Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ, ''ΜΠΟΡΝΤΩ ΣΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ'', ΕΚΔ. ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2024

 

Φραντζέσκα Γιαννακοῦ, Μπορντὼ στὴν Κυψέλη, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2024.

Τὰ χειρόγραφα τῆς Κυψέλης· μὲ ἤχους Erik Satie

                                                                                       «Τὸν μὲν οὖν ἥδιον ἦν αὐτὸν ἔχειν ὁρᾶν,
                                                                             μικρὸν δὲ οὐδὲ ὁ δεύτερος πλοῦς,
 ἐπιστολὴν τὴν μὲν πέμψαι, τὴν δὲ λαβεῖν»

                                                                                          Λιβανίου σοφιστοῦ, Ἐπιστολαί, ἐπ. 351.4.2.



πὸ ἕνα νῆμα του, ποὺ εἶχε ἀφεθεῖ ὡς ἐλεύθερη ἀπόληξη, τὸ ἀλουργιδοειδές, τὸ αὐτοκρατορικόχρωμο σάλι ποὺ κάλυπτε τὸν «τοῖχο» τῆς Ἄλκηστης, ξετυλίγεται καὶ ἀποκαλύπτονται ἀποτυπώματα, ἐντυπώματα, ἴχνη ἑνὸς κύκλου ζωῆς μισοῦ αἰώνα περίπου. Τὴ σφραγίδα στὶς ἀποκαλύψεις αὐτὲς βάζουν οἱ χειρόγραφες ἐπιστολὲς ποὺ ἀνακαλύπτει ἡ Μαρκέλλα, ἡ θυγατέρα της, ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια ἐπιστρέφει στὸ πατρικό της, στὴν Κυψέλη· στὴ γοητευτικὴ γειτονιὰ τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία μεταβλήθηκε, μετὰ τὴν πάροδο πολλῶν δεκαετιῶν, ἀπὸ μιὰ δροσερὴ καταπράσινη συνοικία μὲ ἐπαύλεις, σὲ ἕναν τόπο σχεδὸν ἀποκλειστικὰ κατοικιῶν μὲ δρόμους καὶ ρυμοτομία στοιχειώδη. Ἐκεῖ ὅπου ἡ μεταπολεμικὴ νεοελληνικὴ κοινωνία ζοῦσε μὲ τοὺς ἠθικοὺς κώδικες καὶ φραγμοὺς τῆς ἐποχῆς, ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἄλκηστη καὶ ὁ Ἀπόστολος, ὁ σύζυγος καὶ σύντροφός της καὶ ἐραστής της, ἔζησαν μὲ τὰ ὄνειρα καὶ τῆς προσδοκίες μιᾶς καλύτερης ζωῆς καὶ μιᾶς προσμονῆς γιὰ ἕναν πιὸ εὐτυχισμένο κόσμο ποὺ διαρκῶς προοδεύει· ἀκόμη καὶ μὲ τὴν παρουσία τῶν γραφικῶν δοσατζήδων τοῦ καιροῦ ἐκείνου. Ἡ Ναυάρχου Νικοδήμου μὲ τὸν Τιπούκειτό της, ἡ ἐρωτικὴ Πλάκα, ἡ Κηφισιὰ μὲ τοὺς πευκόφυτους δρόμους της ἀποτελοῦν τοὺς τόπους ποὺ φιλοξένησαν τὶς πρῶτες περιόδους τῆς σχέσης τους καὶ ὁδήγησαν σὲ κοινὴ πορεία τὶς ζωές τους.

Ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὑποπλοίαρχος, συνέχιζε τὰ ταξείδια του καὶ πολλὲς φορὲς ἀκολουθοῦσε κοντά του κι ἡ Ἄλκηστη, ζώντας ἀπὸ κοντὰ τὸν μόχθο καὶ τοὺς κόπους τῶν θαλασσινῶν. Στὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας τοῦ Ὑποπλοιάρχου, τὰ ἱστορικὰ ζαχαροπλαστεῖα Corfu καὶ Select ἔκαναν τὶς μέρες τῆς ζωῆς τῆς Ἄλκηστης γλυκύτερες καὶ ἀνακλητικὲς ἐπὶ τὸ εὐθυμότερον, ἐνῶ τὰ θεατρικὰ τοῦ ραδιοφώνου ξεγελοῦσαν τὴ δίψα της γιὰ τὶς Τέχνες. Τὸ παιδί τους, τὸ τέκνο τους, τὸ κοριτσάκι τους, ποὺ ἦλθε κυριολεκτικά μετὰ Βαΐων καὶ κλάδων, ἔφερε, τότε, μὲ τὸν ἐρχομό της, κάτι τὸ πρωτόγνωρο γιὰ τὴν ἐποχή: μιὰ Polaroid. Ποῦ selfie καὶ ifhone τότε! Polaroid ὅμως ἔκανε τὸ θαῦμα της καὶ διακράτησε στιγμὲς αἰωνιότητος. Κι ἀργότερα ἡ Μαρκέλλα χόρευε μὲ Ε. Satie, μὲ τὴ συνοδεία τῆς θείας της στὸ πιάνο.

