Στέφανος
Γρανίτσας: «Φῶς καὶ ἰδέα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γῆν»
«Εἰς τὰ ὕψη», ἐφ. Χρόνος, φ. 25./3 /1908, σ.1. Τὸ χρονογράφημα συνοδεύεται ἀπὸ ἀνυπόγραφο ζωγραφικὸ ἔργο μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν γνωστὸ πίνακα τοῦ Διονυσίου Τσόκου |
Ὁ Ἀγραφιώτης λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς μὲ νομικὲς σπουδές, Στέφανος Γρανίτσας (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880 -Ἀθήνα 1915), στὶς 25 Μαρτίου 1908, μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821, δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Χρόνος, στὴν ὁποία μάλιστα εἶχε τὴ θέση τοῦ ὑποδιευθυντοῦ, ἐπίκαιρο σχετικὸ μὲ τὴν ἡμέρα χρονογράφημα μὲ τίτλο «Εἰς τὰ ὕψη». Γαλουχημένος μὲ τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν θρυλικῶν μορφῶν τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, ποὺ εἶχε ὡς καρπό της τὴν νέα Ἑλλάδα, τὸν νέο ἀναγεννημένο Ἑλληνισμὸ τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὸ χρονογράφημά του ἀναπέμπει ἕναν ὕμνο, μὲ ποιητικὰ καὶ συμβολικὰ χαρακτηριστικά, στὸν Ἀγώνα τῆς Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοὺς πρωταγωνιστές του. Ὑπογράφει τὸ δημοσίευμά του, ὅπως συνήθιζε, μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματός του, ὡς «Σ. Γ.».
Ἔφεδρος
ἀνθυπολοχαγὸς ὁ ἴδιος, ἐπρυτάνευε στὸν ἐσωτερικό του κόσμο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα
τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, καθὼς συμμετεῖχε σὲ ἐθελοντικὰ ἐκστρατευτικὰ ἀπελευθερωτικὰ
τῆς Ἠπείρου σώματα. Πίστευε σὲ ἕναν ἀγώνα ἀντιστοίχου ἱερότητος μὲ ἐκεῖνον τοῦ ’21,
ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἐδαφικὴ καὶ ἱστορικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Στὸ
χρονογράφημά του θεωρεῖ ὅτι τὰ Δημοτικὰ Τραγούδια τοῦ Ἑλληνισμοῦ διηγοῦνται καὶ
διεκτραγωδοῦν ποιητικά, ἀθανατίζουν μοναδικά, τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν
τοῦ ’21, ποὺ
θυσίασαν τὰ νιάτα τους, τὴ ζωή τους τὴν ἴδια, γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ
τῆς σκλαβιᾶς τὸν τόπο τους, τὴν πατρίδα τους:
Ἀητὲ
ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου
τὴ
δόλια ἀδελφή μου
πές
τους τὸ πὼς παντρεύθηκα
πῆρα
τὴ γῆς γυναῖκα...
Θεωρεῖ γίγαντες μυθολογικοὺς τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης·
πλῆθος
γιγάντων μάλιστα, ποὺ θαυματουργικὰ ἐμφανίστηκαν σὲ ποικίλους τόπους τοῦ Ἑλλαδικοῦ
χώρου,
σὲ μιὰ συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο: γιὰ νὰ φέρουν μὲ τὴ δράση τους τὸ ποθούμενο,
τὴν Ἐλευθερία. Θεωρεῖ ὅτι οἱ: «Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ
Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ
Μαυρομιχάληδες καὶ οἱ Διᾶκοι» εἶναι, ὑφίστανται, ὄχι ἁπλὰ ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα
ἀλλὰ ὡς «’Ιδέα καὶ Φῶς», ποὺ ἀφοῦ περπάτησαν γιὰ λίγο πάνω στὴ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀφοῦ
πάλαιψαν καὶ ἀγωνίστηκαν μὲ αὐτοθυσία, οἱ ἀετοί, ποὺ τοὺς προστάτευαν μὲ τὰ
φτερά τους, τοὺς ξαναπῆραν πάλι ψηλά, στὸν οὐρανό:
«Εἰς
τὰ ὕψη».
