θωπεύουν οἱ ἄλλοι.Τοὐλάχιστον αἱ παραδόσεις ἔχουν δώσει εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ μίαν σημασίαν συμπαθείας, ἀδυναμίας,χαϊδευτικότητος, ἂν ἐπιτρέπεται ἡ λέξις.

— Τί κάνεις Γιάγκο!

Αὐτὴ ἡ φράσις ὅταν ἀκούεται εἰς τὸν δρόμον εἶναι πάντοτε γλυκεῖα. Ἂν ἀπευθύνεται πρὸς κανένα Δημήτριο ἢ Γιώργην χάνει πολλὴν ζάχαριν. Καὶ ἡ στατιστικὴ τὴν ὁποίαν ἄλλωστε καταρτίζω αὐτὴν τὴν στιγμὴν εἰς τὴν μνήμην μου μὲ πείθει ὅτι τὰ ἐννέα δέκατα τῶν Γιάγκων,τοὺς ὁποίους γνωρίζω, εἶναι ἀπὸ τοὺς συμπαθεῖς ἐκείνους ἀνθρώπους,τοὺς ὁποίους μόλις συνατήσῃς σοῦ ἔρχεται νὰ τοὺς θωπεύσεις ὀλίγον εἰς τὸν λαιμόν.

Τώρα, πῶς ἐγεννήθη ἡ παράδοσις ἐκείνη περὶ τῶν 45 Γιάννηδων καὶ τοῦ κοκκόρου ἐνθυμεῖσθε μάλιστα καὶ τὴν σχετικὴν λιθογραφίαν τὴν πωλουμένην εἰς τὰς ὁδοὺς αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζω. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸ λαϊκὸν αὐτὸ ἀπόφθεγμα,δὲν εὐχαριστεῖ πολὺ τοὺς Γιάνννηδες. Ἀπόδειξις δὲ ὅτι δὲν τοὺς εὐχαριστεῖ εἶναι καὶ ἡ σύστασις τοῦ «Συλλόγου τῶν Γιάννηδων» εἰς τὸν Πύργον ἔχοντος βέβαια σκοπὸν νὰ διαψεύσει τὰ λεγόμενα περὶ τῶν 45.

Ὁ ἄλλος»

                                                             Κωνσταντῖνος Σπ.Τσιώλης