Στὴν ἀφηγηματική γραφὴ τοῦ ἔργου, ἡ θεία τῆς Μαρκέλλας εἶναι τὸ πρόσωπο "μπαλαντέρ" στὸ τρίγωνο τῶν σχέσεων μητέρας-πατέρα-κόρης. Εἶναι ἐκείνη ποὺ φροντίζει νὰ ἁπαλύνει τὶς ἀντιθέσεις, νὰ καλύψει τὰ κενά, νὰ ὑποκακταστήσει τὰ πρόσωπα, νὰ φροντίσει γιὰ τὴ ἀρρώστια τῆς Ἄλκηστης καὶ γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῆς Μαρκέλλας. Στὰ διαλογικὰ μέρη τοῦ ἔργου ἐκείνη ἐξηγεῖ ἀπορίες, λύνει προβλήματα, δίνει ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα καὶ προτείνει διεξόδους σὲ ἀδιέξοδα. Εἶναι ἡ μάνα ὅλων καὶ ἔχει τὸ αἴσθημα τῆς εὐθύνης ποὺ ἔχει ἡ μάνα γιὰ τὰ παιδιά της· μιὰ τέτοια μάνα ποὺ ἔχει εὐθύνες ἀκόμη κι ἂν δὲν τὴν βαρύνουν φταιξίματα.

Τὸ πλέγμα τῶν σχέσεων τῶν προσώπων ξετυλίγεται ὅπως τὸ μπορντὼ σάλι ποὺ καλύπτει τὸν τοῖχο· ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀρωγὴ τῶν ἐπιστολῶν τους, μὲ τὶς ὁποῖες φωτίζονται, ἔστω καὶ χλωμά, τὰ πρόσωπα καὶ φανερώνεται ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος, οἱ προθέσεις, τὰ πιστεύω τους: σὰν μιὰ ἐξομόλογηση σὲ φανταστικὸ πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει, παίρνει στοὺς ὤμους του, ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλα τὰ περασμένα καὶ ὁδηγεῖ σὲ μιὰν ὁδὸ μετανοίας, ποὺ φτάνει τὰ ὅρια τῆς καθάρσης: μετὰ τὴν φυσικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸ πάνελ τῆς ζωῆς τῶν ἡρώων τῆς τρόπον τινα μυθοπλαστικῆς αὐτοβιογραφικῆς κατάθεσης τῆς συγγραφέως. Ἕνα ταξείδι ἐπιστροφῆς σὲ ἡμέρες μνήμης, σὲ καιροὺς καὶ τόπους ἀλησμόνητους, μὲ βιώματα ἀκριβά, τὰ ὁποῖα ἀνασύρονται ἀπὸ τὰ ἑρμάρια τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ ἀντιρροπήσουν τὶς ταραγμένες ἔγνοιες της. Οἱ διάλογοι γιατὶ σὲ μεγάλο μέρος τὸ ἔργο ἔχει διαλογικὴ τῶν τεσσάρων προσώπων μορφή, ποὺ παραπέμπει σὲ θεατρολογικὴ γραφή,· πῶς ὄχι ἄλλωστε; εἶναι διάλογοι ἀποκαλυπτικοὶ αὐτῶν τῶν σχέσων καὶ τῶν σκέψεων τῶν τεσσάρων προσώπουν ποὺ πρωταγωνιστοῦν στὴ μυθιστορηματικὴ αὐτοβιογραφία τῆς Μαρκέλλας. Ἡ θεία σχεδὸν ἀπαιτεῖ:

 

— Νὰ ἀγαπᾶς, Μαρκέλλα. Μὴν σταματήσεις νὰ ἀγαπᾶς.

 

Νὰ ἀγαπήσει τὸ μαρτύριό της τὴ συμβουλεύει; Νὰ ἀγκαλιάσει τὶς ἀδυναμίες της; Νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρρώστια  τῆς μητέρας της;

Μὰ πάλι, σὰν νὰ εἶναι μητέρα ποὺ νοιάζεται γιὰ τὸ τέκνο της, τὴν προειδοποιεῖ:

 

«Ἡ ἀρρώστια εἶναι μεταδοτική. Τὴν πλησιάζεις μὲ τὴ δύναμη τῆς ὑγείας [...] Ἡ ἀρρώστια πατάει στὶς ἀξίες σου, τρέφεται ἀπ’ αὐτές, γιγαντώνεται».