Ἡ καρδιά, τὸ πνεῦμα
τοῦ Στ. Γρανίτσα φαίνεται ὅτι βρίσκεται ψηλά, στὰ ψηλώματα, ε ἰ ς τ ὰ ὕ ψ η, στὰ οὐράνια, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦν πλέον
οἱ ψυχὲς τῶν τιτάνειων μορφῶν τοῦ Ἀγώνα, οἱ
ὁποῖοι, μὲ τὴ δράση τους, μετέτρεψαν τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν Πατρίδα σὲ μιὰν αἰωνιότητα
μοναδική. Νὰ γνώριζε ἄραγε ὁ Στεφ. Γρανίτσας τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος
“My Heart’s in the Highlands” τοῦ
Σκώτου ποιητῆ Robert Burns (1759-1796);. Ἤ, ἴσως εἶχε ἀναγνώσει τὸ δημοσιευμένο στὰ 1900 στὴν ἐφημερίδα
Τὸ .Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, «Ἁμαρτίας φάντασμα», ὅπου ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος ἐπικαλεῖται
τοὺς στίχους τοῦ ποιητῆ ἀπ’ τὴ Σκωτία:
«Ἡ
ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν
σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: ‘‘Ἡ καρδιά μου εἶναι
στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ’’».
Εἶναι
γνωστὸ ὅτι ὁ Γρανίτσας θαύμαζε τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τιμοῦσε τὸ ἔργο του. Μάλιστα, δημοσίευσε,
στὶς 13 Μαρτίου 1908, ‒λίγες
ἡμέρες πρὶν δημοσιεύσει τὸ ἐπετειακὸ χρονογράφημά του «Εἰς τὰ ὕψη»‒ ἄρθρο ὑμνητικὸ γιὰ τὸν
Παπαδιαμάντη καὶ τὸ ἔργο του, στὸν Χρόνο
τῶν Ἀθηνῶν, μὲ τίτλο «Ἡ ἀποψινὴ
ἑσπερίς (Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)», ὅπου μεταξὺ ἄλλων σημειώνει:
« [...] Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι τὸ μεγάλο βουνὸ
τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, μία φυσιογνωμία τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁποία θὰ φαίνεται ὡραία καὶ
μεγάλη μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ὅπου τοὺς τωρινοὺς καιροὺς θὰ τοὺς ἀγκαλιάζῃ ὁ
θρύλος [...] Γύρω σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Kρυστάλλη καὶ τοῦ
Βαλαωρίτη ὑφαίνεται ὡς μία κορνίζα ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁμοιάζει σὰν τὴν θρυλικῆς εὐμορφιᾶς
Ροὺθ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμάζευε τὰ στάχυα τῶν θερισμένων ἀγρῶν. Ἐπάνω στὰ
βουνὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ ὁλόγυρα ἀπὸ τὰ ἀκρογιάλια ποὺ ἁπλώθηκε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὡραιότητα
τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς ἀπόμειναν πολλὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται τίποτε καὶ τὰ ὁποῖα
ὅμως ἀποτελοῦν μεγάλες γραμμὲς τῆς ἐποχῆς. Τὰ καϊκάκια καὶ ἡ γαλανὴ ζωὴ τῶν ψαράδων
ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπήδησαν οἱ Kανάρηδες, τὰ ἐκκλησάκια καὶ τὸ μοσχοβόλημα τῆς
βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τοῦ Λαοῦ, ἐπάνω στὴν ὁποία ἐβασίσθη, μέστωσε, ὑψώθη,
ἐγιγαντώθη ἡ Ἐπανάσταση, τά ἀρχοντόσπιτα, γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐδέθηκε ὡς ἀπὸ ἀτάραχους
κορμοὺς καὶ ἐβύζαξε τὸν ὀπὸν τῆς ζωῆς ὡς κισσὸς ἀπὸ πολύχυμα δένδρα. Ὅλης αὐτῆς
τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία τώρα πεθαίνει καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐρρόφησε γάλα ρώμης ἡ Ἰδέα τοῦ
Σκουφᾶ καὶ τοῦ Ξάνθου, ὁ μεγαλύτερος, ὁ ὡραιότερoς, ὁ ὑπέροχος γλύπτης εἶναι ὁ
Παπαδιαμάντης. Ἀνυψώνεται σὲ κομμάτια ὡραιότητoς ἀναγλύφων τοῦ Κεραμεικοῦ [...]».
Ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ νεοελληνικοῦ
χρονογραφήματος ὁ Στέφανος Γρανίτσας, δὲν παύει, στὸ ἔργο του, νὰ μνημονεύει εὐγνωμόνως
τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοὺς ἀκολούθησε
καὶ στήριξε τὸ ὅραμα τους γιὰ μιὰ ἐλεύθερη πατρίδα μετὰ ἀπὸ αἰῶνες σκλαβιᾶς.
Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ βίος τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ποὺ δημοσιεύει σὲ ἐπιφυλλίδες
τοῦ Χρόνου ἀπὸ τὸ 1904 ἕως τὸ 1907. Ὁ
ἴδιος, μὲ τὸν θάνατό του, μόλις σὲ ἡλικία μόλις 35 ἐτῶν, δὲν πρόφτασε νὰ καταθέσει
περισσότερο ἔργο, ποὺ θὰ ἦταν προϊὸν τῆς ὠριμότητάς του. Θαρρεῖς ὅτι ἀποτραβήχτηκε
στὴ σιωπὴ γιὰ νὰ διατηρήσει τὸν ἑαυτό του ἀνέπαφο, ἀμόλυντο ἀπὸ συμβιβασμούς, ὅπως
οἱ θρυλικὲς μορφὲς τοῦ ’21 ποὺ δὲν συμβιβάστηκαν μὲ τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση
τοῦ Γένους.
![]() |
Στέφανος Γρανίτσας, ἔργο (2020) τοῦ Κώστα Ντιό. |
—
Ἐφημ. Χρόνος, φ. 25ης Μαρτίου 1908
«Εἰς τὰ ὕψη
Ἐπάνω
εἰς τὰ ἀγγεῖα τῆς προμυκηναϊκῆς τεχνοτροπίας, σώζονται εἰκόνες κάποιων ζώων, διὰ
τὰ ὁποῖα ἄλλοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπῆρξάν ποτε καὶ ἄλλοι πὼς ἐζοῦσαν μίαν φορὰν καὶ
ἔπειτα ἐξηφανίσθησαν. Κάτι παρόμοια πράγματα φαίνεται νὰ συνέβησαν ἐπάνω εἰς τὸν
ἑλληνικὸν οὐρανόν. Σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἰδῇ κανεὶς ἕναν ἀετὸν σήμερα. Καὶ μολαταῦτα
τὰ ἀγγεῖα μιᾶς ἐποχῆς –τὰ τραγούδια τοῦ Εἰκοσιένα– διηγοῦνται, ὅτι ἐπάνω εἰς τὸν
οὐρανὸν αὐτὸν ἐπετοῦσαν κατὰ κοπάδια τὰ ὑπερήφανα πτηνά. Ἐστέκονταν ἐπάνω εἰς
τοὺς βράχους καὶ ἐκύτταζαν τὰς μάχας, διὰ νὰ τὰς διηγηθοῦν ὕστερα μεταξύ τους, ἢ
νὰ μηνύσουν τοὺς θανάτους τῶν παλληκαριῶν εἰς τοὺς ἰδικούς των:
Ἀητὲ
ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου
τὴ
δόλια ἀδελφή μου
πές
τους τὸ πὼς παντρεύθηκα
πῆρα
τὴ γῆς γυναῖκα...
Καὶ
ὕστερα οἱ ἀετοὶ ἐρροβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ‘‘μαῦρα λιθάρια’’ καὶ ἔπαιρναν τὰ κεφάλια τῶν
παλληκαριῶν διὰ νὰ ροφήσουν τὸ αἷμα των:
Τρῶγε
ἀητὲ τὰ νειάτα μου
τρῶγε
τὴ λεβεντιά μου
νὰ
κάμῃς πήχυ τὸ φτερὸ
καὶ
σπιθαμὴ τὸ νύχι.
Εἰς τοὺς Χαλδαϊκοὺς
Βαβυλωνιακοὺς τάφους καὶ ὕστερα εἰς τοὺς Αἰγυπτιακούς, παίρνομεν μίαν ἰδέαν τοῦ
ἀκροτάτου ἀνθρωπίνου ἐγωϊσμοῦ. Ἐταριχεύοντο οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ πολεμήσῃ ἡ σάρξ
των τὴν φθοράν, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πολεμήσουν τὸν θάνατον. Καὶ ἡ σκαπάνη
σήμερον ἀνασύρει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς τὰ ξηρόμαυρα ἐκεῖνα ἀνθρώπινα ὁμοιώματα ποὺ
λέγονται μούμιες. Καὶ ἄλλη περισσότερον, ἄλλη ὀλιγότερον, ὅλαι σχεδὸν αἱ ἐποχαὶ
ἠσθάνθησαν τὴν ἀνόητον ἀδυναμίαν τῶν Αἰγυπτίων. Καταβαίνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ
κέντρον τῆς γῆς, κρυβόμενοι μέσα εἰς λιθίνους τάφους, σταχτοποιούμενοι καὶ
σφραγιζόμενοι μέσα σὲ λαγήνους, στολιζόμενοι καὶ τυλιγόμενοι εἰς μῦρα.