 

Ὁ ἀσθενής, ἀδύναμος ὤν, ἐργαλειοποιεῖ τὴν ἀρρώστια· τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς πολιορκητικὸ κριὸ γιὰ νὰ ἁλώσει, νὰ κατακτήσει τὸ μυαλό, τὴ μνήμη, τὴν ψυχή· ἴσως καὶ τὸ σῶμα. Καὶ τὰ μὴ μεταδιδόμενα νοσήματα, ὅπως αὐτὰ τῆς ψυχικῆς ὑγείας, εἶναι ἐν τέλει μεταδοτικά· ἀλλοιῶς ὅμως.


Βέβαια, ὁ ἀσθενής, τὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο κυρίως καὶ πρῶτα στρέφεται γιὰ νὰ πετύχει καλύτερα τὸν σκοπό του εἶναι ὁ θεράπων ἰατρός. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς νουβέλλες του, τὴν «Ἐπικίνδυνη καρδιά», ὅπου πραγματεύεται τὴν εἰδικὴ σχέση ἀσθενοῦς-ἰατροῦ, ὁ αὐστριακὸς Στέφαν Τσβάϊχ  σημειώνει:

 

«Σὲ μιὰ μακροχρόνια θεραπεία δημιουργεῖται μοιραία μιὰ ὁρισμένη, μιὰ εἰδικὴ ἐπαφή, ἀνάμεσα στὸν γιατρὸ καὶ τὸν ἄρρωστο. Σ’ αὐτὴ τὴ σχέση ἡ ἐμπιστοσύνη ἀνακατεύεται μὲ τὴν δυσπιστία: ἡ μία ἐναλλάσσεται μὲ τὴν ἄλλη, ἡ ἕλξη μὲ τὴν ἄπωση, καὶ φυσικὰ τὸ μεῖγμα ἀλλάζει κάθε φορά [...] ἀλληλεπιδράσεις περίεργες μὲ τὸν ἀσθενὴ νὰ νοιώθει πὼς ὑποφέρει νὰ τὸν ἀγαποῦν χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ θέλει».

 

Καὶ ἀκολουθοῦν, πάλι μὲ τὴν ἴδια προσέγγιση, καὶ τὰ ἄλλα πρόσωπα: αὐτὰ ποὺ περιβάλλουν τὸν ἀσθενή.

Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ στὴν Ἀθήνα, στὴν Κυψέλη ἦταν, τότε, σχεδὸν αὐτονόητη κατάσταση καὶ κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τυχὸν τολμητίες ἑνὸς ἄλλου μοντέλου ζωῆς καὶ διαβίωσης, δὲν ἦταν ἀποδεκτή· προκαλοῦσε ἀντιδράσεις.

Στὶς εὐρυάγυιες ὁδοὺς τῆς πόλης, τῆς συνοικίας τους, κυριαρχοῦν τὰ γοητευτικὰ ἂν καὶ λίγο ταλαιπωρημένα, ἀκόμη καὶ τότε, ἀπὸ τὸ καυσαέριο νεοκλασσικὰ κτίρια, μὲ τὶς ἀρτιστικὲς εἰσόδους τους καὶ τοὺς εὑρηματικὰ περίτεχνους ἐξῶστες τους. Καλλιτεχνικὰ ἐργαστήρια, τὸ φωτογραφεῖο Elite, τὸ θρυλικὸ Select μὲ τὰ παγωτά του, ἡ στοὰ τοῦ Mπροντγουέυ μὲ τὸ βιβλιοπωλεῖο της, ἡ Φωκίωνος Νέγρη μὲ τὸν Paesano της, οἱ λόγιοι καὶ καλλιτέχνες κάτοικοί της (Ἐμπειρίκος, ’Εγγονόπουλος, Ἐλύτης,  Ἄννα Καλουτᾶ), οἱ ἁγιογραφίες τοῦ Κόντογλου στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, συνθέτουν ἕνα δίκτυο ψυχαγωγίας καὶ πολιτισμοῦ, ποὺ γοητεύει τὴν νεαρὴ Μαρκέλλα: νέα μὲ καλλιτεχνικὲς καὶ γενικότερες πνευματικὲς ἀνησυχίες, ἀπὸ μαθήτρια ἀκόμη, ὅταν πάσχιζε νὰ διακρίνει τὰ βήματα τόσων ἀνθρώπων.

Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ὅσα πολὺ εὔστοχα σημειώνει ὁ Νίκος Βατόπουλος ὡς τὴν «τελετουργία τῆς καθημερινότητας». Μιὰ καθημερινότητα ὅπου σχολιάζονται οἱ σχέσεις ἀσθενοῦς-ἰατροῦ, ἀσθενοῦς-φροντιστοῦ μὲ τὰ ἠθικὰ διλημματα ποὺ τὶς συνοδεύουν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀσθενοῦς μὲ τὸ εὐρύτερο οἰκογενειακό-συγγενικό του περιβάλλον.

Τὰ γράμματα λοιπὸν ἔρχονται καὶ ἀναπλάθουν αὐτὴν τὴν καθημερινότητα, ἀναπαριστοῦν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο ἐπιστολογράφων καὶ παραληπτῶν, ὅπως ἕνα δεύτερο ταξείδι στὸν ἴδιο τόπο, ὡς «δεύτερος πλοῦς», μὲ μουσικὴ συνοδεία τοὺς ἤχους ἀπὸ ἔργα τοῦ Erik Satie. Ἕνας δεύτερος πλοῦς λοιπὸν τὰ γράμματα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν πρῶτο πλοῦν τῆς διὰ ζώσης συνομιλίας, ποὺ ἀποκαλύπτει καὶ ἄλλες πλευρὲς τοῦ χαρακτῆρα καὶ τῆς δράσης τῶν ἡρώων, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν δυνατὸν ἢ δὲν εἶχαν ὠριμάσει γιὰ νὰ φανερωθοῦν. Τὸ σημειώνει κι ὁ λόγιος τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ἱερομόναχος Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729), γράφοντας σὲ παραλήπτη μιᾶς ἐπιστολῆς του στὰ 1718 :

«Ζῶσαν φωνὴν καὶ διὰ στόματος μᾶλλον γινομένην ὁμιλίαν ἐχρειαζόμουν, διὰ νὰ συνομιλήσω μὲ τὴν ἁγιωσύνην σου. Ἀλλὰ τί νὰ κάμω; Ἐγὼ αὐτοῦ νὰ ἔλθω δὲν δύνομαι [...]. Διὰ τοῦτο, μή δυνάμενος νὰ ἔχω τὸν πρῶτον, μεταχειρίζομαι (καθὼς λέγουσι) τὸν δεύτερον πλοῦν. Τίς δὲ οὗτος; Ἡ διὰ γράμματος δῆλον ὅτι συντυχία τε καὶ διάλεξις».

Ἡ Μαρκέλλα, διαβάζει μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὴν ἀλληλογραφία τῶν γονέων της καὶ σὲ συνάφεια μὲ τὶς προσωπικές της μαρτυρίες καὶ ἐνθυμήσεις, τὶς δικές της βιωματικὲς καταθέσεις, ἐμφανίζει παραστατικὰ τὸν ψυχικό, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν γεννητόρων της καὶ τῶν μελῶν τοῦ περιβάλλοντός τους· τώρα ποὺ ἀπουσιάζει ὁριστικὰ ἡ φυσική τους παρουσία

 Κατὰ τὸν Γόρδιο καὶ πάλι:

«Τὰ γράμματα [...] εἰκόνας τὰ ὀνομάζουν οἱ παλαιοὶ σοφοὶ τῶν ψυχῶν, ὡσὰν ὁποῦ εἰκονίζουν καὶ φανερώνουν τῆς μιᾶς ψυχῆς πρὸς τὴν ἄλλην τὰ διανοήματα καὶ τὰ βουλεύματα».

 

Αὐτὲς τὶς εἰκόνες, ἀναμάγματα ψυχῶν τῶν προσώπων, μαζὶ μὲ τὴ δική της εἰκόνα πραγματεύεται καὶ παρουσιάζει στὸν ἀναγνώστη ἡ δημιουργὸς τοῦ Μπορντὼ στὴν Κυψέλη· καὶ ἀτενίζοντας αὐτὰ τὰ πρόσωπα ποὺ στοιχειώνουν τὴ μνήμη της, κανοναρχεῖ, δραματουργικῷ τῷ τρόπῳ, τὴ διαδρομή τους στὸν χρόνο καὶ τοὺς τόπους ὅπου ἔζησαν καὶ ἔδρασαν. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὴν διαλέγουν οἱ μορφὲς καὶ τὰ γεγονότα ὡς ἀφήγητή τους· αὐτὴν ἡ ὁποία ἔχει τὴ λεπτὴ ἱκανότητα νὰ "ἀκούει" καὶ νὰ "βλέπει"· γιὰ νὰ διηγεῖται, νὰ δημιουργεῖ μὲ τὴ γραφίδα της. Ὅλα συμβαίνουν μέσα της. Τὰ ὅσα διηγεῖται ὑπαγορεύονται μέσα της ἀπὸ ἄλλες δυνάμεις, ἐσωτερικές· ποὺ τῆς τὰ ἐξομολογοῦνται, τῆς τὰ ἐξαγορεύονται· διότι, τελικά: ἡ ἀρρώστια διηγεῖται τὰ πάθη τῶν χαρακτήρων τοῦ ἔργου. 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης






Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας [τῶν Γρεβενῶν], φ. 1092, σ. 15-16.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΥΛΟΣ Μ. ΜΕΛΑΣ († 13.10.1904)

 


Μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση 120 ἐτῶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παύλου Μελᾶ, στὴ Στάτιστα (νῦν Μελᾶς) τῆς Δυτ. Μακεδονίας, τὸ φιλογενὲς ἔντυπο Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας  καὶ ὁ φιλίστωρ ἐκδότης του Ἀντώνης Ν. Παπαβασιλείου δημοσίευσαν, στὸ φ. τῆς 13 Ὀκτωβρίου (ἡμέρα τοῦ ἡρωϊκοῦ θανάτου τοῦ Π. Μελᾶ) 2024, ὀ κ τ α σ έ λ ι δ ο ἀφιέρωμα, στὸν «Μίκη Ζέζα» τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Στὸ ἀφιέρωμα μετέχει καὶ ὁ συνεργάτης τοῦ ἱστολογίου μας, Κωστούλας Γαλάνης. Δεῖτε καὶ "κατεβάστε", ὡς ἀρχεῖο PDF, τὸ ἀφιέρωμα ἐδῶ:

https://mygrevena.gr/%cf%80%ce%b1%cf%8d%ce%bb%ce%bf%cf%82-%ce%bc%ce%b5%ce%bb%ce%ac%cf%82-120-%cf%87%cf%81%cf%8c%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b8%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85/

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

NAOΣ ΑΓΙΟY ΕΛΙΣΣΑΙΟY ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

 

9 Ὀκτωβρίου 2024

Μνήμη Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας

 


Μὲ πρωτοβουλία τοῦ π. Νεκταρίου Μαμαλούγκου, συλλειτουργοῦντος καὶ τοῦ π. Ἰωακεὶμ Ἰωακειμίδη, λειτουργήθηκε, στὶς 9 Ὀκτ. 2024, ὅταν τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἐξ Ἀντοχείας τῆς Συρίας ὁσιακοῦ ζεύγους τοῦ 6ου μ.Χ. αἰ. Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας, ὁ ἱστορικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου στὴν Ἀθήνα, στὴν Πλάκα. Ἱεροψάλτης ὁ κ. Μιχαὴλ Δημητριάδης, εἰς τόπον καὶ τύπον ἱεροψάλτου Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ἐπίτροπος, ὁ θαλλερώτατος, ἀκάματος, χαλκέντερος ’Ελισσαῖος Τσεκούρας, ὁ φερώνυμος τοῦ Ναοῦ.


Στὸ θεῖο κήρυγμά του ὁ π. Νεκτάριος, βασιζόμενος στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας, συνέδεσε τὴ θαυμαστὴ κατάπαυση τῶν ἀνέμων καὶ τῆς ταραχῆς τῶν ὑδάτων, μὲ τὴ γαλήνη ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὸν Χριστό, γεγονὸς ποὺ ἀποδείχθηκε καὶ στὸν βίο τῶν ἑορταζομένων ὁσίων Ἀνδρονίκου καὶ τῆς συμβίας αὐτοῦ, μετὰ τὸν θάνατο τῶν τέκνων τους. ἀλλὰ καὶ τὴ σχέση του Ναοῦ καὶ τῆς σημερινῆς μνήμης τῶν ὁμοζύγων ὁσίων, μὲ τὸν λόγιο σκιαθίτη Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη· τὸν κοιμηθέντα ὡς μοναχὸ Ἀνδρόνικο στὴ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Σκιάθο. Ὡς γνωστόν, τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου διακονοῦσε, ὡς λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἅγιος παπα-Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, μὲ ἱεροψάλτες –στὶς κατανυκυτικὲς ἀγρυπνίες, ποὺ τελοῦνταν τακτικὰ στὸν Ναό τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (†3.1.1911), ὡς δεξιὸ ἱεροψάλτη καὶ τὸν τριτεξάδελφό του Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη ὡς ἀριστερό, στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. Στὶς ἀγρυπνίες αὐτὲς ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (†25.10.1929) γνώρισε τὴ Βασιλικὴ Φουλάκη τὴν ὁποία ἔλαβε, τὸ 1901, ὡς σύζυγό του. Ἕνας γάμος ποὺ διήρκησε μέχρι τὸ 1914, ἔτος θανάτου τῆς Βασιλικῆς, καὶ ἦταν ἕνας γάμος ἐν παρθενίᾳ, ἄνευ σαρκικῆς σχέσης. Λίγους μῆνες πρὸ τοῦ θανάτου της ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ἀγγελικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα «Ἀθανασία». Ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης, ἐπίσης, λίγες ἡμέρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς του, ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Σκιάθου, μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος: μὲ σκοπὸ νὰ συνεορτάζουν, ἐν οὐρανοῖς, μὲ τὴ σύζυγό του Βασιλικὴ καὶ μετέπειτα Ἀθανασία μοναχή, στὶς 9 Ὀκτωβρίου.