Μόνον τὸ Εἰκοσιένα ἔχει μίαν ἰδικήν
του ἀρχιτεκτονικὴν τοῦ θανάτου. Οἱ νεκροί:
σκεπάζανε
τὴ γῆ
πάνω
στ’ἅρματα βροντῶντας
μὲ τ’ἐλεύθερο κορμί.
καὶ δὲν τοὺς ἐνδιέφερε
διὰ τὸ μνῆμά των παρὰ μόνον:
Νἆναι
πλατὺ νἆναι ψηλό
νἄχῃ
δυὸ παραθύρια
νὰ
στέκ’ ὀρθὸς νὰ πολεμῶ
καὶ
δίπλα νὰ γεμίζω.
Καί,
ὅταν δὲν ὀνειρεύωνται πὼς ἠμποροῦν νὰ πολεμοῦν καὶ πεθαμένοι, ἐρωτεύοντια τὰ ὕψη.
Θέλουν τοὺς ἀετοὺς νὰ ροφήσουν τὰ νιάτα και τὴν λεβεντιάν των, διὰ νὰ τὰ
περιφέρουν εἰς πλατειὰ πτερὰ ἐπάνω εἰς τοὺς αἰθέρας.
Νομίζει
κανεὶς πὼς ψεύδεται ἡ Ἱστορία ὅταν παρουσιάζῃ αὐτὸ τὸ ἔπος ὡς ἔργον ἑνὸς
πλήθους. Εἶναι τόσον ὁμοιόμορφον, τόσον μονοκόμματον, τόσον μονόχρωμον ὥστε νὰ
φαίνεται ὡς χειρονομία ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου. Ὅτι οἱ Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ
Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ
Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες και οἱ Διᾶκοι ἦταν ἕνας μόνον ἄνθρωπος,
παρουσιαζόμενος ἐδῶ ὡς τάδε καὶ ἐκεῖ ὡς δεῖνα. Διότι ἡ παγκόσμιος ἱστορία εἰς
καμμίαν σελίδα της δὲν μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ δεῖνα ἐποχὴ ἢ ἡ τάδε φυλὴ ἐπέταξε
ταυτοχρόνως ἕνα πλῆθος γιγάντων, ἕκαστος τῶν ὁποίων νὰ ὑψώνῃ τὸ ἀνάστημά του ἀντίκρυ
εἰς τὰς μορφὰς τῆς μυθολογίας.
Κολυμβοῦν
μέσα εἰς τὰς φλόγας τῆς Ἀράχωβας ἀπαράλλακτα γαλήνιοι καὶ ὡραῖοι ὅπως καὶ εἰς τὸ
Πέτα, δαγκώνουν τὰ χείλη τῶν ἐχθρικῶν ὅπλων εἰς τὸ Καρπενήσι ἀπαράλλακτα
λυσσαλέοι ὅπως εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, ἐναγκαλίζονται τὸν θάνατον εἰς τὸ Μεσολόγγι ἀπαράλλακτα
ὀλύμπιοι ὅπως καὶ εἰς τὴν Ἀλαμάναν. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι...
Τὸ
ἀλέτρι ἀνασηκώνει τώρα εἰς τὰ χωράφια τὰ κόκκαλά των. Δὲν ἠξεύρομεν τίνος εἶναι.
Ἀλλ’ ἀκόμη περισσότερον δὲν ἠξεύρομεν ἐὰν ὑπῆρξάν ποτε ἄνθρωποι ἢ μόνον Φῶς καὶ
Ἰδέα ποὺ ἐπερπάτησεν ὀλίγον καιρὸν ἐπάνω εἰς τὴ Ἑλληνικὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὰ πτερὰ
τῶν ἀετῶν ποὺ τὸ ἐξαναπῆραν πάλι εἰς τὰ ὕψη.
Σ. Γ.»
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1111, σ. 14-15.