Ἐπίσης, πρὸ τῆς ἀπολύσεως, ἐτελέσθη μνημόσυνο μετὰ κολλύβου ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τοῦ ζεύγους τῶν μοναχῶν Ἀνδρονίκου καὶ Ἀθανασίας, τῶν κατὰ κόσμον Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη καὶ Βασιλικῆς Φουλάκη.

Οἱ ἱερεῖς μετὰ τοῦ ἱεροψάλτου καὶ τοῦ ἐκκλησιάσματος, ἐν κατανύξει, ἔψαλαν καὶ εὐχήθηκαν τὸ  α ἰ ω ν ί α   μ ν ή μ η  αὐτῶν.

K. Σπ. Τ.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΈΛΗ: «ΦΑΛΑΚΡΆ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΑ»

 

Ζυράννα Ζατέλη: «φαλακρὰ τὰ γράμματα χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα»

Ζυράννα Ζατέλη. 
ἀκρυκικὸ σὲ χαρτί.
Ἔργο (2024) Κώστα Ντιό

Σὲ ἐρώτηση τῆς δημοσιογράφου Δήμητρας Καραγιάννη ‒σὲ λογοτεχνικὸ συνέδριο τοῦ περιοδικοῦ «Παρέμβαση», στὴν Κοζάνη, στὶς 6 Ὀκτ. 2024‒,σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς χρήσης τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τοῦ πολυτονικοῦ δηλ., ἡ συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη ἀπάντησε:

«Εἶναι θέμα αἰσθητικῆς. Ὅταν πρωτοδιάβασα βιβλίο σὲ μονοτονικὸ μοῦ φάνηκαν σὰν φαλακρὰ τὰ γράμματα. Δυσκολεύτηκα νὰ τὸ διαβάσω. Οἱ πιὸ γρήγορες οἱ πιὸ πρόχειρες σημειώσεις ποὺ κάνω εἶναι μὲ πνεύματα καὶ τόνους. Δὲν θέλω αὐτὸ νὰ τὸ ἀπαρνηθῶ. Γιατί; Μὲ ὑποχρεώνει κανείς;

Βεβαίως εἶναι ἕνας παραπάνω βάσανο γιὰ τὸν ἐκδότη· γιατὶ ἐγὼ δὲν δίνω δισκέτα. Δίνω χειρόγραφα καὶ τὰ ἀντιγράφουν. Ὑπῆρχε μιὰ καλὴ ἀντιγράφος· ἐξαιρετική, ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερη καὶ ἤξερε πολυτονικό. Μετὰ ἦλθε μία κοπελλίτσα ποὺ δὲν ἤξερε. Ἔβαζε στὸ «ἕνας» ψιλὴ καὶ ὀξεία! Ἀλλά, ἔμαθε.

Εἶναι, λοιπόν, ἕνας παραπάνω μπελᾶς γιὰ τὸν ἐκδότη μου, ἀλλὰ εἶναι ἡ χαρά μου αὐτή, καὶ τὸ κέφι μου. Ἔτσι θέλω νὰ εἶμαι. Γιατὶ ὄχι;

Δὲν ἔχω ὑπολογιστὴ ὄχι γιατὶ εἶμαι κατὰ τῆς τεχνολογίας. Ἴσα-ἴσα πιστεύω ὅτι ἡ τεχνολογία σὲ κάποιους τομεῖς εἶναι πραγματικὴ ἐπανάσταση.

Μὴν μοῦ ἀφαιρέσετε τὴ γραφομηχανή, τὸ χαρτί, τὸ μολύβι· γιατὶ θὰ βρεθῶ σὲ κενὸ ἀέρος.

Ἂν κάποτε θελήσω νὰ ἀποκτήσω ὑπολογιστή· ὄχι γιὰ νὰ γράφω, γιὰ ἄλλους λόγους, θὰ τὸ κάνω. Δὲν ἔχω κώλυμα. Ἔχω ὅμως κάποιες αἰσθητικὲς προτιμήσεις. Μοῦ ἀρέσει νὰ γράφω στὸ χέρι.

Δακτυλόγραφο τῆς Ζ. Ζατέλη
μὲ τὶς ἀπόψεις της 
περὶ τοῦ πολυτονικοῦ.
Ἀπό: http://www.
polytoniko.org/
apops.php?newlang
Ἀθήνα, 13 Αὐγούστου 2006.


Γράφω καὶ στὴ γραφομηχανή μου. Ἔχω μιὰ χαλκέντερη
Olympia. Mοῦ τὴν χάρισε τὸ ἑλληνικὸ προξενεῖο στὸ Βερολίνο. τὸ 1996. Εἶχαν περάσει πιὰ στοὺς ὑπολογιτές. Τὴν εἶχαν 30 χρόνια. Τὴν ἔχω κι ἐγὼ ἀπὸ τὸ 1996. Μιὰ φορὰ μόνο μοῦ κόλλησε. Τὴν πῆγα στὴν Ἀριστείδου. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ ἔφτιαχναν γραφομηχανές. Μοῦ εἶπε:

— Τέτοιες γραφομηχανὲς δὲν ξαναβγαίνουν. Ἂν κάποτε θελήσετε νὰ τὴν δώσετε τὴν παίρνω.

Τοῦ ἀπάντησα:

— Ὄχι, τὴν θέλω γιὰ τὸν ἑαυτό μου!

Ἔχω χειροκίνητες, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἠλεκτρική· ἀλλὰ μὲ ταινία· καὶ τὴν ἀγαπῶ πολύ. Τὶς ταινίες πρέπει νὰ τὶς παραγγέλνω πιὰ ἀπὸ τὴ Γερμανία. Ἀλλά, παραγγέλνω μεταξωτές, οἱ ὁποῖες ἔχουν μακρὰ διάρκεια ζωῆς».

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

ΑΓΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

 

Νέα φορητὴ εἰκόνα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος

τοῦ Δήμου Ἁγίων Ἀναργύρων-Καματεροῦ

 




Μὲ πρωτοβουλία τοῦ π. Γεωργίου Θεοδωροπούλου δαπάναις δὲ ἡμῶν φιλοτεχνήθηκε καὶ ἀναρτήθηκε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος τοῦ Δήμου Ἁγίων Ἀναργύρων-Καματεροῦ, φορητὴ εἰκόνα, διαστάσεων 38 Χ120 ἑκατοστῶν,  τοῦ ἁγίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ: ἔργο (2023) τοῦ  ἁγιογράφου Ἀθανασίου Τσικούρα.

Κ. Σπ. Τ.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΡΙΤΣΑ;

 

Ἡ Ρίτσα Παρθένη, ἡ καλὴ ἀγραφιώτισσα ποὺ διαμένει στὸ Ἄργος καὶ ἔχει ἰδιαίτερη ἔφεση στὰ Γράμματα, δημοσίευσε ἕνα μικρὸ κείμενο μὲ τὶς σκέψεις γιὰ τὴν γενέτειρά της, τὰ Μεγάλα Βραγγιανά, καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, ὅπου φαίνεται ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον της ἀλλὰ καὶ ἡ λαχτάρα της γιὰ τὸν κοινό μας τόπο, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ἱστορία του.Δημοσιεύτηκε στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, στὶς 25 Ἰουλίου 2024, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τῆς ἱστορικῆς ἀπὸ τέλη τοῦ 19ου αἰ. τοὐλάχιστον πανηγύρεως ποὺ πραγματοποιεῖται στὸν περιβάλλοντα χῶρο τοῦ Ναοῦ καὶ στὸν χῶρο τῆς πηγῆς «Φοντάνα» τοὺ Εὐγενίου Γιαννούλη.

Στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἁγ.Παρασκευῆς
στὶς 26 Ἰουλίου περὶ τὸ 1965.
Ὁ παπα-Λάμπρος Θεοδώρου στὸ κήρυγμα 
τῆς ἡμέρας


ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΡΙΤΣΑ;

Αὐτές τὶς τρεῖς λέξεις πάντα μπροστά μου βρίσκω σὲ κάθε προφίλ ... Ναί, αὐτὴ τὴ φορὰ σκέφτομαι:

—ΑΥΡΙΟ, 26 ΙΟΥΛΙΟΥ, ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΟΡTΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ, ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ

Εὔχομαι σὲ ὅλους ὅσους θὰ βρεθοῦν στὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ μετὰ στὴ γιορτή, βοήθειά τους καὶ νὰ περάσουν καλά ..

Πολλοὶ ὅμως δὲν θὰ εἶναι ἐκεῖ. Ἁπλὰ θὰ εἴμαστε μὲ τὴ σκέψη καὶ μὲ τὶς ἀναμνήσεις μας.

Ἀπὸ τὴν πανήγυρι τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς
τὸ 1976. Ὁ Γιῶργος Κων. Γούλας μὲ 
τὴν παρέα του.


Ἀπὸ τὴν πανήγυρι
τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς
τὸ 1976.
Τραγουδᾶ ὁ ἀείμνηστος
Ἀλέκος Κάλης. 

Ἀναπολῶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ χρόνια ποὺ μπόρεσα νὰ εἶμαι ξέγνοιαστη· πρὶν νὰ μὲ πάρει ἡ ζωὴ δίπλα της, μὲ τὰ ἀτέλειωτα ταξίδια της γιὰ κάτι καλύτερο. Ἀναρωτιέμαι ...Πόσες φορὲς εἶχα βρεθεῖ ἐκεῖ σὲ αὐτὴ τὴ μεγάλη γιορτὴ γιὰ τὸ χωριό μας; Καὶ πόσο τυχεροὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν καὶ γυρίζουν ἐκεῖ; Ὅταν, ὅμως, ἀνοίγω τὸν ὑπολογιστή μου, γιὰ ἀρκετὰ λεπτά, δὲν κάνω καμμιὰ κίνηση. Ἁπλὰ σκέφτομαι ἄλλη μιὰ φορά . Ὅμως δὲν πρέπει νὰ κάνω πίσω καὶ πατάω νὰ βρῶ τὸν ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ». Γιὰ νὰ βρῶ ἴσως κάποια ἀνάρτηση; Ἄλλη μιὰ φορὰ μπροστά μου τὸ δημοτικό μας σχολεῖο. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα πάντα μοῦ φέρνει μιὰ χαρὰ καὶ μετὰ πολλὲς μὰ πάρα πολλὲς σκέψεις νὰ μὲ γυρίζουν πίσω, πολὺ πίσω. Ἐκεῖ σὲ αὐτὸ τὸ σχολεῖο ποὺ ἔμαθα τὰ πρῶτα μου γράμματα. Ἐκεῖ ποὺ ἔκανα ὄνειρα πὼς θὰ φτιάξω τὸν δικό μου κόσμο, ὅπως ἐγὼ θὰ ἤθελα.

Μαθητὲς καὶ δάσκαλοι στὸ
δημοτικὸ σχολεῖο Μεγ. Βραγγιανῶν
στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ '60. 

Ὅλα αὐτὰ μὲ πονοῦν μὰ καὶ μὲ κάνουν νὰ νιώθω μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια τόσο πολὺ τυχερή, ποὺ εἶχα γεννηθεῖ σὲ αὐτὸ τὸ χωριό, τὰ Μεγάλα Βραγγιανά. Ἤμουν τυχερὴ ποὺ εἶχα δασκάλους μὲ αὐστηρότητα καὶ μεγάλο πάθος γιὰ τὴ μάθηση τῶν μαθητῶν τους. Ὑπῆρξα τυχερὴ γιατὶ ἀπὸ μικρὴ σκεφτόμουν τὰ πάντα· ὅμως δὲν μιλοῦσα πολύ. Δὲν ἤθελα νὰ βγαίνω μπροστὰ ἐνῷ τὸ μποροῦσα, ὅπως μοῦ εἶχε γράψει ὁ δάσκαλός μοῦυ ὁ κ. Βίκτωρ Κοντονάτσιος. Γιατὶ ἡ σκέψη πήγαινε πάντα πολλὰ βήματα μπροστὰ καὶ ἁπλὰ ἐγὼ σιωπηλὰ τὴν ἀκολουθοῦσα. Τὸ ἤθελα τόσο πολὺ νὰ μποροῦσα νὰ γίνω δασκάλα. Ὅταν ἐγὼ διάβαζα ἡ μάνα μου ἔλεγε:

—Κοίτα νὰ μάθεις νὰ ὑφαίνεις καὶ ἄσε τὸ διάβασμα. Δασκάλα δὲν θὰ σὲ κάμω.

Ἁγία Παρασκευή,
Ἀρτοκλασία, Ἑσπερινός,
25 Ἰουλίου 2024


ΑΥΡΙΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ. ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΚΑΛΑ. 

ΡΙΤΣΑ ΠΑΡΘΕΝΗ